Πόσες δικές μας ανάγκες άραγε ικανοποιούμε μέσα από τον γονεϊκό μας ρόλο; Ανάγκες μας για συντροφικότητα, για εξουσία, για φιλία, παίρνουμε ικανοποίηση από τη ζωή των παιδιών μας, ταυτιζόμενοι μαζί τους. Με την συμπεριφορά μας προσπαθούμε λανθασμένα να τα υποχρεώσουμε να ακολουθήσουν δρόμους που εμείς δεν καταφέραμε να πάρουμε.
Και αυτό είναι το «καλό» τους, επειδή εξυπηρετεί εμάς. Επειδή εμείς δεν τολμήσαμε να κάνουμε πράξη τα όνειρά μας, συμβιβαστήκαμε, δεν προσπαθήσαμε ίσως αρκετά για την ευτυχία μας. Γιατί τελικά η ευτυχία μας είναι κάτι που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. Είναι ο τρόπος που εμείς αντιδράμε στα γεγονότα. Αυτό δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Όσο περισσότερο πιστεύουμε πως οι άλλοι καθορίζουν την ευτυχία μας, τόσο προσπαθούμε να καθορίσουμε την ευτυχία των παιδιών μας. Έτσι, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να γινόμαστε εμπόδιο στην ευτυχία τους.
Ξεκινάει με μια μεγάλη δόση αγωνίας ζωγραφισμένη μέσα στα μάτια της μάνας που περιμένει από την δασκάλα να μάθει για την «αξία» του παιδιού της. Βασικά, η αγωνία είναι και για την δική της αξία σαν μάνα. Την ίδια αγωνία που είχε και τότε σαν μικρό κοριτσάκι για τις αντιδράσεις του αυστηρού της πατέρα.
Μακάρι να μπορούσε να δει στον καθρέπτη της την ώρα που κουνά το δάχτυλό της αυστηρά πάνω κάτω. Θυμίζει για άλλη μια φορά στο παιδί της πόσο ανίκανο είναι να διαχειριστεί τον χρόνο του. Ίσως να έβλεπε τον δικό της πατέρα. Κάτι τέτοια της έλεγε κι αυτός. Ότι ο κόσμος είναι κακός και πως δεν θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν. Μόνο σε αυτόν θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη.
Μετά, το μικρό αγόρι ίσως να προσπαθήσει να ξεφύγει από όλη αυτή την σφιχτή, άρρωστη μητρική αγκαλιά. Η μητέρα τότε αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι ανάγκες της δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από το παιδί. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να παίζει τον ρόλο του προστάτη της.
Τότε η ματαίωση αυτής της άρρωστης μητρικής προσδοκίας αποκαλύπτει το μεγάλο κενό. Το κενό της αγάπης. Της ανάγκης για ανιδιοτελή αγάπη. Αν η μητέρα αγαπάει αληθινά το παιδί και όχι απλά ικανοποιεί χωρίς να το θέλει δικές τις ανάγκες, τότε πραγματικά δεν υπάρχει ποτέ αυτό το κενό.
Τότε είναι που τα μάτια της όταν βλέπουν τα παιδικά μάτια την ρωτούν: Πες μου μαμά! Ποιος είμαι; Μπορώ να τα καταφέρω; Αυτή ήρεμη και με ένα χαμόγελο σιγουριάς, που πηγάζει από την ίδια, του γνέφει καταφατικά. Και τότε αφού η ίδια το πιστεύει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το θαύμα γίνεται.
Είναι αυτή η ματιά που αργότερα σαν ενήλικες μας ακολουθεί. Σε όλες τις δυσκολίες μας. Και αν δεν είχαμε την τύχη να την βιώσουμε, δεν πειράζει. Όταν θεωρούμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα για εμάς, ας χαμογελάσουμε εμείς στον εαυτό μας. Δίνοντάς του αγάπη.
Ας πιστέψουμε στην αλλαγή. Και τότε αυτή δεν μπορεί παρά να έρθει. Αρκεί απλά να έχουμε το θάρρος να αναθεωρήσουμε τα λάθη μας ή να συγχωρέσουμε τα λάθη των άλλων. Να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μας τρομάζει και μας εμποδίζει να γίνουμε ευτυχισμένοι.
Και αυτό είναι το «καλό» τους, επειδή εξυπηρετεί εμάς. Επειδή εμείς δεν τολμήσαμε να κάνουμε πράξη τα όνειρά μας, συμβιβαστήκαμε, δεν προσπαθήσαμε ίσως αρκετά για την ευτυχία μας. Γιατί τελικά η ευτυχία μας είναι κάτι που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. Είναι ο τρόπος που εμείς αντιδράμε στα γεγονότα. Αυτό δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Όσο περισσότερο πιστεύουμε πως οι άλλοι καθορίζουν την ευτυχία μας, τόσο προσπαθούμε να καθορίσουμε την ευτυχία των παιδιών μας. Έτσι, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να γινόμαστε εμπόδιο στην ευτυχία τους.
Ξεκινάει με μια μεγάλη δόση αγωνίας ζωγραφισμένη μέσα στα μάτια της μάνας που περιμένει από την δασκάλα να μάθει για την «αξία» του παιδιού της. Βασικά, η αγωνία είναι και για την δική της αξία σαν μάνα. Την ίδια αγωνία που είχε και τότε σαν μικρό κοριτσάκι για τις αντιδράσεις του αυστηρού της πατέρα.
Μακάρι να μπορούσε να δει στον καθρέπτη της την ώρα που κουνά το δάχτυλό της αυστηρά πάνω κάτω. Θυμίζει για άλλη μια φορά στο παιδί της πόσο ανίκανο είναι να διαχειριστεί τον χρόνο του. Ίσως να έβλεπε τον δικό της πατέρα. Κάτι τέτοια της έλεγε κι αυτός. Ότι ο κόσμος είναι κακός και πως δεν θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν. Μόνο σε αυτόν θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη.
Μετά, το μικρό αγόρι ίσως να προσπαθήσει να ξεφύγει από όλη αυτή την σφιχτή, άρρωστη μητρική αγκαλιά. Η μητέρα τότε αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι ανάγκες της δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από το παιδί. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να παίζει τον ρόλο του προστάτη της.
Τότε η ματαίωση αυτής της άρρωστης μητρικής προσδοκίας αποκαλύπτει το μεγάλο κενό. Το κενό της αγάπης. Της ανάγκης για ανιδιοτελή αγάπη. Αν η μητέρα αγαπάει αληθινά το παιδί και όχι απλά ικανοποιεί χωρίς να το θέλει δικές τις ανάγκες, τότε πραγματικά δεν υπάρχει ποτέ αυτό το κενό.
Τότε είναι που τα μάτια της όταν βλέπουν τα παιδικά μάτια την ρωτούν: Πες μου μαμά! Ποιος είμαι; Μπορώ να τα καταφέρω; Αυτή ήρεμη και με ένα χαμόγελο σιγουριάς, που πηγάζει από την ίδια, του γνέφει καταφατικά. Και τότε αφού η ίδια το πιστεύει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το θαύμα γίνεται.
Είναι αυτή η ματιά που αργότερα σαν ενήλικες μας ακολουθεί. Σε όλες τις δυσκολίες μας. Και αν δεν είχαμε την τύχη να την βιώσουμε, δεν πειράζει. Όταν θεωρούμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα για εμάς, ας χαμογελάσουμε εμείς στον εαυτό μας. Δίνοντάς του αγάπη.
Ας πιστέψουμε στην αλλαγή. Και τότε αυτή δεν μπορεί παρά να έρθει. Αρκεί απλά να έχουμε το θάρρος να αναθεωρήσουμε τα λάθη μας ή να συγχωρέσουμε τα λάθη των άλλων. Να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μας τρομάζει και μας εμποδίζει να γίνουμε ευτυχισμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου