Είναι γνωστά τα οφέλη που απέφερε ο δυτικός πολιτισμός τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια: έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή βαθμό ο πλούτος, τα αποθέματα τροφίμων, οι επιστημονικές γνώσεις, τα καταναλωτικά αγαθά, η ασφάλεια του ατόμου, το προσδόκιμο επιβίωσης και οι δυνατότητες βιοπορισμού. Εκείνο όμως που παραμένει λιγότερο εμφανές και γεννά ερωτήματα είναι το ενδεχόμενο οι εντυπωσιακές αυτές πρόοδοι να συμπορεύονται με μια άνοδο της στάθμης του άγχους που νιώθουν οι κοινοί Δυτικοί πολίτες για τη θέση τους στον κόσμο, με άλλα λόγια μια έμφαση στην ενασχόλησή μας με ερωτήματα όπως τι σημαίνουμε για τους γύρω μας, τι έχουμε πετύχει στη ζωή μας και πόσα χρήματα κερδίζουμε.
Κατά παράδοξο τρόπο, η δραστική μείωση των στερήσεων δεν έχει καταργήσει την αίσθηση ότι στερούμαστε ούτε το φόβο μήπως στερηθούμε – ίσως μάλιστα να τα επιτείνει ολοένα και περισσότερο. Σε πληθυσμούς ολόκληρους που έχουν ευλογηθεί με πλούτη και με δυνατότητες κυριολεκτικά αδιανόητες για τους προγόνους τους, οι οποίοι καλλιεργούσαν την απρόβλεπτη γη της μεσαιωνικής Ευρώπης, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ευχέρεια του ατόμου να αισθάνεται ανεπάρκεια τόσο ως προς αυτό που είναι όσο και ως προς αυτά που κατέχει.
Πάντως, αυτή η αίσθηση της στέρησης δε φαίνεται ίσως τόσο παράξενη, αν τη δούμε με βάση το ψυχικό πλαίσιο στο οποίο αποφασίζουμε τι είναι «επαρκές». Όπως συμβαίνει γενικότερα με τον καθορισμό ορίων, κανείς μας δεν προσδιορίζει μόνος του ποιο είναι το ελάχιστα απαιτούμενο για να αισθάνεται φερ’ ειπείν πλούσιος ή ευυπόληπτος. Όλοι το συνάγουμε αφού πρώτα συγκρίνουμε τη θέση μας με την κατάσταση κάποιων που τους δεχόμαστε ως σημείο αναφοράς, αυτούς που θεωρούμε ίσους με εμάς.
Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε τη θέση μας χωρίς αυτή τη σύγκριση ή με μια σύγκριση ανεπίκαιρη, όπως π.χ. σε σχέση με τη ζωή των προγόνων μας κατά το Μεσαίωνα. Το πόσο ευημερούμε ιστορικά ποσώς μας εντυπωσιάζει. Η μόνη περίπτωση να θεωρήσουμε ότι περνάμε μια χαρά είναι να έχουμε όσα –ή και λίγο περισσότερα- έχουν εκείνοι μαζί με τους οποίους μεγαλώνουμε, εκείνοι με τους οποίους εργαζόμαστε πλάι πλάι, εκείνοι που τους έχουμε για φίλους μας και με τους οποίους ταυτιζόμαστε στην κοινωνική ζωή.
Αν μας έβαζαν να μείνουμε σε μια ετοιμόρροπη τρώγλη και να δεχόμαστε τη βάναυση μεταχείριση κάποιου αριστοκράτη που ζει σ’ ένα ζεστό και στεγανό πύργο, η κατάστασή μας θα κατέληγε να μας φαίνεται φυσιολογική σε περίπτωση που βλέπαμε όλους τους όμοιούς μας να ζουν στις ίδιες συνθήκες μ’ εμάς – που θα ήταν μεν δυσάρεστες, όχι όμως και έδαφος για να ευδοκιμήσει ο φθόνος. Αν, ωστόσο, έχουμε ένα βολικό σπίτι και μια άνετη δουλειά, αλλά μάθουμε στήνοντας απερίσκεπτα το αυτί μας σε κάποια συνάντηση με τους πάλαι ποτέ συμμαθητές μας ότι κάποιοι από αυτούς (που είναι η ισχυρότερη «ομάδα αναφοράς») ζουν τώρα σε σπίτια μεγαλύτερα από το δικό μας, αγορασμένα με τα έσοδα από κάποια πολύ πιο γοητευτική απασχόληση, είναι πιθανόν στο γυρισμό ν’ αρχίσει να μας τυραννάει η αίσθηση ότι η ζωή μας έχει αδικήσει.
Επομένως, το άγχος και η δυσφορία πηγάζουν από μια αίσθηση ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – αίσθηση που προκύπτει όταν εκείνοι τους οποίους θεωρούμε ίσους μας διαθέτουν επιτεύγματα ανώτερα από τα δικά μας. Αν είμαστε μικρόσωμοι και ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν όλοι ίσο ύψος μ’ εμάς, δεν πρόκειται ποτέ να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το μπόι μας.
Αρκεί όμως κάποιοι από την ομάδα να ψηλώσουν ελάχιστα και τότε ρέπουμε ξαφνικά προς μια αίσθηση στενοχώριας, αρχίζουμε να δυσανασχετούμε και να ζηλεύουμε – κι ας μην έχουμε κοντύνει ούτε χιλιοστό εμείς οι ίδιοι.
Με δεδομένες τις μεγάλες ανισότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του φθόνου είναι μάλλον ότι καταφέρνουμε να μη ζηλεύουμε τους πάντες. Η ευημερία πολλών μας αφήνει ατάραχους – αλλά την ίδια στιγμή τα μικρά πλεονεκτήματα κάποιων άλλων μας τριβελίζουν διαρκώς και ανελέητα. Αιτία είναι ότι ζηλεύουμε μόνο εκείνους με τους οποίους νιώθουμε όμοιοι· φθονούμε μόνο τα μέλη της «ομάδας αναφοράς». Γι’ αυτό και ελάχιστες επιτυχίες είναι τόσο ανυπόφορες όσο οι επιτυχίες των στενών φίλων μας.
Κατά παράδοξο τρόπο, η δραστική μείωση των στερήσεων δεν έχει καταργήσει την αίσθηση ότι στερούμαστε ούτε το φόβο μήπως στερηθούμε – ίσως μάλιστα να τα επιτείνει ολοένα και περισσότερο. Σε πληθυσμούς ολόκληρους που έχουν ευλογηθεί με πλούτη και με δυνατότητες κυριολεκτικά αδιανόητες για τους προγόνους τους, οι οποίοι καλλιεργούσαν την απρόβλεπτη γη της μεσαιωνικής Ευρώπης, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ευχέρεια του ατόμου να αισθάνεται ανεπάρκεια τόσο ως προς αυτό που είναι όσο και ως προς αυτά που κατέχει.
Πάντως, αυτή η αίσθηση της στέρησης δε φαίνεται ίσως τόσο παράξενη, αν τη δούμε με βάση το ψυχικό πλαίσιο στο οποίο αποφασίζουμε τι είναι «επαρκές». Όπως συμβαίνει γενικότερα με τον καθορισμό ορίων, κανείς μας δεν προσδιορίζει μόνος του ποιο είναι το ελάχιστα απαιτούμενο για να αισθάνεται φερ’ ειπείν πλούσιος ή ευυπόληπτος. Όλοι το συνάγουμε αφού πρώτα συγκρίνουμε τη θέση μας με την κατάσταση κάποιων που τους δεχόμαστε ως σημείο αναφοράς, αυτούς που θεωρούμε ίσους με εμάς.
Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε τη θέση μας χωρίς αυτή τη σύγκριση ή με μια σύγκριση ανεπίκαιρη, όπως π.χ. σε σχέση με τη ζωή των προγόνων μας κατά το Μεσαίωνα. Το πόσο ευημερούμε ιστορικά ποσώς μας εντυπωσιάζει. Η μόνη περίπτωση να θεωρήσουμε ότι περνάμε μια χαρά είναι να έχουμε όσα –ή και λίγο περισσότερα- έχουν εκείνοι μαζί με τους οποίους μεγαλώνουμε, εκείνοι με τους οποίους εργαζόμαστε πλάι πλάι, εκείνοι που τους έχουμε για φίλους μας και με τους οποίους ταυτιζόμαστε στην κοινωνική ζωή.
Αν μας έβαζαν να μείνουμε σε μια ετοιμόρροπη τρώγλη και να δεχόμαστε τη βάναυση μεταχείριση κάποιου αριστοκράτη που ζει σ’ ένα ζεστό και στεγανό πύργο, η κατάστασή μας θα κατέληγε να μας φαίνεται φυσιολογική σε περίπτωση που βλέπαμε όλους τους όμοιούς μας να ζουν στις ίδιες συνθήκες μ’ εμάς – που θα ήταν μεν δυσάρεστες, όχι όμως και έδαφος για να ευδοκιμήσει ο φθόνος. Αν, ωστόσο, έχουμε ένα βολικό σπίτι και μια άνετη δουλειά, αλλά μάθουμε στήνοντας απερίσκεπτα το αυτί μας σε κάποια συνάντηση με τους πάλαι ποτέ συμμαθητές μας ότι κάποιοι από αυτούς (που είναι η ισχυρότερη «ομάδα αναφοράς») ζουν τώρα σε σπίτια μεγαλύτερα από το δικό μας, αγορασμένα με τα έσοδα από κάποια πολύ πιο γοητευτική απασχόληση, είναι πιθανόν στο γυρισμό ν’ αρχίσει να μας τυραννάει η αίσθηση ότι η ζωή μας έχει αδικήσει.
Επομένως, το άγχος και η δυσφορία πηγάζουν από μια αίσθηση ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – αίσθηση που προκύπτει όταν εκείνοι τους οποίους θεωρούμε ίσους μας διαθέτουν επιτεύγματα ανώτερα από τα δικά μας. Αν είμαστε μικρόσωμοι και ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν όλοι ίσο ύψος μ’ εμάς, δεν πρόκειται ποτέ να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το μπόι μας.
Αρκεί όμως κάποιοι από την ομάδα να ψηλώσουν ελάχιστα και τότε ρέπουμε ξαφνικά προς μια αίσθηση στενοχώριας, αρχίζουμε να δυσανασχετούμε και να ζηλεύουμε – κι ας μην έχουμε κοντύνει ούτε χιλιοστό εμείς οι ίδιοι.
Με δεδομένες τις μεγάλες ανισότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του φθόνου είναι μάλλον ότι καταφέρνουμε να μη ζηλεύουμε τους πάντες. Η ευημερία πολλών μας αφήνει ατάραχους – αλλά την ίδια στιγμή τα μικρά πλεονεκτήματα κάποιων άλλων μας τριβελίζουν διαρκώς και ανελέητα. Αιτία είναι ότι ζηλεύουμε μόνο εκείνους με τους οποίους νιώθουμε όμοιοι· φθονούμε μόνο τα μέλη της «ομάδας αναφοράς». Γι’ αυτό και ελάχιστες επιτυχίες είναι τόσο ανυπόφορες όσο οι επιτυχίες των στενών φίλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου