ΟΡ. ἁπλοῦς ὁ μῦθος· τήνδε μὲν στείχειν ἔσω,
555 αἰνῶ δὲ κρύπτειν τάσδε συνθήκας ἐμάς,
ὡς ἂν δόλῳ κτείναντες ἄνδρα τίμιον
δόλῳ γε καὶ ληφθῶσιν, ἐν ταὐτῷ βρόχῳ
θανόντες, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν,
ἄναξ Ἀπόλλων, μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν.
560 ξένῳ γὰρ εἰκώς, παντελῆ σαγὴν ἔχων,
ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἐφ᾽ ἑρκείους πύλας
Πυλάδῃ, ξένος τε καὶ δορύξενος δόμων.
ἄμφω δὲ φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα,
γλώσσης ἀυτὴν Φωκίδος μιμουμένω.
565 καὶ δὴ θυρωρῶν οὔτις ἂν φαιδρᾷ φρενὶ
δέξαιτ᾽, ἐπειδὴ δαιμονᾷ δόμος κακοῖς·
μενοῦμεν οὕτως ὥστ᾽ ἐπεικάζειν τινὰ
δόμοις παραστείχοντα καὶ τάδ᾽ ἐννέπειν·
«τί δὴ πύλῃσι τὸν ἱκέτην ἀπείργεται
570 Αἴγισθος, εἴπερ οἶδεν ἔνδημος παρών;»
εἰ δ᾽ οὖν ἀμείψω βαλὸν ἑρκείων πυλῶν
κἀκεῖνον ἐν θρόνοισιν εὑρήσω πατρός,
ἢ καὶ μολὼν ἔπειτά μ᾽ οἱ κατὰ στόμα
ἐρεῖ, σάφ᾽ ἴσθι, καὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς καλεῖν,
575 πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν «ποδαπὸς ὁ ξένος;» νεκρὸν
θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι.
φόνου δ᾽ Ἐρινὺς οὐχ ὑπεσπανισμένη
ἄκρατον αἷμα πίεται τρίτην πόσιν.
νῦν οὖν σὺ μὲν φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς,
580 ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε·
ὑμῖν δ᾽ ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν,
σιγᾶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια.
τὰ δ᾽ ἄλλα τούτῳ δεῦρ᾽ ἐποπτεῦσαι λέγω,
ξιφηφόρους ἀγῶνας ὀρθώσαντί μοι.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Απλός ο λόγος· να γυρίσει σπίτι η Ηλέκτρα
και να κρατείτε σεις κρυφά τα σχέδιά μου,
που, όπως με δόλο τέτοιον άντρα έχουν σκοτώσει,
έτσι με δόλο να πιαστούν και στα όμοια βρόχια
και κείνοι να χαθούν, καθώς το είπε κι ο Φοίβος
ο Απόλλωνας, που ψέματα δεν είπ᾽ ως τώρα.
560 Λοιπόν με πλήρη αποσκευή σαν ταξιδιώτης
θα πάω μ᾽ αυτόν εδώ που βλέπεις τον Πυλάδη,
σαν παλιός ξένος σπιτικός, στην όξω πόρτα·
όπου κι οι δυο, σα να ᾽μαστε απ᾽ τα μέρη απάνω
του Παρνασσού, τη γλώσσα θα μιλούμ᾽ εκείνη
κάνοντας φωκιδιώτικη την προφορά μας.
Ας πούμε, δε θα μας δεχτεί με προθυμία
κανένας θυρωρός, γιατί κρατάει το σπίτι
δαιμόνου πείραξη, μα εμείς θα μείνομ᾽ έτσι,
ως που μας στοχαστούν διαβάτες και ρωτήσουν:
«Γιατί ν᾽ αφήνει τον ικέτη έξω απ᾽ την πόρτα,
570 αφού δε λείπει ο Αίγιστος και θα το ξέρει;»
Μ᾽ αν θα περάσω μια της πόρτας το κατώφλι
και νά ᾽βρω εκείνον στου πατέρα μου το θρόνο,
ή και κατόπι βγει μπροστά να μου μιλήσει
στόμα με στόμα και στα μάτια μ᾽ αντικρίσει,
ξέρε, πριν φτάσει να μου πει «πόθεν ο ξένος;»
νεκρό με μια γοργή σπαθιά σου τον ξαπλώνω.
κι έτσ᾽ η Ερινύα, που αμάθητη στο αίμα δεν είναι,
το τρίτο θενα πιει το ακράτο κέρασμά της.
Λοιπόν το νου σου τώρα εσύ στο σπίτι να ᾽χεις,
580 που όλα να ᾽ρθούνε βολικά το ᾽να με τ᾽ άλλο·
και σεις στη γλώσσα προσοχή· να μη μιλάτε
παρά όταν πρέπει κι όπως ο καιρός το θέλει.
555 αἰνῶ δὲ κρύπτειν τάσδε συνθήκας ἐμάς,
ὡς ἂν δόλῳ κτείναντες ἄνδρα τίμιον
δόλῳ γε καὶ ληφθῶσιν, ἐν ταὐτῷ βρόχῳ
θανόντες, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν,
ἄναξ Ἀπόλλων, μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν.
560 ξένῳ γὰρ εἰκώς, παντελῆ σαγὴν ἔχων,
ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἐφ᾽ ἑρκείους πύλας
Πυλάδῃ, ξένος τε καὶ δορύξενος δόμων.
ἄμφω δὲ φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα,
γλώσσης ἀυτὴν Φωκίδος μιμουμένω.
565 καὶ δὴ θυρωρῶν οὔτις ἂν φαιδρᾷ φρενὶ
δέξαιτ᾽, ἐπειδὴ δαιμονᾷ δόμος κακοῖς·
μενοῦμεν οὕτως ὥστ᾽ ἐπεικάζειν τινὰ
δόμοις παραστείχοντα καὶ τάδ᾽ ἐννέπειν·
«τί δὴ πύλῃσι τὸν ἱκέτην ἀπείργεται
570 Αἴγισθος, εἴπερ οἶδεν ἔνδημος παρών;»
εἰ δ᾽ οὖν ἀμείψω βαλὸν ἑρκείων πυλῶν
κἀκεῖνον ἐν θρόνοισιν εὑρήσω πατρός,
ἢ καὶ μολὼν ἔπειτά μ᾽ οἱ κατὰ στόμα
ἐρεῖ, σάφ᾽ ἴσθι, καὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς καλεῖν,
575 πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν «ποδαπὸς ὁ ξένος;» νεκρὸν
θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι.
φόνου δ᾽ Ἐρινὺς οὐχ ὑπεσπανισμένη
ἄκρατον αἷμα πίεται τρίτην πόσιν.
νῦν οὖν σὺ μὲν φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς,
580 ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε·
ὑμῖν δ᾽ ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν,
σιγᾶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια.
τὰ δ᾽ ἄλλα τούτῳ δεῦρ᾽ ἐποπτεῦσαι λέγω,
ξιφηφόρους ἀγῶνας ὀρθώσαντί μοι.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Απλός ο λόγος· να γυρίσει σπίτι η Ηλέκτρα
και να κρατείτε σεις κρυφά τα σχέδιά μου,
που, όπως με δόλο τέτοιον άντρα έχουν σκοτώσει,
έτσι με δόλο να πιαστούν και στα όμοια βρόχια
και κείνοι να χαθούν, καθώς το είπε κι ο Φοίβος
ο Απόλλωνας, που ψέματα δεν είπ᾽ ως τώρα.
560 Λοιπόν με πλήρη αποσκευή σαν ταξιδιώτης
θα πάω μ᾽ αυτόν εδώ που βλέπεις τον Πυλάδη,
σαν παλιός ξένος σπιτικός, στην όξω πόρτα·
όπου κι οι δυο, σα να ᾽μαστε απ᾽ τα μέρη απάνω
του Παρνασσού, τη γλώσσα θα μιλούμ᾽ εκείνη
κάνοντας φωκιδιώτικη την προφορά μας.
Ας πούμε, δε θα μας δεχτεί με προθυμία
κανένας θυρωρός, γιατί κρατάει το σπίτι
δαιμόνου πείραξη, μα εμείς θα μείνομ᾽ έτσι,
ως που μας στοχαστούν διαβάτες και ρωτήσουν:
«Γιατί ν᾽ αφήνει τον ικέτη έξω απ᾽ την πόρτα,
570 αφού δε λείπει ο Αίγιστος και θα το ξέρει;»
Μ᾽ αν θα περάσω μια της πόρτας το κατώφλι
και νά ᾽βρω εκείνον στου πατέρα μου το θρόνο,
ή και κατόπι βγει μπροστά να μου μιλήσει
στόμα με στόμα και στα μάτια μ᾽ αντικρίσει,
ξέρε, πριν φτάσει να μου πει «πόθεν ο ξένος;»
νεκρό με μια γοργή σπαθιά σου τον ξαπλώνω.
κι έτσ᾽ η Ερινύα, που αμάθητη στο αίμα δεν είναι,
το τρίτο θενα πιει το ακράτο κέρασμά της.
Λοιπόν το νου σου τώρα εσύ στο σπίτι να ᾽χεις,
580 που όλα να ᾽ρθούνε βολικά το ᾽να με τ᾽ άλλο·
και σεις στη γλώσσα προσοχή· να μη μιλάτε
παρά όταν πρέπει κι όπως ο καιρός το θέλει.