Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1112a-1113a)

[III] Βουλεύονται δὲ πότερον περὶ πάντων, καὶ πᾶν βουλευτόν ἐστιν, ἢ περὶ ἐνίων οὐκ ἔστι βουλή; λεκτέον δ᾽ ἴσως βουλευτὸν οὐχ ὑπὲρ οὗ βουλεύσαιτ᾽ ἄν τις ἠλίθιος ἢ μαινόμενος, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὧν ὁ νοῦν ἔχων. περὶ δὴ τῶν ἀιδίων οὐδεὶς βουλεύεται, οἷον περὶ τοῦ κόσμου ἢ τῆς διαμέτρου καὶ τῆς πλευρᾶς, ὅτι ἀσύμμετροι. ἀλλ᾽ οὐδὲ περὶ τῶν ἐν κινήσει, ἀεὶ δὲ κατὰ ταὐτὰ γινομένων, εἴτ᾽ ἐξ ἀνάγκης εἴτε καὶ φύσει ἢ διά τινα αἰτίαν ἄλλην, οἷον τροπῶν καὶ ἀνατολῶν. οὐδὲ περὶ τῶν ἄλλοτε ἄλλως, οἷον αὐχμῶν καὶ ὄμβρων. οὐδὲ περὶ τῶν ἀπὸ τύχης, οἷον θησαυροῦ εὑρέσεως. ἀλλ᾽ οὐδὲ περὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἁπάντων, οἷον πῶς ἂν Σκύθαι ἄριστα πολιτεύοιντο οὐδεὶς Λακεδαιμονίων βουλεύεται. οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν τούτων οὐθὲν δι᾽ ἡμῶν. βουλευόμεθα δὲ περὶ τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν καὶ πρακτῶν· ταῦτα δὲ καὶ ἔστι λοιπά. αἰτίαι γὰρ δοκοῦσιν εἶναι φύσις καὶ ἀνάγκη καὶ τύχη, ἔτι δὲ νοῦς καὶ πᾶν τὸ δι᾽ ἀνθρώπου. τῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἕκαστοι βουλεύονται περὶ τῶν δι᾽ αὑτῶν πρακτῶν. καὶ περὶ μὲν τὰς

[1112b] ἀκριβεῖς καὶ αὐτάρκεις τῶν ἐπιστημῶν οὐκ ἔστι βουλή, οἷον περὶ γραμμάτων (οὐ γὰρ διστάζομεν πῶς γραπτέον)· ἀλλ᾽ ὅσα γίνεται δι᾽ ἡμῶν, μὴ ὡσαύτως δ᾽ ἀεί, περὶ τούτων βουλευόμεθα, οἷον περὶ τῶν κατ᾽ ἰατρικὴν καὶ χρηματιστικήν, καὶ περὶ κυβερνητικὴν μᾶλλον ἢ γυμναστικήν, ὅσῳ ἧττον διηκρίβωται, καὶ ἔτι περὶ τῶν λοιπῶν ὁμοίως, μᾶλλον δὲ καὶ περὶ τὰς τέχνας ἢ τὰς ἐπιστήμας· μᾶλλον γὰρ περὶ ταύτας διστάζομεν. τὸ βουλεύεσθαι δὲ ἐν τοῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἀδήλοις δὲ πῶς ἀποβήσεται, καὶ ἐν οἷς ἀδιόριστον. συμβούλους δὲ παραλαμβάνομεν εἰς τὰ μεγάλα, ἀπιστοῦντες ἡμῖν αὐτοῖς ὡς οὐχ ἱκανοῖς διαγνῶναι. βουλευόμεθα δ᾽ οὐ περὶ τῶν τελῶν ἀλλὰ περὶ τῶν πρὸς τὰ τέλη. οὔτε γὰρ ἰατρὸς βουλεύεται εἰ ὑγιάσει, οὔτε ῥήτωρ εἰ πείσει, οὔτε πολιτικὸς εἰ εὐνομίαν ποιήσει, οὐδὲ τῶν λοιπῶν οὐδεὶς περὶ τοῦ τέλους· ἀλλὰ θέμενοι τὸ τέλος τὸ πῶς καὶ διὰ τίνων ἔσται σκοποῦσι· καὶ διὰ πλειόνων μὲν φαινομένου γίνεσθαι διὰ τίνος ῥᾷστα καὶ κάλλιστα ἐπισκοποῦσι, δι᾽ ἑνὸς δ᾽ ἐπιτελουμένου πῶς διὰ τούτου ἔσται κἀκεῖνο διὰ τίνος, ἕως ἂν ἔλθωσιν ἐπὶ τὸ πρῶτον αἴτιον, ὃ ἐν τῇ εὑρέσει ἔσχατόν ἐστιν. ὁ γὰρ βουλευόμενος ἔοικε ζητεῖν καὶ ἀναλύειν τὸν εἰρημένον τρόπον ὥσπερ διάγραμμα (φαίνεται δ᾽ ἡ μὲν ζήτησις οὐ πᾶσα εἶναι βούλευσις, οἷον αἱ μαθηματικαί, ἡ δὲ βούλευσις πᾶσα ζήτησις), καὶ τὸ ἔσχατον ἐν τῇ ἀναλύσει πρῶτον εἶναι ἐν τῇ γενέσει. κἂν μὲν ἀδυνάτῳ ἐντύχωσιν, ἀφίστανται, οἷον εἰ χρημάτων δεῖ, ταῦτα δὲ μὴ οἷόν τε πορισθῆναι· ἐὰν δὲ δυνατὸν φαίνηται, ἐγχειροῦσι πράττειν. δυνατὰ δὲ ἃ δι᾽ ἡμῶν γένοιτ᾽ ἄν· τὰ γὰρ διὰ τῶν φίλων δι᾽ ἡμῶν πως ἐστίν· ἡ γὰρ ἀρχὴ ἐν ἡμῖν. ζητεῖται δ᾽ ὁτὲ μὲν τὰ ὄργανα ὁτὲ δ᾽ ἡ χρεία αὐτῶν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ὁτὲ μὲν δι᾽ οὗ ὁτὲ δὲ πῶς ἢ διὰ τίνος. ἔοικε δή, καθάπερ εἴρηται, ἄνθρωπος εἶναι ἀρχὴ τῶν πράξεων· ἡ δὲ βουλὴ περὶ τῶν αὑτῷ πρακτῶν, αἱ δὲ πράξεις ἄλλων ἕνεκα. οὐ γὰρ ἂν εἴη βουλευτὸν τὸ τέλος ἀλλὰ τὰ πρὸς τὰ τέλη· οὐδὲ δὴ τὰ καθ᾽ ἕκαστα,

[1113a] οἷον εἰ ἄρτος τοῦτο ἢ πέπεπται ὡς δεῖ· αἰσθήσεως γὰρ ταῦτα. εἰ δὲ ἀεὶ βουλεύσεται, εἰς ἄπειρον ἥξει.

Βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετόν ἐστιν. παύεται γὰρ ἕκαστος ζητῶν πῶς πράξει, ὅταν εἰς αὑτὸν ἀναγάγῃ τὴν ἀρχήν, καὶ αὑτοῦ εἰς τὸ ἡγούμενον· τοῦτο γὰρ τὸ προαιρούμενον. δῆλον δὲ τοῦτο καὶ ἐκ τῶν ἀρχαίων πολιτειῶν, ἃς Ὅμηρος ἐμιμεῖτο· οἱ γὰρ βασιλεῖς ἃ προείλοντο ἀνήγγελλον τῷ δήμῳ. ὄντος δὲ τοῦ προαιρετοῦ βουλευτοῦ ὀρεκτοῦ τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν, καὶ ἡ προαίρεσις ἂν εἴη βουλευτικὴ ὄρεξις τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν· ἐκ τοῦ βουλεύσασθαι γὰρ κρίναντες ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν. ἡ μὲν οὖν προαίρεσις τύπῳ εἰρήσθω, καὶ περὶ ποῖά ἐστι καὶ ὅτι τῶν πρὸς τὰ τέλη.


***
[3] Αλήθεια, οι άνθρωποι σκέφτονται και διαβουλεύονται για τα πάντα και είναι τα πάντα αντικείμενο τέτοιας διεργασίας, ή μήπως υπάρχουν πράγματα για τα οποία η διεργασία αυτή είναι αδύνατη; (Φυσικά, «αντικείμενο σκέψης και διαβούλευσης» δεν θα ονομάσουμε αυτό για το οποίο θα σκεφτόταν ένας βλάκας ή ένας τρελός, αλλά αυτά για τα οποία θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος.) Λοιπόν: Για τα αιώνια και αμετάβλητα πράγματα δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» ποτέ οι άνθρωποι· δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» π.χ. για το σύμπαν ή για τη διαγώνιο και την πλευρά του τετραγώνου ότι είναι ασύμμετρες. Δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» επίσης για πράγματα που βρίσκονται σε κίνηση και μεταβολή, γίνονται όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο — είτε εξανάγκης είτε εκ φύσεως είτε από κάποια άλλη αιτία· τέτοια είναι π.χ. η περίπτωση των τροπών του ήλιου και της ανατολής των άστρων. Ούτε επίσης για πράγματα που τη μια γίνονται έτσι και την άλλη αλλιώς — για τις ξηρασίες π.χ. και για τις βροχές. Δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» επίσης οι άνθρωποι για πράγματα που έχουν την αρχή τους στην τύχη, όπως είναι π.χ. η εύρεση ενός θησαυρού. Ούτε, επίσης, και για όλα τα ανθρώπινα πράγματα· οι Λακεδαιμόνιοι π.χ. δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» ποτέ για το πώς θα μπορούσαν να κυβερνηθούν με τον καλύτερο τρόπο οι Σκύθες. Γιατί κανένα από όλα αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσε να γίνει με τη δική μας δύναμη.

«Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε», αντίθετα, για πράγματα που εξαρτώνται από τη δική μας δύναμη και που μπορούν να πραγματοποιηθούν: αυτά είναι, στην πραγματικότητα, τα μόνα που έχουν μείνει. Αιτίες, πράγματι, θεωρούνται η φύση, η ανάγκη και η τύχη, και πέρα από αυτές ο νους και καθετί που η πραγματοποίησή του εξαρτάται από τον άνθρωπο. Οι επιμέρους, όμως, κατηγορίες ανθρώπων «σκέφτονται και διαβουλεύονται» γι᾽ αυτά που μπορούν να γίνουν με τις δικές τους δυνάμεις. Στους γνωστικούς κλάδους


[1112b] που εφαρμόζουν μια αυστηρά καθορισμένη διαδικασία και είναι αυτοτελείς δεν χωράει «σκέψη και διαβούλευση», π.χ. στα γράμματα του αλφαβήτου: δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για το πώς πρέπει να γραφούν. Για όσα όμως γίνονται με τις δικές μας δυνάμεις, όχι όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, γι᾽ αυτά ναι, «σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε», π.χ. για θέματα που σχετίζονται με την ιατρική ή με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες· επίσης μάλλον με την τέχνη που κυβερνιέται ένα πλοίο παρά με τη γυμναστική (στον βαθμό που η πρώτη αναπτύχθηκε λιγότερο συστηματικά και με λιγότερη ακρίβεια σε σύγκριση με τη δεύτερη), κ.ο.κ. — κυρίως στις τέχνες παρά στις επιστήμες» γιατί για τις πρώτες έχουμε περισσότερες αμφιβολίες. «Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε» λοιπόν για πράγματα που συμβαίνουν με έναν ορισμένο τρόπο τις περισσότερες φορές, που όμως δεν είναι φανερό ποιά θα είναι η έκβασή τους, και για πράγματα στα οποία υπάρχει αβεβαιότητα και ασάφεια. Στα μεγάλα θέματα καλούμε συμβούλους να μας βοηθήσουν στη διαδικασία της «σκέψης και διαβούλευσης», επειδή δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, θεωρώντας ότι δεν είμαστε σε θέση να ξεκαθαρίσουμε οι ίδιοι τα πράγματα.

Τέλος, «σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε» όχι για τα τέλη, αλλά για τα μέσα που οδηγούν στα τέλη. Κανένας, πράγματι, γιατρός δεν «θέτει υπό σκέψιν» το αν πρέπει να θεραπεύσει, ούτε κανένας ρήτορας το αν πρέπει να πείσει, ούτε κανένας πολιτικός το αν πρέπει να εξασφαλίσει στην πόλη του ευνομία, ούτε, γενικά, κανένας από τους υπόλοιπους «θέτει υπό σκέψιν» το τέλος του. Έχοντας ορίσει το τέλος τους εξετάζουν ύστερα το πώς, με ποιά δηλαδή μέσα θα επιτευχθεί αυτό το τέλος, και αν φανεί ότι το τέλος πετυχαίνεται με περισσότερα μέσα, εξετάζουν να δουν με ποιό από όλα τα μέσα θα επιτευχθεί πιο εύκολα και με τον καλύτερο τρόπο· αν, αντίθετα, το τέλος πετυχαίνεται με ένα μόνο μέσο, τότε εξετάζουν πώς μπορεί το τέλος να επιτευχθεί με αυτό το μέσο, και, πάλι, αυτό το μέσο με τίνων μέσων τη βοήθεια μπορεί να επιτευχθεί, ώσπου να φτάσουν στην πρώτη αιτία, που σ᾽ αυτήν την πορεία της εύρεσης είναι η τελευταία. Γιατί το πρόσωπο που «σκέφτεται» μοιάζει να διερευνά και να αναλύει —με τον τρόπο που περιγράψαμε— ακριβώς όπως θα ανέλυε ένα γεωμετρικό σχήμα (είναι φανερό ότι η κάθε διερεύνηση δεν είναι «σκέψη και διαβούλευση», π.χ. οι μαθηματικές διερευνήσεις, η κάθε όμως «σκέψη και διαβούλευση» είναι διερεύνηση), και ό,τι είναι τελευταίο στη διαδικασία της ανάλυσης φαίνεται να είναι πρώτο στη διαδικασία της πραγματοποίησης. Και αν οι άνθρωποι πέσουν σε πράγματα που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν, εγκαταλείπουν το ψάξιμο, π.χ. αν χρειάζονται χρήματα και αυτά δεν μπορούν να βρεθούν· αν όμως φανεί ότι το πράγμα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, προσπαθούν να το κάνουν. Λέγοντας «πράγματα που είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν» εννοώ πράγματα που μπορούν να γίνουν με τις δικές μας δυνάμεις· γιατί αυτά που γίνονται με τις δυνάμεις των φίλων μας γίνονται, κατά κάποιο τρόπο, με τις δικές μας δυνάμεις: στην πραγματικότητα η αρχή της κίνησης βρίσκεται μέσα σ᾽ εμάς. Αυτό που αναζητούμε είναι άλλοτε τα απαραίτητα εργαλεία και άλλοτε ο τρόπος της χρήσης τους· το ίδιο και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις: άλλοτε αναζητούμε τα μέσα, άλλοτε τον τρόπο της χρήσης τους, άλλοτε με τί βοήθεια φτάνει κανείς στο επιδιωκόμενο τέλος.


Ο άνθρωπος λοιπόν είναι, όπως το είπαμε ήδη, η αρχή των πράξεων. Όσο για τη «σκέψη και διαβούλευση», αυτή αναφέρεται σε όσα το ίδιο το άτομο μπορεί να κάνει, και οι πράξεις γίνονται για σκοπούς έξω από αυτές· γιατί αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» δεν μπορεί, βέβαια, να είναι το τέλος, αλλά μόνο τα μέσα που οδηγούν σ᾽ αυτό. Και, φυσικά, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» τα επιμέρους,


[1113a] π.χ. το αν αυτό είναι ψωμί ή το αν ψήθηκε όπως θα έπρεπε· γιατί αυτά είναι αντικείμενο της αντίληψης μέσω των αισθήσεων. Αν ο άνθρωπος θα έπρεπε συνεχώς να «σκέφτεται», θα έφτανε στο άπειρο.

Το αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» και το αντικείμενο της προαίρεσης είναι το ίδιο, μόνο που το αντικείμενο της προαίρεσης έχει ήδη σαφώς προκριθεί, αφού αντικείμενο της προαίρεσης είναι αυτό που με τη διαδικασία της «σκέψης και διαβούλευσης» έχει κριθεί ότι πρέπει να γίνει. Γιατί ο καθένας παύει να ψάχνει πώς πρέπει να ενεργήσει, μόλις αναγάγει την αρχή της ενέργειας στον εαυτό του, στο οδηγητικό μέρος του εαυτού του· γιατί αυτό είναι που επιλέγει και προτιμάει. Το πράγμα γίνεται φανερό και από τις παλαιές μορφές διακυβέρνησης, που μας τις παρουσίασε ο Όμηρος· οι βασιλιάδες, πράγματι, ανακοίνωναν στον λαό αυτό που είχαν επιλέξει και προτιμήσει οι ίδιοι.


Αν λοιπόν το αντικείμενο της προαίρεσης είναι κάτι που, ύστερα από σκέψη και διαβούλευση, είναι επιθυμητό —με τον όρο, βέβαια, να είναι από τα πράγματα που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη—, τότε και η προαίρεση θα είναι, σκέφτομαι, επιθυμία —ύστερα από σκέψη και διαβούλευση— πραγμάτων που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη. Γιατί από τη στιγμή που, ύστερα από σκέψη και διαβούλευση, κρίναμε τί πρέπει να επιλέξουμε και να προτιμήσουμε, επιθυμούμε πια σύμφωνα με τη σκέψη και τη διαβούλευσή μας.


Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα, σε γενικές γραμμές, είπαμε για την προαίρεση: τί λογής είναι τα πράγματα που αποτελούν το αντικείμενό της και ότι έχει να κάνει με τα μέσα που οδηγούν στα τέλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου