ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Πῶς ἄν τις αἴσθοιτο ἑαυτοῦ προκόπτοντος ἐπ’ ἀρετῆ p. 77 e -f
Καί περί Διογένους ὅμοια τοῦ Σινωπέως ἱστοροῦσιν ἀρχομένου φιλοσοφεῖν, ὡς Ἀθηναίοις ἦν ἑορτή καί δεῖπνα δημοτελῆ καί θέατρα, καί συνουσίας μετ’ ἀλλήλων ἔχοντες ἐχρῶντο κώμοις καί παννυχίσιν, ὁ δ’ ἔν τινι γωνία τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων ἐνέπιπτεν εἰς λογισμούς τρέποντας αὐτόν οὐκ ἀτρέμα καί θραύοντας, ὡς οὐδ’ ἀπ’ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης εἰς ἐπίπονον καί ἀλλόκοτον ἥκων βίον αὐτής ὑφ’ ἑαυτοῦ κάθηται τῶν αγαθῶν ἁπάντων ἐστερημένος. Εἶτα μέντοιμῦν τινα προσερπύσαντα λέγεται περί τάς ψίχας αὐτοῦ τῆς μάζης ἀναστρέφεσθαι, τόν δ’ αὖθις ἀναφέρειν τῶ φρονήματι καί λέγειν πρός ἑαυτόν οἷον ἐπιπλήττοντα καίκακίζοντα “τί φῄς, ὦ Διογένες; τοῦτον μέν εὐωχεῖ τά σά λείμματα καί τρέφει, σύ δ’ ὁ γενναῖος ὄτι μή μεθύεις ἐκεῖ κατακείμενος ἐν ἀνθινοῖς καί ἁπαλοῖς στρώμασιν ὀδύρη καί θρηνεῖς σεαυτόν;
Κάτι παρόμοιο αναφέρουν και για τον Διογένη από τη Σινώπη, όταν άρχιζε να στρέφεται στη φιλοσοφία. Οι Αθηναίοι είχαν γιορτή με δημόσια δείπνα και εκδηλώσεις στο θέατρο, επίσης συγκεντρώσεις μεταξύ τους με γλέντια και ξενύχτια, ενώ ο Διογένης, μαζεμένος σε κάποια γωνιά της αγοράς για να κοιμηθεί, είχε παραδοθεί σε σκέψεις που τον έκαναν να χάνει τη γαλήνη του και του κλόνιζαν το ηθικό: πως τάχα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος είχε μπει σ’ έναν κουραστικό και αλλόκοτο τρόπο ζωής και πως από δική του ευθύνη καθόταν τώρα εκεί στερημένος απ’ όλα τα αγαθά.
Έπειτα όμως, λένε, πλησίασε εκεί ένα ποντίκι που άρχισε να ψαχουλεύει στα ψίχουλα από το ψωμί του Διογένη, κι εκείνος αμέσως αναθάρρησε κι είπε μέσα του, κατά κάποιον τρόπο μαλώνοντας και κακίζοντας τον εαυτό του: “Τι ειν’ αυτά που λες, Διογένη! Τούτο το ποντίκι ευωχείται με όσα πετάς και τρέφεται με αυτά, κι εσύ, ο περήφανος άνθρωπος, θρηνείς και οδύρεσαι που δεν μεθοκοπάς ξαπλωμένος εκεί πέρα επάνω σε λουλουδένια και μαλακά στρώματα;”
Καί περί Διογένους ὅμοια τοῦ Σινωπέως ἱστοροῦσιν ἀρχομένου φιλοσοφεῖν, ὡς Ἀθηναίοις ἦν ἑορτή καί δεῖπνα δημοτελῆ καί θέατρα, καί συνουσίας μετ’ ἀλλήλων ἔχοντες ἐχρῶντο κώμοις καί παννυχίσιν, ὁ δ’ ἔν τινι γωνία τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων ἐνέπιπτεν εἰς λογισμούς τρέποντας αὐτόν οὐκ ἀτρέμα καί θραύοντας, ὡς οὐδ’ ἀπ’ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης εἰς ἐπίπονον καί ἀλλόκοτον ἥκων βίον αὐτής ὑφ’ ἑαυτοῦ κάθηται τῶν αγαθῶν ἁπάντων ἐστερημένος. Εἶτα μέντοιμῦν τινα προσερπύσαντα λέγεται περί τάς ψίχας αὐτοῦ τῆς μάζης ἀναστρέφεσθαι, τόν δ’ αὖθις ἀναφέρειν τῶ φρονήματι καί λέγειν πρός ἑαυτόν οἷον ἐπιπλήττοντα καίκακίζοντα “τί φῄς, ὦ Διογένες; τοῦτον μέν εὐωχεῖ τά σά λείμματα καί τρέφει, σύ δ’ ὁ γενναῖος ὄτι μή μεθύεις ἐκεῖ κατακείμενος ἐν ἀνθινοῖς καί ἁπαλοῖς στρώμασιν ὀδύρη καί θρηνεῖς σεαυτόν;
Κάτι παρόμοιο αναφέρουν και για τον Διογένη από τη Σινώπη, όταν άρχιζε να στρέφεται στη φιλοσοφία. Οι Αθηναίοι είχαν γιορτή με δημόσια δείπνα και εκδηλώσεις στο θέατρο, επίσης συγκεντρώσεις μεταξύ τους με γλέντια και ξενύχτια, ενώ ο Διογένης, μαζεμένος σε κάποια γωνιά της αγοράς για να κοιμηθεί, είχε παραδοθεί σε σκέψεις που τον έκαναν να χάνει τη γαλήνη του και του κλόνιζαν το ηθικό: πως τάχα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος είχε μπει σ’ έναν κουραστικό και αλλόκοτο τρόπο ζωής και πως από δική του ευθύνη καθόταν τώρα εκεί στερημένος απ’ όλα τα αγαθά.
Έπειτα όμως, λένε, πλησίασε εκεί ένα ποντίκι που άρχισε να ψαχουλεύει στα ψίχουλα από το ψωμί του Διογένη, κι εκείνος αμέσως αναθάρρησε κι είπε μέσα του, κατά κάποιον τρόπο μαλώνοντας και κακίζοντας τον εαυτό του: “Τι ειν’ αυτά που λες, Διογένη! Τούτο το ποντίκι ευωχείται με όσα πετάς και τρέφεται με αυτά, κι εσύ, ο περήφανος άνθρωπος, θρηνείς και οδύρεσαι που δεν μεθοκοπάς ξαπλωμένος εκεί πέρα επάνω σε λουλουδένια και μαλακά στρώματα;”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου