336. ΕΛΑΦΟΣ ΝΟΣΟΥΣΑ [336.1] ἔλαφος νόσῳ περιπεσοῦσα ἐπί τινος τόπου πεδινοῦ κατακέκλιτο. τινὰ δὲ τῶν θηρίων εἰς θέαν αὐτῆς ἐλθόντα τὴν παρακειμένην τῇ ἐλάφῳ νομὴν κατεβοσκήθησαν. εἶτα ἐκείνη τῆς νόσου ἀπαλλαγεῖσα τῇ ἐνδείᾳ δεινῶς κατετρύχετο καὶ τῇ νομῇ τὸ ζῆν προσαπώλεσεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς περιττοὺς καὶ ἀνονήτους κτώμενοι φίλους ἀντὶ κέρδους ὑπ᾽ αὐτῶν ζημίαν μᾶλλον ὑφίστανται.
337. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[337.1] ἀνὴρ κλέπτης παρερχόμενον κύνα ἰδὼν διηνεκῶς αὐτῷ ψωμοὺς προσέρριπτε. λέγει οὖν πρὸς τὸν ἄνδρα ὁ κύων· «ἄνθρωπε, ἄπιθι ἐξ ἐμοῦ. ἡ γὰρ πολλή σου αὕτη εὔνοια μᾶλλόν με τὰ μέγιστα θροεῖ».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οἱ πολλὰ δῶρά τισι παρεχόμενοι δῆλοί εἰσι τὴν ἀλήθειαν ἀνατρέποντες.
338. ΟΝΑΓΡΟΣ ΚΑΙ ΟΝΟΣ
[338.1] ὄναγρος ὄνον ἰδὼν βαρὺν γόμον ἐπαγόμενον καὶ τὴν δουλείαν αὐτῷ ἐπονειδίζων ἔλεγεν· «εὐτυχὴς ὄντως ἐγώ, ὅτι ζῶν ἐλευθέρως καὶ διάγων ἀκόπως αὐτοσχέδιον καὶ τὴν νομὴν ἐν τοῖς ὄρεσι κέκτημαι. σὺ δὲ δι᾽ ἄλλου τρέφῃ καὶ δουλείαις καὶ πληγαῖς καθυποβάλλῃ διηνεκῶς». συνέβη γοῦν αὐθωρὸν λέοντά τινα φανῆναι καὶ τῷ μὲν ὄνῳ μὴ προσπελάσαι ὡς συνόντος αὐτῷ τοῦ ὀνηλάτου, τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ αὑτῷ θέσθαι κατάβρωμα.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οἱ ἀνυπότακτοι καὶ σκληροτράχηλοι τῇ αὐτοβουλίᾳ φερόμενοι καὶ βοηθείας τινὸς μὴ δεόμενοι αὐθωρὸν πτῶμα γίνονται.
339. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
[339.1] ἀνήρ τις κηπουρόν τινα θεασάμενος τῶν λαχάνων ἀρδείαν ποιούμενον ἔφη πρὸς αὐτόν· «πῶς τὰ μὲν ἄγρια φυτὰ μήτε φυτευόμενα μήτε ἐργαζόμενα ὡραῖα πεφύκασι, τὰ δὲ τῆς ὑμῶν φυτηκομίας πολλάκις ξηραίνεται;» ὁ δὲ κηπουρὸς ἀντέφησεν, ὡς «τὰ ἄγρια τῶν φυτῶν μόνῃ τῇ θείᾳ προνοίᾳ ἐφορᾶται, τὰ δὲ ἥμερα ὑπὸ χειρὸς ἀνθρωπίνης ἐπιμελεῖται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὡς κρείττων ἡ τῶν μητέρων ἀνατροφὴ πέφυκε τῆς τῶν μητρυιῶν ἐπιμελείας.
340. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΛΥΚΑΙΝΑ
[340.1] κύων καταδιώκων λύκαιναν ἐφρυάττετο τῇ τε τῶν ποδῶν ταχυτῆτι καὶ τῇ ἰδίᾳ ἰσχύι καὶ ἐδόκει φεύγειν τὴν λύκαιναν δι᾽ οἰκείαν δῆθεν ἀσθένειαν. στραφεῖσα οὖν ἡ λύκαινα ἔφησε πρὸς τὸν κύνα· «οὐ σὲ δέδοικα, ἀλλὰ τὴν τοῦ σοῦ δεσπότου καταδρομήν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οὐ δεῖ τινα ἐγκαυχᾶσθαι τῇ τῶν ἑτέρων γενναιότητι.
***
336. Το ελάφι που ήταν άρρωστο.
[336.1] Ήταν κάποτε ένα ελάφι που αρρώστησε και έπεσε να πλαγιάσει κάτω, σε μια μεριά στην πεδιάδα. Ήλθαν τότε να το επισκεφθούν μερικά άλλα ζώα, και με την ευκαιρία βοσκούσαν τα χορτάρια εκεί τριγύρω από τον ασθενή, ώσπου τα εξαφάνισαν όλα. Λοιπόν, που λέτε, μετά από λίγο καιρό το ελάφι γιατρεύτηκε από την αρρώστια. Έλα όμως που τώρα το κατέτρυχε η ασιτία. Έτσι, μαζί με τη βοσκή, έχασε τελικά και τη ζωή του.
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος έχει πλήθος τέτοιους αχαΐρευτους για φίλους του μάλλον ζημιά θα υποστεί από αυτούς, δίχως όφελος κανένα.
337. Ο άνδρας και ο σκύλος.
[337.1] Ήταν μια φορά κάποιος κλέφτης που πήρε το μάτι του ένα σκυλί να περνάει από δίπλα του. Έπιασε λοιπόν και πετούσε ολοένα κομματάκια φαΐ μπροστά στο ζώο. Στο τέλος, όμως, ο σκύλος τού αντιγύρισε: «Κύριος, πάρε δρόμο και άσε με. Τόσες τσιριμόνιες που μου κάνεις δεν είναι καλό σημάδι — με βάζουν σε πολύ μεγάλη ανησυχία».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος προσφέρει στον άλλον σωρό τα δώρα προφανώς το κάνει για να κουκουλώσει την αλήθεια.
338. Ο όναγρος και ο γάιδαρος.
[338.1] Μια φορά ο όναγρος κάθισε και παρατηρούσε τον κατοικίδιο γάιδαρο, τί βαριά φορτία που σήκωνε και κουβαλούσε. Βάλθηκε λοιπόν να τον περιγελάει για τη σκλαβιά του και να αυτοσυγχαίρεται: «Μωρέ μια χαρά την έχω εγώ! Τί ευτυχισμένος που είμαι, αλήθεια! Ζω τελείως ελεύθερος, περνώ τον καιρό μου δίχως κόπους, και όσο για βοσκή, τη βρίσκω έτοιμη και πρόχειρη πάνω στα βουνά. Ενώ εσύ, καημένε, χρειάζεσαι άλλον να σε ταΐζει, και δουλεύεις αδιάκοπα σαν σκλάβος, κάτω από το μαστίγιο». Κοιτάξτε όμως τί συνέβη ακριβώς πάνω στην ώρα: Ξεπρόβαλλε ξαφνικά το λιοντάρι, το οποίο βέβαια δεν τόλμησε να ζυγώσει τον γάιδαρο, καθότι έστεκε κοντά του ο αγωγιάτης. Αντίθετα, τον όναγρο τον πέτυχε να τριγυρνάει μονάχος του, και συνεπώς όρμησε πάνω του αγριεμένο και τον έκανε μια χαψιά.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο σκληροτράχηλος, που δεν υπακούει σε τίποτε, παρά κάνει πάντα του κεφαλιού του και νομίζει πως δεν έχει ανάγκη τη βοήθεια κανενός — ε, αυτός τσακίζεται αυθωρεί και παραχρήμα.
339. Ο άνθρωπος και ο περιβολάρης.
[339.1] Ήταν μια φορά κάποιος άνθρωπος που πήρε το μάτι του έναν περιβολάρη να ποτίζει τα κηπευτικά του. Τον ρώτησε λοιπόν: «Δεν μου λες σε παρακαλώ, τα αγριόχορτα ούτε τα φυτεύετε ούτε τα φροντίζετε καθόλου — και ωστόσο κοίταξε πώς φυτρώνουν μια χαρά σε κάθε εποχή. Αντίθετα, τα οπωροκηπευτικά που καλλιεργείτε εσείς με τα χεράκια σας ξεραίνονται κάθε τόσο. Πώς γίνεται αυτό;». Ο περιβολάρης τότε του εξήγησε: «Ξέρεις, τα αγριόχορτα τα επιβλέπει η θεία πρόνοια, που είναι αρκετή από μόνη της. Αντίθετα, τα καλλιεργημένα τα περιποιούνται ανθρώπινα χέρια».
Το δίδαγμα του μύθου: Η ανατροφή από τη μάνα είναι φυσικά ανώτερη από τις φροντίδες της μητριάς.
340. Ο σκύλος και η λύκαινα.
[340.1] Μια φορά ο σκύλος είχε πάρει στο κυνήγι τη λύκαινα. Μάλιστα, νόμιζε πως εκείνη το είχε βάλει στα πόδια μπροστά του από επίγνωση για την κατωτερότητά της. Γι᾽ αυτό είχε παραφουσκώσει από περηφάνια τόσο για τη γρηγοράδα του στο τρέξιμο όσο και για τη μεγάλη του δύναμη. Η λύκαινα, βέβαια, γύρισε σε κάποια στιγμή προς τα πίσω και του διέλυσε την ψευδαίσθηση με δύο λόγια: «Μπας και θαρρείς ότι τρόμαξα με σένα, βρε; Μη βαλθεί το αφεντικό σου να με καταδιώξει, αυτό είναι που φοβάμαι».
Το δίδαγμα του μύθου: Καλύτερα ας μην καυχιόμαστε για ξένη αντρειοσύνη.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς περιττοὺς καὶ ἀνονήτους κτώμενοι φίλους ἀντὶ κέρδους ὑπ᾽ αὐτῶν ζημίαν μᾶλλον ὑφίστανται.
337. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[337.1] ἀνὴρ κλέπτης παρερχόμενον κύνα ἰδὼν διηνεκῶς αὐτῷ ψωμοὺς προσέρριπτε. λέγει οὖν πρὸς τὸν ἄνδρα ὁ κύων· «ἄνθρωπε, ἄπιθι ἐξ ἐμοῦ. ἡ γὰρ πολλή σου αὕτη εὔνοια μᾶλλόν με τὰ μέγιστα θροεῖ».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οἱ πολλὰ δῶρά τισι παρεχόμενοι δῆλοί εἰσι τὴν ἀλήθειαν ἀνατρέποντες.
338. ΟΝΑΓΡΟΣ ΚΑΙ ΟΝΟΣ
[338.1] ὄναγρος ὄνον ἰδὼν βαρὺν γόμον ἐπαγόμενον καὶ τὴν δουλείαν αὐτῷ ἐπονειδίζων ἔλεγεν· «εὐτυχὴς ὄντως ἐγώ, ὅτι ζῶν ἐλευθέρως καὶ διάγων ἀκόπως αὐτοσχέδιον καὶ τὴν νομὴν ἐν τοῖς ὄρεσι κέκτημαι. σὺ δὲ δι᾽ ἄλλου τρέφῃ καὶ δουλείαις καὶ πληγαῖς καθυποβάλλῃ διηνεκῶς». συνέβη γοῦν αὐθωρὸν λέοντά τινα φανῆναι καὶ τῷ μὲν ὄνῳ μὴ προσπελάσαι ὡς συνόντος αὐτῷ τοῦ ὀνηλάτου, τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ αὑτῷ θέσθαι κατάβρωμα.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οἱ ἀνυπότακτοι καὶ σκληροτράχηλοι τῇ αὐτοβουλίᾳ φερόμενοι καὶ βοηθείας τινὸς μὴ δεόμενοι αὐθωρὸν πτῶμα γίνονται.
339. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
[339.1] ἀνήρ τις κηπουρόν τινα θεασάμενος τῶν λαχάνων ἀρδείαν ποιούμενον ἔφη πρὸς αὐτόν· «πῶς τὰ μὲν ἄγρια φυτὰ μήτε φυτευόμενα μήτε ἐργαζόμενα ὡραῖα πεφύκασι, τὰ δὲ τῆς ὑμῶν φυτηκομίας πολλάκις ξηραίνεται;» ὁ δὲ κηπουρὸς ἀντέφησεν, ὡς «τὰ ἄγρια τῶν φυτῶν μόνῃ τῇ θείᾳ προνοίᾳ ἐφορᾶται, τὰ δὲ ἥμερα ὑπὸ χειρὸς ἀνθρωπίνης ἐπιμελεῖται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὡς κρείττων ἡ τῶν μητέρων ἀνατροφὴ πέφυκε τῆς τῶν μητρυιῶν ἐπιμελείας.
340. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΛΥΚΑΙΝΑ
[340.1] κύων καταδιώκων λύκαιναν ἐφρυάττετο τῇ τε τῶν ποδῶν ταχυτῆτι καὶ τῇ ἰδίᾳ ἰσχύι καὶ ἐδόκει φεύγειν τὴν λύκαιναν δι᾽ οἰκείαν δῆθεν ἀσθένειαν. στραφεῖσα οὖν ἡ λύκαινα ἔφησε πρὸς τὸν κύνα· «οὐ σὲ δέδοικα, ἀλλὰ τὴν τοῦ σοῦ δεσπότου καταδρομήν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς οὐ δεῖ τινα ἐγκαυχᾶσθαι τῇ τῶν ἑτέρων γενναιότητι.
***
336. Το ελάφι που ήταν άρρωστο.
[336.1] Ήταν κάποτε ένα ελάφι που αρρώστησε και έπεσε να πλαγιάσει κάτω, σε μια μεριά στην πεδιάδα. Ήλθαν τότε να το επισκεφθούν μερικά άλλα ζώα, και με την ευκαιρία βοσκούσαν τα χορτάρια εκεί τριγύρω από τον ασθενή, ώσπου τα εξαφάνισαν όλα. Λοιπόν, που λέτε, μετά από λίγο καιρό το ελάφι γιατρεύτηκε από την αρρώστια. Έλα όμως που τώρα το κατέτρυχε η ασιτία. Έτσι, μαζί με τη βοσκή, έχασε τελικά και τη ζωή του.
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος έχει πλήθος τέτοιους αχαΐρευτους για φίλους του μάλλον ζημιά θα υποστεί από αυτούς, δίχως όφελος κανένα.
337. Ο άνδρας και ο σκύλος.
[337.1] Ήταν μια φορά κάποιος κλέφτης που πήρε το μάτι του ένα σκυλί να περνάει από δίπλα του. Έπιασε λοιπόν και πετούσε ολοένα κομματάκια φαΐ μπροστά στο ζώο. Στο τέλος, όμως, ο σκύλος τού αντιγύρισε: «Κύριος, πάρε δρόμο και άσε με. Τόσες τσιριμόνιες που μου κάνεις δεν είναι καλό σημάδι — με βάζουν σε πολύ μεγάλη ανησυχία».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος προσφέρει στον άλλον σωρό τα δώρα προφανώς το κάνει για να κουκουλώσει την αλήθεια.
338. Ο όναγρος και ο γάιδαρος.
[338.1] Μια φορά ο όναγρος κάθισε και παρατηρούσε τον κατοικίδιο γάιδαρο, τί βαριά φορτία που σήκωνε και κουβαλούσε. Βάλθηκε λοιπόν να τον περιγελάει για τη σκλαβιά του και να αυτοσυγχαίρεται: «Μωρέ μια χαρά την έχω εγώ! Τί ευτυχισμένος που είμαι, αλήθεια! Ζω τελείως ελεύθερος, περνώ τον καιρό μου δίχως κόπους, και όσο για βοσκή, τη βρίσκω έτοιμη και πρόχειρη πάνω στα βουνά. Ενώ εσύ, καημένε, χρειάζεσαι άλλον να σε ταΐζει, και δουλεύεις αδιάκοπα σαν σκλάβος, κάτω από το μαστίγιο». Κοιτάξτε όμως τί συνέβη ακριβώς πάνω στην ώρα: Ξεπρόβαλλε ξαφνικά το λιοντάρι, το οποίο βέβαια δεν τόλμησε να ζυγώσει τον γάιδαρο, καθότι έστεκε κοντά του ο αγωγιάτης. Αντίθετα, τον όναγρο τον πέτυχε να τριγυρνάει μονάχος του, και συνεπώς όρμησε πάνω του αγριεμένο και τον έκανε μια χαψιά.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο σκληροτράχηλος, που δεν υπακούει σε τίποτε, παρά κάνει πάντα του κεφαλιού του και νομίζει πως δεν έχει ανάγκη τη βοήθεια κανενός — ε, αυτός τσακίζεται αυθωρεί και παραχρήμα.
339. Ο άνθρωπος και ο περιβολάρης.
[339.1] Ήταν μια φορά κάποιος άνθρωπος που πήρε το μάτι του έναν περιβολάρη να ποτίζει τα κηπευτικά του. Τον ρώτησε λοιπόν: «Δεν μου λες σε παρακαλώ, τα αγριόχορτα ούτε τα φυτεύετε ούτε τα φροντίζετε καθόλου — και ωστόσο κοίταξε πώς φυτρώνουν μια χαρά σε κάθε εποχή. Αντίθετα, τα οπωροκηπευτικά που καλλιεργείτε εσείς με τα χεράκια σας ξεραίνονται κάθε τόσο. Πώς γίνεται αυτό;». Ο περιβολάρης τότε του εξήγησε: «Ξέρεις, τα αγριόχορτα τα επιβλέπει η θεία πρόνοια, που είναι αρκετή από μόνη της. Αντίθετα, τα καλλιεργημένα τα περιποιούνται ανθρώπινα χέρια».
Το δίδαγμα του μύθου: Η ανατροφή από τη μάνα είναι φυσικά ανώτερη από τις φροντίδες της μητριάς.
340. Ο σκύλος και η λύκαινα.
[340.1] Μια φορά ο σκύλος είχε πάρει στο κυνήγι τη λύκαινα. Μάλιστα, νόμιζε πως εκείνη το είχε βάλει στα πόδια μπροστά του από επίγνωση για την κατωτερότητά της. Γι᾽ αυτό είχε παραφουσκώσει από περηφάνια τόσο για τη γρηγοράδα του στο τρέξιμο όσο και για τη μεγάλη του δύναμη. Η λύκαινα, βέβαια, γύρισε σε κάποια στιγμή προς τα πίσω και του διέλυσε την ψευδαίσθηση με δύο λόγια: «Μπας και θαρρείς ότι τρόμαξα με σένα, βρε; Μη βαλθεί το αφεντικό σου να με καταδιώξει, αυτό είναι που φοβάμαι».
Το δίδαγμα του μύθου: Καλύτερα ας μην καυχιόμαστε για ξένη αντρειοσύνη.