Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (51.1-55.1)

51. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΦΙΣ [51.1] γεωργοῦ παῖδα ὄφις ἑρπύσας ἀπέκτεινεν. ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας πέλεκυν ἀνέλαβε καὶ παραγενόμενος εἰς τὸν φωλεὸν αὐτοῦ εἱστήκει παρατηρούμενος, ὅπως, ἂν ἐξίῃ, εὐθέως αὐτὸν πατάξῃ. παρακύψαντος δὲ τοῦ ὄφεως κατενεγκὼν τὸν πέλεκυν τοῦ μὲν διήμαρτε, τὴν δὲ παρακειμένην πέτραν διέκοψεν. εὐλαβηθεὶς δὲ ὕστερον παρεκάλει αὐτόν, ὅπως αὐτῷ διαλλαγῇ. ὁ δὲ εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὔτε ἐγὼ δύναμαι σοὶ εὐνοῆσαι ὁρῶν τὴν κεχαραγμένην πέτραν οὔτε σὺ ἐμοὶ ἀποβλέπων εἰς τὸν τοῦ παιδὸς τάφον».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι αἱ μεγάλαι ἔχθραι οὐ ῥᾳδίας τὰς μεταλλαγὰς ἔχουσι.

52. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΚΥΝΕΣ
[52.1] γεωργὸς ὑπὸ χειμῶνος ἐναποληφθεὶς ἐν τῇ ἐπαύλει ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο προελθεῖν καὶ ἑαυτῷ τροφὴν πορίσαι, τὸ μὲν πρῶτον τὰ πρόβατα κατέφαγεν. ἐπειδὴ δὲ ἔτι ὁ χειμὼν ἐπέμενε καὶ τὰς αἶγας κατεθοινήσατο. ἐκ τρίτου δέ, ὡς οὐδεμία ἄνεσις ἐγίνετο, καὶ ἐπὶ τοὺς ἀροτῆρας βοῦς ἐχώρησεν. οἱ δὲ κύνες θεασάμενοι τὰ πραττόμενα ἔφασαν πρὸς ἀλλήλους· «ἀπιτέον ἡμῖν ἐστιν ἐνθένδε· ὁ δεσπότης γάρ, εἰ οὐδὲ τῶν συνεργαζομένων βοῶν ἀπέσχετο, ἡμῶν πῶς φείσεται;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τούτους μάλιστα φυλάττεσθαι, οἳ οὐδὲ τῆς κατὰ τῶν οἰκείων ἀδικίας ἀπέχονται.

53. ΓΕΩΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΣ
[53.1] γεωργοῦ παῖδες ἐστασίαζον. ὁ δέ, ὡς πολλὰ παραινῶν οὐκ ἠδύνατο πεῖσαι αὐτοὺς λόγοις μεταβαλέσθαι, ἔγνω δεῖν διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων δέσμην κομίσαι. τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων τὸ μὲν πρῶτον δοὺς αὐτοῖς ἀθρόας τὰς ῥάβδους ἐκέλευσε κατεάσσειν. ἐπειδὴ δὲ καίπερ βιαζόμενοι οὐκ ἠδύναντο, ἐκ δευτέρου λύσας τὴν δέσμην ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου. τῶν δὲ ῥᾳδίως κατακλώντων ἔφη· «ἀτὰρ καὶ ὑμεῖς, ὦ παῖδες, ἐὰν μὲν ὁμοφρονῆτε, ἀχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς ἔσεσθε, ἐὰν δὲ στασιάζητε, εὐάλωτοι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια, ὅσον εὐκαταγώνιστος ἡ στάσις.

54. ΚΟΧΛΙΑΙ
[54.1] γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτει. ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.

55. ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑΙ
[55.1] γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν πρὸς ἀλεκτοροφωνίαν. αἱ δὲ συνεχῶς καταπονούμεναι ἔγνωσαν δεῖν τὸν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀλέκτορα ἀποπνῖξαι· ἐκεῖνον γὰρ ᾤοντο τῶν κακῶν αἴτιον εἶναι νύκτωρ ἐγείροντα τὴν δέσποιναν. συνέβη δὲ αὐταῖς τοῦτο πραξάσαις χαλεπωτέροις τοῖς δεινοῖς περιπεσεῖν. ἡ γὰρ δέσποινα ἀγνοοῦσα τὴν τῶν ἀλεκτρυόνων ὥραν ἐννυχέστερον αὐτὰς ἐξήγειρεν.
οὕτω πολλοῖς ἀνθρώποις τὰ ἴδια βουλεύματα κακῶν αἴτια γίνεται.

***
51. Ο γεωργός και το φίδι.
[51.1] Μια φορά το φίδι σύρθηκε κοντά στο παιδί κάποιου γεωργού και το σκότωσε. Ο χωρικός την έφερε βαρέως αυτή τη συμφορά. Γι᾽ αυτό άδραξε ένα τσεκούρι, πήγε στη φωλιά του φιδιού και στήθηκε εκεί να παραφυλάει. Το είχε βάλει σκοπό να καταφέρει γερό χτύπημα στο ερπετό μόλις αυτό θα ξεπρόβαλλε. Με τα πολλά, σε κάποια στιγμή ξεμύτισε λίγο το φίδι, οπότε ο χωρικός έδωσε μία με το τσεκούρι του· μόνο που για κακή του τύχη αστόχησε, και αντί να πετύχει το φίδι, κομμάτιασε μια πέτρα που κείτονταν εκεί κοντά. Ύστερα από αυτά, βέβαια, φοβήθηκε ο ανθρωπάκος μας και παρακαλούσε το φίδι να συμφιλιωθούν. Όμως το ερπετό αρνήθηκε: «Ούτε να το συζητάς! Μπορώ ποτέ να σκεφτώ εγώ καλό για σένα, άμα κοιτάζω τις χαρακιές στην πέτρα εδώ δίπλα; Ή εσύ για μένα άμα αναλογιστείς τον τάφο του παιδιού σου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι μεγάλες έχθρες δεν είναι εύκολο να αλλάξουν.

52. Ο αγρότης και τα σκυλιά.
[52.1] Ήταν ένας αγρότης που αποκλείστηκε στο χειμαδιό από την κακοκαιρία και δεν μπορούσε να ξεμυτίσει έξω και να προσποριστεί τροφή για να φάει. Στην αρχή, λοιπόν, έπιασε και ξεκοκάλισε τα αρνιά του. Ωστόσο η κακοκαιρία εξακολουθούσε, και σύντομα ο άνθρωπος αναγκάστηκε να καταβροχθίσει και τις κατσίκες του. Στο τέλος, μια και δεν φαινόταν η παραμικρή ανάπαυλα στον χαλασμό του καιρού, ο άνθρωπος άπλωσε χέρι και στα βόδια που είχε για όργωμα. Τότε, αφού είδαν όλα αυτά τα καμώματα, τα σκυλιά του είπαν αναμεταξύ τους: «Παίδες, ώρα να του δίνουμε από εδώ. Όπως βλέπετε, τούτος ο αφέντης μας δεν δίστασε να βάλει χέρι ούτε στα βόδια που δούλευαν μαζί του. Σιγά μη λυπηθεί εμάς!».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να φυλαγόμαστε κατεξοχήν από εκείνους που δεν διστάζουν να αδικήσουν ούτε τους δικούς τους ανθρώπους.

53. Τα παιδιά του γεωργού.
[53.1] Ήταν ένας γεωργός που οι γιοι του όλο μάλωναν μεταξύ τους. Ο καημένος ο πατέρας, παρ᾽ όλες τις παραινέσεις και τα λόγια του, δεν μπορούσε να τους πείσει να αλλάξουν συμπεριφορά. Του ήρθε λοιπόν η ιδέα να τους δώσει ένα παράδειγμα στην πράξη και γι᾽ αυτό τους παρακάλεσε να του φέρουν μια δεσμίδα βέργες. Οι νεαροί συμμορφώθηκαν με την προσταγή του, οπότε ο πατέρας τούς έδωσε αρχικά τις βέργες όλες μαζί και τους ζήτησε να τις σπάσουν. Έβαλαν τα δυνατά τους αυτοί και ζορίστηκαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, λοιπόν, ο πατέρας διέλυσε τη δεσμίδα και άρχισε να τους δίνει τις βέργες μία-μία. Οι γιοι τότε τις έσπασαν με ευκολία, οπότε ο πατέρας τούς νουθέτησε: «Βλέπετε; Το ίδιο ισχύει και για σας, παιδιά μου. Αν έχετε ομόνοια μεταξύ σας, θα είστε απρόσβλητοι από τους εχθρούς σας. Αν όμως καυγαδίζετε ο ένας με τον άλλον, εύκολα θα σας φάνε».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσο ισχυρούς μας κάνει η ομόνοια, άλλο τόσο ευάλωτους μας καθιστά ο αλληλοσπαραγμός.

54. Τα σαλιγκάρια.
[54.1] Μια φορά ο γιος κάποιου αγρότη έψηνε σαλιγκάρια. Τα άκουγε βέβαια που έτριζαν, γι᾽ αυτό τους είπε: «Βρε αχαΐρευτα πλάσματα, καίγονται τα σπίτια σας και εσείς το ρίξατε στο τραγούδι;».
Το δίδαγμα του μύθου: Καθετί που πράττουμε σε ακατάλληλη ώρα δεν μας φέρνει παρά ντροπή.

55. Η γυναίκα και οι υπηρέτριές της.
[55.1] Ήταν μια γυναίκα χήρα και πολύ εργατική. Τούτη, που λέτε, είχε μερικές υπηρέτριες και συνήθιζε να τις σηκώνει μέσα στην άγρια νύχτα, με το λάλημα του πετεινού, για να δουλέψουν. Έτσι αυτές οι καημένες καταπονούνταν δίχως ανάπαυλα· γι᾽ αυτό αποφάσισαν να πιάσουν εξάπαντος τον πετεινό που κούρνιαζε στο σπίτι και να του στρίψουν το λαρύγγι. Πίστευαν, βλέπετε, ότι εκείνος ήταν η αιτία για την ταλαιπωρία τους, αφού ξύπναγε την αφεντικίνα τους μέσα στη νύχτα. Κοιτάξτε όμως τί συνέβη τελικά: Όταν οι κοπέλες έκαναν πράξη το σχέδιό τους, τις βρήκε ακόμη χειρότερη κακοδαιμονία. Η αφεντικίνα, όπως ήταν επόμενο, δεν μπορούσε πια να λογαριάσει την ώρα με βάση το λάλημα του πετεινού, με αποτέλεσμα να τις ξυπνάει ακόμη πιο νωρίς μέσα στη νύχτα.
Έτσι συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους: Τα ίδια τα σχέδια που κάνουν γίνονται αιτία για τα δεινά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου