Συχνά μιλάμε για το αρχαίο θέατρο της κλασικής περιόδου, για τους λεγόμενους μεγάλους τραγικούς και κωμικούς ποιητές. Μελετάμε τα κείμενά τους, σε όσες περιπτώσεις έχουμε την τύχη να μάς έχουν σωθεί, με βασικά ερωτήματα ιστορικο-πολιτικής ανάλυσης στο νου οι πιο ευαίσθητοι, άντε και με αναζητήσεις πάνω στο τελετουργικό υπόβαθρο του θέματος οι πιο υποψιασμένοι. Λοιπόν, με τα σωσμένα κείμενα ως μόνα εφόδια, μιλάμε και διδάσκουμε, εικάζουμε και γράφουμε.
Αυτό που σπανιότερα προσπαθούμε είναι ν’ ανασυνθέσουμε στη σκέψη μας το θέατρο εκείνο ως χωρο-χρονικά προσδιορισμένη πρακτική και βιωμένη εμπειρία, πράγμα που, ωστόσο, έχει άμεσες συνέπειες και στην εικόνα που σχηματίζουμε για τις πολιτικές του αναφορές. Θα αντιγυρίσει, βέβαια, κανείς, και με το δίκιο του: μα, δεν μας σώζονται πηγές για κάτι τέτοιο. Μας λείπουν, για παράδειγμα, γνώσεις πάνω στη μορφή που είχαν τα κοστούμια και οι μάσκες, πληροφορίες για τη μουσική επένδυση των χορικών και τα στοιχεία της όρχησης. Άλλο τόσο αγνοούμε τις αναλυτικές σκηνοθετικές οδηγίες. Κι όσο για τις σκηνογραφικές λεπτομέρειες, φτωχότατες οι γνώσεις κι οι υποθέσεις μας γι’ αυτές.
Κι όμως, υπάρχει κάτι βασικό που θα μπορούσε να προσανατολίσει τη σκέψη, αλλά συνήθως παρακάμπτεται. Γιατί αυτό για το οποίο υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα είναι το πού πρωτοπαρουσιάστηκαν τα μεγάλα δραματικά έργα των χρόνων της ακμής. Μιλάω για το θέατρο του Διονύσου, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, στο οποίο οι εργασίες αναστήλωσης τώρα πια ολοκληρώνονται.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, για λόγους διάφορους, συσκοτίζεται η σκέψη μας πάνω στο θέμα. Σε μεγάλο βαθμό, από τη δύναμη που ασκεί η Επίδαυρος πάνω στις εντυπώσεις μας για το αρχαίο δράμα. Η Επίδαυρος, με τη θαυμαστή της θεατρική αρχιτεκτονική και την απαράμιλλη ακουστική της, λειτουργεί στο σημείο αυτό σαν παραμορφωτικός καθρέφτης. Και η εικόνα μας ακόμη περισσότερο θολώνει από τη διοργάνωση των σύγχρονων φεστιβάλ αρχαίου δράματος εκεί, με την glamorous ατμόσφαιρα, τις νυχτερινές παραστάσεις υπό τους ήχους των τριζονιών μέσα στο δάσος και το υπερθέαμα των οπτικο-ακουστικών εφφέ. Και έτσι, το ξεχνάμε ότι κανένας απ’ τους ποιητές που ονομάζουμε μεγάλους ούτε είχε στη διάθεσή του την τεχνολογική ισχύ του ηλεκτρικού ρεύματος, κι ούτε και είχε συνθέσει ποτέ έστω και ένα δράμα αλληθωρίζοντας προς Επίδαυρο μεριά. Γιατί το θέατρο εκεί χτίστηκε σε χρόνους κατά πολύ μεταγενέστερους, για να φιλοξενεί επαναλήψεις παραστάσεων των αρχαιότερων δραμάτων ή υστερότερες πρωτότυπες παραγωγές, όμως πολύ φτωχές σε περιεχόμενο και ανάξιες εν γένει ιδιαίτερης μνείας.
Κι ακόμα κι όταν κρατάμε τη σκέψη μας καθαρή, απαλλαγμένη από κάθε παραμόρφωση, και το διατυπώνουμε ρητά – όπως είναι το σωστό – ότι το “μεγάλο” δράμα της κλασσικής περιόδου ήταν αυστηρά αθηναϊκή υπόθεση και αποκλειστικό προϊόν της άμεσης δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα, εστιάζοντας, άρα, στο θέατρο του Διονύσου στην καρδιά του αστικού χώρου κάτω από την Ακρόπολη, και πάλι κάτι δεν μας κάθεται καλά. Αυτό το θέατρο μάς φαίνεται μικρό, υπερβολικά μικρό για να έχει γεννήσει αριστουργήματα. Και το κυριότερο, πόσο, μα πόσο δύσκολο μάς είναι να το σκεφτούμε γυμνό από την (κατά πολύ υστερότερη των χρόνων της ακμής) επιμαρμάρωσή του. Αδυνατούμε να φανταστούμε το θέατρο του Διονύσου στην εξωφρενική απλότητα που είχε αρχικά, τότε που παρήγαγε τα έργα της ακμής. Ο λόγος είναι ένας: η απλότητα του θεάτρου του Διονύσου ενοχλεί και εκ βάθρων αμφισβητεί τις δικές μας στερεοτυπικές και βλοσυρά παγιωμένες αντιλήψεις για τα θέματα πολιτισμού.
Έτσι λοιπόν, πεισματικά αρνιόμαστε να φανταστούμε: ένα χώρο κυκλικό ως ορχήστρα για τον χορό σε χαμηλότερο επίπεδο, μια ξύλινη σκηνή στο βάθος για να παίζουν δύο με τρεις υποκριτές, και πιο ψηλά το χώμα και τα βραχάκια της Ακρόπολης για να κάθονται οι θεατές, χωρίς ακόμα να υπάρχουν οριστικοποιημένα διαζώματα και κερκίδες, διαχωρισμένες μεταξύ τους μέσω διόδων ή κλιμάκων. Και μπροστά μπροστά, βία δύο με τρεις σειρές ξύλινα έδρανα για επισήμους. Κι όμως, αυτό ήτανε το διονυσιακό θέατρο των χρόνων της ακμής: εν πολλοίς άναρχο στην εικόνα του, χωρίς αυστηρή χωροταξική διαμόρφωση, έτσι που, αν χρειαζόταν ο καθήμενος να μετακινηθεί για λίγο, μπορεί και να σκόνταφτε πάνω στα απλωμένα πόδια του διπλανού του.
Ακόμα δυσκολότερα μπορούμε να αναλογιστούμε τον ακριβή όγκο του κοινού σ’ αυτόν εκεί τον χώρο. Να κάνω έναν πρόχειρο υπολογισμό. Αν οι πολίτες στα χρόνια της ακμής ήταν γύρω στις τριάντα χιλιάδες (μιλάω βεβαίως για τον άρρενα πληθυσμό), δεν θα πήγαιναν οι μισοί τουλάχιστον να παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες, ειδικά κατά τις δεκαετίες που το χρήμα των έρμων των “συμμάχων” (και φόρου υποτελών) διοχετευόταν άφθονο στην πόλη και για τους Αθηναίους υπήρχε το προνόμιο του δωρεάν εισιτηρίου στο θέατρο; Να σκεφτώ μικρότερο αριθμό; Δέκα χιλιάδες; Πέντε χιλιάδες; Δύο χιλιάδες; Με όποιο υπολογισμό, ο πλέον minimum αριθμός που προκύπτει, εμάς μας φαίνεται ασύλληπτος!
Και θα ’ταν όλοι ετούτοι κάτοικοι του τειχισμένου άστεως; Δεν θα προσέρχονταν στη μεγάλη ανοιξιάτικη διονυσιακή γιορτή πολίτες κι από τη συνοριακή Οινόη, τον Μαραθώνα ή την ευρύτερη Λαυρεωτική; Μάλλον ναι. Να μην ξεχνάμε επίσης τους εκπροσώπους των “συμμαχικών” πόλεων που ταξιδεύανε από τα νησιά τους και επισκέπτονταν το κλεινόν άστυ την περίοδο των Μεγάλων Διονυσίων για να παρακολουθήσουν τα μοναδικά θεατρικά events, που όμοιά τους δεν υπήρχανε στον κόσμο! Για να παρακολουθήσουν, δηλαδή, όλοι αυτοί μαζί, επί τέσσερις συνεχείς ημέρες, παραστάσεις τριών έως τεσσάρων έργων την ημέρα, από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση του. Έβρισκαν όλοι αυτοί συγγενείς στο άστυ να φιλοξενηθούν ή πανδοχεία να καταλύσουν; Δεν θα ’ταν και απίθανο, νομίζω, αρκετοί να κατέλυαν πρόχειρα είτε στον ίδιο το κοίλον του θεάτρου ή κάπου κοντά, με τις κουρελούδες, το κολατσιό και το κρασάκι τους. Και, τελικά, υπό συνθήκες τέτοιες ή περίπου τέτοιες, άκουγαν όλοι και έβλεπαν όλοι; Με άλλα λόγια, παρακολουθούσαν όλοι, όλες αυτές τις μέρες, όλες αυτές τις ώρες, όλες αυτές τις παραστάσεις με κατανυκτική προσήλωση; Ενδεχομένως όχι.
Κάνω αυτές τις σκέψεις, όχι για να υποστηρίξω την εικόνα ενός κοινού ασεβούς ή αδιάφορου. Οι αθηναϊκοί δραματικοί αγώνες αποτελούσαν την κορύφωση της διονυσιακής λατρείας. Τελούνταν προς τιμήν της δεύτερης μεγαλύτερης θεότητας της πόλης. Κι ένα σωρό ακόμα λόγοι μάς βεβαιώνουν ότι τα Μεγάλα Διονύσια του άστεως περιβάλλονταν με τη δέουσα λαμπρότητα.
Χρειάζεται, ωστόσο, να αποδομήσουμε την αποστεωμένη σοβαροφάνεια που έχει πλάσει η δική μας η κουλτούρα για το αρχαίο θέατρο. Να το κρατάμε κατά νου: το “μεγάλο” θέατρο της άμεσης δημοκρατίας εντασσόταν στο τελετουργικό πλαίσιο των διονυσιακών εορτασμών και, συνεπώς, δεν του έλειπε ούτε η χαρά, ούτε κι η γενικότερη ευωχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου