Με τις λέξεις ο ανθρώπινος εγκέφαλος αιχμαλωτίζει το σύμπαν. Μέσα στις φόρμες των λέξεων γεννιούνται οι σκέψεις. Όπως τα ρεύματα των υδάτων κινούνται στην κοίτη του ποταμού και, αν δεν υπάρχει αυτή, σκορπίζουν και χάνονται, έτσι και οι σκέψεις κινούνται στην κοίτη της γλώσσας και χάνονται, όταν χάνεται εκείνη. Από την ώρα που ο άνθρωπος αποκτά τις λέξεις, η κοίτη της σκέψης του γίνεται λεκτική. Η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι βουβή, αλλά και η γλώσσα χωρίς τη σκέψη γίνεται κραυγή.
Με τον μικρόκοσμο των λέξεων ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης και του ανθρώπινου μόχθου. Οι λέξεις, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Ελύτη, είναι αυτές που σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου. Τα όρια του λόγου μου, είπαν, σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου μου. Το παιδί κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του, όταν συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έχουν ονόματα.
Συνείδηση, επομένως, της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της σκέψης. Συνείδηση της απεραντοσύνης της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της απεραντοσύνης της σκέψης. Γι’ αυτό και οι γλώσσες βρίσκονται στα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφό του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες. Στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες. Άλλες γλώσσες απαιτούσαν οι αρχαίοι πολιτισμοί —πρώτος και καλύτερος ο αρχαιοελληνικός— και άλλες (συνθηματικές και τυπικές) απαιτούν οι σύγχρονοι. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» επαναλαμβάνει διαρκώς η γλώσσα στη γλωσσική κοινότητα που τη μιλάει.
Μένει κανείς ενεός μπροστά στον κινητικό χαραχτήρα του λόγου. Στο εσωτερικό της λέξης, σαν σε ένα μικρό λεξικό σύμπαν, διαγράφουν με θαυμαστή διακριτικότητα τις τροχιές τους γύρω από το κυρίαρχο νοηματικό κέντρο τα ετερώνυμα φορτία των μικρότερων σημασιολογικών μονάδων, απαράλλαχτα όπως στον αστρικό μέγα κόσμο του ηλιακού συστήματος διαγράφουν με θαυμαστή ακρίβεια τις τροχιές τους γύρω από τον ήλιο οι πλανήτες, και όπως στον μικρόκοσμο του ατόμου διαγράφουν τις δικές τους τροχιές γύρω από τον πυρήνα τα ηλεκτρόνια.
Κίνηση και αγώνας… Και όμως κανείς, ούτε και ο πιο γυμνασμένος νους δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί-τη σχεσιοδυναμική αυτών των αγωνιστικών κινήσεων. Παραμένουν αθέατες. Τις έχει ευλογήσει η σοφία και η αρμονία της δημιουργίας: «ἁρμονίη ἀφανής φανερῆς κρείττων» (Ηράκλειτος).
Και, βέβαια, δεν είναι μόνον η λέξη. Την αγωνιστική, την αγωγική δηλαδή κίνηση του λόγου, την ανιχνεύουμε σε κάθε γλωσσική μονάδα. Κοιτάξτε με το φακό αυτής της σχεσιοδυναμικής των στοιχείων του λόγου την πρόταση:
Το χάσμα γέμισε άνθη.
Σύγκειται από δύο άμεσα συστατικά (την Ονοματική Φράση Το χάσμα, και τη Ρηματική Φράση γέμισε άνθη) τα οποία βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λογικής δημιουργίας. Το πρώτο θέτει/ονομάζει κάτι, Το χάσμα, και το δεύτερο το σχολιάζει. Συνεπώς η πρόταση έχει δομηθεί από το θέμα και από το σχόλιό του. Υπάρχει μια αγωνιστική λογική σ’ αυτήν την πρόταση που κατοπτρίζει τη λογική του νου. Πρώτα ονομάζει κάτι και ύστερα το συζητάει. Πρόταση λόγου και ανθρώπινη σκέψη διακρίνονται από την ίδια δομική λογική. Ο λόγος χτίζεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της σκέψης. Είχε άδικο ο Πλάτων που θεωρούσε τη σκέψη εσωτερικευμένη γλώσσα, τη δε γλώσσα εξωτερικευμένη σκέψη; ή ο αρχαίος λόγος που ονόμαζε τη γλώσσα σκέψη της σκέψης; «Γλώσσα νόησις νοήσεως».
Η οριζόντια αυτή κίνηση των γλωσσικών στοιχείων διέπεται από τέτοιες και τόσες αγωνιστικές δυναμικές, ώστε να μπορεί να αυξάνει επ’ άπειρον τη ροή του λόγου. Παρατηρείται στο λόγο ό,τι και στα μαθηματικά. Η ίδια δημιουργική ικανότητα, που παράγει τη γλώσσα, παράγει και τα μαθηματικά, που είναι και αυτά γλώσσα μέσα στην ευρύτερη γλώσσα. Η παγκόσμια γλώσσα των κρυστάλλινων γλωσσικών συμβόλων.
Και η κίνηση συνεχίζεται. Αντίθετη προς την οριζόντια κίνηση του λόγου είναι η κάθετη κίνησή του, η οποία έχει τη δυνατότητα να αντικαθιστά και να πολλαπλασιάζει, προς το άπειρον επίσης, τα γλωσσικά στοιχεία της οριζόντιας κίνησης. Την πρόταση π.χ.
Το χάσμα γέμισε άνθη
Mπορούμε να την πολλαπλασιάσουμε κάθετα προς το άπειρον αντικαθιστώντας καθέναν από τους όρους που την αποτελούν με άλλους. Έτσι θα έχουμε τα σχήματα:
Το χάσμα άνθη
Το σπίτι κόσμο
Ο κήπος πουλιά
Το σχολείο χαρά
Η γειτονιά γέμισε ήλιο
Το χωριό φως
Το πάρκο φωνές
Το γήπεδο τραγούδια
κλπ. κλπ.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την πρόταση καλεί, προκαλεί, ανακαλεί και συγκαλεί τα όμοιά του ή τα αντίθετά του.
Οριζόντια, λοιπόν, κίνηση του λόγου και κάθετη συγκροτούν μηχανισμό ο οποίος πολλαπλασιάζει τη γλώσσα προς το άπειρον και έχει τη δυνατότητα να καλύπτει «ες αεί» το φάσμα της σύνολης ζωής. Οι φυσικές γλώσσες είναι απέραντες, πολυδύναμες, πρωτεϊκές, γιατί είναι ζυμωμένες με τα συστατικά του πνεύματος και της ζωής. Είναι, συνεπώς, αφελής, τουλάχιστον, η .άποψη ότι μια φυσική γλώσσα διακρίνεται από γλωσσική πενία. Η γλωσσική πενία ή λεξιπενία απαντάται μόνο σε άτομα.
Μια φυσική γλώσσα με τον πεπερασμένον αριθμό των γλωσσικών της στοιχείων και των γλωσσικών νόμων που τα διέπουν θα μπορούσε να παραγάγει τόσες γλωσσικές μορφές, όσες χρειάζεται μια κοινότητα γλωσσική για να εκφραστεί. Αυτό είναι, νομίζω, και το βαθύτερο νόημα των λόγων του Σολωμού:
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού σου και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την».
Και δεν γίνεται, βέβαια, να την κυριέψεις χωρίς αγώνα. Με τον αγώνα φτάνει ο ομιλητής στη συνείδηση του λόγου.
Στη χώρα μας, όμως, ο αγώνας του λόγου συχνά νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας. Το ελληνικό σχολείο δεκαετίες ασφυκτιούσε κάτω από τη βαριά σκιά του σχολαστικισμού και της προγονοπληξίας, ανίκανο, θα πει ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, ν’ αποδώσει άλλο από έναν ρηχό εγκεφαλισμό και έναν άγονο ρητορισμό. Στάθηκε ακατάλληλο να μορφώνει μυαλά και να τα κατευθύνει θετικά. Έτσι αφέθηκε, και είναι αφημένη, η νεοελληνική διανοητικότητα στην τύχη, εκτεθειμένη στη ροή των εκάστοτε δημιουργούμενων πολιακών, κοινωνικών και άλλων συνθηκών, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί, ή να εξελιχθεί σε τυχοδιωκτισμό και ερασιτεχνισμό, σε τετραπερατοσύνη και δολιότητα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες καθολικής διγλωσσίας ο αγώνας του λόγου νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας. Τη θέση του την πήρε ο λόγος της υποκρισίας. Ιδού ένα δείγμα του:
Του ατέρμονος κόσμου αι κυανοί στιβάδες, του διφρηλατούντος Φοίβου αι ιλαραί ακτίνες, των ουρανίων αψίδων τα σελασφόρα και μαρμαίροντα κοσμήματα, των ποντίάδων αυρών τα εύστροφα άλματα, των ποικιλοχρόων ανθέων τα αρώματα, και των καλλιφώνων μελωδών του ουρανού τα άσματα μαλάσσουσι το σκληρόν και αύθαδες της φύσεως, δημιουργούσι και περικοσμούσι την ευκρασίαν των ωρών του ενιαυτού και αναδεικνύουσι την χώραν του Ολυμπου και του Ταϋγέτου, του Παρνασσού και της Ίδης, της Ιωνίας και των νήσων, αναδεικνύουσι, λέγομεν, ενδιαίτημα λαού έχοντος ευγενή την καρδίαν και πράον το ήθος.
Πρόκειται για λόγο που δεν στοιχεί σε καμιά πραγματικότητα ούτε αρχαιοελληνική ούτε νεοελληνική. Οι λέξεις έχουν χάσει την εσωτερική τους ζωή και είναι νεκρές. Γι’ αυτό και «μυρίζουν άσχημα σαν μέλισσες σε άδειο πανέρι», όπως λέει ο ποιητής. Δεν πρόκειται για δημοτική ή καθαρεύουσα. Δεν βρίσκεται εκεί το πρόβλημα. Πρόκειται για αληθινό ή υποκριτικό λόγο. Δηλαδή για ζωντανό ή νεκρό λόγο. Κι αυτός ο λόγος είναι νεκρός.
Ακούστε τώρα και το λόγο του Μακρυγιάννη. Στον άλλο κόσμο ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος συναντά τον Μεγάλο Ναπολέοντα και θυμούνται μαζί τον επάνω κόσμο. Θυμούνται και τους Έλληνες:
Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμε τους παλιούς τους Έλληνες, λέει ο Αλέξανδρος, εις το μέρος όπου κατοικούνε, να βρούμε τον γερο-Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιός είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους οπού ήταν χαμένοι και σβησμένοι από τον κατάλογο της ανθρωπότης. Αυτήν οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίοι περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτυναν την ανθρωπότη απο αυτά· κι αν ήταν αυτήν οι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ιστορικά τον κόσμον. Δι ’ αυτούς ήταν τα τούς αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος και ανάστησε και τους απογόνους τους, όπου ήταν χαμένη τόσους αιώνες οι πατρίδα τους. […].
Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις, πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς —κι όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χειρότερα κι από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι αυτός ο μάστορης ο γερο-Θεός.
Ύστερα από τέτοιο λόγο, καλό είναι να σωπαίνει κανείς. Είναι και η σιωπή γλώσσα. Σχολιάζει η φωνή της σιωπής ευγλωττότερα από το λόγο της φωνής. «Είναι ο αγράμματος γενναίος Μακρυγιάννης, που μιλάει, πώποτε μη αναγνώσας». Συλλαβίζεις στη γαλήνη του λόγου του το λόγο της ψυχής του, τον επίμονο αγώνα του να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του και τη δίκαιη συνείδηση του γένους του.
«Μοιάζει, λέει ο Σεφέρης, αυτός ο ζωγραφισμένος λόγος σαν κάτι παλιούς τοίχους που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη, που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας».
Τις περιπέτειες του αγώνα του λόγου, που ζωγραφίζονται στο λόγο της ελευθερίας. Αυτή είναι η δύναμη του λόγου του Μακρυγιάννη: η ελεύθερη φωνή χωρίς κουδουνίσματα και κορδακισμούς.
«Δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν έδωσε στο Μακρυγιάννη τα μέσα να μάθει γράμματα, συνεχίζει ο Σεφέρης. Πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, αφού την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου».
Και η μόρφωση, η παιδεία του Μακρυγιάννη, βρίσκεται στις ρίζες της γλώσσας του ελληνισμού, αναπαλλοτρίωτη περιουσία μιας φυλής.
Παιδεία και πολιτισμός μέσα από τη γλώσσα παραδίδονται από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία. Κατατρεγμένη αλλά πάντα ζωντανή η γλώσσα, αγνοημένη αλλά πάντα παρούσα είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση ακριβώς αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα 1821.
Έπιασε, βλέπετε, βαθιά, και γι’ αυτό κρατιέται πάντα χλωρή, η ρίζα αυτής της γλώσσας. Και δίνει πότε τον Όμηρο, πότε τον Ερωτόκριτο, πότε τον Μακρυγιάννη, πότε το δημοτικό τραγούδι, το παραμύθι, τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις της φυλής. Είναι όλοι τους κλώνοι του ίδιου δέντρου. Θυμάται κανείς, λέει ο εθνικός ποιητής, κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν ριζώνουν για καλά, παλεύουν το χώμα γκρεμίζοντας φράχτες, θραύοντας ταφόπετρες, ανοίγοντας δρόμους. Είναι γιατί ζητούν το φως. Έτσι και ο λόγος ο ελληνικός. Έχοντας από μέσα του δύναμη, —βυθίζεται πολύ βαθιά, βλέπετε, σε καρπερή γη— παλεύει να βγει στο φως της ελευθερίας, για να δέσουν μαζί στο αγλαότερο κάρπισμά τους τον πιο σπάνιο καρπό τους: το λόγο της ελευθερίας.
Κορυφαία στιγμή του αγώνα που πραγματώνει ο λόγος είναι η ποίηση. Στον ποιητικό λόγο οι δυναμικές της λέξης φτάνουν στην πιο υψηλή τους ένταση, γι’ αυτό και κατακτούν τον υψηλότερο δείκτη ελευθερίας. Την ποιητική λέξη, θα μας πει ο Κακριδής, «τη δυναστεύει ένας ακαταμάχητος πόθος ελευθερίας». Προς την ελευθερία της, όμως, υψώνεται η λέξη μέσα από τη σύγκρουση, μέσα από φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις, μέσα από τις δυνάμεις που αποζητούν την έκφραση και τις αντίμαχές τους που σηκώνουν τους φραγμούς. Ένας παράδοξος αγώνας στον οποίο τελικά δεν πρέπει να νικήσουν ούτε αυτές οι δυνάμεις ούτε εκείνες.
Μια τέτοια νίκη θα στην καταστροφή. Είναι ανάγκη να νικήσει ο λόγος. Πρέπει δηλαδή ο λόγος, μέσα από την σύγκρουση των αντινομικών συστατικών που την συγκροτούν, να λαγαρίσει και να υψωθεί κάθετα πάνω και πέρα απο τις συμβατικότητες της καθημερινής γλώσσας. Το έπαθλο είναι τοτε η διπλή ελευθερία: η δοτή του ελευθερία, αφού θραύει τους φραγμους που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, και η ελευθερία του ανθρώπου- αφού απεγκλωβίζεται από τη μόνωσή του και συναντά τον συνάνθρωπου του, για να υπάρξουν μαζί μέσα από την επικοινωνία τους και τη δημιουργία τους.
Γι αυτό και η ελευθερία του λόγου οδηγεί στη δημιουργία του λόγου. Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας για την απελευθέρωση του λόγου οδηγεί στο λόγο της ελευθερίας που είναι η δημιουργία και η ευτυχία; Το εύδαιμον το ελεύθερον. Γιατί ο λόγος της ελευθερίας είναι ο λόγος που χτίζεται από την αρχή και μαζί χτίζει από την αρχή τον κόσμο.
«Κοιτάξτε τα χείλη μου, λέει ο Ελύτης, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος».
Και ο Σεφέρης:
«Στερνός σκοπός τον ποιητή, λέει, δεν είναι να περιγράφει τον κόσμο, αλλά να τον δημιουργεί ονομάζοντάς τον».
Και ο Emil Benveniste:
«Κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, κάθε φορά ο κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ αυτή τον λόγου, που δημιουργεί τόσο πολλά με τόσο λίγο».
Ύψιστη στιγμή αυτής της δήμιο αργίας είναι εξάπαντος ο ποιητικός λόγος. Η γλώσσα, τότε, αφήνει τον πεζό της βηματισμό και πιάνει τον ποιητικό χορό, για να χορέψει την ελευθερία της και την ευτυχία της. Άλλωστε ο χορός, όπως και κάθε τέχνη, είναι απελευθέρωση. Τότε η λέξη γοητεύει, και ας γυρίζει η ίδια και η ίδια. Και ας μην είναι φανταχτερή και φουντωτή. Δε σταματάς στο τριμμένο της ένδυμα. Είναι η νέα της κίνηση που σε ξαφνιάζει. Ελεύθερη από τους γήινους δεσμούς λυγάει σαν τη χορεύτρια στους ρυθμούς της νέας κάθε φοράς χορογραφίας. Την έχει αγγίξει η χάρις της ελευθερίας κι αυτήν όπως τον αγωνιστή.
Με τον μικρόκοσμο των λέξεων ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης και του ανθρώπινου μόχθου. Οι λέξεις, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Ελύτη, είναι αυτές που σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου. Τα όρια του λόγου μου, είπαν, σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου μου. Το παιδί κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του, όταν συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έχουν ονόματα.
Συνείδηση, επομένως, της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της σκέψης. Συνείδηση της απεραντοσύνης της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της απεραντοσύνης της σκέψης. Γι’ αυτό και οι γλώσσες βρίσκονται στα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφό του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες. Στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες. Άλλες γλώσσες απαιτούσαν οι αρχαίοι πολιτισμοί —πρώτος και καλύτερος ο αρχαιοελληνικός— και άλλες (συνθηματικές και τυπικές) απαιτούν οι σύγχρονοι. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» επαναλαμβάνει διαρκώς η γλώσσα στη γλωσσική κοινότητα που τη μιλάει.
Μένει κανείς ενεός μπροστά στον κινητικό χαραχτήρα του λόγου. Στο εσωτερικό της λέξης, σαν σε ένα μικρό λεξικό σύμπαν, διαγράφουν με θαυμαστή διακριτικότητα τις τροχιές τους γύρω από το κυρίαρχο νοηματικό κέντρο τα ετερώνυμα φορτία των μικρότερων σημασιολογικών μονάδων, απαράλλαχτα όπως στον αστρικό μέγα κόσμο του ηλιακού συστήματος διαγράφουν με θαυμαστή ακρίβεια τις τροχιές τους γύρω από τον ήλιο οι πλανήτες, και όπως στον μικρόκοσμο του ατόμου διαγράφουν τις δικές τους τροχιές γύρω από τον πυρήνα τα ηλεκτρόνια.
Κίνηση και αγώνας… Και όμως κανείς, ούτε και ο πιο γυμνασμένος νους δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί-τη σχεσιοδυναμική αυτών των αγωνιστικών κινήσεων. Παραμένουν αθέατες. Τις έχει ευλογήσει η σοφία και η αρμονία της δημιουργίας: «ἁρμονίη ἀφανής φανερῆς κρείττων» (Ηράκλειτος).
Και, βέβαια, δεν είναι μόνον η λέξη. Την αγωνιστική, την αγωγική δηλαδή κίνηση του λόγου, την ανιχνεύουμε σε κάθε γλωσσική μονάδα. Κοιτάξτε με το φακό αυτής της σχεσιοδυναμικής των στοιχείων του λόγου την πρόταση:
Το χάσμα γέμισε άνθη.
Σύγκειται από δύο άμεσα συστατικά (την Ονοματική Φράση Το χάσμα, και τη Ρηματική Φράση γέμισε άνθη) τα οποία βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λογικής δημιουργίας. Το πρώτο θέτει/ονομάζει κάτι, Το χάσμα, και το δεύτερο το σχολιάζει. Συνεπώς η πρόταση έχει δομηθεί από το θέμα και από το σχόλιό του. Υπάρχει μια αγωνιστική λογική σ’ αυτήν την πρόταση που κατοπτρίζει τη λογική του νου. Πρώτα ονομάζει κάτι και ύστερα το συζητάει. Πρόταση λόγου και ανθρώπινη σκέψη διακρίνονται από την ίδια δομική λογική. Ο λόγος χτίζεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της σκέψης. Είχε άδικο ο Πλάτων που θεωρούσε τη σκέψη εσωτερικευμένη γλώσσα, τη δε γλώσσα εξωτερικευμένη σκέψη; ή ο αρχαίος λόγος που ονόμαζε τη γλώσσα σκέψη της σκέψης; «Γλώσσα νόησις νοήσεως».
Η οριζόντια αυτή κίνηση των γλωσσικών στοιχείων διέπεται από τέτοιες και τόσες αγωνιστικές δυναμικές, ώστε να μπορεί να αυξάνει επ’ άπειρον τη ροή του λόγου. Παρατηρείται στο λόγο ό,τι και στα μαθηματικά. Η ίδια δημιουργική ικανότητα, που παράγει τη γλώσσα, παράγει και τα μαθηματικά, που είναι και αυτά γλώσσα μέσα στην ευρύτερη γλώσσα. Η παγκόσμια γλώσσα των κρυστάλλινων γλωσσικών συμβόλων.
Και η κίνηση συνεχίζεται. Αντίθετη προς την οριζόντια κίνηση του λόγου είναι η κάθετη κίνησή του, η οποία έχει τη δυνατότητα να αντικαθιστά και να πολλαπλασιάζει, προς το άπειρον επίσης, τα γλωσσικά στοιχεία της οριζόντιας κίνησης. Την πρόταση π.χ.
Το χάσμα γέμισε άνθη
Mπορούμε να την πολλαπλασιάσουμε κάθετα προς το άπειρον αντικαθιστώντας καθέναν από τους όρους που την αποτελούν με άλλους. Έτσι θα έχουμε τα σχήματα:
Το χάσμα άνθη
Το σπίτι κόσμο
Ο κήπος πουλιά
Το σχολείο χαρά
Η γειτονιά γέμισε ήλιο
Το χωριό φως
Το πάρκο φωνές
Το γήπεδο τραγούδια
κλπ. κλπ.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την πρόταση καλεί, προκαλεί, ανακαλεί και συγκαλεί τα όμοιά του ή τα αντίθετά του.
Οριζόντια, λοιπόν, κίνηση του λόγου και κάθετη συγκροτούν μηχανισμό ο οποίος πολλαπλασιάζει τη γλώσσα προς το άπειρον και έχει τη δυνατότητα να καλύπτει «ες αεί» το φάσμα της σύνολης ζωής. Οι φυσικές γλώσσες είναι απέραντες, πολυδύναμες, πρωτεϊκές, γιατί είναι ζυμωμένες με τα συστατικά του πνεύματος και της ζωής. Είναι, συνεπώς, αφελής, τουλάχιστον, η .άποψη ότι μια φυσική γλώσσα διακρίνεται από γλωσσική πενία. Η γλωσσική πενία ή λεξιπενία απαντάται μόνο σε άτομα.
Μια φυσική γλώσσα με τον πεπερασμένον αριθμό των γλωσσικών της στοιχείων και των γλωσσικών νόμων που τα διέπουν θα μπορούσε να παραγάγει τόσες γλωσσικές μορφές, όσες χρειάζεται μια κοινότητα γλωσσική για να εκφραστεί. Αυτό είναι, νομίζω, και το βαθύτερο νόημα των λόγων του Σολωμού:
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού σου και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την».
Και δεν γίνεται, βέβαια, να την κυριέψεις χωρίς αγώνα. Με τον αγώνα φτάνει ο ομιλητής στη συνείδηση του λόγου.
Στη χώρα μας, όμως, ο αγώνας του λόγου συχνά νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας. Το ελληνικό σχολείο δεκαετίες ασφυκτιούσε κάτω από τη βαριά σκιά του σχολαστικισμού και της προγονοπληξίας, ανίκανο, θα πει ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, ν’ αποδώσει άλλο από έναν ρηχό εγκεφαλισμό και έναν άγονο ρητορισμό. Στάθηκε ακατάλληλο να μορφώνει μυαλά και να τα κατευθύνει θετικά. Έτσι αφέθηκε, και είναι αφημένη, η νεοελληνική διανοητικότητα στην τύχη, εκτεθειμένη στη ροή των εκάστοτε δημιουργούμενων πολιακών, κοινωνικών και άλλων συνθηκών, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί, ή να εξελιχθεί σε τυχοδιωκτισμό και ερασιτεχνισμό, σε τετραπερατοσύνη και δολιότητα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες καθολικής διγλωσσίας ο αγώνας του λόγου νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας. Τη θέση του την πήρε ο λόγος της υποκρισίας. Ιδού ένα δείγμα του:
Του ατέρμονος κόσμου αι κυανοί στιβάδες, του διφρηλατούντος Φοίβου αι ιλαραί ακτίνες, των ουρανίων αψίδων τα σελασφόρα και μαρμαίροντα κοσμήματα, των ποντίάδων αυρών τα εύστροφα άλματα, των ποικιλοχρόων ανθέων τα αρώματα, και των καλλιφώνων μελωδών του ουρανού τα άσματα μαλάσσουσι το σκληρόν και αύθαδες της φύσεως, δημιουργούσι και περικοσμούσι την ευκρασίαν των ωρών του ενιαυτού και αναδεικνύουσι την χώραν του Ολυμπου και του Ταϋγέτου, του Παρνασσού και της Ίδης, της Ιωνίας και των νήσων, αναδεικνύουσι, λέγομεν, ενδιαίτημα λαού έχοντος ευγενή την καρδίαν και πράον το ήθος.
Πρόκειται για λόγο που δεν στοιχεί σε καμιά πραγματικότητα ούτε αρχαιοελληνική ούτε νεοελληνική. Οι λέξεις έχουν χάσει την εσωτερική τους ζωή και είναι νεκρές. Γι’ αυτό και «μυρίζουν άσχημα σαν μέλισσες σε άδειο πανέρι», όπως λέει ο ποιητής. Δεν πρόκειται για δημοτική ή καθαρεύουσα. Δεν βρίσκεται εκεί το πρόβλημα. Πρόκειται για αληθινό ή υποκριτικό λόγο. Δηλαδή για ζωντανό ή νεκρό λόγο. Κι αυτός ο λόγος είναι νεκρός.
Ακούστε τώρα και το λόγο του Μακρυγιάννη. Στον άλλο κόσμο ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος συναντά τον Μεγάλο Ναπολέοντα και θυμούνται μαζί τον επάνω κόσμο. Θυμούνται και τους Έλληνες:
Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμε τους παλιούς τους Έλληνες, λέει ο Αλέξανδρος, εις το μέρος όπου κατοικούνε, να βρούμε τον γερο-Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιός είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους οπού ήταν χαμένοι και σβησμένοι από τον κατάλογο της ανθρωπότης. Αυτήν οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίοι περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτυναν την ανθρωπότη απο αυτά· κι αν ήταν αυτήν οι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ιστορικά τον κόσμον. Δι ’ αυτούς ήταν τα τούς αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος και ανάστησε και τους απογόνους τους, όπου ήταν χαμένη τόσους αιώνες οι πατρίδα τους. […].
Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις, πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς —κι όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χειρότερα κι από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι αυτός ο μάστορης ο γερο-Θεός.
Ύστερα από τέτοιο λόγο, καλό είναι να σωπαίνει κανείς. Είναι και η σιωπή γλώσσα. Σχολιάζει η φωνή της σιωπής ευγλωττότερα από το λόγο της φωνής. «Είναι ο αγράμματος γενναίος Μακρυγιάννης, που μιλάει, πώποτε μη αναγνώσας». Συλλαβίζεις στη γαλήνη του λόγου του το λόγο της ψυχής του, τον επίμονο αγώνα του να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του και τη δίκαιη συνείδηση του γένους του.
«Μοιάζει, λέει ο Σεφέρης, αυτός ο ζωγραφισμένος λόγος σαν κάτι παλιούς τοίχους που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη, που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας».
Τις περιπέτειες του αγώνα του λόγου, που ζωγραφίζονται στο λόγο της ελευθερίας. Αυτή είναι η δύναμη του λόγου του Μακρυγιάννη: η ελεύθερη φωνή χωρίς κουδουνίσματα και κορδακισμούς.
«Δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν έδωσε στο Μακρυγιάννη τα μέσα να μάθει γράμματα, συνεχίζει ο Σεφέρης. Πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, αφού την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου».
Και η μόρφωση, η παιδεία του Μακρυγιάννη, βρίσκεται στις ρίζες της γλώσσας του ελληνισμού, αναπαλλοτρίωτη περιουσία μιας φυλής.
Παιδεία και πολιτισμός μέσα από τη γλώσσα παραδίδονται από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία. Κατατρεγμένη αλλά πάντα ζωντανή η γλώσσα, αγνοημένη αλλά πάντα παρούσα είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση ακριβώς αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα 1821.
Έπιασε, βλέπετε, βαθιά, και γι’ αυτό κρατιέται πάντα χλωρή, η ρίζα αυτής της γλώσσας. Και δίνει πότε τον Όμηρο, πότε τον Ερωτόκριτο, πότε τον Μακρυγιάννη, πότε το δημοτικό τραγούδι, το παραμύθι, τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις της φυλής. Είναι όλοι τους κλώνοι του ίδιου δέντρου. Θυμάται κανείς, λέει ο εθνικός ποιητής, κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν ριζώνουν για καλά, παλεύουν το χώμα γκρεμίζοντας φράχτες, θραύοντας ταφόπετρες, ανοίγοντας δρόμους. Είναι γιατί ζητούν το φως. Έτσι και ο λόγος ο ελληνικός. Έχοντας από μέσα του δύναμη, —βυθίζεται πολύ βαθιά, βλέπετε, σε καρπερή γη— παλεύει να βγει στο φως της ελευθερίας, για να δέσουν μαζί στο αγλαότερο κάρπισμά τους τον πιο σπάνιο καρπό τους: το λόγο της ελευθερίας.
Κορυφαία στιγμή του αγώνα που πραγματώνει ο λόγος είναι η ποίηση. Στον ποιητικό λόγο οι δυναμικές της λέξης φτάνουν στην πιο υψηλή τους ένταση, γι’ αυτό και κατακτούν τον υψηλότερο δείκτη ελευθερίας. Την ποιητική λέξη, θα μας πει ο Κακριδής, «τη δυναστεύει ένας ακαταμάχητος πόθος ελευθερίας». Προς την ελευθερία της, όμως, υψώνεται η λέξη μέσα από τη σύγκρουση, μέσα από φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις, μέσα από τις δυνάμεις που αποζητούν την έκφραση και τις αντίμαχές τους που σηκώνουν τους φραγμούς. Ένας παράδοξος αγώνας στον οποίο τελικά δεν πρέπει να νικήσουν ούτε αυτές οι δυνάμεις ούτε εκείνες.
Μια τέτοια νίκη θα στην καταστροφή. Είναι ανάγκη να νικήσει ο λόγος. Πρέπει δηλαδή ο λόγος, μέσα από την σύγκρουση των αντινομικών συστατικών που την συγκροτούν, να λαγαρίσει και να υψωθεί κάθετα πάνω και πέρα απο τις συμβατικότητες της καθημερινής γλώσσας. Το έπαθλο είναι τοτε η διπλή ελευθερία: η δοτή του ελευθερία, αφού θραύει τους φραγμους που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, και η ελευθερία του ανθρώπου- αφού απεγκλωβίζεται από τη μόνωσή του και συναντά τον συνάνθρωπου του, για να υπάρξουν μαζί μέσα από την επικοινωνία τους και τη δημιουργία τους.
Γι αυτό και η ελευθερία του λόγου οδηγεί στη δημιουργία του λόγου. Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας για την απελευθέρωση του λόγου οδηγεί στο λόγο της ελευθερίας που είναι η δημιουργία και η ευτυχία; Το εύδαιμον το ελεύθερον. Γιατί ο λόγος της ελευθερίας είναι ο λόγος που χτίζεται από την αρχή και μαζί χτίζει από την αρχή τον κόσμο.
«Κοιτάξτε τα χείλη μου, λέει ο Ελύτης, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος».
Και ο Σεφέρης:
«Στερνός σκοπός τον ποιητή, λέει, δεν είναι να περιγράφει τον κόσμο, αλλά να τον δημιουργεί ονομάζοντάς τον».
Και ο Emil Benveniste:
«Κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, κάθε φορά ο κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ αυτή τον λόγου, που δημιουργεί τόσο πολλά με τόσο λίγο».
Ύψιστη στιγμή αυτής της δήμιο αργίας είναι εξάπαντος ο ποιητικός λόγος. Η γλώσσα, τότε, αφήνει τον πεζό της βηματισμό και πιάνει τον ποιητικό χορό, για να χορέψει την ελευθερία της και την ευτυχία της. Άλλωστε ο χορός, όπως και κάθε τέχνη, είναι απελευθέρωση. Τότε η λέξη γοητεύει, και ας γυρίζει η ίδια και η ίδια. Και ας μην είναι φανταχτερή και φουντωτή. Δε σταματάς στο τριμμένο της ένδυμα. Είναι η νέα της κίνηση που σε ξαφνιάζει. Ελεύθερη από τους γήινους δεσμούς λυγάει σαν τη χορεύτρια στους ρυθμούς της νέας κάθε φοράς χορογραφίας. Την έχει αγγίξει η χάρις της ελευθερίας κι αυτήν όπως τον αγωνιστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου