«Τι ενώνει τους ανθρώπους; Οι στρατοί; Το χρυσάφι; Οι σημαίες; …Οι ιστορίες».
Με αυτά τα λόγια ο νάνος Tyrion Lannister σφραγίζει την κατάληξη του τηλεοπτικού Game of Thrones (GoT), για να προτείνει για τον θρόνο το πρόσωπο που έχει, κατά τον ίδιο, την καλύτερη, πιο συγκινητική και πιο εμπνευστική «ιστορία». Με άλλα λόγια, η εξουσία ανήκει στο καλύτερο «αφήγημα», για να θυμηθούμε μια πολυφορεμένη και ταλαιπωρημένη τα τελευταία χρόνια έννοια.
Ένα πολύ εύστοχο σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται η εξουσία, στο τέλος μιας τηλεοπτικής σειράς που ασχολήθηκε όσο λίγες με ζητήματα εξουσίας (διαλύοντας στο τέλος όλες τις αυταπάτες για το πόσο «ευγενές» μπορεί να είναι το παιχνίδι των θρόνων, δηλαδή ο αμείλικτος αγώνας για την εξουσία) -θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε και να πάμε παρακάτω.
Αυτή όμως η φράση του Tyrion αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μετα-σχόλιο για την ίδια την τεράστια –και μάλλον απρόσμενη– επιτυχία μιας σειράς βασισμένης σε βιβλία «επικής φαντασίας»· αυτό που ένωσε για οκτώ χρόνια εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο δεν ήταν ούτε οι στρατιές των ηθοποιών της σειράς (δεκάδες ήταν μόνο οι επώνυμοι χαρακτήρες που παρέλασαν στα επεισόδιά της) ούτε το χρυσάφι που ξοδεύτηκε για την παραγωγή της ούτε οι σημαίες των τόσων χωρών στις οποίες έγιναν τα γυρίσματά της.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τον ρόλο όλων των παραπάνω, γύρω από τις φωτεινές οθόνες που πρόβαλλαν το GoT μας ένωσε η ιστορία που μας αφηγήθηκε –όπως μας ενώνουν εδώ και χιλιετίες, γύρω από τη φωτιά της φυλής ή το όποιο πολιτισμικό της αντίστοιχο, οι ωραίες ιστορίες. Ακόμη κι αν –ή ίσως ακριβώς επειδή– πρόκειται, όπως το GoT, για «μη ρεαλιστικές» ιστορίες –ή για να θυμηθούμε όσους και όσες αντιπαθούν αυτά τα είδη, για «παραμύθια», με δράκους, μάγους, σπαθιά, τέρατα, εξωγήινους, διαστημόπλοια και θεούς.
Η λογοτεχνία του φανταστικού -ή εικοτολογική μυθοπλασία, όπως μεταφράζεται κάπως ανοίκεια ο διαδεδομένος πλέον στη διεθνή βιβλιογραφία όρος speculative fiction– περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα λογοτεχνικών έργων, από την ηρωική/επική φαντασία ως τον τρόμο και τη δυστοπία, και από την επιστημονική φαντασία και τις ιστορίες εναλλακτικής πραγματικότητας ως τα παραμύθια και το υπερφυσικό, μαζί φυσικά με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Αυτό που ενώνει όλα αυτά τα κάπως ετερόκλητα είδη είναι το γεγονός ότι όλα τους έχουν λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία που δεν υπάρχουν στον «πραγματικό» κόσμο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε και τη λογοτεχνική δημιουργία ενός «καινούριου» κόσμου.
Μπορεί σήμερα ακούγοντας για αυτό το λογοτεχνικό υπερ-είδος να μας έρχονται στο μυαλό ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ή το Game of Thrones, τα βιβλία του Λάβκραφτ ή του Στίβεν Κινγκ, τα έργα επιστημονικής φαντασίας με εξωγήινους, διαστημόπλοια και λέιζερ, αλλά στην πραγματικότητα η ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η λογοτεχνία, πράγμα που πολλοί και πολλές το ξεχνάνε βολικά κάθε φορά που αποφασίζουν να κατακεραυνώσουν αυτά τα «παραμύθια».
Από το έπος του Γκιλγκαμές και τα Ομηρικά έπη, μέχρι το λατινικό μυθιστόρημα και την Αληθή Ιστορία του Λουκιανού, και από εκεί στην Ουτοπία του Μορ και τον Άλλο [σεληνιακό] Κόσμο του Σιρανό Ντε Μπερζεράκ –για να μείνουμε μόνο σε μερικά από τα πιο γνωστά σε μας παραδείγματα– η παγκόσμια λογοτεχνία είναι γεμάτη από έργα όπου το φανταστικό παίζει μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο.
Η σοβαροφανής κριτική βέβαια παρέκαμπτε μέχρι πρόσφατα τον σκόπελο του «φανταστικού» με μια ιδιότυπη λαθροχειρία: αν κάποιο έργο της λογοτεχνίας είχε κατορθώσει για διάφορους, συχνά τυχαίους, λόγους να βρεθεί στον λογοτεχνικό κανόνα, τότε, αίφνης, έπαυε να θεωρείται κυρίως λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά κλασικό αριστούργημα -και όχι μόνο όταν επρόκειτο για έργα του απώτατου παρελθόντος, αλλά και για αυτά που έχουν γραφτεί από τον 19ο αιώνα και δώθε: Φρανκενστάιν, Δράκουλας, Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος, 1984, Φαρενάιτ 451, Περί Τυφλότητας, και πάει λέγοντας.
Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, το έργο φορτώνεται και με έναν σωρό -ρηχούς- συμβολισμούς και υπερβολικές (υπερ-)ερμηνείες, γιατί μάλλον μοιάζει έγκλημα καθοσιώσεως να εξαίρεται κάτι που είναι κατά βάση μια συναρπαστική ιστορία. Αν ήταν μόνο τέτοια, και είχε και πολύχρωμο, φτηνό εξώφυλλο, δεν θα την θεωρούσαν καν λογοτεχνία.
Στην κατεύθυνση της αναγνώρισης της λογοτεχνίας του φανταστικού ως ισότιμης με όλη την υπόλοιπη λογοτεχνία προφανώς δεν βοήθησε ιδιαίτερα και το pulp παρελθόν της, η θεματική, υφολογική και αισθητική τυποποίησή της που οδηγείται από την ανάγκη συντήρησης μιας σταθερής αγοράς και κοινού, και η εκμετάλλευση των πιο «θεαματικών» της στοιχείων από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Τα ίδια όμως ισχύουν πάνω-κάτω και για άλλα λογοτεχνικά είδη, όπως το αστυνομικό και το νουάρ, τα οποία ωστόσο μοιάζουν να έχουν κερδίσει νωρίτερα κριτικούς και αναγνώστριες τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, ακόμη και στις τάξεις της –ούτως ή άλλως δύσκολης και εκλεκτικής απέναντι στη λογοτεχνία– αριστεράς. Και αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις όπου το περιεχόμενο δεν είναι και ιδιαίτερα προοδευτικό.
Έτσι λοιπόν, ενώ διεθνώς η στάση της κριτικής απέναντι στη λογοτεχνία του φανταστικού έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες, και συγγραφείς της, όπως ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, ο Ισαάκ Ασίμοφ, ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Φρανκ Χέρμπερτ, ο Φίλιπ Ντικ, η Ούρσουλα ΛεΓκεν, ο Στίβεν Κινγκ, ο Ρέι Μπράντμπερι, ο Κλάιβ Μπάρκερ, ο Νιλ Γκέιμαν και δεκάδες άλλοι, έχουν βγάλει το (υπερ-)είδος από την ανυποληψία, η καθ’ ημάς «σοβαρή» αστική κριτική, χέρι-χέρι με την αριστερή, θεωρεί πολλά από τα έργα τους, στην καλύτερη περίπτωση, μη σοβαρά, κατάλληλα μόνο για παιδιά και εφήβους, και στη χειρότερη, αντιδραστικά πολιτιστικά προϊόντα.
Δεν θέλουμε -και χωρίς βαθύτερη έρευνα δεν μπορούμε κιόλας- να αποφανθούμε αν αυτή η στάση –της ελληνικής αριστεράς τουλάχιστον– οφείλεται σε κακοχωνεμένο ιστορικό υλισμό, σε μια αντίληψη ότι πρέπει να μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι αφορά τον πραγματικό κόσμο και τα πραγματικά του προβλήματα, σε μια παρανόηση για το τι συνιστά «ρεαλισμό» σε ένα έργο μυθοπλασίας ή απλώς στην –ενδημική σε πολύ αριστερό κόσμο– τεχνοφοβία.
Αυτό στο οποίο επιμένουμε όμως και θέλουμε να καταδείξουμε με αυτό το αφιέρωμα είναι ότι η λογοτεχνία του φανταστικού όχι μόνο αξίζει να θεωρείται λογοτεχνία, και μάλιστα πολλές φορές πολύ καλή, αλλά ότι αποτελεί και ένα ιδιαίτερα «πολιτικό» λογοτεχνικό (υπέρ-)είδος, ιδίως σε εκείνα τα έργα της που πλάθουν έναν φαινομενικά εντελώς διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας.
Μπορεί να ακούγεται ως παραδοξολογία, αλλά ας το σκεφτούμε λιγάκι: αν πυρήνας όλης της μυθοπλασίας είναι το «Τι θα γινόταν αν…;» στην εικοτολογική μυθοπλασία έχουμε όχι μόνο την πλήρη εφαρμογή της αρχής αυτής, αλλά και την περαιτέρω επέκτασή της: τι θα γινόταν αν ένας άνθρωπος μεταμορφωνόταν σε κατσαρίδα; Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να εμφυσήσουμε ζωή σε ένα πτώμα; Τι θα γινόταν αν μας επισκέπτονταν φιλικοί ή εχθρικοί εξωγήινοι; Τι θα γινόταν αν είχαμε την τεχνολογία να εξαπλωθούμε στον Γαλαξία; Τι θα γινόταν σε έναν κόσμο όπου όχι μόνο υπάρχει μαγεία, αλλά συνίσταται στη γνώση των αληθινών ονομάτων των πραγμάτων; Τι θα γινόταν αν η δύναμη των θεών εξαρτιόταν από το πόσους πιστούς έχουν; Τι θα γινόταν αν κάπου είχε πετύχει πραγματικά μια αναρχική/κομμουνιστική επανάσταση; Τι θα γινόταν αν είχε κερδίσει ο Χίτλερ; Τι θα γινόταν αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Κένεντι; …Και το εικοτολογικό γαϊτανάκι δεν σταματά.
Η –πάντα μερική– απελευθέρωση από την πραγματικότητα που δίνει σε έναν/μία συγγραφέα η απόφαση να γράψει λογοτεχνία του φανταστικού, δημιουργεί ένα δυναμικό άπειρων σχεδόν δυνατοτήτων να μιλήσει για το πώς θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε, έχοντας υποχρέωση ό,τι γράφει να είναι συνεπές μόνο μέσα στο πλαίσιο του κόσμου που δημιουργεί.
Ταυτόχρονα, όντας πλάσμα της εποχής και του τόπου του/της κάθε φορά, γράφει για αυτά που ξέρει, που θέλει, που φοβάται. Ως προς την πολιτική λοιπόν, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει εν είδει λογοτεχνικού εργαστηρίου εναλλακτικές κοινωνικές δομές και πολιτικά συστήματα, να δοκιμάσει λύσεις ή να φτάσει κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και οικολογικά προβλήματα στα όριά τους για να δει αν και πώς μπορούν να ξεπεραστούν. Εξάλλου, το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, του οποίου η έλλειψη καταλογίζεται συχνά στη σημερινή αριστερά, ανιχνεύεται πολλές φορές σε έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Κι αυτό δεν αποτελεί μόνο… εικοτολογία· έχουμε ήδη δει πλείστα τέτοια μυθιστορήματα, πέρα από τα εμβληματικά Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος και 1984. Μέσα στα τελευταία διακόσια χρόνια οι συγγραφείς που έγραψαν λογοτεχνία του φανταστικού πρόλαβαν να ασχοληθούν με μια σειρά βαθιά πολιτικών θεμάτων, συχνά αφουγκραζόμενοι τους εκάστοτε προβληματισμούς λίγο πριν γίνουν κοινό κτήμα (και βοηθώντας να γίνουν τέτοιο): «ανθρωπινότητα» και «αποξένωση», τι είναι ανθρώπινο και τι τεχνητό, βιοτεχνολογίες (Φρανκενστάιν), θαυμασμός για την τεχνολογία και φόβος για τις χρήσεις της (Ιούλιος Βερν), διεύρυνση χωροχρόνου, διαφορετικές ανθρώπινες κοινωνίες (Γουέλς), επικράτηση των ναζί στον Β΄ ΠΠ, τεχνητή νοημοσύνη (Φίλιπ Ντικ), κίνδυνος βιολογικού/ολοκληρωτικού πολέμου, φεμινιστικές, ερμαφρόδιτες, αναρχικές κοινωνίες (Ούρσουλα ΛεΓκεν), μετα-αποκαλυπτικός κόσμος, αλλά και κατασκευή εξωτερικών κι εσωτερικών εχθρών στις ΗΠΑ (Στίβεν Κινγκ), οικολογική καταστροφή, ολοκληρωτικά καθεστώτα (Μάργκαρετ Άτγουντ).
Ακόμη και στο fantasy, την επική/ηρωική φαντασία δηλαδή, με ιστορίες που διαδραματίζονται κατά βάση σε ένα ψευδο-μεσαιωνικό, φεουδαρχικό πλαίσιο, με την προσθήκη της μαγείας και μυθικών πλασμάτων, βλέπουμε, συχνά με σοκαριστικό υπέρ-ρεαλισμό, όπως στο Game of Thrones του Μάρτιν ή στο Malazan Book of the Fallen του Στίβεν Έρικσον, το ατέρμονο παιχνίδι της εξουσίας που παίζεται πάντα με τους ίδιους όρους όπως και στον δικό μας κόσμο, είτε παρεμβαίνουν δράκοι είτε θεοί, όσο οι δομές και οι σχέσεις παραμένουν οι ίδιες. Και φυσικά, ως αντίβαρο σε αυτό το στημένο παιχνίδι, δημιουργήθηκαν σπαρταριστές παρωδίες -του είδους, αλλά, όπως πάντα, και της δικής μας κοινωνίας- από μεγάλους τεχνίτες της χιουμοριστικής φαντασίας, όπως ο Τέρι Πράτσετ και ο Τζακ Βανς.
Zούμε σε μια εποχή όπου αφενός η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του TINA (There Is No Alternative) έχουν σχεδόν φυσικοποιηθεί και αφετέρου η κλιματική αλλαγή όχι μόνο μας χτυπάει την πόρτα, αλλά έχει στρογγυλοκαθίσει στο σαλόνι μας, απειλώντας τις συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την ύπαρξη και την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού πάνω στη Γη. Η λογοτεχνία του φανταστικού λοιπόν, που τόσο είχε κακολογηθεί στο παρελθόν ως «λογοτεχνία φυγής», μοιάζει να δικαιώνεται όσο ποτέ άλλοτε ακριβώς ως τέτοια: ως μια λογοτεχνία που, μέσα από όμορφες, συναρπαστικές, τρομακτικές, περίπλοκες και απλές ιστορίες, μας δείχνει κάποιες φορές από πού πρέπει να (ξε-)φύγουμε και άλλες φορές για πού.
Ή για να το πούμε με τα λόγια μιας από τις σημαντικότερες συγγραφείς του φανταστικού, της Ούρσουλας ΛεΓκέν:
«Ζούμε στον καπιταλισμό. Η ισχύς του φαντάζει αδιαφιλονίκητη. Το ίδιο φάνταζε και η ελέω Θεού βασιλεία. Τα ανθρώπινα πλάσματα μπορούν να αντισταθούν και να αλλάξουν οποιαδήποτε ανθρώπινη εξουσία. Η αντίσταση και η αλλαγή συχνά ξεκινούν από την τέχνη, και πολύ συχνά από την δική μας τέχνη, την τέχνη των λέξεων».
Ζούμε επίσης σε μια εποχή όπου από την μια στην εγχώρια και διεθνή πολιτική σκηνή έχει χάσει πλέον την έννοιά της η έκφραση «σενάριο επιστημονικής φαντασίας», και από την άλλη μερικά από τα πιο σοβαρά πράγματα που διαβάζει ή ακούει το μαζικό κοινό προέρχονται από την λογοτεχνία του φανταστικού ή από επιφανή παιδιά της στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, γεννώντας συχνά σπουδαίες συζητήσεις και αναλύσεις.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, στο αφιέρωμα αυτό, επιχειρήσαμε να δώσουμε όψεις του φανταστικού φωτίζοντας ιδιαίτερα μερικά από τα σημεία στα οποία διασταυρώνεται με την πολιτική και την εξουσία. Στο κάτω-κάτω αν οραματιζόμαστε μια άλλη κοινωνία, θα πρέπει να την επινοήσουμε σαν να ήμασταν κι εμείς συγγραφείς του φανταστικού.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, έχει γράψει το αιώνιο ευαγγέλιο, «Τα εις εαυτόν». Εκεί, ο Αυρήλιος αναφέρει ρητά πως, πρέπει να φανταστεί κάνεις την κατάσταση μέσα στην οποία θέλει να βρεθεί. Πρέπει κανείς να «στήσει» το σκηνικό μόνος του. «Όλα είναι η ιδέα που έχουμε γι’ αυτά», λέει επικαλούμενος τον Μόνιμο τον Κυνικό. «Βλέπεις, οι παραστάσεις που φέρνεις στο νου σου χρωματίζουν την ψυχή. ας πούμε εκεί που έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις, έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις σωστά».
Η φαντασία μαζί με την έμπνευση μας επιτρέπει να διεργασθούμε τα διάφορα σενάρια και να πάμε κατευθείαν σε λύσεις που η βήμα-βήμα λογική φοβάται να δει. Η φαντασία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την βαθύτερη επιθυμία μας γι’ αυτό και τα σενάρια που προτείνει είναι ενδεδυμένα με δημιουργικά, δυναμικά ψυχικά φορτία (που κατά την δυσκολία υλοποίησης μας στηρίζουν). Φυσικά, τα φανταστικά σενάρια χρειάζεται να μπουν, παράλληλα με την εκτέλεσή τους, στην δοκιμασία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Επιπλέον απαιτείται να υφίσταται φαντασία για να μπορεί κάποιος να φανταστεί σε μελλοντικό χρόνο, κι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο γι’ ανθρώπους που δεν ζουν στον παρόντα χρόνο αλλά στο παρελθόν, αναπολώντας. Τα ευχολόγια και οι ευσεβείς πόθοι, δεν είναι φαντασία αλλά αυτό που ορίζουν οι λέξεις… ευσεβείς πόθοι και συνήθως ανεκπλήρωτοι. Αν βρίσκεσαι στο παρελθόν (και με υπό Βολαδορική κατάληψη νου) οι δυνατότητες σου και οι επιλογές σου είναι ανύπαρκτες και καθίστασαι αόρατος στην Θεά Τύχη.
Το πρώτο βήμα για να γλυτώσεις από τα νύχια των αρπακτικών, είναι να βρίσκεσαι στον παρόντα χρόνο και να δημιουργείς το μέλλον σου.
Αλλά η ύψιστη τέχνη -αυτή για την οποία μιλά ο Αυρήλιος- είναι, αγαπητέ μου, να βρίσκεσαι στο μέλλον και να χτίζεις το παρόν.
Οι Σειρήνες θεωρούνται θυγατέρες του ποταμού Θεού Αχελώου και της Μούσας Μελπομένης (Απολλόδωρος) ή της Τερψιχόρης (Απολλώνιος ο Ρόδιος) ή της Στερόπης. Κατ’ άλλη εκδοχή κόρες του θαλάσσιου θεού Φόρκυ και μητέρα τους η Χθων (Γη). Συνήθως είναι αριθμητικά δύο Αγλαόπη (γοητευτική στην όψη) και Θελξιέπεια (γοητευτική στον λόγο) ή τρεις Παρθενόπη, Λευκωσία (Λευκή ουσία) και Λιγεία (Καθαρή φωνή) ή Αγλαόφωνος, Μόλπη (μελωδική φωνή) και Θελξινόη (όμορφος νους) κατά τον Ησίοδο. Άλλα ονόματα που τους έδιναν είναι Θελξιόπη (γοητευτική όψη) και Πεισηνόη (πειθώ του νου). Το δε όνομά τους συνδέεται με τον Σείριο κι όλες συνδέονται με την ΘΕΛΞΗ.
Η Φαντασία, αγαπητέ, είναι αδελφή της Τύχης κι αμφότερες είναι γυναίκες … θέλγονται, απαιτείται λοιπόν, να τις γοητεύσεις και να γίνεις άξιος να δεχθείς την εύνοια τους.