Ἤδη δὲ πλησίον οὖσιν ἡμῖν τοῦ ἀνδρῶνος ἀπήντησεν Ἀλεξίδημος ὁ Μιλήσιος (ἦν δὲ Θρασυβούλου τοῦ τυράννου νόθος) καὶ ἐξῄει τεταραγμένος
[148f] καὶ σὺν ὀργῇ τινι πρὸς αὑτὸν οὐδὲν ἡμῖν γε σαφὲς διαλεγόμενος. ὡς δὲ τὸν Θαλῆν εἶδε, μικρὸν ἀνενεγκὼν καὶ καταστάς «οἵαν ὕβριν,» εἶπεν, «εἰς ἡμᾶς Περίανδρος ὕβρικεν, ἐκπλεῦσαι μὲν οὐκ ἐάσας ὡρμημένον ἀλλὰ προσμεῖναι δεηθεὶς τὸ δεῖπνον, ἐλθόντι δὲ νέμων κλισίαν ἄτιμον, Αἰολεῖς δὲ καὶ νησιώτας (καὶ τίνας γὰρ οὐχί;) Θρασυβούλου προτιμῶν· Θρασύβουλον γὰρ ἐν ἐμοὶ τὸν πέμψαντα προπηλακίσαι βουλόμενος καὶ καταβαλεῖν ὡς δὴ περιορῶν δῆλός ἐστιν.»
[149a] «Εἶτ᾽,» ἔφη, «σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι βελτίονας ἢ χείρονας ἑαυτῶν λέγουσιν, οὕτως ἡ περὶ σὲ διὰ τὸν τόπον ἀμαύρωσις ἢ ταπείνωσις γένηται; καὶ τοῦ Λάκωνος ἔσῃ φαυλότερος, ὃς ἐν χορῷ τινι κατασταθεὶς εἰς τὴν ἐσχάτην χώραν ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος “εὖ γ᾽,” εἶπεν, “ἐξεῦρες, ὡς καὶ αὕτα ἔντιμος γένηται.” οὐ καταλαβόντας,» ἔφη, «τόπον μετὰ τίνας κατακείμεθα δεῖ ζητεῖν, μᾶλλον δ᾽ ὅπως εὐάρμοστοι τοῖς συγκατακειμένοις ὦμεν, ἀρχὴν καὶ λαβὴν φιλίας εὐθὺς ἐν αὐτοῖς ζητοῦντες,
[149b] μᾶλλον δ᾽ ἔχοντες τὸ μὴ δυσκολαίνειν ἀλλ᾽ ἐπαινεῖν ὅτι τοιούτοις συγκατεκλίθημεν· ὡς ὅ γε τόπῳ κλισίας δυσχεραίνων δυσχεραίνει τῷ συγκλίτῃ μᾶλλον ἢ τῷ κεκληκότι, καὶ πρὸς ἀμφοτέρους ἀπεχθάνεται.»
«Λόγος,» ἔφη, «ταῦτ᾽ ἄλλως ἐστίν» ὁ Ἀλεξίδημος, «ἔργῳ δὲ καὶ τοὺς σοφοὺς ὑμᾶς ὁρῶ τὸ τιμᾶσθαι διώκοντας,» καὶ ἅμα παραμειψάμενος ἡμᾶς ἀπῆλθε.
Καὶ ὁ Θαλῆς πρὸς ἡμᾶς τὴν ἀτοπίαν τοῦ ἀνθρώπου θαυμάζοντας, «ἔμπληκτος,» ἔφη, «καὶ ἀλλόκοτος φύσει, ἐπεὶ καὶ μειράκιον ὢν ἔτι, μύρου σπουδαίου Θρασυβούλῳ κομισθέντος, εἰς ψυκτῆρα
[149c] κατεράσας μέγαν καὶ προσεγχέας ἄκρατον ἐξέπιεν, ἔχθραν ἀντὶ φιλίας Θρασυβούλῳ διαπεπραγμένος.»
Ἐκ τούτου περιελθὼν ὑπηρέτης «κελεύει σε Περίανδρος,» ἔφη, «καὶ Θαλῆν παραλαβόντα τοῦτον ἐπισκέψασθαι τὸ κεκομισμένον ἀρτίως αὐτῷ πότερον ἄλλως γέγονεν ἤ τι σημεῖόν ἐστι καὶ τέρας· αὐτὸς μὲν γὰρ ἔοικε τεταράχθαι σφόδρα, μίασμα καὶ κηλῖδα τῆς θυσίας ἡγούμενος.» ἅμα δ᾽ ἀπῆγεν ἡμᾶς εἴς τι οἴκημα τῶν περὶ τὸν κῆπον. ἐνταῦθα νεανίσκος ὡς ἐφαίνετο νομευτικός, οὔπω γενειῶν ἄλλως τε τὸ εἶδος οὐκ ἀγεννής, ἀναπτύξας τινὰ διφθέραν ἔδειξεν ἡμῖν βρέφος ὡς ἔφη γεγονὸς ἐξ ἵππου, τὰ μὲν ἄνω μέχρι τοῦ τραχήλου καὶ τῶν
[149d] χειρῶν ἀνθρωπόμορφον, τὰ λοιπὰ δ᾽ ἔχον ἵππου, τῇ δὲ φωνῇ καθάπερ τὰ νεογνὰ παιδάρια κλαυθμυριζόμενον. ὁ μὲν οὖν Νειλόξενος, «Ἀλεξίκακε» εἰπών, ἀπεστράφη τὴν ὄψιν, ὁ δὲ Θαλῆς προσέβλεπε τῷ νεανίσκῳ πολὺν χρόνον, εἶτα μειδιάσας (εἰώθει δ᾽ ἀεὶ παίζειν πρὸς ἐμὲ περὶ τῆς τέχνης) «ἦ που τὸν καθαρμόν, ὦ Διόκλεις,» ἔφη, «κινεῖν διανοῇ καὶ παρέχειν πράγματα τοῖς ἀποτροπαίοις, ὥς τινος δεινοῦ καὶ μεγάλου συμβάντος;»
«Τί δ᾽,» εἶπον, «οὐ μέλλω; στάσεως γάρ, ὦ Θαλῆ, καὶ διαφορᾶς τὸ σημεῖόν ἐστι, καὶ δέδια μὴ μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς ἐξίκηται, πρὶν ἢ τὸ πρῶτον ἐξιλάσασθαι μήνιμα, τῆς θεοῦ δεύτερον ὡς ὁρᾷς προφαινούσης.»
[149e] Πρὸς τοῦτο μηδὲν ἀποκρινάμενος ὁ Θαλῆς ἀλλὰ γελῶν ἀπηλλάττετο. καὶ τοῦ Περιάνδρου πρὸς τὰς θύρας ἀπαντήσαντος ἡμῖν καὶ διαπυθομένου περὶ ὧν εἴδομεν, ἀφεὶς ὁ Θαλῆς με καὶ λαβόμενος τῆς ἐκείνου χειρὸς ἔφη, «ἃ μὲν Διοκλῆς κελεύει δράσεις καθ᾽ ἡσυχίαν· ἐγὼ δέ σοι παραινῶ νέοις οὕτω μὴ χρῆσθαι νομεῦσιν ἵππων, ἢ διδόναι γυναῖκας αὐτοῖς.»
Ἔδοξε μὲν οὖν μοι τῶν λόγων ἀκούσας ὁ Περίανδρος ἡσθῆναι σφόδρα· καὶ γὰρ ἐξεγέλασε καὶ τὸν Θαλῆν περιβαλὼν κατησπάσατο. κἀκεῖνος «οἶμαι δ᾽,» εἶπεν, «ὦ Διόκλεις, καὶ πέρας ἔσχε τὸ
[149f] σημεῖον· ὁρᾷς γὰρ ἡλίκον κακὸν γέγονεν ἡμῖν, Ἀλεξιδήμου συνδειπνεῖν μὴ θελήσαντος.»
***
Τη στιγμή που ήμασταν πια κοντά στην αίθουσα του συμποσίου, μας συνάντησε ο Αλεξίδημος ο Μιλήσιος, νόθος γιος του τυράννου Θρασύβουλου. Έβγαινε από την αίθουσα ταραγμένος
[148f] και μιλώντας θυμωμένα στον εαυτό του, χωρίς εμείς να καταλαβαίνουμε τίποτε από ό,τι έλεγε. Μόλις όμως είδε τον Θαλή, συνήλθε λίγο, σταμάτησε και είπε: «Τί προσβολή είναι αυτή που μας έκανε ο Περίανδρος! Ενώ ήμουν έτοιμος να πάρω το καράβι και να φύγω, δεν μ᾽ άφησε, αλλά με παρακάλεσε να μείνω για το δείπνο· και όταν ύστερα ήρθα, μου έδωσε θέση ατιμωτική, τιμώντας πιο πολύ από τον Θρασύβουλο τους Αιολείς, τους νησιώτες και δεν ξέρω ποιούς άλλους. Γιατί είναι φανερό ότι στο πρόσωπό μου ο Περίανδρος ήθελε να προσβάλει και να ταπεινώσει τον Θρασύβουλο που με έστειλε, μόνο και μόνο γιατί τον περιφρονεί».
[149a] «Και λοιπόν», είπε ο Θαλής, «φοβάσαι, Αλεξίδημε, μήπως αυτό που λένε οι Αιγύπτιοι ότι συμβαίνει με τα άστρα, ότι, ανάλογα με το ύψος που κερδίζουν ή χάνουν κατά την πορεία τους στους τόπους όπου τριγυρνούν, γίνονται καλύτερα ή χειρότερα ενσχέσει με αυτό που ήταν πρωτύτερα, μήπως λοιπόν το ίδιο αυτό συμβεί και σε σένα, να χάσεις δηλαδή εξαιτίας της θέσης τη λάμψη σου και να υποτιμηθείς; Θα βρεθείς έτσι να είσαι εσύ κατώτερος από εκείνον τον Σπαρτιάτη που, όταν ο άρχοντας του έδωσε την τελευταία θέση σε έναν Χορό, αυτός του είπε: “Θαυμάσια! Βρήκες τρόπο να γίνει τιμητική και αυτή η θέση”». Και πρόσθεσε: «Όταν πάρουμε τις θέσεις μας, δεν πρέπει να κοιτάζουμε να δούμε ύστερα από ποιούς καθόμαστε, αλλά μάλλον πώς θα δημιουργήσουμε αρμονική σχέση με τους παρακαθημένους μας, προσπαθώντας, αμέσως από την αρχή, να βρούμε σ᾽ αυτούς κάτι που να αποτελέσει την αρχή και την αφορμή για μια φιλία·
[149b] καλύτερα: αντί να δυσφορούμε, να είμαστε ευχαριστημένοι που κατακλιθήκαμε δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους· γιατί εκείνος που δυσανασχετεί για τη θέση του στο τραπέζι, δυσανασχετεί πιο πολύ εναντίον του παρακαθημένου του παρά εναντίον αυτού που τον προσκάλεσε. Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι να γίνει μισητός και στους δύο».
«Όλα αυτά δεν είναι παρά λόγια λόγια δίχως κανένα νόημα», είπε ο Αλεξίδημος. «Εκείνο που βλέπω εγώ είναι ότι κι εσείς οι σοφοί τις κυνηγάτε, στην πραγματικότητα, τις τιμές». Και με αυτά τα λόγια μάς προσπέρασε και έφυγε.
Εμείς, βλέποντας την παράξενη συμπεριφορά του ανθρώπου, μείναμε με ανοιχτό το στόμα, ο Θαλής όμως μας είπε: «Είναι από τη φύση του παράλογος και ιδιότροπος άνθρωπος. Ήταν παιδί ακόμη, όταν έφεραν στο Θρασύβουλο ένα πολύτιμο μύρο· το πήρε λοιπόν, το έχυσε μέσα σ᾽ έναν μεγάλο ψυκτήρα,
[149c] έχυσε από πάνω και άκρατο κρασί και το ήπιε. Έτσι όμως κατάφερε όχι να τον αγαπάει ο Θρασύβουλος, αλλά να τον αντιπαθεί».
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας υπηρέτης και μας είπε: «Ο Περίανδρος παρακαλεί εσένα και τον Θαλή να πάρετε αυτόν εδώ τον φίλο σας και να ᾽ρθείτε να εξετάσετε κάτι που του έφεραν μόλις πριν από λίγο: δεν σημαίνει άραγε τίποτε ή μήπως είναι κάποιο σημάδι και οιωνός; Ο ίδιος ο Περίανδρος φαίνεται ότι ταράχθηκε πάρα πολύ, θεωρώντας το ότι είναι μίασμα και κηλίδα της θυσίας του» — και αμέσως μας οδήγησε σε ένα από τα οικήματα του κήπου. Εκεί ένας νεαρός, βοσκός καθώς φαινόταν, αγένειος ακόμη, με ευγενική πάντως όψη, ξεδίπλωσε ένα κομμάτι δέρμα και μας έδειξε ένα βρέφος, που το γέννησε, όπως μας είπε, μια φοράδα: στο πάνω μέρος του σώματος ώς τον τράχηλο και
[149d] ώς τα χέρια ήταν ανθρωπόμορφο, ενώ το υπόλοιπο σώμα είχε μορφή αλόγου· το κλάμα του ήταν σαν το κλάμα των νεογέννητων παιδιών. Ο Νειλόξενος είπε «Ο θεός να μας φυλάει» και γύρισε αλλού το πρόσωπό του, ενώ ο Θαλής κοίταζε για πολλή ώρα τον νεαρό· ύστερα χαμογέλασε (πάντοτε συνήθιζε να αστειεύεται μαζί μου για την τέχνη μου) και είπε: «Αλήθεια, Διοκλή, σκέφτεσαι να ξεκινήσεις τη διαδικασία του καθαρμού και να ενοχλήσεις τους θεούς που διώχνουν το κακό, σαν να έχει γίνει κάτι φοβερό και σοβαρό;»
«Γιατί όχι;», είπα εγώ. «Το πράγμα, Θαλή, είναι σημάδι σύγκρουσης και διχόνοιας, και φοβάμαι μήπως φτάσει ώς το ζευγάρι και ώς τους απογόνους, αφού η θεά, πριν εξευμενισθεί για το πρώτο σφάλμα που προκάλεσε την οργή της, δείχνει, όπως βλέπεις, καθαρά ότι υπάρχει και δεύτερος λόγος για να είναι θυμωμένη».
[149e] Ο Θαλής δεν έδωσε καμιά απάντηση σ᾽ αυτό, μόνο έφυγε γελώντας. Όταν όμως ο Περίανδρος μας συνάντησε κοντά στην πόρτα και μας έκανε ερωτήσεις γι᾽ αυτά που είδαμε, ο Θαλής άφησε εμένα, έπιασε τον Περίανδρο από το χέρι και του είπε: «Αυτά που σου παραγγέλλει ο Διοκλής θα τα κάνεις με την ησυχία σου, εγώ όμως σου συστήνω να μην έχεις τόσο νέους βοσκούς για τα άλογά σου· αλλιώς να τους δίνεις γυναίκες».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Περίανδρος πρέπει να ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, γιατί και γέλασε με την καρδιά του και, από την άλλη, αγκάλιασε τον Θαλή και τον καταφίλησε. Κι εκείνος είπε τότε: «Νομίζω, Διοκλή, ότι το σημάδι επαληθεύθηκε.
[149f] Βλέπεις το μεγάλο κακό που μας συνέβη, που ο Αλεξίδημος δεν θέλησε να δειπνήσει μαζί μας».
[148f] καὶ σὺν ὀργῇ τινι πρὸς αὑτὸν οὐδὲν ἡμῖν γε σαφὲς διαλεγόμενος. ὡς δὲ τὸν Θαλῆν εἶδε, μικρὸν ἀνενεγκὼν καὶ καταστάς «οἵαν ὕβριν,» εἶπεν, «εἰς ἡμᾶς Περίανδρος ὕβρικεν, ἐκπλεῦσαι μὲν οὐκ ἐάσας ὡρμημένον ἀλλὰ προσμεῖναι δεηθεὶς τὸ δεῖπνον, ἐλθόντι δὲ νέμων κλισίαν ἄτιμον, Αἰολεῖς δὲ καὶ νησιώτας (καὶ τίνας γὰρ οὐχί;) Θρασυβούλου προτιμῶν· Θρασύβουλον γὰρ ἐν ἐμοὶ τὸν πέμψαντα προπηλακίσαι βουλόμενος καὶ καταβαλεῖν ὡς δὴ περιορῶν δῆλός ἐστιν.»
[149a] «Εἶτ᾽,» ἔφη, «σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι βελτίονας ἢ χείρονας ἑαυτῶν λέγουσιν, οὕτως ἡ περὶ σὲ διὰ τὸν τόπον ἀμαύρωσις ἢ ταπείνωσις γένηται; καὶ τοῦ Λάκωνος ἔσῃ φαυλότερος, ὃς ἐν χορῷ τινι κατασταθεὶς εἰς τὴν ἐσχάτην χώραν ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος “εὖ γ᾽,” εἶπεν, “ἐξεῦρες, ὡς καὶ αὕτα ἔντιμος γένηται.” οὐ καταλαβόντας,» ἔφη, «τόπον μετὰ τίνας κατακείμεθα δεῖ ζητεῖν, μᾶλλον δ᾽ ὅπως εὐάρμοστοι τοῖς συγκατακειμένοις ὦμεν, ἀρχὴν καὶ λαβὴν φιλίας εὐθὺς ἐν αὐτοῖς ζητοῦντες,
[149b] μᾶλλον δ᾽ ἔχοντες τὸ μὴ δυσκολαίνειν ἀλλ᾽ ἐπαινεῖν ὅτι τοιούτοις συγκατεκλίθημεν· ὡς ὅ γε τόπῳ κλισίας δυσχεραίνων δυσχεραίνει τῷ συγκλίτῃ μᾶλλον ἢ τῷ κεκληκότι, καὶ πρὸς ἀμφοτέρους ἀπεχθάνεται.»
«Λόγος,» ἔφη, «ταῦτ᾽ ἄλλως ἐστίν» ὁ Ἀλεξίδημος, «ἔργῳ δὲ καὶ τοὺς σοφοὺς ὑμᾶς ὁρῶ τὸ τιμᾶσθαι διώκοντας,» καὶ ἅμα παραμειψάμενος ἡμᾶς ἀπῆλθε.
Καὶ ὁ Θαλῆς πρὸς ἡμᾶς τὴν ἀτοπίαν τοῦ ἀνθρώπου θαυμάζοντας, «ἔμπληκτος,» ἔφη, «καὶ ἀλλόκοτος φύσει, ἐπεὶ καὶ μειράκιον ὢν ἔτι, μύρου σπουδαίου Θρασυβούλῳ κομισθέντος, εἰς ψυκτῆρα
[149c] κατεράσας μέγαν καὶ προσεγχέας ἄκρατον ἐξέπιεν, ἔχθραν ἀντὶ φιλίας Θρασυβούλῳ διαπεπραγμένος.»
Ἐκ τούτου περιελθὼν ὑπηρέτης «κελεύει σε Περίανδρος,» ἔφη, «καὶ Θαλῆν παραλαβόντα τοῦτον ἐπισκέψασθαι τὸ κεκομισμένον ἀρτίως αὐτῷ πότερον ἄλλως γέγονεν ἤ τι σημεῖόν ἐστι καὶ τέρας· αὐτὸς μὲν γὰρ ἔοικε τεταράχθαι σφόδρα, μίασμα καὶ κηλῖδα τῆς θυσίας ἡγούμενος.» ἅμα δ᾽ ἀπῆγεν ἡμᾶς εἴς τι οἴκημα τῶν περὶ τὸν κῆπον. ἐνταῦθα νεανίσκος ὡς ἐφαίνετο νομευτικός, οὔπω γενειῶν ἄλλως τε τὸ εἶδος οὐκ ἀγεννής, ἀναπτύξας τινὰ διφθέραν ἔδειξεν ἡμῖν βρέφος ὡς ἔφη γεγονὸς ἐξ ἵππου, τὰ μὲν ἄνω μέχρι τοῦ τραχήλου καὶ τῶν
[149d] χειρῶν ἀνθρωπόμορφον, τὰ λοιπὰ δ᾽ ἔχον ἵππου, τῇ δὲ φωνῇ καθάπερ τὰ νεογνὰ παιδάρια κλαυθμυριζόμενον. ὁ μὲν οὖν Νειλόξενος, «Ἀλεξίκακε» εἰπών, ἀπεστράφη τὴν ὄψιν, ὁ δὲ Θαλῆς προσέβλεπε τῷ νεανίσκῳ πολὺν χρόνον, εἶτα μειδιάσας (εἰώθει δ᾽ ἀεὶ παίζειν πρὸς ἐμὲ περὶ τῆς τέχνης) «ἦ που τὸν καθαρμόν, ὦ Διόκλεις,» ἔφη, «κινεῖν διανοῇ καὶ παρέχειν πράγματα τοῖς ἀποτροπαίοις, ὥς τινος δεινοῦ καὶ μεγάλου συμβάντος;»
«Τί δ᾽,» εἶπον, «οὐ μέλλω; στάσεως γάρ, ὦ Θαλῆ, καὶ διαφορᾶς τὸ σημεῖόν ἐστι, καὶ δέδια μὴ μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς ἐξίκηται, πρὶν ἢ τὸ πρῶτον ἐξιλάσασθαι μήνιμα, τῆς θεοῦ δεύτερον ὡς ὁρᾷς προφαινούσης.»
[149e] Πρὸς τοῦτο μηδὲν ἀποκρινάμενος ὁ Θαλῆς ἀλλὰ γελῶν ἀπηλλάττετο. καὶ τοῦ Περιάνδρου πρὸς τὰς θύρας ἀπαντήσαντος ἡμῖν καὶ διαπυθομένου περὶ ὧν εἴδομεν, ἀφεὶς ὁ Θαλῆς με καὶ λαβόμενος τῆς ἐκείνου χειρὸς ἔφη, «ἃ μὲν Διοκλῆς κελεύει δράσεις καθ᾽ ἡσυχίαν· ἐγὼ δέ σοι παραινῶ νέοις οὕτω μὴ χρῆσθαι νομεῦσιν ἵππων, ἢ διδόναι γυναῖκας αὐτοῖς.»
Ἔδοξε μὲν οὖν μοι τῶν λόγων ἀκούσας ὁ Περίανδρος ἡσθῆναι σφόδρα· καὶ γὰρ ἐξεγέλασε καὶ τὸν Θαλῆν περιβαλὼν κατησπάσατο. κἀκεῖνος «οἶμαι δ᾽,» εἶπεν, «ὦ Διόκλεις, καὶ πέρας ἔσχε τὸ
[149f] σημεῖον· ὁρᾷς γὰρ ἡλίκον κακὸν γέγονεν ἡμῖν, Ἀλεξιδήμου συνδειπνεῖν μὴ θελήσαντος.»
***
Τη στιγμή που ήμασταν πια κοντά στην αίθουσα του συμποσίου, μας συνάντησε ο Αλεξίδημος ο Μιλήσιος, νόθος γιος του τυράννου Θρασύβουλου. Έβγαινε από την αίθουσα ταραγμένος
[148f] και μιλώντας θυμωμένα στον εαυτό του, χωρίς εμείς να καταλαβαίνουμε τίποτε από ό,τι έλεγε. Μόλις όμως είδε τον Θαλή, συνήλθε λίγο, σταμάτησε και είπε: «Τί προσβολή είναι αυτή που μας έκανε ο Περίανδρος! Ενώ ήμουν έτοιμος να πάρω το καράβι και να φύγω, δεν μ᾽ άφησε, αλλά με παρακάλεσε να μείνω για το δείπνο· και όταν ύστερα ήρθα, μου έδωσε θέση ατιμωτική, τιμώντας πιο πολύ από τον Θρασύβουλο τους Αιολείς, τους νησιώτες και δεν ξέρω ποιούς άλλους. Γιατί είναι φανερό ότι στο πρόσωπό μου ο Περίανδρος ήθελε να προσβάλει και να ταπεινώσει τον Θρασύβουλο που με έστειλε, μόνο και μόνο γιατί τον περιφρονεί».
[149a] «Και λοιπόν», είπε ο Θαλής, «φοβάσαι, Αλεξίδημε, μήπως αυτό που λένε οι Αιγύπτιοι ότι συμβαίνει με τα άστρα, ότι, ανάλογα με το ύψος που κερδίζουν ή χάνουν κατά την πορεία τους στους τόπους όπου τριγυρνούν, γίνονται καλύτερα ή χειρότερα ενσχέσει με αυτό που ήταν πρωτύτερα, μήπως λοιπόν το ίδιο αυτό συμβεί και σε σένα, να χάσεις δηλαδή εξαιτίας της θέσης τη λάμψη σου και να υποτιμηθείς; Θα βρεθείς έτσι να είσαι εσύ κατώτερος από εκείνον τον Σπαρτιάτη που, όταν ο άρχοντας του έδωσε την τελευταία θέση σε έναν Χορό, αυτός του είπε: “Θαυμάσια! Βρήκες τρόπο να γίνει τιμητική και αυτή η θέση”». Και πρόσθεσε: «Όταν πάρουμε τις θέσεις μας, δεν πρέπει να κοιτάζουμε να δούμε ύστερα από ποιούς καθόμαστε, αλλά μάλλον πώς θα δημιουργήσουμε αρμονική σχέση με τους παρακαθημένους μας, προσπαθώντας, αμέσως από την αρχή, να βρούμε σ᾽ αυτούς κάτι που να αποτελέσει την αρχή και την αφορμή για μια φιλία·
[149b] καλύτερα: αντί να δυσφορούμε, να είμαστε ευχαριστημένοι που κατακλιθήκαμε δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους· γιατί εκείνος που δυσανασχετεί για τη θέση του στο τραπέζι, δυσανασχετεί πιο πολύ εναντίον του παρακαθημένου του παρά εναντίον αυτού που τον προσκάλεσε. Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι να γίνει μισητός και στους δύο».
«Όλα αυτά δεν είναι παρά λόγια λόγια δίχως κανένα νόημα», είπε ο Αλεξίδημος. «Εκείνο που βλέπω εγώ είναι ότι κι εσείς οι σοφοί τις κυνηγάτε, στην πραγματικότητα, τις τιμές». Και με αυτά τα λόγια μάς προσπέρασε και έφυγε.
Εμείς, βλέποντας την παράξενη συμπεριφορά του ανθρώπου, μείναμε με ανοιχτό το στόμα, ο Θαλής όμως μας είπε: «Είναι από τη φύση του παράλογος και ιδιότροπος άνθρωπος. Ήταν παιδί ακόμη, όταν έφεραν στο Θρασύβουλο ένα πολύτιμο μύρο· το πήρε λοιπόν, το έχυσε μέσα σ᾽ έναν μεγάλο ψυκτήρα,
[149c] έχυσε από πάνω και άκρατο κρασί και το ήπιε. Έτσι όμως κατάφερε όχι να τον αγαπάει ο Θρασύβουλος, αλλά να τον αντιπαθεί».
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας υπηρέτης και μας είπε: «Ο Περίανδρος παρακαλεί εσένα και τον Θαλή να πάρετε αυτόν εδώ τον φίλο σας και να ᾽ρθείτε να εξετάσετε κάτι που του έφεραν μόλις πριν από λίγο: δεν σημαίνει άραγε τίποτε ή μήπως είναι κάποιο σημάδι και οιωνός; Ο ίδιος ο Περίανδρος φαίνεται ότι ταράχθηκε πάρα πολύ, θεωρώντας το ότι είναι μίασμα και κηλίδα της θυσίας του» — και αμέσως μας οδήγησε σε ένα από τα οικήματα του κήπου. Εκεί ένας νεαρός, βοσκός καθώς φαινόταν, αγένειος ακόμη, με ευγενική πάντως όψη, ξεδίπλωσε ένα κομμάτι δέρμα και μας έδειξε ένα βρέφος, που το γέννησε, όπως μας είπε, μια φοράδα: στο πάνω μέρος του σώματος ώς τον τράχηλο και
[149d] ώς τα χέρια ήταν ανθρωπόμορφο, ενώ το υπόλοιπο σώμα είχε μορφή αλόγου· το κλάμα του ήταν σαν το κλάμα των νεογέννητων παιδιών. Ο Νειλόξενος είπε «Ο θεός να μας φυλάει» και γύρισε αλλού το πρόσωπό του, ενώ ο Θαλής κοίταζε για πολλή ώρα τον νεαρό· ύστερα χαμογέλασε (πάντοτε συνήθιζε να αστειεύεται μαζί μου για την τέχνη μου) και είπε: «Αλήθεια, Διοκλή, σκέφτεσαι να ξεκινήσεις τη διαδικασία του καθαρμού και να ενοχλήσεις τους θεούς που διώχνουν το κακό, σαν να έχει γίνει κάτι φοβερό και σοβαρό;»
«Γιατί όχι;», είπα εγώ. «Το πράγμα, Θαλή, είναι σημάδι σύγκρουσης και διχόνοιας, και φοβάμαι μήπως φτάσει ώς το ζευγάρι και ώς τους απογόνους, αφού η θεά, πριν εξευμενισθεί για το πρώτο σφάλμα που προκάλεσε την οργή της, δείχνει, όπως βλέπεις, καθαρά ότι υπάρχει και δεύτερος λόγος για να είναι θυμωμένη».
[149e] Ο Θαλής δεν έδωσε καμιά απάντηση σ᾽ αυτό, μόνο έφυγε γελώντας. Όταν όμως ο Περίανδρος μας συνάντησε κοντά στην πόρτα και μας έκανε ερωτήσεις γι᾽ αυτά που είδαμε, ο Θαλής άφησε εμένα, έπιασε τον Περίανδρο από το χέρι και του είπε: «Αυτά που σου παραγγέλλει ο Διοκλής θα τα κάνεις με την ησυχία σου, εγώ όμως σου συστήνω να μην έχεις τόσο νέους βοσκούς για τα άλογά σου· αλλιώς να τους δίνεις γυναίκες».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Περίανδρος πρέπει να ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, γιατί και γέλασε με την καρδιά του και, από την άλλη, αγκάλιασε τον Θαλή και τον καταφίλησε. Κι εκείνος είπε τότε: «Νομίζω, Διοκλή, ότι το σημάδι επαληθεύθηκε.
[149f] Βλέπεις το μεγάλο κακό που μας συνέβη, που ο Αλεξίδημος δεν θέλησε να δειπνήσει μαζί μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου