Ο ΔΟΝΖΟΥΑΝΙΣΜΟΣ
Αν ο Δον Ζουάν αλλάζει συνεχώς γυναίκες, δεν το κάνει από έλλειψη αγάπης. Είναι γελοίο να τον παρουσιάζουμε σαν έναν θεόπνευστο που αναζητά την απόλυτη αγάπη. Αντίθετα, επειδή τις αγαπάει όλες το ίδιο παράφορα και κάθε φορά με όλο του το είναι, επαναλαμβάνει αυτή τη προσφορά του εαυτού του κι αυτή την εμβάθυνση της αγάπης του. Κι έτσι, καθεμιά απ’ αυτές ελπίζει να του προσφέρει εκείνο που καμιά δεν του πρόσφερε ποτέ. Κάθε φορά σφάλλουν οικτρά και το μόνο που κατορθώνουν είναι να τον κάνουν να νιώσει την ανάγκη αυτής της επανάληψης. “Μα επιτέλους!” αναφωνεί μια απ’ όλες, “σου έδωσα την αγάπη”. Δεν θα απορήσουμε που ο Δον Ζουάν απαντάει γελώντας: “Επιτέλους; Όχι, αλλά μια ακόμα φορά”. Γιατί θα ‘πρεπε κάποιος ν’ αγαπάει σπάνια για ν’ αγαπάει πολύ;
Ο Δον Ζουάν είναι θλιμμένος; Μάλλον όχι. Θα αναφερθώ ελάχιστα στο ιστορικό του. Τούτο το γέλιο, η θριαμβευτική θρασύτητα, αυτό το σκίρτημα και η τάση του να παίζει θέατρο, όλα αυτά είναι σαφή και ευχάριστα.
Κάθε φυσιολογικό πλάσμα τείνει να πολλαπλασιάζεται. Το ίδιο κι ο Δον Ζουάν. Αλλά οι θλιμμένοι έχουν δυο λόγους επιπλέον για να είναι θλιμμένοι: αγνοούν ή ελπίζουν.
Ο Δον Ζουάν ξέρει και δεν ελπίζει. Θυμίζει εκείνους τους καλλιτέχνες που γνωρίζουν τα όριά τους, δεν τα ξεπερνούν ποτέ και, στο πρόσκαιρο διάλειμμα που το πνεύμα τους αναπαύεται, έχουν την υπέροχη άνεση των μετρ.
Κι εδώ πράγματι βρίσκεται η μεγαλοφυΐα: η εξυπνάδα που γνωρίζει τα όριά της. Μέχρι το κατώφλι του φυσικού θανάτου του, ο Δον Ζουάν αγνοεί τη θλίψη. Από τη στιγμή που ξέρει, το γέλιο του ξεσπά και του τα συγχωρούν όλα. Ήταν θλιμμένος τον καιρό που ήλπιζε.
Τώρα, πάνω στα χείλη αυτής της γυναίκας, ξαναβρίσκει την πικρή και παρηγορητική γεύση της μοναδικής γνώσης. Πικρή; Ελάχιστα: τούτη η αναγκαία ατέλεια που καθιστά αισθητή την ευτυχία!
Αποτελεί μεγάλο λάθος να προσπαθήσουμε να δούμε τον Δον Ζουάν ως έναν άνθρωπο επηρεασμένο από τον Εκκλησιαστή. Επειδή, γι’ αυτόν, τίποτα δεν είναι πιο μάταιο από την ελπίδα μιας άλλης ζωής. Το αποδεικνύει, αφού την παίζει κορώνα – γράμματα κόντρα στον ίδιο τον Θεό.
Η νοσταλγία του πόθου που χάθηκε στις ηδονές, αυτή η κοινοτοπία της ανικανότητας, δεν τον αφορά. Κάτι τέτοιο ταιριάζει στον Φάουστ, που πίστευε αρκετά στον Θεό ώστε να πουληθεί στον διάβολο. Για τον Δον Ζουάν, το θέμα είναι απλό.
Ο “Burlador”του Μολίνα απαντά συνεχώς στις απειλές της κόλασης: “Δώσε μου μεγαλύτερη προθεσμία!”.
Ό,τι έρχεται μετά τον θάνατο είναι μάταιο, και πόσο ατέλειωτη είναι η σειρά των ημερών για τους ζωντανούς!
Ο Φάουστ ζητούσε τα αγαθά αυτού του κόσμου: ο δυστυχής δεν είχε παρά ν’ απλώσει το χέρι του. Ήταν ήδη σαν να είχε πουλήσει την ψυχή του εφόσον δεν μπορούσε να της δώσει χαρά.
Αντίθετα, ο Δον Ζουάν συνιστά τον κορεσμό. Όταν εγκαταλείπει μια γυναίκα δεν το κάνει διόλου επειδή δεν την επιθυμεί πια. Μια όμορφη γυναίκα είναι πάντα επιθυμητή. Αλλά ποθεί μιαν άλλη, και λοιπόν όχι, αυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Τούτη η ζωή τον γεμίζει, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να την χάσει.
Αυτός ο τρελός είναι πολύ λογικός.
Αλλά οι άνθρωποι που ζουν με την ελπίδα δύσκολα συμβιβάζονται μ’ αυτόν τον κόσμο όπου η καλοσύνη δίνει τη θέση της στη μεγαλοψυχία, η τρυφερότητα στη γενναία σιωπή, η επικοινωνία στο μοναχικό θάρρος. Κι όλοι λένε: “Ήταν ένας αδύναμος, ένας ιδεαλιστής ή ένας άγιος”.
Πρέπει να καταπίνουμε το μεγαλείο που προσβάλλει.
Αγανακτούμε αρκετά (ή έχουμε αυτό το συνένοχο γέλιο που εξευτελίζει ό,τι θαυμάζει) με τα λόγια του Δον Ζουάν και μ’ αυτή την ίδια φράση που επαναλαμβάνει σ’ όλες τις γυναίκες. Όμως για κάποιον που ζητά άφθονες ηδονές, μόνο το αποτέλεσμα μετράει. Τα τυποποιημένα λόγια έδειξαν τι αξίζουν, γιατί να τα κάνουμε πιο πολύπλοκα; Κανείς δεν τ’ ακούει, ούτε η γυναίκα ούτε ο άντρας, αλλά μόνο η φωνή που τα προφέρει. Αποτελούν τον κανόνα, τη σύμβαση και την ευγένεια.
Τα λέμε, ύστερα απομένει να κάνουμε το πιο σημαντικό. Ο Δον Ζουάν προετοιμάζεται ήδη γι’ αυτό. Γιατί να τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα ηθικής; Δεν μοιάζει στον Μανιάρα του Μίλος που κολάζεται για να γίνει άγιος. Για εκείνον, την κόλαση την προκαλεί ο άνθρωπος. Στη θεϊκή οργή, μια μόνο απάντηση: η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Λέει στον Διοικητή: “Έχω αξιοπρέπεια και εκπληρώνω την υπόσχεσή μου γιατί είμαι ιππότης”.
Μα το σφάλμα θα ήταν εξίσου μεγάλο αν τον παρουσιάζαμε ως ανηθικολόγο.
Απ’ αυτή την άποψη είναι “όπως όλος ο κόσμος”: έχει την ηθική της συμπάθειας ή της αντιπάθειάς του. Καταλαβαίνουμε καλά τον Δον Ζουάν μόνο όταν αναφερόμαστε πάντα σ’ αυτό που συνήθως συμβολίζει: τον κοινό γόη, τον γυναικά. Είναι ένας κοινός γυναικοκατακτητής. Με την μόνη διαφορά ότι συνειδητοποιεί τούτο το χαρακτηρισμό και γι’ αυτό είναι παράλογος…
Ένας γυναικοκατακτητής παραμένει πάντα γυναικοκατακτητής, η συνειδητοποίηση δεν τον αλλάζει. Το ξελόγιασμα είναι στη φύση του. Μόνο στα μυθιστορήματα αλλάζει κάποιος ή γίνεται καλύτερος. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι τίποτα δεν αλλάζει και συνάμα ότι όλα έχουν μεταβληθεί.
Αυτό που ο Δον Ζουάν πραγματοποιεί είναι μια ηθική ποσότητας αντίθετα με τον άγιο που τείνει προς την ποιότητα. Χαρακτηριστικό του παράλογου ανθρώπου είναι να μην πιστεύει στο βαθύ νόημα των πραγμάτων. Αυτά τα ένθερμα και γεμάτα θαυμασμό πρόσωπα τα διατρέχει, τα κάνει σωρό και τα καίει.
Ο χρόνος βαδίζει μαζί του.
Παράλογος είναι αυτός που δεν αποχωρίζεται τον χρόνο.
Ο Δον Ζουάν δεν σκέφτεται να “κάνει συλλογή” γυναικών. Εξαντλεί την ποσότητα γυναικών και, μαζί μ’ αυτές, τις ευκαιρίες της ζωής του. Κάνω συλλογή σημαίνει ότι είμαι ικανός να ζω με το παρελθόν μου. Εκείνος όμως αρνείται τη νοσταλγία, τούτη τη διαφορετική μορφή ελπίδας.
Δεν ξέρει να κοιτάζει τα πορτρέτα.
Είναι γι’ αυτό εγωιστής; Με τον τρόπο του, χωρίς αμφιβολία.
Μα κι εδώ ακόμα, πρέπει να συμφωνήσουμε. Υπάρχουν εκείνοι που φτιάχτηκαν για να ζουν και οι άλλοι που φτιάχτηκαν για ν’ αγαπούν.
Ο Δον Ζουάν, τουλάχιστον, θα το παραδεχόταν. Μα θα το έκανε εν συντομία καθώς έχει τη δυνατότητα επιλογής. Γιατί η αγάπη, για την οποία μιλάμε εδώ, είναι στολισμένη με τις αυταπάτες του αιώνιου. Όλοι οι ειδικοί του πάθους της αγάπης μάς το λένε, δεν υπάρχει άλλη αιώνια αγάπη εκτός από την αγάπη μετ’ εμποδίων. Δεν υπάρχει πάθος χωρίς αγώνα. Μια τέτοια αγάπη δεν τελειώνει παρά με την ύστατη αντίφαση που είναι ο θάνατος.
Πρέπει να είσαι ή Βέρθερος ή τίποτα. Και εδώ πάλι, υπάρχουν πολλοί τρόποι αυτοκτονίας, κι ένας από αυτούς είναι η πλήρης αυταπάρνηση και η λήθη του ίδιου του εαυτού σου. Ο Δον Ζουάν, όπως κι ο οποιοσδήποτε, ξέρει ότι αυτό μπορεί να είναι συγκινητικό. Αλλά είναι ένας από τους λίγους που γνωρίζουν ότι το σημαντικό δεν είναι αυτό. Το γνωρίζει πολύ καλά: εκείνοι τους οποίους ένας μεγάλος έρωτας παρεκτρέπει από την προσωπική ζωή τους, πλουτίζουν ίσως, αλλά οπωσδήποτε φτωχαίνουν τους άλλους, αυτούς που διάλεξαν ν’ αγαπήσουν.
Μια μάνα, μια παθιασμένη από αγάπη γυναίκα, είναι αναγκαστικά σκληρόκαρδες, γιατί η καρδιά τους έχει απομακρυνθεί από τον κόσμο. Ένα μονάχα συναίσθημα, μια μονάχα ύπαρξη, ένα μονάχα πρόσωπο, έχει καταβροχθίσει το παν.
Μια άλλη αγάπη συγκλονίζει τον Δον Ζουάν και είναι λυτρωτική. Κουβαλά μαζί της όλα τα πρόσωπα του κόσμου και κάνει την καρδιά να σκιρτά επειδή αναγνωρίζει ότι είναι φθαρτή.
Ο Δον Ζουάν επέλεξε να είναι ένα τίποτα.
Γι’ αυτόν το θέμα είναι να βλέπει καθαρά.
Δεν ονομάζουμε αγάπη αυτό που μας δένει με κάποιες υπάρξεις, παρά ανάγοντάς το σ’ έναν τρόπο να βλέπουμε συλλογικά, για τον οποίο ευθύνονται τα βιβλία και οι θρύλοι. Μα από την αγάπη, το μόνο που γνωρίζω είναι το κράμα πόθου, τρυφερότητας και νόησης που με συνδέει με την τάδε ύπαρξη. Το ίδιο κράμα δεν ισχύει για μια άλλη ύπαρξη.
Δεν έχω το δικαίωμα να δώσω σ’ όλες αυτές τις εμπειρίες το ίδιο όνομα, ούτε να τις ζήσω με τον ίδιο τρόπο. Ο παράλογος άνθρωπος πολλαπλασιάζει εδώ αυτό που δεν μπορεί να ενοποιήσει.
Έτσι ανακαλύπτει έναν καινούργιο τρόπο ύπαρξης που τον ελευθερώνει, τουλάχιστον όσο ελευθερώνει κι εκείνους που τον πλησιάζουν. Δεν υπάρχει γενναιόδωρη αγάπη εκτός από εκείνη που γνωρίζει πως είναι συγχρόνως παροδική και ιδιαίτερη…
Όλα αυτά που πεθαίνουν κι όλα αυτά που ξαναγεννιούνται αποτελούν για τον Δον Ζουάν το μπουκέτο της ζωής του. Είναι ο τρόπος του να δίνει και να βοηθά τους άλλους να ζήσουν.
Αφήνω να κρίνετε αν πρέπει να μιλήσουμε για εγωισμό…
Σκέφτομαι εδώ όλους εκείνους που θέλουν οπωσδήποτε να τιμωρηθεί ο Δον Ζουάν. Όχι μόνο σε μια άλλη ζωή, αλλά και σ’ αυτήν ακόμα.
Σκέφτομαι όλες αυτές τις ιστορίες, τους θρύλους και την ειρωνεία για τον γερασμένο Δον Ζουάν. Όμως εκείνος είναι ήδη έτοιμος…
Για έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο, τα γηρατειά,κι οτιδήποτε τα προμηνύει, δεν είναι έκπληξη. Έχει ακριβώς συναίσθηση αυτών επειδή δεν κλείνει τα μάτια στη φρίκη τους.
Υπήρχε στην Αθήνα ένας ναός αφιερωμένος στο γήρας. Οδηγούσαν εκεί τα παιδιά.
Για τον Δον Ζουάν, όσο περισσότερο γελάμε μαζί του, τόσο περισσότερο το γήρας σημαδεύει το πρόσωπό του. Αποποιείται έτσι τη μορφή που του έδωσαν οι ρομαντικοί. Μ’ αυτό τον βασανισμένο κι αξιοθρήνητο Δον Ζουάν κανείς δεν έχει όρεξη να γελάσει. Τον λυπούνται, άραγε ο ουρανός θα εξαγοράσει τις αμαρτίες του; Όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Στο σύμπαν που φαντάζεται, συμπεριλαμβάνεται επίσης και το γελοίο. Θα το ‘βρισκε φυσικό να τιμωρηθεί. Είναι ο κανόνας του παιχνιδιού. Και είναι ακριβώς μεγαλοψυχία εκ μέρους του που δέχτηκε όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Ξέρει ωστόσο ότι έχει δίκιο κι ότι δεν πρόκειται για τιμωρία. Το πεπρωμένο δεν είναι τιμωρία.
Αυτό είναι το έγκλημά του και, όπως το καταλαβαίνουμε, οι άνθρωποι που πιστεύουν στο αιώνιο επικαλούνται την τιμωρία. Ο Δον Ζουάν αγγίζει μια γνώση χωρίς αυταπάτες που αρνιέται το κάθε τι που πρεσβεύουν οι παραπάνω. Αγαπώ και κατέχω, κατακτώ κι εκμηδενίζω, να ο τρόπος της γνώσης του. (Υπάρχει νόημα σε τούτη την αγαπημένη λέξη της Αγίας Γραφής η οποία αποκαλεί “γνώση” την ερωτική πράξη).
Ο Δον Ζουάν είναι ο χειρότερος εχθρός τους γιατί τους αγνοεί. Κάποιος χρονικογράφος αναφέρει ότι ο πραγματικός “Burlador” πέθανε δολοφονημένος από φραγκισκανούς μοναχούς που θέλησαν “να θέσουν τέρμα στις παρεκτροπές και στην ασέβεια του Δον Ζουάν που, επειδή γεννήθηκε αριστοκράτης, εξασφάλισε την ατιμωρησία”. Διέδωσαν στη συνέχεια ότι τον κεραυνοβόλησε ο ουρανός. Κανένας δεν απέδειξε αυτό το παράξενο τέλος. Ούτε και κανένας απέδειξε το αντίθετο.
Μα χωρίς να διερωτώμαι αν αυτό αληθεύει, μπορώ να πω ότι είναι λογικό.
Θέλω μόνο εδώ να σταθώ στον όρο “γεννήθηκε αριστοκράτης” και να παίξω με τις λέξεις: η ζωή τού εξασφάλισε την αθωότητά του. Μόνο μετά τον θάνατο απέκτησε μια ενοχή που τώρα πια πέρασε στο θρύλο.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτός ο πέτρινος Διοικητής, αυτός ο ψυχρός ανδριάντας που ζωντάνεψε για να τιμωρήσει το αίμα και το θάρρος που τόλμησαν να σκέφτονται;
Όλες οι δυνάμεις του αιώνιου Λόγου, της τάξης, της παγκόσμιας ηθικής, όλο το αλλόκοτο μεγαλείο ενός Θεού ευπρόσιτου στην οργή, ενσαρκώνονται σ’ αυτόν.
Τούτη η γιγαντιαία κι άψυχη πέτρα συμβολίζει μονάχα τις δυνάμεις που ο Δον Ζουάν αρνήθηκε δια παντός. Η αποστολή ωστόσο του Διοικητή σταματά εκεί. Η οργή και ο κεραυνός μπορούν να επιστρέψουν στον ψεύτικο ουρανό απ’ όπου τους κάλεσαν.
Η αληθινή τραγωδία παίζεται πέρα απ’ αυτούς. Όχι, ο Δον Ζουάν δεν πέθανε χτυπημένος από ένα πέτρινο χέρι. Πιστεύω εύκολα στο θρυλικό θράσος, σ’ εκείνο το τρελό γέλιο ενός ανθρώπου με υγιή αντίληψη που προκαλεί έναν ανύπαρκτο θεό.
Προπάντων όμως πιστεύω πως εκείνο το βράδυ που ο Δον Ζουάν περίμενε στο σπίτι της Άννας, δεν ήρθε και ο ασεβής θα πρέπει να ένιωσε, περασμένα μεσάνυχτα, την τρομερή πίκρα εκείνων που έχουν δίκιο.
Ακόμα περισσότερο πιστεύω την ιστορία της ζωής του που λέει ότι, για να τελειώνει, πήγε να θαφτεί σ’ ένα μοναστήρι. Όχι γιατί η υποδειγματική πλευρά της ιστορίας θα μπορούσε να φανεί πιθανή.
Τι καταφύγιο πήγε να ζητήσει από τον Θεό; Αυτό ωστόσο συμβολίζει μάλλον τη λογική κατάληξη μιας ζωής με απόλυτη συναίσθηση του παραλόγου, το άγριο τέλος μιας ύπαρξης στραμμένης προς τις απολαύσεις δίχως αύριο. Εδώ, η ηδονή καταλήγει στον ασκητισμό.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι μπορεί να είναι σαν τις δυο όψεις της ίδιας ένδειας.
Δεν υπάρχει πιο τρομακτική εικόνα: ένας άνθρωπος που το κορμί του τον πρόδωσε και που, καθώς πέθανε όταν έπρεπε, ολοκληρώνει το θεατρικό έργο περιμένοντας το τέλος, πρόσωπο με πρόσωπο με τούτο το θεό που δεν λατρεύει, υπηρετώντας τον όπως υπηρέτησε τη ζωή, γονατιστός μπροστά στο κενό και τείνοντας τα χέρια προς έναν ουρανό βουβό κι ασυνείδητο.
Βλέπω τον Δον Ζουάν σ’ ένα κελί εκείνων των ισπανικών μοναστηριών που βρίσκονται διάσπαρτα πάνω σε κάποιο λόφο. Κι αν κοιτάζει κάτι, δεν πρόκειται για φαντάσματα από αγάπες που χάθηκαν, αλλά, ίσως, μέσα από μια καυτή πολεμίστρα, ν’ ατενίζει κάποια σιωπηλή πεδιάδα της Ισπανίας, γη υπέροχη και δίχως ψυχή, στην οποία αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ναι, σε τούτη τη μελαγχολική και λαμπερή εικόνα πρέπει να σταματήσουμε.
Το οριστικό τέλος, αναμενόμενο αλλά ποτέ ποθητό, το οριστικό τέλος είναι αξιοκαταφρόνητο.