Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (88-127)

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί,
ποταμῶν τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων
90 ἀνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ,
καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ·
ἴδεσθέ μ᾽ οἷα πρὸς θεῶν πάσχω θεός.

δέρχθηθ᾽ οἵαις αἰκείαισιν
διακναιόμενος τὸν μυριετῆ
95 χρόνον ἀθλεύσω.
τοιόνδ᾽ ὁ νέος ταγὸς μακάρων
ἐξηῦρ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ δεσμὸν ἀεικῆ.
φεῦ φεῦ, τὸ παρὸν τό τ᾽ ἐπερχόμενον
πῆμα στενάχω· πῇ ποτε μόχθων
100 χρὴ τέρματα τῶνδ᾽ ἐπιτεῖλαι;

καίτοι τί φημι; πάντα προυξεπίσταμαι
σκεθρῶς τὰ μέλλοντ᾽, οὐδέ μοι ποταίνιον
πῆμ᾽ οὐδὲν ἥξει. τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ
αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ᾽ ὅτι
105 τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ᾽ ἀδήριτον σθένος.
ἀλλ᾽ οὔτε σιγᾶν οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας
οἷόν τέ μοι τάσδ᾽ ἐστί. θνητοῖς γὰρ γέρα
πορὼν ἀνάγκαις ταῖσδ᾽ ἐνέζευγμαι τάλας·
ναρθηκοπλήρωτον δὲ θηρῶμαι πυρὸς
110 πηγὴν κλοπαίαν, ἣ διδάσκαλος τέχνης
πάσης βροτοῖς πέφηνε καὶ μέγας πόρος.
τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω
ὑπαίθριος δεσμοῖς πεπασσαλευμένος.
ἆ ἆ ἔα ἔα.
115 τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ᾽ ἀφεγγής,
θεόσυτος, ἢ βρότειος, ἢ κεκραμένη;
τερμόνιον ἵκετ᾽ ἐπὶ πάγον
πόνων ἐμῶν θεωρός, ἢ τί δὴ θέλων;
ὁρᾶτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν,
120 τὸν Διὸς ἐχθρόν, τὸν πᾶσι θεοῖς
δι᾽ ἀπεχθείας ἐλθόνθ᾽ ὁπόσοι
τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν,
διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν.
φεῦ φεῦ, τί ποτ᾽ αὖ κινάθισμα κλύω
125 πέλας οἰωνῶν; αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς
πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει.
πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προσέρπον.

***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ω άγιε αιθέρα, κι ω γοργές φτερωτές αύρες,
πηγές των ποταμών, των θαλασσίων κυμάτων
90 χαμογέλασμα αρίθμητο, κι ολωνώ μάνα,
ω Γη! και συ που όλα τα πάντα βλέπεις, Ήλιε,
δείτε μ᾽ εγώ θεός απ᾽ τους θεούς τί πάσχω!

Κοιτάξετε, τί άτιμα βάσανα
με ξεσκίζουν, που αιώνες αμέτρητους
θα υποφέρω τραβώντας τα.
Γιατί τέτοιο ο καινούριος ο άρχοντας
των θεών για τα μένα σοφίστηκεν
ατιμότατο δέσιμο!
Τωρινές συμφορές, τρισαλίμονο,
κι όσες άλλες, στενάζω, μου μέλλουνται,
100 πότε πού τάχα μια άκρη θενά ᾽βρω;

Κι όμως τί λέγω; όλα εγώ από πριν τα ξέρω
ξάστερ᾽ οσά ᾽ναι για νά ᾽ρθουν, ουδέ θα μ᾽ εύρει
καμιά συμφορά ανέλπιστη· κι έτσι της μοίρας
το γραφτό πρέπει πιο ελαφρά και να υποφέρω,
μια που γνωρίζω πως κανείς με της ανάγκης
δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει.
Μα πάλι ούτε να κλείσω κι ούτε να μην κλείσω
το στόμα μου μπορώ, γιατί, για να προσφέρω
στους ανθρώπους τα δώρα μου, έμπλεξα σε τούτες
ο δύστυχος τις συμφορές, και το κλεμμένο
πλερώνω μες στο νάρθηκα της φωτιάς σπέρμα
110 που κάθε τέχνης δάσκαλος για τους ανθρώπους
έχει φανεί κι η πιο μεγάλη τους κυβέρνια.
Τέτοιο ᾽ν᾽ το κρίμα που πλερώνω καρφωμένος
κάτω απ᾽ τον ξέσκεπο ουρανό σ᾽ αυτό το βράχο.

Α, α!
Ποιός αχός, ποιά κρυφή μου ήρθε δω μυρουδιά;
Θεϊκιά τάχα ή ανθρώπινη, ή κι απ᾽ τα δύο μαζί;
Σαν ποιός στο βράχο εδώ στα πέριορα της γης
ήρθε να δει τα βάσανά μου; ή τί να θέλει;
Με βλέπετε τον άμοιρο θεό δεσμώτη
120 τον εχθρό του Διός, που στην έχθρητα
και των άλλων θεών όλων έπεσα,
στην αυλή του Διός όσοι μπαίνουνε,
απ᾽ αγάπη πολλή των ανθρώπων.
Οϊμένανε, οϊμέ!
Τί ᾽ναι τούτο που τώρα κοντύτερα
σαν πουλιών αγρικώ φτεροθόρυβο
να σφυρίζει αλαφρά περιτρόγυρα;
ό,τι να ᾽ναι που φτάνει, το τρέμω.

Η ιστοριογραφική σκέψη και μέθοδος στον Θουκυδίδη

Η ιστοριογραφία ως επιστήμη καταγράφει την εξέλιξη της ανθρώπινης πορείας μέσα στους αιώνες με απώτερο σκοπό την γνώση που θα προέλθει από τη σπουδή της. Προκαλεί τον άνθρωπο να διαβάσει, να εντρυφήσει και χρησιμοποιώντας το κριτικό του πνεύμα, να καταλήξει σε συμπεράσματα για το παρελθόν.
 
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί ο διδακτικός χαρακτήρας της Ιστορίας, ο οποίος υπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό του ιστορικού: Η διάθεσή του να αφήσει το έργο του παρακαταθήκη στους νεώτερους για να γνωρίσουν το παρελθόν και να ωφεληθούν γνωστικά και αισθητικά.
 
Θεμελιώδες στοιχείο της ιστοριογραφίας είναι δηλαδή η ωφέλεια που προκύπτει από τη μελέτη της Ιστορίας. Ο πρώτος συγγραφέας που συνέλαβε και υλοποίησε συστηματικά τις επιστημολογικές αρχές στην συγγραφή της Ιστορίας, ήταν ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης. Στο έργο του, “Ιστορίαι”, εντοπίζεται συμπυκνωμένη η παραπάνω ιστοριογραφική αντίληψη για τον σκοπό της Ιστορίας στην επιρρηματική φράση “κτήμα εσαεί” (Ι, 22). Διάθεση του ιστορικού είναι να διδάξει και επιπλέον να ωφελήσει τους αναγνώστες του κατά τρόπο ώστε αυτοί να αντιληφθούν τον ρουν των γεγονότων και να αντιδιαστείλουν την εποχή τους μ’ αυτή που περιγράφεται.
 
Η μέθοδος που ακολουθεί ο Θουκυδίδης αποτελείται από δύο μέρη: Πρώτα πάνω σε ποιο θεωρητικό υπόβαθρο σύνθεσε τις περίφημες δημηγορίες του και δεύτερον ποιες μαρτυρίες χρησιμοποιεί για να στηρίξει την αφήγησή του.
 
Αρχίζει ως εξής: “Οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά τη διάρκειά του, ήταν δύσκολο να αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος, όσο και εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι’ αυτό τις έγραψα, έχοντας υπ' όψιν τί ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας όσο το δυνατόν, τη γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν” (Ι, 22.1).
 
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης εκφράζει τη θεμελιακή του επιθυμία για ακρίβεια στα λόγια που ειπώθηκαν. Δεν κατάφερε μάλλον να παρουσιάσει με ακρίβεια τα λεχθέντα και τη δομή των αρχικών λόγων. Εντούτοις, τοποθέτησε τους ομιλητές του να λένε αυτό που ο ίδιος νόμιζε ότι ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Στην φράση, “που να αρμόζει καλύτερα”, (τα δέοντα), προσεγγίζουμε τον πυρήνα του συγκεκριμένου χωρίου, αφού αυτό είναι το στοιχείο που περιέχουν οι δημηγορίες. Μιλώντας παρακάτω, ο ιστορικός για τον Θεμιστοκλή, τον χαρακτηρίζει άριστο στο να συλλαμβάνει, “τα δέοντα” - κράτιστος αὐτοσχεδιάζειν τά δέοντα - και έτσι καθίσταται φανερό από τα συμφραζόμενα ότι έχει στο νου του την ικανότητα του Θεμιστοκλή να διακρίνει τα αποφασιστικά στοιχεία σε κάθε πρακτική περίσταση.
 
Ο Θουκυδίδης εννοεί ότι σε κάθε δημηγορία προβάλλει τα γενικά δεδομένα, πολιτικού, κοινωνικού, ιστορικού και ψυχολογικού χαρακτήρα από τα οποία εξαρτάται η πολιτική επιλογή σε κάθε δεδομένη στιγμή.
 
Οι δημηγορίες περιλαμβάνουν μια ανάλυση, και συστηματοποίηση, των κύριων παραγόντων του πολέμου, όπως αυτοί γίνονταν αντιληπτοί κάθε φορά από τους ηγέτες των διάφορων πόλεων - κρατών, ή από τους ηγέτες των αντιθέτων παρατάξεων στην ίδια πόλη. Οι δημηγορίες, δηλαδή, που παρουσιάζονται, δεν είναι λεπτομερή αντίγραφα των δημηγοριών που ειπώθηκαν από τους εκάστοτε ρήτορες. Φυσικά, αν ήταν, δεν θα ήταν δυνατόν να εμπεριέχουν την ίδια την κρίση του Θουκυδίδη. Από την άλλη πλευρά, όμως δεν προβάλλουν τις προσωπικές του απόψεις, γιατί αλλιώς δεν θα περιοριζόταν στις θέσεις των πραγματικών ομιλητών.
 
Απομένει ένα άλλο ζήτημα ερμηνείας που αποσαφηνίζει το νόημα του χωρίου: Η ρητορική σημασία που είχαν γι’ αυτόν οι λέξεις, “τα δέοντα”. Όταν μιλά για τον Θεμιστοκλή, εκφράζει τον θαυμασμό του και την κατάπληξή του για την ιδιοφυία του χάριν στην οποία μπορούσε να διακρίνει και να προβάλλει τα δέοντα. Σε άλλα σημεία του έργου λέει ότι και ο Περικλής και ο Αντιφών είχαν την ίδια ικανότητα. Χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις και για τους τρεις άνδρες.
 
Ο Γοργίας στην Ελένη χρησιμοποιεί “το δέον” για να περιγράψει τον τρόπο συλλογισμού ενός ομιλητή. Στον “Φαίδρο” του Πλάτωνα, όταν ο Σωκράτης πρόκειται να αναλύσει τον λόγο που μόλις του διαβάστηκε, αναφέρεται σαφώς στην επιχειρηματολογία του , σε αντίθεση με την γλώσσα του όπως κι ο Θουκυδίδης, με τις λέξεις τα δέοντα. Ένα χωρίο στο τέλος του κεφαλαίου 22 λέει ότι το έργο του θα εκθέσει τη φύση των γεγονότων που θα συμβούν στο μέλλον. Ο απαίδευτος Θεμιστοκλής, λέει ο Θουκυδίδης ότι έβλεπε ακριβώς αυτό. Επίσης, ο Περικλής ρητά επαινείται για την ικανότητά του να προβλέπει και η Ιστορία ασχολείται εκτεταμένα με το πόσο σωστές ήταν αυτές οι προβλέψεις. Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα δέοντα είναι οι φορείς των τάσεων της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης στις οποίες μπορεί να βασιστεί η δυνατότητα της πρόβλεψης.
 
Προξενούσε μεγάλη κατάπληξη το γεγονός ότι ο Θεμιστοκλής είχε αυτή την ικανότητα και αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε απίθανο να ήταν ο Θεμιστοκλής γνώστης αυτών των βαθιών και επαναλαμβανόμενων στοιχείων της εμπειρίας που επιτρέπουν την πρόγνωση. Επομένως, η γνώση τους πρέπει να κερδήθηκε μετά την εποχή του Θεμιστοκλή και καθώς αυτή η γνώση χρησιμοποιείται στη ρητορική, δύσκολα θα μπορούσε να διαχωριστεί από τη σοφιστική κίνηση. Είναι σαφές ότι οι λέξεις “τα δέοντα” έχουν μερικώς ρητορική έννοια.
 
Τα σοφιστικά επιχειρήματα έδιδαν την εντύπωση ότι προσέδιναν την δυνατότητα μιας βαθύτερης γνώσης της ανθρώπινης φύσης.
 
Τα επιχειρήματα αυτά φαίνονταν ακόμη πιο πολύτιμα, γιατί εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες της ρητορικής και κατά συνέπεια της διακυβέρνησης.
 
Η σοφιστική ρητορική είχε αναπτυχθεί, γιατί φαινόταν να εφοδιάζει τους ομιλητές με τα μέσα να εκτιμούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και να υπολογίζουν την πιθανή πορεία των γεγονότων. Η ρητορική δεν ήταν μια τέχνη διακοσμητική του λόγου χωρίς καμία σχέση με τη σκέψη. Αφορούσε τη σκέψη και την έκφραση, συμπυκνώνοντάς τις και συναιρώντας τις σ’ ένα πολύ πρακτικό μέσο. Η ρητορική ήταν ο απόλυτος φορέας της πολιτικής σκέψης. Στον Θουκυδίδη φαινόταν ότι η ρητορική της εποχής του ήταν ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης.
 
Έχοντας περιγράψει ο συγγραφέας τις δημηγορίες και δηλώσει ότι λεπτομερειακή ακρίβεια δεν είναι δυνατόν ν’ αναμένεται σ’ αυτές, προχωρεί λέγοντας ότι στην εξιστόρηση των γεγονότων δεν φείσθηκε κόπου για να επιτύχει απόλυτη πιστότητα.
 
Στην εξιστόρηση των γεγονότων τήρησε το ιδεώδες της απόλυτης και αυστηρά διακριβωμένης αλήθειας. Απέφυγε την πρακτική του Ηροδότου να μεταφέρει άκριτα τυχαία στοιχεία. Βασίζεται είτε στη δική του προσωπική παρατήρηση ή στις ελεγμένες αναφορές μαρτύρων. Οι πληροφοριοδότες ήταν άνθρωποι και των δύο παρατάξεων. Σ’ αυτό τον βοήθησε η εξορία του, όπου κατάφερε να μιλήσει με ανθρώπους και των δύο παρατάξεων.
 
Οι μέθοδοι και οι τεχνικές του Θουκυδίδη αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την ανάπτυξη των επιστημονικών αρχών της ιστοριογραφικής επιστήμης. Έθεσαν τις βάσεις και τις αρχές της επιστημονικής έρευνας που βασιζόταν πια στην αυτοψία και την ενδελεχή έρευνα. Ερευνώντας το παρελθόν και συγκεντρώνοντας στοιχεία γι’ αυτό, ήθελε να ενσκήψει στην βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ιστορίας: Στην ικανότητά της να διδάσκει τους νεότερους και να τους δημιουργεί μια κριτική σκέψη τέτοια ώστε να είναι ικανοί να ενταχθούν στην πορεία των πραγμάτων.

Βολεμένοι στις σχεδόν σχέσεις, ζούμε μια απόλυτη μοναξιά

Πόσο δύσκολο είναι ο καθένας μας, να βρει το άλλο του μισό; Εκείνον τον έναν που θα κουμπώσει μαζί του εσαεί. Δεν ξέρω αν είναι θέμα τύχης, σίγουρα όμως είναι και θέμα προσπάθειας. Δεν γίνεται να παραπονιέσαι πως δεν μπορείς να βρεις κανέναν, χωρίς να έχεις μπει στον κόπο να αρχίσεις να ψάχνεις αυτόν που θα ήθελες να βρεις. Αυτόν που το φαντασιακό σου, έκανε πολλές φορές εικόνα. Μια εικόνα που κάθε τόσο ξεθωριάζει, αμήχανα.

Κι αφού δεν διαθέτεις την κατάλληλη υπομονή για να βρεις αυτόν τον μοναδικό στα δικά σου μάτια, διαλέγεις την άλλη οδό. Προτιμάς να σκορπίζεσαι σε ξένες αγκαλιές. Βολεύεσαι με ψεύτικα φιλιά, περνάς τα βράδια σου με λάθος πρόσωπα. Βοηθοί σου το αλκοόλ, τα τσιγάρα, γίνεται λιγότερο επώδυνο έτσι. Μη γελιέσαι όμως, όποιον και να βρεις κανένας σαν το άλλο σου μισό.

Όχι, δεν είναι άπιαστο όνειρο και η φιλοσοφία αυτή δεν είναι για τους ρομαντικούς. Αξίζει τον κόπο και η προσπάθεια και η αναμονή. Αρκεί να βάλεις στην άκρη τις φοβίες σου. Και τι έγινε αν για λίγο καιρό μείνεις μόνος σου. Κανένας δεν θα σε κατηγορήσει για αυτήν την επιλογή. Η μοναξιά δεν είναι σημάδι αδυναμίας αλλά δύναμης.

Γιατί θέλει δύναμη να είσαι μόνος από επιλογή, σε έναν κόσμο που προωθεί τον ναρκισσισμό με κάθε τρόπο. Και οι περισσότεροι μετράνε σχέσεις για να ανέβουν level. Για να νιώσουν πιο ποθητοί, για να μαζέψουν περισσότερα like, για να έχουν πιο πολλούς φίλους, εάν και εικονικοί ας είναι.

Βολευτήκατε στις σχεδόν σχέσεις, κρυφτήκατε πίσω από στερεότυπα και φόβους και ξεχάσατε το πιο σημαντικό. Πως είναι να αγαπάς αληθινά κάποιον. Εάν δεν φωνάζει αυτό μοναξιά, κανένα κραυγαλέο όσο αυτό. Ίσως, πιο καλή η μοναξιά από εσένα που δεν έχω.

Ο ρόλος σου στον κόσμο είναι απλώς να πιάνεις τόπο;

Δεν αντέχουμε τον πόνο, γι’ αυτό γινόμαστε αναίσθητοι. Φοβόμαστε να ζήσουμε κι ακόμη πιο πολύ φοβόμαστε να πεθάνουμε.
 
Κατηγορούμε το παρελθόν, λατρεύουμε να κατηγορούμε το παρελθόν, κι όλο τον κόσμο της εποχής εκείνης, αλλά νιώθουμε ανίκανοι να κάνουμε κάτι για το παρόν ή το μέλλον.
 
Βλέπουμε τους άλλους με καχυποψία κι ακόμη πιο πολύ τον εαυτό μας.
 
Έχουμε ξεχάσει πως ν΄ακούμε τις φωνές μας.
 
Δε συντονιζόμαστε μ΄αυτό που έρχεται από εμάς.
 
Χάνουμε το παρόν, το αφήνουμε να μας ξεφεύγει. Δεν ξέρουμε ότι δική μας είναι η εκλογή, ότι μπορούμε να εκλέξουμε τη χαρά. Μας λείπουν οι στόχοι και δεν καταλαβαίνουμε γιατί ζούμε.
 
Ποτέ δε ρωτάμε τον εαυτό μας: “Τι κάνω εδώ τώρα;”
 
Ο ρόλος σου στον κόσμο είναι απλώς να πιάνεις τόπο;

To τρίπτυχο της επιτυχίας: Μην απολογείσαι, μην εξηγείς και μην γκρινιάζεις

Πόσο συχνά απολογούμαστε, εξηγούμε, παραπονιόμαστε στη ζωή μας; Πόσο λάθος κάνουμε;

Κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους λιγότερο άξιο από τους άλλους, ζουν στον συνεχή φόβο μην πουν ή μην κάνουν το παραμικρό λάθος στις σχέσεις τους, καταρρέουν κυριολεκτικά αν αυτό συμβεί.

Βλέποντας όλα τα θετικά τους στοιχεία να σωριάζονται σαν χάρτινος πύργος, καταφεύγουν σε παράπονα, απολογίες και άπειρες εξηγήσεις για να δικαιολογηθούν, από τον φόβο ότι δεν είναι αρκετοί για να έλξουν τη συμπάθεια και την αγάπη, εκτός κι αν είναι άψογοι.

Είναι οι άνθρωποι που τα πρωινά αντικρύζουν τη μέρα γεμάτοι κούραση και ανησυχία, φοβούνται το αύριο, το μέλλον και τις απώλειες, κάνοντας διαρκή ανασκόπηση τί είναι αυτό που δεν έκαναν σωστά και πόσο κινδυνεύουν να διασυρθούν και να εκτεθούν, πώς θα ξεφύγουν από τον εξευτελισμό, την μοναξιά και την απομόνωση.

Οι απολογίες

«Οι φίλοι σου δεν τις χρειάζονται και οι εχθροί σου, έτσι κι αλλιώς δεν θα σε πιστέψουν»

«Ο άνθρωπος στα 80% της ζωής του εκτίθεται» -Γούντυ Άλλεν

Η απολογία, αν και χρήσιμη μόνο όταν κάποιος κάνει κάτι κακό και σκοπεύει να το διορθώσει, είναι μια από τις πιο διαστρεβλωμένες αντιλήψεις στις σχέσεις και είναι καλό να χρησιμοποιείται με φειδώ και λιτότητα.

Οι απολογίες, τις περισσότερες φορές δεν αφορούν κάποια κακή πράξη αλλά παραίτηση, εκχώρηση και καταπάτηση προσωπικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας να είναι κάποιος όπως αυτός θέλει, εφόσον αυτό δεν προκαλεί βλάβη στους άλλους.

Όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους που κάνουν αυτό το πράγμα συνεχώς (μήπως το κάνουμε κι εμείς… οι ίδιοι;), χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο ευάλωτοι γίνονται στα χέρια των άλλων.

Οι απολογούμενοι πιστεύουν ότι μια τέτοια προσαρμογή στη ζωή είναι η μόνη τους επιλογή, σαν να πιστεύουν βαθύτερα ότι δεν τους μένει τίποτε άλλο να κάνουν, σαν να μην έχουν την παραμικρή υποψία ότι μπορούν να δουν τις σχέσεις διαφορετικά.

Οι απολογίες στις διαπροσωπικές σχέσεις για οτιδήποτε δεν είναι παρά ένα- και μάλιστα κακό δεκανίκι μια ελαττωματικής αυτοπεποίθησης, στηριγμένης στην γνώμη των άλλων. Είναι οι άνθρωποι με μειωμένη αυτοπεποίθηση που συνήθως απολογούνται από τον φόβο να μην χάσουν τους άλλους, την εκτίμηση και την παρουσία τους, καθώς μέσα από αυτούς και μόνο διαμορφώνουν την ζωή τους, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους.

Οι εξηγήσεις

Οι πολλές εξηγήσεις είναι απαραίτητες οπουδήποτε αλλού εκτός από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Μπορούμε για παράδειγμα να δώσουμε άπειρες εξηγήσεις μέχρι κάποιος να καταλάβει πώς να κατασκευάσει ένα όμορφο κήπο, ή να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα αλλά είναι πολύ μάταιες όταν στις διαπροσωπικές σχέσεις εξηγούμε ατελείωτα γιατί δεν είναι δικό μας το λάθος.

Αλήθεια, σκεφθήκατε ποτέ ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτό; Αν έκανες λάθος, πάει το έκανες, δεν θα ήταν άσχημα να το ξαναδείς και να το διορθώσεις για το μέλλον αλλά μέχρις εκεί. Αν η σχέση σου σε χρεώσει σε αβάστακτο βαθμό τότε υπάρχει πρόβλημα στη σχέση κι αυτό δεν οφείλεται στο λάθος σου και μόνο.

Τα παράπονα

Τα παράπονα ενοχλούν τους άλλους, τρελαίνουν αυτόν που παραπονιέται και καταστρέφουν σχέσεις εξίσου καλά με τις απολογίες και τις ατελείωτες εξηγήσεις.

Τα παράπονα είναι η φυσική συνέχεια της απολογίας και των εξηγήσεων. Κάποιος που συνηθίζει να δίνει αναλυτικές και ατέλειωτες εξηγήσεις, που απολογείται για το κάθε τι επιφυλάσσει στον εαυτό του το θλιβερό δικαίωμα να κάνει συνεχώς παράπονα, σαν να είναι ένας τρόπος προφύλαξης από αόρατες, μελλοντικές κατηγορίες.

Οι άνθρωποι που παραπονιούνται έχουν συνήθως κρυφές προσδοκίες, δεν τολμούν να τις που φανερά και περιμένουν από τους άλλους να τις αντιληφθούν.

Ο (λογικός) καβαλάρης και το (συναισθηματικό) άλογο: Βρίσκοντας την ισορροπία

Ο εγκέφαλος χωρίζεται συμβολικά σε δύο ημισφαίρια. Η δεξιά πλευρά είναι το «συναισθηματικό» ή το «διαισθητικό» ημισφαίριο και η αριστερή είναι η «λογική» πλευρά. Η επίτευξη της ισορροπίας και επομένως της ευημερίας εξαρτάται από την σχέση ανάμεσα στις δύο αντίθετες πλευρές.

Φιλοσοφικά μιλώντας, το συναισθηματικό κέντρο είναι η πιο αρχαία περιοχή του εγκεφάλου. Παρόλα αυτά, η τωρινή είναι η νεότερη περιοχή, όπου ο λογικός και ο ορθολογικός νεοφλοιός μας επιτρέπει να εκτελούμε εξελιγμένα και πνευματικά καθήκοντα.

Το συναίσθημα και η λογική δεν είναι αντίθετες δυνάμεις καθώς τα συναισθήματα είναι η βάση της λογικής και μας βοηθούν να κρίνουμε τις εμπειρίες μας. Ο νευροεπιστήμονας Paul MacLean συγκρίνει την σχέση μεταξύ των λογικών και συναισθηματικών πλευρών του εγκεφάλου μας με την σχέση μεταξύ ενός ικανού καβαλάρη (έμπειρου και λογικού) και του αλόγου του (δυνατό και ενστικτώδες).

Η προσωπική ισορροπία καθορίζεται από την σχέση μεταξύ των συναισθηματικών και λογικών πλευρών του μυαλού σας.

Βρίσκοντας την προσωπική ισορροπία

Η αγγλική λέξη balance (=ισορροπία) προέρχεται από την λατινική aequilibrĭum, που αποτελείται από την λέξη «aequus» που σημαίνει «ίσος» και την λέξη «libra» που σημαίνει «εξισορρόπηση». Όλοι βλέπουμε την ισορροπία σε ιδιότητες όπως στην αρμονία, στην ισότητα, στην συγκράτηση, στην σοφία, στην λογική και φυσικά, στους ανθρώπους που έχουν μια καλή ψυχική υγεία.

Όταν ο συναισθηματικός και ο λογικός εγκέφαλος βρίσκονται σε ισορροπία, έχετε μια σαφή εικόνα του εαυτού και της κατάστασης σας. Για παράδειγμα, σε μια κατάσταση επιβίωσης, και τα δύο συστήματα (συναισθηματικό και λογικό) θα μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα, αλλά αρμονικά.

Η συναισθηματική πλευρά θα σας έδινε την ενέργεια να πράξετε άμεσα (για παράδειγμα, να κρατηθείτε από κάγκελα ή από ένα πρεβάζι αν πέσετε από ένα γκρεμό). Αλλά η λογική πλευρά είναι αυτή που θα σκεφτόταν τι να κάνετε στην συνέχεια ( έτσι ώστε να μην κρέμεστε από τον γκρεμό για πάντα).

Η προσωπική ισορροπία καθορίζει την ευημερία.

Ο καβαλάρης και το άλογο

Ένας ικανός καβαλάρης πρέπει να μάθει να ελέγχει το άλογο του αν θέλει να το ιππεύσει. Ο έλεγχος του αλόγου είναι ευκολότερος για τον αναβάτη αν βρίσκεται σε ένα μονοπάτι χωρίς εμπόδια και αν έχει καλό καιρό. Αλλά, αν συμβεί κάτι απρόοπτο, όπως ένας δυνατός θόρυβος ή μια απειλητική συνάντηση με κάποιο ζώο, το άλογο θα αφηνιάσει. Ο καβαλάρης θα πρέπει να κρατηθεί σφιχτά, να διατηρήσει την ισορροπία και ευγενικά να ηρεμήσει το άλογο.

Ένα παρόμοιο φαινόμενο συμβαίνει όταν κάποιος βιώνει μια απειλητική κατάσταση, τρόμο ή ακόμα και σ3ξουαλική επιθυμία. Αυτού του είδους οι καταστάσεις κάνουν πιο δύσκολη την διατήρηση του ελέγχου. Αυτό συμβαίνει επειδή το μεταιχμιακό σύστημα ανιχνεύει μια έντονη κατάσταση και αποφασίζει ότι υπάρχει μια απειλή, έτσι αρχίζει να χάνει την σύνδεση με το ορθολογικό σύστημα (μετωπιαίος λοβός).

Επομένως, η νευροεπιστημονική έρευνα δείχνει ότι η κακή αντίληψη δεν προκαλεί περισσότερα τα περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα. Αλλά οι περιοχές που εστιάζουν στο άγχος ευθύνονται. Είναι πολύ δύσκολο να αναλογιστείτε τις λογικές ιδέες όταν ο συναισθηματικός εγκέφαλος σας βρίσκεται σε εγρήγορση και επικεντρώνεται στους αντιληπτούς κινδύνους.

Αλλά τι γίνεται αν ο καβαλάρης δεν μπορεί να ελέγξει το άλογο;

Μερικές φορές θυμώνετε με κάποιον που αγαπάτε ή φοβάστε κάτι που πρέπει να κάνετε. Αυτό οδηγεί σε μια εσωτερική διαμάχη. Το ένστικτο σας και ο εγκέφαλος αρχίζουν μια μάχη που δεν σας κάνει να αισθάνεστε όμορφα ανεξάρτητα από τον νικητή.

Αν ο καβαλάρης (λογικός εγκέφαλος) και το άλογο (συναισθηματικός εγκέφαλος) διαφωνούν, ποιος νικά; Αρχικά, θα μπορούσατε να πείτε ότι το άλογο θα νικήσει. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πιο πιθανό ότι θα συνέβαινε, τουλάχιστον πριν αναπτυχθεί εντελώς ο εγκέφαλος. Το οποίο σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες συμβαίνει γύρω στην ηλικία των 21.Πριν από αυτή, ο προμετωπιαίος λοβός εξακολουθεί να μην έχει σταματήσει να αναπτύσσεται. Εκτός και αν έχετε αναπτύξει δεξιότητες για να αντισταθμίσετε αυτή την αδυναμία, είναι το λιγότερο πιθανό να νικήσει στον αγώνα ενάντια στην ενέργεια του μεταιχμιακού συστήματος.

Μόλις ο εγκέφαλος ολοκληρώσει την ανάπτυξη του (ή σχεδόν την έχει ολοκληρώσει καθώς ποτέ δεν σταματά να αλλάζει) είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον να ελέγξει την ενστικτώδης και συναισθηματική πλευρά του. Φυσικά, η εμπειρία και οι ικανότητες που κερδίζονται με τις συγκυρίες της ζωής αποτελούν σπουδαία βοήθεια. Αυτά τα δύο εργαλεία, η εμπειρία και η συναισθηματική νοημοσύνη, είναι αυτές που σας βοηθούν να ελέγξετε τις σκέψεις και τα συναισθήματα σας καθώς και τον συναισθηματικό εγκέφαλο. Το να τον αφήσετε ελεύθερο μπορεί να προκαλέσει όλεθρο στην ζωή σας.

«Ακολούθα την καρδιά σου αλλά πάρε και το μυαλό μαζί σου» -Άλφρεντ Άντλερ

Πόσο χαμένος πήγε όλος ο κόπος τους

Θέλεις τώρα να μάθεις γιατί αυτοί οι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι δεν ζουν πολλά χρόνια; Αρκεί να προσέξεις τούτο μόνο, πόση επιθυμία έχουν να ζήσουν πολύ. Ενώ είναι υπέργηροι, ικετεύουν στις προσευχές τους να τους δοθούν λίγα ακόμα χρόνια ζωής` προσποιούνται ότι είναι νεότεροι από όσο είναι` ικανοποιούνται με ένα ψέμα, και είναι τόσο ευχαριστημένοι που εξαπατούν τον εαυτό τους., όσο θα ήταν αν, παράλληλα, εξαπατούσαν και τη μοίρα. Όταν όμως τελικά κάποια ασθένεια τους υπενθυμίσει ότι είναι θνητοί, πόσο τρομαγμένοι πεθαίνουν, καθώς νιώθουν ότι τους αποσπούν από τη ζωή και ότι δεν την εγκαταλείπουν απλώς!

Φωνάζουν ότι στάθηκαν ανόητοι, γιατί στην πραγματικότητα δεν έζησαν, και ότι, αν καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτή την αρρώστια, θα ζήσουν από εκεί και πέρα απολαμβάνοντας ελεύθερα το χρόνο τους. Τότε και μόνο τότε αντιλαμβάνονται πόσο μάταιο ήταν να αγωνίζονται για πράγματα που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν, πόσο χαμένος πήγε όλος ο κόπος τους.

Όσοι όμως έζησαν τη ζωή τους μακριά από τέτοιο φόρτο εργασίας για ποιο λόγο να νομίσουν ότι η ζωή τους υπήρξε σύντομη; Κανένα μέρος της δεν παραδόθηκε σε κάποιον άλλον, κανένα δεν σπαταλήθηκε εδώ και εκεί, κανένα δεν εγκαταλείφθηκε στην τύχη, κανένα δεν καταστράφηκε από αμέλεια, κανένα δεν αφαιρέθηκε από σπάταλες προσφορές, κανένα δεν παρέμεινε αχρησιμοποίητο` ολόκληρη η ζωή, για να το πω έτσι, τους αποδίδεται και πάλι. Και έτσι, όσο μικρή κι αν ήταν, υπήρξε απόλυτα ικανοποιητική` γι’ αυτό, όποτε κι αν έρθει η τελευταία του μέρα, ο σοφός άντρας δεν θα διστάσει να πάει να συναντήσει το θάνατο με βήμα σταθερό.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Η «παρένκλισις» των ατόμων


Το προγενέστερο ατομικό σύστημα του Δημόκριτου, δεν αναγνώριζε κανενός είδους «αποκλίνουσα συμπεριφορά» των ατόμων. Η δημοκρίτεια κοσμολογία είναι απόλυτα ντετερμινιστική: σύμφωνα μ’ αυτήν, κάθε τι που συμβαίνει στο σύμπαν είναι η αναπόδραστη συνέπεια όσων συνέβηκαν προηγουμένως. Η τροχιά κάθε ατόμου, που διαφοροποιείται μόνο από τις κρούσεις του με άλλα άτομα, όλα τα γεγονότα, παρελθόντα, παρόντα και μελλοντικά, περιλαμβανομένου και του γεγονότος πως εσείς υπάρχετε και διαβάζετε αυτή τη φράση τούτη τη στιγμή, υπαγορεύονται από την αναγκαιότητα – ή ειμαρμένη. Ο Επίκουρος, αντίθετα, υποστήριξε την υπόθεση ότι, καθώς τα άτομα διασχίζουν το κενό, είναι δυνατό «σε τόπο και χρόνο απροσδιόριστο» να αποκλίνουν από την ευθύγραμμη πορεία. Αυτές οι τυχαίες αποκλίσεις είναι πολύ μικρές και συμβαίνουν ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των άλλων ατόμων. Με φιλοσοφικούς όρους, ο Επίκουρος τάσσεται υπέρ της απροσδιοριστίας – που σημαίνει πως, ο,τιδήποτε συμβαίνει μέσα στο σύμπαν είναι τυχαίο περισσότερο, παρά αναπόφευκτο.

Οι σύγχρονοι φυσικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το αν η ύλη συμπεριφέρεται με θεμελιωδώς ντετερμινιστικό ή μη ντετερμινιστικό τρόπο. Η ανακάλυψη της αρχής της αβεβαιότητας το 1927 από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός με καταλυτικό ρόλο στη διαμάχη αυτή. Το δίλημμα που παρουσιάζει η αρχή αυτή, είναι πως αδυνατούμε να εξακριβώσουμε ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια, τη θέση και την ορμή οποιουδήποτε σωματιδίου: όσο πιο ακριβής είναι ο προσδιορισμός της μιας, τόσο θα πρέπει αυτό να συνεπάγεται μια λιγότερο ακριβή μέτρηση της άλλης. Λόγω αυτής της εγγενούς ανακρίβειας, θα πρέπει να εισάγεται στις προβλέψεις ένας βαθμός «απροσδιοριστίας», μέσα σε ορισμένα όρια πιθανοτήτων. Ωστόσο, όταν μιλάμε για «απροσδιοριστία» με την πλήρη φιλοσοφική της έννοια, αναφερόμαστε σε κάτι πολύ βαθύτερο: σε τυχαίες αποκλίσεις που είναι αξιωματικού χαρακτήρα – σε μια θεμελιώδη ιδιότητα της ίδιας της ύλης. Υπάρχουν, λοιπόν, όρια ως προς το τι μπορεί να μετρηθεί, όπως ανακάλυψε ο Χάιζενμπεργκ, και αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως δεν μπορούμε να προβούμε σε διαβεβαιώσεις αναφορικά με συμβάντα που ξετυλίγονται πέραν αυτών των ορίων. Έτσι, η αρχή της αβεβαιότητας δεν στηρίζει καμία από τις δύο πλευρές της διαμάχης.

Ωστόσο, η κριτική του Επίκουρου στον ντετερμινισμό του Δημόκριτου ξεκινά από μια εύλογη παρατήρηση ενός οφθαλμοφανούς γεγονότος` μια παρατήρηση μεγάλη όσο και το ίδιο το σύμπαν: αν τα άτομα δεν παρέκκλιναν ποτέ από την ευθύγραμμη πορεία τους στο κενό, πως θα μπορούσαν να βρουν έστω και μια ευκαιρία να συγκρουστούν μεταξύ τους; Δεν θα συνέχιζαν απλά να πέφτουν βροχηδόν σε παράλληλες πορείες, για πάντα; Ακριβώς το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζουν οι κοσμολόγοι και σήμερα, στην προσπάθειά τους να περιγράψουν την πρώιμη ιστορία του σύμπαντος. Θέλουν να μάθουν πως συνέβη και, αντί για μια ομοιόμορφα κατανεμημένη ατομική ομίχλη, η φύση είναι γεμάτη με γαλαξίες, άστρα και πλανήτες.

Συνδυασμένη ανάλυση δεδομένων τριπλασιάζει το ποσοστό των γλοιονίων σε ένα πιόνιο

Με μια πρώτη ματιά, το πιόνιο μοιάζει απλό. Είναι το ελαφρύτερο μεσόνιο, αποτελούμενο από ζεύγος κουάρκ-αντικουάρκ. Όμως όπως όλα στην κβαντική χρωμοδυναμική (QCD) – τη θεωρία της ισχυρής πυρηνικής δύναμης – τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα όσο τα κοιτά κάποιος από πιο κοντά. Το πιόνιο, όπως αποδεικνύεται, περιέχει όχι μόνο ζεύγος κουάρκ «σθένους» και αντικουάρκ, αλλά επίσης μια «θάλασσα» εικονικών (εν δυνάμει) κουάρκ τα οποία αναδύονται και εξαφανίζονται. Επιπροσθέτως, το πιόνιο φιλοξενεί γλοιόνια, που είναι οι φορείς της ισχυρής δύναμης που κρατούν τα κουάρκ και αντικουάρκ μαζί. Προηγούμενες μελέτες υποστήριζαν ότι τα γλοιόνια συνεισφέρουν μόνο το 10% στην ορμή του πιονίου σε τυπικές πειραματικές ενέργειες των λίγων GeV, όμως η νέα μελέτη ενσωματώνοντας παλιά και νέα δεδομένα έχει βρει ότι το ποσοστό των γλοιονίων είναι 30%.

Ορισμένες από τις πρώτες προσπάθειες στην εξέταση του εσωτερικού του πιονίου συνέβησαν τη δεκαετία του 1980, όταν ερευνητές κατέγραψαν τη σκέδαση πιονίων από σταθερούς πυρηνικούς στόχους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είχαν μεγάλη αβεβαιότητα λόγω της έλλειψης δεδομένων σε χαμηλή ορμή. Στη δεκαετία του 2000, οι επιστήμονες άρχισαν να αντλούν πληροφορίες σχετικά με το πιόνιο χρησιμοποιώντας συγκρούσεις μεταξύ ηλεκτρονίων και πρωτονίων που παράγουν νετρόνια, μια διαδικασία που, σε ορισμένες ενέργειες και γωνίες παραγωγής, εμπεριέχει ανταλλαγή ενός πιονίου.

Ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στην Raleigh, το Πανεπιστήμιο του Connecticut στη Storrs και το Εργαστήριο Jefferson στη Virginia, έχουν τώρα συνδυάσει τα δεδομένα παραγωγής νετρονίων με παλιότερα δεδομένα σκέδασης πιονίου-πυρήνα. Για να καταστήσουν τα σύνολα των δεδομένων συμβατά, χρησιμοποίησαν τις προβλέψεις της QCD και για τις δυο [υψηλής- και χαμηλής-ενέργειας] διεργασίες. Η τελική τους ανάλυση του πιονίου με όρους συνεισφοράς στην ορμή, στα GeV των πειραματικών ενεργειών, είναι 54% από τα κουάρκ σθένους, 16% από τη θάλασσα (των εικονικών) κουάρκ και 30% από τα γλοιόνια.

Το παράδοξο του Jevons

Στα οικονομικά, το παράδοξο Jevons συμβαίνει όταν η τεχνολογική πρόοδος αυξάνει μεν την αποδοτικότητα μιας μηχανής με την μείωση των πόρων που  χρησιμοποιούνται για την λειτουργία της, αλλά το ποσοστό της κατανάλωσης των πόρων αυξάνεται λόγω της αυξανόμενης ζήτησης. Το παράδοξο Jevons είναι ίσως το πιο γνωστό παράδοξο στην περιβαλλοντική οικονομία. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις και περιβαλλοντολόγοι γενικά υποθέτουν ότι τα κέρδη από την αποδοτικότητα των μηχανών θα μειώσουν την κατανάλωση των πόρων, αγνοώντας όμως τη πιθανότητα εμφάνισης του παράδοξου με την αύξηση της κατανάλωσης των πόρων. 
 
Στα εργοστάσια καύσης άνθρακα στο Μάντσεστερ του 19ου αιώνα, η βελτιωμένη τεχνολογία επέτρεψε στον άνθρακα να τροφοδοτήσει τη βιομηχανική επανάσταση, αυξάνοντας σημαντικά την κατανάλωση άνθρακα.

Το 1865, ο Άγγλος οικονομολόγος William Stanley Jevons παρατήρησε ότι οι τεχνολογικές βελτιώσεις που αύξησαν την αποδοτικότητα της χρήσης του κάρβουνου, οδήγησαν στην αυξημένη κατανάλωση άνθρακα σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών, εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των λεβήτων.. Ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με την κοινή διαίσθηση, δεν μπορούμε να βασιστούμε στην τεχνολογική πρόοδο για τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων.
 
Δηλαδή παραδόξως, ισχύει το αντίθετο: ο ρυθμός κατανάλωσης του συγκεκριμένου πόρου (άνθρακα) αυξάνεται επειδή αυξάνεται η ζήτηση του πόρου. Ως εκ τούτου, στο τέλος, παρατηρείται το φαινόμενο της αναπήδησης (rebound effect) το οποίο δρα εντελώς αντίθετα στον αρχικό στόχο.
 
Αυτό το φαινόμενο έχει ένα ψυχολογικό θεμέλιο. Κάποιος που μειώνει την κατανάλωση ενέργειας, χρησιμοποιώντας πχ. λαμπτήρες χαμηλής τάσης, ικανοποιείται από την εξοικονόμηση που επιτυγχάνει και προσφέρει στον εαυτό του, ως μπόνους, ένα ταξίδι σε έναν μακρινό προορισμό, που θα αντιπροσωπεύει μια κατανάλωση ενέργειας πολύ υψηλότερη απ’ αυτήν που θα έχουμε εξοικονομήσει.
 
Άλλα παραδείγματα: Τα τρένα υψηλής ταχύτητας πάνε πιο γρήγορα, επομένως μετακινούμαστε πιο μακριά και πιο συχνά. Το σπίτι έχει καλύτερη μόνωση, οπότε γλυτώνουμε χρήματα και μετά αγοράζουμε ένα δεύτερο αυτοκίνητο. Οι λαμπτήρες φθορίου καταναλώνουν λιγότερο ρεύμα, επομένως τις αφήνουμε αναμμένες. Υπάρχουν περισσότεροι αυτοκινητόδρομοι ταχείας κυκλοφορίας, άρα η κίνηση αυξάνεται.
 
Όταν το φαινόμενο αναπήδησης ξεπερνά το 100% (δηλαδή διπλασιασμός της χρήσης ενός πόρου αντί για μείωσή του) τότε λειτουργεί ως μπούμεραγκ (backfire effect).
 
Το ζήτημα έχει επανεξεταστεί από τους σύγχρονους οικονομολόγους που μελετούν τα αποτελέσματα ανάκαμψης της κατανάλωσης, με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Εκτός από τη μείωση της ποσότητας που απαιτείται για μια συγκεκριμένη χρήση, η βελτιωμένη αποτελεσματικότητα μειώνει επίσης το σχετικό κόστος χρήσης ενός πόρου, το οποίο όμως από την άλλη αυξάνει την συνολική απαιτούμενη ποσότητα των πόρων. Αυτό εξουδετερώνει (σε ​​κάποιο βαθμό) τη μείωση της χρήσης των πόρων από τη βελτίωση της απόδοσης μιας μηχανής. Επιπλέον, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη, αυξάνοντας περαιτέρω τη ζήτηση πόρων. Το παράδοξο Jevons συμβαίνει όταν η επίδραση της αυξημένης ζήτησης κυριαρχεί και η βελτιωμένη αποτελεσματικότητα αυξάνει την ταχύτητα με την οποία χρησιμοποιούνται οι πόροι.
 
Υπάρχει σημαντική συζήτηση σχετικά με το μέγεθος της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και τη συνάφεια του παράδοξος Jevons με τη διατήρηση της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Κάποιοι απορρίπτουν το παράδοξο, ενώ άλλοι ανησυχούν ότι μπορεί να είναι αυτοκαταστροφικό η επιδίωξη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Οι οικονομολόγοι του περιβάλλοντος έχουν προτείνει ότι τα κέρδη από την αποδοτικότητα πρέπει να συνδυαστούν με πολιτικές που διατηρούν το ίδιο κόστος της χρήσης για να αποφευχθεί το παράδοξο Jevons.
 
Το «παράδοξο του Jevons» ξαναήρθε στην επιφάνεια στις ΗΠΑ μετά το 2010 όταν διαπιστώθηκε ότι βρίσκει εφαρμογή και στη χρήση των σπάνιων γαιών: οι σπάνιες γαίες χρησιμοποιούνται στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και στις ανεμογεννήτριες.
 
Η τεχνολογία στις ανεμογεννήτριες και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα βελτιώνεται διαρκώς ώστε να χρησιμοποιούνται όλο και λιγότερες ποσότητες σπάνιων γαιών, καθώς η περίπτωση της εξολοκλήρου απεξάρτησης των τεχνολογιών από τις σπάνιες γαίες δεν υφίσταται, αφού δεν υπάρχουν τεχνητά ή φυσικά αντικατάστατα τους.
 
Θα περίμενε λοιπόν κανείς όσο βελτιώνεται η τεχνολογία στη χρήση των σπάνιων γαιών, τόσο να μειώνεται η κατανάλωσή τους. Όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: όσο βελτιώνεται η τεχνολογία πχ. στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τόσο αυξάνεται η ζήτηση τους.
 
Αποτέλεσμα; Η ζήτηση σε σπάνιες γαίες αυξάνεται αντί να μειώνεται όπως θα περίμενε κανείς λόγω της βελτίωσης της αποδοτικότητας των ηλεκτροκίνητων κινητήρων.
 
Ποιό είναι το τελικό «βρώμικο» αποτύπωμα του φαινομένου αναπήδησης στην περίπτωση των σπάνιων γαιών; Έχει υπολογισθεί πως για κάθε 1 τόνο σπάνιων γαιών παράγεται περίπoυ 1 τόνος απόβλητων τα οποία χρήζουν ειδικής μεταχείρισης ώστε αυτά να μην βλάψουν το περιβάλλον. Κάθε ανεμογεννήτρια των 2MW περιέχει περίπου 800 λίβρες νεοδύμιο και 130 λίβρες δυσπρόσιο.
 
Αν προσθέσουμε λοιπόν σε παγκόσμιο επίπεδο όλα τα τοξικά απόβλητα όλων των «πράσινων» προϊόντων που αυτά παράγουν στα διάφορα σημεία του πλανήτη τότε αναλογιζόμαστε πως το φαινόμενο αναπήδησης λόγω του «παράδοξου του Jevons» είναι μεγάλο. Πολύ μεγαλύτερο ίσως από τους αναμενόμενους στόχους για την προστασία του περιβάλλοντος.
 
Oι επαίοντες της θεωρίας της κλιματικής αλλαγής το 2016 υποστήριζαν ότι η εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι ταχύτατα (!) μειωμένη (άρα και η ζήτηση σε υδρογονάνθρακες), όσο αφορά την ενέργεια εξαιτίας της ενεργειακής αποδοτικότητας.
 
Κι όμως, οι πρόσφατες εκτιμήσεις για τη ζήτηση σε πετρέλαιο για το έτος 2019 επιβεβαιώνουν το «παράδοξο του Jevons» και το επιχείρημα ότι η πολιτική της Ε.Ε. για την ενεργειακή αποδοτικότητα κρίνεται επαρκώς αμφισβητήσιμη: η ζήτηση σε πετρέλαιο το 2019 θα αυξηθεί “χάρη στην ισχυρή παγκόσμια οικονομία”!

Η βαρύτητα αναδύεται από τις κβαντικές πληροφορίες ή είναι μια εκδήλωση της εντροπίας;

Μία από τις πιο καυτές νέες ιδέες στη φυσική είναι ότι η βαρύτητα είναι ένα αναδυόμενο φαινόμενο, ότι κατά κάποιον τρόπο προκύπτει από την πολύπλοκη αλληλεπίδραση απλούστερων πραγμάτων. Και ίσως ο νέος ρόλος που παίζει η κβαντική πληροφορία στη βαρύτητα να θέτει το σκηνικό για μια δραματική ενοποίηση ιδεών στη φυσική.
 
Η θεωρία της εντροπικής βαρύτητας ακολουθεί τον νόμο του Νεύτωνα για παγκόσμια βαρύτητα στη Γη

Ο φυσικός Erik Verlinde το 2009 στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ είχε παρουσιάσει μια τέτοια ιδέα, η οποία έφερε τότε καταιγίδα στον κόσμο της φυσικής. Ο Βέρλιντε πρότεινε ότι η βαρύτητα είναι απλώς μια εκδήλωση της εντροπίας στο Σύμπαν (περιγράφει τη βαρύτητα ως μια εντροπική δύναμη και το μοντέλο αυτό συνδυάζει τη θερμοδυναμική προσέγγιση της βαρύτητας με την ολογραφική αρχή του Gerard ‘t Hooft . Υπονοεί ότι η βαρύτητα δεν είναι μια θεμελιώδης αλληλεπίδραση, αλλά ένα αναδυόμενο φαινόμενο που προκύπτει από τη στατιστική συμπεριφορά των μικροσκοπικών βαθμών ελευθερίας που κωδικοποιούνται σε μια ολογραφική οθόνη). Η ιδέα του βασίζεται στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, ότι η εντροπία πάντα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Υποδηλώνει ότι οι διαφορές στην εντροπία μεταξύ των τμημάτων του Σύμπαντος δημιουργούν μια δύναμη που ανακατανέμει την ύλη, με ένα τρόπο που μεγιστοποιεί την εντροπία. Αυτή είναι η δύναμη που ονομάζουμε βαρύτητα.
 
Αυτό που είναι συναρπαστικό για την προσέγγιση είναι ότι απλοποιεί δραματικά τον θεωρητικό σκελετό που υποστηρίζει η σύγχρονη φυσική. Και ενώ έχει τους περιορισμούς της – για παράδειγμα, παράγει τους νόμους βαρύτητας του Νεύτωνα αντί για του Αϊνστάιν – έχει και κάποια πλεονεκτήματα, όπως η ικανότητα να υπολογίζει το μέγεθος της σκοτεινής ενέργειας, που οι συμβατικές θεωρίες της βαρύτητας αγωνίζονται να την υπολογίσουν.
 
Τον Ιούλιο του 2011, ο Verlinde παρουσίασε την περαιτέρω ανάπτυξη των ιδεών του συμπεριλαμβανομένης μιας εξήγησης για την προέλευση της σκοτεινής ύλης, όπως και την σκοτεινή ενέργεια στην Κοσμολογία. 
 
Η θεωρία της εντροπικής βαρύτητας υποδηλώνει ότι αυτό που έχει ερμηνευτεί ως αθέατη σκοτεινή ύλη είναι το προϊόν των κβαντικών επιδράσεων, που μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή θετικής σκοτεινής ενέργειας που ανυψώνει την ενέργεια του κενού χώρου από την τιμή της βασικής κατάστασης του. Ένα κεντρικό δόγμα της θεωρίας αυτής είναι ότι η θετική σκοτεινή ενέργεια οδηγεί σε ένα νόμο θερμικού όγκου συμβάλλοντας στην εντροπία που ξεπερνά το νόμο του αντι-de Sitter χώρου, ακριβώς στον κοσμολογικό ορίζοντα .
 
Η θεωρία ήταν αμφιλεγόμενη μέσα στην κοινότητα της φυσικής, αλλά πυροδότησε έρευνα και πειράματα για να ελέγξει την εγκυρότητά της.
 
Αλλά ίσως η πιο ισχυρή ιδέα που αναδύεται από την προσέγγιση του Verlinde είναι ότι η βαρύτητα είναι ουσιαστικά ένα φαινόμενο της πληροφορίας.
 
Πριν λίγα χρόνια, αυτή η ιδέα πήρε μια χρήσιμη περαιτέρω ώθηση από τον Κορεάτη Jae-Weon Lee στο Πανεπιστήμιο Jungwon και μερικούς άλλους φυσικούς. Χρησιμοποίησαν την ιδέα της κβαντικής πληροφορίας για να αντλήσουν μια θεωρία της βαρύτητας και το κάνουν κάνοντας μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση από τον Ολλανδό Verlinde.
 
Στην καρδιά της ιδέας τους είναι το δύσκολο ερώτημα για το τι συμβαίνει με τις πληροφορίες όταν εισέρχονται σε μια μαύρη τρύπα. Οι φυσικοί έχουν προβληματιστεί για αυτό εδώ και δεκαετίες αλλά δεν υπάρχει αρκετή συναίνεση μεταξύ τους για το τι συμβαίνει. Αλλά ένα πράγμα που συμφωνούν είναι η αρχή του Rolf Landauer, που δούλευε τότε στην IBM το 1961: ότι η διαγραφή κάποιων κβαντικών πληροφοριών αυξάνει πάντα την εντροπία του Σύμπαντος κατά μία μικρή ορισμένη ποσότητα και απαιτεί μια συγκεκριμένη ποσότητα ενέργειας. Η αρχή του Landauer μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια απλή λογική συνέπεια του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής – που δηλώνει ότι η εντροπία ενός απομονωμένου συστήματος δεν μπορεί να μειωθεί – μαζί με τον ορισμό της θερμοδυναμικής θερμοκρασίας.
 
Ο Jae-Weon και οι συνάδελφοι του υποθέτουν ότι αυτή η διαδικασία διαγραφής πρέπει να συμβαίνει στον ορίζοντα της μαύρης τρύπας. Και αν πράγματι αυτό συμβαίνει, ο χωροχρόνος πρέπει να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιεί την εντροπία σε αυτούς τους ορίζοντες. Με άλλα λόγια, δημιουργεί μια δύναμη που μοιάζει με την βαρύτητα.
 
Αυτό είναι ενδιαφέρον για αρκετούς λόγους. Πρώτον, ο Jae-Weon και οι άλλοι υποθέτουν την ύπαρξη του χωροχρόνου και τη γεωμετρία του και απλώς ρωτούν ποια μορφή πρέπει να πάρει εάν διαγραφούν οι πληροφορίες στους ορίζοντες με αυτόν τον τρόπο.
 
Σχετίζει επίσης την βαρύτητα με τις κβαντικές πληροφορίες για πρώτη φορά. Τα τελευταία χρόνια, πολλά αποτελέσματα στην κβαντική μηχανική έχουν δείξει τον όλο και πιο σημαντικό ρόλο που παίζει η πληροφορία στο σύμπαν.
 
Μερικοί φυσικοί είναι πεπεισμένοι ότι οι ιδιότητες των πληροφοριών δεν προέρχονται από τη συμπεριφορά των φορέων της πληροφορίας όπως τα φωτόνια και τα ηλεκτρόνια, αλλά το αντίστροφο. Θεωρούν ότι η ίδια η πληροφορία είναι το φανταστικό υπόβαθρο στο οποίο είναι χτισμένο το σύμπαν μας.
 
Η βαρύτητα ήταν πάντα ένα μη εμφανές μειονέκτημα. Αλλά η αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η πληροφορία παίζει και αυτή θεμελιώδη ρόλο, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο προς το είδος της ενοποίησης μεταξύ της κβαντικής μηχανικής και της σχετικότητας που οι οπαδοί της φυσικής έχουν για χρόνια ονειρευτεί.

Κβαντική φυσική και κοσμολογία

Οι παραδοξότητες της κβαντικής θεωρίας έχουν, ως επί το πλείστον, μικρές πρακτικές συνέπειες στην κοσμολογία. H βαρύτητα διέπει τη διαστολή του Σύμπαντος, το σχηματισμό των γαλαξιών και τον τρόπο με τον οποίο η ύλη συμπυκνώνεται σχηματίζοντας πλανήτες. Και η βαρύτητα, όπως περιγράφεται από τη γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, ανήκει κατεξοχήν στο χώρο της κλασικής φυσικής. H σχετικότητα δέχεται ότι η μάζα και η ενέργεια είναι επ’ άπειρον διαιρετές και ότι η γεωμετρία του χώρου και του χρόνου παραμένει λεία και συνεχής έως και τις πιο μικρές κλίμακες. Υπάρχει, όμως, μία στιγμή της ιστορίας του Σύμπαντος όπου είναι αδύνατο να αγνοήσουμε την κβαντική θεωρία· πρόκειται για την απαρχή του Σύμπαντος, για αυτή καθαυτή τη Μεγάλη Έκρηξη.

Αυτό οφείλεται σε ένα πρόβλημα που αναφύεται στην κλασική ερμηνεία της Μεγάλης Έκρηξης. Συγκεκριμένα, εννοούμε το γεγονός ότι η γενική σχετικότητα μας επιβάλλει να θεωρούμε τη Μεγάλη Έκρηξη ως «ανωμαλία» -—με άλλα λόγια, ως μια στιγμή απειροστής διάρκειας, η οποία καταλαμβάνει έναν απείρως μικρό όγκο στο χώρο, αλλά που περιέχει άπειρη πυκνότητα ενέργειας.
 
Οι ανωμαλίες εμπνέουν πάντοτε ανησυχία. Και τούτο επειδή τείνουν να στερήσουν κάθε νόημα από τις μαθηματικές εξισώσεις που χρησιμοποιούνται για να τις περιγράψουν. Τα ευχάριστα νέα είναι ότι η κβαντική θεωρία φαίνεται να μην επιτρέπει ανωμαλίες όπως εκείνη της Μεγάλης Έκρηξης. Αλλά υπάρχουν και τα δυσάρεστα: ουδείς γνωρίζει με τι θα τις αντικαταστήσει.
 
Οποτεδήποτε εμφανίζονται κλασικές ανωμαλίες, η κβαντική θεωρία τείνει να τις εξαλείφει. Για παράδειγμα, η κλασική θεωρία περιγράφει τα στοιχειώδη σωματίδια ως αντικείμενα που η μάζα και το φορτίο τους είναι συγκεντρωμένη σε ένα αδιάσταστο μαθηματικό σημείο. H κβαντική θεωρία, ωστόσο, έρχεται να τους προσδώσει ορισμένο μέγεθος. Και τούτο επειδή τα κβαντικά σωματίδια μπορεί να ιδωθούν και ως κύματα, στα οποία αντιστοιχεί κάποιο μήκος κύματος.
 
Μια αξιοσημείωτη συνέπεια αυτού του γεγονότος υπήρξε η κεφαλαιώδης ανακάλυψη που πραγματοποίησε ο Stephen Hawking το 1974, όταν αντιλήφθηκε ότι οι μαύρες τρύπες «δεν είναι απολύτως μαύρες». Σύμφωνα με τη σχετικότητα, η μαύρη τρύπα είναι μια περιοχή του χώρου με τόσο ισχυρή βαρύτητα ώστε τίποτε, ούτε καν το φως, δεν μπορεί να διαφύγει. O Hawking, όμως, συνέλαβε την ιδέα ότι η αρχή της απροσδιοριστίας καθιστά δύσκολη τη διαπίστωση του κατά πόσον ένα κβαντικό σωματίδιο βρίσκεται εντός ή εκτός μιας μαύρης τρύπας. Έτσι, σε αδρές γραμμές, απέδειξε ότι μια μαύρη τρύπα μπορεί να «εκπέμπει» σωματίδια με κβαντικό μήκος κύματος, της τάξεως της ακτίνας της μαύρης τρύπας.
 
Από πρακτική άποψη, η ακτινοβολία Hawking δεν συνεπάγεται σημαντικές τροποποιήσεις στους υπολογισμούς των περισσότερων αστροφυσικών: μια μαύρη τρύπα ίσης μάζας με τον Ήλιο θα έχει ακτίνα της τάξεως του 1 χιλιομέτρου και θα εκπέμπει σωματίδια με θερμοκρασία μικρότερη του εκατομμυριοστού του βαθμού Kelvin. H μεγάλη αξία της ανακάλυψης του Hawking για τη φυσική έγκειται στο ότι μετέτρεψε το αδιαπέραστο φράγμα που είχε ορθώσει η σχετικότητα γύρω από τη μαύρη τρύπα σε ασαφές, πορώδες, κβαντικό φράγμα.
 
Με τον ίδιο τρόπο, η κβαντική θεωρία θα αντικαταστήσει τη σαφώς ορισμένη ανωμαλία της Μεγάλης Έκρηξης με μια ασαφή «κηλίδα». Αρκεί να βάλετε τα κοσμολογικά ρολόγια να τρέχουν προς τα πίσω, και θα έρθει κάποια στιγμή που η κλασική θεωρία απαιτεί τα σωματίδια να περιορίζονται σε χώρο μικρότερο από όσο επιτρέπει η αρχή της απροσδιοριστίας. H κβαντική θεωρία εγείρει ένα παραβάν γύρω απ’ ό,τι διαφορετικά θα ήταν μια γυμνή ανωμαλία, το οποίο την προστατεύει από τα αδιάκριτα βλέμματα. Για να δούμε πίσω από αυτό το παραβάν —άρα για να κατανοήσουμε πώς αναδύθηκε από αυτό το Σύμπαν—, χρειαζόμαστε μια θεωρία που να ενοποιεί τις κβαντικές αρχές με την κλασική γενική σχετικότητα. Έως σήμερα, όμως, κανένας δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει πώς μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια ενοποίηση.
 
To πρόβλημα έγκειται στους απειρισμούς. Στη δεκαετία του 1940, οι φυσικοί προσέκρουσαν σε ένα φαινομενικά αξεπέραστο εμπόδιο καθώς προσπαθούσαν να αναπτύξουν μια θεωρία της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής —της κβαντικής εκδοχής της κλασικής θεωρίας του Maxwell για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Όσο παραμένουμε στο πλαίσιο της κλασικής φυσικής, η δύναμη μεταξύ δύο φορτισμένων σωματιδίων υπολογίζεται ευκολότατα: παίρνουμε τις τιμές των δύο φορτίων και της απόστασης που τα χωρίζει, τις εισάγουμε σε έναν απλό τύπο και βρίσκουμε αμέσως την απάντηση. Όμως η κβαντική εκδοχή αυτού του υπολογισμού αποδείχθηκε επαχθής, διότι ο χώρος μεταξύ των δύο φορτίων δεν είναι πλέον τελείως άδειος. Απλούστατα, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινό κενό επειδή η ασάφεια που εισάγει η αρχή της απροσδιοριστίας επιτρέπει την ακατάπαυστη δημιουργία και καταστροφή ενέργειας και σωματιδίων.
 
Αυτή η «πολύβουη» δραστηριότητα έχει μερικές σημαντικές συνέπειες. To ηλεκτρικό πεδίο κοντά σε ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, επιδρά στα σωματίδια που αναδύονται από το κβαντικό κενό, έλκει τα θετικά και απωθεί τα αρνητικά. Κατά συνέπεια, το κενό «προασπίζει» το φορτίο του ηλεκτρονίου. Δυστυχώς, η προάσπιση αυτή φαίνεται να απαιτεί μια άπειρη διόρθωση στο φορτίο του ηλεκτρονίου. Τρεις φυσικοί —ο Julian Schwinger, ο Sini-tiro Tomonaga και ο Richard Feyn-man— ανακάλυψαν, το 1948, έναν τρόπο για να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα με μια μέθοδο η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μεγαλοφυής έμπνευση είτε ως δόλια υπεκφυγή. Ξεκινάμε, λοιπόν, με ένα άπειρο «γυμνό» φορτίο, κάνουμε μια άπειρη διόρθωση έτσι ώστε να καταλήξουμε σε ένα ηλεκτρικό φορτίο πεπερασμένης τιμής, και κατόπιν συνεχίζουμε σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Όπως απέδειξαν, μία μόνο άπειρη αφαίρεση αρκούσε για να λύσει το πρόβλημα, έτσι ώστε όλοι οι περαιτέρω υπολογισμοί να γίνονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. H μέθοδος αυτή ονομάστηκε «επανακανονικοποίηση».
 
Δυστυχώς, όμως, η επανακανονικοποίηση αποτυγχάνει στη βαρύτητα. Μόλις προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια κβαντική θεωρία της βαρύτητας, από το κβαντικό κενό «ξεπετάγονται» απειρισμοί που αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια εξάλειψης τους. Λόγω της ισοδυναμίας ενέργειας και μάζας, η ενέργεια της ίδιας της βαρυτικής έλξης παράγει βαρύτητα. Έτσι, ανακύπτουν νέοι απειρισμοί σε κάθε στάδιο ενός κβαντικού βαρυτικού υπολογισμού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εξάλειψη τους. Μία μόνο αφαίρεση δεν αρκεί για να κάνει πεπερασμένα τα αποτελέσματα. Σε κάθε βήμα του υπολογισμού σας, πρέπει να απαλλάσσεστε από όλο και νέους απειρισμούς, και, στο τέλος, καταλήγετε σε μια απάντηση που αντίκειται στη λογική. Ουδείς γνωρίζει πώς θα ξεπεραστεί αυτή η δυσαρμονία μεταξύ κβαντικής θεωρίας και βαρύτητας. Στις μέρες μας, μεγάλη δημοτικότητα έχει αποκτήσει η θεωρία των υπερχορδών, κατά την οποία δεν υφίστανται στην πραγματικότητα σωματίδια. Τη θέση τους παίρνουν μικροσκοπικοί παλλόμενοι βρόχοι ενέργειας, δηλαδή οντότητες που ισοδυναμούν με μαθηματικές γραμμές αντί με μαθηματικά σημεία. Τα σωματίδια που ανιχνεύουμε — κουάρκ, φωτόνια, ηλεκτρόνια και λοιπά — αναπαριστούν διαφορετικούς τρόπους ταλάντωσης των βρόχων των υπερχορδών.
 
H αντικατάσταση των σωματιδίων από βρόχους μάς απαλλάσσει από τη ανάγκη της επανακανονικοποίησης. Av η κβαντική ηλεκτροδυναμική παρουσιάζει τις δυσκολίες που περιγράψαμε, αυτό οφείλεται στη σημειακή φύση του ηλεκτρονίου. Αρκεί να αντικαταστήσουμε το σημείο με τις ταλαντώσεις μιας γραμμής, και οι απειρισμοί δεν εμφανίζονται εξαρχής. Επιπλέον, η θεωρία των υπερχορδών περιλαμβάνει έναν τρόπο ταλάντωσης των βρόχων ο οποίος μοιάζει με το «βαρυτόνιο», ένα υποθετικό κβαντικό σωματίδιο που βρίσκεται στην ίδια σχέση με το βαρυτικό πεδίο όπως το φωτόνιο με το ηλεκτρομαγνητικό.
 
Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν σημαντικές δυσκολίες. Κατ’ αρχάς, ο κόσμος των υπερχορδών έχει δέκα διαστάσεις, και ο μόνος τρόπος με τον οποίο η θεωρία μπορεί να εξηγήσει τον τετραδιάστατο κόσμο στον οποίο ζούμε (τρεις χωρικές συν μία χρονική) είναι να «τυλίξει» τις έξι από τις δέκα διαστάσεις τόσο σφιχτά ώστε να μην τις βλέπουμε. To πρόβλημα έγκειται στο ότι οι διαστάσεις δεν τυλίγονται από μόνες τους. Χρειάζεται «να βάλει το χέρι του» και κάποιος θεωρητικός φυσικός.
 
Επιπλέον, αν και η θεωρία των υπερχορδών βασίζεται σε σωματίδια και αλληλεπιδράσεις, η γενική σχετικότητα συνιστά πρωτίστως μια γεωμετρική και τοπολογική θεωρία. Σε τελική ανάλυση, μια κβαντική θεωρία της βαρύτητας οφείλει να παράσχει έναν τρόπο οριστικής υπέρβασης αυτής της δυσαρμονίας.

Είναι, άραγε, ο χωρόχρονος κατακερματισμένος σε μικρές κβαντικές μονάδες που συνδέονται σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους, οι οποίες όμως παράγουν τις φαινομενικά συνεχείς διαστάσεις με τις οποίες μας έχει εξοικειώσει η εμπειρία μας;

Πώς πρέπει να εννοήσουμε το χώρο και το χρόνο σε αυτό το θεμελιώδες, ασυνεχές επίπεδο;  Και για να επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα, από πού προήλθε η Μεγάλη Έκρηξη;
 
Στο φρενήρες κβαντικό κενό ίσως να περιλαμβάνεται και κάποια βαρυτική δραστηριότητα — ενδέχεται ο χώρος και ο χρόνος να σχηματίζονται και να επανασχηματίζονται όπως ο αφρός στην τρικυμισμένη θάλασσα, ή πιθανόν να υφίσταται το κβαντικό αντίστοιχο των μαύρων τρυπών, το οποίο όμως δημιουργείται και καταστρέφεται τόσο γρήγορα ώστε να μη γίνεται αντιληπτό. Ev τοιαύτη περιπτώσει, μπορούμε άραγε να αποκλείσουμε ότι ολόκληρο το Σύμπαν είναι τελικά μια απολύτως συνηθισμένη μικρή κβαντική διακύμανση η οποία, από καθαρή τύχη, αναπτύχθηκε λίγο περισσότερο από τις υπόλοιπες και, όπως θα έλεγε κανείς, ξέφυγε από τον έλεγχο; Προς το παρόν, ουδείς γνωρίζει πώς να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
 

Πώς έγινε τόσο κλασικό το Σύμπαν που γεννήθηκε μέσα στην κβαντική απροσδιοριστία;

 
Το Σύμπαν φαίνεται ότι γεννήθηκε μέσα από ένα κβαντικό «σκίρτημα». Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να φαίνεται σήμερα τόσο στέρεο και τόσο λογικό; Σας υπενθυμίζουμε ότι ο κβαντικός υπολογιστής καταφέρνει να διατηρηθεί στην εσωτερική κβαντική του κατάσταση ενόσω εκτελεί κάποιον υπολογισμό, και ότι δίνει μια καθορισμένη απάντηση μόνο όταν αποκρίνεται σε μια σωστά σχεδιασμένη μέτρηση. Κάθε φυσική διαδικασία στον κόσμο γενικά πραγματοποιείται με τον ίδιο τρόπο: τα στοιχειώδη αντικείμενα αλληλεπιδρούν σύμφωνα με τους κανόνες της κβαντικής θεωρίας, και καθίστανται αναγνωρίσιμα μόνο όταν εκτελούμε μια μέτρηση ή μια παρατήρηση. Κάθε κλασικό φαινόμενο στον κόσμο που μας περιβάλλει αποτελεί ουσιαστικά το αποτέλεσμα ενός κβαντικού υπολογισμού που απαντά στην ερώτηση: «Τι κλασικό αντικείμενο είμαι;»

H ίδια αρχή εφαρμόζεται στις μπάλες του μπιλιάρδου που συγκρούονται, στα ωκεάνια κύματα που σπάζουν στην ακτή, στις τεκτονικές πλάκες που κινούνται στην επιφάνεια της Γης, ακόμη και στο ηλιακό φως που προσπίπτει στον πλανήτη μας εδώ και τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια και στο οποίο οφείλεται η ίδια η εμφάνιση της ζωής. Σε κάποιο θεμελιώδες επίπεδο τα πάντα αποτελούνται από κβαντικά συστατικά στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα, καθετί που η ύπαρξη του παρατείνεται αρκετά ώστε να το αντιληφθούμε είναι κλασικό. Αυτό ισχύει και για το Σύμπαν στο σύνολο του. Χωρίς μια κβαντική θεωρία της βαρύτητας δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς προέκυψε από τη Μεγάλη Έκρηξη το Σύμπαν που βλέπουμε γύρω μας. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι προέκυψε. Έτσι, δικαιολογημένα τίθεται το ερώτημα: ποιος ή τι δημιούργησε από τις κβαντικές αρχές το κλασικό νόημα;
 
Παραδοσιακά και σε συμφωνία με τη γραμμή που χάραξε ο Niels Bohr, τα επιχειρήματα σχετικά με τη φύση της μέτρησης στην κβαντική θεωρία λαμβάνουν ως δεδομένη τη σαφή διάκριση μεταξύ του κβαντικού συστήματος που υποβάλλεται σε μέτρηση και του κλασικού συστήματος που ενεργεί τη μέτρηση. Έχει διατυπωθεί, μάλιστα, και η ακραία άποψη ότι οι μετρήσεις καθίστανται πραγματικές μόνο όταν παρευρίσκεται ένας συνειδητός άνθρωπος για να τις παρατηρήσει. Μια τέτοια άποψη θα σήμαινε ότι ένας ρομποτικός μηχανικός βραχίονας που θα άνοιγε το κιβώτιο όπου παραμένει έγκλειστη η «μισοζωντανή-μισονεκρή» γάτα του Schrodinger θα αδυνατούσε να λύσει το δίλημμα του άτυχου πλάσματος. To ρομπότ θα έπρεπε να σύρει τη γάτα μπροστά σε έναν συνειδητό παρατηρητή, σε έναν άνθρωπο· μόνο τότε θα διευκρινιζόταν οριστικά η πραγματική κατάσταση της.
 
Μια τέτοια φιλοσοφία προκαλεί δυσκολίες όταν εφαρμόζεται στο Σύμπαν ως ενιαίο όλον. Τα άστρα, οι πλανήτες και οι γαλαξίες είναι κβαντικά συστήματα, όπως και καθετί άλλο. Είναι σωστό, όμως, να φανταζόμαστε ότι ολόκληρο το Σύμπαν παρέμενε σε κατάσταση κοσμικής κβαντικής απροσδιοριστίας μέχρις ότου αποκτήσουν συνείδηση τα ανθρώπινα όντα; Και σε ποιο ακριβώς στάδιο της γένεσης της ανθρώπινης συνείδησης υποχρεώθηκε το Σύμπαν να απεκδυθεί το μανδύα της κβαντικής απροσδιοριστίας και να αποκτήσει σταθερή μορφή; Όταν διατυπώσουμε έτσι το επιχείρημα, φαίνεται παράλογο· από την άλλη, όμως, εάν το Σύμπαν μετέπεσε στην κλασική σταθερότητα προτού εμφανιστούμε εμείς επί σκηνής, τότε τι είδους μετρήσεις ή παρατηρήσεις προκάλεσαν αυτή τη μεταμόρφωση;
 
Μήπως η απάντηση στο αίνιγμα αυτό θα μπορούσε να είναι η άρση της συνεκτικότητας; Εάν οι κλασικές ιδιότητες μπορεί να αναδυθούν από κβαντικά συστήματα απλώς επειδή οι τυχαίες και ανεξέλεγκτες αλληλεπιδράσεις υπονομεύουν τη συνεκτικότητα που είναι αναγκαία για να εμφανιστεί πραγματικά κβαντική συμπεριφορά, τότε ναι, η κλασική συμπεριφορά θα αναδυόταν αναπόφευκτα καθώς το Σύμπαν εξελίσσεται ως όλον. Πρόκειται για μια ιδέα που δεν μας ξενίζει. Αναλογιστείτε πόσο απίθανο θα ήταν να διατηρήσετε κάτι τόσο τεράστιο όσο το Σύμπαν σε μια αληθινή κβαντική κατάσταση για περισσότερο από ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου. Πρέπει, λοιπόν, να εντοπίσουμε στην άρση της συνεκτικότητας, την αιτία που κάνει το Σύμπαν και καθετί μέσα σ’ αυτό να μας φαίνεται σταθερό και καθορισμένο;
 
Τούτη η εικόνα ίσως να φαίνεται ελκυστική, όμως δεν μπορεί να θεωρείται ολοκληρωμένη. Όταν συγκρούονται δύο μπάλες μπιλιάρδου, τα μαθηματικά που περιγράφουν την άρση της συνεκτικότητας μπορούν να εφαρμοστούν μόνο εφόσον κάθε μπάλα αποτελεί ένα χωριστό και ανεξάρτητο κβαντικό σύστημα. Εάν, αντίθετα, υφίσταται κάποια προϋπάρχουσα κβαντική σύνδεση μεταξύ τους —μια κβαντική «συνωμοσία», αν προτιμάτε—, τότε η άρση της συνεκτικότητας αποτυγχάνει.
 
Γεννημένο από ένα μοναδικό κβαντικό γεγονός, το Σύμπαν παρουσιάζεται σε κάποιο βασικό επίπεδο ως ένα μοναδικό διασυνδεδεμένο κβαντικό σύστημα. Δεν υπάρχουν αληθώς ανεξάρτητα μέρη αυτού του συστήματος· επομένως, δεν υπάρχουν ούτε τυχαίες και ανεξέλεγκτες αλληλεπιδράσεις ικανές να επιβάλουν την κλασική σταθερότητα στην κβαντική δίνη. Άπαξ και ένα σύστημα είναι κβαντικό, παραμένει εσαεί κβαντικό.
 
Εάν η άρση της συνεκτικότητας δεν αρκεί για να εξηγηθεί η μορφή του Σύμπαντος μας, τι άλλο χρειάζεται; Υπάρχει μία υποψήφια λύση, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πλήρης. Πρόκειται για μια ιδέα έξοχης απλότητας που στηρίζεται στη διαπίστωση ότι από κάθε σύνθετο σύστημα τείνουν να αναδυθούν αβίαστα σταθερές συλλογικές ιδιότητες . Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ένα ποτάμι που ρέει σε μια μαιανδρική κοίτη. To νερό αποτελεί ουσιαστικά μια μεγάλη συλλογή μορίων, αλλά, αν προσπαθήσετε να αναλύσετε την κίνηση του στο μοριακό επίπεδο, θα περιέλθετε σε αδιέξοδο. Αντί μιας τέτοιας ανάλυσης, χρησιμοποιείτε έννοιες όπως πίεση και ταχύτητα της ροής, τύρβη και στροβιλισμοί. Μολονότι αυτές οι συλλογικές ιδιότητες ξεπηδούν από τη συμπεριφορά των μορίων και των ατόμων ενός ποταμού, είναι χρησιμότερο να τις αντιλαμβανόμαστε ως βασικά χαρακτηριστικά της ροής ρευστών.
 
Κατ’ αναλογία, ίσως περιμένετε ότι από ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα θα αναδυθούν αβίαστα ορισμένες συλλογικές ιδιότητες. Μήπως, λοιπόν, αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει την τάξη που διαπιστώνουμε στο Σύμπαν μας; H κεντρική μας υπόθεση συνίσταται στο ότι είναι δυνατόν να αναδυθούν συλλογικά χαρακτηριστικά με αρκετή ανεξαρτησία, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστούν σ’ αυτά τα επιχειρήματα περί άρσης της συνεκτικότητας. Εάν η υπόθεση μας ευσταθεί, τότε δικαιολογείται το ότι αρχικά αντιμετωπίσαμε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ως ανεξάρτητα.
 
Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτός είναι ένας ελκυστικά κυκλικός ορισμός, ο οποίος επιτρέπει να αναδυθούν από ένα κβαντικό σύστημα σταθερές κλασικές ιδιότητες με έναν τρόπο που δεν απαιτεί την εισαγωγή νέων φυσικών αρχών. Μπορούμε εύκολα να αποφασίσουμε τι είδους συλλογικά χαρακτηριστικά πρέπει να επιλέξουμε ως κλασικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, το νόημα τους θα έπρεπε να παραμένει σταθερό ακόμη και όταν το θεμελιώδες κβαντικό σύστημα βρίσκεται σε αδιάκοπη φρενίτιδα ανεπαίσθητων μεταβολών. Θα πρέπει επίσης να ικανοποιούν τους κανόνες της συμβατικής λογικής, του κλασικού νόμου αιτίου και αποτελέσματος, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε η απόκλιση από τους κανόνες αυτούς να καθίσταται εξαιρετικά απίθανη.
 
Μια επιτυχημένη περιγραφή της εξέλιξης του Σύμπαντος βάσει ενός συνόλου ιδιοτήτων που ορίζονται με αυτό τον τρόπο καθιερώθηκε να λέγεται «συνεπής ιστορία». Παρά τις εκλεπτυσμένες ιδέες και την πανίσχυρη μαθηματική ανάλυση που έχουν επενδυθεί, προσώρας ελάχιστα μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα πέραν της διαπίστωσης ότι, κατ’ αρχήν, υπάρχουν συνεπείς ιστορίες. Av μη τι άλλο, γνωρίζουμε ότι είναι δυνατόν να περιγράψουμε το κλασικό Σύμπαν χωρίς να ερχόμαστε σε σύγκρουση με την κβαντική θεωρία ή να χρειαζόμαστε κάποια νέα φυσική. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά διόλου μικρό επίτευγμα· για να πειστείτε, αρκεί να αναλογιστείτε ότι η διαμάχη σχετικά με το αν μια γάτα είναι ζωντανή ή νεκρή διήρκεσε επί δεκαετίες.
 
Μολονότι οι ιδέες αυτές μπορεί να είναι ενθαρρυντικές, πόρρω απέχουν από το να εξηγούν συγκεκριμένα γιατί το Σύμπαν μας έχει ετούτη τη μορφή και όχι άλλη. Ωστόσο, πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την κβαντική θεωρία. Ως εκεί όπου φτάνουν οι ατελείς θεωρίες, η ιδέα των αυτοσυνεπών ιστοριών περιστοιχίζεται από εκλεκτή συνοδεία.
 
O Νεύτων αναγνώρισε ότι η ολοκαίνουργια του θεωρία της βαρύτητας μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με τη μορφή του Σύμπαντος, αντιλήφθηκε όμως επίσης ότι δεν περιείχε κάποια πληροφορία για το πώς ξεκίνησε η όλη διαδικασία. H αρχή της απροσδιοριστίας, την οποία ο Αϊνστάιν ποτέ δεν ενστερνίστηκε, λέει ότι δεν μπορείς να έχεις πάντοτε ό,τι θέλεις. Και με την ευρύτερη δυνατή έννοια, ίσως το ίδιο να ισχύει για τα όρια της γνώσης μας σχετικά με το Σύμπαν εντός του οποίου ζούμε. Μπορούμε πάντοτε να θέτουμε ερωτήματα, ίσως όμως να μην μπορούμε πάντοτε να βρίσκουμε απαντήσεις.

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία: Θέματα -Τυπικά στοιχεία της Αρχαίας Κωμωδίας: Δούλοι

1. Δεν ήταν σταθερή η θέση και ένας ο ρόλος των δούλων στην κοινωνία της Αθήνας, καθώς, πέρα και πάνω από τη νομοθεσία, η κατάσταση του κάθε δούλου διαμορφωνόταν ανάλογα με τις δυνατότητες, τις ανάγκες και τις διαθέσεις του αφεντικού του από τη μια, ανάλογα με τις δικές του φυσικές ιδιότητες, ικανότητες και συμπεριφορά από την άλλη. Σημασία είχε φυσικά και η προέλευση, αν ο δούλος ήταν Έλληνας ή βάρβαρος -Θράκας, Κάρας, Σκύθης, Λυδός κλπ.-, αν ήταν αιχμάλωτος πολέμου (δοριάλωτος), αγοραστός (ἀργυρώνητος), ή αν είχε γεννηθεί μέσα στο σπίτι (οἰκογενής). Αντίστοιχα πολλές, και όχι πάντα ξεκάθαρες, ήταν και οι λέξεις που διαφοροποιούσαν τη γενική κατηγορία των δούλων: οἰκέτης, θεράπων, διάκων, παῖς, ὑπηρέτης, ἀνδράποδον κ.ά. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να θεωρήσουμε την παρουσία των δούλων στην Κωμωδία είναι να μελετήσουμε τα συγκεκριμένα παραδείγματα.
 
2. Χωριστή κατηγορία αποτελούν οι δούλοι που παρουσιάζονται ως βουβά πρόσωπα, για να εκτελέσουν μια σειρά από παρακατιανές απαραίτητες εργασίες, αλλά και για να υποστούν την κακομεταχείριση των κυρίων τους, που με το τίποτα τους κακολογούσαν και τους ξυλοφόρτωναν· παράδειγμα ο δούλος στους Όρνιθες, που τάχα καθυστερεί να κουβαλήσει τα κοφίνια με τα φτερά, και τις τρώει, Μανῆς γάρ ἐστι δειλός (1329). Ο ίδιος μαζί με το σύνδουλό του τον Ξανθία εκτελούν στο πρώτο μέρος του έργου τον τυπικό ρόλο του σκευοφόρου, του βαστάζου που κουβαλά τα στρώματα, τα κατσαρολικά και τις άλλες αποσκευές του κυρίου του στο ταξίδι.
 
3. Συμβαίνει συχνά στις κωμωδίες δούλοι να εμφανίζονται σε τριταγωνιστικούς ευκαιριακούς ρόλους. Τέτοιος είναι στις Νεφέλες ο ρόλος του οἰκέτου που ανάβει το λύχνο για τον Στρεψιάδη, στην Ειρήνη ο ρόλος των δύο δούλων που μετέχουν στον Πρόλογο κι εκείνου που αναλαμβάνει αργότερα να λούσει τη νύφη, στους Όρνιθες ο ρόλος του θεράποντος, που δηλώνει ἀκόλουθος και διάκων του Έποπα (73), στις Εκκλησιάζουσες ο ρόλος της θεραπαίνης, που εμφανίζεται στην Έξοδο μισομέθυστη να περιγράψει το δείπνο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο τυπικός ρόλος του δούλου-πορτιέρη, που απαντά στους Αχαρνείς (395-402), στους Όρνιθες (54-84), και στις Θεσμοφοριάζουσες (36-70).
 
4. Κιόλας στην Αρχαία Κωμωδία συναντούμε δούλους σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Δημοσθένης, ο Νικίας και ο Κλέων στους Ιππείς δεν υπολογίζονται, καθώς ολόκληρη η κωμωδία αποτελεί αλληγορία. Τα παραδείγματα ξεκινούν με τον Ξανθία στους Βατράχους και συνεχίζονται με τον Καρίωνα στον Πλούτο. Ο πρώτος δεν είναι παρά ο σκευοφόρος του Διονύσου στο ταξίδι του για τον Κάτω Κόσμο· όμως οι δυο τους συμπορεύονται και συνομιλούν σε ολόκληρο το πρώτο μέρος της κωμωδίας - κι έχουν για μας σημασία τα λόγια τους, καθώς, με το που πρωτοεμφανίζονται, ο Αριστοφάνης βρίσκει ευκαιρία από τη μια να θυμίσει από την άλλη ν᾽ αποκηρύξει τα χιλιοειπωμένα τυπικά αστεία που συνόδευαν τη σκηνική παρουσία των σκευοφόρων, ἐφ᾽ οἷς ἀεὶ γελῶσιν οἱ θεώμενοι (1κκ.).
 
5. Τυπικά και ουσιαστικά ο Πλούτος ανήκει στη Μέση Κωμωδία, όπου η συμμετοχή και ο ρόλος των δούλων στις κωμικές υποθέσεις παρουσιάζονται αναβαθμισμένοι. Ο Καρίων δεν είναι μόνο συνοδός και συνομιλητής του Χρεμύλου στο ταξίδι του, αλλά και πρωταγωνιστικό πρόσωπο σε ολόκληρο το έργο. τόσο που ο ρόλος του να ισοζυγιάζεται με το ρόλο του αφεντικού του. Έτσι … ο Καρίων προετοιμάζει το έδαφος για τους γεμάτους αυτοπεποίθηση, επιβλητικότητα και καπατσοσύνη δούλους που θα συναντήσουμε στη Νέα Κωμωδία (K.J. Dover).
 
6. Στο μεταξύ οι τίτλοι, τ᾽ αποσπάσματα και οι πληροφορίες που έχουμε για την παρουσία των δούλων στη Μέση Κωμωδία μάς πείθουν ότι σαν τον Καρίωνα υπήρξαν δούλοι πολλοί, που μερικοί έδωσαν και τ᾽ όνομά τους σε έργα όπως η Άβρα (παρακόρη), ο Σύρος, και ο Ψευδομαστιγίας του Νικόστρατου, ο Λυδός του Αντιφάνη, ο Φρυξ του Άλεξη κ.ά. Η ολοένα και πιο έντονη παρουσία των δούλων στα έργα των κωμωδιογράφων κορυφώνεται στη Νέα Κωμωδία, όπου οι τετραπέρατοι δούλοι έχουν πραγματικά πάρει το επάνω χέρι, εξαπατούν τ᾽ αφεντικά και τους αυστηρούς γερόντους, παραστέκονται στους νέους ερωτευμένους, καταστρώνουν και προωθούν μ᾽ επιτυχία πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα σχέδια. Παράδειγμα ο ρόλος του Γέτα στον Δύσκολο, του Δάου στην Ασπίδα και του Παρμένωνα στη Σαμία του Μενάνδρου.
 
7. Τα θεατρικά φαινόμενα συμβαδίζουν με τα κοινωνικά, και δικαιολογημένα οι ερευνητές αναρωτιούνται αν η ανοδική πορεία της συμμετοχής των δούλων στις κωμικές υποθέσεις αντιστοιχεί σε κάποια βαθμιαία κοινωνική αναβάθμισή τους. Αυτό μένει ν᾽ αποδειχτεί· όμως στο μεταξύ ας προσέξουμε ότι η σημασία των δούλων ενισχύεται όσο η Κωμωδία, εγκαταλείποντας την αθηναϊκή αγορά και το πεδίο της πολιτικής, όλο και περισσότερο περιορίζεται στο χώρο της μικρογειτονιάς και του ιδιωτικού οίκου, όπου η θέση και η δράση των δούλων, ή τουλάχιστον ορισμένων δούλων, μπορεί να ήταν εξαρχής καταλυτικός για τις οικογενειακές υποθέσεις. Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι σύμπτωση ότι στους Ιππείς του Αριστοφάνη, έργο αλληγορικό, όπου ο αθηναϊκός Δήμος έχει μετατραπεί σε ιδιωτικό σπιτικό, κάποιοι οἰκέτες λύνουν και δένουν.
 
8. Χωριστός λόγος ας γίνει για τις κωμωδίες με Χορό δούλων. Από τους τίτλους και τ᾽ αποσπάσματα ξέρουμε, ή υποψιαζόμαστε, ότι μερικές κωμωδίες της Αρχαίας -όπως το Δραπέτιδες και το Θρᾷτται του Κρατίνου- είχαν γυναικείο Χορό από δούλες, και ότι αρκετές άλλες -όπως οι Λυδοί του Μάγνη και οι Αυτόμολοι του Φερεκράτη- είχαν Χορό από δούλους. Στις περισσότερες αν όχι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις διαπιστώνουμε ότι ο δουλικός Χορός μιλούσε και τραγουδούσε σε άψογα Ελληνικά, όπως πάντα οι δούλοι στην Κωμωδία, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε να παρουσιάζεται ως Χορός ξένων, Λυδών, Φρυγών κτό. Εξαίρεση αποτελεί ο Χορός στους Βαβυλώνιους του Αριστοφάνη, πρώιμο έργο του 426 π.Χ., αλληγορικό, όπου οι έλληνες δούλοι του Χορού ενσάρκωναν τις συμμαχικές πόλεις. Αργότερα, στα έργα της Μέσης και Νέας Κωμωδίας, ο Χορός που τραγουδούσε και χόρευε τα Εμβόλιμα δύσκολο να φανταστούμε ότι παρουσιαζόταν, ας ήταν και σπάνια, με ταυτότητα δουλική.
 
9. Βασική για τους δούλους στην Αρχαία Κωμωδία είναι η διδακτορική διατριβή του Ι.Ε. Στεφανή, Ο δούλος στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ΕΕΦΣΠΘ παράρτ. αρ. 29, Θεσσαλονίκη 1980, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία· διαφωτιστικό και το κεφάλαιο «Οι δούλοι στην Κωμωδία» στο K.J. Dover, Η Κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφ. Φ. Κακριδής, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ. 21981, σ. 282-286. Για τη Νέα Κωμωδία βλ. τώρα Μ. Krieter-Spiro, Sklaven, Köche und Hetären: Das Dienstpersonal bei Menander, Stuttgart& Leipzig 1997.