Η ιστορία της φιλοσοφίας, όπως μας τη μετέφερε η δοξογραφία, τονίζει αδιαλείπτως πόσο οι σοφοί έχαιραν εκτίμησης στον αρχαϊκό κόσμο. Στους ετερόκλητους γνωστούς καταλόγους των επτά σοφών, εκ των οποίων οι περισσότεροι υπήρξαν νομοθέτες, ξεχωρίζουμε τα ονόματα δυο στοχαστών που συνθέτουν ακόμη γενεαλογικούς μύθους θέλοντας να εξηγήσουν τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο: πρόκειται για τον Επιμενίδη και τον Φερεκύδη. Η εμβληματική δε μορφή του Θαλή - που καθιερώθηκε ως ιδρυτής της φιλοσοφίας κατά τους δοξογράφους που είχαν επηρεαστεί από τον Αριστοτέλη - παρουσιάζεται πιο αμφιλεγόμενη. Ορισμένες ρήσεις που του αποδίδονται, κυρίως εκείνη που αναφέρεται στους θεούς ως πανταχού παρόντα όντα, εγείρουν υποψίες και συνάμα παραπέμπουν στο περιεχόμενο των αρχαϊκών γενεαλογιών. Πράγματι, ο Θαλής, όπως και η πλειοψηφία των σοφών της εποχής του, υπήρξε το πιθανότερο νομοθέτης προτού γίνει γενεαλογιστής ή λόγιος. Με αυτή του την ιδιότητα κατετάγη ανάμεσα στους σοφούς, όπως ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Χίλων (ή Χείλων) ο Λακεδαιμόνιος, ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος, ο Βίας ο Πριηνεύς, ο Μύσων ο Χηνεύς κ.ά., ή ο Περίανδρος ο Κορίνθιος, ο Ανάχαρσις, ο Επιμενίδης και ο Φερεκύδης. Ορισμένοι αρχαίοι είχαν υποστηρίξει ότι οι επτά σοφοί δεν ήταν φιλόσοφοι ούτε καν πραγματικοί σοφοί. Υπήρξαν απλώς συνετοί άνθρωποι και νομοθέτες. Πρόκειται όμως για μια αναδρομική και ύστερη θεώρηση της αρχαϊκής πραγματικότητας, η οποία καθιερώθηκε με τη συνειδητοποίηση - κυρίως από την αριστοτελική Σχολή - ότι η σοφία και η φιλοσοφία είναι υψηλών απαιτήσεων δραστηριότητες, που προϋποθέτουν την εγκαθίδρυση μιας επιστήμης. Γι’ αυτόν τον λόγο, εκτός ίσως από τον Θαλή, οι υπόλοιποι σοφοί είχαν αναγνωριστεί ως νομοθέτες. Η παρατήρηση αυτή υπερτονίζει τη σημασία της πολιτικής σκέψης στην έλευση της σοφίας και της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, όπως είδαμε να συμβαίνει και στην κριτική που ασκεί ο Ησίοδος στην πολιτική εξουσία σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα. Η εν λόγω διαπίστωση δείχνει ακόμη ότι οι σκέψεις σχετικά με τον κόσμο εντάσσονται στην πορεία των θεογονιών και των κοσμογονιών, των οποίων ο γενεαλογικός χαρακτήρας συνεχίστηκε επί μακρόν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, κατά κύριο λόγο μέσω της ελληνικής νεοπλατωνικής θεολογίας. Θα εξετάσουμε σύντομα με ποιες αποκλίσεις από τη συνήθη κοσμοθεογονία οι σοφοί (οι Ίωνες στοχαστές και οι επίγονοί τους) και οι φιλόσοφοι (οι πυθαγόρειοι και οι συνεχιστές τους) ανέτρεψαν την αρχαϊκή γενεαλογική πρακτική. Ας ξεκινήσουμε όμως ρίχνοντας μια ματιά στην πολύτροπη δραστηριότητα των σοφών.
Όσο υπερβολική και αν ακούγεται, δεν είναι τυχαία η διατύπωση σύμφωνα με την οποία οι σοφοί δεν ήταν παρά νομοθέτες. Η παρανόηση που προκύπτει από την εν λόγω διαβεβαίωση οφείλεται στο ότι πίσω από τον όρο «σοφός» φανταζόμαστε εν γένει μια ανώτατη, θεωρητική σοφία, ενώ την εποχή της διατύπωσής του σήμαινε μια πολύτροπη σοφία, πρακτική όσο και θεωρητική, την οποία συναντάμε επίσης στον αντίστοιχο όρο «σοφιστής». Έχουμε να κάνουμε με ένα κοινό χαρακτηριστικό που διακρίνει κάποια εξέχοντα πρόσωπα του αρχαϊκού κόσμου και εκτείνεται μέχρι τους σοφιστές. Οι όροι αυτοί αφορούσαν σε κάθε δραστηριότητα για την οποία απαιτούνταν κάποια γνώση - από τις αγροτικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες μέχρι τις παρατηρήσεις σχετικά με τα εκάστοτε φαινόμενα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικοπολιτικών. Κατ’ αυτή την έννοια λέμε ότι ο Θαλής ασχολήθηκε παράλληλα με ζητήματα πολιτικής και εμπορίου, μαθηματικών και φυσικής (το Σύμπαν και η φύση γενικά) -θέματα ήδη παρόντα στον Όμηρο, με τρόπο μη συστηματικό- γεγονός που προκρίνει τον εκπαιδευτικό ρόλο του έργου που επιβίωσε υπό το όνομά του. Πρόσφατα, επιπλέον, ανακαλύφθηκε μια μαρτυρία του Αρίσταρχου του Σάμιου, σύμφωνα με την οποία ο Θαλής είχε εισηγηθεί μια θεωρία περί ηλιακών εκλείψεων στηριγμένη στη μελέτη των σεληνιακών κύκλων. Αυτή η ευρύτητα πνεύματος δεν αποτελεί επ’ ουδενί εξαίρεση για την αρχαϊκή εποχή, κατά την οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη η τρόπον τινά εγκυκλοπαιδική θεώρηση των πραγμάτων, στον απόηχο της γενεαλογικής πρακτικής των μύθων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Θαλής και οι συνεχιστές του, που συνέδεαν τη μελέτη της φύσης με εκείνη της πολιτικής δράσης, είναι σοφοί ή ελπίζουν να αναγνωριστούν ως τέτοιοι.
Οι σοφοί αυτοί οφείλουν το προνόμιο να εμφανίζονται στον κατάλογο των επιφανέστερων ανδρών της εποχής τους στους θρύλους, με κορυφαίο σε ενδιαφέρον αυτόν του χρυσού τρίποδα. Ο τρίποδας αυτός, σύμβολο της θεοποίησης σύμφωνα με τον δελφικό χρησμό, θρυλείται ότι βρέθηκε από κάποιον ψαρά αφότου είχε συμφωνήσει με κάποιους νέους να αλιεύσει ψάρια για λογαριασμό τους. Η ανάδυση του πολυτίμου αντικειμένου έγινε αφορμή να ξεσπάσει μια διαμάχη, τη διαιτησία της οποίας αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το μαντείο, που τους προστάζει να φέρουν τον τρίποδα ενώπιον του σοφού Θαλή για να γνωμοδοτήσει σχετικά. Ο τελευταίος όμως τους παραπέμπει στον Βία, ο οποίος με τη σειρά του τους στέλνει σε έναν τρίτο σοφό και ούτω καθεξής, μέχρι που ολοκληρώνεται ο κύκλος των επτά σοφών. Ο τρίποδας επανέρχεται στον Θαλή, ο οποίος και αποφασίζει να τον αποθέσει στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έτσι, μαρτυρεί ο θρύλος, σχηματίστηκε η επτάδα των σοφών. Εάν όμως δώσουμε πίστη και σε άλλες πηγές, λόγου χάρη στον Πλούταρχο τον Χαιρωνέα, ιερέα στον ναό των Δελφών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ξακουστό φιλόσοφο της εποχής του, ο αριθμός των σοφών είχε οριστεί στους πέντε και το σύμβολο που τους αντιστοιχούσε ήταν το πέμπτο γράμμα της αλφαβήτου, το έψιλον. Ο Πλούταρχος αφιέρωσε στο αινιγματικό έψιλον ένα φημισμένο κείμενο, το οποίο τιτλοφορείται Το έψιλον των Δελφών.
Όποια και αν είναι η αξία αυτών των θρύλων, όπου ο συμβολικός χαρακτήρας που αποδίδεται στους αριθμούς «πέντε» και «επτά» μπορεί να σχετίζεται με την «προπαγάνδα» του ιερού τόπου, φανερώνει την ανάδυση ενός νέου κόσμου όπου ακριβώς το δελφικό ιερό καθίσταται κέντρο της διάδοσης του αρχαίου πολιτισμού κατά την εποχή της γένεσης της φιλοσοφίας. Οι δεσμοί των σοφών με τους Δελφούς, τόπο λατρείας του Απόλλωνα και του Διόνυσου στην αρχή (προοδευτικά επικράτησε η λατρεία του Απόλλωνα), αντανακλώνται καθαρά στον τύπο των επιταγών που συνδέονταν με το ιερό και που απαντώνται εξίσου στην ιδεολογία των σοφών, ενώ συχνά συνάδουν με τη μεταγενέστερη ελληνική σοφία που υιοθέτησε τη μορφή τους και παράλλαξε το περιεχόμενό τους. Πρόκειται κυρίως για το περιώνυμο «γνώθι σαυτόν» και το λιγότερο δημοφιλές «μηδέν άγαν». Παρόμοια ίχνη βρίσκουμε επίσης στη μεσαιωνική θεολογία, τα οποία μάλιστα για ορισμένους θεολόγους, όπως ο Βερνάρδος του Κλερβό, ανάχθηκαν σε κανόνα ζωής. Ο Σωκράτης, που κατέστησε αθάνατο το πρώτο από τα εν λόγω διδάγματα, χαρακτηρίστηκε από το μαντείο ως ο σοφότερος των Ελλήνων, ύστερα από ερώτηση που έθεσε ο φίλος του Χαιρεφών στην Πυθία, ενώ ο Σωκράτης συμβούλεψε τον Ξενοφώντα να ρωτήσει το μαντείο προτού ξεκινήσει την εκστρατεία των Μυρίων. Με τον Πλάτωνα οι Δελφοί εμφανίζονται στις φιλοσοφικές αναφορές ως «ομφαλός της γης για να κατευθύνει το ανθρώπινο γένος», ενώ ο μαθητής του, Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς (1ος αιώνας μ.Χ., ανήκει στο ρεύμα του μέσου πλατωνισμού) ήταν ιερέας στο ιερό των Δελφών. Εν ολίγοις, το ζήτημα της σοφίας βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας του ιερού των Δελφών, που εγκαινιάστηκε πολλά χρόνια πριν, σύμφωνα με τις ανασκαφές που οδηγούν μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή και τις αναφορές στον ίδιο τον Ησίοδο, γηγενή ποιητή, που είχε θέσει μυθικά τη θεμελίωση των Δελφών στη νίκη του Δία έναντι των Γιγάντων και στην τοποθέτηση από τον ίδιο μιας αναμνηστικής πέτρας στους Δελφούς. Ανάμεσα στη θεία και ανθρώπινη (θέμις και δίκη) δικαιοσύνη, της οποίας υπερμάχεται ο Ησίοδος αναζητώντας το μέτρο, και στη δικαιοσύνη που εγκλείει το δίδαγμα «μηδέν άγαν» υπάρχει μια πραγματική διαδοχή, ενώ στη σημασία που τις χωρίζει περικλείεται η ανάδυση ενός νέου κόσμου όπου θεμελιώνεται ο λόγος των σοφών.
Πράγματι, αποσκοπώντας στο μέτρο και αποφεύγοντας την ύβρη, οι σοφοί δεν ταυτίζονται απαραίτητα με κάποια θεολογική αναφορά ανάλογη με την ησιοδική, που αναπτύχθηκε σε συνάρτηση με τους θείους νόμους, αλλά αναφέρονται περισσότερο σε μια δικαιοσύνη και ένα μέτρο εγγύτερα στον νέο πολιτικό κόσμο που σχηματίζεται στα τέλη του 7ου αιώνα. Και νωρίτερα ήδη, οι απολλώνειες αναφορές των Ελλήνων καταδείκνυαν μια πολιτικο-θρησκευτική σχέση. Οι Δελφοί και η Δήλος, και άρα εξίσου οι πυθικές και δήλιες απολλώνειες παραδόσεις, συνιστοΰσαν σημείο αναφοράς για την ενότητα των πόλεων: οι Δελφοί κάλυπταν τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και η Δήλος της αιγαιοπελαγίτικης και των μικρασιατικών παραλίων. Με την πάροδο του χρόνου η διάσταση αυτή αμβλύνεται προς όφελος μιας ευρύτερης ενότητας με επίκεντρο τους Δελφούς, χάρη κυρίως στην κατάκτηση της Ιωνίας από τον Κύρο. Ο Ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα απηχεί τρόπον τινά τον συμφυρμό των δύο απολλώνειων παραδόσεων, γεγονός που προκρίνει την πανελλήνια διάσταση του πολιτισμού. Οι Δελφοί αναπαριστούσαν, από θρησκευτική σκοπιά, το ιδεολογικό σημείο αναφοράς της νεότοκης αυτής πολιτισμικής πραγματικότητας. Η εξύμνηση των σοφών-νομοθετών, προεξαρχουσών μορφών του πολιτισμού των ελληνικών πόλεων σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Μιλήτου στα ιωνικά παράλια, αντανακλά την πολιτισμική ενότητα που συσπειρώνεται γύρω από τον θεϊκό τρίποδα. Αφότου λοιπόν κατέστη τόπος πολιτισμικής ομόνοιας, όπου οι σοφοί συγκροτούσαν έναν κύκλο πολιτικής και πολιτιστικής συσπείρωσης, η πόλη των Δελφών ανάχθηκε σε λαμπρό κέντρο που φωτοδοτούσε τις εκάστοτε εξέχουσες, παγκόσμιας αίγλης πολιτείες της εποχής. Ταυτιζόμενοι, για την ακρίβεια, με τους νομοθέτες της κάθε πολιτείας, οι σοφοί εξανθρώπιζαν τη νόμιμη τάξη, μια και ενεργούσαν κατά τον τρόπο της Θέμιδας, που νομοθετεί υπέρ της θεϊκής κοινωνίας, ενώ στο εξής δεν συνιστά για τις πολιτείες παρά ένα ρυθμιστικό σημείο αναφοράς για τους νομοθέτες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο θρύλος του τριπόδου θα μπορούσε να σημαίνει ότι η διασπορά των σοφών μέσα στις διάφορες πόλεις υποτάσσεται εξίσου στον νόμο της κυκλικότητας και σε μια κοινή αναφορά σε ένα φωτοφόρο -όπως και ο ίδιος ο Απόλλων- πνευματικό κέντρο. Η ετερότητα των πόλεων, που συχνά υπάκουαν σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα, δεν απαγόρευε κάποια σύγκλιση που σχημάτιζε έναν κοινό κόσμο μεταξύ τους, υπό την πολιτισμική αιγίδα των Δελφών.
Κατά συνέπεια, η γέννηση της σοφίας, που προϋπέθετε την αναζήτηση του μέτρου και της δικαιοσύνης στα πάντα, εμβαθύνοντας αρχικά στη γενεαλογική πνευματική παράδοση των εμπνευσμένων ποιητών από τις Μούσες (οι οποίες μητρόθεν ανήκουν στο απολλώνειο πάνθεον), δεν καταστρατηγούσε τον σεβασμό προς τους θείους νόμους, τους οποίους διαχειριζόταν το μαντείο. Η επίγεια αυτή συσπείρωση της λατρείας γύρω από πολιτείες οι οποίες θέτουν τους νόμους τους βάσει αστάθμητων ανθρώπινων αποφάσεων παραλλάσσει αισθητά τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και άρα με τους θεούς που ανήκουν σε αυτόν. Η θεοκρατική εξουσία (των μυκηναϊκών χρόνων) καθίσταται εφεξής αδύνατη. Οι ιστορικές ανατροπές που είχαν υποσκάψει το οικοδόμημά της ύστερα από τις δωρικές επελάσεις είχαν προαγάγει μια κοινωνία βασιλέων-πολεμιστών (τον κόσμο που περιγράφουν ο Όμηρος και ο Ησίοδος), τον οποίο μετέβαλλε η οικονομική και κοινωνικοπολιτική άνθηση, τείνοντας προς τον σταδιακό εκδημοκρατισμό των πόλεων. Αναδυόταν προοδευτικά μια νέα ηθική, η οποία προσέδιδε στον άνθρωπο μεγαλύτερη ευθύνη ως προς τις ανθρώπινες υποθέσεις. Η τελευταία δεν εδραζόταν αποκλειστικά στην εργασία, όπως πίστευε ο Ησίοδος, μια και η εργασία δεν αντεπεξέρχεται πάντοτε στις προσταγές της φύσης και της ανθρώπινης απληστίας - των οικογενειών που είχαν ήδη μοιραστεί την εύφορη γη, των ευπατριδών εκείνων που συνταύτιζαν τον πλούτο με τη γενεαλογική παράδοση. Το στοιχείο αυτό είναι κομβικό όσον αφορά στην πορεία της Αθήνας προς τη δημοκρατία, χάρη στη δράση του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Το πρόβλημα όμως είναι γενικότερο- αποτολμώ να ισχυριστώ πως άπτεται της διεθνοποίησης του δελφικού κέντρου.
Πιο απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη ηθική του μέτρου, την οποία ως νομοθέτες υπερασπίζονταν οι επτά σοφοί, καθιερωνόταν εν είδει σημείου αναφοράς για τη ρύθμιση ενός συνόλου ανθρωπίνων σχέσεων, τόσο στο εσωτερικό κάθε πολιτείας όσο και στα ταξίδια, σε μια εποχή κατά την οποία ο αποικισμός διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο για το μέλλον των ελληνικών πόλεων. Κατά τον 6ο αιώνα ευάριθμες πόλεις του ανατολικού μεσογειακού κόσμου (από τη Νότια Ιταλία ως τον Εύξεινο Πόντο) συνήθιζαν να στέλνουν προσφορές στο ιερό, ενώ οι ξένοι ηγεμόνες προσέφευγαν στο μαντείο για να πάρουν συμβουλές. Τον ενισχυμένο (χάρη στην αμφισημία των πυθικών απαντήσεων) πολιτικό ρόλο του δελφικού μαντείου επιτείνουν και οι δεσμοί που εξασφάλιζε ο πύθιος Απόλλων αλλά και ο Διόνυσος με τους ποιητές. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και άλλοι αποτελούσαν μέρος της πνευματικής κληρονομιάς των Δελφών, όπου ο Απόλλων, σύμφωνα με τον μύθο, διηύθυνε τις χορείες των Μουσών. Το διπλό αυτό, πολιτικό και πολιτιστικό, άνοιγμα μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο οι σοφοί, οι νεότοκες μορφές του ελληνικού πολιτισμού, ποιητές ή μη, ανακατέλαβαν το επίκεντρο, είτε, αν προτιμάτε, επικέντρωσαν τη δόξα τους (το κλέος και τη δόξα) γύρω από τη δελφική ιδεολογία που τροφοδότησαν οι ίδιοι με τις συνεχείς αναφορές τους σε αυτήν. Ο εξανθρωπισμός, σε αυτόν τον τόπο, της θρησκείας με πυρήνα τη μορφή της πυθίας -ευεπίφορης σε μια σχεδόν μυστικιστική μεσολάβηση και λιγότερο στη γνώση- και των «προφητών» που εξασφάλιζαν τη γραπτή σύνταξη των χρησμών, είχε φωτίσει την όψη των σπουδαίων θρησκευτικών μορφών του παρελθόντος, τους μάντεις. Οι τελευταίοι έχασαν σταδιακά τη θεσπισμένη εξουσία τους και δεν ήταν πια παρά ένα εξάρτημα ενός σημαντικά πολυπλοκότερου μηχανισμού μέσα στη νέα οργάνωση του κόσμου.
Οι Δελφοί λοιπόν, με την παγκόσμια αίγλη τους, έδιναν το προβάδισμα στην τοπολογία συγκριτικά με την πολύμορφη γενεαλογία και τον χρησμοδοτικό λόγο, που μαζί με τον ποιητικό ήταν οι μόνοι οι οποίοι άρθρωναν τα πράγματα που ήταν, είναι και θα είναι. Συγκεντρώνοντας τα επιμέρους κέντρα αποφάσεων γύρω από έναν ακτινοβόλο λόγο αναφοράς, η αναζήτηση της ενότητας, του Ενός από το οποίο πήγαζε ο κόσμος, μπορούσε να γίνει ένας τόπος σκέψης για να διαφωτίσει τη νέα σχέση που αποκτούσε ο άνθρωπος εκείνης της εποχής με τον κόσμο. Η πολυσημία της σοφίας δεν ήταν πλέον δυνατόν να σημαίνει μια διάχυτη πολυμάθεια, όπως εκείνη που είχε φέρει στο φως το ομηρικό έργο, χωρίς να δικαιολογεί τη νομιμότητά της. Η εγκυκλοπαιδική γνώση έπαψε να δηλώνει την ευρυμάθεια επί παντός επιστητού, έναν λόγο που αποφαίνεται απερίσκεπτα για το καθετί- αντιθέτως, εξέφραζε την αφθονία ενός κόσμου με αφετηρία μια θεμελιώδη ενότητα. Ακριβώς εδώ έγκειται η δύναμη της σκέψης που διέπει τη νέα αυτή σοφία.
Έτσι, η πολιτισμική σύζευξη ανάμεσα στους Δελφούς -σημείο όπου ο τόπος (χώρος, τόπος) υπερέχει της συγγένειας (γένος)- και τον λόγο των σοφών οδήγησε σε μια καινούργια μυθολογική πρακτική, λιγότερο επικεντρωμένη στους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις και περισσότερο ικανή να εναρμονίσει τα αντίθετα μέρη μέσω του διφορούμενου που πάσχιζε να αντικαταστήσει την αμφισημία της αρχαϊκής λογικής. Από τη σκοπιά της μυθολογικής πρακτικής, απέχει ήδη παρασάγγας από τις ησιοδικές γενεαλογίες και ενδεχομένως προσεγγίζει περισσότερο τις ορφικές γενεαλογίες. Ανάμεσα στο μυθικό Αυγό, που δημιουργεί την ποικιλότητα μέσα στην ενότητα, και τον ομφαλό, που συνενώνει την πολιτισμική ποικιλομορφία μέσα στην ενότητα, διαπλέκονται δεσμοί αινιγματικά ομόλογοι: αρχικά αντανακλώνται στη γέννηση του Φάνη, θεού του φωτός και της ορατότητας, και καταλήγουν στη γενεαλογία κατά την οποία ο Απόλλων και ο Διόνυσος δεν είναι ξένοι μεταξύ τους, ενώ παράλληλα η μορφή του Πρωτότοκου εστιάζει όλη τη λαμπρότητα, σαν να ήταν ο ίδιος ο φωτοδότης του κόσμου Ήλιος. Θα δούμε ότι ο Πλάτων, οπαδός του πύθιου Απόλλωνα, δεν παρέλειψε να εντοπίσει εκεί ακριβώς τα θεμέλια του συστήματος του, θεωρώντας τον ορατό Ήλιο κύημα (έκγονον) του αοράτου Αγαθού, ιδρυτική ενότητα του παντός. Υπάρχουν αναμφίβολα και συγγενικές αλληλουχίες για όλα τα παραπάνω, η δυσκολία όμως έγκειται στην καταγραφή και την κατανόησή τους.
Όπως και να έχει, οι παραπάνω παρατηρήσεις καταδεικνύουν επαρκώς ότι η δελφική αναφορά σκιαγραφεί μια ιδεολογία ήδη σημαντικά αποκομμένη από εκείνη που καταγράφει ο Ησίοδος· διαμέσου της ορφικής γενεαλογικής πρακτικής, ξανοίγεται προς μια νέα ιδεολογική αίρεση, αναντίρρητα πιο ανθρωπιστική, την οποία αντιπροσωπεύουν οι σοφοί. Μια άλλη γενιά στοχαστών ωστόσο, ζηλωτές των θεών και κυρίως του Δία (κομβικού σημείου αναφοράς του ορφισμού), του Απόλλωνα και των Μουσών (κεντρικών σημείων αναφοράς της δελφικής παράδοσης), εκπροσωπείται από τη μορφή του Πυθαγόρα, ο οποίος αρνείται τον χαρακτηρισμό «σοφός» έναντι του «φιλόσοφος», με το δικαιολογητικό ότι μονάχα οι θεοί είναι σοφοί και, επομένως, οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσβλέπουν στη σοφία.
Ανακαλύπτουμε, εν ολίγοις, τους βασικούς άξονες του νέου πολιτισμικού πλαισίου που διαγράφεται στην εποχή της γένεσης της φιλοσοφίας· τότε η ανάδυση ενός είδους εξανθρωπισμού του κόσμου γύρω από το ιερό των Δελφών και η τροποποίηση της γενεαλογίας της βίας σε γενεαλογία της αρμονίας οδήγησαν πάραυτα σε μια έριδα. Η τελευταία διαφέρει από εκείνη που ο Ησίοδος κατονόμαζε διπλή έριδα, την κακή που γεννά άσκοπες διαμάχες και την καλή που ωθεί στην εργατικότητα. Η συγκεκριμένη διαμάχη αφορά στην υπόσταση του επιφανέστερου, της ίδιας της φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας, που είχε αναμιχθεί στην τυραννία του Πολυκράτη στην πατρίδα του τη Σάμο, έγινε με τη σειρά του νομοθέτης και μεταρρυθμιστής στις ελληνικές πολιτείες της Κάτω Ιταλίας (Κρότων) όπου μετανάστευσε. Η «σοφία» όμως της οποίας υπεραμύνονταν ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του ενθάρρυνε τη διάκριση μεταξύ της αριστοκρατίας -η οποία είχε συγκροτηθεί ως σέκτα επί τη βάσει θρησκευτικών και ηθικών αρχών- και του ευρύτερου πληθυσμού που υποχρεωνόταν να υπακούει δεδομένου του κοινωνικού του επιπέδου (αγρότες, χειροτέχνες, έμποροι κ.ά.) και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της φιλοσοφίας. Καθώς εδραιώθηκε αποσχιζόμενη από τη σοφία των σοφών, η οποία στηριζόταν στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας, η νεότοκη σοφία διαμορφώνει την άποψη ότι η πολιτική δράση οφείλει να υποτάσσεται σε μια γνώση, η οποία με τη σειρά της υπακούει στη θεϊκή σοφία. Από όπου και η σκοπιμότητα να κατανοήσουμε την πρωτοτυπία της πολιτικής δραστηριότητας των σοφών, ανθρώπων της δράσης που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους, αποφεύγοντας ωστόσο να δυσαρεστήσουν τους θεούς. Αποπειράθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του και σύμφωνα με το εκάστοτε γεωπολιτικό πλαίσιο, να διασφαλίσουν μια σχετική αυτονομία της ανθρώπινης έναντι της θείας σοφίας, με σκοπό να ελαφρύνουν το φορτίο των αδυνάτων (εν προκειμένω του ανθρώπου) δίχως να πλήξουν τους δυνατούς (εν προκειμένω τους ευπατρίδες και τους θεούς). Η εν λόγω αυτονομία εφαρμόστηκε σε μια κοινωνία όπου όσο περισσότερο υποδουλώνονταν οι φτωχοί τόσο πλούτιζαν οι πλούσιοι. Παίρνοντας ως πρότυπο τον Σόλωνα, μπορούμε εύκολα να διασαφηνίσουμε τα παραπάνω.
ΣΟΛΩΝ
Εμβληματική μορφή ενός νέου κόσμου του οποίου οι ιδέες αποπνέουν πάντοτε μια παράξενη επικαιρότητα, ο Σόλων (640-560 περίπου) σφραγίζει την εποχή του, παρόλο που η δόξα του εδραιώνεται ουσιαστικά αναδρομικά, έναν αιώνα αργότερα, όταν με την έλευση της δημοκρατίας η Αθήνα, η πολιτεία του, αναδεικνύεται σε μοναδικό πολιτικό κέντρο. Στα χρόνια του όμως η σοφία των σοφών είχε ήδη χαράξει την πορεία της και οι Ίωνες σοφοί ήταν εκείνοι που έδρεπαν τις δάφνες της ιστορίας: η αίγλη των πόλεών τους απλωνόταν μέχρι τη Βαβυλώνα, ενώ οι ίδιοι κατάφεραν να προαγάγουν σειρά στοχαστών, πράγμα σαφώς αδύνατον να συμβεί στην Αθήνα, που ταλανιζόταν από πολιτικά προβλήματα. Βεβαίως, οι ανάλογες ενασχολήσεις συντέλεσαν ώστε η Αθήνα να διαπλάσει μια γενιά εξαίρετων πολιτικών ανδρών. Οι πρώτοι ωστόσο που καλλιέργησαν τη φιλοσοφία στην Αθήνα δεν ήταν γηγενείς αλλά επήλυδες σοφοί - ανάμεσά τους και δύο από τους επιφανέστερους της εποχής, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές και ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα. Με τον Σωκράτη, και κυρίως με τον Πλάτωνα, στη διάρκεια μιας από τις οξύτερες κρίσεις του, το λίκνο της δημοκρατίας θα αφήσει εντέλει να αναδειχθούν γηγενείς φιλόσοφοι, οι οποίοι θα φέρουν στο επίκεντρο της σκέψης τους τη θεία (αυτόχθονα) Πρόνοια και τον Ουρανό, και δη έναν υπερουράνιο κόσμο.
Κατά πάσα πιθανότητα ο Σόλων ανασχημάτισε τους αθηναϊκούς νόμους γύρω στο 594. Ο Αριστοτέλης μάς πληροφορεί ότι ένας περιορισμένος αριθμός ιδιοκτητών κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της αττικής γης, και ότι οι καλλιεργητές και οι οικογένειές τους υπέμεναν ένα καθεστώς υποδούλωσης, ορισμένοι μάλιστα από αυτούς πωλούνταν στα ξένα στην περίπτωση που αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φόρους και τα χρέη τους. Ύστερα από τον αποικισμό που πραγματοποίησαν οι ελληνικές πόλεις, η εξόντωση των καλλιεργητών ολοκληρώθηκε με το εξωτερικό εμπόριο και την εισαγωγή προϊόντων, παράγοντες που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Έτσι, οι νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες κατέστησαν ασταθή την εργασία, προδίδοντας την απαντοχή του Ησιόδου, ο οποίος είχε εσπευσμένα πιστέψει ότι η εργασία ήταν ικανή να περιορίσει τις φυσικές καταστροφές καθώς και να ουδετεροποιήσει την εξουσία των βασιλέων και των πλουσίων, των απειλητικών αυτών «δωροφάγων».
Γνωρίζουμε ότι την ίδια εποχή τον Άρειο Πάγο της Αθήνας συγκροτούσαν ευπατρίδες, δηλαδή πολίτες καταγόμενοι από παλιές, παραδοσιακές (με ένδοξο γενεαλογικό παρελθόν) και εύπορες οικογένειες, οι οποίες μεριμνούσαν για τη διατήρηση των συμφερόντων τους. Η πολιτική τους, που ευνοούσε τις κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους πένητες, είχε δηλητηριαστεί από την αδηφαγία των γειτόνων τους, κυρίως των Μεγαρέων, που έλεγχαν το Θριάσιο Πεδίο. Με τον πόλεμο μεταξύ Αθηνών και Μεγάρων για τον έλεγχο της Σαλαμίνας και έπειτα από τη νίκη των Αθηναίων (612), ο Σόλων κατέλαβε την εξουσία με την εύνοια του λαού, που επιδίωκε μια αγροτική μεταρρύθμιση με βάση την ίση κατανομή των γαιών (ισομοιρία). Ο Σόλων γνώριζε ότι μια τέτοια αντίδραση θα προκαλούσε την αντίδραση της τάξης των ευπατριδών, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, και ότι η εφαρμογή μιας ανάλογης πολιτικής θα απαιτούσε τη χρήση βίας και την επιβολή μιας τυραννίας. Για να αντεπεξέλθει υιοθέτησε μια μετριοπαθέστερη στάση: περιορίστηκε στην άρση των υποθηκών και την παραγραφή των χρεών ή -όπως έλεγε ο ίδιος ποιητικότερα και σε ηπιότερο τόνο- την «απόσειση άχθους» (σεισάχθεια). Παράλληλα έθεσε όρια στον πλούτο που καταστρατηγεί το μέτρο άπαξ και γίνεται αυτοσκοπός και οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα μόνιμο αίσθημα ανικανοποίητου (fr. 6). Για να το επιτύχει, δημοσίευσε έναν νόμο που απαγόρευε τον δανεισμό χρημάτων με εγγύηση το πρόσωπο του οφειλέτη. Για να παταχθεί όμως ακριβοδίκαια η πλεονεξία, για να μην υποθάλψει δηλαδή την υπερβολή των θυμάτων επιβάλλοντας στους θύτες μια τιμωρία βλαπτική για την «αξιοπρέπεια» τους, με τον συνακόλουθο κίνδυνο να προκληθούν αντιδράσεις που θα έπλητταν τις μεταρρυθμίσεις, ο Σόλων εφάρμοσε την αρχή του «ορθού μέτρου», σύμφωνα προς τη δελφική εντολή «μηδέν άγαν». Έτσι δικαιολόγησε και τη δική του αναποφασιστικότητα και μεταστροφή, τη στιγμή που μπορούσε να στηρίξει μια αγροτική μεταρρύθμιση η οποία θα ανέτρεπε ριζικότερα τα δεδομένα της οικονομίας. Έχουμε πια απομακρυνθεί από την ησιοδική ηθική που υποστήριζε ότι η εργασία αρκούσε για να δικαιώσει το μέτρο και τη δικαιοσύνη.
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για να διασαφηνιστεί εάν ο Σόλων υπήρξε πραγματικός μεταρρυθμιστής ή συντηρητικός νομοθέτης. Οι δισταγμοί του ερμηνεύτηκαν μάλιστα ως αδυναμία, ως λιποψυχία. Ως καλός ευπατρίδης, φυσικά, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας και έδειξε να παίζει το παιχνίδι που του υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη. Με αυτή τη στάση όμως δεν απέφυγε απλώς, όπως υποστήριζε, την εγκαθίδρυση της τυραννίας -αντίθετα με τον Πεισίστρατο- αλλά και κατέστησε δυνατή μια καθοριστική για το μέλλον μεταρρύθμιση. Αυτός ο πολιτικός πραγματισμός άνοιξε τον δρόμο για τη μεταγενέστερη έλευση της αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο ισιοριακός χαρακτήρας των ενεργειών του είναι αδιαμφισβήτητος, μιας και στάθηκε ταγός έως και για το σημερινό μας πεπρωμένο. Και αυτό επειδή οι δημοκρατικές μας κοινωνίες, όσο περνάει ο καιρός, ακολουθούν κατά πόδας ανάλογες πρακτικές, αναζητώντας αδιάκοπα τη συναίνεση και τον συμβιβασμό ανάμεσα στα αντιτιθέμενα μέλη, συχνά ανεξάρτητα από ανώτερες ηθικές αρχές, ή ακόμη επειδή κατά γενική ομολογία οι νόμοι του Σόλωνα συνέβαλαν στην ιστορία της πολιτικής δημοκρατίας. Πάνω από όλα όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Αθηναίος αυτός σοφός (ή φρόνιμος, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης) χειρίστηκε την ιστορία σε μια ευνοϊκή στιγμή (καιρό) έγινε το πρότυπο μιας ηθικής των σοφών, η οποία υποσκέλισε την ηθική της βίας και της δόξας του ηρωικού θανάτου. Ο χειρισμός αυτός κατέστησε δυνατή τη δημοκρατική ιστορικότητα με μια πράξη που έδωσε τέλος στην αναπαραγωγή της ατελεύτητης βίας και ζύγιασε ορθά την απαραίτητη εργασία για την επιβίωση στην επίγεια και την επέκεινα ζωή: απελευθέρωσε τους Αθηναίους από τον ακατάβλητο οικονομικό εξανδραποδισμό, διανοίγοντας έναν χώρο όπου εγγράφηκαν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την έλευση μιας δημοκρατίας. Τούτο επιτεύχθηκε επειδή ο πραγματισμός του Σόλωνα δεν τροφοδοτήθηκε μονάχα από το συμβιβαστικό πνεύμα, αλλά στηρίχθηκε και στη συναίνεση που αναζητήθηκε σε μια σχετική πολιτική θεωρία, η οποία προήγαγε μια ρυθμιστική ιδέα, εν προκειμένω του «ορθού μέτρου» που με τη σειρά της διαπνεόταν από μια υποβόσκουσα μεταφυσική, την οποία αρμόζει να εξετάσουμε για να κατανοήσουμε βαθύτερα την εξέλιξη της πολιτικής σκέψης.
Εδραιώνοντας όμως μια ισορροπία για να επανορθώσει μια αδικία και παράλληλα να αποφύγει κάποια άλλη, ο Σόλων εγκαθιδρύει έναν τύπο ορθού μέτρου, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως εξής: «Στον λαό έδωσα τόσα προνόμια όσα του αρκούν, ούτε του αφαίρεσα κάτι από την αξία του ούτε πρόσθεσα. Και για εκείνους που είχαν δύναμη και θαυμάζονταν για τα πλούτη τους, σκέφτηκα τρόπους για να μην πάθουν κάτι άπρεπο. Με δυνατή ασπίδα προστάτευσα τη μία παράταξη από τις επιθέσεις της άλλης και δεν άφησα καμιά τους να νικήσει άδικα» (fr. 5). Με τις τελευταίες αυτές διαβεβαιώσεις ο Σόλων θέσπισε έναν κανόνα για την πολιτική πρακτική, στο μέτρο που ο πολιτικός οφείλει να είναι κατά κάποιον τρόπο ένας αμερόληπτος διαιτητής· πρέπει να μπορεί να παρεμβαίνει έγκαιρα, όπως και όποτε πρέπει, προκειμένου να διατηρεί μια αυτονομία που εδράζεται σε μια μορφή επιείκειας. Θα δούμε ότι, κατά τον Αριστοτέλη, το να πράττει κανείς όπως αρμόζει απέναντι σε αυτό που αρμόζει, όταν και όπου αρμόζει συνιστά τη θεμελιώδη δομή της πρακτικής σοφίας (φρόνησις). Η τελευταία εκμεταλλεύεται την ευνοϊκή χρονική στιγμή (καιρός) και δη την προσφορότερη για την πράξη χρονική στιγμή (ευκαιρία). Συνεπώς, η στάση του Σόλωνα είναι σαφώς ιστοριακή. Παρουσιάζει μάλιστα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς εφαρμόζεται εξίσου στην παραδοσιακή θρησκεία: παραχωρεί στον άνθρωπο μια αρχή σύμφωνα με την οποία κρίνει τις υποθέσεις του, πέρα από οποιαδήποτε αναφορά στο θείο, χωρίς ωστόσο να ζημιώσει τους θεούς αποκλείοντάς τους από τις κοινές αποφάσεις. Η ολίσθηση στη σχέση του ανθρώπου με τους θεούς δεν πρέπει να υποτιμηθεί, μιας και αναθέτει έναν νέο ρόλο στον άνθρωπο. Ο Σόλων μοιάζει κατά κάποιον τρόπο να εξισώνεται με τον Δία όσον αφορά στις ανθρώπινες υποθέσεις, μεριμνώντας για την ολική πραγματοποίηση των όσων έχουν αποφασιστεί. Για να το επιτύχει, αναγκάζεται να καταφέρει ένα πλήγμα στην εξουσία (κράτος), μια βίαιη πράξη, με σκοπό να εγκαθιδρύσει τη δικαιοσύνη και να διευρύνει τα όρια που χώριζαν τους ανθρώπους. Γι’ αυτόν τον λόγο ανατρέχει σε μια μυθικού τύπου σκέψη (αναφορικά με τη δράση του Δία) την οποία εφαρμόζει σε μια πολιτική σκέψη (βλ. F. Blaise). Η κεντρική θέση την οποία κατέχει ο άνθρωπος, που αναλαμβάνει έναν τομέα σύμφυτο με τον καθαυτό ανθρώπινό του χώρο, είναι ακριβώς το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον «σοφό». Ταυτόχρονα όμως η πράξη αυτή συνάδει προς τη νέα οπτική του κόσμου, όπου ο Δίας αντικατοπτρίζει το επίκεντρο της θεϊκής εξουσίας (ορφισμός), σε σημείο που η Γαία, σύμφωνα με την ποιητική γλώσσα του Σόλωνα, συνδέεται εφεξής με τους Ολύμπιους και όχι πλέον με τους Τιτάνες. Γίνεται, ενώπιον του κυρίαρχου Θεού, το στοιχείο εκείνο που περιχαρακώνει έναν διαφορετικό χώρο τον οποίο αναλαμβάνουν οι άνθρωποι και όπου η πάλη για τη γη γεννά ασταμάτητα συγκρούσεις. Απελευθερώνοντας τους συμπολίτες του από τα όρια που είχε θέσει η βιαιότητα των «δωροφάγων» προκατόχων τους, ο Σόλων επιστρέφει τη γη στα πολιτικά δικαιώματά της, στην παραγωγική της ικανότητα, εφαρμόζοντας το θεϊκό μοντέλο σε έναν κόσμο όπου το θεϊκό δεν έχει πλέον θέση. Εν ολίγοις, «με τη νομοθετική του δράση, ο Σόλων γίνεται ο Ζευς στον χώρο της πόλης, του οποίου έχει την αποκλειστική ευθύνη» (F. Blaise).
Αναγνωρισμένος στην εποχή του ποιητής, που εξυμνεί μάλλον την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την αγάπη παρά τη δόξα των θεών, ο Σόλων κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τον ανθρωπισμό. Αρθρώνει έναν λόγο που πασχίζει να μεταφερθεί στην πράξη, ενώ δεν αποδίδει την αποχαλίνωση των δεινών που μαστίζουν την πόλη στον Δία αλλά στην αφροσύνη (αφραδία) των πολιτών (fr. 4). Θεωρεί, συνεπώς, υπερβολική την αναφορά στη μυθολογία με σκοπό να προβληθεί η εγγύτητα μεταξύ ανθρώπων και θεών σε μια κοινωνία όπου οι «ανθρώπινοι» νόμοι δεν ευνοούν την εγγύτητα ούτε καν μεταξύ των ανθρώπων. Βλέπουμε εδώ να αναδύεται μια νέα σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο: την εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων δεν τη διέπει η εγγύτητα μεταξύ ανθρώπων και θεών μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει. Την οπτική αυτή μέλλει να υιοθετήσει ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης στην Ελλάδα, κυρίως της παράδοσης που δημιούργησαν οι σοφοί, αλλά γρήγορα θα λοξοδρομήσει με τους πυθαγόρειους και θα ανατραπεί από τον Πλάτωνα, που θέτει εκ νέου τον Θεό ως μέτρο των πάντων. Η προοπτική αυτή αποκαθίσταται εν μέρει από τον Αριστοτέλη, μέσα από τη μορφή του φρονίμου, με μοντέλο τον Περικλή, τον μακρινό αυτόν μαθητή του Αθηναίου σοφού. Μετά όμως από τον Αριστοτέλη, η πυθαγορειο-πλατωνική θεώρηση επανέρχεται δριμύτερη και επιρρώνεται κατά τον Μεσαίωνα, τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα (γύρω στο 1277). Τότε ο διαχωρισμός της θεολογικής από τις υπόλοιπες δραστηριότητες που σχετίζονται με τον φυσικό κόσμο εγκαινιάζει μια νέα σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, σύμφωνα με την οποία η πολιτική ενότητα, η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων στο όνομα μιας παγκόσμιας ειρήνης, εκδηλώνεται σιγά-σιγά ανεξάρτητα από την εγγύτητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό.
Πολύ νωρίτερα από την αριστοτελική φρόνηση, ο Σόλων θεωρούσε την αναθεώρηση των νόμων ως τη μόνη οδό εναρμόνισης της πόλης και εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων μερών, ούτως ώστε οι μεν να συνειδητοποιήσουν την καταχρηστική δύναμή τους και οι δε να καταλάβουν ότι με την ίδια τους τη στάση ισχυροποιούν την υποτέλειά τους. Έκτοτε ο όρος «αφροσύνη» δεν δηλώνει μονάχα την ύβρη όσων κατέχουν την εξουσία και ενδίδουν στην αχορτασιά για πλούτη, αλλά και την άγνοια του λαού που διαιωνίζει αυτή την κατάσταση πραγμάτων, αυτού του είδους την εκούσια «υποτέλειά», για την οποία θα μιλήσει αιώνες αργότερα ο Etienne de La Boetie. Η πόλη, υποστηρίζει ο Σόλων, καταρρακώνεται από τους ισχυρούς, ενώ ο λαός, βουτηγμένος στην άγνοιά του, ενδίδει στη επιρροή ενός δεσπότη, μιας και οι άνθρωποι προσελκύονται περισσότερο από τα επιδέξια λόγια παρά από τις πράξεις (fr. 9 και 10). Στον απόηχο των ησιοδικών ρήσεων που αντηχούν κάτω από αυτούς τους λόγους, ο Σόλων εισάγει νέα δεδομένα: δεν εκθειάζει την εργασία πάση θυσία για να ξορκίσει τη «δυστυχία», ούτε όμως και αρκείται στο να πολεμήσει την άγνοια, την οποία θεωρεί συστατική της ανθρώπινης φύσης (fr. 13). Παρατηρεί ότι εν όψει της επέκτασης των ελληνικών πόλεων, που διευρύνει αντίστοιχα το πεδίο της γνώσης και της εμπειρίας, η άγνοια είναι αναπόφευκτη. Απόρροια της αλλαγής των αστικών δομών που επιτείνουν τη φτώχεια και του αποικισμού που μεταθέτει το εργατικό δυναμικό, η επέκταση αυτή αποκαλύπτει ότι η εργασία από μόνη της δεν είναι πανάκεια του κακού- πρέπει επίσης να ελεγχθεί η νέα μορφή αδικίας των πλουσιότερων, μιας και εκείνοι επωφελούνται των καινούργιων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και διευρύνουν τις δραστηριότητές τους πέρα από τα όρια της πόλης. Για να επιτύχει αυτόν τον έλεγχο, ο Σόλων άρχισε να υπαγορεύει νόμους οι οποίοι εγγράφηκαν σε μια κατασκευή από κινητούς πασσάλους στερεωμένους σε έναν κεντρικό άξονα και αναρτήθηκαν στο Πρυτανείο, το οποίο, μαζί με την Εστία, όριζε το κέντρο της πόλης. Ο ίδιος ο Σόλων αποκαλύπτει ότι είχε συγγράψει κοινούς νόμους για τους καλούς και τους κακούς, με σκοπό να επιβάλει την ευθυδικία (fr. 36). Κατά την ίδια όμως περίοδο συναντούμε και άλλες ανάλογες περιπτώσεις μεταξύ Χίου και Μασσαλίας, περνώντας από την Κρήτη. Όσο παράξενο και αν φαίνεται το εν λόγω διάβημα, τροποποιεί καθοριστικά τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, ενδεχομένως επειδή διακρίνει σαφώς τους άγραφους θείους νόμους που διασώζει η μυθολογία και η προφορική παράδοση και τους γραπτούς νόμους που θεσπίζει η πολιτεία. Από μυθολογική σκοπιά, τη διαφορά αυτήν απηχούν δύο καταγωγικές μυθολογικές μορφές: η Θέμις, σημείο αναφοράς των θείων νόμων, και η Δίκη, σημείο αναφοράς των νόμων που κρίνουν τις πράξεις. Όταν η σοφόκλεια τραγωδία φέρνει στο προσκήνιο αυτή την αντινομία, που αντανακλάται στο πρόσωπο της Αντιγόνης, μας θυμίζει ότι οι άγραφοι νόμοι διατηρούσαν ακόμη την αξία τους κατά την κλασική εποχή. Ακόμη και αν το ζήτημα των άγραφων νόμων επανέρχεται στο ζήτημα των φυσικών νόμων, ιδίως από τον Αριστοτέλη και εφεξής, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η μυθολογική τους προέλευση. Ακόμη και ο Θουκυδίδης, όταν θα εκφωνήσει τον περίφημο επιτάφιο του Περικλή, δεν θα υπενθυμίσει αυτή τη διαφορά, που συνιστά μια μόνιμη υπόμνηση της αρχαίας τούτης σχάσης. Στην εξέλιξή της η δημοκρατία δεν έπαψε να προτάσσει τους γραπτούς νόμους που είχε θεσπίσει η πολιτεία, κάνοντας ωστόσο κάποιες μη αγιοποιημένες αναφορές στους άγραφους νόμους που είχε εμφυτεύσει η προφορική παράδοση στις καρδιές των πολιτών. Φυσικό είναι λοιπόν να τονίζουμε, όπως συμβαίνει ολοένα και συχνότερα στις μέρες μας, τη δημοσίευση εκ μέρους του Σόλωνα θεμελιωδών νόμων για τη δημοκρατία, εφόσον παρήγγειλε να γράφουν πάνω σε στήλες προκειμένου να είναι προσβάσιμοι και ορατοί στους Αθηναίους. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα ανιχνεύτηκε η αινιγματική σχέση που συνδέει την απόφαση αυτή του Σόλωνα με την ιδιότητα του ποιητή που συνθέτει στίχους κατά το πρότυπο της προφορικής παράδοσης των προ- κατόχων του. Δηλώνεται έτσι ότι η ποιητική πρακτική του κρύβει μια αμφισημία, η οποία εξηγεί την αντίφαση ανάμεσα στο προφορικό και το γραπτό (βλ. Ν. Loraux). Θεωρώ ότι οι παρατηρήσεις αυτές διαφωτίζουν καταλυτικά τις πολιτισμικές ανατροπές της εποχής.
Το γεγονός ότι οι σολώνειοι νόμοι είχαν επικρατήσει μέσω της γραφής και αναρτηθεί στο κέντρο της πόλης δείχνει τη σημασία που κατείχε ο τόπος για τη δημοκρατική οργάνωση της πόλης. Το γεγονός μάλιστα ότι οι εν λόγω νόμοι είχαν δημοσιευτεί για να περιστείλουν τη δύναμη των ευπατριδών δείχνει ακόμα ότι η τοπολογία σταδιακά υποσκελίζει τη γενεαλογία. Η ιστορική αυτή διαδικασία ολοκληρώνεται με τον Αλκμεωνίδη αριστοκράτη Κλεισθένη, ο οποίος κατάργησε γύρω στο 507 τον αρχαίο οικογενειακό καταμερισμό και τον αντικατέστησε με τη διαίρεση σε δήμους, στους οποίους εντάσσονταν επίσης και οι μέτοικοι, μεταρρύθμιση που αύξησε τον αριθμό των ψηφοφόρων και διέσπειρε τους ευπατρίδες, που στο εξής διασκορπίζονταν σε διάφορους δήμους. Υποτάσσοντας έτσι τη γενεαλογία στην τοπολογία, ο Κλεισθένης ολοκληρώνει μια διαδικασία που ισχυροποιεί την πολιτική δημοκρατία.
Η πολιτική αυτή διάσταση των σολώνειων νόμων δεν πρέπει να συσκοτίζει το μεταφυσικό τους υπόβαθρο, το οποίο μας επιτρέπει να διαφωτίσουμε τη σύνολη δράση των σοφών και άρα τη θεώρησή τους για τα πράγματα, όπως συνάγεται για τους Ίωνες φιλόσοφους. Αρμόζει, επομένως, να επεκταθούμε, αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι οι νόμοι του Σόλωνα πάσχιζαν να απομακρύνουν την αναισχυντία και να πατάξουν την ύβρη (fr. 4) με σκοπό να διασφαλίσουν την ευνομία. Η τελευταία μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ισορροπίας, μιας αρμονίας που πήγαζε από το ορθό μέτρο ανάμεσα στα αντιπαραβαλλόμενα μέλη (βλ. L.-M. L’ Homme-Wery). Η εφαρμογή του σωστού μέτρου σε κάθε περίσταση συνεπαγόταν και την επιβολή μιας δίκαιης κρίσης στον καθένα, τόσο στον σύννομο όσο και στον έκνομο. Πρόκειται εντέλει για τη συναίνεση να εναρμονιστεί η βία με τη δικαιοσύνη. Το υπόβαθρο του σολώνειου πραγματισμού που συνιστά τη σοφία είναι η άσκηση βίας μονάχα για την επίτευξη ενός δίκαιου μοιράσματος και όχι για τη διασφάλιση μιας ιεραρχικής κατανομής των αρμοδιοτήτων και των γαιών. Η σοφία, υποστηρίζει, σχετίζεται με το μέτρο, με ένα αφανές μέτρο το οποίο περιχαράσσει τα όρια κάθε πράγματος. Με άλλα λόγια, μέτρο για τα πράγματα δεν είναι πια ο Δίας, αλλά ο αόρατος εκείνος κανόνας τον οποίο οφείλει να εφαρμόσει ο σοφός ώστε να επέλθει μια ισορροπία ανάμεσα στο «μηδέν άγαν» και αυτό που δύναται να ζημιώσει τον άνθρωπο. Η ενότητα αυτή του μέτρου, που πάντοτε ταυτίζεται και ωστόσο ποικίλλει ανάλογα με εκείνο στο οποίο εφαρμόζεται, εξασφαλίζει στον άνθρωπο έναν κανόνα δικαιοσύνης εφαρμόσιμο σε οποιαδήποτε περίσταση προς όφελος της ειρήνης.
Υιοθετώντας εντούτοις ως μέθοδο δράσης τον διαρκή συμβιβασμό και τη συναίνεση εις βάρος άλλων θεμελιωδέστερων και υψηλότερων κριτηρίων (όπως συνέβαινε με την παράδοση που αναφερόταν στους θείους νόμους και αργότερα επιχείρησαν να κάνουν οι ηθικοί φιλόσοφοι από τον Πυθαγόρα και μετά), αυτή η φιλοσοφία της δράσης του σοφού ενίσχυε μια αβέβαιη ισορροπία, την οποία απειλούσε μονίμως η ανισορροπία και η δυσαρμονία. Καθώς δεν είχε ακόμη μπορέσει να εδραιώσει σαφή κριτήρια αναφοράς, η φιλοσοφία αυτή συνάδει μάλλον με τη δύναμη του χρόνου, με την εγκαθίδρυση μιας δικαιοσύνης και μιας νοολογίας στην πάροδο του χρόνου, για την ακρίβεια, μέσα στον χρόνο (εν δίκη χρόνου). Κριτήριο για τη νομοθεσία γίνονται τα ορθά αποφθέγματα, λες και οι θεσπισμένοι νόμοι εγκαθιδρύονταν ταυτόχρονα από τον νομοθέτη και τον πολίτη. Η ενότητα μιας πολλαπλότητας και ο χρόνος είναι οι αρχές που ρύθμιζαν αυτή την κατάσταση, όπου εγγράφεται ο κανόνας του ορθού μέτρου. Έτσι, κάθε μοναδική πράξη δύναται να συμβάλει στη δημιουργία ενός νόμου, με την προϋπόθεση ότι κρίνεται κατάλληλη και εντάσσεται στην ευνοϊκή χρονική στιγμή. Ακριβώς αυτές οι έννοιες του Ενός, του Πολλαπλού και του Χρόνου συνιστούν εξίσου τα θεμέλια της σκέψης των Ιώνων φιλοσόφων. Παρ’ όλη την εύθραυστη ισορροπία που χαρτογραφεί, η νέα αυτή σοφία βρίσκει παράλληλα και προοδευτικά μια εκπληκτική εφαρμογή στη νεόκοπη αντίληψη περί γενέσεως του κόσμου που εισηγείται, στη Μίλητο και την Έφεσο, όπου ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης και ο Ηράκλειτος ανατρέπουν τον ρου των πραγμάτων και ηγούνται πρωτόφαντων πολιτισμικών επαναστάσεων.
Όσο υπερβολική και αν ακούγεται, δεν είναι τυχαία η διατύπωση σύμφωνα με την οποία οι σοφοί δεν ήταν παρά νομοθέτες. Η παρανόηση που προκύπτει από την εν λόγω διαβεβαίωση οφείλεται στο ότι πίσω από τον όρο «σοφός» φανταζόμαστε εν γένει μια ανώτατη, θεωρητική σοφία, ενώ την εποχή της διατύπωσής του σήμαινε μια πολύτροπη σοφία, πρακτική όσο και θεωρητική, την οποία συναντάμε επίσης στον αντίστοιχο όρο «σοφιστής». Έχουμε να κάνουμε με ένα κοινό χαρακτηριστικό που διακρίνει κάποια εξέχοντα πρόσωπα του αρχαϊκού κόσμου και εκτείνεται μέχρι τους σοφιστές. Οι όροι αυτοί αφορούσαν σε κάθε δραστηριότητα για την οποία απαιτούνταν κάποια γνώση - από τις αγροτικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες μέχρι τις παρατηρήσεις σχετικά με τα εκάστοτε φαινόμενα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικοπολιτικών. Κατ’ αυτή την έννοια λέμε ότι ο Θαλής ασχολήθηκε παράλληλα με ζητήματα πολιτικής και εμπορίου, μαθηματικών και φυσικής (το Σύμπαν και η φύση γενικά) -θέματα ήδη παρόντα στον Όμηρο, με τρόπο μη συστηματικό- γεγονός που προκρίνει τον εκπαιδευτικό ρόλο του έργου που επιβίωσε υπό το όνομά του. Πρόσφατα, επιπλέον, ανακαλύφθηκε μια μαρτυρία του Αρίσταρχου του Σάμιου, σύμφωνα με την οποία ο Θαλής είχε εισηγηθεί μια θεωρία περί ηλιακών εκλείψεων στηριγμένη στη μελέτη των σεληνιακών κύκλων. Αυτή η ευρύτητα πνεύματος δεν αποτελεί επ’ ουδενί εξαίρεση για την αρχαϊκή εποχή, κατά την οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη η τρόπον τινά εγκυκλοπαιδική θεώρηση των πραγμάτων, στον απόηχο της γενεαλογικής πρακτικής των μύθων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Θαλής και οι συνεχιστές του, που συνέδεαν τη μελέτη της φύσης με εκείνη της πολιτικής δράσης, είναι σοφοί ή ελπίζουν να αναγνωριστούν ως τέτοιοι.
Οι σοφοί αυτοί οφείλουν το προνόμιο να εμφανίζονται στον κατάλογο των επιφανέστερων ανδρών της εποχής τους στους θρύλους, με κορυφαίο σε ενδιαφέρον αυτόν του χρυσού τρίποδα. Ο τρίποδας αυτός, σύμβολο της θεοποίησης σύμφωνα με τον δελφικό χρησμό, θρυλείται ότι βρέθηκε από κάποιον ψαρά αφότου είχε συμφωνήσει με κάποιους νέους να αλιεύσει ψάρια για λογαριασμό τους. Η ανάδυση του πολυτίμου αντικειμένου έγινε αφορμή να ξεσπάσει μια διαμάχη, τη διαιτησία της οποίας αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το μαντείο, που τους προστάζει να φέρουν τον τρίποδα ενώπιον του σοφού Θαλή για να γνωμοδοτήσει σχετικά. Ο τελευταίος όμως τους παραπέμπει στον Βία, ο οποίος με τη σειρά του τους στέλνει σε έναν τρίτο σοφό και ούτω καθεξής, μέχρι που ολοκληρώνεται ο κύκλος των επτά σοφών. Ο τρίποδας επανέρχεται στον Θαλή, ο οποίος και αποφασίζει να τον αποθέσει στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έτσι, μαρτυρεί ο θρύλος, σχηματίστηκε η επτάδα των σοφών. Εάν όμως δώσουμε πίστη και σε άλλες πηγές, λόγου χάρη στον Πλούταρχο τον Χαιρωνέα, ιερέα στον ναό των Δελφών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ξακουστό φιλόσοφο της εποχής του, ο αριθμός των σοφών είχε οριστεί στους πέντε και το σύμβολο που τους αντιστοιχούσε ήταν το πέμπτο γράμμα της αλφαβήτου, το έψιλον. Ο Πλούταρχος αφιέρωσε στο αινιγματικό έψιλον ένα φημισμένο κείμενο, το οποίο τιτλοφορείται Το έψιλον των Δελφών.
Όποια και αν είναι η αξία αυτών των θρύλων, όπου ο συμβολικός χαρακτήρας που αποδίδεται στους αριθμούς «πέντε» και «επτά» μπορεί να σχετίζεται με την «προπαγάνδα» του ιερού τόπου, φανερώνει την ανάδυση ενός νέου κόσμου όπου ακριβώς το δελφικό ιερό καθίσταται κέντρο της διάδοσης του αρχαίου πολιτισμού κατά την εποχή της γένεσης της φιλοσοφίας. Οι δεσμοί των σοφών με τους Δελφούς, τόπο λατρείας του Απόλλωνα και του Διόνυσου στην αρχή (προοδευτικά επικράτησε η λατρεία του Απόλλωνα), αντανακλώνται καθαρά στον τύπο των επιταγών που συνδέονταν με το ιερό και που απαντώνται εξίσου στην ιδεολογία των σοφών, ενώ συχνά συνάδουν με τη μεταγενέστερη ελληνική σοφία που υιοθέτησε τη μορφή τους και παράλλαξε το περιεχόμενό τους. Πρόκειται κυρίως για το περιώνυμο «γνώθι σαυτόν» και το λιγότερο δημοφιλές «μηδέν άγαν». Παρόμοια ίχνη βρίσκουμε επίσης στη μεσαιωνική θεολογία, τα οποία μάλιστα για ορισμένους θεολόγους, όπως ο Βερνάρδος του Κλερβό, ανάχθηκαν σε κανόνα ζωής. Ο Σωκράτης, που κατέστησε αθάνατο το πρώτο από τα εν λόγω διδάγματα, χαρακτηρίστηκε από το μαντείο ως ο σοφότερος των Ελλήνων, ύστερα από ερώτηση που έθεσε ο φίλος του Χαιρεφών στην Πυθία, ενώ ο Σωκράτης συμβούλεψε τον Ξενοφώντα να ρωτήσει το μαντείο προτού ξεκινήσει την εκστρατεία των Μυρίων. Με τον Πλάτωνα οι Δελφοί εμφανίζονται στις φιλοσοφικές αναφορές ως «ομφαλός της γης για να κατευθύνει το ανθρώπινο γένος», ενώ ο μαθητής του, Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς (1ος αιώνας μ.Χ., ανήκει στο ρεύμα του μέσου πλατωνισμού) ήταν ιερέας στο ιερό των Δελφών. Εν ολίγοις, το ζήτημα της σοφίας βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας του ιερού των Δελφών, που εγκαινιάστηκε πολλά χρόνια πριν, σύμφωνα με τις ανασκαφές που οδηγούν μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή και τις αναφορές στον ίδιο τον Ησίοδο, γηγενή ποιητή, που είχε θέσει μυθικά τη θεμελίωση των Δελφών στη νίκη του Δία έναντι των Γιγάντων και στην τοποθέτηση από τον ίδιο μιας αναμνηστικής πέτρας στους Δελφούς. Ανάμεσα στη θεία και ανθρώπινη (θέμις και δίκη) δικαιοσύνη, της οποίας υπερμάχεται ο Ησίοδος αναζητώντας το μέτρο, και στη δικαιοσύνη που εγκλείει το δίδαγμα «μηδέν άγαν» υπάρχει μια πραγματική διαδοχή, ενώ στη σημασία που τις χωρίζει περικλείεται η ανάδυση ενός νέου κόσμου όπου θεμελιώνεται ο λόγος των σοφών.
Πράγματι, αποσκοπώντας στο μέτρο και αποφεύγοντας την ύβρη, οι σοφοί δεν ταυτίζονται απαραίτητα με κάποια θεολογική αναφορά ανάλογη με την ησιοδική, που αναπτύχθηκε σε συνάρτηση με τους θείους νόμους, αλλά αναφέρονται περισσότερο σε μια δικαιοσύνη και ένα μέτρο εγγύτερα στον νέο πολιτικό κόσμο που σχηματίζεται στα τέλη του 7ου αιώνα. Και νωρίτερα ήδη, οι απολλώνειες αναφορές των Ελλήνων καταδείκνυαν μια πολιτικο-θρησκευτική σχέση. Οι Δελφοί και η Δήλος, και άρα εξίσου οι πυθικές και δήλιες απολλώνειες παραδόσεις, συνιστοΰσαν σημείο αναφοράς για την ενότητα των πόλεων: οι Δελφοί κάλυπταν τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και η Δήλος της αιγαιοπελαγίτικης και των μικρασιατικών παραλίων. Με την πάροδο του χρόνου η διάσταση αυτή αμβλύνεται προς όφελος μιας ευρύτερης ενότητας με επίκεντρο τους Δελφούς, χάρη κυρίως στην κατάκτηση της Ιωνίας από τον Κύρο. Ο Ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα απηχεί τρόπον τινά τον συμφυρμό των δύο απολλώνειων παραδόσεων, γεγονός που προκρίνει την πανελλήνια διάσταση του πολιτισμού. Οι Δελφοί αναπαριστούσαν, από θρησκευτική σκοπιά, το ιδεολογικό σημείο αναφοράς της νεότοκης αυτής πολιτισμικής πραγματικότητας. Η εξύμνηση των σοφών-νομοθετών, προεξαρχουσών μορφών του πολιτισμού των ελληνικών πόλεων σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Μιλήτου στα ιωνικά παράλια, αντανακλά την πολιτισμική ενότητα που συσπειρώνεται γύρω από τον θεϊκό τρίποδα. Αφότου λοιπόν κατέστη τόπος πολιτισμικής ομόνοιας, όπου οι σοφοί συγκροτούσαν έναν κύκλο πολιτικής και πολιτιστικής συσπείρωσης, η πόλη των Δελφών ανάχθηκε σε λαμπρό κέντρο που φωτοδοτούσε τις εκάστοτε εξέχουσες, παγκόσμιας αίγλης πολιτείες της εποχής. Ταυτιζόμενοι, για την ακρίβεια, με τους νομοθέτες της κάθε πολιτείας, οι σοφοί εξανθρώπιζαν τη νόμιμη τάξη, μια και ενεργούσαν κατά τον τρόπο της Θέμιδας, που νομοθετεί υπέρ της θεϊκής κοινωνίας, ενώ στο εξής δεν συνιστά για τις πολιτείες παρά ένα ρυθμιστικό σημείο αναφοράς για τους νομοθέτες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο θρύλος του τριπόδου θα μπορούσε να σημαίνει ότι η διασπορά των σοφών μέσα στις διάφορες πόλεις υποτάσσεται εξίσου στον νόμο της κυκλικότητας και σε μια κοινή αναφορά σε ένα φωτοφόρο -όπως και ο ίδιος ο Απόλλων- πνευματικό κέντρο. Η ετερότητα των πόλεων, που συχνά υπάκουαν σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα, δεν απαγόρευε κάποια σύγκλιση που σχημάτιζε έναν κοινό κόσμο μεταξύ τους, υπό την πολιτισμική αιγίδα των Δελφών.
Κατά συνέπεια, η γέννηση της σοφίας, που προϋπέθετε την αναζήτηση του μέτρου και της δικαιοσύνης στα πάντα, εμβαθύνοντας αρχικά στη γενεαλογική πνευματική παράδοση των εμπνευσμένων ποιητών από τις Μούσες (οι οποίες μητρόθεν ανήκουν στο απολλώνειο πάνθεον), δεν καταστρατηγούσε τον σεβασμό προς τους θείους νόμους, τους οποίους διαχειριζόταν το μαντείο. Η επίγεια αυτή συσπείρωση της λατρείας γύρω από πολιτείες οι οποίες θέτουν τους νόμους τους βάσει αστάθμητων ανθρώπινων αποφάσεων παραλλάσσει αισθητά τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και άρα με τους θεούς που ανήκουν σε αυτόν. Η θεοκρατική εξουσία (των μυκηναϊκών χρόνων) καθίσταται εφεξής αδύνατη. Οι ιστορικές ανατροπές που είχαν υποσκάψει το οικοδόμημά της ύστερα από τις δωρικές επελάσεις είχαν προαγάγει μια κοινωνία βασιλέων-πολεμιστών (τον κόσμο που περιγράφουν ο Όμηρος και ο Ησίοδος), τον οποίο μετέβαλλε η οικονομική και κοινωνικοπολιτική άνθηση, τείνοντας προς τον σταδιακό εκδημοκρατισμό των πόλεων. Αναδυόταν προοδευτικά μια νέα ηθική, η οποία προσέδιδε στον άνθρωπο μεγαλύτερη ευθύνη ως προς τις ανθρώπινες υποθέσεις. Η τελευταία δεν εδραζόταν αποκλειστικά στην εργασία, όπως πίστευε ο Ησίοδος, μια και η εργασία δεν αντεπεξέρχεται πάντοτε στις προσταγές της φύσης και της ανθρώπινης απληστίας - των οικογενειών που είχαν ήδη μοιραστεί την εύφορη γη, των ευπατριδών εκείνων που συνταύτιζαν τον πλούτο με τη γενεαλογική παράδοση. Το στοιχείο αυτό είναι κομβικό όσον αφορά στην πορεία της Αθήνας προς τη δημοκρατία, χάρη στη δράση του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Το πρόβλημα όμως είναι γενικότερο- αποτολμώ να ισχυριστώ πως άπτεται της διεθνοποίησης του δελφικού κέντρου.
Πιο απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη ηθική του μέτρου, την οποία ως νομοθέτες υπερασπίζονταν οι επτά σοφοί, καθιερωνόταν εν είδει σημείου αναφοράς για τη ρύθμιση ενός συνόλου ανθρωπίνων σχέσεων, τόσο στο εσωτερικό κάθε πολιτείας όσο και στα ταξίδια, σε μια εποχή κατά την οποία ο αποικισμός διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο για το μέλλον των ελληνικών πόλεων. Κατά τον 6ο αιώνα ευάριθμες πόλεις του ανατολικού μεσογειακού κόσμου (από τη Νότια Ιταλία ως τον Εύξεινο Πόντο) συνήθιζαν να στέλνουν προσφορές στο ιερό, ενώ οι ξένοι ηγεμόνες προσέφευγαν στο μαντείο για να πάρουν συμβουλές. Τον ενισχυμένο (χάρη στην αμφισημία των πυθικών απαντήσεων) πολιτικό ρόλο του δελφικού μαντείου επιτείνουν και οι δεσμοί που εξασφάλιζε ο πύθιος Απόλλων αλλά και ο Διόνυσος με τους ποιητές. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και άλλοι αποτελούσαν μέρος της πνευματικής κληρονομιάς των Δελφών, όπου ο Απόλλων, σύμφωνα με τον μύθο, διηύθυνε τις χορείες των Μουσών. Το διπλό αυτό, πολιτικό και πολιτιστικό, άνοιγμα μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο οι σοφοί, οι νεότοκες μορφές του ελληνικού πολιτισμού, ποιητές ή μη, ανακατέλαβαν το επίκεντρο, είτε, αν προτιμάτε, επικέντρωσαν τη δόξα τους (το κλέος και τη δόξα) γύρω από τη δελφική ιδεολογία που τροφοδότησαν οι ίδιοι με τις συνεχείς αναφορές τους σε αυτήν. Ο εξανθρωπισμός, σε αυτόν τον τόπο, της θρησκείας με πυρήνα τη μορφή της πυθίας -ευεπίφορης σε μια σχεδόν μυστικιστική μεσολάβηση και λιγότερο στη γνώση- και των «προφητών» που εξασφάλιζαν τη γραπτή σύνταξη των χρησμών, είχε φωτίσει την όψη των σπουδαίων θρησκευτικών μορφών του παρελθόντος, τους μάντεις. Οι τελευταίοι έχασαν σταδιακά τη θεσπισμένη εξουσία τους και δεν ήταν πια παρά ένα εξάρτημα ενός σημαντικά πολυπλοκότερου μηχανισμού μέσα στη νέα οργάνωση του κόσμου.
Οι Δελφοί λοιπόν, με την παγκόσμια αίγλη τους, έδιναν το προβάδισμα στην τοπολογία συγκριτικά με την πολύμορφη γενεαλογία και τον χρησμοδοτικό λόγο, που μαζί με τον ποιητικό ήταν οι μόνοι οι οποίοι άρθρωναν τα πράγματα που ήταν, είναι και θα είναι. Συγκεντρώνοντας τα επιμέρους κέντρα αποφάσεων γύρω από έναν ακτινοβόλο λόγο αναφοράς, η αναζήτηση της ενότητας, του Ενός από το οποίο πήγαζε ο κόσμος, μπορούσε να γίνει ένας τόπος σκέψης για να διαφωτίσει τη νέα σχέση που αποκτούσε ο άνθρωπος εκείνης της εποχής με τον κόσμο. Η πολυσημία της σοφίας δεν ήταν πλέον δυνατόν να σημαίνει μια διάχυτη πολυμάθεια, όπως εκείνη που είχε φέρει στο φως το ομηρικό έργο, χωρίς να δικαιολογεί τη νομιμότητά της. Η εγκυκλοπαιδική γνώση έπαψε να δηλώνει την ευρυμάθεια επί παντός επιστητού, έναν λόγο που αποφαίνεται απερίσκεπτα για το καθετί- αντιθέτως, εξέφραζε την αφθονία ενός κόσμου με αφετηρία μια θεμελιώδη ενότητα. Ακριβώς εδώ έγκειται η δύναμη της σκέψης που διέπει τη νέα αυτή σοφία.
Έτσι, η πολιτισμική σύζευξη ανάμεσα στους Δελφούς -σημείο όπου ο τόπος (χώρος, τόπος) υπερέχει της συγγένειας (γένος)- και τον λόγο των σοφών οδήγησε σε μια καινούργια μυθολογική πρακτική, λιγότερο επικεντρωμένη στους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις και περισσότερο ικανή να εναρμονίσει τα αντίθετα μέρη μέσω του διφορούμενου που πάσχιζε να αντικαταστήσει την αμφισημία της αρχαϊκής λογικής. Από τη σκοπιά της μυθολογικής πρακτικής, απέχει ήδη παρασάγγας από τις ησιοδικές γενεαλογίες και ενδεχομένως προσεγγίζει περισσότερο τις ορφικές γενεαλογίες. Ανάμεσα στο μυθικό Αυγό, που δημιουργεί την ποικιλότητα μέσα στην ενότητα, και τον ομφαλό, που συνενώνει την πολιτισμική ποικιλομορφία μέσα στην ενότητα, διαπλέκονται δεσμοί αινιγματικά ομόλογοι: αρχικά αντανακλώνται στη γέννηση του Φάνη, θεού του φωτός και της ορατότητας, και καταλήγουν στη γενεαλογία κατά την οποία ο Απόλλων και ο Διόνυσος δεν είναι ξένοι μεταξύ τους, ενώ παράλληλα η μορφή του Πρωτότοκου εστιάζει όλη τη λαμπρότητα, σαν να ήταν ο ίδιος ο φωτοδότης του κόσμου Ήλιος. Θα δούμε ότι ο Πλάτων, οπαδός του πύθιου Απόλλωνα, δεν παρέλειψε να εντοπίσει εκεί ακριβώς τα θεμέλια του συστήματος του, θεωρώντας τον ορατό Ήλιο κύημα (έκγονον) του αοράτου Αγαθού, ιδρυτική ενότητα του παντός. Υπάρχουν αναμφίβολα και συγγενικές αλληλουχίες για όλα τα παραπάνω, η δυσκολία όμως έγκειται στην καταγραφή και την κατανόησή τους.
Όπως και να έχει, οι παραπάνω παρατηρήσεις καταδεικνύουν επαρκώς ότι η δελφική αναφορά σκιαγραφεί μια ιδεολογία ήδη σημαντικά αποκομμένη από εκείνη που καταγράφει ο Ησίοδος· διαμέσου της ορφικής γενεαλογικής πρακτικής, ξανοίγεται προς μια νέα ιδεολογική αίρεση, αναντίρρητα πιο ανθρωπιστική, την οποία αντιπροσωπεύουν οι σοφοί. Μια άλλη γενιά στοχαστών ωστόσο, ζηλωτές των θεών και κυρίως του Δία (κομβικού σημείου αναφοράς του ορφισμού), του Απόλλωνα και των Μουσών (κεντρικών σημείων αναφοράς της δελφικής παράδοσης), εκπροσωπείται από τη μορφή του Πυθαγόρα, ο οποίος αρνείται τον χαρακτηρισμό «σοφός» έναντι του «φιλόσοφος», με το δικαιολογητικό ότι μονάχα οι θεοί είναι σοφοί και, επομένως, οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσβλέπουν στη σοφία.
Ανακαλύπτουμε, εν ολίγοις, τους βασικούς άξονες του νέου πολιτισμικού πλαισίου που διαγράφεται στην εποχή της γένεσης της φιλοσοφίας· τότε η ανάδυση ενός είδους εξανθρωπισμού του κόσμου γύρω από το ιερό των Δελφών και η τροποποίηση της γενεαλογίας της βίας σε γενεαλογία της αρμονίας οδήγησαν πάραυτα σε μια έριδα. Η τελευταία διαφέρει από εκείνη που ο Ησίοδος κατονόμαζε διπλή έριδα, την κακή που γεννά άσκοπες διαμάχες και την καλή που ωθεί στην εργατικότητα. Η συγκεκριμένη διαμάχη αφορά στην υπόσταση του επιφανέστερου, της ίδιας της φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας, που είχε αναμιχθεί στην τυραννία του Πολυκράτη στην πατρίδα του τη Σάμο, έγινε με τη σειρά του νομοθέτης και μεταρρυθμιστής στις ελληνικές πολιτείες της Κάτω Ιταλίας (Κρότων) όπου μετανάστευσε. Η «σοφία» όμως της οποίας υπεραμύνονταν ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του ενθάρρυνε τη διάκριση μεταξύ της αριστοκρατίας -η οποία είχε συγκροτηθεί ως σέκτα επί τη βάσει θρησκευτικών και ηθικών αρχών- και του ευρύτερου πληθυσμού που υποχρεωνόταν να υπακούει δεδομένου του κοινωνικού του επιπέδου (αγρότες, χειροτέχνες, έμποροι κ.ά.) και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της φιλοσοφίας. Καθώς εδραιώθηκε αποσχιζόμενη από τη σοφία των σοφών, η οποία στηριζόταν στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας, η νεότοκη σοφία διαμορφώνει την άποψη ότι η πολιτική δράση οφείλει να υποτάσσεται σε μια γνώση, η οποία με τη σειρά της υπακούει στη θεϊκή σοφία. Από όπου και η σκοπιμότητα να κατανοήσουμε την πρωτοτυπία της πολιτικής δραστηριότητας των σοφών, ανθρώπων της δράσης που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους, αποφεύγοντας ωστόσο να δυσαρεστήσουν τους θεούς. Αποπειράθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του και σύμφωνα με το εκάστοτε γεωπολιτικό πλαίσιο, να διασφαλίσουν μια σχετική αυτονομία της ανθρώπινης έναντι της θείας σοφίας, με σκοπό να ελαφρύνουν το φορτίο των αδυνάτων (εν προκειμένω του ανθρώπου) δίχως να πλήξουν τους δυνατούς (εν προκειμένω τους ευπατρίδες και τους θεούς). Η εν λόγω αυτονομία εφαρμόστηκε σε μια κοινωνία όπου όσο περισσότερο υποδουλώνονταν οι φτωχοί τόσο πλούτιζαν οι πλούσιοι. Παίρνοντας ως πρότυπο τον Σόλωνα, μπορούμε εύκολα να διασαφηνίσουμε τα παραπάνω.
ΣΟΛΩΝ
Εμβληματική μορφή ενός νέου κόσμου του οποίου οι ιδέες αποπνέουν πάντοτε μια παράξενη επικαιρότητα, ο Σόλων (640-560 περίπου) σφραγίζει την εποχή του, παρόλο που η δόξα του εδραιώνεται ουσιαστικά αναδρομικά, έναν αιώνα αργότερα, όταν με την έλευση της δημοκρατίας η Αθήνα, η πολιτεία του, αναδεικνύεται σε μοναδικό πολιτικό κέντρο. Στα χρόνια του όμως η σοφία των σοφών είχε ήδη χαράξει την πορεία της και οι Ίωνες σοφοί ήταν εκείνοι που έδρεπαν τις δάφνες της ιστορίας: η αίγλη των πόλεών τους απλωνόταν μέχρι τη Βαβυλώνα, ενώ οι ίδιοι κατάφεραν να προαγάγουν σειρά στοχαστών, πράγμα σαφώς αδύνατον να συμβεί στην Αθήνα, που ταλανιζόταν από πολιτικά προβλήματα. Βεβαίως, οι ανάλογες ενασχολήσεις συντέλεσαν ώστε η Αθήνα να διαπλάσει μια γενιά εξαίρετων πολιτικών ανδρών. Οι πρώτοι ωστόσο που καλλιέργησαν τη φιλοσοφία στην Αθήνα δεν ήταν γηγενείς αλλά επήλυδες σοφοί - ανάμεσά τους και δύο από τους επιφανέστερους της εποχής, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές και ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα. Με τον Σωκράτη, και κυρίως με τον Πλάτωνα, στη διάρκεια μιας από τις οξύτερες κρίσεις του, το λίκνο της δημοκρατίας θα αφήσει εντέλει να αναδειχθούν γηγενείς φιλόσοφοι, οι οποίοι θα φέρουν στο επίκεντρο της σκέψης τους τη θεία (αυτόχθονα) Πρόνοια και τον Ουρανό, και δη έναν υπερουράνιο κόσμο.
Κατά πάσα πιθανότητα ο Σόλων ανασχημάτισε τους αθηναϊκούς νόμους γύρω στο 594. Ο Αριστοτέλης μάς πληροφορεί ότι ένας περιορισμένος αριθμός ιδιοκτητών κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της αττικής γης, και ότι οι καλλιεργητές και οι οικογένειές τους υπέμεναν ένα καθεστώς υποδούλωσης, ορισμένοι μάλιστα από αυτούς πωλούνταν στα ξένα στην περίπτωση που αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φόρους και τα χρέη τους. Ύστερα από τον αποικισμό που πραγματοποίησαν οι ελληνικές πόλεις, η εξόντωση των καλλιεργητών ολοκληρώθηκε με το εξωτερικό εμπόριο και την εισαγωγή προϊόντων, παράγοντες που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Έτσι, οι νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες κατέστησαν ασταθή την εργασία, προδίδοντας την απαντοχή του Ησιόδου, ο οποίος είχε εσπευσμένα πιστέψει ότι η εργασία ήταν ικανή να περιορίσει τις φυσικές καταστροφές καθώς και να ουδετεροποιήσει την εξουσία των βασιλέων και των πλουσίων, των απειλητικών αυτών «δωροφάγων».
Γνωρίζουμε ότι την ίδια εποχή τον Άρειο Πάγο της Αθήνας συγκροτούσαν ευπατρίδες, δηλαδή πολίτες καταγόμενοι από παλιές, παραδοσιακές (με ένδοξο γενεαλογικό παρελθόν) και εύπορες οικογένειες, οι οποίες μεριμνούσαν για τη διατήρηση των συμφερόντων τους. Η πολιτική τους, που ευνοούσε τις κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους πένητες, είχε δηλητηριαστεί από την αδηφαγία των γειτόνων τους, κυρίως των Μεγαρέων, που έλεγχαν το Θριάσιο Πεδίο. Με τον πόλεμο μεταξύ Αθηνών και Μεγάρων για τον έλεγχο της Σαλαμίνας και έπειτα από τη νίκη των Αθηναίων (612), ο Σόλων κατέλαβε την εξουσία με την εύνοια του λαού, που επιδίωκε μια αγροτική μεταρρύθμιση με βάση την ίση κατανομή των γαιών (ισομοιρία). Ο Σόλων γνώριζε ότι μια τέτοια αντίδραση θα προκαλούσε την αντίδραση της τάξης των ευπατριδών, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, και ότι η εφαρμογή μιας ανάλογης πολιτικής θα απαιτούσε τη χρήση βίας και την επιβολή μιας τυραννίας. Για να αντεπεξέλθει υιοθέτησε μια μετριοπαθέστερη στάση: περιορίστηκε στην άρση των υποθηκών και την παραγραφή των χρεών ή -όπως έλεγε ο ίδιος ποιητικότερα και σε ηπιότερο τόνο- την «απόσειση άχθους» (σεισάχθεια). Παράλληλα έθεσε όρια στον πλούτο που καταστρατηγεί το μέτρο άπαξ και γίνεται αυτοσκοπός και οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα μόνιμο αίσθημα ανικανοποίητου (fr. 6). Για να το επιτύχει, δημοσίευσε έναν νόμο που απαγόρευε τον δανεισμό χρημάτων με εγγύηση το πρόσωπο του οφειλέτη. Για να παταχθεί όμως ακριβοδίκαια η πλεονεξία, για να μην υποθάλψει δηλαδή την υπερβολή των θυμάτων επιβάλλοντας στους θύτες μια τιμωρία βλαπτική για την «αξιοπρέπεια» τους, με τον συνακόλουθο κίνδυνο να προκληθούν αντιδράσεις που θα έπλητταν τις μεταρρυθμίσεις, ο Σόλων εφάρμοσε την αρχή του «ορθού μέτρου», σύμφωνα προς τη δελφική εντολή «μηδέν άγαν». Έτσι δικαιολόγησε και τη δική του αναποφασιστικότητα και μεταστροφή, τη στιγμή που μπορούσε να στηρίξει μια αγροτική μεταρρύθμιση η οποία θα ανέτρεπε ριζικότερα τα δεδομένα της οικονομίας. Έχουμε πια απομακρυνθεί από την ησιοδική ηθική που υποστήριζε ότι η εργασία αρκούσε για να δικαιώσει το μέτρο και τη δικαιοσύνη.
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για να διασαφηνιστεί εάν ο Σόλων υπήρξε πραγματικός μεταρρυθμιστής ή συντηρητικός νομοθέτης. Οι δισταγμοί του ερμηνεύτηκαν μάλιστα ως αδυναμία, ως λιποψυχία. Ως καλός ευπατρίδης, φυσικά, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας και έδειξε να παίζει το παιχνίδι που του υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη. Με αυτή τη στάση όμως δεν απέφυγε απλώς, όπως υποστήριζε, την εγκαθίδρυση της τυραννίας -αντίθετα με τον Πεισίστρατο- αλλά και κατέστησε δυνατή μια καθοριστική για το μέλλον μεταρρύθμιση. Αυτός ο πολιτικός πραγματισμός άνοιξε τον δρόμο για τη μεταγενέστερη έλευση της αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο ισιοριακός χαρακτήρας των ενεργειών του είναι αδιαμφισβήτητος, μιας και στάθηκε ταγός έως και για το σημερινό μας πεπρωμένο. Και αυτό επειδή οι δημοκρατικές μας κοινωνίες, όσο περνάει ο καιρός, ακολουθούν κατά πόδας ανάλογες πρακτικές, αναζητώντας αδιάκοπα τη συναίνεση και τον συμβιβασμό ανάμεσα στα αντιτιθέμενα μέλη, συχνά ανεξάρτητα από ανώτερες ηθικές αρχές, ή ακόμη επειδή κατά γενική ομολογία οι νόμοι του Σόλωνα συνέβαλαν στην ιστορία της πολιτικής δημοκρατίας. Πάνω από όλα όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Αθηναίος αυτός σοφός (ή φρόνιμος, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης) χειρίστηκε την ιστορία σε μια ευνοϊκή στιγμή (καιρό) έγινε το πρότυπο μιας ηθικής των σοφών, η οποία υποσκέλισε την ηθική της βίας και της δόξας του ηρωικού θανάτου. Ο χειρισμός αυτός κατέστησε δυνατή τη δημοκρατική ιστορικότητα με μια πράξη που έδωσε τέλος στην αναπαραγωγή της ατελεύτητης βίας και ζύγιασε ορθά την απαραίτητη εργασία για την επιβίωση στην επίγεια και την επέκεινα ζωή: απελευθέρωσε τους Αθηναίους από τον ακατάβλητο οικονομικό εξανδραποδισμό, διανοίγοντας έναν χώρο όπου εγγράφηκαν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την έλευση μιας δημοκρατίας. Τούτο επιτεύχθηκε επειδή ο πραγματισμός του Σόλωνα δεν τροφοδοτήθηκε μονάχα από το συμβιβαστικό πνεύμα, αλλά στηρίχθηκε και στη συναίνεση που αναζητήθηκε σε μια σχετική πολιτική θεωρία, η οποία προήγαγε μια ρυθμιστική ιδέα, εν προκειμένω του «ορθού μέτρου» που με τη σειρά της διαπνεόταν από μια υποβόσκουσα μεταφυσική, την οποία αρμόζει να εξετάσουμε για να κατανοήσουμε βαθύτερα την εξέλιξη της πολιτικής σκέψης.
Εδραιώνοντας όμως μια ισορροπία για να επανορθώσει μια αδικία και παράλληλα να αποφύγει κάποια άλλη, ο Σόλων εγκαθιδρύει έναν τύπο ορθού μέτρου, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως εξής: «Στον λαό έδωσα τόσα προνόμια όσα του αρκούν, ούτε του αφαίρεσα κάτι από την αξία του ούτε πρόσθεσα. Και για εκείνους που είχαν δύναμη και θαυμάζονταν για τα πλούτη τους, σκέφτηκα τρόπους για να μην πάθουν κάτι άπρεπο. Με δυνατή ασπίδα προστάτευσα τη μία παράταξη από τις επιθέσεις της άλλης και δεν άφησα καμιά τους να νικήσει άδικα» (fr. 5). Με τις τελευταίες αυτές διαβεβαιώσεις ο Σόλων θέσπισε έναν κανόνα για την πολιτική πρακτική, στο μέτρο που ο πολιτικός οφείλει να είναι κατά κάποιον τρόπο ένας αμερόληπτος διαιτητής· πρέπει να μπορεί να παρεμβαίνει έγκαιρα, όπως και όποτε πρέπει, προκειμένου να διατηρεί μια αυτονομία που εδράζεται σε μια μορφή επιείκειας. Θα δούμε ότι, κατά τον Αριστοτέλη, το να πράττει κανείς όπως αρμόζει απέναντι σε αυτό που αρμόζει, όταν και όπου αρμόζει συνιστά τη θεμελιώδη δομή της πρακτικής σοφίας (φρόνησις). Η τελευταία εκμεταλλεύεται την ευνοϊκή χρονική στιγμή (καιρός) και δη την προσφορότερη για την πράξη χρονική στιγμή (ευκαιρία). Συνεπώς, η στάση του Σόλωνα είναι σαφώς ιστοριακή. Παρουσιάζει μάλιστα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς εφαρμόζεται εξίσου στην παραδοσιακή θρησκεία: παραχωρεί στον άνθρωπο μια αρχή σύμφωνα με την οποία κρίνει τις υποθέσεις του, πέρα από οποιαδήποτε αναφορά στο θείο, χωρίς ωστόσο να ζημιώσει τους θεούς αποκλείοντάς τους από τις κοινές αποφάσεις. Η ολίσθηση στη σχέση του ανθρώπου με τους θεούς δεν πρέπει να υποτιμηθεί, μιας και αναθέτει έναν νέο ρόλο στον άνθρωπο. Ο Σόλων μοιάζει κατά κάποιον τρόπο να εξισώνεται με τον Δία όσον αφορά στις ανθρώπινες υποθέσεις, μεριμνώντας για την ολική πραγματοποίηση των όσων έχουν αποφασιστεί. Για να το επιτύχει, αναγκάζεται να καταφέρει ένα πλήγμα στην εξουσία (κράτος), μια βίαιη πράξη, με σκοπό να εγκαθιδρύσει τη δικαιοσύνη και να διευρύνει τα όρια που χώριζαν τους ανθρώπους. Γι’ αυτόν τον λόγο ανατρέχει σε μια μυθικού τύπου σκέψη (αναφορικά με τη δράση του Δία) την οποία εφαρμόζει σε μια πολιτική σκέψη (βλ. F. Blaise). Η κεντρική θέση την οποία κατέχει ο άνθρωπος, που αναλαμβάνει έναν τομέα σύμφυτο με τον καθαυτό ανθρώπινό του χώρο, είναι ακριβώς το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον «σοφό». Ταυτόχρονα όμως η πράξη αυτή συνάδει προς τη νέα οπτική του κόσμου, όπου ο Δίας αντικατοπτρίζει το επίκεντρο της θεϊκής εξουσίας (ορφισμός), σε σημείο που η Γαία, σύμφωνα με την ποιητική γλώσσα του Σόλωνα, συνδέεται εφεξής με τους Ολύμπιους και όχι πλέον με τους Τιτάνες. Γίνεται, ενώπιον του κυρίαρχου Θεού, το στοιχείο εκείνο που περιχαρακώνει έναν διαφορετικό χώρο τον οποίο αναλαμβάνουν οι άνθρωποι και όπου η πάλη για τη γη γεννά ασταμάτητα συγκρούσεις. Απελευθερώνοντας τους συμπολίτες του από τα όρια που είχε θέσει η βιαιότητα των «δωροφάγων» προκατόχων τους, ο Σόλων επιστρέφει τη γη στα πολιτικά δικαιώματά της, στην παραγωγική της ικανότητα, εφαρμόζοντας το θεϊκό μοντέλο σε έναν κόσμο όπου το θεϊκό δεν έχει πλέον θέση. Εν ολίγοις, «με τη νομοθετική του δράση, ο Σόλων γίνεται ο Ζευς στον χώρο της πόλης, του οποίου έχει την αποκλειστική ευθύνη» (F. Blaise).
Αναγνωρισμένος στην εποχή του ποιητής, που εξυμνεί μάλλον την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την αγάπη παρά τη δόξα των θεών, ο Σόλων κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τον ανθρωπισμό. Αρθρώνει έναν λόγο που πασχίζει να μεταφερθεί στην πράξη, ενώ δεν αποδίδει την αποχαλίνωση των δεινών που μαστίζουν την πόλη στον Δία αλλά στην αφροσύνη (αφραδία) των πολιτών (fr. 4). Θεωρεί, συνεπώς, υπερβολική την αναφορά στη μυθολογία με σκοπό να προβληθεί η εγγύτητα μεταξύ ανθρώπων και θεών σε μια κοινωνία όπου οι «ανθρώπινοι» νόμοι δεν ευνοούν την εγγύτητα ούτε καν μεταξύ των ανθρώπων. Βλέπουμε εδώ να αναδύεται μια νέα σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο: την εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων δεν τη διέπει η εγγύτητα μεταξύ ανθρώπων και θεών μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει. Την οπτική αυτή μέλλει να υιοθετήσει ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης στην Ελλάδα, κυρίως της παράδοσης που δημιούργησαν οι σοφοί, αλλά γρήγορα θα λοξοδρομήσει με τους πυθαγόρειους και θα ανατραπεί από τον Πλάτωνα, που θέτει εκ νέου τον Θεό ως μέτρο των πάντων. Η προοπτική αυτή αποκαθίσταται εν μέρει από τον Αριστοτέλη, μέσα από τη μορφή του φρονίμου, με μοντέλο τον Περικλή, τον μακρινό αυτόν μαθητή του Αθηναίου σοφού. Μετά όμως από τον Αριστοτέλη, η πυθαγορειο-πλατωνική θεώρηση επανέρχεται δριμύτερη και επιρρώνεται κατά τον Μεσαίωνα, τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα (γύρω στο 1277). Τότε ο διαχωρισμός της θεολογικής από τις υπόλοιπες δραστηριότητες που σχετίζονται με τον φυσικό κόσμο εγκαινιάζει μια νέα σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, σύμφωνα με την οποία η πολιτική ενότητα, η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων στο όνομα μιας παγκόσμιας ειρήνης, εκδηλώνεται σιγά-σιγά ανεξάρτητα από την εγγύτητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό.
Πολύ νωρίτερα από την αριστοτελική φρόνηση, ο Σόλων θεωρούσε την αναθεώρηση των νόμων ως τη μόνη οδό εναρμόνισης της πόλης και εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων μερών, ούτως ώστε οι μεν να συνειδητοποιήσουν την καταχρηστική δύναμή τους και οι δε να καταλάβουν ότι με την ίδια τους τη στάση ισχυροποιούν την υποτέλειά τους. Έκτοτε ο όρος «αφροσύνη» δεν δηλώνει μονάχα την ύβρη όσων κατέχουν την εξουσία και ενδίδουν στην αχορτασιά για πλούτη, αλλά και την άγνοια του λαού που διαιωνίζει αυτή την κατάσταση πραγμάτων, αυτού του είδους την εκούσια «υποτέλειά», για την οποία θα μιλήσει αιώνες αργότερα ο Etienne de La Boetie. Η πόλη, υποστηρίζει ο Σόλων, καταρρακώνεται από τους ισχυρούς, ενώ ο λαός, βουτηγμένος στην άγνοιά του, ενδίδει στη επιρροή ενός δεσπότη, μιας και οι άνθρωποι προσελκύονται περισσότερο από τα επιδέξια λόγια παρά από τις πράξεις (fr. 9 και 10). Στον απόηχο των ησιοδικών ρήσεων που αντηχούν κάτω από αυτούς τους λόγους, ο Σόλων εισάγει νέα δεδομένα: δεν εκθειάζει την εργασία πάση θυσία για να ξορκίσει τη «δυστυχία», ούτε όμως και αρκείται στο να πολεμήσει την άγνοια, την οποία θεωρεί συστατική της ανθρώπινης φύσης (fr. 13). Παρατηρεί ότι εν όψει της επέκτασης των ελληνικών πόλεων, που διευρύνει αντίστοιχα το πεδίο της γνώσης και της εμπειρίας, η άγνοια είναι αναπόφευκτη. Απόρροια της αλλαγής των αστικών δομών που επιτείνουν τη φτώχεια και του αποικισμού που μεταθέτει το εργατικό δυναμικό, η επέκταση αυτή αποκαλύπτει ότι η εργασία από μόνη της δεν είναι πανάκεια του κακού- πρέπει επίσης να ελεγχθεί η νέα μορφή αδικίας των πλουσιότερων, μιας και εκείνοι επωφελούνται των καινούργιων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και διευρύνουν τις δραστηριότητές τους πέρα από τα όρια της πόλης. Για να επιτύχει αυτόν τον έλεγχο, ο Σόλων άρχισε να υπαγορεύει νόμους οι οποίοι εγγράφηκαν σε μια κατασκευή από κινητούς πασσάλους στερεωμένους σε έναν κεντρικό άξονα και αναρτήθηκαν στο Πρυτανείο, το οποίο, μαζί με την Εστία, όριζε το κέντρο της πόλης. Ο ίδιος ο Σόλων αποκαλύπτει ότι είχε συγγράψει κοινούς νόμους για τους καλούς και τους κακούς, με σκοπό να επιβάλει την ευθυδικία (fr. 36). Κατά την ίδια όμως περίοδο συναντούμε και άλλες ανάλογες περιπτώσεις μεταξύ Χίου και Μασσαλίας, περνώντας από την Κρήτη. Όσο παράξενο και αν φαίνεται το εν λόγω διάβημα, τροποποιεί καθοριστικά τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, ενδεχομένως επειδή διακρίνει σαφώς τους άγραφους θείους νόμους που διασώζει η μυθολογία και η προφορική παράδοση και τους γραπτούς νόμους που θεσπίζει η πολιτεία. Από μυθολογική σκοπιά, τη διαφορά αυτήν απηχούν δύο καταγωγικές μυθολογικές μορφές: η Θέμις, σημείο αναφοράς των θείων νόμων, και η Δίκη, σημείο αναφοράς των νόμων που κρίνουν τις πράξεις. Όταν η σοφόκλεια τραγωδία φέρνει στο προσκήνιο αυτή την αντινομία, που αντανακλάται στο πρόσωπο της Αντιγόνης, μας θυμίζει ότι οι άγραφοι νόμοι διατηρούσαν ακόμη την αξία τους κατά την κλασική εποχή. Ακόμη και αν το ζήτημα των άγραφων νόμων επανέρχεται στο ζήτημα των φυσικών νόμων, ιδίως από τον Αριστοτέλη και εφεξής, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η μυθολογική τους προέλευση. Ακόμη και ο Θουκυδίδης, όταν θα εκφωνήσει τον περίφημο επιτάφιο του Περικλή, δεν θα υπενθυμίσει αυτή τη διαφορά, που συνιστά μια μόνιμη υπόμνηση της αρχαίας τούτης σχάσης. Στην εξέλιξή της η δημοκρατία δεν έπαψε να προτάσσει τους γραπτούς νόμους που είχε θεσπίσει η πολιτεία, κάνοντας ωστόσο κάποιες μη αγιοποιημένες αναφορές στους άγραφους νόμους που είχε εμφυτεύσει η προφορική παράδοση στις καρδιές των πολιτών. Φυσικό είναι λοιπόν να τονίζουμε, όπως συμβαίνει ολοένα και συχνότερα στις μέρες μας, τη δημοσίευση εκ μέρους του Σόλωνα θεμελιωδών νόμων για τη δημοκρατία, εφόσον παρήγγειλε να γράφουν πάνω σε στήλες προκειμένου να είναι προσβάσιμοι και ορατοί στους Αθηναίους. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα ανιχνεύτηκε η αινιγματική σχέση που συνδέει την απόφαση αυτή του Σόλωνα με την ιδιότητα του ποιητή που συνθέτει στίχους κατά το πρότυπο της προφορικής παράδοσης των προ- κατόχων του. Δηλώνεται έτσι ότι η ποιητική πρακτική του κρύβει μια αμφισημία, η οποία εξηγεί την αντίφαση ανάμεσα στο προφορικό και το γραπτό (βλ. Ν. Loraux). Θεωρώ ότι οι παρατηρήσεις αυτές διαφωτίζουν καταλυτικά τις πολιτισμικές ανατροπές της εποχής.
Το γεγονός ότι οι σολώνειοι νόμοι είχαν επικρατήσει μέσω της γραφής και αναρτηθεί στο κέντρο της πόλης δείχνει τη σημασία που κατείχε ο τόπος για τη δημοκρατική οργάνωση της πόλης. Το γεγονός μάλιστα ότι οι εν λόγω νόμοι είχαν δημοσιευτεί για να περιστείλουν τη δύναμη των ευπατριδών δείχνει ακόμα ότι η τοπολογία σταδιακά υποσκελίζει τη γενεαλογία. Η ιστορική αυτή διαδικασία ολοκληρώνεται με τον Αλκμεωνίδη αριστοκράτη Κλεισθένη, ο οποίος κατάργησε γύρω στο 507 τον αρχαίο οικογενειακό καταμερισμό και τον αντικατέστησε με τη διαίρεση σε δήμους, στους οποίους εντάσσονταν επίσης και οι μέτοικοι, μεταρρύθμιση που αύξησε τον αριθμό των ψηφοφόρων και διέσπειρε τους ευπατρίδες, που στο εξής διασκορπίζονταν σε διάφορους δήμους. Υποτάσσοντας έτσι τη γενεαλογία στην τοπολογία, ο Κλεισθένης ολοκληρώνει μια διαδικασία που ισχυροποιεί την πολιτική δημοκρατία.
Η πολιτική αυτή διάσταση των σολώνειων νόμων δεν πρέπει να συσκοτίζει το μεταφυσικό τους υπόβαθρο, το οποίο μας επιτρέπει να διαφωτίσουμε τη σύνολη δράση των σοφών και άρα τη θεώρησή τους για τα πράγματα, όπως συνάγεται για τους Ίωνες φιλόσοφους. Αρμόζει, επομένως, να επεκταθούμε, αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι οι νόμοι του Σόλωνα πάσχιζαν να απομακρύνουν την αναισχυντία και να πατάξουν την ύβρη (fr. 4) με σκοπό να διασφαλίσουν την ευνομία. Η τελευταία μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ισορροπίας, μιας αρμονίας που πήγαζε από το ορθό μέτρο ανάμεσα στα αντιπαραβαλλόμενα μέλη (βλ. L.-M. L’ Homme-Wery). Η εφαρμογή του σωστού μέτρου σε κάθε περίσταση συνεπαγόταν και την επιβολή μιας δίκαιης κρίσης στον καθένα, τόσο στον σύννομο όσο και στον έκνομο. Πρόκειται εντέλει για τη συναίνεση να εναρμονιστεί η βία με τη δικαιοσύνη. Το υπόβαθρο του σολώνειου πραγματισμού που συνιστά τη σοφία είναι η άσκηση βίας μονάχα για την επίτευξη ενός δίκαιου μοιράσματος και όχι για τη διασφάλιση μιας ιεραρχικής κατανομής των αρμοδιοτήτων και των γαιών. Η σοφία, υποστηρίζει, σχετίζεται με το μέτρο, με ένα αφανές μέτρο το οποίο περιχαράσσει τα όρια κάθε πράγματος. Με άλλα λόγια, μέτρο για τα πράγματα δεν είναι πια ο Δίας, αλλά ο αόρατος εκείνος κανόνας τον οποίο οφείλει να εφαρμόσει ο σοφός ώστε να επέλθει μια ισορροπία ανάμεσα στο «μηδέν άγαν» και αυτό που δύναται να ζημιώσει τον άνθρωπο. Η ενότητα αυτή του μέτρου, που πάντοτε ταυτίζεται και ωστόσο ποικίλλει ανάλογα με εκείνο στο οποίο εφαρμόζεται, εξασφαλίζει στον άνθρωπο έναν κανόνα δικαιοσύνης εφαρμόσιμο σε οποιαδήποτε περίσταση προς όφελος της ειρήνης.
Υιοθετώντας εντούτοις ως μέθοδο δράσης τον διαρκή συμβιβασμό και τη συναίνεση εις βάρος άλλων θεμελιωδέστερων και υψηλότερων κριτηρίων (όπως συνέβαινε με την παράδοση που αναφερόταν στους θείους νόμους και αργότερα επιχείρησαν να κάνουν οι ηθικοί φιλόσοφοι από τον Πυθαγόρα και μετά), αυτή η φιλοσοφία της δράσης του σοφού ενίσχυε μια αβέβαιη ισορροπία, την οποία απειλούσε μονίμως η ανισορροπία και η δυσαρμονία. Καθώς δεν είχε ακόμη μπορέσει να εδραιώσει σαφή κριτήρια αναφοράς, η φιλοσοφία αυτή συνάδει μάλλον με τη δύναμη του χρόνου, με την εγκαθίδρυση μιας δικαιοσύνης και μιας νοολογίας στην πάροδο του χρόνου, για την ακρίβεια, μέσα στον χρόνο (εν δίκη χρόνου). Κριτήριο για τη νομοθεσία γίνονται τα ορθά αποφθέγματα, λες και οι θεσπισμένοι νόμοι εγκαθιδρύονταν ταυτόχρονα από τον νομοθέτη και τον πολίτη. Η ενότητα μιας πολλαπλότητας και ο χρόνος είναι οι αρχές που ρύθμιζαν αυτή την κατάσταση, όπου εγγράφεται ο κανόνας του ορθού μέτρου. Έτσι, κάθε μοναδική πράξη δύναται να συμβάλει στη δημιουργία ενός νόμου, με την προϋπόθεση ότι κρίνεται κατάλληλη και εντάσσεται στην ευνοϊκή χρονική στιγμή. Ακριβώς αυτές οι έννοιες του Ενός, του Πολλαπλού και του Χρόνου συνιστούν εξίσου τα θεμέλια της σκέψης των Ιώνων φιλοσόφων. Παρ’ όλη την εύθραυστη ισορροπία που χαρτογραφεί, η νέα αυτή σοφία βρίσκει παράλληλα και προοδευτικά μια εκπληκτική εφαρμογή στη νεόκοπη αντίληψη περί γενέσεως του κόσμου που εισηγείται, στη Μίλητο και την Έφεσο, όπου ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης και ο Ηράκλειτος ανατρέπουν τον ρου των πραγμάτων και ηγούνται πρωτόφαντων πολιτισμικών επαναστάσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου