Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.2. Η μνημειακή αρχιτεκτονική της αρχαϊκής εποχής

3.2.1. Η ανάπτυξη του δωρικού ρυθμού στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις δυτικές αποικίες

Ήδη από το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. έγινε συνήθεια τα περισσότερα μεγάλα μνημειακά κτήρια, και ιδιαίτερα οι ναοί, να κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από πέτρα. Η ανάπτυξη της λίθινης αρχιτεκτονικής σε μεγάλη κλίμακα ήταν ένα σημαντικό τεχνικό επίτευγμα, που οι Έλληνες το συνέδεσαν με τη δράση δύο αδελφών, του Τροφωνίου και του Αγαμήδη, γιων του Εργίνου, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας. Πρόκειται για δύο πρόσωπα που μπορούμε να πούμε ότι τοποθετούνται ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο, αφού ειδικά ο Τροφώνιος λατρευόταν ως ήρωας στη Λεβάδεια (Λιβαδιά), όπου υπήρχε και μαντείο του. Στους δύο αδελφούς αποδιδόταν από παλιά η κατασκευή του πρώτου λίθινου ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως φαίνεται από τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα που γράφτηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. (Ύμνος στον Απόλλωνα 294-299):
 
«Έτσι μίλησε και έβαλε τα θεμέλια ο Φοίβος Απόλλων, πλατιά και με πολύ μεγάλο μήκος· αμέσως τότε τοποθέτησαν πάνω τους λίθινο κατώφλι ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, οι γιοι του Εργίνου, αγαπητοί στους αθάνατους θεούς. Επάνω εκεί άνθρωποι πάμπολλοι έχτισαν ναό με πέτρες λαξευτές, να μείνει και να τον υμνούν για πάντα.»
 
Τις μυθολογικές παραδόσεις σχετικά με τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη μάς τις μεταφέρει ο περιηγητής Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 9.37.5-6,10.5.13):
 
«Πήρε [ο Εργίνος], σύμφωνα με το χρησμό, νεαρή γυναίκα και είχε από αυτή γιους τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη. Ο Τροφώνιος όμως λένε πως ήταν γιος του Απόλλωνα και όχι του Εργίνου, πράγμα που και εγώ προσωπικά το δέχομαι και όποιος πήγε για χρησμό στον Τροφώνιο [δηλαδή στο μαντείο του στη Λεβάδεια]. Λένε πως αυτοί, όταν μεγάλωσαν, έγιναν δεινοί στο να κάνουν ιερά θεών και ανάκτορα ανθρώπων· έχτισαν και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και το θησαυροφυλάκιο του Υριέα [βασιλιά της Υρίας, πόλης ανάμεσα στην Τανάγρα και τη Θήβα]. Στο θησαυροφυλάκιο έβαλαν έναν από τους λίθους κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν αυτοί να τον αφαιρούν απ᾽ έξω· έτσι αυτοί έπαιρναν κάθε φορά ένα μέρος από τους θησαυρούς που ο Υριεύς έβαζε μέσα. Ο Υριεύς έμεινε άναυδος βλέποντας τις κλειδωνιές και τις σφραγίδες άθικτες, ενώ οι θησαυροί διαρκώς ελαττώνονταν· έστησε λοιπόν πάνω από τα δοχεία, μέσα στα οποία είχε το ασήμι και το χρυσάφι του, παγίδες ή άλλες κατασκευές, με σκοπό να πιάσει όποιον μπει μέσα και αγγίξει τους θησαυρούς. Μπήκε ο Αγαμήδης και πιάστηκε· ο Τροφώνιος όμως του έκοψε το κεφάλι για να μην τον βασανίσουν όταν ξημερώσει και αποκαλυφθεί πως μετείχε και ο ίδιος στην τολμηρή επιχείρηση. Τον Τροφώνιο άνοιξε η γη και τον κατάπιε εκεί που είναι ο λεγόμενος λάκκος του Αγαμήδη, στο άλσος της Λεβάδειας, και μια στήλη κοντά στο λάκκο.
 
Τον τέταρτο ναό [του Απόλλωνα στους Δελφούς] τον έχτισαν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης· αναφέρεται πως ο ναός αυτός ήταν λίθινος. Καταστράφηκε από φωτιά όταν στην Αθήνα επώνυμος άρχοντας ήταν ο Ερξικλείδης, κατά το πρώτο έτος της 58ης Ολυμπιάδας, κατά την οποία νίκησε ο Διόγνητος από τον Κρότωνα [το 548 π.Χ.].»
 
Οι τρεις πρώτοι ναοί του Απόλλωνα που αναφέρει ο Παυσανίας ανήκουν αναμφίβολα στη σφαίρα του μύθου: σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος ήταν κατασκευασμένος από κλαδιά Δάφνης φερμένα από τα Τέμπη, ο δεύτερος από κερί μελισσών και φτερά, και ο τρίτος από χαλκό. Ο λίθινος ναός του Απόλλωνα, όμως, που αποδιδόταν στον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη πρέπει να ήταν υπαρκτό κτίσμα και πιστεύεται γενικά ότι χτίστηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός ότι η ανέγερσή του συνδέθηκε με πρόσωπα που η δράση τους τοποθετείται στο μυθικό παρελθόν (όπως και η δημιουργία των πρώτων λίθινων αγαλμάτων είχε συνδεθεί με τον μυθικό τεχνίτη Δαίδαλο) δείχνει ότι οι Έλληνες των μεταγενέστερων χρόνων δεν διέθεταν πάντα σαφείς πληροφορίες για την τέχνη και τα μνημεία των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων.
 
Στην πραγματικότητα, η λίθινη μνημειακή αρχιτεκτονική είναι μεταφορά στον λίθο της παλαιότερης αρχιτεκτονικής που χρησιμοποιούσε ελαφρύτερα υλικά, το ξύλο και τον πηλό. Αυτή την αρχιτεκτονική την είδαμε στον ναό του Θέρμου. Η αλλαγή άρχισε να συντελείται στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Η λίθινη αρχιτεκτονική επικράτησε σχετικά γρήγορα στη διάρκεια του 6ου αιώνα και έκανε τα μνημειακά κτήρια (και ειδικότερα τους ναούς) πολύ ανθεκτικότερα στον χρόνο. Υπάρχει όμως ένα τουλάχιστον παράδειγμα ναού στον οποίο η αντικατάσταση του ξύλου από τον λίθο ήταν βαθμιαία και κράτησε αιώνες: ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, που χρονολογείται στο τέλος του 7ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Φαίνεται πως ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στον Δία και συνδέθηκε με τη λατρεία της Ήρας μετά την κατασκευή του νέου ναού του Δία τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία  ήταν ένας από τους μεγαλύτερους της εποχής του στην Ελλάδα (εξωτερικές διαστάσεις: 18,75 m χ 50 m). Το κυρίως κτίσμα αποτελούνταν από μια μεγάλη μακρόστενη αίθουσα (τον σηκό) με είσοδο από την ανατολική στενή πλευρά, όπου υπήρχε πρόδομος με δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες, ενώ στα δυτικά οπισθόδομος που είχε όμοια διαμόρφωση με τον πρόδομο. Ο σηκός είχε εσωτερικά δύο σειρές από ξύλινους κίονες σε δύο επίπεδα· κάθε δεύτερος κίονας ενωνόταν με τον τοίχο του σηκού με ένα εγκάρσιο τοιχίο, σχηματίζοντας μια σειρά από κόγχες. Για την κατασκευή των τοίχων είχαν χρησιμοποιηθεί στο κάτω μέρος μεγάλοι ορθογώνιοι πωρόλιθοι και πιο πάνω ωμές πλίνθοι με ξυλοδεσιές. Ολόκληρη η ανωδομή και η στέγη ήταν από ξύλο και διακοσμούνταν εξωτερικά με ψημένες πήλινες πλάκες. Οι κίονες του πτερού που περιέβαλλαν το κτίσμα εξωτερικά (έξι στις στενές και δεκαέξι στις μακρές πλευρές) ήταν αρχικά ξύλινοι και, καθώς σάπιζαν, τους αντικαθιστούσαν με λίθινους. Έτσι, οι κίονες του Ηραίου της Ολυμπίας δεν είναι όμοιοι μεταξύ τους (στην κάτοψη, διακρίνεται ότι έχουν διαφορετικό πάχος). Αυτό μας δίνει μια εικόνα της εξέλιξης του δωρικού κίονα. Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε το ιερό της Ολυμπίας στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., εφτάμισι αιώνες μετά την κατασκευή του, ένας από τους δύο κίονες του οπισθόδομου ήταν ακόμη ξύλινος.
 
Από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. έχουν σωθεί λίθινοι ναοί, που μας δίνουν μια εικόνα της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα είναι ο μεγάλος δωρικός ναός από πωρόλιθο των χρόνων 590-580 π.Χ., αφιερωμένος στην Άρτεμη, που ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε στην αρχαία πόλη της Κέρκυρας (λίγο νοτιότερα από τη σημερινή) στις αρχές του 20ού αιώνα. Η Κέρκυρα ήταν αποικία των Κορινθίων και ο αρχαϊκός ναός της Άρτεμης έχει στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση της κορινθιακής αρχιτεκτονικής. Ο ναός είναι περίπτερος (οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακρές πλευρές· εξωτερικές διαστάσεις 22,40 m x 47,20 m) και έχει σηκό, πρόναο και οπισθόδομο. Στο εσωτερικό του σηκού υπάρχουν δύο σειρές από κίονες σε δύο επίπεδα, όπως στο Ηραίο της Ολυμπίας. Πολύ σημαντικός είναι ο γλυπτός διάκοσμος και ιδιαίτερα τα ανάγλυφα του δυτικού αετώματος, για τα οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω. Παρόμοιοι μεγάλοι λίθινοι ναοί υπήρχαν ήδη πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. στη μητρόπολη της Κέρκυρας, την Κόρινθο, αλλά σώζονται μόνο λίγα λείψανά τους. Καλύτερα διατηρούνται οι αρχαϊκοί δωρικοί ναοί που χτίστηκαν στις πλούσιες ελληνικές αποικίες της Σικελίας (στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και τον Σελινούντα) και της Κάτω Ιταλίας (στην Ποσειδωνία)· οι παλαιότεροι χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου