ΜΑΡΣΥΑΣ
Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν εκινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγούμην με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Οσάκις τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδρασιν της ομιλίας του· παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλέα οσάκις ήκουα και τους άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα πως ομιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθή ποτέ ανάλογον συγκίνησιν, ούτε είχε συνταραχθή η ψυχή μου τόσον, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτησιν με την σκέψιν πως ευρισκόμην εις ανδραπόδου κατάστασιν. Ενώ υπό την επίδρασιν αυτού του Μαρσύου επανειλημμένως εδοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστεύσω, πως δεν ήξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθής πως ειν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν, δεν θα ημπορούσα ν' ανθέξω· τα ίδια θα επάθαινα. Μ' εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω δια τον εαυτόν μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σαν να ήσαν αι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· ει δε μη, ολόκληρον την ζωήν μου θα εδαπανούσα εις το πλευρόν του καθισμένος, ως που να γηράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα επίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να εντρέπωμαι οιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον εντρέπομαι. Διότι έχω την επίγνωσιν, πως δεν έχω την δύναμιν να διαφωνήσω, ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Και όμως, μόλις απομακρυνθώ, υποκύπτω εις την μάζαν και τας τιμάς της. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και οσάκις τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από εντροπήν δι' όσα είχα παραδεχθή. Είναι περιστάσεις, που θα ήμην ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα εις τους ζωντανούς· και εντούτοις, αν τυχόν εγίνετο αυτό, θα ήμην (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερον δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω και εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπον.
(ποτάμι)
Ο Μαρσύας είναι γιος του Ύαγνη ή του Όλυμπου ή του Οίαγρου. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης* στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο, συνδεδεμένος και με τον Διόνυσο.
Ο Μαρσύας, όπως είπαμε, θεωρείται ο εφευρέτης του δίαυλου, ενώ ο Πάνας της σύριγγας ή του αυλού· κατάφερε, μάλιστα, οι Φρύγες να αποκρούσουν τους Γαλάτες, ενώ αυτός έπαιζε τον αυλό. Στην Αθήνα παραδίδεται ότι τον αυλό τον είχε εφεύρει η Αθηνά, ενώ άλλες παραδόσεις θέλουν κάποιον Αλφαιό από τη Φρυγία, γιο του Σαγγάριου, να μαθαίνει στη θεά να παίζει· όταν όμως είδε στα νερά ενός ρυακιού ότι ασχήμιζε το πρόσωπό της, πέταξε τον αυλό μακριά. Άλλοι λένε ότι η θεά έφτιαξε με κόκαλα ελαφιού αυλό για πρώτη φορά σε ένα συμπόσιο των θεών. Όταν η Ήρα και η Αφροδίτη την κορόιδεψαν, γιατί το πρόσωπό της παραμορφωνόταν σε κάθε φύσημα του αυλού, η θεά έτρεξε στη Φρυγία για να δει το πρόσωπό της στα νερά ενός ποταμού. Εκεί πέταξε τον αυλό απειλώντας με φρικτές τιμωρίες όποιον τον μάζευε.
Τον μάζεψε ο Μαρσύας και με αυτόν προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, γιατί θεώρησε τον ήχο του αυλού τον ωραιότερο. Αναπόφευκτη η τιμωρία του, τόσο γιατί αψήφησε την Αθηνά όσο και γιατί συναγωνίστηκε ένα θεό. Η τιμωρία υπήρξε σκληρή, πόσο μάλλον που η πρώτη φάση του διαγωνισμού έμεινε χωρίς νικητή. Γι' αυτό ο Απόλλωνας τον προκάλεσε να γυρίσουν ανάποδα τα όργανά τους και να παίξουν. Σε αυτή τη φύση αποδείχθηκε η ανωτερότητα της λύρας και οι ξεχωριστές ικανότητες του θεού. Κριτής στον αγώνα ορίστηκε ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, και ο Μίδας· κατά άλλους ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Άλλες μαρτυρίες θέλουν κριτές του αγώνα τις Μούσες.
Περιπλανώμενος ο Μίδας στα βουνά, έφτασε στο σημείο του διαγωνισμού την ώρα που ο Τμώλος ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή· εκείνος πάλι έκρινε την απόφαση ως άδικη. Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Όσο για την τιμωρία του Μαρσύα** Επειδή, πριν από την έναρξη του αγώνα, είχε οριστεί ο νικητής να επιβάλει στον ηττημένο όποια τιμωρία ήθελε, ο Απόλλωνας, παρασυρμένος από την οργή του, έδεσε τον Μαρσύα σε πανύψηλο πεύκο (Απολλόδωρος) ή πλάτανο (Πλίνιος) και τον έγδαρε. Μετανιωμένος για τον θυμό του ο θεός έσπασε τη λύρα του και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό της Φρυγίας μετονομάζοντας αυτόν που παλαιότερα λεγόταν Πηγή του Μίδα***. Κατά την αρχαιότητα κοντά στις Κελαινές, στη Φρυγία, έδειχναν ένα σπήλαιο, όπου ο Απόλλωνας είχε κρεμάσει το δέρμα του σάτυρου Μαρσύα (Ξεν., Κύρου Ανάβ.1.2.8****) ή έναν ασκό φτιαγμένο από το δέρμα του (Ηρ. 7.26). Σύμφωνα με άλλο μύθο, το φοβερό εκείνο τρόπαιο είχε κρεμαστεί σ' ένα σπήλαιο της Ακρόπολης.
Ο Πλίνιος γράφει ότι ο τόπος του διαγωνισμού ήταν η Αυλοκρήνη στον δρόμο από την Απάμεια προς τη Φρυγία (5.106, και Στράβ. 12.8.15) και ο Στέφανος Βυζάντιος για τον τάφο του Μαρσύα σ' ένα λόφο κοντά στην Πεσσινούντα, προσθέτει μάλιστα τις πληροφορίες ότι ο Μαρσύας ήταν ιδρυτής της πόλης Τάβαι της Λυδίας και ότι είχε έναν αδελφό, τον Κιβύρα. Ο Φώτιος αναφέρει ότι σε μια γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα προσφέρονταν στον θεό δέρματα θυσιασμένων ζώων στη μνήμη του Μαρσύα.
Ο Αλκιβιάδης, στο εγκώμιο***** που πλέκει για τον Σωκράτη, τον συγκρίνει με τους Σιληνούς γενικά και τον Μαρσύα ειδικότερα, τόσο στη μορφή, στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη γοητεία που ασκεί με τα λόγια του και στην κατάληψη του νου του συνομιλητή του. Όπως οι αυλοί του γδαρμένου Σιληνού.
--------------------------
*Κυβέλη και Μαρσύας
Υπάρχει η παράδοση ότι η θεά αυτή [η Κυβέλη] γεννήθηκε στη Φρυγία. Οι ντόπιοι διασώζουν τον μύθο ότι τα παλιά χρόνια βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας ήταν ο Μήων που παντρεύτηκε τη Διδύμη και γέννησε μια κόρη, κι επειδή δεν ήθελε να την αναθρέψει, την παραπέταξε στο βουνό που ονομαζόταν Κύβελος. Εκεί, από κάποια θεία πρόνοια, οι λεοπαρδάλεις και μερικά από τα αγριότερα θηρία πρόσφεραν τη θηλή του μαστού τους και έτρεφαν το παιδί, ενώ κάποιες απλοϊκές γυναίκες που έβοσκαν το κοπάδι τους σε εκείνα τα μέρη είδαν τι γινόταν και έκπληκτες περιμάζεψαν το βρέφος και το ονόμασαν Κυβέλη από το βουνό. Και καθώς μεγάλωνε το κορίτσι, ξεχώριζε στην ομορφιά και την αρετή, και ακόμη το θαύμαζαν για την εξυπνάδα του. Γιατί αυτή επινόησε πρώτη τον πολυκάλαμο αυλό και εφεύρε τα κύμβαλα και τα τύμπανα, με τα οποία συνόδευε τους χορούς και τα παιγνίδια. Εισηγήθηκε και τρόπους θεραπείας των ζώων και των νηπίων με τη μέθοδο των καθαρμών. Και καθώς τα βρέφη σώζονταν από τον θάνατο με τα μαγικά της και τα περισσότερα τα έπαιρνε στην αγκαλιά της [Στη Ρώμη οι μητέρες καχεκτικών παιδιών τα άφηναν στην αγκαλιά του αγάλματος της Κυβέλης και ζητούσαν την προστασία της], για την αφοσίωσή της σε αυτά ονομάστηκε από όλους «μητέρα του βουνού». Λένε ότι τη συναναστρεφόταν και την αγαπούσε περισσότερο από όλους ο Μαρσύας ο Φρύγας, θαυμαστός για την ευφυΐα και τη φρονιμάδα του. Και απόδειξη της ευφυΐας του θεωρούνταν το γεγονός ότι μιμήθηκε ήχους του πολυκάλαμου αυλού και μετέφερε όλη την αρμονία του στον απλό αυλό, ενώ σημείο της εγκράτειάς του είναι, λένε, το γεγονός ότι μέχρι τον θάνατό του δεν γεύτηκε τις ηδονές της Αφροδίτης.
(Διόδωρος Σ. 5.58.1-3)
** Η ήττα του Μαρσύα, αν λάβουμε υπόψη τα λεγόμενα του Παυσανία, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των δυνατοτήτων των δύο οργάνων. Σύμφωνα με τον Παυσανία παλιά έπρεπε οι αυλητές να χρησιμοποιούν τρεις διαφορετικούς αυλούς για να παίζουν κατά τις τρεις τεχνοτροπίες: τη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική (9.12.5). Είναι πιθανό ότι ο Απόλλωνας να έπαιξε σε άλλον τόνο, αφού κούρδισε διαφορετικά τη λύρα του· ή ότι έπαιζε και ταυτόχρονα τραγουδούσε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Μαρσύας.
***Από πηγή του Μίδα σε Μαρσύα ποταμό
Μαρσύας ποταμός ἐστι τῆς Φρυγίας κατὰ πόλιν Κελαινὰς κείμενος· προσηγορεύετο δὲ πρότερον πηγὴ Μίδα δι᾽ αἰτίαν τοιαύτην. Μίδας βασιλεὺς Φρυγῶν [περι]ερχόμενος τὰ ἐρημότερα τῆς χώρας καὶ ἀνυδρίᾳ συνεχόμενος, ἤψατο τῆς γῆς καὶ χρυσῆν ἀνέδωκε πηγὴν, τοῦ ὕδατος χρυσοῦ γενομένου· καὶ ὑπόδιψος ὢν καὶ τῶν ὑποτεταγμένων θλιβομένων, ἀνεκαλέσατο τὸν Διόνυσον. Γενόμενος δ᾽ ἐπήκοος ὁ θεὸς, δαψιλὲς ὕδωρ ἀνέτειλε. Κορεσθέντων δὲ τῶν Φρυγῶν, Μίδας τὸν ἐκ τῆς κρήνης καταρρέοντα ποταμὸν Μίδα πηγὴν ἐκάλεσε. Μετωνομάσθη δὲ Μαρσύας διὰ τοιαύτην αἰτίαν. Νικηθέντος ὑπ᾽ Ἀπόλλωνος Μαρσύου καὶ ἐκδαρέντος, ἐκ τοῦ ῥεύσαντος αἵματος ἐγεννήθησαν Σάτυροί τε καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος, Μαρσύας καλούμενος, καθὼς ἱστορεῖ Ἀλέξανδρος Κορνήλιος ἐν γ' Φρυγιακῶν.
(Ψευδο-Πλούταρχος, περί ποταμών 10.1.1-10.1.16)
****Ο ποταμός Μαρσύας και το δέρμα του Μαρσύα
ἔστι δὲ καὶ μεγάλου βασιλέως βασίλεια ἐν Κελαιναῖς ἐρυμνὰ ἐπὶ ταῖς πηγαῖς τοῦ Μαρσύου ποταμοῦ ὑπὸ τῇ ἀκροπόλει· ῥεῖ δὲ καὶ οὗτος διὰ τῆς πόλεως καὶ ἐμβάλλει εἰς τὸν Μαίανδρον· τοῦ δὲ Μαρσύου τὸ εὖρός ἐστιν εἴκοσι καὶ πέντε ποδῶν. ἐνταῦθα λέγεται Ἀπόλλων ἐκδεῖραι Μαρσύαν νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας, καὶ τὸ δέρμα κρεμάσαι ἐν τῷ ἄντρῳ ὅθεν αἱ πηγαί· διὰ δὲ τοῦτο ὁ ποταμὸς καλεῖται Μαρσύας.
(Ξεν. Κύρου Ανάβ. 1.2.8)
*****Ο Αλκιβιάδης εγκωμιάζει τον Σωκράτη
Μετά την είσοδο του Αλκιβιάδη στον χώρο του συμποσίου, οι συμποσιαστές τον κάλεσαν να εκφωνήσει το δικό του εγκώμιο στον Έρωτα, αυτός όμως εκφωνεί το εγκώμιο του Σωκράτη.
Σωκράτη δ’ ἐγὼ ἐπαινεῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως ἐπιχειρήσω,
δι’ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα,
ἔσται δ’ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ
γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς
[215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ
δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες
φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ
ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε
εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ’ αὐτὸς ἄν που
ἀμφισβητήσαις· ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε.
ὑβριστὴς εἶ· ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρ-
έξομαι. ἀλλ’ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου.
[215c] ὁ μέν γε δι’ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ
στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ ―ἃ γὰρ
Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος― τὰ οὖν
ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς,
μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ
τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ’ ἐκείνου τοσοῦτον
μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν
[215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν
λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν
μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί· ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν
σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων,
ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγ-
μένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ
ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ
πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ
[215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαν-
τιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν
λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ
αὐτὰ πάσχοντας· Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν
ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ’ οὐδὲν ἔπασχον,
οὐδ’ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ’ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδω-
δῶς διακειμένου, ἀλλ’ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ
[216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς
ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ
ἔτι γε νῦν σύνοιδ’ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα,
οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει
γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ
μὲν ἀμελῶ, τὰ δ’ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ
τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ
αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ
[216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ
ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν· ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον
αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυνα-
μένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω,
ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν
αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
[216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις·
εἰ δ’ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην,
ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.
δι’ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα,
ἔσται δ’ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ
γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς
[215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ
δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες
φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ
ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε
εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ’ αὐτὸς ἄν που
ἀμφισβητήσαις· ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε.
ὑβριστὴς εἶ· ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρ-
έξομαι. ἀλλ’ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου.
[215c] ὁ μέν γε δι’ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ
στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ ―ἃ γὰρ
Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος― τὰ οὖν
ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς,
μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ
τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ’ ἐκείνου τοσοῦτον
μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν
[215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν
λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν
μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί· ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν
σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων,
ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγ-
μένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ
ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ
πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ
[215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαν-
τιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν
λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ
αὐτὰ πάσχοντας· Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν
ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ’ οὐδὲν ἔπασχον,
οὐδ’ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ’ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδω-
δῶς διακειμένου, ἀλλ’ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ
[216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς
ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ
ἔτι γε νῦν σύνοιδ’ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα,
οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει
γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ
μὲν ἀμελῶ, τὰ δ’ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ
τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ
αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ
[216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ
ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν· ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον
αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυνα-
μένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω,
ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν
αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
[216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις·
εἰ δ’ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην,
ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.
***
Του Σωκράτους το εγκώμιον, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάμω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύση, προς γελοιοποίησιν· και όμως η παρομοίωσις θα γίνη χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι ομοιάζει εξαιρετικά μ' αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχναι καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς· αv τους ανοίξης εις δύο, αποκαλύπτονται πως κλείουν μέσα θεών αγάλματα. Και πάλιν ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύαν τον Σάτυρον. Και όσον μεν αφορά την εξωτερικήν εμφάνισιν, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ' αμφισβητούσες, ότι τους ομοιάζεις. Ότι όμως και εις τα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Εισ' ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρας. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερον θαυμαστός παρ' όσον εκείνος. Εκείνος εχρειάζετο όργανα μουσικά, δια να σαγηνεύη τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει εις τον αυλόν τους σκοπούς του. Διότι τ' αυλήματα του Ολύμπου εις τον Μαρσύαν τ' αποδίδω· εκείνος του τα εδίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής ειν' εκείνος που τους παίζει εις τον αυλόν, είτε μία κοινή αυλητρίς, και μόνοι των έχουν την δύναμιν να φέρουν τους ανθρώπους εις έκστασιν και ν' αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θείαν την προέλευσιν, πόσοι έχουν μέσα των τον πόθον της θεότητος και της μυσταγωγίας. Ενώ συ εις τούτο μόνον διαφέρεις απ' εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνάς τας λέξεις προκαλείς το ίδιον ακριβώς αποτέλεσμα. Ημείς έξαφνα, οσάκις ακούομεν έναν άλλον ν' αναπτύσση λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιαφόρους. Αντιθέτως, όταν ακούη κανείς συ να ομιλής ή τας ομιλίας σου να διηγήται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ' ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι. Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν εκινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγούμην με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Οσάκις τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδρασιν της ομιλίας του· παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλέα οσάκις ήκουα και τους άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα πως ομιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθή ποτέ ανάλογον συγκίνησιν, ούτε είχε συνταραχθή η ψυχή μου τόσον, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτησιν με την σκέψιν πως ευρισκόμην εις ανδραπόδου κατάστασιν. Ενώ υπό την επίδρασιν αυτού του Μαρσύου επανειλημμένως εδοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστεύσω, πως δεν ήξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθής πως ειν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν, δεν θα ημπορούσα ν' ανθέξω· τα ίδια θα επάθαινα. Μ' εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω δια τον εαυτόν μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σαν να ήσαν αι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· ει δε μη, ολόκληρον την ζωήν μου θα εδαπανούσα εις το πλευρόν του καθισμένος, ως που να γηράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα επίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να εντρέπωμαι οιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον εντρέπομαι. Διότι έχω την επίγνωσιν, πως δεν έχω την δύναμιν να διαφωνήσω, ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Και όμως, μόλις απομακρυνθώ, υποκύπτω εις την μάζαν και τας τιμάς της. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και οσάκις τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από εντροπήν δι' όσα είχα παραδεχθή. Είναι περιστάσεις, που θα ήμην ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα εις τους ζωντανούς· και εντούτοις, αν τυχόν εγίνετο αυτό, θα ήμην (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερον δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω και εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου