Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Για τις ιδέες των ανθρώπων. Μακριά από κακές παρέες

«Υπάρχει μόνο μία σοβαρή μορφή ρητορικής, η επανάληψη» 
Ναπολέων Βοναπάρτης

 
Σε προηγούμενο άρθρο (Ο Γκυστάβ Λε Μπον και οι ομαδικές παραισθήσεις) αναφερθήκαμε στις ιδέες των μαζών -σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί ο Γάλλος ψυχολόγος Γκυστάβ Λε Μπον-  και στην γενική παρατήρηση του ότι ελάχιστη σημασία έχει αν μια ιδέα έχει λογική συνοχή ή όχι, αυτό που είναι σημαντικό είναι εάν μπορεί να καθορίσει, με οποιοδήποτε τρόπο, την δράση των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία. Η δύναμη που δεκαπλασιάζει τη βούληση του ανθρώπου είναι η πίστη, λέει ο Λε Μπον, και το περιεχόμενό της είναι από λογική άποψη αδιάφορο.
 
Ο  Γάλλος συγγραφέας κάνει τη γνωστή παλαιότατη διάκριση μεταξύ Λόγου και ενστίκτων ή ψυχορμήτων. Ως Λόγο εννοούμε εδώ τον Ορθό Λόγο, όπως αυτός προβλήθηκε μετά το Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα και θεωρήθηκε ότι είναι σε αντιθετική ή ανταγωνιστική σχέση με το ένστικτο. Ο άνθρωπος ως είδος θεωρήθηκε έλλογο ον (καλός και ηθικός), δηλαδή  υποκείμενο που μπορεί (και πρέπει) να ορίσει τη ζωή του με βάση τον Ορθό Λόγο.
 
Αυτό, βεβαίως, ποτέ δεν συνέβη στην Ιστορία, ο άνθρωπος ποτέ δεν υπήρξε ηθικός για ανθρωπολογικούς λόγους, ηθικός ή ανήθικος υπήρξε επειδή κάποιοι τον χαρακτήρισαν έτσι. Κατά την εκτίμησή μας, ουδέποτε αντικειμενικές, οικουμενικές και πανανθρώπινες αρχές κυριάρχησαν, διότι απλούστατα τέτοιες αρχές, κοινά αποδεκτές, όχι μόνο δεν εμφανίστηκαν, αλλά είναι  αδύνατο και να υπάρξουν και να κυριαρχήσουν. Εννοούμε ότι όλες οι ιδεολογίες, ατόμων ή ομάδων, σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, είναι κατασκευές και συνιστούν μεταμφιεσμένη αξίωση ισχύος εντός μιας λίγο πολύ οργανωμένης κοινωνίας. Οι ιδέες και οι έννοιες δεν έχουν σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτήρα, όπως πίστευε ο σοφός θείος Πλάτων και οι ιδεαλιστές, αλλά είναι αντικείμενο ερμηνείας από πολλά υποκείμενα ταυτόχρονα και, μεταξύ άλλων, χρησιμεύουν ως όπλο στον αγώνα τους για επιβίωση, αυτοσυντήρηση και ισχύ. Επομένως, η χρησιμότητά και η ωφελιμότητά τους δεν μπορεί να είναι ούτε γενικά παραδεκτή, ούτε δήθεν πανανθρώπινη, ούτε σαφώς μπορεί να αναγνωριστεί από κάθε καλόπιστο υγιή κοινό νου που μπορεί απλώς να σκέφτεται.
 
Ανάλογα ισχύουν και για την Ηθική, για την οποία νομίζουμε ότι είναι πρακτικά αδύνατο να λάβει μία και μόνη σημασία, εκτός κι αν, όλως παραδόξως, εκλείψουν με κάποιον τρόπο όλα τα υποκείμενα που διεκδικούν την “αληθινή” ερμηνεία της, εκτός από ένα, το οποίο θα ορίσει τελικά -πάντα προσωρινά κι αυτό- το “αληθινό” περιεχόμενο “της” Ηθικής, αφού θα έχει κυριαρχήσει κατά κράτος έναντι των αντιπάλων του στον αγώνα για ισχύ και κυριαρχία. Ούτε αυτό συνέβη στην Ιστορία, αν και υπήρξαν περίοδοι που μια ερμηνεία εμφανιζόταν πιο ισχυρή από άλλες. Συνακόλουθα, οποιαδήποτε αξίωση ισχύος αναγκαστικά ηθικολογεί, εφόσον θέλει να προβληθεί ότι αγωνίζεται “για το κοινό καλό” και είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να προτάξει μια άλλη ηθική, την αληθινή, επειδή είναι αδιανόητη μια ανθρώπινη οργανωμένη κοινωνία χωρίς ηθικές και κανονιστικές αρχές, αδιάφορο εδώ ποιές.

Στο βαθμό λοιπόν που η κοινωνία και ο πολιτισμός περιορίζουν την πλήρη αξίωση του ανθρώπου για ισχύ, στο βαθμό δηλαδή που υποτάσσουν την ζωική ορμή και τις επιθυμίες του, για να το πράξουν αποτελεσματικά και τελεσφόρα χρειάζεται να επικαλεστούν κοινά παραδεκτές αρχές, όπως λ.χ. το κοινό καλό, η Ειρήνη, η Δημοκρατία. Σε τέτοια περίπτωση, η κοινωνία νομιμοποιείται να προβεί ακόμη και στη φυσική εξόντωση άλλων υποκειμένων τα οποία πρεσβεύουν αρχές που αντιτίθενται στο κοινό καλό, στο καλό της πατρίδας, της Ελευθερίας,  της  φυλής κλπ. Η ασάφεια, η ευκαμψία και η ευρύτητα των εννοιών δίνουν την απαραίτητη ευελιξία ώστε να ερμηνεύονται εκ νέου, όταν παρίσταται ανάγκη ή και να ορίζονται νέες έννοιες στη θέση τους, όταν οι παλιές είναι αναποτελεσματικές στον ανταγωνισμό της ισχύος. Η μεταμφίεση λοιπόν μιας υποκειμενικής  απόφασης  σε αντικειμενική την προετοιμάζει απολύτως ώστε να γίνει πιο εύκολα και καθολικά αποδεκτή. Οι ιδέες, επειδή λειτουργούν ως “σύμβολα υπαρξιακής προσχώρησης” και όχι ως σημεία δομημένα με τρόπο λογικό, είναι πρακτικά αδύνατο να είναι “νοηματικά ισοδύναμες” για όλους.
 
Το θεμελιώδες  ζήτημα  είναι ποιος ορίζει το περιεχόμενο αυτών των εννοιών; ποιός ορίζει τους κανόνες και τα κριτήρια;
 
Μπορούμε να θεωρήσουμε ως Υποκείμενο την ύπαρξη που έχει,  κατ’ αρχήν, συνείδηση του εαυτού της. Αυτό το Υποκείμενο  έχει τρεις γενικές διαβαθμίσεις: το άτομο, η ομάδα, το ανθρώπινο γένος. Μια ιδέα, προκειμένου να γίνει υλική δύναμη, είναι απαραίτητο να εκφραστεί ως αλήθεια απόλυτη και αντικειμενική, να παρουσιάζεται δηλαδή υπεράνω κριτικής και να έχει απαραιτήτως έναν φυσικό φορέα, ένα ανθρώπινο υποκείμενο. Και  ενώ η ιδέα ή η ερμηνεία της είναι υποκειμενικό δημιούργημα που προκύπτει ιστορικά  στον αγώνα της ισχύος, οφείλει να παρουσιάζεται ως αντικειμενική αλήθεια, και αυτό θα συμβαίνει όσο εξακολουθεί η επιδίωξη της ισχύος. Μια ιδεολογία λοιπόν ικανοποιεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,  συγκεκριμένες  ανάγκες και λειτουργίες των υποκειμένων που την επικαλούνται, γίνεται ωστόσο απείρως ισχυρότερη όταν παρουσιάζεται ως αντικειμενική. Οι ιδέες (πρέπει να) παρουσιάζονται πάντοτε υπεράνω αμφισβήτησης, ως απλές διαβεβαιώσεις. Τα μέσα με τα οποία διαδίδονται οι ιδέες, λέει ο Γκυστάβ, είτε πρόκειται για την Θρησκεία, την ιδεολογία ή ακόμα και εμπορικά προϊόντα είναι κοινά:

«Η καθαρή και απλή διαβεβαίωση, απαλλαγμένη από κάθε συλλογισμό και από κάθε απόδειξη, συνιστά ένα σίγουρο μέσο για να κάνουν να εισδύσει μα ιδέα μέσα στο πνεύμα των μαζών. Όσο πιο λακωνική εί­ναι η διαβεβαίωση, στερημένη από τεκμήρια και απόδειξη, τόσο περισ­σότερη δύναμη έχει. Τα θρησκευτικά βιβλία και οι νόμοι όλων των εποχών πορεύτηκαν πάντα με την απλή διαβεβαίωση. Οι πολιτικοί άντρες που καλούνται να υπερασπίσουν μια κάποια πολιτική αρχή, οι βιομήχανοι που διαδίδουν τα προϊόντα τους με τη διαφήμιση, γνωρίζουν την αξία της διαβεβαίωσης.»
 
Αν λοιπόν η “αλήθεια” είναι μια υποκειμενική υπόθεση -με την έννοια που εξηγήσαμε μόλις- τότε υπάρχει αντικειμενική “αλήθεια” ή αυτό που λέμε αντικειμενικός κόσμος;
 
Η κοσμοεικόνα
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα χρειάζεται ίσως να εισάγουμε την έννοια της κοσμοεικόνας, της εικόνας που σχηματίζει δηλαδή ένα υποκείμενο για τον κόσμο. Αν θεωρήσουμε ως αρχική ανθρώπινη κατάσταση την γυμνή ύπαρξη, προκύπτει αυτομάτως η ανάγκη για επιβίωση και αυτοσυντήρηση.
 
Απέναντι σε αυτήν την ανάγκη (“χρεία”), κάθε υποκείμενο έχει στη διάθεση του την λεγόμενη ζωική ορμή, την δύναμη εκείνη δηλαδή που το ωθεί να διατηρηθεί στη ζωή, να αυτοσυντηρηθεί. Το γεγονός λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας η οποία είναι ιστορικά προσδιορισμένη και συγκεκριμένη κάθε φορά. Το υποκείμενο, από την πρωτόγονη ορδή μέχρι τις σύγχρονες κοινωνίες, πρέπει απαραιτήτως να υιοθετήσει ένα σταθερό πλαίσιο προσανατολισμού μέσα στο οποίο μπορεί να επιλύει σχετικά εύκολα τα προβλήματα που ανακύπτουν και απειλούν συνεχώς και αδιαλείπτως την ίδια την ύπαρξη του.

Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να κατανοήσει τον κόσμο. Με δεδομένο όμως ότι ο κόσμος είναι πρακτικά άπειρος και ανεξερεύνητος στο σύνολό του, το υποκείμενο προβαίνει εκ των πραγμάτων σε έναν βιασμό του “αντικειμενικού” κόσμου. Μέσα από την ατέλειωτη ποικιλομορφία της ζωής, επιλέγει τα ενδιαφέροντα από τα αδιάφορα και τα πρώτα τα ιεραρχεί ψηλά μέσα στο σύστημα των αξιών του, ενώ τα δεύτερα τα αγνοεί ή τα κατατάσσει χαμηλά στις αξιολογικές βαθμίδες. Όπως είπαμε, κινητήρια δύναμη  σε αυτή την πορεία συγκρότησης της κοσμοεικόνας παραμένει η ζωική ορμή, η υπαρξιακή πηγή, την οποίο θεωρούμε βασικό ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό και όχι μια γενικώς ηθική ανθρώπινη ιδιότητα η οποία υποτίθεται χάνεται στην πορεία καθώς ο άνθρωπος “αλλοτριώνεται”.
 
Υπό αυτό το πρίσμα, η έννοια της αλλοτρίωσης φαίνεται εξόχως προβληματική: για να πούμε ότι κάποιος αλλοτριώθηκε, έχασε, ας πούμε, την ανθρώπινη φύση του, πρέπει να ορίσουμε σε τι συνίσταται αυτή η φύση. Εδώ πολλοί  απαντούν  κανονιστικά και δεοντολογικά, λένε δηλαδή τι πρέπει να είναι η ανθρώπινη φύση. Ισχυρίζονται ωστόσο, συχνά με περίπλοκες κατασκευές,  ότι αυτή η πεποίθηση τους όχι μόνο είναι επιστημονική, αλλά είναι και η μόνη επιστημονική.  Στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος η απάντηση  μπορεί να είναι: “το σύνολο των αλλοτριώσεων του”.
 
Εξ αρχής λοιπόν και από τη σύστασή τους, οι “αληθινοί κόσμοι” διαφέρουν, όπως διαφέρει και το “νόημα της ζωής” και άλλα πολλά, ακριβώς γιατί είναι προϊόντα διαφορετικών κοσμοεικόνων, αποτελέσματα δηλαδή αλλεπάλληλων βιασμών του “αντικειμενικά υπαρκτού”. Ο κόσμος προκύπτει από μια “απόφαση” η οποία δεν μπορεί να είναι παρά υποκειμενική, με την έννοια ότι οι ορίζοντες και οι δυνατότητες επιλογής ήταν προσδιορισμένοι ιστορικά: ο Χριστιανός μπορεί να είναι “άπιστος” για τον Μουσουλμάνο και αντιστρόφως, και μπορούν να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα, επειδή διαμορφώθηκαν σε διαφορετικές κοσμοεικόνες. Αμφότεροι, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορούν φτάσουν σε πράξεις ύψιστης αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, έστω κι αν οι ιδέες που τροφοδοτούν την πίστη και κορυφώνουν την υπαρξιακή τους ένταση φαίνονται σε τρίτους απλοϊκές ή και εσφαλμένες. Δεν μπορούμε αντικειμενικά και για πάντα να αποφανθούμε τι είναι “ο άπιστος” παρά μόνο αναφορικά με κάποια πίστη, ομοίως δεν μπορούμε να ορίσουμε το καλό παρά μόνο σε σχέση με το κακό και ούτω καθ’ εξής. Με άλλα λόγια: δεν συγκρούονται ιδέες, αξίες ή θρησκείες -αυτές δεν έχουν υπόσταση καθαυτές- αλλά άνθρωποι με συλλογικές ή ατομικές αξιώσεις ισχύος οι οποίες έχουν πάρει τη μορφή της ιδεολογίας. Οι αξίες λοιπόν θα συγκροτηθούν ως συνέχεια και παράλληλα με την κοσμοεικόνα που δομεί το υποκείμενο, ενώ διαμορφώνει σχετικά σταθερή ταυτότητα στο πλαίσιο της.
 
Τα υποκείμενα -άτομα ή ομάδες- έχουν να αντιμετωπίσουν τις αξιώσεις ισχύος που προβάλλουν διαρκώς άλλα υποκείμενα, επομένως την έννοια της αυτοσυντήρησης πρέπει να τη δούμε δυναμικά, όχι δηλαδή ως μια παθητική διαδικασία αλλά και ως μια επιθετική στρατηγική απέναντι στους εκάστοτε εχθρούς. Ως εχθροί ή κακοί ορίζονται κάθε φορά όσοι αντιστέκονται στην επιδίωξη ισχύος, εντός πάντα μιας ορισμένης κοσμοεικόνας. Η κοσμοεικόνα είναι αδύνατο να συγκροτηθεί χωρίς εχθρούς, πραγματικούς ή συμβολικούς λίγη σημασία έχει, αρκεί να λειτουργούν ως τέτοιοι.

Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πηγή της αντικειμενικής αλήθειας; ή, για να επανέλθουμε στο ερώτημα, υπάρχει αντικειμενικός κόσμος;
 
Ναι, υπάρχει και είναι “το σύνολο των κοσμοεικόνων” που έχουν διαμορφωθεί από τα υποκείμενα. Η εγκυρότητα της προηγούμενης πρότασης βασίζεται στο ότι όλοι μπορούμε εμπειρικά να διαπιστώσουμε την ύπαρξη διαφορετικών κοσμοεικόνων: ο κόσμος λ.χ.-και σ’ αυτό συμφωνούμε ίσως όλοι- είναι άλλος για ένα Χριστιανό ένα Βουδιστή ή έναν άθεο. Οι κανονιστικές θεωρίες, χωρίς να το ομολογούν διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αυτοαναίρεση,  θεμελιώνουν την “αλήθεια” τους σε  παραδοχές που δεν μπορούν ούτε λογικά ούτε επιστημονικά ή εμπειρικά να επαληθευτούν.
 
Μακριά από κακές παρέες
Θα κλείσω το σημείωμα με ένα νόστιμο που συνέβη πριν λίγα χρόνια σε μια Τετάρτη τάξη του Δημοτικού σχολείου και ήταν η αφορμή να γράψω το κείμενο. Στο τέλος ενός μαθήματος, οι συντάκτες του βιβλίου της Ιστορίας παραθέτουν για συζήτηση ένα απόσπασμα από τον διδακτικό ποιητή Θέογνι. Το κειμενάκι έχει τίτλο Μακριά από κακές παρέες:
 
«Να μην κάνεις παρέα με κακούς ανθρώπους, να πλησιάζεις πάντα τους καλούς, γιατί απ’ τους καλούς καλά θα μάθεις. Αν όμως κάνεις παρέα με τους κακούς, θα χάσεις το μυαλό που σου ‘δωσε η φύση. Οι κακοί βέβαια δε γεννήθηκαν κακοί απ’ της μαμάς τους την κοιλιά, αλλά έκαναν φιλία με κακούς και έμαθαν να κάνουν πράξεις κακές και να λένε λόγια άσχημα, γιατί πίστευαν ότι οι φίλοι τους τούς τα ‘λεγαν όλα σωστά.» Θέογνις, Έλληνες λυρικοί, 15,3 (ελεύθερη απόδοση)
 
Αφού διαβάστηκε το κομμάτι και έγινε λίγη γενική κουβέντα για τις φιλίες και τις παρέες, ο μαθητής Η. πήρε το λόγο και είπε:
 
Μα, δάσκαλε, αφού γεννιούνται όλοι καλοί, όπως λέει ο ποιητής, τότε πώς γεννήθηκε ο πρώτος κακός, με τον οποίο έκαναν παρέα οι άλλοι καλοί και έγιναν κακοί;
 
– (δάσκαλος- χαμογελάει) -Μπράβο, Η.!, αυτή είναι μια παρατήρηση πολύ ενδιαφέρουσα…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου