Εισαγωγή
Ο δρόμος προς το θαύμα της κλασικής αρχαιότητας ξεκίνησε με μία ιστορική καταστροφή: την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. Ως το 1100, η μνημειακή αρχιτεκτονική και οι μεγαλόπρεπες ταφές της άρχουσας τάξης, οι Τέχνες και οι τεχνικές, η Γραμμική Β γραφή, οι κοινωνικές και οι πολιτικές δομές των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών θεσμών, όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού αργά ή γρήγορα ξεθώριασαν και χάθηκαν. Έγιναν μεγαλεία παλιά, τελειωμένα, ζωντανά μόνο στη φαντασία των καθημερινών ανθρώπων και το τραγούδι των ραψωδών. Ο τόπος έμεινε εσωστρεφής, φτωχός και απομονωμένος, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα π.Χ.
Παρά τις κάποιες διαφοροποιήσεις που έχουν σημειωθεί,[1] την αρχαιολογική εικόνα σφραγίζει μία δυσερμήνευτη αλλαγή πορείας από το παρελθόν και ένας καινούριος δρόμος, σκοτεινός για μας και δύσκολος για εκείνους, καθοριστικής όμως σημασίας για τους επόμενους αιώνες και για την ευρωπαϊκή ιστορία γενικότερα. Ένας δρόμος που στα πρώτα του βήματα κυριαρχεί η εσωστρέφεια και η απομόνωση, η συρρίκνωση της οικονομίας σε γεωργία, κτηνοτροφία και βιοτεχνία των άμεσων αναγκών και με οικογενειακό χαρακτήρα, οι ομαδικές μεταναστεύσεις και ο δημογραφικός μαρασμός, άλλοι τύποι ρούχων, άλλοι τύποι τάφων και σπιτιών και άλλος χαρακτήρας του υλικού πολιτισμού γενικότερα. Άγνωστη είναι η αιτία της αλλαγής που προκάλεσε την απομόνωση και τον οικονομικό μαρασμό αυτών των χρόνων. Ίσως να οφείλεται στις μετά τα Τρωικά κοινωνικές ταραχές και τις μετατοπίσεις των ελληνικών λαών που αναφέρουν ο Θουκυδίδης αλλά και το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όχι όμως και το σύνολο της νεώτερης αρχαιογνωστικής έρευνας:
«Μετά τα Τρωικά, στην Ελλάδα εξακολουθούσαν οι μεταναστεύσεις και οι μετοικήσεις και ο τόπος δεν μπορούσε να ησυχάσει και να προοδεύσει. Η μακροχρόνια απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναστατώσεις και επαναστάσεις και οι εκπίπτοντες από τις στάσεις έκτιζαν τις πόλεις. Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, οι Βοιωτοί της Άρνης διώχτηκαν από τους Θεσσαλούς και εγκαταστάθηκαν στη γη που σήμερα λέγεται Βοιωτία και τότε ονομαζόταν Καδμηίδα…
Ογδόντα χρόνια μετά την άλωση, οι Δωριείς μαζί με τους Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο. Πολύς καιρός έπρεπε να περάσει για να ησυχάσει η Ελλάδα από τις μετακινήσεις και να στείλει αποικίες, όπως έκανε η Αθήνα στην Ιωνία και τα νησιά και οι Πελοποννήσιοι στην Ιταλία και την Σικελία…» Θουκυδίδης 1, 12[2]
Ίσως πάλι, κλιματολογικοί και άλλοι φυσικοί παράγοντες να προκάλεσαν καταστροφές στην αγροτική οικονομία,[3] ή να αποκόπηκαν οι επικοινωνίες και να νέκρωσε το εμπόριο καθώς και η οικονομία γενικότερα, από τη δραστηριότητα των θαλασσινών λαών στις ελληνικές θάλασσες,[4] όπως και στην Ανατολή και την Αίγυπτο. Ίσως τέλος, η αλλαγή να οφείλεται σε όλους τους παραπάνω λόγους και σε άλλους που σήμερα δεν γνωρίζουμε.
Οι περισσότεροι οικισμοί φαίνεται πως ήταν μικροί, ευρύχωροι και αραιοκατοικημένοι, αλλά υπάρχει και η άποψη ότι μερικά παλιότερα κέντρα εξακολούθησαν να έχουν ιεραρχημένες κοινωνίες των 500, 1000, και 2.000 κατοίκων.[5] Σημαντικότερα γνωστά ελληνικά κέντρα στην Ελλάδα ήταν μεταξύ άλλων η Αθήνα και η Εύβοια, η οποία από τον 10ο αιώνα άνοιξε καινούριους δρόμους, απέκτησε σχέσεις με την Ανατολή και συνέβαλε στην έξοδο της Αιγαιακής Ελλάδας από την απομόνωση και τον μαρασμό.
Η νέα εποχή που ανέτειλε και επρόκειτο σταδιακά να οδηγήσει την Ελλάδα στη μεγάλη της αναγέννηση, ονομάζεται «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» επειδή η τεχνογνωσία του σιδήρου αντικατέστησε τον χαλκό για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Λίγα είναι δυστυχώς τα αρχαιολογικά ευρήματα από τα πρώτα χρόνια της νέας εποχής, κυρίως από τα νεκροταφεία, γι' αυτό και συχνά χαρακτηρίζεται ως «Σκοτεινή». Ονομάζεται και «Πρωτογεωμετρική» και στη συνέχεια «Γεωμετρική», επειδή ξεκινώντας από την ιωνική Αθήνα, τα ανεικονικά γεωμετρικά συστήματα έγιναν κύριος τρόπος της διακόσμησης στα πήλινα αγγεία, τα αντικείμενα δηλαδή που υπομνηματίζουν τις αρχαιολογικές ανασκαφές και την ιστορία της αρχαιότητας. Τα καθημερινά αυτά ευρήματα που συνόδευαν τους απλούς ανθρώπους στην προσωπική τους ζωή, αποτέλεσαν τότε μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που διαδέχθηκαν ομαλά την παλιά τους παράδοση σε μία καινούρια εξέλιξη. Εκτός από την αρχαιολογία, πληροφορίες για την εποχή είναι δυνατόν να ανιχνευθούν και από τα ποιήματα του Ομήρου (που φαίνεται να έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.) παράλληλα με τις αναμνήσεις της παλιότερης, της μυκηναϊκής εποχής, τις οποίες αφηγούνται.
Την κοινωνία της νέας εποχής αποτελούσαν οι άριστοι, δηλαδή οι ευγενείς, και ο απλός λαός, ενώ το κενό της κεντρικής εξουσίας που δημιουργήθηκε με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, σταδιακά θα πρέπει να καλύφθηκε από μία μεγαλύτερη βάση: αρχικά τους ηγέτες-βασιλείς των τοπικών φυλετικών κοινωνιών, και αργότερα από μία ακόμη μεγαλύτερη βάση, δηλαδή τους άρχοντες-ευγενείς των κοινωνιών αυτών (τοπικά βασιλικά και αριστοκρατικά πολιτεύματα).
Τα σπίτια των ανθρώπων ήταν ελεύθερα στον περιβάλλοντα χώρο, συνήθως μονόχωρα, με σχήμα ωοειδές ή αψιδωτό και σπανιότερα κυκλικό, ο τύπος δηλαδή του σπιτιού που θεωρείται συχνά ως η επιβίωση μιας αρχικής κλαδόπλεκτης καλύβας. Οι τοίχοι των μονιμότερων κατασκευών κτίζονταν πάνω σε λίθινη κρηπίδα, συνήθως με άψητα πλιθιά αλλά και με κλαδιά πλεγμένα με πηλό, σπανιότερα με μικρούς ακατέργαστους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό. Είχαν στέγες δίρριχτες με ξύλινο σκελετό και «λαχνήεντα όροφο», δηλαδή με φυλλώματα, όπως το σάλωμα της Σαρακατσάνικης καλύβας. Χτιστά θρανία περιέτρεχαν τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών και είχαν πολλαπλές χρήσεις. Συνήθως υπήρχαν μικρές εστίες για το μαγείρεμα και τη θέρμανση. Όλες οι δραστηριότητες του σπιτιού φαίνεται να συνέβαιναν σε τέτοια μονόχωρα κτίρια, πιθανόν και σε πρόχειρους χώρους που δεν άφησαν υπολείμματα. Μερικές φορές ένα μεγαλύτερο σπίτι κυριαρχούσε στον οικισμό και θεωρείται ότι ήταν η κατοικία του αρχηγού.
Η πολιτιστική ανάκαμψη και η αποκατάσταση των σχέσεων με την Ανατολή, που άρχισε να παρατηρείται στον 10ο και τον 9ο αιώνα, ακολούθησε στον 8ο αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η αρχαία Ελληνική Αναγέννηση. Χαρακτηριστικά της εποχής ήταν η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και οι μονιμότερες εγκαταστάσεις, η δημογραφική ανάκαμψη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οι έντονες εμπορικές επαφές με την Ανατολή και με τη Δύση, η διασπορά εμπορικών πρακτορείων και αποικιών, η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου και η δημιουργία και εκλαΐκευση του πρώτου φωνητικού αλφαβήτου (αρχικά ίσως από τους Ευβοείς υπερπόντιους ταξιδιώτες), ο Ποιητής Όμηρος, η επανεμφάνιση των εικονιστικών παραστάσεων, η μεγάλη Τέχνη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα νέα ιερά, πανελλήνια και μη, με πλήθος αναθημάτων. Αυτή η εποχή πιθανόν να σηματοδοτεί και την πρώτη ευρεία διάδοση του ονόματος «Έλληνες» για τους λαούς που κατοικούσαν στον τόπο μας, αφού μέχρι και τον Όμηρο οι όροι Έλλην και Ελλάς δεν είχαν ακόμη αποκτήσει το περιεχόμενο που κατείχαν την κλασική εποχή και αργότερα:
«Μου φαίνεται πως ούτε το σημερινό της όνομα είχε ακόμη η Ελλάς[6]. Πριν από τον Έλληνα μάλιστα [τον γιο του Δευκαλίωνα] νομίζω ότι δεν υπήρχε καν ως όνομα. Κάθε τόπος ονομαζόταν από τους κατοίκους του, κυρίως από Πελασγούς. Από τότε όμως που απέκτησαν ισχυρή εξουσία στη Φθιώτιδα ο Έλλην και τα παιδιά του άρχισαν να συμμαχούν και με τις άλλες πόλεις. Έτσι σιγά-σιγά ονομάζονταν και οι άλλοι "Έλληνες", χωρίς όμως και πάλι να επικρατήσει για όλους.
Η καλύτερη απόδειξη είναι βέβαια ο Όμηρος. Μολονότι έζησε πολύ αργότερα ακόμη και από τα Τρωικά, ονομάζει Έλληνες μόνο τους πρώτους "Έλληνες", δηλαδή εκείνους που είχαν έλθει [στην Τροία] από τη Φθία με τον Αχιλλέα. Κανέναν άλλον. Όλους μαζί τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και Αχαιούς. Εξάλλου, δεν αναφέρει καν ούτε τη λέξη βάρβαρος, γιατί δεν υπήρχε η ανάγκη για ένα αντίπαλο όνομα…»
Θουκυδίδης 1, 3[7]
Αυτή η αναγέννηση, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, φαίνεται να σηματοδοτεί και την ίδρυση των Πόλεων:[8] πολλές από τις μικρές τοπικές κοινωνίες της νότιας Ελλάδας, των νησιών, και των αποικιών φαίνεται ότι συνενώθηκαν αυτή την εποχή πολεοδομικά και πολιτικά και δημιούργησαν τις Πόλεις. Η λέξη είναι γνωστή από τον Ησίοδο[9] αλλά και από τον Όμηρο, όπου η βασιλευομένη Τροία, και όχι μόνο, συχνά αναφέρεται ως πόλις.[10] Φαίνεται ότι αρχικά δήλωνε το κέντρο εξουσίας του άρχοντα του τόπου, δηλαδή το κάστρο, την ακρόπολη της περιοχής. Η μεταγενέστερη όμως αστικοποίηση και οι εκατοντάδες των κλασικών ελληνικών πόλεων συνδέθηκαν στην περίοδο της ακμής τους με ένα ιδιαίτερο μοντέλο οργάνωσης, για το οποίο υπήρξαν περήφανες και χάρη στο οποίο η λέξη απέκτησε ένα ειδικό «πολιτικό» και «πολιτιστικό» φορτίο. Σηματοδοτεί, (ιδιαίτερα μάλιστα στη σύγχρονη διεθνή έρευνα), την Πόλη-Κράτος των αρχαϊκών/κλασικών χρόνων, από την οποία επρόκειτο να γεννηθούν, να ριζώσουν στον κόσμο και να επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωη μέχρι σήμερα οι έννοιες του πολίτη, του πολιτισμού και της πολιτικής. Η λέξη «πόλις», ωστόσο, σηματοδοτούσε και την πόλη-οικισμό όπως σήμερα, καθώς και την κοινωνία των ελεύθερων πολιτών της.
Ίσως η δημιουργία των πόλεων ανιχνεύεται αρχαιολογικά σε αλλαγές που παρατηρούνται στον 8ου αιώνα π.Χ., όπως η εγκατάλειψη κάποιων από τους παλιότερους οικισμούς, οι αλλαγές στα ταφικά έθιμα, η δημιουργία ανοιχτών χώρων [πρώτες Αγορές;], η αυξημένη δραστηριότητα στα κεντρικά ιερά, κ.ά.[11] Οι παρατηρήσεις όμως των ειδικών βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των υποθέσεων, αφού άγνωστα παραμένουν στην πραγματικότητα η αφορμή, ο τρόπος και η ακριβής χρονολογία της γέννησης του θεσμού.
Αυτή είναι επίσης η εποχή που καθιέρωσε οριστικά το ευθύγραμμο/ορθογώνιο σχήμα για το ιδιωτικό σπίτι. Τον 9ο αιώνα είχαν ήδη υπάρξει μερικά παραδείγματα που όμως έγιναν περισσότερα στα μέσα του 8ου, κυρίως στις πρωτοπόρες Κυκλάδες. Ήταν σπίτια μονόχωρα, ή μέγαρα [ένας μεγαλύτερος χώρος και ένας προθάλαμος] που με τη δημιουργία των πυκνοκατοικημένων οικισμών των νέων πόλεων μπορούσαν να ενταχθούν πολεοδομικά χωρίς να προκαλούν σπατάλη χώρου. Ο 7ος, τέλος, αιώνας οδήγησε στην κατάργηση των αψιδωτών και οβάλ σπιτιών, και, σταδιακά, στην τελική επικράτηση του ορθογώνιου σπιτιού με κεντρική αυλή. Όπως οι περίκλειστοι κόσμοι των πόλεων μέσα στον περίβολο των τειχών τους, έτσι και το ιδιωτικό σπίτι επρόκειτο τελικά να μεταμορφωθεί σε έναν περίκλειστο ιδιωτικό μικρόκοσμο γύρω από την εσωτερική αυλή του.
H δημιουργία των πόλεων δημιούργησε αργά ή γρήγορα την ανάγκη έργων, κτιρίων, θεσμών και νόμων που θα καθόριζαν τους κανόνες συμβίωσης μέσα σε ένα πυκνό κοινωνικό περιβάλλον που όφειλε να οργανωθεί «πολιτικά» και «πολιτισμένα». Το καθημερινό νερό και οι δημόσιες κρήνες, η ασφάλεια και η ανεξαρτησία, η δημόσια τάξη και υγεία, η αγορά και η οικονομία, η διοίκηση, τα δημόσια κτίρια και η λατρεία, οι δρόμοι και οι αποχετεύσεις, τα σκουπίδια και η αποκομιδή τους, οι υποχρεώσεις των ισχυρών και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις όλων, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που αργά ή γρήγορα έπρεπε να διευθετηθούν θεσμικά, νομικά, κατασκευαστικά, επισκευαστικά και -πάνω από όλα- πολιτικά μέσα στις κοινωνίες των πόλεων.
Τα πολιτεύματα ήταν ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες: αρχικά μοναρχίες και ποικίλα ολιγαρχικά καθεστώτα (βασιλείες, αριστοκρατίες, τυραννίες), για να καταλήξουν στην κλασική εποχή και σε δημοκρατίες διαφόρων τύπων, συνήθως άμεσου χαρακτήρα όπου όλοι οι πολίτες έπαιρναν μέρος στην ανώτατη εξουσία της πόλης, τη συνέλευση των πολιτών της (εκκλησία του δήμου). Υπήρχαν πάντως και παραδείγματα έμμεσης δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικού δηλαδή χαρακτήρα[12] όπως και σήμερα. Πολίτες ήταν κατά κανόνα τα γηγενή και ελεύθερα μέλη της κοινωνίας, παιδιά πολιτών από πατέρα και μητέρα, ή μόνο από πατέρα. Η δημοκρατική ισότητα των πολιτών αφορούσε και τότε όπως και τώρα, τα πολιτικά δικαιώματα, και όχι την οικονομική τους κατάσταση. Τα δε πολιτικά δικαιώματα αφορούσαν, όπως και μέχρι τα νεώτερα χρόνια, μόνο τους ενήλικες πολίτες του ανδρικού φύλου.
H Μακεδονία παρέμεινε οργανωμένη «εθνοφυλετικά», με πολίτευμα την παραδοσιακή της βασιλεία που ελεγχόταν μόνο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Τα εθνικά βασίλεια της Δυτικής Μακεδονίας υποτάχτηκαν σταδιακά στον Οίκο των Τημενιδών που βασίλευε στην Κάτω, την παραθαλάσσια δηλαδή, Μακεδονία.
Οι μακεδονικές πόλεις ήταν εξαρτημένες από την κεντρική εξουσία του βασιλιά αλλά ωστόσο αυτοδιοικούμενες. Το μακεδονικό πολίτευμα τις προστάτευσε από τους ανταγωνισμούς που αποδυνάμωσαν τις Πόλεις της νότιας Ελλάδος[13] και οι πλούσιες αγροτικές τους περιοχές παρείχαν μεγαλύτερη αυτάρκεια των απαραίτητων γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων.
Ύστερα από τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε μετά το 1985 στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπου, πρώτου πυρήνα του βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας μαζί με την Ημαθία,[14] εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός νέων αρχαιολογικών χώρων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Ανασκάφηκαν αποσπασματικά, αποκλειστικά για σωστικούς λόγους, λίγα από τα νεκροταφεία στους πρόποδες του Ολύμπου και η περιοχή του λιμανιού του αρχαίου Ηρακλείου, κάτω από το Κάστρο του Πλαταμώνα.[15]
Μερικά από τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στην παρούσα έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (ΜΔ: 4701, 2609, 2174, 2175, 2236, 2369, 2370, 2190, 2282, 2520, 2527. ΚΡ: 1708, 1711, 1716, 1696, 1683, 1686, 1732, 1731, 1738, 1750, 1751, 1752).
--------------------------------
1 Π.χ. στην Κρήτη όπου παρόλες τις μεταβολές, η εξέλιξη ήταν ομαλότερη. Βλ. J. Whitley, The Archaeology of Ancient Greece, Cambridge U.P. 2001, 78.
2 Βλ. π.χ. σχετικά τα Scholia Vetera στον Θουκυδίδη I 12 3: ἐξ «Ἄρνης: Ἄρνη πόλις Θεσσαλίας, ἀφ' ἧς ὠνόμασται κατὰ μετοικίαν καὶ ἡ ἐν Βοιωτίᾳ Ἄρνη· ἡ δὲ Βοιωτική Ἄρνη νῦν Χαιρώνεια καλεῖται. Καδμηΐδα: τὴν Χαιρώνειαν ἐπειδὴ πρότερον Καδμηΐς ἐκαλεῖτο. ὁ δὲ Ὅμηρος (Β 494, 510) Βοιωτοὺς καλεῖ ἀναχρονισμῷ χρώμενος· ἔσχατος γὰρ τῶν Τρωικῶν ἐστιν. ἀποδασμός: μέρος. ὀγδοηκοστῷ ἔτει ξὺν Ἡρακλείδαις: οἱ γὰρ Ἡρακλεῖδαι βουλόμενοι κατελθεῖν εἰς Πελοπόννησον ἤροντο τὸν Ἀπόλλωνα· ὁ δὲ αὐτοῖς ἀνεῖλε διὰ τῶν στενῶν εἰσβαλεῖν. οἱ δὲ νομίσαντες τὸν ἰσθμόν, καὶ ἡττηθέντες ἐποιήσαντο σπονδὰς ὥστε ἑκατὸν ἔτη παραχωρῆσαι τὴν χώραν Πελοποννησίοις. μετὰ δὲ τὰἑκατὸν ἔτη πάλιν ἤροντο τὸν Ἀπόλλωνα περὶτῆς καθόδου· ὁ δὲ ἀνεῖλεν αὖθις διὰ τῶν στενῶν εἰσβαλεῖν. ἀντιλεγόντων δὲ τῶν Δωριέων ὡς καὶ πρότερον εἶεν ἠπατημένοι, εἶπεν ὡς οὐ συνήκατε τὸν χρησμόν· στενὰ γὰρ λέγω τὸν Κρισαῖον κόλπον. οἱ δὲ ἐντεῦθεν ἐπιχειρήσαντεςἔτυχον τῆς καθόδου μετὰ π ἔτη τῶνΤρωικῶν. ἡ δὲ πρώτη εἰσβολὴπρὸ εἴκοσι ἐτῶν ἦν. ἀποικίας· ἀποικίσαι ἐστὶ κτίσαι πόλιν ἐπ' ἐρήμοις.
3 Βλ. πχ. σχετικά σταScholia Vetera στον Ευριπίδη, Ρῆσ. 251 [frg. 20] ἐξηγούμενος περὶ αὐτὴν φησιν ὡς ὕστεροντῶν Τρωικῶν λοιμοῦ καὶ φθορᾶς καρποῦ περιεληλυθυίαςεἰς τὴν Ἑλλάδα, μαντευομένων περὶ τῶν παρόντων, χρῆσαι τὴν Πυθίαν τηνικαῦτα παῦλαν αὐτοῖς τῶν δεινῶν, ἐπειδάν τινες τῶν ἀπὸ Ἀγαμέμνονος ἑλκόντων τὸ γένος πλεύσαντες εἰς Τροίαν τὰς πόλεις κτίσωσι καὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀναλάβωσιν ἃς ἠφανίσθαι συνέβαινεν ὑπὸ τοῦ πολέμου. ταύτην τὴν μαντείαν παραδεξάμενον τὸν Ὁρέστην συνέβη λιπεῖν τὸν βίον.
4 Βλ. πχ. σχετικά στον Διόδωρο Σικελιώτη 5, 79: Μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν Κᾶρεςαὐξηθέντες ἐπὶ πλεῖον ἐθαλαττοκράτησαν, καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων κρατήσαντες τινὰς μὲν ἰδίᾳ κατέσχον καὶ τοὺς αὐταῖς κατοικοῦντας Κρῆτας ἐξέβαλον, τινὰς δὲ κοινῇ μετὰ τῶν προενοικούντων Κρητῶν κατῴκησαν. ὕστερον δὲ τῶν Ἑλλήνων αὐξηθέντων, συνέβη τὰς πλείους τῶν Κυκλάδων νήσων οἰκησθῆναι καὶ τοὺς βαρβάρους Κᾶρας ἐξ αὐτῶν ἐκπεσεῖν. περὶ ὧν τὰ κατὰ μέρος ἐν τοῖς οἰκείοις χρόνοις ἀναγράψομεν.
5 Βλ. I. Morris, «The early polis as city and state», Rich John, Wallace-Hadrill, A., eds., City and Country in the Ancient World, Routhledge 1991. 25 κ.εξ.
6 Ίσως αρχικά επιθετικός προσδιορισμός [τόπου στη Θεσσαλία;]. βλ. π.χ. Ηρόδοτο και άλλους: ελλάς γη, χώρα, γλώσσα, χθων, κλπ. Ησύχιος: ἕλλα· καθέδρα. Λάκωνες καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ Ἑλλάς, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ. καὶ τὸ ἔθνος. ἡ Ἀχαΐα. καὶ ἡ αὐτόθεν γυνή.
7 Έλληνες ήταν οι «Το πρότερον Γραικοί καλούμενοι», κατά το Πάριο Χρονικό. Βλ. Jacoby, Frg. Gr. Hist., 2 B, 239, σσ. 993. βλ. και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Περί των Θεμάτων, Ασία-Ευρώπη, Ευρώπη 5, 1: Ἑλλὰς ἡ χώρα ἐκλήθη ἀπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος, ὃς δυναστεύσας τῆς Φθιώτιδος τοὺς ὑπηκόους ἑαυτῷ γενομένους ἀντὶ Γραικῶν «Ἕλληνας ἐκάλεσε· καὶ τότε πρῶτον Ἑλλὰς ὠνομάσθη. Οὐκ ἦν δὲ τοῦτο παλαιὸν ὄνομα ἔθνους, ἀλλὰ φωνῆς τῆς Ἑλληνικῆς ἰδίωμα, ὡς ὁ συγγρραφεὺς [Ἀλέξανδρος] φησι, τὴν ὀνομασίαν νεωτερικὴν εἰδώς· «δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦτο σύμπασά πως εἶχεν ἡ χώρα»· οὐδὲ ὁ ποιητὴς ἐμνήσθη Ἑλλήνων, Ἀργείους αὐτοὺς ἀποκαλῶν, ἀλλὰ Θεσσαλοὺς μόνον ἀποκαλῶν, καὶ Ἑλλάδα τὴν ὑπ' Ἀχιλλεῖ πόλιν, ὡς Ἀλέξανδρός φησιν ὁ πολυίστωρ· «οὐδαμοῦ τοὺς σύμπαντας ὠνόμασεν Ἕλληνας, οὐδ' ἄλλους ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος» πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας. Τα ίδια αναφέρονται και σε πολλές περιπτώσεις της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως π.χ. στα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τα οποία οι Γρακοί ζούσαν με τους ομηρικούς Σελλούς στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου: Αριστοτέλους Μετεωρολογικά, Bekker 352 α, 32: ἀλλ' ὥσπερ ὁ καλούμενος ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμός· καὶ γὰρ οὗτος περὶ τὸν Ἑλληνικὸν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν. αὕτη δ' ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον· οὗτος γὰρ πολλαχοῦ τὸ ρεῦμα μεταβέβληκεν· ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ' Ἕλληνες. ὅταν οὖν γένηται τοιαύτη ὑπερβολὴ ὄμβρων. Στα αρχαία λεξικά η λέξη (από την οποία κατάγεται το λατινικό και γενικά ευρωπαϊκό όνομα για τους Έλληνες), ταυτίζεται με το όνομα των Ελλήνων και προτείνονται διάφορες ετυμολογίες. Βλ. π.χ.: Ησύχιος: Γραῖα· πόλις. (Β 498) γῆ. καὶ Δημήτηρ, γραῖαν· κάρδοπον, Γραικιστί· Ἑλληνιστί, Γραικός· Ἕλλην Sd(p). Σούδα: Γραῖα: ἡ παλαιά. Γραικοί: οἱ Ἕλληνες. ἀπὸ κώμης τινὸς, ἢ ἀπὸ Γραικοῦ τινος, ἐκ τοῦ Γραίξ, Γραικός. Ηρωδιανός Επιμερισμοί 12 8: Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς γραι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφεται· οἷον· γραία, ἡ γηραία· Γραικός, ὁ Ἕλλην· γραικίζω, τὸ ἑλληνιστὶ λαλῶ· καὶ γραικιστί, ἐπίρρημα. Στ. Βυζάντιος (Επ.): Γραικός, ὁ Ἕλλην, ὀξυτόνως, ὁ Θεσσαλοῦ υἱός, ἀφ' οὗ Γραικοὶ οἱ Ἕλληνες. Κεφάλων δὲ καὶ τὸν Γράνικον ποταμὸν ἐντεῦθεν κληθῆναι. τὸ δὲ Γραῖκος τὸ κύριο βαρύνεται. τὸ οὖν ἐθνικὸν ὀξύνεται. λέγεται καὶ Γραικίτης καὶ Γραικὶς τὸ θηλυκόν. Γραῖκες δὲ παρὰ Ἀλκμᾶνι αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες, καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ποιμέσιν. ἔστι δὲ ἢ μεταπλασμὸς ἢ τῆς Γραίξ εὐθείας κλίσις ἐστίν. εἰσὶ δὲ καὶ Γραῖκες Αἰολέων, οἱ τὸ Πάριον οἰκοῦντες. Ηρωδιανός, Περί Ορθογραφίας 3,2, 576,11: Ῥαικὸς Ἕλλην· Ῥωμαῖοι δὲ τὸ γ προσθέντες Γραικόν φασι. Ῥαῖσαι φθεῖραι. αΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν. άκος. Ευσταθίου Σχόλια Ιλ. 2, 277 2: Ὅτι δὲ τοῦ γρῶ προϋπάρχει τὸ Ῥῶ, ἐξ οὗ Ῥαίω τὸ φθείρω, καὶ ὅτι, καθὰ δουπῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ γδουπῶ, ὡς τὸ «ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη», [οὕτω καὶ Ῥῶ γρῶ, οὐκ ἔστιν ἀμφιβαλεῖν τὸν ἔσω λόγου ὄντα. οὕτω δὲ καὶ τοῦ Γραικὸς προϋπάρχει Ῥαικὸς κατὰ τοὺς Τεχνικούς.] (ᾳ. 168 σ.). Βλ. και στο διασωθέν από τον Λυδό χωρίο του Ησιόδου, De Mensibus 13, 9. Γραικοὺς δὲ τοὺς ἑλληνίζοντας ἐκάλουν, ἀπὸ Λατίνου τοῦ ἄρτι ἡμῖν η- θέντος καὶ Γραικοῦ, τῶν ἀδελφῶν, ὥς φησιν Ἡσίοδος ἐν Καταλόγοις· Ἄγριον ἡδὲ Λατῖνον. Κούρη δ' ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων μιχθεῖσ' ἐν φιλότητι τέκε Γραικὸν μενεχάρμην.
9 Π.χ. «πᾶσα δὲ Μυρμιδόνων τε πόλις κλειτή τ' Ἰαωλκὸς Ἄρνη τ' ἠδ' Ἑλίκη Ἄνθειά τε ποιήεσσα» Scutum 380
10 Π.χ. «πόλις Πριάμοιο ἄνακτος» Ιλ. 373 η κ.α., «πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο» Ιλ. 6 152 «Θρυόεσσα πόλις αἰπεῖα κολώνη τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ, νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος» Ιλ. 11, 711 «Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής, πατρὸς ἐμοῖο πατήρ, μεγαθύμου Δευκαλίωνος.» Οδ. 19, 178 κ.α.
11 Βλ. π.χ. A. M. Snodgrass, «Archaeology and the Study of the Greek City», Rich J., Wallace - Hadrill, A., eds., City and Country in the Ancient World, 1991, 1 κ.εξ. I. Morris, «The Early Polis as City and State», in John Rich and Andrew Wallace- Hadrill eds., City and Country in the Ancient World, (London, 1991), 25 κ.εξ.
14 Βλ. π.χ. Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή, «Θρηικήισι παρά προμολήισιν Ολύμπου», Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, [Κομοτηνή 1992] II, Κομοτηνή 1999, 569. «Μακεδονίς Γη», Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν Ν. Hammond, Κοζάνη 1993 [Θεσσαλονίκη 1997, 365]. Χία & Ανθεμούσια, Εκδ. Μάτι 2002, 150 κ.εξ
15 Η παραλία στη θέση Κρανιά στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Κάστρου του Πλαταμώνα, στη θέση της πρόσφατα κατασκευασμένης σήραγγας του τραίνου της γραμμής ΟΣΕ. Το Ηράκλειο (ο παλαιότερος μακεδονικός οικισμός αμέσως μετά τα Τέμπη, πριν από την ίδρυση της Φίλας στην Ελληνιστική Εποχή) φαίνεται ότι οριστικά τοποθετείται στον λόφο του Πλαταμώνα. Υστερογεωμετρική φάση εντοπίστηκε και σε μικρή δοκιμαστική τομή στην ακρόπολη των Λειβήθρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου