Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ο Καντ για την τέχνη της αγωγής

Η αγωγή είναι τέχνη και η άσκησή της «οφείλει να τελειοποιηθεί» δια μέσου πολλών γενεών· κάθε νέα γενιά, γράφει ο Καντ, εξοπλισμένη με την εμπειρία και τις γνώσεις της προηγούμενης, μπορεί να δημιουργήσει ένα γενικό «σύστημα αγωγής», που θα αναπτύσσει όλες τις φυσικές κλίσεις και προδιαθέσεις του ανθρώπου· η ανάπτυξη αυτή γίνεται με σκοπό «ολόκληρο το ανθρώπινο γένος» να είναι κάποτε σε θέση να εκπληρώσει τον «προορισμό του». Η «Πρόνοια», συνεχίζει ο Καντ, θέλησε τον άνθρωπο υποχρεωμένο να «εξαγάγει» από τον εαυτό του «το καλό». Έτσι περίπου θα μπορούσε να μιλήσει ο δημιουργός προς τον άνθρωπο: «Πήγαινε στον κόσμο· σ’ έχω εξοπλίσει με όλες τις ιδιότητες για το καλό και μένει σε σένα να τις αναπτύξεις· επομένως η ευτυχία και η δυστυχία σου εξαρτώνται μόνον από εσένα
 
Ο άνθρωπος λοιπόν οφείλει πρωτίστως ν’ αναπτύξει τη διάθεσή του προς το καλό· η Πρόνοια δεν του έδωσε ολοκληρωμένες διαθέσεις, αλλά απλές «κλίσεις», ανοιχτές δυνατότητες δηλαδή, χωρίς καμιά «ηθική διάκριση». Χρέος του ανθρώπου είναι να βελτιώσει και να καλλιεργήσει τον εαυτό του· αν είναι κακός, ν’ αναπτύξει ηθική «εν εαυτώ»· επομένως η αγωγή είναι το ύψιστο αλλά και δυσχερέστατο καθήκον του ανθρώπου· κι αφού τα φώτα («Einsicht») εξαρτώνται από την αγωγή και αντιστρόφως, η αγωγή μόνον «βήμα βήμα δύναται να προοδεύει» καθώς η μια γενιά θα παραδίδει την πείρα και τη γνώση της στην επερχόμενη, κι αυτή με τη σειρά της θα κληροδοτεί στην επόμενη, μέχρι να σχηματιστεί μια «ορθή ιδέα» περί του «τρόπου της αγωγής.» Μια τέτοια μέθοδος προϋποθέτει μεγάλη μόρφωση και πείρα, και ως εκ τούτου αναγκαστικά θα δημιουργηθεί αργότερα· άλλωστε, η τέχνη της αγωγής δεν είχε αναχθεί ακόμα σε βαθμό «ύψιστης καθαρότητας.» Δύο «εφευρέσεις» του ανθρώπου μπορούμε να τις θεωρήσουμε ως τις πιο δύσκολες: την «τέχνη του κυβερνάν» και την «τέχνη του ανατρέφειν»· οι άνθρωποι όμως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ιδέες γι’ αυτά τα πράγματα και οι διαφωνίες τους είναι ατέλειωτες.
 
Πόθεν όμως μπορούμε ν’ αρχίσουμε την ανάπτυξη των ανθρώπινων «προδιαθέσεων»; Θα λάβουμε ως αφετηρία μια «βάρβαρη» ή μια «πολιτισμένη κατάσταση»; Είναι δύσκολο, συνεχίζει ο Κάντ, να φανταστούμε μια εξέλιξη που αρχίζει με την βαρβαρότητα· δύσκολο είναι ακόμη και να σχηματίσουμε μια γενική ιδέα για τους πρώτους ανθρώπους. Άλλωστε, κι αν ακόμα θεωρήσουμε ως «πολιτισμένους» τους λαούς που χρησιμοποίησαν τη γραφή, στα ίδια τα γραπτά μνημεία που διασώθηκαν βρίσκουμε πολλές φορές «ισχυράν γειτνίασιν βαρβαρότητας.»
 
Όπως και νάχει, αφού η εξέλιξη των φυσικών ροπών του ανθρώπου δεν μπορεί να συμβεί από μόνη της («αφ’ εαυτής») πάσα αγωγή γίνεται τέχνη. Η φύση δεν προίκισε τον άνθρωπο με κανένα ανάλογο «ένστικτο»· η εμφάνιση και η εξέλιξη της αγωγής συμβαίνει είτε «μηχανικά», χωρίς σχέδιο, ρυθμιζόμενη από διάφορες περιστάσεις, είτε γίνεται «λελογισμένα», με βάση δηλαδή κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο. Όταν είναι «μηχανική», η αγωγή πηγάζει μόνον από τυχαία περιστατικά: από την εμπειρία μας μαθαίνουμε λ.χ. τι είναι βλαβερό και τι ωφέλιμο (το μαχαίρι κόβει, το κερί καίει κτο.)· εφόσον όμως δε στηρίζεται σε κάποιο μελετημένο σχεδιασμό ή πρόγραμμα, η «μηχανική» αγωγή είναι αναγκαστικά ελλιπής και συχνά εσφαλμένη. Επομένως η «παιδαγωγική» πρέπει «να είναι λελογισμένη, εάν πρόκειται να αναπτύξει την ανθρώπινη φύση με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκπληρώσει τον «αληθινό προορισμό της.» Γονείς ήδη «πεπαιδευμένοι» μπορούν βεβαίως να γίνουν παράδειγμα για τα παιδιά τους, αλλά αν θέλουμε κι ελπίζουμε να γίνουν καλύτερα, χρειάζεται η παιδαγωγική επιστήμη να μελετηθεί περισσότερο· όποιος τύχει «κακής αγωγής», επόμενο είναι να διαπαιδαγωγήσει «κακώς». Στην τέχνη της αγωγής, πρέπει το «μηχανικό», ότι δηλαδή συμβαίνει περιστασιακά και συμπωματικά, να γίνει επιστήμη· καθώς ξεδιπλώνεται μια τέτοια διαχρονική επιστημονική εργασία, «η μια γενιά θα μπορούσε ν’ ανατρέψει ό,τι οικοδόμησε η άλλη.»
 
Η ανατροφή των παιδιών, πιστεύει ο Καντ, πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένες, σαφείς αρχές. Μια αρχή της παιδαγωγικής τέχνης, την οποία πρέπει «να έχουν μπροστά στα μάτια τους» όσοι κατασκευάζουν παιδαγωγικά προγράμματα, είναι ότι τα παιδιά δεν πρέπει να ανατρέφονται απλώς για να ζήσουν στο σημερινό κόσμο, «στη σημερινή κατάσταση του ανθρωπίνου γένους»· το σύστημα της αγωγής χρειάζεται να είναι προσανατολισμένο προς την μέλλουσα καλύτερη δυνατή «κατάσταση» της ανθρωπότητας ολόκληρης. Αν και η αρχή αυτή θεωρείται «μεγάλης σημασίας», οι γονείς ανατρέφουν συνήθως τα τέκνα τους ώστε να μπορούν να ζήσουν με σχετική άνεση στον σύγχρονο κόσμο, έστω κι αν αυτός είναι «διεφθαρμένος.» Σύμφωνα με τον Καντ, οι γονείς θα έπρεπε να μεγαλώνουν τα παιδιά τους καλύτερα, «ώστε να προέλθει στο μέλλον μια καλύτερη κατάσταση» του γένους των ανθρώπων. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, οι γονείς αποτελούν εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης. Οι ηγεμόνες, η πολιτική εξουσία της εποχής με άλλα λόγια, θεωρούν τους υπηκόους ως «απλά όργανα των σχεδίων τους». Γονείς και ηγεμόνες δεν έχουν ως τελικό σκοπό το γενικό καλό και την «τελειότητα» για την οποία είναι προορισμένος ο άνθρωπος. Πώς όμως ορίζεται το «γενικό καλό»; Είναι άραγε δυνατόν η ιδέα του «γενικού καλού» να καταστεί επιβλαβής για το «ατομικό καλό»; Είναι γνωστή βεβαίως η πανάρχαια και παναθρώπινη αντίθεση «ατόμου» και «κοινωνίας» καθώς και οι προσπάθειες να προκύψουν λύσεις που θα εξασφαλίζει την ομαλή κοινωνική συμβίωση· διότι, ούτε όλες οι επιθυμίες και οι ατομικές επιδιώξεις ισχύος μπορούν να πραγματωθούν σε συνθήκες πολιτισμού, ούτε η «κοινωνία» μπορεί να επιβάλλει τις αρχές της σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως και χωρίς προβλήματα. Όπως και νάχει το πράγμα, κατά τον Καντ, «η αρχή του κακού δεν βρίσκεται εντός των φυσικών ροπών του ανθρώπου» και η μόνη «αιτία» του είναι «ότι η φύση δεν μπορεί να υπαχθεί σε κανόνες»· στον άνθρωπο υπάρχουν μόνον «σπέρματα» του καλού και «κάθε αγαθό στον κόσμο προέρχεται από την καλή αγωγή.» Στο θεμελιώδες ερώτημα «πώς πρέπει να πράττω;», ο Καντ θεωρεί ότι πρέπει να πράττουμε έτσι, ώστε αν όλοι πράξουν το ίδιο, να προκύψει το «γενικό καλό». Ας πούμε, περνάω με πράσινο το φανάρι, επειδή αν πράξουν όλοι το ίδιο, εξασφαλίζεται η ομαλή κυκλοφορία στους δρόμους. Η λεγόμενη «κατηγορική προσταγή» του Καντ είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου: «Άρα, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να επιθυμείς να καταστεί αυτή καθολικός νόμος.»
 
Από ποιούς όμως μπορεί να προέλθει η «βελτίωση της κατάστασης του κόσμου;» Από τους υπηκόους ή από τους ηγεμόνες; Ο Καντ αναρωτιέται αν πρέπει πρώτα να βελτιωθούν οι υπήκοοι-πολίτες και να διανύσουν το «ήμισυ της οδού» προς μια «καλή κυβέρνηση.» Εάν πάλι χρειάζεται οι ηγεμόνες να συμβάλουν καθοριστικά στην υπόθεση της αγωγής, «δέον είναι»  πρώτα πρώτα να βελτιωθεί η αγωγή των πριγκηπόπουλων –η οποία «επί μακρόν και πάντοτε» παρουσιάζει το μέγα ελάττωμα: καμιά «αντίσταση» δεν προβάλλεται στην αγωγή των παιδιών αυτών από τη νεανική τους ηλικία. Ωστόσο, «το δέντρο που στέκεται μόνο του στον αγρό μεγαλώνει στρεβλά κι απλώνει μακριά τα κλαδιά του»· αντίθετα, «το δέντρο που φυτρώνει μέσα στο δάσος μεγαλώνει ευθυτενές, καθώς άλλα κοντινά δέντρα τού αντιστέκονται, και αναζητεί προς τον ουρανό αέρα και ήλιο»· κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα παιδιά που ανατρέφονται στα ποικίλα περιβάλλοντα της ανώτατης εξουσίας: σχηματίζουν λανθασμένη και αποσπασματική εντύπωση για τις σχέσεις των ανθρώπων, κυρίως επειδή κανένας παιδαγωγός ή δάσκαλος δεν τους φέρεται αυστηρά· επιπλέον, στην «οικιακή» διδασκαλία, οι μαθητές δεν ανήκουν σε «τάξη» ή «σχολείο», σ’ ένα συλλογικό υποκείμενο δηλαδή, δεν έχουν συμμαθητές, δεν είναι υποχρεωμένοι να υπακούν σε «κανόνες» κλπ. Εξάλλου, για τον Καντ είναι πάντοτε προτιμότερο οι μελλοντικοί κυβερνήτες ν’ ανατρέφονται από κάποιον που ανήκει «στο πλήθος των υπηκόων» παρά από «τους ομοίους τους.» Μπορούμε λοιπόν να προσδοκούμε το καλό «άνωθεν», αλλά μόνο στην περίπτωση που οι άρχοντες έχουν λάβει την «κάλλιστη αγωγή.» Αφού δεν συμβαίνει αυτό, η αγωγή -όπως την περιγράφει ο Καντ- πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε «ιδιωτικές προσπάθειες» και όχι στη συνδρομή των ηγεμόνων. Όπως η πείρα διδάσκει, οι άρχοντες έχουν στο νου τους «την ευημερία του κράτους τους μάλλον παρά το καλό του κόσμου, και τείνουν πάντοτε προς αυτόν τον σκοπό.» Κι όταν ακόμη δίνουν χρήματα για την εκπαίδευση, «επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να καταρτίζουν το πρόγραμμα.» Ως προς τη στάση της κρατικής εξουσίας, τα ίδια ισχύουν για οτιδήποτε έχει σχέση με την «διάπλαση του ανθρώπινου πνεύματος» και τη διεύρυνση του κύκλου των ανθρώπινων γνώσεων. Αναμφίβολα, η ισχύς ενός κράτους και τα χρήματα θα μπορούσαν να διευκολύνουν τα πράγματα, εφόσον «η κρατική οικονομία δεν προϋπολόγιζε τους τόκους μόνον υπέρ του ταμείου του Κράτους.». Με δεδομένη λοιπόν την απροθυμία, την αδυναμία ή και την αντίθεση των κρατών στην επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης και την χρηματοδότησή της, το μόνο που μένει είναι ο ευρύς κόσμος των «ιδιωτών», ανθρώπων μορφωμένων δηλαδή που δεν εμπλέκονται άμεσα στις επίσημες εκπαιδευτικές δομές· άλλωστε, την εποχή που γράφει ο Καντ, τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία όλων των βαθμίδων είναι μάλλον πολύ λίγα και πολλοί άνθρωποι είναι σχεδόν αναλφάβητοι: «Ως εκ τούτου η διεύθυνση των σχολείων όφειλε να εξαρτάται μόνον από την κρίση των πεφωτισμένων ειδημόνων. Πάσα μόρφωση αρχίζει από τους ιδιώτες και απ’ αυτούς εξαπλώνεται. Η βαθμηδόν προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης προς τον σκοπό της είναι δυνατή μόνον με τις προσπάθειες προσώπων με ευρύτατες διαθέσεις, που ενδιαφέρονται για το γενικό καλό (αγαθό)» κι έχουν αποδεχθεί την ιδέα ότι στο μέλλον μπορεί να δημιουργηθεί μια καλύτερη κατάσταση της ανθρωπότητας. Εν τούτοις, πολλοί από τους «μεγάλους» θεωρούν τους υπηκόους «ως μέρος του ζωικού βασιλείου» και φροντίζουν απλώς για τον «πολλαπλασιασμό του.» Το πολύ πολύ, λέει ο Καντ, «απαιτούν από τον λαό κάποιες ικανότητες (επιτηδειότητα), απλώς και μόνο για να μπορούν να διαχειρίζονται καλύτερα τους υπηκόους τους· σε κάθε περίπτωση, εξυπηρετούν τις βλέψεις και τα συμφέροντα τους. Βεβαίως, οι «ιδιώτες» οφείλουν να έχουν στο μυαλό τους τον «φυσικό σκοπό» της αγωγής, κατόπιν όμως πρέπει ν’ αποβλέπουν ιδιαίτερα στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, ούτως ώστε να γίνει όχι μόνο ικανή (επιτήδεια) και αλλά και «ηθική»· το πιο δύσκολο απ’ όλα όμως, είναι «να φροντίζουν πώς οι επερχόμενοι θα φτάσουν πιο μακριά απ’ όσο έφτασαν οι ίδιοι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου