ΠΙ. καὶ νὴ Δί᾽ ἕτερόν γ᾽ ἐστὶν οὗ ᾽μνήσθην ἐγώ.
τὴν μὲν γὰρ Ἥραν παραδίδωμι τῷ Διί,
τὴν δὲ Βασιλείαν τὴν κόρην γυναῖκ᾽ ἐμοὶ
1635 ἐκδοτέον ἐστίν. ΠΟ. οὐ διαλλαγῶν ἐρᾷς.
ἀπίωμεν οἴκαδ᾽ αὖθις. ΠΙ. ὀλίγον μοι μέλει.
μάγειρε, τὸ κατάχυσμα χρὴ ποεῖν γλυκύ.
ΗΡ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνθρώπων Πόσειδον, ποῖ φέρει;
ἡμεῖς περὶ γυναικὸς μιᾶς πολεμήσομεν;
1640 ΠΟ. τί δαὶ ποιῶμεν; ΗΡ. ὅ τι; διαλλαττώμεθα.
ΠΟ. τί ᾦζύρ᾽; οὐκ οἶσθ᾽ ἐξαπατώμενος πάλαι;
βλάπτεις δέ τοι σὺ σαυτόν. ἢν γὰρ ἀποθάνῃ
ὁ Ζεὺς παραδοὺς τούτοισι τὴν τυραννίδα,
πένης ἔσει σύ· σοῦ γὰρ ἅπαντα γίγνεται
1645 τὰ χρήμαθ᾽, ὅσ᾽ ἂν ὁ Ζεὺς ἀποθνῄσκων καταλίπῃ.
ΠΙ. οἴμοι τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται.
δεῦρ᾽ ὡς ἔμ᾽ ἀποχώρησον, ἵνα τί σοι φράσω.
διαβάλλεταί σ᾽ ὁ θεῖος, ὦ πόνηρε σύ.
τῶν γὰρ πατρῴων οὐδ᾽ ἀκαρῆ μέτεστί σοι
1650 κατὰ τοὺς νόμους· νόθος γὰρ εἶ κοὐ γνήσιος.
ΗΡ. ἐγὼ νόθος; τί λέγεις; ΠΙ. σὺ μέντοι νὴ Δία
ὤν γε ξένης γυναικός. ἢ πῶς ἄν ποτε
ἐπίκληρον εἶναι τὴν Ἀθηναίαν δοκεῖς,
οὖσαν θυγατέρ᾽, ὄντων ἀδελφῶν γνησίων;
1655 ΗΡ. τί δ᾽ ἢν ὁ πατὴρ ἐμοὶ διδῷ τὰ χρήματα
νοθεῖ᾽ ἀποθνῄσκων; ΠΙ. ὁ νόμος αὐτὸν οὐκ ἐᾷ.
οὗτος ὁ Ποσειδῶν πρῶτος, ὃς ἐπαίρει σε νῦν,
ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων
φάσκων ἀδελφὸς αὐτὸς εἶναι γνήσιος.
1660 ἐρῶ δὲ δὴ καὶ τὸν Σόλωνός σοι νόμον·
«νόθῳ δὲ μὴ εἶναι ἀγχιστείαν παίδων ὄντων γνησίων·
ἐὰν δὲ παῖδες μὴ ὦσι γνήσιοι, τοῖς ἐγγυτάτω γένους
1665 μετεῖναι τῶν χρημάτων.»
***
ΠΙΣ. Μα κι άλλο κάτι μου έρχεται στη μνήμη.
Την Ήρα την αφήνω εγώ στο Δία,
αλλά τη Βασιλεία, τη νέα κοπέλα,
σ᾽ εμένα θα τη δώσετε γυναίκα.
ΠΟΣ. Δε θέλεις συμφιλίωση.— Πάμε πίσω.
ΠΙΣ. Λίγο με γνοιάζει.— Μάγερα, άκου· η σάλτσα
πρέπει γλυκιά να γίνει. ΗΡΑ. Βρε άνθρωπέ μου,
πού πας, βρε ευλογημένε Ποσειδώνα;
Για μια γυναίκα εμείς θα πολεμούμε;
1640 ΠΟΣ. Και τί λοιπόν να γίνει; ΗΡΑ. Ειρήνη, ειρήνη!
ΠΟΣ. Βρε χάχα, σε τυλίγουν· δεν το νιώθεις;
Ζημιώνεις τον εαυτό σου. Σαν πεθάνει
ο Δίας, αφού σε τούτους παραδώσει
τη βασιλεία, στην ψάθα εσύ θα μείνεις·
γιατί όσο βιος βρεθεί, σαν κλείσει ο Δίας
τα μάτια του, δικό σου θα είναι.
ΠΙΣ., στον Ηρακλή.
Θεέ μου,
παγίδα που σου στήνει! Έλα κοντά μου,
να σου εξηγήσω. Ο θείος σου, καημενούλη,
σε ξεγελάει· απ᾽ όσα έχει ο γονιός σου,
κατά τους νόμους τίποτε δεν παίρνεις·
1650 γιατί είσαι νόθος γιος, δεν είσαι γνήσιος.
ΗΡΑ. Νόθος εγώ; Τί λες! ΠΙΣ. Ναι, μά το Δία·
η μάνα σου είναι ξένη. Γνήσια αδέρφια
αν είχε η Αθηνά, που είναι κορίτσι,
πώς θα μπορούσε να είναι κληρονόμα;
ΗΡΑ. Κι αν ο κύρης, πεθαίνοντας, σ᾽ εμένα,
το εξώγαμο παιδί, το βιος του γράψει;
ΠΙΣ. Ο νόμος δεν αφήνει. Ο Ποσειδώνας,
που τώρα εδώ σε ξεσηκώνει, πρώτος
μαζί σου θα πιαστεί και θ᾽ απαιτήσει
του Δία το βιος, σα γνήσιος αδερφός του.
1660 Του Σόλωνα άκου ο νόμος πώς το λέει:
«Όταν υπάρχουν νόμιμα παιδιά, το εξώγαμο δεν έχει κληρονομικά δικαιώματα· αν δεν υπάρχουν νόμιμα παιδιά, τότε κληρονομούν οι πιο στενοί συγγενείς.»
τὴν μὲν γὰρ Ἥραν παραδίδωμι τῷ Διί,
τὴν δὲ Βασιλείαν τὴν κόρην γυναῖκ᾽ ἐμοὶ
1635 ἐκδοτέον ἐστίν. ΠΟ. οὐ διαλλαγῶν ἐρᾷς.
ἀπίωμεν οἴκαδ᾽ αὖθις. ΠΙ. ὀλίγον μοι μέλει.
μάγειρε, τὸ κατάχυσμα χρὴ ποεῖν γλυκύ.
ΗΡ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνθρώπων Πόσειδον, ποῖ φέρει;
ἡμεῖς περὶ γυναικὸς μιᾶς πολεμήσομεν;
1640 ΠΟ. τί δαὶ ποιῶμεν; ΗΡ. ὅ τι; διαλλαττώμεθα.
ΠΟ. τί ᾦζύρ᾽; οὐκ οἶσθ᾽ ἐξαπατώμενος πάλαι;
βλάπτεις δέ τοι σὺ σαυτόν. ἢν γὰρ ἀποθάνῃ
ὁ Ζεὺς παραδοὺς τούτοισι τὴν τυραννίδα,
πένης ἔσει σύ· σοῦ γὰρ ἅπαντα γίγνεται
1645 τὰ χρήμαθ᾽, ὅσ᾽ ἂν ὁ Ζεὺς ἀποθνῄσκων καταλίπῃ.
ΠΙ. οἴμοι τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται.
δεῦρ᾽ ὡς ἔμ᾽ ἀποχώρησον, ἵνα τί σοι φράσω.
διαβάλλεταί σ᾽ ὁ θεῖος, ὦ πόνηρε σύ.
τῶν γὰρ πατρῴων οὐδ᾽ ἀκαρῆ μέτεστί σοι
1650 κατὰ τοὺς νόμους· νόθος γὰρ εἶ κοὐ γνήσιος.
ΗΡ. ἐγὼ νόθος; τί λέγεις; ΠΙ. σὺ μέντοι νὴ Δία
ὤν γε ξένης γυναικός. ἢ πῶς ἄν ποτε
ἐπίκληρον εἶναι τὴν Ἀθηναίαν δοκεῖς,
οὖσαν θυγατέρ᾽, ὄντων ἀδελφῶν γνησίων;
1655 ΗΡ. τί δ᾽ ἢν ὁ πατὴρ ἐμοὶ διδῷ τὰ χρήματα
νοθεῖ᾽ ἀποθνῄσκων; ΠΙ. ὁ νόμος αὐτὸν οὐκ ἐᾷ.
οὗτος ὁ Ποσειδῶν πρῶτος, ὃς ἐπαίρει σε νῦν,
ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων
φάσκων ἀδελφὸς αὐτὸς εἶναι γνήσιος.
1660 ἐρῶ δὲ δὴ καὶ τὸν Σόλωνός σοι νόμον·
«νόθῳ δὲ μὴ εἶναι ἀγχιστείαν παίδων ὄντων γνησίων·
ἐὰν δὲ παῖδες μὴ ὦσι γνήσιοι, τοῖς ἐγγυτάτω γένους
1665 μετεῖναι τῶν χρημάτων.»
***
ΠΙΣ. Μα κι άλλο κάτι μου έρχεται στη μνήμη.
Την Ήρα την αφήνω εγώ στο Δία,
αλλά τη Βασιλεία, τη νέα κοπέλα,
σ᾽ εμένα θα τη δώσετε γυναίκα.
ΠΟΣ. Δε θέλεις συμφιλίωση.— Πάμε πίσω.
ΠΙΣ. Λίγο με γνοιάζει.— Μάγερα, άκου· η σάλτσα
πρέπει γλυκιά να γίνει. ΗΡΑ. Βρε άνθρωπέ μου,
πού πας, βρε ευλογημένε Ποσειδώνα;
Για μια γυναίκα εμείς θα πολεμούμε;
1640 ΠΟΣ. Και τί λοιπόν να γίνει; ΗΡΑ. Ειρήνη, ειρήνη!
ΠΟΣ. Βρε χάχα, σε τυλίγουν· δεν το νιώθεις;
Ζημιώνεις τον εαυτό σου. Σαν πεθάνει
ο Δίας, αφού σε τούτους παραδώσει
τη βασιλεία, στην ψάθα εσύ θα μείνεις·
γιατί όσο βιος βρεθεί, σαν κλείσει ο Δίας
τα μάτια του, δικό σου θα είναι.
ΠΙΣ., στον Ηρακλή.
Θεέ μου,
παγίδα που σου στήνει! Έλα κοντά μου,
να σου εξηγήσω. Ο θείος σου, καημενούλη,
σε ξεγελάει· απ᾽ όσα έχει ο γονιός σου,
κατά τους νόμους τίποτε δεν παίρνεις·
1650 γιατί είσαι νόθος γιος, δεν είσαι γνήσιος.
ΗΡΑ. Νόθος εγώ; Τί λες! ΠΙΣ. Ναι, μά το Δία·
η μάνα σου είναι ξένη. Γνήσια αδέρφια
αν είχε η Αθηνά, που είναι κορίτσι,
πώς θα μπορούσε να είναι κληρονόμα;
ΗΡΑ. Κι αν ο κύρης, πεθαίνοντας, σ᾽ εμένα,
το εξώγαμο παιδί, το βιος του γράψει;
ΠΙΣ. Ο νόμος δεν αφήνει. Ο Ποσειδώνας,
που τώρα εδώ σε ξεσηκώνει, πρώτος
μαζί σου θα πιαστεί και θ᾽ απαιτήσει
του Δία το βιος, σα γνήσιος αδερφός του.
1660 Του Σόλωνα άκου ο νόμος πώς το λέει:
«Όταν υπάρχουν νόμιμα παιδιά, το εξώγαμο δεν έχει κληρονομικά δικαιώματα· αν δεν υπάρχουν νόμιμα παιδιά, τότε κληρονομούν οι πιο στενοί συγγενείς.»