ΜΙΔΑΣ
(γάιδαρος)
Καταγωγή
Ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γιος του βασιλιά Γορδία ή Γόρδιου (Αριστ., Varia 5.39.191.37 και 73), ιδρυτή της πόλης Γόρδιον στη Φρυγία. Στην ακρόπολη υπήρχε το άρμα του, που το τιμόνι του ήταν δεμένο με περίτεχνο και περίπλοκο κόμπο, τόσο που κανένας δεν μπορούσε να λύσει. Αυτόν τον δεσμό κατέλυσε ο Αλέξανδρος με το ξίφος του, γιατί γνώριζε τον χρησμό που όριζε ότι όποιος κατόρθωνε να λύσει τον κόμπο θα κατέλυε την Ασία. Ο Αλέξανδρος δεν τον έλυσε αλλά τον έκοψε. Αυτά όμως στους ιστορικούς χρόνους που όμως επηρεάζονταν ιδεολογικά από τους μυθικούς όπως φαίνεται και από αυτό το επεισόδιο.
Τον Γόρδιο αγάπησε η Κυβέλη και μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον Μίδα.
Μίδας και Σιληνός
1. Ο Μίδας θέλησε να συλλάβει τον Σιληνό*, για να μάθει τα μυστικά της σοφίας του. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι η σύλληψη έγινε στους ομώνυμους κήπους του Φρύγα βασιλιά με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα στους πρόποδες του Βερμίου (Ηρ. 8.138)**. Στις Μεταμορφώσεις του (11.85 κ.ε.) ο Οβίδιος αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά που έφερε σώο τον τροφό του, τον αντάμειψε με το χάρισμα που του ζήτησε ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός. Αυτή η εμπειρία υπήρξε πολύ ευχάριστη για τον βασιλιά, όμως μόνο μέχρι τη στιγμή του φαγητού. Οι τροφές μετατρέπονταν σε χρυσό, το ίδιο και το νερό και το κρασί -σκληρό σαν πέτρα το ψωμάκι· μέταλλο ρευστό χυνόταν το χρυσάφι απ' τα σαγόνια. Ο Μίδας παρακάλεσε τον Διόνυσο να πάρει πίσω το δώρο που τον σκότωνε -ανάφαγος και πάμπλουτος μαζί - απόγνωση, κι ολόστεγνη μια δίψα του καίει το λαρύγγι. Ο Διόνυσος δέχτηκε -Είναι αγαθό το πνεύμα των θεών -και του σύστησε να πλύνει κεφάλι και χέρια στις πηγές του Πακτωλού***. Έκτοτε, το ποτάμι παρέμεινε γεμάτο με ψήγματα χρυσού.
2. Διηγούνταν ακόμη ότι ο Μίδας είχε βρει τον Σιληνό να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ο βασιλιάς του ζήτησε να του διδάξει τη σοφία. Και εκείνος το έκανε αφηγούμενος μια ιστορία για δύο πόλεις που βρίσκονταν έξω από τον κόσμο· τα ονόματά τους ήταν Εὐσεβὴς και Μάχιμος. Στην πρώτη οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι και τελείωναν τη ζωή τους με ένα ξέσπασμα γέλιου. Στη δεύτερη γεννιόντουσαν οπλισμένοι και περνούσαν τη ζωή τους με αγώνες. Και τα δύο βασίλεια στήριζαν τον πλούτο τους στα πολύτιμα μέταλλα, στον χρυσό και το ασήμι. Κάποτε θέλησαν να επισκεφτούν και τον κόσμο των ανθρώπων, διέσχισαν τον Ωκεανό και έφτασαν στη χώρα των Υπερβορείων. Όμως ακόμη κι αυτούς, τους πιο ευδαίμονες από όλους τους θνητούς, τους θεώρησαν θλιβερούς και δεν θέλησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. Έτσι, ο Μίδας βγήκε από την αυταπάτη της ευτυχίας του και του πλούτου του.
3. Ο Πλούταρχος, στον Παραμυθητικόν προς Απολλώνιον (115d2-e9) παραδίδει διαφορετικά την απάντηση που έδωσε ο Σιληνός στον Μίδα, όταν ο βασιλιάς τον έπιασε μετά από ένα κυνήγι. Τον ρώτησε τι είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους και τι οφείλουν να επιλέγουν. Και επειδή ο Σιληνός δεν ήθελε να απαντήσει, ο Μίδας μηχανεύτηκε διάφορους τρόπους για να τον πείσει ή για να τον εξαναγκάσει. Και εκείνος του έδωσε την απάντηση:
«φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Γιατί είναι πιο ανώδυνος ο βίος, όταν κανείς αγνοεί τι είναι δεινό για τον ίδιο. Ό,τι περισσότερο απ' όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις ούτε μπορείς να μετέχεις στη φύση του καλύτερου: το καλύτερο για όλους και όλες είναι να μην έχει κανείς ποτέ γεννηθεί, να μην υπάρχει, να πέσει στην ανυπαρξία. Αλλά αφού έχει γεννηθεί ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμεί, είναι να πεθάνει το γρηγορότερο». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι είναι καλύτερη η ζωή στον θάνατο, παρά η ζωή στη ζωή, έτσι αποφάνθηκε. (Πλούτ., Παραμυθητικός προς Απολλώνιον 115d2-e9****)
4. Παραλλαγή της πρώτης ιστορίας παραδίδει ο Ψευδο-Πλούταρχος στο περί ποταμών. Ο Μίδας είχε πάει να επισκεφτεί μια μακρινή περιοχή του βασιλείου του αλλά χάθηκε. Στο άνυδρο περιβάλλον κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους ο ίδιος και η συνοδεία τους. Τότε ο Μίδας άγγιξε τη γη και από τα σπλάχνα της ξεπήδησε μια πηγή, από την οποία όμως έρρεε χρυσός. Το δώρο ήταν για μια ακόμη φορά άδωρο. Όμως ο Μίδας προσευχήθηκε στον Διόνυσο που μεταμόρφωσε την πηγή ώστε να αναβλύζει δροσερό νερό. Και ο Μίδας τὸν ἐκ τῆς κρήνης καταρρέοντα ποταμὸν Μίδα πηγὴν ἐκάλεσε. Αργότερα, ο ποταμός αυτός άλλαξε όνομα και ονομάστηκε Μαρσύας*****.
Μίδας και Μαρσύας
Ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα (ή τον Πάνα). Ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή, την ώρα που ο Μίδας, περιπλανώμενος στα βουνά, έφτασε στο σημείο και, απρόσκλητος, έκρινε την απόφαση ως άδικη. Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Άλλη εκδοχή θέλει τον Μίδα ευθύς εξαρχής κριτή στον αγώνα μαζί με άλλους να αποφαίνεται, μόνος αυτός, υπέρ του Μαρσύα. Άλλοτε του απέδιδαν και την ανακάλυψη του αυλού του Πανός.
Ο βασιλιάς Μίδας ντρεπόταν πολύ για τα αυτιά του και προσπάθησε να τα κρύψει κάτω από μια τιάρα. Ο μόνος που γνώριζε το μυστικό ήταν ο κουρέας του, τον οποίο όρκισε με ποινή θανάτου να μην το φανερώσει σε κανένα. Εκείνος δεν άντεξε, πήγε σ' ένα χωράφι, έσκαψε ένα λάκκο και ψιθύρισε την ιστορία. Μετά σκέπασε το λάκκο με χώμα, κι έφυγε. Στο χώμα όμως φύτρωσαν καλάμια, τα οποία άρχισαν να διαδίδουν την ιστορία με το φύσημα του ανέμου, ότι δηλαδή ο βασιλιάς Μίδας είχε γαϊδουρινά αυτιά· έτσι όλοι έμαθαν το πάθημά του.
Θάνατος του Μίδα
Όταν Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία και κατέλυσαν το βασίλειο του Μίδα, ταραγμένος από όνειρα ο βασιλιάς, αυτοκτόνησε πίνοντας αίμα ταύρου (Πλούτ., Περί δεισιδαιμονίας 168.F.6). Στον τάφο του Μίδα, ανάμεσα στις πόλεις Πρυμνησός και Μιδήϊον ή Μιδάϊον ή Μιδάειον της Φρυγίας, υπήρχε το παρακάτω επίγραμμα που λεγόταν ότι το έγραψε ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος (γύρω στα 500 π.Χ). Για λόγους γλωσσικής άσκησης το αναφέρει και ο Πλάτωνας:
Είμαι χάλκινη παρθένα, και κείμαι πάνω στο μνήμα του Μίδα. Για όσο θα τρέχει το νερό και θα ανθίζουν τα ψηλά δέντρα και θα λάμπει ανεβαίνοντας στον ουρανό ο ήλιος και η λαμπρή σελήνη και θα τρέχουν τα ποτάμια και θα αναταράσσεται με τον κυματισμό της η θάλασσα, θα μένω πάνω σε τούτο τον πολύκλαυτο τάφο και θα αγγέλλω στους περαστικούς ότι εδώ έχει ταφεί ο Μίδας. (Διογ. Λ., Βίος Κλεοβούλου 90)
Είμαι χάλκινη παρθένα, και κείμαι πάνω στο μνήμα του Μίδα. Για όσο θα τρέχει το νερό και θα ανθίζουν τα δέντρα, θα μένω πάνω σε τούτο τον τάφο που δέχθηκε πολλούς θρήνους, και θα αγγέλλω στους περαστικούς ότι εδώ έχει ταφεί ο Μίδας. (Πλ. Φαίδρος 264d)
--------------------------------
*Σιληνός
Οι παραδόσεις για την καταγωγή του Σιληνού ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά,[1] συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός και δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως ο Κένταυρος Χείρων, μάλιστα ανέθρεψε τον Διόνυσο. Συχνές είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά [2].
Σημειώσεις:
[1]. Ο Σωκράτης περιγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρομοιαζόταν μάλιστα με σάτυρο και σαλάχι. Η μύτη του ήταν πλατιά, πλακουτσωτή, γυριστή, τα μάτια του ήταν γουρλωτά, τα χείλη του χοντρά και σαρκώδη, η κοιλιά του «ανοικονόμητη». «Έριχνε γρήγορες ματιές με χαμηλωμένο κεφάλι σαν ταύρος», «κοιτούσε λοξά» (Πλ., Συμπ. 215b).
[2]. Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».
**Οι κήποι αυτοί τοποθετούνται «στην κοιλάδα του Άνω Λουδία, η οποία αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού…. [Εκεί] υπάρχουν ακόμη και σήμερα αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών». Π. Χρυσοστόμου, «Το ταφικό ιερό μυστών του Διονύσου στη Μενηίδα Βοττιαίας: η ανασκαφή του 2000», ΑΕΜΘ 14 (2000, 465). Αξιωματούχος της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους των μελών της οικογένειάς του, ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, «δεδομένα που αποδεικνύουν ότι οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών».
Τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβαναν στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες.
Τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβαναν στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες.
***Ο Μίδας στον Πακτωλό ποταμό
«σύρε ευθύς στις Σάρδεις τις τρανές, εκεί σιμά που ρέει το ποτάμι,
την ανηφόρα πάρε στην πλαγιά, στο ρέμα βάλε κόντρα το ποδάρι,
κρατήσου σε πορεία σταθερή και βρες του ποταμού το κεφαλάρι,
κι όπου νερού βαρύς αναβρασμός κι αφρίζει ορμητικό το μένα νάμα
ανόμημα, κορμί και κεφαλή μες στη ροή του ξέπλυνε αντάμα».
Στον ορισμένο τόπο πήγε αυτός. Του χρυσαφιού που ξέπλυνε το δώρο
πέρασε απ' το σώμα στο νερό κι έκανε το ποτάμι χρυσοφόρο.
Ακόμα, ίσαμε σήμερα κρατεί τη φλέβα την παλιά με το χρυσάφι,
οι νοτισμένοι σβώλοι είναι σκληροί κι από χρυσό χλομιάζει το χωράφι.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 11. 137-145)
****Η σοφία του Σιληνού
τοῦτο μὲν ἐκείνῳ τῷ Μίδᾳ λέγουσι δήπου μετὰ τὴν θήραν ὡς ἔλαβε τὸν Σειληνὸν διερωτῶντι καὶ πυνθανομένῳ τί ποτ᾽ ἐστὶ τὸ βέλτιστον τοῖς ἀνθρώποις καὶ τί τὸ πάντων αἱρετώτατον, τὸ μὲν πρῶτον οὐδὲν ἐθέλειν εἰπεῖν ἀλλὰ σιωπᾶν ἀρρήτως· ἐπειδὴ δέ ποτε μόγις πᾶσαν μηχανὴν μηχανώμενος προσηγάγετο φθέγξασθαί τι πρὸς αὐτόν, οὕτως ἀναγκαζόμενον εἰπεῖν, "δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ᾽ ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως (ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι)· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα." δῆλον οὖν ὡς οὔσης κρείττονος τῆς ἐν τῷ τεθνάναι διαγωγῆς ἢ τῆς ἐν τῷ ζῆν, οὕτως ἀπεφήνατο. (Πλούτ., Παραμυθητικός προς Απολλώνιον 115d2-e9)
*****Από πηγή του Μίδα σε Μαρσύα ποταμό
Μαρσύας ποταμός ἐστι τῆς Φρυγίας κατὰ πόλιν Κελαινὰς κείμενος· προσηγορεύετο δὲ πρότερον πηγὴ Μίδα δι᾽ αἰτίαν τοιαύτην. Μίδας βασιλεὺς Φρυγῶν [περι]ερχόμενος τὰ ἐρημότερα τῆς χώρας καὶ ἀνυδρίᾳ συνεχόμενος, ἤψατο τῆς γῆς καὶ χρυσῆν ἀνέδωκε πηγὴν, τοῦ ὕδατος χρυσοῦ γενομένου· καὶ ὑπόδιψος ὢν καὶ τῶν ὑποτεταγμένων θλιβομένων, ἀνεκαλέσατο τὸν Διόνυσον. Γενόμενος δ᾽ ἐπήκοος ὁ θεὸς, δαψιλὲς ὕδωρ ἀνέτειλε. Κορεσθέντων δὲ τῶν Φρυγῶν, Μίδας τὸν ἐκ τῆς κρήνης καταρρέοντα ποταμὸν Μίδα πηγὴν ἐκάλεσε. Μετωνομάσθη δὲ Μαρσύας διὰ τοιαύτην αἰτίαν. Νικηθέντος ὑπ᾽ Ἀπόλλωνος Μαρσύου καὶ ἐκδαρέντος, ἐκ τοῦ ῥεύσαντος αἵματος ἐγεννήθησαν Σάτυροί τε καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος, Μαρσύας καλούμενος, καθὼς ἱστορεῖ Ἀλέξανδρος Κορνήλιος ἐν γ' Φρυγιακῶν.
(Ψευδο-Πλούταρχος, περί ποταμών 10.1.1-10.1.16)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου