O Καρτέσιος – ή Renatus Cartesius, αν θα έπρεπε να παρατεθεί η πλήρης λατινική απόδοση τον ονόματος τον γάλλου φιλοσόφου και μαθηματικού Rene Descanes, πράγμα που συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οπότε τα λατινικά ήταν η διεθνής γλώσσα των λογίων – γεννήθηκε το 1596 σε μια μικρή πόλη της κεντροδυτικής Γαλλίας.
O Καρτέσιος, του οποίου η συμβολή στα μαθηματικά υπήρξε άκρως σημαντική θεωρείται ως ο πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, μια και ήταν εκείνος που πέτυχε να απελευθερώσει τον στοχασμό από τον σχολαστικισμό, τη διδασκαλία που επί αιώνες διαμορφώθηκε στις σχολές των πανεπιστημίων της δυτικής Ευρώπης και κρατούσε δέσμια την εξέλιξη της γνώσης.
Σε αντίθεση, δηλαδή, προς τη διδασκαλία του σχολαστικισμού, σύμφωνα με την οποία η γνώση, για να είναι έγκυρη, θα έπρεπε να συνάδει προς την πίστη στον θεό και τις θεωρίες τον Αριστοτέλη, ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος όφειλε, για να βρει την αλήθεια, να βασιστεί αποκλειστικά στις δυνάμεις του νου.
Προς τούτο, κατά τον Καρτέσιο, έπρεπε να απαλλαγεί κανείς από κάθε προκατάληψη, από κάθε συμπέρασμα που στηρίζεται σε θεωρίες και αντιλήψεις άλλων, όσο αξιόλογοι κι αν συμβαίνει να είναι αυτοί, και να μην διακατέχεται από τη βιασύνη να φτάσει άρον-άρον στην αλήθεια, αλλά υπομονετικά και συστηματικά να ελέγχει το κάθε βήμα του προς τη γνώση χωρίς να αφήνει κενά, να κάνει παλινδρομήσεις και να προβαίνει σε περιττές συλλήψεις ή εκδοχές, και να μην δέχεται τίποτε σαν σωστό, αν δεν διαπιστώσει ότι, τελικά, αυτό παρουσιάζεται στον νου με τόση σαφήνεια και ευκρίνεια, ώστε να είναι αδύνατον να το αμφισβητήσει οποιοσδήποτε.
O Καρτέσιος, θέλοντας να βρει μια τέτοια πέραν πάσης αμφιβολίας αλήθεια, πάνω στην οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να θεμελιώσει με ασφάλεια τη διδασκαλία του, αποφάσισε να ακολουθήσει την τακτική των οπαδών του σκεπτικισμού : να αμφισβητεί, δηλαδή, όπως εκείνοι, το καθετί. Ναι, λέει ο Καρτέσιος, μπορώ, πράγματι, να αμφιβάλλω για όλα. Για να αμφιβάλλω, όμως, σχετικά με κάτι, θα πρέπει να έχω βάλει το μυαλό μου να σκεφτεί ότι αυτό που μου προβάλλεται έτσι ενδέχεται να είναι κι αλλιώς, γιατί, διαφορετικά, αν ήμουν ένας παθητικός δέκτης, ένα υποκείμενο που δεν σκέφτεται, θα υιοθετούσα χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης εκείνο που προβάλλεται σαν πραγματικό. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα μου να αμφιβάλλω υποδηλώνει το γεγονός ότι σκέφτομαι, το οποίο, με τη σειρά του, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το γεγονός ότι υπάρχω. Γιατί, πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω, αν δεν υπήρχα; Σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
Αυτή είναι η προφανής αλήθεια, κατά τον Καρτέσιο, που ουδείς έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει. Έτσι ο Καρτέσιος μεταχειρίζεται μεν, όπως οι οπαδοί του σκεπτικισμού, την αμφιβολία, με διαφορετικό, όμως, σκοπό από αυτούς. Αντί για τη στείρα άρνηση, στην οποία στοχεύουν οι οπαδοί του σκεπτικισμού, ο Καρτέσιος επιχείρησε μέσω της αμφιβολίας να κατοχυρώσει μια πέραν πάσης αμφισβήτησης αλήθεια, την βεβαιότητα για την ύπαρξη του εαυτού του.
Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει τη βεβαιότητα της ύπαρξης του εαυτού του ο Καρτέσιος προχωρεί στη συνέχεια στην ανατροπή της αμφιβολίας για τα πράγματα γύρω του. Οτιδήποτε παρατηρούμε στον κόσμο, το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, οι οποίες είναι γεγονός ότι μας εξαπατούν. Για παράδειγμα, μια ράβδος μισοβυθισμένη σε ένα δοχείο με νερό έχομε την εντύπωση πως πρόκειται για μία λυγισμένη ράβδο, ενώ είναι ίσια.
Επειδή η σύνεση απαιτεί να μην εμπιστεύεται κανείς εκείνους που τον εξαπατούν, ο Καρτέσιος, ως εχέφρων άνθρωπος που ήθελε να λογίζεται, υπέθεσε ότι όλα όσα παρατηρεί γύρω του μπορεί, επειδή τα συλλαμβάνει μέσω των αισθήσεων, να είναι απατηλά. Το χειρότερο δε, υποστήριξε, είναι να πιστεύει ότι όσα του προσφέρουν οι αισθήσεις είναι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα – σαν να υπήρχε μέσα του ένας κακόβουλος δαίμονας που ήθελε να ίον παραπλανά.
Μοναδική ελπίδα του για να αντιμετωπίσει τον κακόβουλο αυτόν δαίμονα δεν θα μπορούσε να είναι παρά κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη από τον ίδιο, ήγουν ο Θεός, ο οποίος, ένεκα της άπειρης καλοσύνης που διαθέτει, δεν θα ήταν διατεθειμένος να τον αφήνει να ζει σε μια ολοκληρωτική πλάνη.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι αν υπάρχει πράγματι ο Θεός. O Καρτέσιος, ακολουθώντας την αρχή που ο ίδιος έβαλε σαν κανόνα στη ζωή του, να μην υιοθετεί, δηλαδή, τίποτε αν δεν το έχει ερευνήσει ο ίδιος έτσι, που να του παρουσιάζεται τόσο ολοφάνερο στον νου, ώστε να μην μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν επόμενο να μην συναινέσει στην άποψη ότι ο Θεός υπάρχει μόνο και μόνο επειδή μια τέτοια πεποίθηση του παραδόθηκε, αλλά να αποδεχθεί την ύπαρξη^ του Θεού εφόσον μπορούσε να την αποδείξει. Προσπάθησε, λοιπόν, να σκεφτεί ένα επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού, το οποίο, κατά τη γνώμη του, δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Και πιο ήταν αυτό;
Μέσα στη ψυχή μας, παρατήρησε ο Καρτέσιος, μεταξύ των ιδεών και των εννοιών υπάρχουν και ορισμένες που δεν τις σχηματίσαμε μόνοι μας – σε αντίθεση, ας πούμε, με την ιδέα του κόκκινου χρώματος, που την αποκτήσαμε κοιτώντας διαφορά κόκκινα αντικείμενα – αλλά υπήρχαν εξαρχής μέσα μας, πριν από τη γέννηση μας, είναι, δηλαδή, έμφυτες, όπως η ιδέα της τελειότητας, την οποία εμείς, ως πεπερασμένα και ατελή πλάσματα, δεν θα μπορούσαμε να την έχομε σχηματίσει.
H ιδέα της τελειότητας θα πρέπει να έχει εμφυτευτεί μέσα μας από κάποιο τέλειο ον. Και ως τέλειο ον ορίζεται ο Θεός, Ακόμη και τον άθεο, αν τον ρωτήσεις τι σημαίνει η λέξη “Θεός”, θα σου πει ότι είναι ένα τέλειο ον, το οποίο, απλώς, ο ίδιος θεωρεί οτι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Έτσι, όμως, ο άθεος φαίνεται να αντιφάσκει. Γιατί, κατά τον Καρτέσιο, τέλειο είναι ένα ον που δεν του λείπει τίποτε. Έτσι, ο Θεός, ως τέλειο ον, θα πρέπει να διαθέτει και άπειρη καλοσύνη και παντοδυναμία και τέλεια σοφία και … και… και ύπαρξη. Γιατί αν ο Θεός δεν υπήρχε, θα ήταν ένα τέλειο ον το οποίο δεν είναι τέλειο, πράγμα αντιφατικό και, ως εκ τούτου, αδύνατον υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ.
Όπως, δηλαδή, δεν μπορεί, επειδή είναι αντιφατικό, να υπάρξει πουθενά και ποτέ ένα τρίγωνο που δεν έχει τρεις γωνίες, έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με το να προβεί κανείς στην αντιφατική διατύπωση ότι ένα τέλειο ον δεν είναι τέλειο. Άρα, ο Θεός υπάρχει κατ ανάγκην.
Έτσι, κατά τον Καρτέσιο, από τη στιγμή που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι ο Θεός υπάρχει, έχομε κάθε δικαίωμα να υποθέτομε ότι, όσο κι αν ο κακόβουλος δαίμονας μέσα μας θέλει να μας εξαπατά, δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα σε ολοκληρωτική πλάνη.
O Θεός, ο οποίος, ως εκ της παντοδυναμίας του, έχει την ικανότητα να επιβληθεί στον κακόβουλο δαίμονα και να περιορίσει τη δράση τον, δεν θα ήθελε ποτέ, ένεκα της άπειρης καλοσύνης του, να πλανιόμαστε σε κάθε περίπτωση. Τούτο απλά σημαίνει ότι δεν μπορεί όλες οι παραστάσεις που μας προσφέρουν οι αισθήσεις για τα πράγματα γύρω μας να είναι απατηλές. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ποιες από ης παραστάσεις των αισθήσεων μας είναι απατηλές και ποιες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτό είναι ένα ζήτημα που καλείται ο καθένας μας να το ξεδιαλύνει, να κρίνει, δηλαδή, μόνος τον ποιες από τις παραστάσεις των αισθήσεων του είναι απατηλές και ποιες αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
O Καρτέσιος, απλώς, υποδεικνύει στον καθένα μας ποια είναι τα κριτήρια που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει, για να διακρίνει τις μεν από ης δε. Και τα κριτήρια της αλήθειας δεν είναι άλλα από τη σαφήνεια και την ευκρίνεια.
Αν, για παράδειγμα, βλέποντας μια σκιά μέσα στο μισοσκόταδο υποθέσω ότι είναι άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καλόγερο των ρούχων, η αιτία της πλάνης μου είναι πως δεν μπορώ να δω σαφώς και ευκρινώς. Από τη στιγμή, όμως, που θα ανάψω το φως και η εικόνα που βλέπω θα αποκτήσει σαφήνεια και ευκρίνεια, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ ότι υπάρχει απέναντι μου ένας καλόγερος ρούχων, και όχι ένας άνθρωπος.
Αυτή, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, είναι η θεωρία τον Καρτέσιου για την πραγματικότητα, στην οποία διέκρινε τρεις κατηγορίες όντων: τον Θεό που, ως άυλος είναι καθαρό πνεύμα, τον κόσμο των ανόργανων σωμάτων, των φυτών και των ζώων, τα οποία συνίστανται σε σώματα, και τους ανθρώπους, που συντίθενται από σώμα και από ψυχή.
O Καρτέσιος διέκρινε ριζικά χους ανθρώπους από τα ζώα θεωρώντας ότι τα τελευταία αυτά είναι όπως οι μηχανές – σώματα, δηλαδή, που επιτελούν ορισμένες λειτουργίες, όπως η αναπνοή, η κυκλοφορία τον αίματος, η θρέψη κ.τ.λ, χάρη στις οποίες συντηρούνται αυτά στη ζωή – χωρίς τη δυνατότητα να έχουν σκέψεις ή αισθήματα που δεν συνδέονται με το σώμα , σε αντίθεση με τους ανθρώπους, στους οποίους πίσω από το σώμα, τη μηχανή που επιτελεί τις απαραίτητες για να συντηρηθούν στη ζωή λειτουργίες, υπάρχει και η ψυχή, μια άυλη οντότητα, που συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, και την ουσία τους.
Είναι γνώρισμα των μεγάλων φιλοσόφων, πέρα από την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην εξέλιξη των ιδεών, οι θεωρίες των να αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και αμφισβήτησης. Έτσι, μπορεί μεν ο Καρτέσιος να θεωρείται ο πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, καθόσον με τη μέθοδο που υπέδειξε απεγκλώβισε τον στοχασμό από το δίχτυ της διδασκαλίας του σχολαστικισμού, παράλληλα, όμως, οι θεωρίες του, όπως εκείνες για την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, για τη σχέση σώματος και ψυχής ή για την ύπαρξη του Θεού, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό, συνεχίζοντας ως σήμερα να αποτελούν αφορμή για συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και να κρατούν, έτσι, ζωντανή την παρουσία του στη μνήμη μας.
Τα τελευταία λόγια που ο Καρτέσιος πεθαίνοντας ψιθύρισε ήταν: “ψυχή μου πρέπει να φύγεις”.
O σκεπτικισμός σαν συστηματική άρνηση της αλήθειας και της γνώσης εμφανίζεται στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με δυο μορφές: ως ακαδημαϊκός σκεπτικισμός, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει αλήθεια και, ως εκ τούτου, είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να τη γνωρίσει και ως πυρρωνισμός, σύμφωνα με τον οποίο οποία άποψη κι αν υιοθετήσει κανείς, μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη άποψη και ούτω καθεξής στο διηνεκές. Έτσι ώστε, αν θα ήθελε κανείς να έχει την ησυχία του, το καλύτερο είναι να μπει μην στο παιχνίδι αυτό της αναζήτησης της αλήθειας, να επέχει.
O Καρτέσιος, του οποίου η συμβολή στα μαθηματικά υπήρξε άκρως σημαντική θεωρείται ως ο πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, μια και ήταν εκείνος που πέτυχε να απελευθερώσει τον στοχασμό από τον σχολαστικισμό, τη διδασκαλία που επί αιώνες διαμορφώθηκε στις σχολές των πανεπιστημίων της δυτικής Ευρώπης και κρατούσε δέσμια την εξέλιξη της γνώσης.
Σε αντίθεση, δηλαδή, προς τη διδασκαλία του σχολαστικισμού, σύμφωνα με την οποία η γνώση, για να είναι έγκυρη, θα έπρεπε να συνάδει προς την πίστη στον θεό και τις θεωρίες τον Αριστοτέλη, ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος όφειλε, για να βρει την αλήθεια, να βασιστεί αποκλειστικά στις δυνάμεις του νου.
Προς τούτο, κατά τον Καρτέσιο, έπρεπε να απαλλαγεί κανείς από κάθε προκατάληψη, από κάθε συμπέρασμα που στηρίζεται σε θεωρίες και αντιλήψεις άλλων, όσο αξιόλογοι κι αν συμβαίνει να είναι αυτοί, και να μην διακατέχεται από τη βιασύνη να φτάσει άρον-άρον στην αλήθεια, αλλά υπομονετικά και συστηματικά να ελέγχει το κάθε βήμα του προς τη γνώση χωρίς να αφήνει κενά, να κάνει παλινδρομήσεις και να προβαίνει σε περιττές συλλήψεις ή εκδοχές, και να μην δέχεται τίποτε σαν σωστό, αν δεν διαπιστώσει ότι, τελικά, αυτό παρουσιάζεται στον νου με τόση σαφήνεια και ευκρίνεια, ώστε να είναι αδύνατον να το αμφισβητήσει οποιοσδήποτε.
O Καρτέσιος, θέλοντας να βρει μια τέτοια πέραν πάσης αμφιβολίας αλήθεια, πάνω στην οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να θεμελιώσει με ασφάλεια τη διδασκαλία του, αποφάσισε να ακολουθήσει την τακτική των οπαδών του σκεπτικισμού : να αμφισβητεί, δηλαδή, όπως εκείνοι, το καθετί. Ναι, λέει ο Καρτέσιος, μπορώ, πράγματι, να αμφιβάλλω για όλα. Για να αμφιβάλλω, όμως, σχετικά με κάτι, θα πρέπει να έχω βάλει το μυαλό μου να σκεφτεί ότι αυτό που μου προβάλλεται έτσι ενδέχεται να είναι κι αλλιώς, γιατί, διαφορετικά, αν ήμουν ένας παθητικός δέκτης, ένα υποκείμενο που δεν σκέφτεται, θα υιοθετούσα χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης εκείνο που προβάλλεται σαν πραγματικό. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα μου να αμφιβάλλω υποδηλώνει το γεγονός ότι σκέφτομαι, το οποίο, με τη σειρά του, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το γεγονός ότι υπάρχω. Γιατί, πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω, αν δεν υπήρχα; Σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
Αυτή είναι η προφανής αλήθεια, κατά τον Καρτέσιο, που ουδείς έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει. Έτσι ο Καρτέσιος μεταχειρίζεται μεν, όπως οι οπαδοί του σκεπτικισμού, την αμφιβολία, με διαφορετικό, όμως, σκοπό από αυτούς. Αντί για τη στείρα άρνηση, στην οποία στοχεύουν οι οπαδοί του σκεπτικισμού, ο Καρτέσιος επιχείρησε μέσω της αμφιβολίας να κατοχυρώσει μια πέραν πάσης αμφισβήτησης αλήθεια, την βεβαιότητα για την ύπαρξη του εαυτού του.
Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει τη βεβαιότητα της ύπαρξης του εαυτού του ο Καρτέσιος προχωρεί στη συνέχεια στην ανατροπή της αμφιβολίας για τα πράγματα γύρω του. Οτιδήποτε παρατηρούμε στον κόσμο, το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, οι οποίες είναι γεγονός ότι μας εξαπατούν. Για παράδειγμα, μια ράβδος μισοβυθισμένη σε ένα δοχείο με νερό έχομε την εντύπωση πως πρόκειται για μία λυγισμένη ράβδο, ενώ είναι ίσια.
Επειδή η σύνεση απαιτεί να μην εμπιστεύεται κανείς εκείνους που τον εξαπατούν, ο Καρτέσιος, ως εχέφρων άνθρωπος που ήθελε να λογίζεται, υπέθεσε ότι όλα όσα παρατηρεί γύρω του μπορεί, επειδή τα συλλαμβάνει μέσω των αισθήσεων, να είναι απατηλά. Το χειρότερο δε, υποστήριξε, είναι να πιστεύει ότι όσα του προσφέρουν οι αισθήσεις είναι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα – σαν να υπήρχε μέσα του ένας κακόβουλος δαίμονας που ήθελε να ίον παραπλανά.
Μοναδική ελπίδα του για να αντιμετωπίσει τον κακόβουλο αυτόν δαίμονα δεν θα μπορούσε να είναι παρά κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη από τον ίδιο, ήγουν ο Θεός, ο οποίος, ένεκα της άπειρης καλοσύνης που διαθέτει, δεν θα ήταν διατεθειμένος να τον αφήνει να ζει σε μια ολοκληρωτική πλάνη.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι αν υπάρχει πράγματι ο Θεός. O Καρτέσιος, ακολουθώντας την αρχή που ο ίδιος έβαλε σαν κανόνα στη ζωή του, να μην υιοθετεί, δηλαδή, τίποτε αν δεν το έχει ερευνήσει ο ίδιος έτσι, που να του παρουσιάζεται τόσο ολοφάνερο στον νου, ώστε να μην μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν επόμενο να μην συναινέσει στην άποψη ότι ο Θεός υπάρχει μόνο και μόνο επειδή μια τέτοια πεποίθηση του παραδόθηκε, αλλά να αποδεχθεί την ύπαρξη^ του Θεού εφόσον μπορούσε να την αποδείξει. Προσπάθησε, λοιπόν, να σκεφτεί ένα επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού, το οποίο, κατά τη γνώμη του, δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Και πιο ήταν αυτό;
Μέσα στη ψυχή μας, παρατήρησε ο Καρτέσιος, μεταξύ των ιδεών και των εννοιών υπάρχουν και ορισμένες που δεν τις σχηματίσαμε μόνοι μας – σε αντίθεση, ας πούμε, με την ιδέα του κόκκινου χρώματος, που την αποκτήσαμε κοιτώντας διαφορά κόκκινα αντικείμενα – αλλά υπήρχαν εξαρχής μέσα μας, πριν από τη γέννηση μας, είναι, δηλαδή, έμφυτες, όπως η ιδέα της τελειότητας, την οποία εμείς, ως πεπερασμένα και ατελή πλάσματα, δεν θα μπορούσαμε να την έχομε σχηματίσει.
H ιδέα της τελειότητας θα πρέπει να έχει εμφυτευτεί μέσα μας από κάποιο τέλειο ον. Και ως τέλειο ον ορίζεται ο Θεός, Ακόμη και τον άθεο, αν τον ρωτήσεις τι σημαίνει η λέξη “Θεός”, θα σου πει ότι είναι ένα τέλειο ον, το οποίο, απλώς, ο ίδιος θεωρεί οτι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Έτσι, όμως, ο άθεος φαίνεται να αντιφάσκει. Γιατί, κατά τον Καρτέσιο, τέλειο είναι ένα ον που δεν του λείπει τίποτε. Έτσι, ο Θεός, ως τέλειο ον, θα πρέπει να διαθέτει και άπειρη καλοσύνη και παντοδυναμία και τέλεια σοφία και … και… και ύπαρξη. Γιατί αν ο Θεός δεν υπήρχε, θα ήταν ένα τέλειο ον το οποίο δεν είναι τέλειο, πράγμα αντιφατικό και, ως εκ τούτου, αδύνατον υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ.
Όπως, δηλαδή, δεν μπορεί, επειδή είναι αντιφατικό, να υπάρξει πουθενά και ποτέ ένα τρίγωνο που δεν έχει τρεις γωνίες, έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με το να προβεί κανείς στην αντιφατική διατύπωση ότι ένα τέλειο ον δεν είναι τέλειο. Άρα, ο Θεός υπάρχει κατ ανάγκην.
Έτσι, κατά τον Καρτέσιο, από τη στιγμή που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι ο Θεός υπάρχει, έχομε κάθε δικαίωμα να υποθέτομε ότι, όσο κι αν ο κακόβουλος δαίμονας μέσα μας θέλει να μας εξαπατά, δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα σε ολοκληρωτική πλάνη.
O Θεός, ο οποίος, ως εκ της παντοδυναμίας του, έχει την ικανότητα να επιβληθεί στον κακόβουλο δαίμονα και να περιορίσει τη δράση τον, δεν θα ήθελε ποτέ, ένεκα της άπειρης καλοσύνης του, να πλανιόμαστε σε κάθε περίπτωση. Τούτο απλά σημαίνει ότι δεν μπορεί όλες οι παραστάσεις που μας προσφέρουν οι αισθήσεις για τα πράγματα γύρω μας να είναι απατηλές. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ποιες από ης παραστάσεις των αισθήσεων μας είναι απατηλές και ποιες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτό είναι ένα ζήτημα που καλείται ο καθένας μας να το ξεδιαλύνει, να κρίνει, δηλαδή, μόνος τον ποιες από τις παραστάσεις των αισθήσεων του είναι απατηλές και ποιες αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
O Καρτέσιος, απλώς, υποδεικνύει στον καθένα μας ποια είναι τα κριτήρια που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει, για να διακρίνει τις μεν από ης δε. Και τα κριτήρια της αλήθειας δεν είναι άλλα από τη σαφήνεια και την ευκρίνεια.
Αν, για παράδειγμα, βλέποντας μια σκιά μέσα στο μισοσκόταδο υποθέσω ότι είναι άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καλόγερο των ρούχων, η αιτία της πλάνης μου είναι πως δεν μπορώ να δω σαφώς και ευκρινώς. Από τη στιγμή, όμως, που θα ανάψω το φως και η εικόνα που βλέπω θα αποκτήσει σαφήνεια και ευκρίνεια, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ ότι υπάρχει απέναντι μου ένας καλόγερος ρούχων, και όχι ένας άνθρωπος.
Αυτή, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, είναι η θεωρία τον Καρτέσιου για την πραγματικότητα, στην οποία διέκρινε τρεις κατηγορίες όντων: τον Θεό που, ως άυλος είναι καθαρό πνεύμα, τον κόσμο των ανόργανων σωμάτων, των φυτών και των ζώων, τα οποία συνίστανται σε σώματα, και τους ανθρώπους, που συντίθενται από σώμα και από ψυχή.
O Καρτέσιος διέκρινε ριζικά χους ανθρώπους από τα ζώα θεωρώντας ότι τα τελευταία αυτά είναι όπως οι μηχανές – σώματα, δηλαδή, που επιτελούν ορισμένες λειτουργίες, όπως η αναπνοή, η κυκλοφορία τον αίματος, η θρέψη κ.τ.λ, χάρη στις οποίες συντηρούνται αυτά στη ζωή – χωρίς τη δυνατότητα να έχουν σκέψεις ή αισθήματα που δεν συνδέονται με το σώμα , σε αντίθεση με τους ανθρώπους, στους οποίους πίσω από το σώμα, τη μηχανή που επιτελεί τις απαραίτητες για να συντηρηθούν στη ζωή λειτουργίες, υπάρχει και η ψυχή, μια άυλη οντότητα, που συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, και την ουσία τους.
Είναι γνώρισμα των μεγάλων φιλοσόφων, πέρα από την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην εξέλιξη των ιδεών, οι θεωρίες των να αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και αμφισβήτησης. Έτσι, μπορεί μεν ο Καρτέσιος να θεωρείται ο πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, καθόσον με τη μέθοδο που υπέδειξε απεγκλώβισε τον στοχασμό από το δίχτυ της διδασκαλίας του σχολαστικισμού, παράλληλα, όμως, οι θεωρίες του, όπως εκείνες για την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, για τη σχέση σώματος και ψυχής ή για την ύπαρξη του Θεού, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό, συνεχίζοντας ως σήμερα να αποτελούν αφορμή για συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και να κρατούν, έτσι, ζωντανή την παρουσία του στη μνήμη μας.
Τα τελευταία λόγια που ο Καρτέσιος πεθαίνοντας ψιθύρισε ήταν: “ψυχή μου πρέπει να φύγεις”.
O σκεπτικισμός σαν συστηματική άρνηση της αλήθειας και της γνώσης εμφανίζεται στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με δυο μορφές: ως ακαδημαϊκός σκεπτικισμός, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει αλήθεια και, ως εκ τούτου, είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να τη γνωρίσει και ως πυρρωνισμός, σύμφωνα με τον οποίο οποία άποψη κι αν υιοθετήσει κανείς, μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη άποψη και ούτω καθεξής στο διηνεκές. Έτσι ώστε, αν θα ήθελε κανείς να έχει την ησυχία του, το καλύτερο είναι να μπει μην στο παιχνίδι αυτό της αναζήτησης της αλήθειας, να επέχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου