Οι περισσότερες αρχαίες θρησκείες και πνευματικές παραδόσεις υιοθετούν την ενορατική προσέγγιση ότι η «φυσιολογική» νοητική κατάστασή μας φθείρεται από ένα μείζον μειονέκτημα. Ωστόσο, μέσα από αυτή την ενορατική προσέγγιση που αφορά τη φύση της ανθρώπινης υπόστασης –ας την ονομάσουμε «δυσάρεστη είδηση»– προκύπτει μια δεύτερη ενορατική προσέγγιση: η «ευχάριστη είδηση» για τη δυνατότητα θεμελιώδους μεταμόρφωσης της ανθρώπινης συνειδητότητας. Στις διδασκαλίες του Ινδουισμού (κάποιες φορές και στον Βουδισμό) αυτή η μεταμόρφωση ονομάζεται φώτιση. Στις διδασκαλίες του Ιησού είναι η σωτηρία και στον Βουδισμό το τέλος της οδύνης. Λύτρωση και αφύπνιση είναι δύο άλλοι όροι που περιγράφουν αυτή τη μεταμόρφωση.
Το σπουδαιότερο επίτευγμα της ανθρωπότητας δεν είναι τα έργα τέχνης, οι επιστημονικές ανακαλύψεις ή η τεχνολογία, αλλά η αναγνώριση της δυσλειτουργίας της, της παραφροσύνης της. Στο απώτατο παρελθόν, αυτή η αναγνώριση είχε ήδη γίνει από λίγα πρόσωπα. Ένας άνδρας, ο οποίος ονομαζόταν Γκαουτάμα Σιντάρτα και έζησε πριν από 2.600 χρόνια στην Ινδία, ήταν ίσως ο πρώτος που την αντιλήφθηκε με πλήρη διαύγεια.
Αργότερα του αποδόθηκε ο τίτλος του Βούδα. Βούδας σημαίνει «αφυπνισμένος». Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στην Κίνα ένας άλλος από τους δασκάλους που αφυπνίστηκαν νωρίς. Το όνομά του ήταν Λάο Τσε. Η παρακαταθήκη του, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης διδασκαλίας του, αποτέλεσε ένα από τα πλέον εμβριθή πνευματικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ, το Τάο Τε Τσινγκ.
Το να αναγνωρίσει κάποιος την ίδια του την παραφροσύνη αντιπροσωπεύει την ανατολή της πνευματικής υγείας, την αρχή της ίασης και της υπέρβασης. Μια νέα διάσταση της συνειδητότητας είχε αρχίσει να ξεπροβάλει στον πλανήτη, η πρώτη επιφυλακτική άνθηση. Αυτές οι σπάνιες προσωπικότητες απευθύνθηκαν στους συγχρόνους τους. Τους μίλησαν για την αμαρτία, την οδύνη, την ψευδαίσθηση. Είπαν: «Κοίτα πώς ζεις. Δες τι κάνεις, πόση οδύνη προκαλείς». Έπειτα υπέδειξαν τη δυνατότητα της αφύπνισης από τον συλλογικό εφιάλτη της «φυσιολογικής» ανθρώπινης ύπαρξης. Έδειξαν τον δρόμο.
Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος να τους ακούσει. Εντούτοις, αυτοί αποτέλεσαν ένα ζωτικό και απαραίτητο κομμάτι της ανθρώπινης αφύπνισης. Αναπόφευκτα, παρανοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους συγχρόνους τους αλλά και από τις γενιές που ακολούθησαν. Οι διδασκαλίες τους, απλές αλλά ταυτόχρονα δυναμικές, διαστρεβλώθηκαν και παρερμηνεύθηκαν, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και όταν καταγράφονταν από τους μαθητές τους.
Με την πάροδο των αιώνων προστέθηκαν πολλά στοιχεία που δεν είχαν καμιά σχέση με τις πρωτότυπες διδασκαλίες, αλλά αντανακλούσαν μια σημαντικότατη παρανόηση. Μερικοί από τους δασκάλους λοιδορήθηκαν, διασύρθηκαν ή δολοφονήθηκαν• άλλοι έφθασαν στο σημείο να λατρεύονται σαν θεοί. Διδασκαλίες που έδειχναν τον δρόμο πέρα και μακριά από τη δυσλειτουργία του ανθρώπινου νου, την έξοδο από τη συλλογική παράνοια, διαστρεβλώθηκαν και κατέληξαν να γίνουν και οι ίδιες μέρος της παραφροσύνης.
Κατ’ αυτό τον τρόπο και σε μεγάλο βαθμό, οι θρησκείες λειτούργησαν περισσότερο διχαστικά παρά ενοποιητικά. Αντί να δώσουν ένα τέλος στη βία και στο μίσος με όχημα τη συνειδητοποίηση της ριζικής ενότητας ολόκληρης της ζωής, έφεραν περισσότερη βία και μίσος, περισσότερο διχασμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκείες, ακόμα και μέσα στην ίδια θρησκεία. Μετατράπηκαν σε ιδεολογίες, συστήματα κοσμοθεωρίας με τα οποία οι άνθρωποι μπορούσαν να ταυτιστούν και να τα χρησιμοποιήσουν για να ισχυροποιήσουν το επίπλαστο αίσθημα του εαυτού.
Μέσα από αυτές ήταν σε θέση να παρουσιάσουν τους ίδιους «εν δικαίω» και τους άλλους «εν αδίκω», και έτσι να προσδιορίσουν τις ταυτότητές τους μέσω των εχθρών τους, των «άλλων», των «άπιστων» ή εκείνων που πιστεύουν σε «λάθος θρησκεία» – και, όχι σπάνια, να θεωρούν δικαιολογημένη τη θανάτωση των αντιπάλων τους. Ο άνθρωπος έπλασε τον «Θεό» σύμφωνα με τη δική του εικόνα. Υποβίβασε το αιώνιο, το άπειρο και το ανείπωτο σε νοητικό είδωλο, στο οποίο έπρεπε να πιστεύει και να το λατρεύει ως «θεό μου» ή ως «θεό μας».
Και πάλι παρά τα έργα της παραφροσύνης που διαπράχθηκαν ελέω κάποιας θρησκείας, η Αλήθεια την οποία καταδεικνύουν εξακολουθεί να ακτινοβολεί στον πυρήνα τους. Συνεχίζει να φέγγει, έστω και με τρεμάμενο φως, μέσα από αλλεπάλληλα επίπεδα διαστρέβλωσης και παρερμηνείας. Ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο να μπορέσετε να την αντιληφθείτε αν δεν έχετε ήδη ρίξει έστω μια κλεφτή ματιά σε αυτή την Αλήθεια που ενοικεί μέσα σας. Σε ολόκληρο το ιστορικό παρελθόν υπήρξαν ελάχιστοι άνθρωποι που βίωσαν την αλλαγή στο επίπεδο της συνειδητότητας και κατάφεραν να αντιληφθούν απόλυτα αυτό που υποδεικνύουν όλες οι θρησκείες. Για να περιγράψουν αυτή τη μη εννοιολογική Αλήθεια, χρησιμοποίησαν στη συνέχεια το εννοιολογικό πλαίσιο των δικών τους θρησκειών.
Με εννοιολογικό εφαλτήριο ορισμένους από αυτούς τους άνδρες και κάποιες από αυτές τις γυναίκες, αναπτύχθηκαν «σχολές» ή κινήματα μέσα σε όλες τις μεγάλες θρησκείες, που αντιπροσώπευαν όχι μόνο μια εκ νέου ανακάλυψη, αλλά, κατά περίπτωση, μια αύξηση στην ένταση του φωτός της πρωτότυπης διδασκαλίας. Έτσι έκαναν την εμφάνισή τους ο Γνωστικισμός και ο Μυστικισμός κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αργότερα στον Μεσαίωνα ο Σουφισμός στην ισλαμική θρησκεία, ο Χασιδισμός και η Καμπάλα στον Ιουδαϊσμό, η Αντβάιτα Βεδάντα στον Iνδουισμό, το Ζεν και το Ντζογκτσέν στον Βουδισμό.
Οι περισσότερες από αυτές τις σχολές ήταν εικονοκλαστικές. Αποδεσμεύτηκαν από ένα στρώμα θνήσκουσας θεωρητικοποίησης και νοητικών αντιληπτικών εποικοδομημάτων, γι’ αυτό και αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και ενίοτε με εχθρότητα από τις κατεστημένες θρησκευτικές ιεραρχίες. Σε αντίθεση με την κρατούσα θρησκεία, οι διδασκαλίες τους επικεντρώνονταν στη συνειδητοποίηση και την εσωτερική μεταμόρφωση. Χάρη σε αυτές τις εσωτεριστικές σχολές ή στα αντίστοιχα κινήματα, οι μεγάλες θρησκείες ανέκτησαν ξανά τη μεταμορφωτική ισχύ των πρωτότυπων διδασκαλιών, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο μια ελάχιστη μειονότητα ανθρώπων είχε πρόσβαση σε αυτές.
Ο αριθμός τους δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλος ώστε να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εν τω βάθει συλλογική απουσία συνειδητότητας της πλειονότητας. Με την πάροδο του χρόνου, μερικές από τις ίδιες αυτές σχολές επισημοποιήθηκαν τυπικά ή θεωρητικοποιήθηκαν σε μονολιθικό βαθμό, προκειμένου να παραμείνουν αποτελεσματικές.
Το σπουδαιότερο επίτευγμα της ανθρωπότητας δεν είναι τα έργα τέχνης, οι επιστημονικές ανακαλύψεις ή η τεχνολογία, αλλά η αναγνώριση της δυσλειτουργίας της, της παραφροσύνης της. Στο απώτατο παρελθόν, αυτή η αναγνώριση είχε ήδη γίνει από λίγα πρόσωπα. Ένας άνδρας, ο οποίος ονομαζόταν Γκαουτάμα Σιντάρτα και έζησε πριν από 2.600 χρόνια στην Ινδία, ήταν ίσως ο πρώτος που την αντιλήφθηκε με πλήρη διαύγεια.
Αργότερα του αποδόθηκε ο τίτλος του Βούδα. Βούδας σημαίνει «αφυπνισμένος». Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στην Κίνα ένας άλλος από τους δασκάλους που αφυπνίστηκαν νωρίς. Το όνομά του ήταν Λάο Τσε. Η παρακαταθήκη του, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης διδασκαλίας του, αποτέλεσε ένα από τα πλέον εμβριθή πνευματικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ, το Τάο Τε Τσινγκ.
Το να αναγνωρίσει κάποιος την ίδια του την παραφροσύνη αντιπροσωπεύει την ανατολή της πνευματικής υγείας, την αρχή της ίασης και της υπέρβασης. Μια νέα διάσταση της συνειδητότητας είχε αρχίσει να ξεπροβάλει στον πλανήτη, η πρώτη επιφυλακτική άνθηση. Αυτές οι σπάνιες προσωπικότητες απευθύνθηκαν στους συγχρόνους τους. Τους μίλησαν για την αμαρτία, την οδύνη, την ψευδαίσθηση. Είπαν: «Κοίτα πώς ζεις. Δες τι κάνεις, πόση οδύνη προκαλείς». Έπειτα υπέδειξαν τη δυνατότητα της αφύπνισης από τον συλλογικό εφιάλτη της «φυσιολογικής» ανθρώπινης ύπαρξης. Έδειξαν τον δρόμο.
Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος να τους ακούσει. Εντούτοις, αυτοί αποτέλεσαν ένα ζωτικό και απαραίτητο κομμάτι της ανθρώπινης αφύπνισης. Αναπόφευκτα, παρανοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους συγχρόνους τους αλλά και από τις γενιές που ακολούθησαν. Οι διδασκαλίες τους, απλές αλλά ταυτόχρονα δυναμικές, διαστρεβλώθηκαν και παρερμηνεύθηκαν, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και όταν καταγράφονταν από τους μαθητές τους.
Με την πάροδο των αιώνων προστέθηκαν πολλά στοιχεία που δεν είχαν καμιά σχέση με τις πρωτότυπες διδασκαλίες, αλλά αντανακλούσαν μια σημαντικότατη παρανόηση. Μερικοί από τους δασκάλους λοιδορήθηκαν, διασύρθηκαν ή δολοφονήθηκαν• άλλοι έφθασαν στο σημείο να λατρεύονται σαν θεοί. Διδασκαλίες που έδειχναν τον δρόμο πέρα και μακριά από τη δυσλειτουργία του ανθρώπινου νου, την έξοδο από τη συλλογική παράνοια, διαστρεβλώθηκαν και κατέληξαν να γίνουν και οι ίδιες μέρος της παραφροσύνης.
Κατ’ αυτό τον τρόπο και σε μεγάλο βαθμό, οι θρησκείες λειτούργησαν περισσότερο διχαστικά παρά ενοποιητικά. Αντί να δώσουν ένα τέλος στη βία και στο μίσος με όχημα τη συνειδητοποίηση της ριζικής ενότητας ολόκληρης της ζωής, έφεραν περισσότερη βία και μίσος, περισσότερο διχασμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκείες, ακόμα και μέσα στην ίδια θρησκεία. Μετατράπηκαν σε ιδεολογίες, συστήματα κοσμοθεωρίας με τα οποία οι άνθρωποι μπορούσαν να ταυτιστούν και να τα χρησιμοποιήσουν για να ισχυροποιήσουν το επίπλαστο αίσθημα του εαυτού.
Μέσα από αυτές ήταν σε θέση να παρουσιάσουν τους ίδιους «εν δικαίω» και τους άλλους «εν αδίκω», και έτσι να προσδιορίσουν τις ταυτότητές τους μέσω των εχθρών τους, των «άλλων», των «άπιστων» ή εκείνων που πιστεύουν σε «λάθος θρησκεία» – και, όχι σπάνια, να θεωρούν δικαιολογημένη τη θανάτωση των αντιπάλων τους. Ο άνθρωπος έπλασε τον «Θεό» σύμφωνα με τη δική του εικόνα. Υποβίβασε το αιώνιο, το άπειρο και το ανείπωτο σε νοητικό είδωλο, στο οποίο έπρεπε να πιστεύει και να το λατρεύει ως «θεό μου» ή ως «θεό μας».
Και πάλι παρά τα έργα της παραφροσύνης που διαπράχθηκαν ελέω κάποιας θρησκείας, η Αλήθεια την οποία καταδεικνύουν εξακολουθεί να ακτινοβολεί στον πυρήνα τους. Συνεχίζει να φέγγει, έστω και με τρεμάμενο φως, μέσα από αλλεπάλληλα επίπεδα διαστρέβλωσης και παρερμηνείας. Ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο να μπορέσετε να την αντιληφθείτε αν δεν έχετε ήδη ρίξει έστω μια κλεφτή ματιά σε αυτή την Αλήθεια που ενοικεί μέσα σας. Σε ολόκληρο το ιστορικό παρελθόν υπήρξαν ελάχιστοι άνθρωποι που βίωσαν την αλλαγή στο επίπεδο της συνειδητότητας και κατάφεραν να αντιληφθούν απόλυτα αυτό που υποδεικνύουν όλες οι θρησκείες. Για να περιγράψουν αυτή τη μη εννοιολογική Αλήθεια, χρησιμοποίησαν στη συνέχεια το εννοιολογικό πλαίσιο των δικών τους θρησκειών.
Με εννοιολογικό εφαλτήριο ορισμένους από αυτούς τους άνδρες και κάποιες από αυτές τις γυναίκες, αναπτύχθηκαν «σχολές» ή κινήματα μέσα σε όλες τις μεγάλες θρησκείες, που αντιπροσώπευαν όχι μόνο μια εκ νέου ανακάλυψη, αλλά, κατά περίπτωση, μια αύξηση στην ένταση του φωτός της πρωτότυπης διδασκαλίας. Έτσι έκαναν την εμφάνισή τους ο Γνωστικισμός και ο Μυστικισμός κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αργότερα στον Μεσαίωνα ο Σουφισμός στην ισλαμική θρησκεία, ο Χασιδισμός και η Καμπάλα στον Ιουδαϊσμό, η Αντβάιτα Βεδάντα στον Iνδουισμό, το Ζεν και το Ντζογκτσέν στον Βουδισμό.
Οι περισσότερες από αυτές τις σχολές ήταν εικονοκλαστικές. Αποδεσμεύτηκαν από ένα στρώμα θνήσκουσας θεωρητικοποίησης και νοητικών αντιληπτικών εποικοδομημάτων, γι’ αυτό και αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και ενίοτε με εχθρότητα από τις κατεστημένες θρησκευτικές ιεραρχίες. Σε αντίθεση με την κρατούσα θρησκεία, οι διδασκαλίες τους επικεντρώνονταν στη συνειδητοποίηση και την εσωτερική μεταμόρφωση. Χάρη σε αυτές τις εσωτεριστικές σχολές ή στα αντίστοιχα κινήματα, οι μεγάλες θρησκείες ανέκτησαν ξανά τη μεταμορφωτική ισχύ των πρωτότυπων διδασκαλιών, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο μια ελάχιστη μειονότητα ανθρώπων είχε πρόσβαση σε αυτές.
Ο αριθμός τους δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλος ώστε να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εν τω βάθει συλλογική απουσία συνειδητότητας της πλειονότητας. Με την πάροδο του χρόνου, μερικές από τις ίδιες αυτές σχολές επισημοποιήθηκαν τυπικά ή θεωρητικοποιήθηκαν σε μονολιθικό βαθμό, προκειμένου να παραμείνουν αποτελεσματικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου