H μοναξιά κατέχει κεντρική θέση στην ανθρώπινη ψυχοπαθολογία (Γαλανάκη, 2014α, 2014β). Ένας ορισμός που άσκησε μεγάλη επίδραση στην κλινική σκέψη και εμπειρία για τη μοναξιά, o ορισμός που πρόσφερε η ψυχίατρος Frieda Fromm-Reichmann, συνδέει αιτιωδώς την ψυχοπαθολογία με τη μοναξιά: «H αληθινή μοναξιά είναι μη δημιουργική, αν όχι αποδιοργανωτική, και εμφανίζεται στα πλαίσια ψυχωτικών καταστάσεων, ή οδηγεί τελικά σε αυτές. Κάνει τους ανθρώπους που υποφέρουν από αυτήν συναισθηματικά παράλυτους και αβοήθητους» (Fromm-Reichmann, 1959/1990, σ. 309). «Η μοναξιά φαίνεται να είναι μια τόσο επώδυνη, τρομακτική εμπειρία, που οι άνθρωποι κάνουν πρακτικά ό,τι μπορούν για να την αποφύγουν» (σσ. 305-306). Και «η αληθινή μοναξιά παίζει ουσιαστικό ρόλο στη γένεση της ψυχικής διαταραχής» (σ. 330). Επομένως, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η μοναξιά παραμελήθηκε από τις επιστήμες της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής ήταν ακριβώς αυτός ο εξαιρετικά επώδυνος χαρακτήρας της.
Μόλις τα τελευταία 50 χρόνια περίπου, ψυχίατροι και ψυχολόγοι άρχισαν να γράφουν τις πρώτες μελέτες περί μοναξιάς και μόλις τα τελευταία 30 χρόνια περίπου, άρχισε αυτή να ερευνάται συστηματικά, στο δυτικό κόσμο. Ενώ πρόκειται για ένα τόσο συχνό, καθημερινό και πανανθρώπινο βίωμα, οι ειδικοί ψυχικής υγείας έδειξαν λίγο ενδιαφέρον για αυτήν. Η Fromm-Reichmann (1959/1990, σ. 305) παρατηρούσε ότι η μοναξιά «δεν αναφέρεται καν στα περισσότερα ψυχιατρικά εγχειρίδια». Θα προσθέταμε ότι δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους των βασικών ανθρώπινων συναισθημάτων (αν και δεν είναι μόνο συναίσθημα), όποια θεωρητική προσέγγιση και αν υιοθετείται, και δεν περιέχεται στα ευρετήρια των όρων ακόμη και σε βιβλία που έχουν, μεταξύ άλλων, πραγματευτεί και το θέμα της μοναξιάς. Ο ψυχίατρος P. Herbert Leiderman (1969/1980, σ. 377), επιχειρώντας μια ψυχαναλυτική ερμηνεία της μοναξιάς, σημειώνει ότι πολύ λίγα πράγματα έχουν αλλάξει: «Θα περίμενε κανείς δικαιολογημένα η μοναξιά να αναφέρεται συχνά στην ψυχιατρική βιβλιογραφία. Ωστόσο, η επισκόπηση αυτής της βιβλιογραφίας φέρνει στο φως λίγες εργασίες για το θέμα αυτό».
Υποστηρίζουμε ότι οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι προτιμούσαν να ασχολούνται με περισσότερο σπάνια ανθρώπινα βιώματα. Η μοναξιά φαινόταν πολύ συνήθης και τετριμμένη εμπειρία για να γίνει αντικείμενο έρευνας. Εκτός από συνήθης, η μοναξιά, χιλιοειπωμένο και χιλιοτραγουδισμένο βίωμα, θεωρήθηκε μια συνθήκη και ένα θέμα κατάλληλο, ίσως ιδανικό, για τους φιλοσόφους, τους θεολόγους, τους καλλιτέχνες και τους «ρομαντικούς», αλλά όχι για την Ψυχολογία, που αγωνιζόταν να αποδείξει ότι είναι «πραγματική» επιστήμη. Αντίθετα, το άγχος και η κατάθλιψη, εμπειρίες σχετικές με τη μοναξιά, έγιναν αντικείμενα έρευνας. Μπορεί το άγχος και η κατάθλιψη να εμφανίζονται λιγότερο συχνά από τη μοναξιά στις ανθρώπινες κοινωνίες, έφερναν όμως, με τον κλινικό χαρακτήρα τους, την Ψυχολογία και την Ψυχιατρική πιο κοντά στην παραδοσιακή ιατρική επιστήμη. Το καρτεσιανό πνεύμα, με την έμφαση στον ορθό λόγο, όχι μόνο έριξε – και ρίχνει ακόμη – βαριά τη σκιά του πάνω στις ανθρώπινες έγνοιες, αλλά και είναι (συν)υπεύθυνο για το μεγάλο πόνο που προέρχεται από αυτές. Αν στις σύγχρονες κοινωνίες η μοναξιά είναι σε έξαρση, αυτό δεν συμβαίνει και γιατί ο άνθρωπος έχασε το πρόσωπό του και η φύση την προσωποποίησή της;
Η παραμέληση όμως πηγάζει και από την ίδια τη μοναξιά. Η τρομακτική φύση της κάνει τον άνθρωπο να ενεργοποιεί όλο το αμυντικό ρεπερτόριό του και τελικά να μην μπορεί να θυμάται τον εαυτό του σε μια κατάσταση εκτροπής και διαταραχής, στην οποία ένιωθε ότι «δεν ήταν ο εαυτός του». H μοναξιά είναι «μια εμπειρία τόσο φοβερή ώστε κυριολεκτικά εμποδίζει την καθαρή ανάκληση» (Sullivan, 1953, σ. 261). Είναι πράγματι δύσκολο ο άνθρωπος να θυμηθεί καθαρά, ακόμη και κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, τι ένιωθε και τι έκανε όταν βίωνε πολλή μοναξιά. Έχουμε την τάση να υποτιμούμε τις εμπειρίες μοναξιάς του παρελθόντος και το ρόλο που αυτή έχει παίξει στη ζωή μας. Πολλές φορές η μοναξιά έρχεται απροσδόκητα, μας βρίσκει απροετοίμαστους, μας χτυπά σαν κεραυνός. Η έκπληξη, το σοκ και η σύγχυση κυριαρχούν. Συναφώς, η μοναξιά, από τη φύση της, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, φαίνεται να είναι μια εμπειρία άμετρη, αφανέρωτη, αμετάδοτη.
Αυτό συμβαίνει γιατί αρκετές φορές συνοδεύεται από αβοηθησία, έλλειψη ελπίδας για τη δημιουργία σχέσεων, ματαιότητα, ή ακόμη από ένα βαθύ αίσθημα προσωπικής ανυπαρξίας. Η μοναξιά είναι συχνά σιωπηλή, γιατί το να παραδεχτεί κανείς δημοσίως ότι τη νιώθει, είναι κοινωνικό στίγμα (Booth, 1997), κατά τον ίδιο τρόπο που είναι κατακριτέο και το να μη νιώθει μοναξιά, ενώ θα έπρεπε, για παράδειγμα, αν είναι ανύπανδρος (Wood, 1986).
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς στα παραπάνω ότι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι εξ’ ορισμού είναι εκείνοι που με θάρρος θα στέκονταν απέναντι στον τρομακτικά επώδυνο χαρακτήρα της μοναξιάς. Γιατί δεν το έκαναν και ακόμη πολλοί δεν το κάνουν; Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι δεν αξιοποιούν όλοι οι ειδικοί ψυχικής υγείας την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, μέσω μιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας (είτε αυτή είναι ψυχανάλυση, είτε άλλης μορφής). Αν ο ειδικός δεν έχει επεξεργαστεί το προσωπικό του ιστορικό μοναξιάς, πώς θα είναι σε θέση να ερευνήσει τη μοναξιά με αμείωτη περιέργεια και επιμονή παρά τις δυσκολίες και πώς θα καταφέρει να βοηθήσει, διατηρώντας το σθένος και την πίστη στον εαυτό του, αυτόν που υποφέρει από πολλή μοναξιά; Επομένως, η έλλειψη στοιχειώδους αυτογνωσίας εκ μέρους πολλών ερευνητών αλλά και κλινικών στο χώρο της ψυχικής υγείας είναι και αυτή υπεύθυνη για την παραμέληση της μοναξιάς.
Μύθοι, θρύλοι, θρησκείες και επιστημονικές θεωρίες ακόμη και από το πεδίο της ψυχανάλυσης (όπως αυτές του Sigmund Freud και της Margaret Mahler), κάνουν λόγο για μια αρχική παραδεισένια ενότητα. Σε αυτήν, υποστηρίζουν, μετά την απώλειά της, επιθυμεί διακαώς να επιστρέψει ο άνθρωπος, ή ποθεί να την κατακτήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είναι ο νόστος, η ουτοπία, η αέναη εκτόπιση και η αέναη επιστροφή. Είναι ίσως η επανένωση με τη Μεγάλη Μητέρα, τη Μητέρα Γη, τη Μήτρα των Πάντων. Τα δύο φύλα επιθυμούν να ξαναγίνουν ένα, όπως ήταν κάποτε, κατά το Συμπόσιο του Πλάτωνα. O άνθρωπος αναζητά την ολότητα, την πληρότητα, την τελειότητα. Ποτέ, λοιπόν, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά, που εξ ορισμού είναι έλλειψη, α-τέλεια. Αυτή είναι η συλλογική άρνηση της μοναξιάς (Erlich, 1998). Αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι η μοναξιά είναι πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Οι ευφημισμοί είναι προτιμότεροι: «άγχος», «κατάθλιψη», «σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας» (Hobson, 1974). Οι ειδικοί τρέμουν να φωνάξουν τη μοναξιά με τo όνομά της.
H μοναξιά είναι μια συχνή πανανθρώπινη εμπειρία, που δεν είναι ταυτόσημη με την ψυχική διαταραχή. Η άποψη της Fromm-Reichmann (1959/1990) για την «αληθινή» μοναξιά, έγινε αντικείμενο κριτικής (Mendelson, 1990). Δεν υπάρχει μόνον μία, αληθινή μοναξιά, αυτή που σχετίζεται με την ψυχοπαθολογία. Αληθινές είναι και άλλες μορφές της, αυτές που εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή. O ψυχίατρος Henry D. von Witzleben (1958) διέκρινε ανάμεσα στην πρωτογενή και στη δευτερογενή μοναξιά και θεώρησε ότι η πρώτη είναι η υπαρξιακή μοναξιά, χαρακτηριστική του σχιζοφρενούς, που βιώνει την απώλεια του ίδιου του εγώ, ενώ η δεύτερη είναι η μοναξιά του καταθλιπτικού, που βιώνει την απώλεια του αντικειμένου (η τελευταία εμφανίζεται και στον σχιζοφρενή). Η ψυχίατρος-ψυχαναλύτρια Melanie Klein (1963/1975, σ. 300) υποστήριξε ότι η μοναξιά είναι «το αποτέλεσμα ενός πανταχού παρόντα πόθου για μια ακατόρθωτη τέλεια εσωτερική κατάσταση». Όλοι οι άνθρωποι βιώνουν την εμπειρία αυτή ως απόρροια της ατελούς απαρτίωσης, επομένως η μοναξιά δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως παρά μόνο να μειωθεί.
«Η μοναξιά είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη και κινητήρια εμπειρία, που συνδέεται με την ανεπαρκή εκπλήρωση της ανάγκης για ανθρώπινη οικειότητα, για διαπροσωπική οικειότητα», είναι ένας άλλος διαδεδομένος ορισμός που πρόσφερε ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Harry Stack Sullivan (1953, σ. 290). Στα πλαίσια της γνωστικής προσέγγισης, οι ψυχολόγοι Daniel Perlman και Anne Peplau (1981, σ. 31) όρισαν τη μοναξιά ως τη «δυσάρεστη εμπειρία που προκύπτει όταν το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου είναι ανεπαρκές κατά κάποιο σημαντικό τρόπο, είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά». Υπό μια εξελικτική οπτική, η μοναξιά είναι ένας μηχανισμός αναζήτησης της εγγύτητας, αναγκαίος για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους (Bowlby, 1973). Λειτουργεί ως σήμα ότι υπάρχει έλλειμμα στις διαπροσωπικές ή/και στις κοινωνικές σχέσεις και γίνεται αισθητή ως κοινωνικός πόνος, που κινητοποιεί τον άνθρωπο να διαμορφώσει σχέσεις (Cacioppo & Patrick, 2006). Επομένως, η μοναξιά μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ψυχοπαθολογίας και ως μια φυσιολογική εμπειρία, ως περιέχουσα τόσο καταστροφικά όσο και ευεργετικά στοιχεία. Εν συντομία, είναι μια παράδοξη εμπειρία (για μια εκτενή ανάλυση του παραδόξου της μοναξιάς βλ. Γαλανάκη, 2014α).
«Να σώσουμε τη μοναξιά από την ψυχοπαθολογία», έγραφε ένας γνωστός κοινωνιολόγος, o William Sadler (Sadler & Johnson, 1980, σ. 56), αναλύοντας την εμπειρία αυτή. Θεμιτός στόχος, αφού η μοναξιά είναι ουσιώδες βίωμα της ανθρώπινης φύσης. Αλλά, όταν προσπαθούμε να την απογυμνώσουμε από την οδύνη που την περιβάλλει ή βρίσκεται στον πυρήνα της, ουσιαστικά την αποφεύγουμε ή την αρνούμαστε – ανώφελη άμυνα – όπως, άλλωστε, την αποφεύγουμε ή την αρνούμαστε όταν τη θεωρούμε μόνο παθολογική.
Οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι ήταν οι τελευταίοι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τη μοναξιά.
Πώς γίνεται αυτό; Γιατί ήμασταν σιωπηλοί, άφωνοι για τόσες δεκαετίες; Αφού ακριβώς το δικό μας επάγγελμα απαιτεί να είμαστε διαθέσιμοι, να πλησιάζουμε, να ακούμε, να αγγίζουμε τον συνάνθρωπο, να μεταγράφουμε τη μοναξιά του. Γιατί ακόμη και σήμερα ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην πλήρη αγνόησή της και στη συγγραφή βιβλίων με τίτλους όπως «Νικήστε τη μοναξιά»; Γιατί αποθεώνουμε την προσωπική αυτάρκεια, την ατομική ενδυνάμωση και την αυτο-προαγωγή μας, ενώ την ίδια στιγμή διαδίδουμε συνθήματα όπως «Δεν είσαι μόνος»; Γιατί η μοναξιά παρέμενε ανήκουστη; Μήπως τελικά η πλήρης αποσιώπηση της μοναξιάς και ο θρίαμβος επ’ αυτής είναι το ίδιο πράγμα: άρνησή της; Τι σημαίνει να μιλάμε για αυτήν, να γράφουμε για αυτήν; Με αυτούς τους τρόπους την αρθρώνουμε πραγματικά ή την αποφεύγουμε; Ή μήπως συμβαίνει άλλοτε το ένα κι άλλοτε το άλλο; Με τον λόγο την εκλογικεύουμε, την αρνούμαστε, την απωθούμε εν γένει. Κι όμως, η ψυχοθεραπεία, που στηρίζεται στον λόγο, είναι ένας τρόπος περιορισμού της, το ίδιο και όλες οι μορφές τέχνης που βασίζονται στον λόγο ή σε άλλα σύμβολα.
Δύναται, λοιπόν, ο άνθρωπος να μοιραστεί τη μοναξιά του; Είναι επίτευγμα να μπορούμε να αφηγούμαστε τη μοναξιά μας στους συνανθρώπους μας. Της αποδίδουμε νόημα και, την ίδια στιγμή, τα λόγια μας αντηχούν στα αυτιά των άλλων, στην ίδια τη μοναξιά των άλλων. Η μοναξιά μάς ενώνει. Με τις άπειρες δυνατότητες και πιθανότητες που προσφέρει η γλώσσα, η κοινή λαλιά, συν- και ανα-κατασκευάζουμε την οδύνη των ανθρώπινων σχέσεων.
Μόλις τα τελευταία 50 χρόνια περίπου, ψυχίατροι και ψυχολόγοι άρχισαν να γράφουν τις πρώτες μελέτες περί μοναξιάς και μόλις τα τελευταία 30 χρόνια περίπου, άρχισε αυτή να ερευνάται συστηματικά, στο δυτικό κόσμο. Ενώ πρόκειται για ένα τόσο συχνό, καθημερινό και πανανθρώπινο βίωμα, οι ειδικοί ψυχικής υγείας έδειξαν λίγο ενδιαφέρον για αυτήν. Η Fromm-Reichmann (1959/1990, σ. 305) παρατηρούσε ότι η μοναξιά «δεν αναφέρεται καν στα περισσότερα ψυχιατρικά εγχειρίδια». Θα προσθέταμε ότι δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους των βασικών ανθρώπινων συναισθημάτων (αν και δεν είναι μόνο συναίσθημα), όποια θεωρητική προσέγγιση και αν υιοθετείται, και δεν περιέχεται στα ευρετήρια των όρων ακόμη και σε βιβλία που έχουν, μεταξύ άλλων, πραγματευτεί και το θέμα της μοναξιάς. Ο ψυχίατρος P. Herbert Leiderman (1969/1980, σ. 377), επιχειρώντας μια ψυχαναλυτική ερμηνεία της μοναξιάς, σημειώνει ότι πολύ λίγα πράγματα έχουν αλλάξει: «Θα περίμενε κανείς δικαιολογημένα η μοναξιά να αναφέρεται συχνά στην ψυχιατρική βιβλιογραφία. Ωστόσο, η επισκόπηση αυτής της βιβλιογραφίας φέρνει στο φως λίγες εργασίες για το θέμα αυτό».
Υποστηρίζουμε ότι οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι προτιμούσαν να ασχολούνται με περισσότερο σπάνια ανθρώπινα βιώματα. Η μοναξιά φαινόταν πολύ συνήθης και τετριμμένη εμπειρία για να γίνει αντικείμενο έρευνας. Εκτός από συνήθης, η μοναξιά, χιλιοειπωμένο και χιλιοτραγουδισμένο βίωμα, θεωρήθηκε μια συνθήκη και ένα θέμα κατάλληλο, ίσως ιδανικό, για τους φιλοσόφους, τους θεολόγους, τους καλλιτέχνες και τους «ρομαντικούς», αλλά όχι για την Ψυχολογία, που αγωνιζόταν να αποδείξει ότι είναι «πραγματική» επιστήμη. Αντίθετα, το άγχος και η κατάθλιψη, εμπειρίες σχετικές με τη μοναξιά, έγιναν αντικείμενα έρευνας. Μπορεί το άγχος και η κατάθλιψη να εμφανίζονται λιγότερο συχνά από τη μοναξιά στις ανθρώπινες κοινωνίες, έφερναν όμως, με τον κλινικό χαρακτήρα τους, την Ψυχολογία και την Ψυχιατρική πιο κοντά στην παραδοσιακή ιατρική επιστήμη. Το καρτεσιανό πνεύμα, με την έμφαση στον ορθό λόγο, όχι μόνο έριξε – και ρίχνει ακόμη – βαριά τη σκιά του πάνω στις ανθρώπινες έγνοιες, αλλά και είναι (συν)υπεύθυνο για το μεγάλο πόνο που προέρχεται από αυτές. Αν στις σύγχρονες κοινωνίες η μοναξιά είναι σε έξαρση, αυτό δεν συμβαίνει και γιατί ο άνθρωπος έχασε το πρόσωπό του και η φύση την προσωποποίησή της;
Η παραμέληση όμως πηγάζει και από την ίδια τη μοναξιά. Η τρομακτική φύση της κάνει τον άνθρωπο να ενεργοποιεί όλο το αμυντικό ρεπερτόριό του και τελικά να μην μπορεί να θυμάται τον εαυτό του σε μια κατάσταση εκτροπής και διαταραχής, στην οποία ένιωθε ότι «δεν ήταν ο εαυτός του». H μοναξιά είναι «μια εμπειρία τόσο φοβερή ώστε κυριολεκτικά εμποδίζει την καθαρή ανάκληση» (Sullivan, 1953, σ. 261). Είναι πράγματι δύσκολο ο άνθρωπος να θυμηθεί καθαρά, ακόμη και κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, τι ένιωθε και τι έκανε όταν βίωνε πολλή μοναξιά. Έχουμε την τάση να υποτιμούμε τις εμπειρίες μοναξιάς του παρελθόντος και το ρόλο που αυτή έχει παίξει στη ζωή μας. Πολλές φορές η μοναξιά έρχεται απροσδόκητα, μας βρίσκει απροετοίμαστους, μας χτυπά σαν κεραυνός. Η έκπληξη, το σοκ και η σύγχυση κυριαρχούν. Συναφώς, η μοναξιά, από τη φύση της, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, φαίνεται να είναι μια εμπειρία άμετρη, αφανέρωτη, αμετάδοτη.
Αυτό συμβαίνει γιατί αρκετές φορές συνοδεύεται από αβοηθησία, έλλειψη ελπίδας για τη δημιουργία σχέσεων, ματαιότητα, ή ακόμη από ένα βαθύ αίσθημα προσωπικής ανυπαρξίας. Η μοναξιά είναι συχνά σιωπηλή, γιατί το να παραδεχτεί κανείς δημοσίως ότι τη νιώθει, είναι κοινωνικό στίγμα (Booth, 1997), κατά τον ίδιο τρόπο που είναι κατακριτέο και το να μη νιώθει μοναξιά, ενώ θα έπρεπε, για παράδειγμα, αν είναι ανύπανδρος (Wood, 1986).
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς στα παραπάνω ότι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι εξ’ ορισμού είναι εκείνοι που με θάρρος θα στέκονταν απέναντι στον τρομακτικά επώδυνο χαρακτήρα της μοναξιάς. Γιατί δεν το έκαναν και ακόμη πολλοί δεν το κάνουν; Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι δεν αξιοποιούν όλοι οι ειδικοί ψυχικής υγείας την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, μέσω μιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας (είτε αυτή είναι ψυχανάλυση, είτε άλλης μορφής). Αν ο ειδικός δεν έχει επεξεργαστεί το προσωπικό του ιστορικό μοναξιάς, πώς θα είναι σε θέση να ερευνήσει τη μοναξιά με αμείωτη περιέργεια και επιμονή παρά τις δυσκολίες και πώς θα καταφέρει να βοηθήσει, διατηρώντας το σθένος και την πίστη στον εαυτό του, αυτόν που υποφέρει από πολλή μοναξιά; Επομένως, η έλλειψη στοιχειώδους αυτογνωσίας εκ μέρους πολλών ερευνητών αλλά και κλινικών στο χώρο της ψυχικής υγείας είναι και αυτή υπεύθυνη για την παραμέληση της μοναξιάς.
Μύθοι, θρύλοι, θρησκείες και επιστημονικές θεωρίες ακόμη και από το πεδίο της ψυχανάλυσης (όπως αυτές του Sigmund Freud και της Margaret Mahler), κάνουν λόγο για μια αρχική παραδεισένια ενότητα. Σε αυτήν, υποστηρίζουν, μετά την απώλειά της, επιθυμεί διακαώς να επιστρέψει ο άνθρωπος, ή ποθεί να την κατακτήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είναι ο νόστος, η ουτοπία, η αέναη εκτόπιση και η αέναη επιστροφή. Είναι ίσως η επανένωση με τη Μεγάλη Μητέρα, τη Μητέρα Γη, τη Μήτρα των Πάντων. Τα δύο φύλα επιθυμούν να ξαναγίνουν ένα, όπως ήταν κάποτε, κατά το Συμπόσιο του Πλάτωνα. O άνθρωπος αναζητά την ολότητα, την πληρότητα, την τελειότητα. Ποτέ, λοιπόν, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά, που εξ ορισμού είναι έλλειψη, α-τέλεια. Αυτή είναι η συλλογική άρνηση της μοναξιάς (Erlich, 1998). Αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι η μοναξιά είναι πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Οι ευφημισμοί είναι προτιμότεροι: «άγχος», «κατάθλιψη», «σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας» (Hobson, 1974). Οι ειδικοί τρέμουν να φωνάξουν τη μοναξιά με τo όνομά της.
H μοναξιά είναι μια συχνή πανανθρώπινη εμπειρία, που δεν είναι ταυτόσημη με την ψυχική διαταραχή. Η άποψη της Fromm-Reichmann (1959/1990) για την «αληθινή» μοναξιά, έγινε αντικείμενο κριτικής (Mendelson, 1990). Δεν υπάρχει μόνον μία, αληθινή μοναξιά, αυτή που σχετίζεται με την ψυχοπαθολογία. Αληθινές είναι και άλλες μορφές της, αυτές που εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή. O ψυχίατρος Henry D. von Witzleben (1958) διέκρινε ανάμεσα στην πρωτογενή και στη δευτερογενή μοναξιά και θεώρησε ότι η πρώτη είναι η υπαρξιακή μοναξιά, χαρακτηριστική του σχιζοφρενούς, που βιώνει την απώλεια του ίδιου του εγώ, ενώ η δεύτερη είναι η μοναξιά του καταθλιπτικού, που βιώνει την απώλεια του αντικειμένου (η τελευταία εμφανίζεται και στον σχιζοφρενή). Η ψυχίατρος-ψυχαναλύτρια Melanie Klein (1963/1975, σ. 300) υποστήριξε ότι η μοναξιά είναι «το αποτέλεσμα ενός πανταχού παρόντα πόθου για μια ακατόρθωτη τέλεια εσωτερική κατάσταση». Όλοι οι άνθρωποι βιώνουν την εμπειρία αυτή ως απόρροια της ατελούς απαρτίωσης, επομένως η μοναξιά δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως παρά μόνο να μειωθεί.
«Η μοναξιά είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη και κινητήρια εμπειρία, που συνδέεται με την ανεπαρκή εκπλήρωση της ανάγκης για ανθρώπινη οικειότητα, για διαπροσωπική οικειότητα», είναι ένας άλλος διαδεδομένος ορισμός που πρόσφερε ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Harry Stack Sullivan (1953, σ. 290). Στα πλαίσια της γνωστικής προσέγγισης, οι ψυχολόγοι Daniel Perlman και Anne Peplau (1981, σ. 31) όρισαν τη μοναξιά ως τη «δυσάρεστη εμπειρία που προκύπτει όταν το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου είναι ανεπαρκές κατά κάποιο σημαντικό τρόπο, είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά». Υπό μια εξελικτική οπτική, η μοναξιά είναι ένας μηχανισμός αναζήτησης της εγγύτητας, αναγκαίος για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους (Bowlby, 1973). Λειτουργεί ως σήμα ότι υπάρχει έλλειμμα στις διαπροσωπικές ή/και στις κοινωνικές σχέσεις και γίνεται αισθητή ως κοινωνικός πόνος, που κινητοποιεί τον άνθρωπο να διαμορφώσει σχέσεις (Cacioppo & Patrick, 2006). Επομένως, η μοναξιά μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ψυχοπαθολογίας και ως μια φυσιολογική εμπειρία, ως περιέχουσα τόσο καταστροφικά όσο και ευεργετικά στοιχεία. Εν συντομία, είναι μια παράδοξη εμπειρία (για μια εκτενή ανάλυση του παραδόξου της μοναξιάς βλ. Γαλανάκη, 2014α).
«Να σώσουμε τη μοναξιά από την ψυχοπαθολογία», έγραφε ένας γνωστός κοινωνιολόγος, o William Sadler (Sadler & Johnson, 1980, σ. 56), αναλύοντας την εμπειρία αυτή. Θεμιτός στόχος, αφού η μοναξιά είναι ουσιώδες βίωμα της ανθρώπινης φύσης. Αλλά, όταν προσπαθούμε να την απογυμνώσουμε από την οδύνη που την περιβάλλει ή βρίσκεται στον πυρήνα της, ουσιαστικά την αποφεύγουμε ή την αρνούμαστε – ανώφελη άμυνα – όπως, άλλωστε, την αποφεύγουμε ή την αρνούμαστε όταν τη θεωρούμε μόνο παθολογική.
Οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι ήταν οι τελευταίοι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τη μοναξιά.
Πώς γίνεται αυτό; Γιατί ήμασταν σιωπηλοί, άφωνοι για τόσες δεκαετίες; Αφού ακριβώς το δικό μας επάγγελμα απαιτεί να είμαστε διαθέσιμοι, να πλησιάζουμε, να ακούμε, να αγγίζουμε τον συνάνθρωπο, να μεταγράφουμε τη μοναξιά του. Γιατί ακόμη και σήμερα ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην πλήρη αγνόησή της και στη συγγραφή βιβλίων με τίτλους όπως «Νικήστε τη μοναξιά»; Γιατί αποθεώνουμε την προσωπική αυτάρκεια, την ατομική ενδυνάμωση και την αυτο-προαγωγή μας, ενώ την ίδια στιγμή διαδίδουμε συνθήματα όπως «Δεν είσαι μόνος»; Γιατί η μοναξιά παρέμενε ανήκουστη; Μήπως τελικά η πλήρης αποσιώπηση της μοναξιάς και ο θρίαμβος επ’ αυτής είναι το ίδιο πράγμα: άρνησή της; Τι σημαίνει να μιλάμε για αυτήν, να γράφουμε για αυτήν; Με αυτούς τους τρόπους την αρθρώνουμε πραγματικά ή την αποφεύγουμε; Ή μήπως συμβαίνει άλλοτε το ένα κι άλλοτε το άλλο; Με τον λόγο την εκλογικεύουμε, την αρνούμαστε, την απωθούμε εν γένει. Κι όμως, η ψυχοθεραπεία, που στηρίζεται στον λόγο, είναι ένας τρόπος περιορισμού της, το ίδιο και όλες οι μορφές τέχνης που βασίζονται στον λόγο ή σε άλλα σύμβολα.
Δύναται, λοιπόν, ο άνθρωπος να μοιραστεί τη μοναξιά του; Είναι επίτευγμα να μπορούμε να αφηγούμαστε τη μοναξιά μας στους συνανθρώπους μας. Της αποδίδουμε νόημα και, την ίδια στιγμή, τα λόγια μας αντηχούν στα αυτιά των άλλων, στην ίδια τη μοναξιά των άλλων. Η μοναξιά μάς ενώνει. Με τις άπειρες δυνατότητες και πιθανότητες που προσφέρει η γλώσσα, η κοινή λαλιά, συν- και ανα-κατασκευάζουμε την οδύνη των ανθρώπινων σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου