Παράλληλα, η συγκεκριμενοποίηση αποτελεί το μέτρο της λογικής όχι τόσο με την υποταγή, αλλά με τον έλεγχο του συναισθήματος, όχι με την κυριαρχία του τελευταίου από άλογες δυνάμεις, αλλά με την αυτοκυριαρχία του ίδιου. Έτσι, η μετάβαση από το Διονυσιακό στο Απολλώνιο, τερματικά διατηρεί τη νοσταλγική μνήμη της αφετηρίας της: το πολιτισμικό συγκείμενο της κλασικής αρχαιότητας και στην απολλώνιά του μορφή συγκροτείται σε αμάλγαμα όπου εξισορροπούν το συναίσθημα και ο νους κατά αδιάσπαστο μέτρο. Γιατί εκείνο που επιζητείται δεν είναι η βάναυση επιβολή του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο, αλλά η οργανική ζεύξη των δύο σε πορεία αμφίδρομης εκλογίκευσης.
Και τούτο γιατί η πορεία αυτή είναι πριν απ’ όλα η νίκη των δυνάμεων της φύσης και ο εξοβελισμός του υπερφυσικού· πρόβαση άλλωστε στην οποία οφείλεται και η εκκοσμίκευση που πιο πάνω αναφέραμε. Αλλά ταυτόχρονα, η ίδια η πρόβαση ανήκει στον δυναμικό τύπο της κοινωνίας όπου βλέπουμε μια καλλιέργεια να διακινείται σταθερά από το υπερφυσικό στο φυσικό. Η προεισαγωγή αυτής της καλλιέργειας, πιο ειδικά της Τέχνης της και γενικότερα η προκαταρκτική εποχή που τη δημιούργησε, αρχίζει με τη Μυθολογία, που παριστά τη φάση του γίγνεσθαι και τον αναβρασμό του ελληνικού πολιτισμού. Στη Μυθολογία, βλέπουμε την πρόβαση του κατά διαβάθμιση εξανθρωπισμού. Ο ανθρωπομορφισμός σαν εξανθρωπισμός έρχεται όχι απότομα, αλλά βαθμιαία και εξελικτικά. Οι Πάνες, οι Σάτυροι, οι Κένταυροι κ.ά, συνθέτουν τη μετάβαση από τη ζωώδη κατάσταση στην ανθρώπινη. Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι μιας Διονυσιακής Τέχνης κατά τη Νιτσεϊκή έκφραση, μιας εποχής που ξεχειλίζει από το σφρίγος της ζωής, από τις ορμές της. Μια εποχή αισθησιακή στο έπακρο και αισθητικά άρτια.
Ωστόσο, η μεταβατική αυτή περίοδος που οδηγεί το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο, σύγκαιρα είναι και η ίδια η πρόβαση που οδηγεί από τα ορμέμφυτα προς τη Λογική. Όπως παρατηρήσαμε, το μέτρο της ελευθερίας για την τιθάσευση των ορμών, του πάθους και των αδυναμιών, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η σύμφυτή του λογική. Και η έμφυτη ιδιότητά του, είναι αυτό που λέγει ο Αριστοτέλης, ότι ο άνθρωπος είναι «συνδυαστικός και επιστήμης δεκτικός».
Η ικανότητα του ανθρώπου να δομεί με τα στοιχεία από τα οποία συγκροτείται ο κόσμος του, τον κόσμο του και να τα συνδυάζει κατά τρόπο ώστε να τον εξυπηρετούν καλύτερα, εννοώντας τα καλύτερα, είναι κατά βάση μια απομυθωτική ενέργεια που κρύβει μέσα του. Η αμφιβολία τον οδηγεί στη σκέψη, η απορία στα προβλήματά του βρίσκει διέξοδο στη φιλοσοφία, η απορία στη συντήρησή του, στην οικονομία Από την τελευταία ξεκινά και στην τελευταία κατατείνει η δραστηριότητά του μέσα στην πολιτεία και την κοινωνία Και η κοινωνία της «πόλεως» είναι μια κοινωνία συντήρησης — σαν παραδοσιακή που είναι—. Πρόκειται για μια δίτροπη συντήρηση: από τη μια εκλαμβάνεται σε στενή έννοια και αφορά τα μέσα διατροφής και από την άλλη τη διατήρηση των σύστοιχων χαρακτηριστικών της τρέχουσας νοοτροπίας, αλλά και των ευρύτερων πολιτισμικών αξιών που επάγει στο άτομο. Αλλά να που γίνεται το μεγάλο βήμα στην Ιστορία: είναι εκείνο το οποίο υπογραμμίσαμε πιο πάνω. Ο φιλελευθερισμός ξεπροβάλλει από την κοινωνία της συντήρησης και αντιμάχεται το πνεύμα της, μετατρέπει το μονοδιάστατο σε διαφοροποιημένο, τον ενικό σε πληθυντικό, την εγκράτεια σε αφθονία Και η εξέλιξη αυτή μεταλλάσσει τη συντήρηση σε ελευθερία. Γιατί ελεύθερος από κάθε προκατάληψη, από τη δεσμώτρα βιοτική και ηθική συντήρηση είναι εκείνος που έχει απελευθερωθεί από τη δεσποτεία της ανάγκης.
Αυτή, όπως θα δούμε, είναι και η αιτιολογική δικαίωση της δουλείας μέσα σ’ όλο το σύστημα της «πόλεως». Ο δούλος εξασφαλίζει τα αναγκαία για τη ζωή των ελευθέρων και κατά συνέπεια υπεύθυνων πολιτών, θεραπεύει τις βιοτικές ανάγκες τους, ώστε αυτοί να ’χουν το χρόνο και τη διάθεση να στοχάζονται και να διαλέγονται ελεύθερα Είναι δούλος για να είναι οι άλλοι ελεύθεροι. Αλλά το μέτρο των αναγκών είναι το σημαντικό: οι ανάγκες δεν πολλαπλασιάζονται ατελεύτηκα, ώστε να υποδουλώνουν και τον ελεύθερο. Είδαμε το Σωκράτη να διακηρύττει την αυτάρκεια και την αυτονομία ο αυτάρκης οικονομικά, είναι ηθικά αυτόνομος και πολιτικά ελεύθερος. Στη βιοάποψη της κλασικής αρχαιότητας, το μέτρο αναφέρεται και στις ανάγκες. Αυτές δεν υποτιμούνται, κάθε άλλο, αλλά και δεν αυξάνονται όπως μπορούν, εκτεινόμενες στο άπειρο. Με την ίδια τάξη που επάγουν στον οργανισμό οι λειτουργίες του, σι βιοτικές ανάγκες είναι μέσον, δεν είναι σκοπός. Μέσο για να ζήσει κανείς, όχι σκοπός της ζωής. Σκοπός είναι η ευδαιμονία που παρέχουν στον άνθρωπο οι αρετές. Και αυτές τις χαρίζει είδαμε, η γνώση, η οποία όμως αποκτάται με την κινητοποίηση της σκέψης. Ένας οργανισμός που τρέφεται και κατά συνέπεια ζει, δεν υπάρχει αν δεν λειτουργεί —όπως θα πρέπει να λειτουργήσει— ελεύθερος ο εγκέφαλος. Αυτός δεν είναι μόνον ο λόγος που δικαιώνει τη δουλεία αλλά και που την αναιρεί. Γιατί και ο δούλος σε τι διαφέρει από έναν ελεύθερο αναφορικά προς τις ανθρωπολογικές ικανότητές του; Έτσι, είδαμε να ξεπροβάλλουν ρωμαλέες οι πρώτες στην ιστορία ιδέες για ισότητα όλων των ανθρώπων και κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων.
Ωστόσο την παραπάνω αντινομία δεν μπορεί να ξεπεράσει η κοινωνία της «πόλεως». Και οι λόγοι, θα δούμε παρακάτω, είναι οικονομικοί, αλλά και τεχνικοί Γιατί, από την ανάπτυξή μας είναι πρόδηλο πως η δουλεία επιτελεί μια λειτουργία που στις μέρες μας κάνουν οι μηχανές και τα αυτόματα, τα αποτελέσματα δηλαδή της τεχνικής.
Στην κοινωνία της «πόλεως» όμως η τεχνική δεν είναι παρά υποτελής στο λόγο. Σε αντίθεση προς τους άρχοντες που είναι άνθρωποι που υπόκεινται στο λόγο, που θέλγουν και θέλγονται από τον ορθολογισμό και τον αποθαυμασμό του, σε αντιστοιχία προς αυτούς, οι δούλοι είναι οι άνθρωποι της εργασίας. Όπως τα πόδια είναι δούλοι του σώματος, έτσι και η τεχνική είναι δούλη της λογικής.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις προϋποθέσεις, η εξίσωση της τεχνικής προς τη δουλεία, επιφέρει το αναπόδραστο αποτέλεσμα της μη ανάπτυξης της πρώτης και της ανάπτυξης της δεύτερης. Οι θεωρητικές βάσεις της επιστήμης έχουνε μια παρεπόμενη σημασία που σχετίζεται άμεσα προς τον όλο παραγωγικό μηχανισμό και τη φύση της οικονομίας. Πα παράδειγμα, η ατμομηχανή ως θεωρητική αρχή, ακόμα και σαν πρακτική εφαρμογή, ήτανε γνωστή από τον Ήρωνα, η «αιολόσφαιρα» ή ο «ατμοστρόβιλος» ο οποίος δεν εξελίχθηκε πέρα από παιδικά παιχνίδια με τα οποία διασκέδαζαν τα πριγκιπόπουλα των Πτολεμαίων ή σκηνικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούνταν στα θέατρα Και τούτο γιατί όπως η τεχνική υπόκειται στο λόγο, έτσι και ο λόγος σχετίζεται προς την παραγωγική πρόβαση που, όπως τονίσαμε, ήταν απρόσφορη για τη μεγάλη και αποφασιστική στροφή.
Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το αγλάισμα της ισορροπίας που εμφανίζει η κοινωνία της κλασικής αρχαιότητας ποιες μορφές παίρνει η τέχνη και πώς συνδυάζεται ο φιλοσοφικός στοχασμός; Αμφότερες οι εκφάνσεις της κοινωνικής και οικονομικής ανωδομής δεν μπορεί να είναι διαφορότροπες και, με μια λέξη, οι διάφορες μορφές τους εκφράζουν και αυτές την αρμονία, το μέτρο και την τάξη.
Η αρχιτεκτονική, πρώτ’ απ’ όλα, είναι «κλασική» με τη βαρύτητα που δίνει στον όρο ο πατέρας της Αρχαιολογίας ο Winckelmann. Το τελειότερο δημιούργημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι αναμφισβήτητα ο Παρθενώνας, πάνω στην Αθηναϊκή Ακρόπολη. Μνημείο θρησκευτικό, περισσότερο όμως μεγαλειώδης εκδήλωση της πολιτικής και κοινωνικής συνάμα και καλλιτεχνικής ακμής των Αθηνών, υψώνεται στον ιερό βράχο σαν ορατή παρουσία του κλασικού πνεύματος που κατορθώνει, πέρα από τις αφηρημένες γραμμές, πάνω από κάθε μηχανικό μέτρο, να πάρει τη μορφή της βιοτικής ευμάρειας, της ηρεμίας και της ισορροπίας. Η ελαφρά καμπυλότητα των κιόνων στο μέσο, η ανισότητα των διακένων ανάμεσα στους κίονες που δεν γίνεται αντιληπτή, οι μετώπες με τα ανάγλυφα, όπως και η ζωοφόρος, με τη θεματολογία από τη μυθολογία και την επίσημη καθημερινότητα, απελευθερώνουν την ψυχρή ηρεμία από τη μηχανική και της προσδίνουν μια έντονα δυναμική μορφή της βιοτικής και πνευματικής τάξης και αρμονίας. Ο Παρθενώνας πιο ειδικά, συγκεντρώνει το νατουραλισμό με το ρυθμό μιας ατομοκρατικής Τέχνης, εξισορροπεί στην αρχιτεκτονική του εκδήλωση το πηγαίο συναίσθημα, την ίδια τη φύση, με την τάξη του λόγου και αμφότερα τα συνενώνει σ’ ένα αδιάσπαστο σύνολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου