O Γκάντι είπε ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα ταλέντο, το οποίο αποκτούν μέσω της μόρφωσης ή της κληρονομιάς. Λόγω του ανεξάρτητου και εγωιστικού τρόπου ζωής που έχουν επιλέξει, πιστεύουμε ότι το ταλέντο μας ΑΝΗΚΕΙ και, συνεπώς το εκμεταλλευόμαστε για το προσωπικό μας όφελος και για την εκπλήρωση των δικών μας φιλοδοξιών. Ο Γκάντι πίστευε ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν μεγαλύτερο καλό αλλάζοντας απλώς τη συμπεριφορά τους και θεωρώντας ότι είναι Κηδεμόνες και όχι Ιδιοκτήτες του ταλέντου τους.
Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή μας κάνει να περνάμε από την απληστία στη συμπόνια. Σε μια άπληστη κοινωνία η φιλανθρωπία παρακινείται από τον οίκτο, ενώ σε μια συμπονετική κοινωνία παρακινείται από το καθήκον. Η διαφορά των δύο είναι ότι όταν δίνουμε από οίκτο, το κάνουμε για εγωιστικούς λόγους ενώ όταν δίνουμε από καθήκον, το κάνουμε για ανιδιοτελείς λόγους. Για παράδειγμα, ταΐζουμε τους φτωχούς και τους προσφέρουμε ρούχα ή ακόμα και χρήματα κάποιες φορές. Παρόλο που αυτό καλύπτει τις άμεσες ανάγκες τους, τούς κάνει να εξαρτώνται για πάντα από τη φιλανθρωπία ώστε να επιβιώνουν. Η φιλανθρωπία μας συμβάλλει στην οικονομική καταπίεση που νιώθουν. Το κάνουμε αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτον, επειδή νιώθουμε οίκτο γι’ αυτά που αναγκάζονται να υποφέρουν, δεύτερον, γιατί οι θρησκευτικοί ηγέτες μας λένε να κάνουμε το καλό ώστε να εξασφαλίσουμε τη θέση μας στον Παράδεισο και τρίτον, γιατί είναι ο πιο εύκολος, λιγότερο χρονοβόρος τρόπος να κάνουμε φιλανθρωπία.
Αυτό που προφανώς αγνοούμε είναι το γεγονός ότι μέσω της φιλανθρωπίας μας δεν καταπιέζουμε μόνο τούς φτωχούς, αλλά καταστρέφουμε και τον λίγο αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση που μπορεί να διαθέτουν. Η φτώχεια είναι καταπιεστική, ένας καρκίνος που καταστρέφει την ψυχή των κοινωνιών.
Γινόμαστε επικριτικοί και καταδικάζουμε τους φτωχούς ως ανθρώπους που ποτέ δεν θα γίνουν κάτι στην ανταγωνιστική κοινωνία. Όπως γνωρίζουμε όλοι εκ πείρας, αν ένα ψέμα επαναλαμβάνεται αρκετό καιρό, γίνεται αποδεκτό ως πραγματικότητα και το πιστεύει ακόμα και το θύμα. Σύμφωνα με τον Γκάντι, το μόνο που χρειαζόμαστε για να γίνουμε συμπονετικοί και να κάνουμε το καθήκον μας σαν καλοί πολίτες είναι να αποδεχτούμε ότι τα ταλέντα και οι πηγές δεν μας ανήκουν και ότι απλώς είμαστε κηδεμόνες αυτών των πολύτιμων δώρων. Τότε η συμπόνια θα ανοίξει τις καρδιές μας στην αγωνία του πόνου της ανθρωπότητας και θα μας βοηθήσει να βρούμε τρόπους να εξαλείψουμε τη φτώχεια και την άγνοια.
Ένα σχετικό παράδειγμα είναι αυτό του δόκτορος Ρατζέντρα Σιν, του γιατρού που ξεκίνησε την καριέρα τον στο Τμήμα Υγείας του Ρατζαστάν στην κεντρική Ινδία. Μετά από μερικά χρόνια κουράστηκε με τη γραφειοκρατία κι έτσι παραιτήθηκε και μετακόμισε σε ένα χωριό στη μέση της άγονης περιοχής του κράτους. Αφού τακτοποιήθηκε και ξεκίνησε την πρακτική του, ήρθε ένας σοφός γέροντας του χωριού και άλλαξε εντελώς τη ζωή του δόκτορος Σιν. «Μη χάνεις τον καιρό σου με φάρμακα και εκπαίδευση για τους φτωχούς», είπε. Και ο γέροντας πρόσθεσε: «Αυτό που χρειαζόμαστε σε αυτή την περιοχή είναι νερό, διότι δίχως αυτό όλα θα καταστραφούν».
«Καταλαβαίνω», είπε ο δόκτωρ Σιν. «Αλλά πού θα βρω νερό;» Ο γέροντας πήρε τον δόκτορα Σιν για μια βόλτα στην περιοχή και του έδειξε ότι το λιγοστό νερό τnς βροχής κυλούσε στις πλαγιές των βουνών και χανόταν στις πεδιάδες. «Δεν υπάρχει τίποτα να συγκρατεί το νερό», εξήγησε ο γέροντας και πρόσθεσε, «το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μερικά φράγματα σε στρατηγικά σημεία που θα συγκρατούν το νερό». «Αφού ξέρεις τόσο πολλά, γιατί δεν το κάνεις με τη βοήθεια των χωρικών;» Με θλιμμένη φωνή ο σοφός γέροντας απάντησε: «Αν μιλήσω εγώ στους χωρικούς γι’ αυτό, θα γελάσουν και Θα με περάσουν για τρελό. Είμαι σίγουρος πως αν τους το πεις εσύ, θα σε ακούσουν».
Μερικές εβδομάδες αργότερα ο σοφός γέροντας πέθανε και ο δόκτωρ Σιν αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: να αφήσει το όνειρο του γέροντα να αποτεφρωθεί μαζί με το σώμα του ή να κάνει κάτι για να το πραγματοποιήσει;
Ο δόκτωρ Σιν αποφάσισε να μεταδώσει στους χωρικούς τη σοφία του γέροντα. Βρήκε βιβλία για το πώς να συλλέγει το νερό και στη δική του γη έφτιαξε ένα μικρό φράγμα από χώμα και όταν έπεσαν οι πρώτες βροχές, αντί το νερό να χαθεί στις πεδιάδες, συγκεντρώθηκε δημιουργώντας μια μικρή λίμνη. Οι χωρικοί το είδαν και πήγαν στον δόκτορα Σιν για βοήθεια. Έτσι ξεκίνησε μια πραγματική επανάσταση. Σήμερα η περιοχή είναι γεμάτη φράγματα, η στάθμη του νερού έχει ανέβει σημαντικά και πάνω από 1.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης που μέχρι τότε αποτελούσαν έρημο τώρα είναι κατάφυτα και έχουν μεταμορφώσει τη μορφολογία τον τόπου. Οι αγρότες παίρνουν τρεις και τέσσερις σοδειές τον χρόνο αντί μία, που κυριολεκτικά αναγκάζονταν να βγάλουν με το ζόρι από το έδαφος.
Ο Γκάντι θεωρεί πολιτισμένο κόσμο έναν κόσμο όπου όλοι ζουν αρμονικά, καθοδηγούνται από τη συμπόνια και βλέπουν την κοινωνία σαν μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια. Πολλοί έχουν απορρίψει αυτή τη θεωρία ως μια μάταιη ιδέα, που απορρίπτει την ικανότητα κάποιου να είναι καλός και να κάνει το καλό. Έτσι σκέφτονται αυτοί που δεν πιστεύουν στην καλοσύνη των ανθρώπων. Σε κάθε πολιτισμένη χώρα, ο νόμος βασίζεται στη Θεωρία ότι ένας άνθρωπος είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί ένοχος, ωστόσο στην πραγματικότητα πιστεύουμε ακριβώς το αντίθετο – όλοι είναι ένοχοι μέχρι να αποδειχθούν καλοί. Όπως είπε ο Γκάντι: Ένας πολιτισμός δεν μετριέται σύμφωνα με τον πλούτο μιας χώρας ή του λαού της, αλλά σύμφωνα με το καλό που μπορεί να κάνει για τους λιγότερο τυχερούς, μη πετώντας τους ψίχουλα, αλλά με το να μοιράζεται μαζί τους τις περιορισμένες πηγές που διαθέτει.
Μαχάτμα ΓΚΑΝΤΙ, Περί ζωής
Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή μας κάνει να περνάμε από την απληστία στη συμπόνια. Σε μια άπληστη κοινωνία η φιλανθρωπία παρακινείται από τον οίκτο, ενώ σε μια συμπονετική κοινωνία παρακινείται από το καθήκον. Η διαφορά των δύο είναι ότι όταν δίνουμε από οίκτο, το κάνουμε για εγωιστικούς λόγους ενώ όταν δίνουμε από καθήκον, το κάνουμε για ανιδιοτελείς λόγους. Για παράδειγμα, ταΐζουμε τους φτωχούς και τους προσφέρουμε ρούχα ή ακόμα και χρήματα κάποιες φορές. Παρόλο που αυτό καλύπτει τις άμεσες ανάγκες τους, τούς κάνει να εξαρτώνται για πάντα από τη φιλανθρωπία ώστε να επιβιώνουν. Η φιλανθρωπία μας συμβάλλει στην οικονομική καταπίεση που νιώθουν. Το κάνουμε αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτον, επειδή νιώθουμε οίκτο γι’ αυτά που αναγκάζονται να υποφέρουν, δεύτερον, γιατί οι θρησκευτικοί ηγέτες μας λένε να κάνουμε το καλό ώστε να εξασφαλίσουμε τη θέση μας στον Παράδεισο και τρίτον, γιατί είναι ο πιο εύκολος, λιγότερο χρονοβόρος τρόπος να κάνουμε φιλανθρωπία.
Αυτό που προφανώς αγνοούμε είναι το γεγονός ότι μέσω της φιλανθρωπίας μας δεν καταπιέζουμε μόνο τούς φτωχούς, αλλά καταστρέφουμε και τον λίγο αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση που μπορεί να διαθέτουν. Η φτώχεια είναι καταπιεστική, ένας καρκίνος που καταστρέφει την ψυχή των κοινωνιών.
Γινόμαστε επικριτικοί και καταδικάζουμε τους φτωχούς ως ανθρώπους που ποτέ δεν θα γίνουν κάτι στην ανταγωνιστική κοινωνία. Όπως γνωρίζουμε όλοι εκ πείρας, αν ένα ψέμα επαναλαμβάνεται αρκετό καιρό, γίνεται αποδεκτό ως πραγματικότητα και το πιστεύει ακόμα και το θύμα. Σύμφωνα με τον Γκάντι, το μόνο που χρειαζόμαστε για να γίνουμε συμπονετικοί και να κάνουμε το καθήκον μας σαν καλοί πολίτες είναι να αποδεχτούμε ότι τα ταλέντα και οι πηγές δεν μας ανήκουν και ότι απλώς είμαστε κηδεμόνες αυτών των πολύτιμων δώρων. Τότε η συμπόνια θα ανοίξει τις καρδιές μας στην αγωνία του πόνου της ανθρωπότητας και θα μας βοηθήσει να βρούμε τρόπους να εξαλείψουμε τη φτώχεια και την άγνοια.
Ένα σχετικό παράδειγμα είναι αυτό του δόκτορος Ρατζέντρα Σιν, του γιατρού που ξεκίνησε την καριέρα τον στο Τμήμα Υγείας του Ρατζαστάν στην κεντρική Ινδία. Μετά από μερικά χρόνια κουράστηκε με τη γραφειοκρατία κι έτσι παραιτήθηκε και μετακόμισε σε ένα χωριό στη μέση της άγονης περιοχής του κράτους. Αφού τακτοποιήθηκε και ξεκίνησε την πρακτική του, ήρθε ένας σοφός γέροντας του χωριού και άλλαξε εντελώς τη ζωή του δόκτορος Σιν. «Μη χάνεις τον καιρό σου με φάρμακα και εκπαίδευση για τους φτωχούς», είπε. Και ο γέροντας πρόσθεσε: «Αυτό που χρειαζόμαστε σε αυτή την περιοχή είναι νερό, διότι δίχως αυτό όλα θα καταστραφούν».
«Καταλαβαίνω», είπε ο δόκτωρ Σιν. «Αλλά πού θα βρω νερό;» Ο γέροντας πήρε τον δόκτορα Σιν για μια βόλτα στην περιοχή και του έδειξε ότι το λιγοστό νερό τnς βροχής κυλούσε στις πλαγιές των βουνών και χανόταν στις πεδιάδες. «Δεν υπάρχει τίποτα να συγκρατεί το νερό», εξήγησε ο γέροντας και πρόσθεσε, «το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μερικά φράγματα σε στρατηγικά σημεία που θα συγκρατούν το νερό». «Αφού ξέρεις τόσο πολλά, γιατί δεν το κάνεις με τη βοήθεια των χωρικών;» Με θλιμμένη φωνή ο σοφός γέροντας απάντησε: «Αν μιλήσω εγώ στους χωρικούς γι’ αυτό, θα γελάσουν και Θα με περάσουν για τρελό. Είμαι σίγουρος πως αν τους το πεις εσύ, θα σε ακούσουν».
Μερικές εβδομάδες αργότερα ο σοφός γέροντας πέθανε και ο δόκτωρ Σιν αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: να αφήσει το όνειρο του γέροντα να αποτεφρωθεί μαζί με το σώμα του ή να κάνει κάτι για να το πραγματοποιήσει;
Ο δόκτωρ Σιν αποφάσισε να μεταδώσει στους χωρικούς τη σοφία του γέροντα. Βρήκε βιβλία για το πώς να συλλέγει το νερό και στη δική του γη έφτιαξε ένα μικρό φράγμα από χώμα και όταν έπεσαν οι πρώτες βροχές, αντί το νερό να χαθεί στις πεδιάδες, συγκεντρώθηκε δημιουργώντας μια μικρή λίμνη. Οι χωρικοί το είδαν και πήγαν στον δόκτορα Σιν για βοήθεια. Έτσι ξεκίνησε μια πραγματική επανάσταση. Σήμερα η περιοχή είναι γεμάτη φράγματα, η στάθμη του νερού έχει ανέβει σημαντικά και πάνω από 1.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης που μέχρι τότε αποτελούσαν έρημο τώρα είναι κατάφυτα και έχουν μεταμορφώσει τη μορφολογία τον τόπου. Οι αγρότες παίρνουν τρεις και τέσσερις σοδειές τον χρόνο αντί μία, που κυριολεκτικά αναγκάζονταν να βγάλουν με το ζόρι από το έδαφος.
Ο Γκάντι θεωρεί πολιτισμένο κόσμο έναν κόσμο όπου όλοι ζουν αρμονικά, καθοδηγούνται από τη συμπόνια και βλέπουν την κοινωνία σαν μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια. Πολλοί έχουν απορρίψει αυτή τη θεωρία ως μια μάταιη ιδέα, που απορρίπτει την ικανότητα κάποιου να είναι καλός και να κάνει το καλό. Έτσι σκέφτονται αυτοί που δεν πιστεύουν στην καλοσύνη των ανθρώπων. Σε κάθε πολιτισμένη χώρα, ο νόμος βασίζεται στη Θεωρία ότι ένας άνθρωπος είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί ένοχος, ωστόσο στην πραγματικότητα πιστεύουμε ακριβώς το αντίθετο – όλοι είναι ένοχοι μέχρι να αποδειχθούν καλοί. Όπως είπε ο Γκάντι: Ένας πολιτισμός δεν μετριέται σύμφωνα με τον πλούτο μιας χώρας ή του λαού της, αλλά σύμφωνα με το καλό που μπορεί να κάνει για τους λιγότερο τυχερούς, μη πετώντας τους ψίχουλα, αλλά με το να μοιράζεται μαζί τους τις περιορισμένες πηγές που διαθέτει.
Μαχάτμα ΓΚΑΝΤΙ, Περί ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου