Κάποιες φορές τα στενά όρια των εννοιών των λέξεων καθορίζουν ακόμα πιο στενά το ποιοι είμαστε. Χωρίς καν να καταλάβουμε τι κάνουμε. Κυλάνε μέσα στις πράξεις μας και το αποτέλεσμά τους είναι αυτό που θέλουν οι λέξεις. Δικές μας ή των άλλων. Άλλωστε, αυτός είναι ο σκοπός τους, γι’ αυτό τις λέμε και γι’ αυτό τις κάναμε να μετράνε. Γιατί χρειάζεται μόνο η ενέργεια να τις ξεστομίσουμε, ή να τις γράψουμε, ή να μας τις απευθύνουν για να λάβουν δράση.
Έτσι, από αυτές μάθαμε ότι όταν σε μια κατάσταση κάποιος δίνει περισσότερα και κάποιος τα παίρνει χωρίς ανταπόδοση, όταν κάποιες πράξεις είναι σε βάρος του ενός κι ο άλλος τον αφήνει να το κουβαλάει, όταν ο ένας ζορίζεται να βρει την άκρη κι ο άλλος του κρύβει την πυξίδα γελώντας, όταν ο ένας περιμένει κι ο άλλος δεν εξαφανίζεται ποτέ, οι λέξεις μας έμαθαν από παλιά –σχεδόν από πάντα– ποιος είναι ο καθένας σε όλο αυτό. Πώς τον λένε, τι κάνει, γιατί το κάνει κι ενδεχομένως να μας έδωσαν και γραμμή πώς και τα δυο άκρα να κάνουν κάτι πιο σωστό. Πιο ισόποσα μοιρασμένο. Κατά τι λιγότερο μπαταρισμένη τραμπάλα.
Όμως πόσες φορές, αλήθεια, αναρωτηθήκαμε τι θα γινόταν αν δεν είχαμε την ανάγκη των λέξεων; Αν δε θέλαμε σώνει και καλά να μας περιγράψουν με επίθετο και να τους το ανταποδώσουμε με ουσιαστικά κι επιρρήματα; Ίσως θα βλέπαμε πίσω απ’ τα γράμματα, τις τελείες, τα κόμματα, τους τέλειους ήχους που βγάζουμε για να ευχαριστούν εμάς πρώτα, ότι σ’ αυτή την τραμπάλα, που γέρνει μόνο υπέρ του ενός, αυτός που είναι κολλημένος στο έδαφος γουστάρει να μείνει ακριβώς εκεί. Όχι γιατί φοβάται τα ύψη, όχι γιατί δε θέλει να βρεθεί στο άλλο άκρο της εκτόξευσης και της καλύτερης θέας, αλλά γιατί του αρέσει εκεί που βρίσκεται.
Για την ακρίβεια, μόνος του βρέθηκε. Του άρεσε, επέλεξε κι έζησε στο πρίσμα και στο περιβάλλον της επιλογής του να τον εκμεταλλευτούν. Να μην του δώσουν όσα θα του άξιζαν κανονικά. Να μην του δοθεί η δικαιοσύνη της απλοχεριάς. Να μην πάρει όσα θα ήταν το προσδόκιμο να πάρει, όσα ορίζει έστω ο μέσος όρος ανταπόδοσης αυτών των καταστάσεων. Όλων των καταστάσεων. Των αγαπημένων φίλων, των ευτυχισμένων εραστών, των καλών συναδέλφων, των ευγενικών γειτόνων.
Η ευθύνη μας για το βάρος και τη σημασία που δώσαμε στις λέξεις ενοχικά μας κάνει να μη γυρνάμε προς αυτήν την κατεύθυνση. Εμείς φτιάξαμε αυτό το νόμο που λέει πως πρέπει ό,τι δίνεις να το παίρνεις αντίστοιχα πίσω, κι επιλέξαμε οι λέξεις να το επαληθεύουν σε κάθε ευκαιρία. Με αυτήν την κάθε ευκαιρία αρνηθήκαμε να ‘ναι κάτι άλλο εφαρμόσιμο και βιώσιμο έξω από αυτό. Το σκεφτήκαμε εμείς, το δώσαμε στις λέξεις να το ισχυροποιήσουν, έκλεισε.
Κι έτσι, μας φαίνεται αδιανόητο έως αστείο κάποιος να την έχει βρει κιόλας με το να ξέρει ότι τον εκμεταλλεύονται, ότι τον χρησιμοποιούν, και να το αφήνει και να περνάει έτσι στα ψιλά ή να το σιγοντάρει να συνεχιστεί κιόλας. Οι πιο κυνικοί από μας θα αποφανθούν πάλι με λέξεις βαρίδια ότι αφού τα θέλει, ας τα παθαίνει -διαλαλώντας ότι δεν είναι τόσο χαζοί ώστε να την πάθουν κι οι ίδιοι, ούτε τόσο κακοί για να το κάνουν σε άλλον. Επιπλέον λέξεις για να γίνονται κύκλοι γύρω απ’ το νόημα, ζαλίζοντας τον πυρήνα της κατάστασης.
Δεν κάνετε λάθος, καλά το υποψιαστήκατε κι όταν εκμεταλλευτήκατε κι όταν σας εκμεταλλεύτηκαν. Έχεις πάντα επιλογή. Κι εκείνη τη στιγμή, σε εκείνην την περίοδο, σε ‘κείνη τη φάση, επιλέξατε κι επέλεξαν να πάρουν λιγότερα και να δώσουν κι από αυτά που δεν είχαν. Να κάνετε το κορόιδο σε ένα γέλιο που προοριζόταν για τη δική σας κοροϊδία. Να φάτε μούτρα, ψέματα και μισά λόγια σαν την ωραιότερη αλήθεια που σας είπαν ποτέ. Που είπατε ποτέ.
Ήταν επιλογή και βιώθηκε με όλη τη μεγαλοπρέπεια που της άξιζε. Ακόμα κι αυτή των άσκοπων λέξεων που ήθελαν να καταδικάσουν την ύπαρξή της, γιατί τα μυαλά που τις σχημάτιζαν και τα στόματα που τις άρθρωναν νομίζουν πως μπορούν να παίζουν τον θεό με αυτές, πλάθοντας κατά βούληση τον θύτη και το θύμα.
Η αλήθεια είναι –κι αυτή δεν είναι ποτέ απ’ τις ωραιότερες– ότι ούτε ο θεός ξέρει ποιος είναι ποιος, μέχρι να το παραδεχτεί ο ίδιος τόσο δυνατά και ξάστερα όσο θα το έκαναν οι λέξεις των άλλων γι’ αυτόν κι οι δικές του λέξεις για τους άλλους.
Ξέρετε, αυτοί οι ανήξεροι ξερόλες με τα πολλά ή λίγα γράμματα.
Έτσι, από αυτές μάθαμε ότι όταν σε μια κατάσταση κάποιος δίνει περισσότερα και κάποιος τα παίρνει χωρίς ανταπόδοση, όταν κάποιες πράξεις είναι σε βάρος του ενός κι ο άλλος τον αφήνει να το κουβαλάει, όταν ο ένας ζορίζεται να βρει την άκρη κι ο άλλος του κρύβει την πυξίδα γελώντας, όταν ο ένας περιμένει κι ο άλλος δεν εξαφανίζεται ποτέ, οι λέξεις μας έμαθαν από παλιά –σχεδόν από πάντα– ποιος είναι ο καθένας σε όλο αυτό. Πώς τον λένε, τι κάνει, γιατί το κάνει κι ενδεχομένως να μας έδωσαν και γραμμή πώς και τα δυο άκρα να κάνουν κάτι πιο σωστό. Πιο ισόποσα μοιρασμένο. Κατά τι λιγότερο μπαταρισμένη τραμπάλα.
Όμως πόσες φορές, αλήθεια, αναρωτηθήκαμε τι θα γινόταν αν δεν είχαμε την ανάγκη των λέξεων; Αν δε θέλαμε σώνει και καλά να μας περιγράψουν με επίθετο και να τους το ανταποδώσουμε με ουσιαστικά κι επιρρήματα; Ίσως θα βλέπαμε πίσω απ’ τα γράμματα, τις τελείες, τα κόμματα, τους τέλειους ήχους που βγάζουμε για να ευχαριστούν εμάς πρώτα, ότι σ’ αυτή την τραμπάλα, που γέρνει μόνο υπέρ του ενός, αυτός που είναι κολλημένος στο έδαφος γουστάρει να μείνει ακριβώς εκεί. Όχι γιατί φοβάται τα ύψη, όχι γιατί δε θέλει να βρεθεί στο άλλο άκρο της εκτόξευσης και της καλύτερης θέας, αλλά γιατί του αρέσει εκεί που βρίσκεται.
Για την ακρίβεια, μόνος του βρέθηκε. Του άρεσε, επέλεξε κι έζησε στο πρίσμα και στο περιβάλλον της επιλογής του να τον εκμεταλλευτούν. Να μην του δώσουν όσα θα του άξιζαν κανονικά. Να μην του δοθεί η δικαιοσύνη της απλοχεριάς. Να μην πάρει όσα θα ήταν το προσδόκιμο να πάρει, όσα ορίζει έστω ο μέσος όρος ανταπόδοσης αυτών των καταστάσεων. Όλων των καταστάσεων. Των αγαπημένων φίλων, των ευτυχισμένων εραστών, των καλών συναδέλφων, των ευγενικών γειτόνων.
Η ευθύνη μας για το βάρος και τη σημασία που δώσαμε στις λέξεις ενοχικά μας κάνει να μη γυρνάμε προς αυτήν την κατεύθυνση. Εμείς φτιάξαμε αυτό το νόμο που λέει πως πρέπει ό,τι δίνεις να το παίρνεις αντίστοιχα πίσω, κι επιλέξαμε οι λέξεις να το επαληθεύουν σε κάθε ευκαιρία. Με αυτήν την κάθε ευκαιρία αρνηθήκαμε να ‘ναι κάτι άλλο εφαρμόσιμο και βιώσιμο έξω από αυτό. Το σκεφτήκαμε εμείς, το δώσαμε στις λέξεις να το ισχυροποιήσουν, έκλεισε.
Κι έτσι, μας φαίνεται αδιανόητο έως αστείο κάποιος να την έχει βρει κιόλας με το να ξέρει ότι τον εκμεταλλεύονται, ότι τον χρησιμοποιούν, και να το αφήνει και να περνάει έτσι στα ψιλά ή να το σιγοντάρει να συνεχιστεί κιόλας. Οι πιο κυνικοί από μας θα αποφανθούν πάλι με λέξεις βαρίδια ότι αφού τα θέλει, ας τα παθαίνει -διαλαλώντας ότι δεν είναι τόσο χαζοί ώστε να την πάθουν κι οι ίδιοι, ούτε τόσο κακοί για να το κάνουν σε άλλον. Επιπλέον λέξεις για να γίνονται κύκλοι γύρω απ’ το νόημα, ζαλίζοντας τον πυρήνα της κατάστασης.
Δεν κάνετε λάθος, καλά το υποψιαστήκατε κι όταν εκμεταλλευτήκατε κι όταν σας εκμεταλλεύτηκαν. Έχεις πάντα επιλογή. Κι εκείνη τη στιγμή, σε εκείνην την περίοδο, σε ‘κείνη τη φάση, επιλέξατε κι επέλεξαν να πάρουν λιγότερα και να δώσουν κι από αυτά που δεν είχαν. Να κάνετε το κορόιδο σε ένα γέλιο που προοριζόταν για τη δική σας κοροϊδία. Να φάτε μούτρα, ψέματα και μισά λόγια σαν την ωραιότερη αλήθεια που σας είπαν ποτέ. Που είπατε ποτέ.
Ήταν επιλογή και βιώθηκε με όλη τη μεγαλοπρέπεια που της άξιζε. Ακόμα κι αυτή των άσκοπων λέξεων που ήθελαν να καταδικάσουν την ύπαρξή της, γιατί τα μυαλά που τις σχημάτιζαν και τα στόματα που τις άρθρωναν νομίζουν πως μπορούν να παίζουν τον θεό με αυτές, πλάθοντας κατά βούληση τον θύτη και το θύμα.
Η αλήθεια είναι –κι αυτή δεν είναι ποτέ απ’ τις ωραιότερες– ότι ούτε ο θεός ξέρει ποιος είναι ποιος, μέχρι να το παραδεχτεί ο ίδιος τόσο δυνατά και ξάστερα όσο θα το έκαναν οι λέξεις των άλλων γι’ αυτόν κι οι δικές του λέξεις για τους άλλους.
Ξέρετε, αυτοί οι ανήξεροι ξερόλες με τα πολλά ή λίγα γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου