Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Κατὰ Μειδίου (9-12)

[9] Ὁ μὲν νόμος οὗτός ἐστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καθ᾽ ὃν αἱ προβολαὶ γίγνονται, λέγων, ὥσπερ ἠκούσατε, ποιεῖν τὴν ἐκκλησίαν ἐν Διονύσου μετὰ τὰ Πάνδια, ἐν δὲ ταύτῃ ἐπειδὰν χρηματίσωσιν οἱ πρόεδροι περὶ ὧν διῴκηκεν ὁ ἄρχων, χρηματίζειν καὶ περὶ ὧν ἄν τις ἠδικηκὼς ᾖ περὶ τὴν ἑορτὴν ἢ παρανενομηκώς, καλῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ συμφερόντως ἔχων ὁ νόμος, ὡς τὸ πρᾶγμ᾽ αὐτὸ μαρτυρεῖ. ὅπου γὰρ ἐπόντος τοῦ φόβου τούτου φαίνονταί τινες οὐδὲν ἧττον ὑβρισταί, τί χρὴ τοὺς τοιούτους προσδοκᾶν ἂν ποιεῖν, εἰ μηδεὶς ἐπῆν ἀγὼν μηδὲ κίνδυνος;

[10] Βούλομαι τοίνυν ὑμῖν καὶ τὸν ἑξῆς ἀναγνῶναι νόμον τούτῳ· καὶ γὰρ ἐκ τούτου φανερὰ πᾶσιν ὑμῖν ἥ τε τῶν ἄλλων ὑμῶν εὐλάβεια γενήσεται καὶ τὸ τούτου θράσος. Λέγε τὸν νόμον.

[Εὐήγορος εἶπεν· ὅταν ἡ πομπὴ ᾖ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ οἱ κωμῳδοὶ καὶ οἱ τραγῳδοί, καὶ ‹ἡ› ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ οἱ τραγωδοὶ καὶ οἱ κωμῳδοί, καὶ τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ οἱ παῖδες καὶ ὁ κῶμος καὶ οἱ κωμῳδοὶ καὶ οἱ τραγῳδοί, καὶ Θαργηλίων τῇ πομπῇ καὶ τῷ ἀγῶνι, μὴ ἐξεῖναι μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου, μηδὲ τῶν ὑπερημέρων, ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ἐὰν δέ τις τούτων τι παραβαίνῃ, ὑπόδικος ἔστω τῷ παθόντι, καὶ προβολαὶ αὐτοῦ ἔστωσαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ ἐν Διονύσου ὡς ἀδικοῦντος, καθὰ περὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀδικούντων γέγραπται.]

[11] Ἐνθυμεῖσθ᾽, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι ἐν τῷ προτέρῳ νόμῳ κατὰ τῶν περὶ τὴν ἑορτὴν ἀδικούντων οὔσης τῆς προβολῆς, ἐν τούτῳ καὶ κατὰ τῶν τοὺς ὑπερημέρους εἰσπραττόντων ἢ καὶ ἄλλ᾽ ὁτιοῦν τινὸς λαμβανόντων ἢ βιαζομένων ἐποιήσατε τὰς προβολάς. οὐ γὰρ ὅπως τὸ σῶμ᾽ ὑβρίζεσθαί τινος ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις, ἢ τὴν παρασκευὴν ἣν ἂν ἐκ τῶν ἰδίων πορίσαιτό τις εἰς λῃτουργίαν, ᾤεσθε χρῆναι, ἀλλὰ καὶ τὰ δίκῃ καὶ ψήφῳ τῶν ἑλόντων γιγνόμενα τῶν ἑαλωκότων καὶ κεκτημένων ἐξ ἀρχῆς τὴν γοῦν ἑορτὴν ἀπεδώκατ᾽ εἶναι.

[12] ὑμεῖς μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες εἰς τοσοῦτον ἀφῖχθε φιλανθρωπίας καὶ εὐσεβείας ὥστε καὶ τῶν πρότερον γεγενημένων ἀδικημάτων τὸ λαμβάνειν δίκην ἐπέσχετε ταύτας τὰς ἡμέρας· Μειδίας δ᾽ ἐν αὐταῖς ταύταις ταῖς ἡμέραις ἄξια τοῦ δοῦναι τὴν ἐσχάτην δίκην ποιῶν δειχθήσεται. βούλομαι δ᾽ ἕκαστον ἀπ᾽ ἀρχῆς ὧν πέπονθ᾽ ἐπιδείξας καὶ περὶ τῶν πληγῶν εἰπεῖν ἃς τὸ τελευταῖον προσενέτεινέ μοι· ἓν γὰρ οὐδέν ἐστιν ἐφ᾽ ᾧ τῶν πεπραγμένων οὐ δίκαιος ὢν ἀπολωλέναι φανήσεται.

***
[9] Αυτός, Αθηναίοι, είναι ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο γίνονται οι προβολές. Ορίζει, όπως ακούσατε, να συγκαλείται η εκκλησία του δήμου στο θέατρο του Διονύσου μετά τον εορτασμό των Πανδίων· σε αυτή τη συνέλευση, αφού οι πρόεδροι συσκεφθούν για το πώς διοίκησε ο επώνυμος άρχοντας, ορίζεται να εξετάζουν επίσης αν κάποιος έχει κάμει αδίκημα ή παρανομία αναφορικά με την εορτή. Ο νόμος αυτός έχει θεσπισθεί ορθά και σύμφωνα με το συμφέρον της πόλεως, όπως μαρτυρεί η υπόθεση αυτή. Γιατί, όταν και με την απειλή αυτή του νόμου εμφανίζονται ορισμένοι τόσο αναιδείς, τί θα έπρεπε να περιμένουμε από τέτοιους ανθρώπους, αν δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ούτε δίκη ούτε κανέναν κίνδυνο;

[10] Θέλω τώρα να σας διαβάσω και τον επόμενο νόμο, γιατί από αυτόν θα φανεί σε σας όλους η ευσέβεια όλων σας και η αναίδεια του κατηγορουμένου. Διάβασε τον νόμο.

[Ο Ευήγορος πρότεινε: «Όταν στον Πειραιά η πομπή προς τιμή του Διονύσου με κωμικούς και τραγικούς υποκριτές, η πομπή των Ληναίων επίσης με τραγικούς και κωμικούς υποκριτές, η πομπή των εν άστει Διονυσίων με αγώνες αγοριών, πανηγύρι και κωμικούς και τραγικούς υποκριτές και η πομπή και οι αγώνες των Θαργηλίων, σε όλες αυτές τις ημέρες απαγορεύεται να λαμβάνεται ενέχυρο ή να κατάσχονται περιουσίες ακόμη και αυτών που είναι εκπρόθεσμοι για την καταβολή των χρεών τους. Εάν κάποιος από αυτούς παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις αυτές, να μπορεί το θύμα να τον καταγγέλλει και να υποβάλλονται εναντίον του κατά την εκκλησία του δήμου στο θέατρο του Διονύσου προβολές, επειδή θεωρείται υπεύθυνος για αδίκημα, όπως προβλέπεται από τον νόμο και για τους άλλους δράστες αδικημάτων.]

[11] Παρατηρήστε, κύριοι δικαστές, ότι ενώ στον πρώτο νόμο η προβολή αφορά εκείνους που παραβαίνουν τους θεσμούς των εορτών, στον δεύτερο καθιερώσατε προβολές και εναντίον όσων εισπράττουν χρήματα από τους εκπροθέσμους ή λαμβάνουν οτιδήποτε άλλο ή μεταχειρίζονται βία. Γιατί είχατε τη γνώμη ότι δεν έπρεπε στις ημέρες αυτές να προσβάλλεται κάποιος κατά πρόσωπο ή να εξευτελίζεται η προετοιμασία για την εκτέλεση λειτουργίας που κάποιος θα έκαμνε με δικά του έξοδα· αντίθετα, όσα σύμφωνα με τον νόμο και τη δικαστική απόφαση περιέρχονται στους νικητές του δικαστικού αγώνα, τα παραχωρήσατε, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της εορτής, στους ηττημένους, στους οποίους ανήκαν αρχικά.

[12] Φθάσατε όλοι λοιπόν, Αθηναίοι, σε τόσο μεγάλο βαθμό ανθρωπισμού και ευσέβειας ώστε στις ημέρες αυτές εμποδίζετε την επιβολή των ποινών ακόμη και για αδικήματα που έγιναν στο παρελθόν· ο Μειδίας όμως αυτές ακριβώς τις ημέρες, όπως θα αποδείξω, έκαμε πράξεις που αξίζουν την εσχάτη των ποινών. Θέλω, αφού περιγράψω με τη σειρά καθεμία από τις προσβολές που δέχθηκα, να μιλήσω και για την πρόσφατη χειροδικία του εναντίον μου. Γιατί θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει ούτε μία από τις πράξεις του για την οποία να μην αξίζει να καταδικαστεί σε θάνατο.

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑ

Στο δεύτερο μισό του Μάρτη οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Μεγάλα Διονύσια, μια από τις πιο σημαντικές, ενδιαφέρουσες και επιπλέον πιο μοντέρνες σε περιεχόμενο γιορτές στη μακρά σειρά των γιορτών τους. Λίγο νωρίτερα είχε ξαναρχίσει η ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Οι πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας έπρεπε από τα μέσα του πέμπτου αιώνα να καταβάλουν στην Αθήνα τις εισφορές τους (που ήδη τότε ήταν βασικά φόροι) “στα Διονύσια”, όπως έλεγαν. Η πόλη γέμιζε από ξένους και αποκτούσε διεθνή χαρακτήρα.
 
Οι Αθηναίοι ήταν προφανώς τόσο βέβαιοι για την ανωτερότητα και την ακτινοβολία τους, ώστε επέτρεπαν ευχαρίστως και σε άλλους να παίρνουν μέρος σε μια γιορτή που είχε μεγάλη σημασία για την πόλη τους, μέσω της οποίας προσπαθούσαν να επιτύχουν μια νέα ισορροπία ανάμεσα στη δράση, τις εμπειρίες, την πείρα και τη γνώση τους για τους ανθρώπους, το πεπρωμένο και τον κόσμο.
 
Φυσικά μπροστά σε αυτήν ακριβούς τη διεθνή δημόσια, ζωή είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτές οι παραστάσεις δεν αποτελούσαν τόσο (από άποψη περιεχομένου) προβολή της Αθήνας όσο μάλλον αφορμή για διατύπωση ερωτημάτων, για παρουσίαση και διερεύνηση προβλημάτων και για άσκηση κριτικής. Αυτό βέβαια ισχύει στην περίπτωση που η επιλογή των σωζομένων τραγωδιών δεν δημιουργεί παραπλανητική εντύπωση. Επιτρεπόταν λοιπόν σε αυτή την πόλη να πραγματευτεί μπροστά σε “ολόκληρη την Ελλάδα” όλα εκείνα τα προβλήματα που ανέκυπταν από τη δράση, τις εμπειρίες και την πείρα της; Ή μήπως εκείνο το “γενικό πάθος” για κριτική (Karl Reinhardt) δεν αποτελεί τόσο ικανότητα όσο ανάγκη, και μάλιστα αδήριτη;
 
Στη γιορτή των μεγάλων Διονυσίων συμπεριλαμβάνονταν - μετά την πανηγυρική περιφορά του αρχαίου ξύλινου ξοάνου του θεού (που το είχαν μεταφέρει προηγουμένου σε ένα άλσος έξω από την πόλη) - μια μεγαλοπρεπής πομπή, στην οποία κάθε πόλη που ανήκε στην αθηναϊκή συμμαχία έπρεπε να στείλει έναν μεγάλο ξύλινο φαλλό, έπειτα θυσίες με άφθονο κρέας και κρασί και έπειτα μια εύθυμη παρέλαση. Εξάλλου πραγματοποιούνταν αγώνες χορών (δέκα ανδρών, δέκα εφήβων, που ο καθένας τους αποτελούνταν από πενήντα τραγουδιστές) και τέλος παραστάσεις κωμωδιών, τραγωδιών και σατυρικών δραμάτων. Η γιορτή διαρκούσε πολλές μέρες. Σε αυτό το διάστημα απαγορεύονταν, ίσως ήδη από τον πέμπτο αιώνα, ορισμένες δικαιοπραξίες. Απελευθερώνονταν προσωρινά φυλακισμένοι, εφόσον βέβαια μπορούσαν να ορίσουν κάποιον πολίτη ως εγγυητή τους.
 
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θεσπίστηκε η γιορτή του Διονύσου. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ανάγεται στην εποχή των τυράννων ή τουλάχιστον ότι αυτοί συνετέλεσαν πολύ στη διαμόρφωσή της. Το χορικό τραγούδι στη μορφή του διθυράμβου (που ταίριαζε στον Διόνυσο) πρέπει από νωρίς, αν όχι και από την αρχή, να συνόδευε τις θυσίες για τον θεό. Οι χαρούμενες πομπές με μουσική και κάθε λογής αστεία (κώμοι) φαίνεται ότι προστέθηκαν από τους γιους του Πεισίστρατου. Το 534 ή 533 π.Χ. διοργανώθηκε για πρώτη φορά τραγικός αγώνας. Οι παραστάσεις αρχικά συνίσταντο μόνο σε έναν διάλογο ανάμεσα σε ένα άτομο, συχνά τον ίδιο τον ποιητή, που συγχρόνως ήταν και υποκριτής, και τον χορό. Ο Θέσπις, που ήταν ο πρώτος νικητής σε αγώνα τραγωδίας, φαίνεται ότι αρχικά είχε βάψει το πρόσωπό του με διάφορους τρόπους και μετά εισήγαγε τη χρήση του προσωπείου. Ενδεχομένως ο αγώνας διαρκούσε αρχικά μόνο μια μέρα, και κάθε ποιητής έπρεπε να παρουσιάσει μόνον ένα κομμάτι.
 
Έχουμε στοιχεία ότι διάφορες πόλεις συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση της αρχαίας τραγωδίας, κυρίως η Κόρινθος και η γειτονική της Σικυώνα. Οι ρίζες και η καταγωγή των παραστάσεων παραμένουν εντούτοις σκοτεινές: οι ευφυείς προσπάθειες πολλών μελετητών μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να υποδείξουν κάποιες δυνατές ερμηνείες (και να αποκλείσουν κάποιες άλλες). Πάντως, όποια και αν είναι η σημασία των αρχέγονων πηγών, είναι οπωσδήποτε σαφές ότι μια ολόκληρη σειρά από συνειδητές πράξεις, από καλλιτεχνικές επινοήσεις, συντέλεσαν στη διαμόρφωση της ιστορίας της τραγωδίας. Μόνο χάρη στην εισαγωγή του ανθρώπινου προσωπείου η τραγωδία απομακρύνεται από κάθε θρησκευτική τελετουργία της εποχής.
 
Όμως όλα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν σχέση με τα πολιτικά συμφραζόμενα που μας απασχολούν. Εδώ δεν ενδιαφέρει η πρώιμη ιστορία ούτε ίσως το αρχικό νόημα της τραγωδίας αλλά η περαιτέρω εξέλιξή της σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις προκλήσεις της μεταγενέστερης εποχής. Ενδιαφέρει η καινοτομία που χαρακτήριζε την αττική τραγωδία του πέμπτου αιώνα και που την έκανε να ξεχωρίζει από όλες τις προηγούμενες μορφές του είδους. Αν ορισμένες αλλαγές ήδη κατά τη διάρκεια του ύστερου έκτου αιώνα μπορούν να θεωρηθούν αττική επινόηση, ακόμη μεγαλύτερη αλλαγή αποτελεί η μορφή που απέκτησε η τραγωδία κατά τον πέμπτο αιώνα. Βέβαια δεν πρόκειται για επινοήσεις με την έννοια μιας μεμονωμένης ενέργειας αλλά για το αποτέλεσμα μιας μακράς σειράς από καινοτομίες.
 
Κατά την εποχή από την οποία προέρχονται οι παραδεδομένες τραγωδίες είχε δημιουργηθεί το εξής πλαίσιο (αν και δεν γνωρίζουμε τίποτε για το πότε εισήχθησαν τα επιμέρους στοιχεία με τη μορφή που μας είναι γνωστά): Για τις τραγωδίες ορίζονταν τρεις μέρες. Σε καθεμιά από αυτές παίζονταν τρία έργα ενός ποιητή, που τα συνόδευε ένα σατυρικό δράμα. Σε μια τέταρτη μέρα παίζονταν οι κωμωδίες, εδώ όμως συμμετείχε κάθε ποιητής με μία κάθε φορά. Οι παραστάσεις άρχιζαν νωρίς το πρωί, καθώς το φως της ημέρας τούς ήταν απαραίτητο.
 
Οι ποιητές που ήθελαν να λάβουν μέρος στον διαγωνισμό έπρεπε να υποβάλουν από πριν τα κείμενά τους στον επώνυμο άρχοντα (ίσως και να του τα διαβάσουν). Αυτός κατείχε το ανώτερο αξίωμα. Από το 487 π.Χ. όμως οι άρχοντες κληρώνονταν από έναν στενό αρχικά, αργότερα από έναν ευρύτερο κύκλο υποψηφίων. Αυτοί δεν ήταν απαραίτητα σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες ούτε φορείς συγκεκριμένων πολιτικών απόψεων. Είναι άγνωστο μέχρι ποιοι; σημείου επεκτεινόταν η δικαιοδοσία τους, δηλαδή αν μπορούσαν να προκρίνουν συγκεκριμένους ποιητές με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα. Πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι τόσο αυτοί όσο και οι σύμβουλοί τους επεδίωκαν μιαν όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική κρίση. Οπωσδήποτε είχαν να αντιμετωπίσουν τη δημόσια κριτική. Δεν υπάρχει επιπλέον καμιά ένδειξη ότι οι τραγικοί ποιητές υποχωρούσαν στις απαιτήσεις της τρέχουσας πολιτικής, αφού έπρεπε να γράψουν τα έργα τους σε μια στιγμή που δεν ήξεραν ποιος θα γινόταν άρχοντας (τουλάχιστον αν δεχτούμε ότι δεν μεσολαβούσε πολύς καιρός ανάμεσα στην εκλογή του άρχοντα και την έναρξη της θητείας του). Και οι πολιτικές συνθήκες μπορούσαν να μεταβληθούν πολύ γρήγορα.
 
Το έργο του άρχοντα διευκολυνόταν από το ότι δεν έπρεπε να διαλέξει έναν αλλά τρεις ποιητές. Ο αριθμός των υποψηφίων που θα έπρεπε να υπολογιστούν σοβαρά ίσως δεν ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ τον αριθμό των ημερών που είχαν στη διάθεσή τους.
 
Το γεγονός ότι οι Αθηναίοι - και γενικά οι Έλληνες - έδιναν μεγάλη σημασία ακόμα και στους μουσικούς αγώνες και ότι, επομένως, έπρεπε να είναι οι καλύτεροι που θα αγωνίζονταν μπροστά στο κοινό, και ο πρώτος έπρεπε να εκλεγεί μετά από δημόσια παράσταση, όλα αυτά πρέπει να οδήγησαν στη διαμόρφωση ορισμένων κριτηρίων. Από την άλλη ορισμένοι ποιητές, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης (βέβαια σε μικρότερη κλίμακα) είχαν αποκτήσει με τον καιρό ένα προβάδισμα. Μαρτυρούνται δεκατρείς νίκες του Αισχύλου, δεκαοχτώ του Σοφοκλή και του Ευριπίδη μόνον τέσσερις στα Διονύσια (κάποιες άλλες προστέθηκαν σε άλλες ευκαιρίες: στο τέλος του δεύτερου μισού του αιώνα διδάσκονταν τραγωδίες ευκαιριακά και στα Λήναια, την άλλη διονυσιακή γιορτή). Αν οι ποιητές ήταν κατά κανόνα σε θέση να υποβάλουν μόνον κάθε δεύτερο χρόνο τέσσερα έργα, τότε ο Αισχύλος συμμετείχε σε δεκατρείς αγώνες από την πρώτη (484 π.Χ.) ως την τελευταία του νίκη (458 π.Χ.) και νικούσε κάθε φορά. Σίγουρα ήταν ο πιο πετυχημένος και έχαιρε της πιο μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους τραγικούς (ακόμη και αν υπολογίσουμε ότι διαγωνιζόταν ήδη από τα 490 π.Χ.).
 
Είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας ότι οι τρεις μεγάλοι τραγικοί κέρδισαν συνολικά μόνον τριάντα πέντε νίκες και ότι από την πρώτη νίκη του Αισχύλου (484 π.Χ.) μέχρι τον θάνατο του Σοφοκλή (406/5 π.Χ.) πραγματοποιήθηκαν εβδομήντα επτά ή εβδομήντα οκτώ τραγικοί αγώνες. Επίσης ότι τον περισσότερο καιρό τουλάχιστον οι δύο από τους τρεις ήταν εν ενεργεία. Για τον Ευριπίδη ξέρουμε ότι συμμετείχε είκοσι δύο φορές σε αγώνα και ότι νικήθηκε δεκαοχτώ φορές. Αν τα υπολογίσουμε όλα αυτά, θα καταλήξουμε σε έναν τεράστιο αριθμό τραγωδιών, σίγουρα πάνω από χίλιες στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, και, σε περίπτωση που από την αρχή αυτού του αιώνα γράφονταν εννέα τραγωδίες ανά έτος, τότε συγκεντρώνονται πολύ περισσότερες από χίλιες! Ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης πρέπει να έγραψαν περίπου ενενήντα έργα ο καθένας· για τον Σοφοκλή μαρτυρούνται εκατόν δεκατρία έργα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα σατυρικά δράματα.
 
Η απόφαση του άρχοντα “έδινε”, όπως λεγόταν, “χορό” στον καθένα από τους τρεις ποιητές. Όριζε ακόμη τρεις εύπορους άνδρες για χορηγούς (κατά λέξη: αρχηγούς του χορού), που αναλάμβαναν να επιχορηγήσουν τα μέλη του χορού και τον αυλητή με δικά τους χρήματα, να τους ντύσουν και να τους τρέφουν, όσο διαρκούσαν οι δοκιμές, και γενικά χρηματοδοτούσαν το σύνολο της παράστασης. Επιπλέον έπρεπε να βρουν έναν χώρο για τις δοκιμές. Όλα αυτά ήταν υπόθεση προσωπικής προσφοράς. Αλλά σε μια κοινωνία όπου κανείς δεν πλήρωνε φόρους ήταν αυτονόητο ότι οι εύποροι πολίτες θα έπρεπε να καλύψουν δημόσιες δαπάνες με δικά τους χρήματα. Για. αυτό και οι συμπολίτες τους τους χρωστούσαν ευγνωμοσύνη και τους το αναγνώριζαν, κάτι που τους ευνοούσε και πολιτικά. Η πόλη έπρεπε μόνο να τους εκλέξει. Δεν ξέρουμε με ποια κριτήρια γινόταν η εκλογή αυτή.
 
Μαθαίνουμε πάντως ότι ο άρχοντας όριζε τους χορηγούς λίγο μετά την έναρξη της θητείας του, δηλαδή τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, έτσι ώστε να έχουν περίπου επτά μήνες καιρό για την προετοιμασία των παραστάσεων. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι οι ποιητές εκλέγο­νταν έγκαιρα, έτσι ώστε στη συνέχεια να ορίζεται με κλήρο για τον κάθε ποιητή ένας ορισμένος χορηγός. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι (κάτι που είναι γνωστό) στους χορούς διθυράμβων οι χορηγοί είχαν οριστεί ήδη έναν μήνα μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων για την επόμενη χρονιά. Οι δοκιμές άρχιζαν λοιπόν από νωρίς.
 
Πρέπει να κατέβαλλαν πολύν κόπο στις δοκιμές των παραστάσεων. Γνωρίζουμε ότι από τον τέταρτο αιώνα ο χορηγός μπορούσε να ζητήσει απαλλαγή από στρατιωτικές υποχρεώσεις για τα μέλη του θιάσου του, που βέβαια αποτελούνταν αποκλειστικά από άνδρες. Ίσως να μην είχαν καμιά ή σχεδόν καμιά απασχόληση, κάτι που ίσως ίσχυε και για τον πέμπτο αιώνα. Τη σκηνοθεσία την αναλάμβανε κατά κανόνα ο ίδιος ο ποιητής. Για αυτό έπαιρνε μια τιμητική διάκριση από την πόλη - το ίδιο και οι ηθοποιοί.
 
Μια. δημόσια συγκέντρωση, που πραγματοποιούνταν λίγο πριν από τις παραστάσεις, έδινε στους τραγικούς ποιητές την ευκαιρία να παρουσιάσουν τα έργα τους και τους ηθοποιούς. Αν πιστέψουμε ότι οι δοκιμές γίνονταν με περισσότερη ή λιγότερη μυστικότητα, τό­τε θα πρέπει να περίμεναν αυτόν τον “προάγωνα” με μεγάλη ανυπομονησία. Ανοιχτό μένει πάντως το ερώτημα αν οι ποιητές έκαναν εδώ κάποιους πολιτικούς υπαινιγμούς. Για τους ηθοποιούς αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία να εμφανιστούν χωρίς προσωπείο μπροστά στο κοινό. Χώρος αυτού του προάγωνα παραδίδεται ότι ήταν το Ωδείο του Περικλή, που είχε χτιστεί στην ανατολική πλευρά του θεάτρου γύρω στα 440 π.Χ. Πιο πριν όμως ο προάγων θα πρέπει να γινόταν κάπου αλλού. Δεν μας παραδίδεται ο τρόπος με τον οποίο καθοριζόταν η σειρά των ποιητών: πιθανόν με κλήρο.
 
Μόνο λίγο πριν από την έναρξη της παράστασης φαίνεται ότι ο άρχων κλήρωνε την κριτική επιτροπή. Προηγουμένως είχε καταρτιστεί ο κατάλογος των υποψηφίων. Παράλληλα οι χορηγοί είχαν τη δυνατότητα να κάνουν προτάσεις, και γενικά πρέπει να φρόντιζαν, ώστε να συμπεριληφθούν στον κατάλογο άνθρωποι που είχαν κάποια γνώση του θέματος. Την τελική απόφαση πρέπει να την έπαιρνε η Βουλή των πεντακοσίων, που μαζί με την Εκκλησία του Δήμου ήταν το πιο σημαντικό όργανο εξουσίας. Στους καταλόγους πρέπει να συμμετείχαν εξίσου ίσως και οι δέκα φυλές, οι επιμέρους ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πολίτες. Στη συνέχεια γράφονταν τα μεμονωμένα ονόματα σε πινακίδες, που τοποθετούνταν σε δέκα υδρίες, οι οποίες σφραγίζονταν και κατατίθονταν στην Ακρόπολη υπό την επίβλεψη ενός θησαυροφύλακα. Ακολουθούσε κλήρωση, που, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, γινόταν όσο το δυνατόν αργότερα.
 
Η επιτροπή αποτελούνταν από δέκα μέλη, ένα από κάθε φυλή. Στο τέλος της παράστασης ψήφιζαν. Η απόφαση δεν έβγαινε εντούτοις από όλες τις ψήφους μαζί, αλλά πάλι επιλέγονταν οι πέντε από τις δέκα. Μόνον αυτές λαμβάνονταν υπόψη, και η πλειοψηφία εξέλεγε τον νικητή.
 
Καταρχήν είναι αξιοσημείωτο ότι δεν επιτρεπόταν να ψηφίσουν οι θεατές, κάτι που γινόταν στις σικελικές ελληνικές πόλεις κατά τον τέταρτο αιώνα. Ωστόσο από το δεύτερο τέταρτο του πέμπτου αιώνα η αττική δημοκρατία λειτουργούσε αυτόνομα, με βάση την αρχή ότι κάθε απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε όσο το δυνατόν πιο μεγάλο εκλογικό σώμα. Στο θέατρο συγκεντρώνονταν τελικά πολλοί, ακόμη και αν δεν ήταν όλοι τους πολίτες. Πάντως είναι ολοφάνερο ότι δεν ήθελαν να εμπιστευτούν την απόφαση εξ ολοκλήρου στη διάθεση του ακροατηρίου αλλά μάλλον προτιμούσαν να εξασφαλίσουν ένα ορισμένο επίπεδο γνώσης και απαιτήσεων. Το αποτέλεσμα όμως της επιτροπής δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένο από την επίδραση που ασκούσαν στους κριτές οι θεατές, κάτι που μας μαρτυρούν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, και που φυσικά είναι αυτονόητο. Όμως πρέπει να υπήρχε και ένας σχετικός βαθμός ανεξαρτησίας.
 
Αξιοσημείωτο είναι επιπλέον και το γεγονός ότι η επιλογή των κριτών, και επομένως και των καθοριστικών ψήφων, από τους υποτιθέμενους ειδήμονες βασίζονταν τελικά σε μεγάλο ποσοστό στην τύχη. Η εκλογή με κλήρο των δέκα μελών της επιτροπής γινόταν ίσιος για να αμβλυνθούν οι πολιτικές αντιθέσεις και να περιοριστεί η επιρροή των ισχυρών, κάτι που δεν μπορεί να απουσιάζει από μιαν εκλογή. Αυτή η διαδικασία εφαρμοζόταν σε πολλά αξιώματα της Αθήνας εκείνη την εποχή: όμως για ποιον λόγο είχαν κανονίσει να υπολογίζονται μόνον οι πέντε ψήφοι, κάτι που ()α μπορούσε να έχει ως έσχατη συνέπεια κάποιος που θα συγκέντρωνε τρεις ψήφους να κερδίσει τη νίκη έναντι κάποιου άλλου που θα είχε με το μέρος του επτά ψήφους; Αυτό είναι ολοφάνερο ότι γινόταν, γιατί ήθελαν να προλάβουν τυχόν συνωμοσίες και ταυτόχρονα να προστατέψουν τους κριτές από κατηγορίες και πιέσεις, καθώς μέσα σε αυτήν τη διαδικασία οι ενδιαφερόμενοι θα αναγκάζονταν να δωροδοκήσουν, αν ήθελαν να είναι σίγουροι, όχι έξι αλλά οκτώ κριτές. Επιπλέον με τον τρόπο αυτόν δεν γινόταν γνωστός ο συνολικός συσχετισμός ψήφων - στην περίπτωση αυτή οι μυημένοι θα μπορούσαν ίσως να υπολογίσουν ποιος ψήφισε ποιον. Φυσικά στο τέλος έπρεπε να φροντίσουν για την καταστροφή των υπόλοιπων πέντε ψήφων. χωρίς να τις δει κανείς. Δεν ξέρουμε πώς αποφάσιζαν σε περίπτωση που δύο από τις πέντε ψήφους πήγαιναν στον ίδιο. Μήπως αποφάσιζε τότε η κλήρωση; Ή μήπως πρόσθεταν και άλλες από τις αρχικά ακυρωμένες ψήφους;
 
Όμως, όπως και να εξηγήσουμε τις λεπτομέρειες, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη σημασία του βραβείου, το πόσο περιζήτητο και δυσπρόσιτο ήταν και πόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλλαν, για να καταλήξουν σε μια κατά το δυνατόν πιο αντικειμενική απόφαση, παρά τις φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Επιπλέον πρέπει να είχαν για ένα διάστημα πειραματιστεί πάνω στη διαδικασία.
 
Το βραβείο δινόταν τόσο στον ποιητή όσο και στον χορηγό. Από το 449 π.Χ. διακρινόταν και ο καλύτερος πρωταγωνιστής, που δεν ήταν αναγκαστικά εκείνος των βραβευμένων έργων.
 
Από τον πέμπτο αιώνα - πότε ακριβώς δεν ξέρουμε - εκτός από τη θυσία ενός χοίρου για τον τελετουργικό εξαγνισμό του θεάτρου πραγματοποιούνταν πριν από την παράσταση και· δύο τουλάχιστον πράξεις πολιτικές που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έφερναν στην ορχήστρα τις συμμαχικές εισφορές, χωρισμένες σε τάλαντα. Ένα τάλαντο ήταν 6000 δραχμές, ασήμι βάρους τουλάχιστον 26 κιλών. Οι εισφορές ήταν μάλλον τοποθετημένες σε πήλινες υδρίες. Επίσης οδηγούσαν με επίσημη πομπή στο θέατρο τα ορφανά του πολέμου που είχαν μόλις ενηλικιωθεί. Αυτά έφεραν για πρώτη φορά τον οπλισμό που τους πρόσφερε η πόλη, αφού είχε φροντίσει για την αγωγή τους. Ένας αγγελιοφόρος ανακοίνωνε ότι, εκείνοι των οποίων οι πατέρες είχαν πέσει ως γενναίοι πολεμιστές στον πόλεμο απαλλάσσονταν τώρα από την προστασία του λαού. Μετά κάθονταν σε ξεχωριστές τιμητικές θέσεις.
 
Γιατί γίνονταν αυτά μέσα στο θέατρο; Ο Ισοκράτης, που μας τα παραδίδει, τα αποδίδει στο γεγονός ότι το θέατρο ήταν γεμάτο, κάτι που σαφώς σημαίνει ότι οι Αθηναίοι συνήθιζαν να συγκεντρώνονται εκεί σε ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό, και όχι μόνοι τους αλλά μαζί με πολλούς ξένους, μεταξύ των οποίων ήταν ίσως και οι απεσταλμένοι που είχαν προσκομίσει τις “συμμαχικές εισφορές”, εύποροι, διακεκριμένοι πολίτες από εκατοντάδες πόλεις, που κατά κανόνα είχαν οι ίδιοι μεταφέρει τα χρήματα.
 
Πρόκειται λοιπόν σίγουρα για επίδειξη ισχύος, που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να συμβεί μπροστά σε τόσο μεγάλο κοινό, κατά κάποιον τρόπο μπροστά σε όλη την Ελλάδα. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια πιο ανοιχτή, πιο ρητή και συγχρόνως πιο ειρηνική εκδήλωση της δύναμης των Αθηνών. Οι άνδρες έμπαιναν ο ένας μετά τον άλλο κουβαλώντας τα τάλαντα, πολλές εκατοντάδες, και οι θεατές μπορούσαν να μετρήσουν τα χρήματα, καθώς δεν ήταν συσκευασμένα. Στην πραγματικότητα έτσι παρουσιάζονταν τα κέρδη της ηγεμονίας. Οι εισφορές προορίζονταν βέβαια για τη συντήρηση του στόλου, που εδώ και πολύν καιρό είχε καταντήσει να είναι το εργαλείο της αθηναϊκής ηγεμονίας. Μέρος των χρημάτων έμενε για πολύν καιρό στο θησαυροφυλάκιο που φυλαγόταν στην Ακρόπολη υπό την προστασία της θεάς Αθηνάς. Από τα πλεονάσματα όμως ο Περικλής χρηματοδοτούσε από το 447 π.Χ. το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, τα Προπύλαια και τον Παρθενώνα, που εντέλει λειτουργούσε και ως θησαυροφυλάκιο και συγχρόνως ως ορατή έκφραση της εξουσίας - και επιπλέον της ομορφιάς και της χάρης της δημοκρατικής Αθήνας, όπως και η τραγωδία με διαφορετικό τρόπο. Και αυτά τα δύο φαίνεται πως αποτελούσαν ένα σύνολο.
 
Συγχρόνως ο κατά κανόνα μάλλον μεγάλος αριθμός των ορφανών του πολέμου μαρτυρούσε τα πολλά θύματα που έπεσαν για χάρη της ελευθερίας των Ελλήνων, και φυσικά των συμμάχων, καθώς και για χάρη του μεγαλείου της πόλης. Σε αυτήν την πράξη, που τιμούσε εκ νέου τους πεσόντες, πρόβαλλε την κοινωνική πρόνοια της πόλης και επέτρεπε στα ορφανά πολέμου την αποδοχή τους στον κύκλο των εν ενεργεία πολιτών, όπως σε κάθε άλλον νέο άνδρα, σε αυτήν λοιπόν την πράξη έπρεπε να τονιστεί και αυτό το στοιχείο.
 
Οι δύο αυτές όψεις - η δύναμη και η θυσία - παρουσίαζαν στο θέατρο με εντελώς εντυπωσιακό τρόπο την αθηναϊκή ηγεμονία, προτού αρχίσει η παράσταση. Το τι σκέφτονταν οι σύμμαχοι πάνω σε αυτό είναι άλλο θέμα, πάντως οι Αθηναίοι ολοφάνερα δεν νοιάζονταν. Οι Αθηναίοι δεν προσπαθούσαν να συγκαλύψουν την “τυραννίδα” τους (που την πρόβαλλαν έτσι με διάφορους τρόπους) ή τουλάχιστον δεν προσπαθούσαν να μην την επιδείξουν τόσο φανερά ή τελικά να μην την υπερτονίσουν. Οπωσδήποτε καταλαβαίνουμε διαφορετικά οτιδήποτε λέγεται στις τραγωδίες σχετικά με την ηγεμονία και την τυραννίδα, αν έχουμε υπόψη μας την έναρξη των θεατρικών παραστάσεων. Είναι πολύ εύκολο να συνδέσουμε με την ίδια την πόλη μερικές απόψεις για τους τυράννους και τους γενναίους ήρωες. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η δημόσια επίδειξη των χρημάτων εγκαινιάστηκε με την αρχή του πελοποννησιακού πολέμου, επομένως πολύν καιρό αφότου ο τύραννος έγινε τραγικός ήρωας.
 
Επιπλέον ήδη από τότε είναι πιθανόν ότι οι ιδιαίτερες τιμητικές διακρίσεις ανακοινώνονταν στο θέατρο και ότι πριν από την παράσταση πραγματοποιούνταν η ετήσια ανανέωση της ισχύος των συμβολαίων μέσω των απεσταλμένων. Μαθαίνουμε ότι οι Σπαρτιάτες έπρεπε να στέλνουν κάθε φορά μετά από τη συνθήκη του 421 π.Χ. μια πρεσβεία στα Μεγάλα Διονύσια (όπως και οι Αθηναίοι, έστελναν πρεσβεία στα Υακίνθεια στη Σπάρτη).
 
Η πολιτική δεν μπορούσε να ξεχαστεί τόσο εύκολα στο θέατρο μετά από μια τέτοια είσοδο, ακόμη και αν στη συνέχεια οι τραγωδίες συνέπαιρναν τους θεατές, ακόμη και αν εκείνοι πίστευαν ότι οι ίδιοι αποτελούσαν εξ ολοκλήρου μέρος του συνόλου της θρησκευτικής γιορτής: οι θεατές έρχονταν συνήθως στεφανωμένοι και ντυμένοι γιορτινά. Κουβαλούσαν ακόμη, ίσιος για να τιμήσουν τον θεό της γιορτής, κρασί και τραγήματα, αφού μάλιστα οι παραστάσεις διαρκούσαν πολύ.
 
Σε ό, τι αφορά τον αριθμό των θεατών, μπορούμε μόνο να πούμε ότι, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν “πολλοί". Στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, εκεί όπου ίσως είχε χτιστεί το θέατρο στην πρωιμότερη μορφή του στις αρχές του πέμπτου αι. π.Χ., μπορούσαν να καθήσουν 14000 μέχρι 17000 θεατές. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη του χώρου των θεατών, ο οποίος στην αρχή βέβαια δεν πρέπει να ήταν μόνιμη κατασκευή. Υπέρ της άποψης ότι πραγματικά οι θεατές ήταν πάρα πολλοί συνηγορούν και άλλες μαρτυρίες, όπως λόγου χάρη το γεγονός ότι είχαν ληφθεί και κάποια μέτρα, όχι ακριβώς γνωστά σε μας, που ρύθμιζαν την είσοδο των θεατών. Αυτό το καθήκον το ανέθεταν σε έναν “εργολάβο”, που αναλάμβανε να διορίσει αρμόδιους για την τήρηση της τάξης. Αυτός ήταν πιθανώς υπεύθυνος και για τη διαμόρφωση του χώρου των θεατών, ιδιαίτερα των θέσεων. Ως αμοιβή είχε το δικαίωμα να εισπράττει το αντίτιμο των εισιτηρίων. Ο Περικλής δεν θα επέτρεπε να πληρώνει το δημόσιο ταμείο για τους φτωχότερους πολίτες της πόλης, αν εκείνοι δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τις παραστάσεις.
 
Εκτός από τους πολίτες και τους ξένους μπορεί να υπήρχαν και γυναίκες στο κοινό, ίσιος σε χωριστές θέσεις. Η παράδοση δεν είναι ομόφωνη πάνω σε αυτό το ζήτημα. Στους νέους είναι βέβαιο ότι επιτρεπόταν η είσοδος, τουλάχιστον στους άρρενες.
 
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ανάμεσα στους θεατές μόνον οι μισοί ήταν ενήλικοι άρρενες πολίτες, τότε αυτό σημαίνει ότι, όταν το θέατρο ήταν γεμάτο, μόλις το ένα τέταρτο των πολιτών ήταν παρόν.
 
Αίνιγμα παραμένει κατά πόσο οι θεατές ήταν σε θέση να παρακολουθούν τα έργα. Τρία προβλήματα προκύπτουν: το θέατρο του Διονύσου δεν ήταν τόσο καλά χτισμένο όσο η πολύ πιο κλειστή κατασκευή της Επιδαύρου. Στην Αθήνα η απόσταση από την πρώτη μέχρι την τελευταία σειρά έφτανε τα ογδόντα περίπου μέτρα, ενώ στην Επίδαυρο μόλις τα πενήντα. Οι ειδικοί υπολογίζουν για τα σύγχρονα κλειστά θέατρα ότι το βάθος της αίθουσας δεν πρέπει να ξεπερνά τα τριάντα με σαράντα μέτρα. Από την άλλη μεριά δεν διατυπώνεται κανένα παράπονο - στις κωμωδίες π.χ. - σχετικά με το ότι το μεγαλύτερο μέρος των θεατών δεν μπορούσε να καταλάβει τα λόγια και τα τραγούδια. Σύγχρονοι μελετητές προσπάθησαν να εντοπίσουν διάφορες μεθόδους βελτίωσης της ακουστικής, όμως τίποτε από αυτά δεν μπορεί να αποδειχτεί. Αν τα προσωπεία, με τα οποία εμφανίζονταν πάντα οι υποκριτές, ήταν έτσι φτιαγμένα, ώστε να λειτουργούν σαν ηχεία, αυτό θα περιόριζε την εμβέλεια της φωνής. Ένα μόνο μπορούμε να θεωρήσουμε σίγουρο: ότι οι ηθοποιοί πρέπει να είχαν εξαιρετικά δυνατές φωνές και ανάλογη εκπαίδευση. Αυτό ίσιος πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι ο αριθμός των ηθοποιών δεν ξεπερνούσε τους τρεις για κάθε τραγωδία (και επομένως αυτοί θα πρέπει να έπαιζαν περισσότερους από έναν ρόλους: έτσι θα ήταν σχετικά λίγοι αυτοί που θα χρειάζονταν δυνατή φωνή. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι στο χώρο της εκκλησίας του δήμου στην Πνύκα η μέγιστη απόσταση από το βήμα του ομιλητή μέχρι την άκρη του χώρου ήταν 40 μέτρα, και ο χώρος είχε μια μικρή ανηφορική κλίση.).
 
Ίσως οι θεατές να κάθονταν πολύ πυκνά, ίσως οι πιο πάνω σειρές να προορίζονταν μάλλον για τους μη-πολίτες και τις γυναίκες. Πάντως η παρουσία στο θέατρο δεν πρέπει να σήμαινε πάντα δυνατότητα ακουστικής επαφής. Ο αγώνας είχε βέβαια και αρκετά οπτικά θέλγητρα - τους χορούς, τη γλώσσα του σώματος (που ενδεχομένως μπορούσε να αντικαταστήσει την έκφραση του προσώπου). Έτσι το κείμενο, που είναι το μόνο που διαθέτουμε εμείς, δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για όσους κάθονταν στα απομακρυσμένα έδρανα. Ίσως ο ποιητής να είχε δώσει στον προάγωνα τουλάχιστον μια γενική εικόνα του περιεχομένου. Άλλες λεπτομέρειες της υπόθεσης πάλι μπορεί να διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, αλλά είναι βέβαιο ότι το πολύ δέκα χιλιάδες θεατές μπορούσαν να σχηματίσουν ολοκληρωμένη αντίληψη των έργων.
 
Μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με το κατά πόσο αυτοί οι θεατές ήταν σε θέση να καταλάβουν το περιεχόμενο. Οπωσδήποτε γνώριζαν το θέμα, δεν έπασχαν από υπερπληροφόρηση και, καθώς ήταν μέτοχοι μιας κατά βάση προφορικής παιδείας και είχαν συγχρόνως εξασκηθεί στις λαϊκές συνελεύσεις, τις συνεδριάσεις της βουλής κλπ., πρέπει να είχαν μια σχετικά υψηλή προσληπτική ικανότητα. Επιπλέον τους ήταν οικεία πολλά στοιχεία που εμείς τα αντιλαμβανόμαστε μετά από επίπονη φιλολογική έρευνα. Αν συνυπολογίσουμε την ποσότητα ειδικών γνώσεων και καλλιέργειας που μπορεί να διαδοθεί ευρέως στην περίπτωση που η παιδεία επικεντρώνεται μόνο σε ορισμένα αντικείμενα, τότε μπορούμε να δεχτούμε ότι η τραγωδία πρέπει να γινόταν αρκετά καλά κατανοητή από τα πλατιά λαϊκά στρώματα των πολιτών της Αττικής. Επιπλέον οι Αθηναίοι είχαν τη φήμη κοινού ασυνήθιστα απαιτητικού. Ήταν παθιασμένοι ακροατές.
 
Μένει ακόμη ένα τρίτο πρόβλημα: κατά πόσο δηλαδή διατηρούνταν κάτι από την απόλαυση εννέα τραγωδιών (και μαζί τριών σατυρικών δραμάτων) μέσα σε τρεις μέρες. Δεν πρέπει να προκαλούσε κάποια σύγχυση ο καταιγισμός των παραστάσεων; Είχαν οι θεατές τόσο μεγάλη ικανότητα συγκέντρωσης ή μήπως δεν πήγαιναν και τις τρεις μέρες στο θέατρο; Ή μήπως μεθούσαν με τα έργα όπως με το κρασί που κουβαλούσαν μαζί τους; Η παράσταση ήταν για αυτούς πάνω από όλα ένα θέαμα; Έφευγαν έχοντας σχηματίσει μιαν αξιολογική κρίση και, ακόμη, θυμούνταν χωρία που τους άγγιξαν περισσότερο; Ή μήπως τους εντυπωνόταν και κάτι σημαντικό από το περιεχόμενο, ας πούμε το νόημα της Ορέστειας-, Και τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που δεν ανεβάζονταν τριλογίες με θεματική ενότητα αλλά εννέα έργα εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους;
 
Μόνον αντιμετωπίζοντας τέτοια και παρόμοια ερωτήματα μπορούμε να καταλάβουμε πόσο ξένοι μας είναι τέτοιοι “γιορταστικοί αγώνες”, και επίσης ίσως μπορούμε και να διαπιστώσουμε ότι η αττική θεατρική παράδοση δεν θα ήταν σε θέση να παραγάγει τόσο μεγάλα έργα, αν δεν προϋπήρχε πραγματικό ενδιαφέρον, το οποίο μάλιστα δεν περιοριζόταν μόνο στη μέρα της παράστασης. Αυτό μαρτυρούν παραδείγματος χάρη μεταγενέστερες αναφορές σε παλαιότερα έργα, που βέβαια δεν ήταν σε όλους κατανοητές αλλά οπωσδήποτε μπορούσαν να ανακαλέσουν κάποια στοιχεία στη μνήμη των θεατών.
 
Όλα τα έργα διδάσκονταν μόνο μία φορά τον πέμπτο αιώνα στην Αθήνα. Μόλις τον τέταρτο αιώνα άρχισαν να γίνονται επαναδιδασκαλίες, και από τα παράπονα του Αριστοτέλη, ότι στην εποχή του οι υποκριτές εκτιμούνταν περισσότερο από τους ποιητές, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ενδιαφέρον της εποχής για τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη αφορούσε περισσότερο στα ίδια τα έργα. Πρόκειται για μιαν ασυνήθιστα υψηλή παραγωγή, μιαν ιδιαίτερη χαρά για το παιχνίδι, τη διαρκή ανανέωση, την ερμηνεία και την ανάπλαση υλικού από τη μυθολογία. Αλλά ακόμη πρόκειται και για μιαν εξισορρόπηση, ένα απαραίτητο αντιστάθμισμα σε όσα είχαν να αντιμετωπίσουν καθημερινά οι Αθηναίοι, τόσο στον χώρο της πολιτικής όσο και της ιδιωτικής ζωής.
 
Στο τέλος των Διονυσίων συγκαλούνταν συνέλευση του λαού στο θέατρο, κατά την οποία συζητούνταν η πορεία της γιορτής, οι θυσίες, η πομπή, ο αγών της τραγωδίας, ακόμη και οι χειρισμοί του άρχοντα και όλα όσα είχαν συμβεί. Δινόταν έτσι η ευκαιρία να ακουστούν παράπονα. Οι πρώτες μαρτυρίες που διαθέτουμε για αυτήν τη συνέλευση και το αντικείμενό της προέρχονται μόλις από τον τέταρτο αιώνα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε θεσπιστεί ήδη τον πέμπτο. Το γεγονός ότι η δημοσιότητα και ο έλεγχος ήταν τόσο διευρυμένα ανταποκρίνεται σε όλα όσα γνωρίζουμε για την αττική δημοκρατία. Αυτό θα αποτελούσε μιαν επιπλέον απόδειξη για τη σημασία της γιορτής για τους πολίτες της Αττικής και για τη μεγάλη σπουδαιότητα που απέδιδαν στην άψογη εκτέλεση των πάντων.
 
Προπάντων όμως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, όπως και μέσα από πολλές άλλες διαδικασίες για την οργάνωση της γιορτής του Διονύσου, κάτι αξιοσημείωτο: ότι δηλαδή για τους πολίτες της Αττικής μετρούσε πολύ η υψηλή ποιότητα των τραγικών έργων και ότι επομένως αυτά που μας παραδίδονται αντιπροσωπεύουν από μιαν άποψη τον κανόνα, ακόμη και αν ξεχωρίζουν. Έντονο δημόσιο ενδιαφέρον και πολύπλευρος έλεγχος έχουν κατά κανόνα ως αποτέλεσμα να ριψοκινδυνεύονται λίγα πράγματα, να προσπαθεί κανείς να κρατηθεί από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και να είναι όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένος και αρεστός. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με το αντίθετο όλων αυτών.
 
Ο Αριστοφάνης λέει κάπου ότι οι τραγωδίες υπάρχουν για να διαπαιδαγωγούν τους πολίτες και να διδάσκουν συγχρόνως τους ενήλικες. Αλλά εδώ πρέπει είτε να εννοήσουμε την αγωγή με mo ευρεία σημασία ή να δεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο: με μια συζήτηση, μια πραγμάτευοη σημαντικοί ερωτήσεων, την αφομοίωση νέ(»ν στοιχείων στον κόσμο των αντιλήψεων, στα ήθη και τη θρησκεία - και για τη μεταβολή τους. Όλα αυτά δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συμπεριλαμβάνονταν εξαρχής στο σχέδιο δημιουργίας της τραγωδίας. Αυτές οι λειτουργίες αναπτύχτηκαν παράλληλα με την τραγωδία, με την ιστορία των πολιτών της Αττικής, που, αν τη δούμε με προσοχή, αποτελεί την πιο αξιοθαύμαστη από όσες έχει να παρουσιάσει η παγκόσμια ιστορία.
 
Επίμετρο: Το γεγονός ότι απαγορεύτηκε ρητά η συνδιδασκαλία του έργου του Φρυνίχου Μιλήτου Άλωσις ήδη στη δεκαετία του 490 π.Χ. μου φαίνεται πως ενισχύει την υπόθεση ότι τις παραστάσεις στο θέατρο του Διονύσου ακολουθούσαν - τακτικά ή τουλάχιστον ευκαιριακά - παραστάσεις σε διάφορα αττικά τοπικά θέατρα. Αυτό συνεπάγεται ότι ο αριθμός όσων μπορούσαν τελικά να δουν τραγωδίες ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από εκείνον που χωρούσε το θέατρο της πλαγιάς της Ακρόπολης.
 
Επιπλέον μαρτυρούνται θεατρικές παραστάσεις και αγώνες και στον Πειραιά, την Ελευσίνα, καθώς και σε μια σειρά άλλων αττικών κοινοτήτων, ενμέρει ήδη από τον πέμπτο αιώνα.

ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ;

Το έργο του Ηροδότου στο μεγαλύτερο μέρος βασίζεται σε προσωπική έρευνα («ιστορίη»), κατά την οποία ο ιστορικός άντλησε πληροφορίες από διάφορες γραπτές και προφορικές πηγές. Στις γραπτές πηγές κατατάσσονται οι επιγραφές σε αναθήματα, τα επιγράμματα σε αναμνηστικά μνημεία και οι χρησμοί, πού τους παραθέτει με ιδιαίτερη φροντίδα.
 
Επίσημα έγγραφα, με τη σημερινή έννοια της λέξεως, δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε πολλά. Ενδείξεις μόνο υπάρχουν εδώ και εκεί. Είναι πιθανόν π.χ. οι πληροφορίες για τη διαίρεση του περσικού κράτους σε σατραπείες και σε φορολογικά διαμερίσματα να προέρχωνται από επίσημους καταλόγους.
 
Παλαιότερα ανάμεσα στις γραπτές πηγές είχε υπερτονιστεί ο ρόλος του έργου των λογογράφων, ιδιαίτερα των «Περσικών» του Χάρωνος του Λαμψακηνού και των «Λυδικών» του Ξάνθου. Η έλλειψη βεβαιότητος όμως ως προς τον χρόνο της συγγραφής των έργων αυτών μας κάνει σήμερα επιφυλακτικούς. Έτσι ως μόνη ασφαλής πηγή από τα έργα των παλαιοτέρων λογογράφων μένει το έργο του Εκαταίου, πού το μνημονεύει ρητά ο Ηρόδοτος.
 
Εκτός από τις γραπτές πηγές ο Ηρόδοτος βασίσθηκε και στην προφορική παράδοση των λαών πού επισκέφθηκε. Επειδή όμως οι πηγές αυτές από τη φύση τους είναι πιο επισφαλείς, θα δούμε αμέσως παρακάτω τον τρόπο, με τον οποίο τις χρησιμοποίησε.
 
Επειδή ένα μεγάλο μέρος, τόσο από τις γραπτές όσο και από τις προφορικές πηγές, προερχόταν από αλλόγλωσσους λαούς, είναι πολύ πιθανόν ότι ο Ηρόδοτος χρησιμοποίησε και διερμηνείς· αυτών ακριβώς τις πληροφορίες ήταν πολύ πιο δύσκολο να ελέγξει.
 
Η εξέταση των πηγών του Ηροδότου μας προϊδεάζει και για τη μεθοδολογία του, πού στη βάση της είναι εμπειρική, γιατί ο ιστορικός βασίζεται πιο πολύ στην αυτοψία. Το έργο του ιστορικού στο μεγαλύτερο του μέρος είναι καρπός της προσωπικής του έρευνας, και μόνο όπου η προσωπική έρευνα δεν του επαρκεί καταφεύγει στις πληροφορίες των άλλων. Και στο σημείο αυτό πάλι το ίδιο του το έργο μας διαφωτίζει. Στο δεύτερο βιβλίο ο Ηρόδοτος περνάει από την περιγραφή της χώρας των Αιγυπτίων στη διήγηση μιας επιτομής της ιστορίας τους, ως εδώ, λέει, μίλησαν η παρατήρηση μου («όψις»), η κρίση μου («γνώμη») και η προσωπική μου έρευνα («ιστορίη»)· από εδώ και πέρα θα βασισθώ σ' αυτά πού άκουσα από άλλους («κατά [τα] ήκουον»).
 
Χαρακτηριστικά είναι ακόμη και αυτά πού αναφέρει στο έβδομο βιβλίο μιλώντας για τους Αργείους : «εγώ είμαι υποχρεωμένος να διηγούμαι αυτά πού μου λένε· να τα πιστέψω ωστόσο δεν είμαι καθόλου υποχρεωμένος. Και ο λόγος αυτός ας ισχύει για όλη μου την ιστορία».
 
Ο Ηρόδοτος, είτε βασίζεται στην «όψιν» τη δική του είτε στα «λεγόμενα» των άλλων- η φράση «λέγειν τα λεγόμενα» έχει γίνει χαρακτηριστική για τη μεθοδολογία του-υποβάλλει το υλικό του σε κριτικό έλεγχο, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε ξένες πληροφορίες. Ο έλεγχός του έχει πολλές διακυμάνσεις- ξεκινάει από αγνωστικισμό ή σκεπτικισμό και φθάνει ως την απροκάλυπτη κοροϊδία. Γι' αυτό φράσεις όπως «ουκ ατρεκέως έχω λέγειν», «ουκ έχω ειπείν», «ταύτα δε ου πιστά» και άλλες παρόμοιες επανέρχονται πολύ συχνά στο έργο του. Όταν πάλι έχει να κάνη με αφηγήσεις πού αντικρούονται, η πιο συνηθισμένη του τακτική είναι να τις παραθέτει, χωρίς να επιδιώκει σύνθεση ή να παίρνει θέση, πράγμα πού κάνει πολύ σπάνια. Χαρακτηριστικό ακόμη για τη μέθοδό του είναι πώς δηλώνει σχεδόν πάντοτε επώνυμα τις πηγές του.
 
Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις του κριτικού ελέγχου του ιστορικού.
 
Στο τέταρτο βιβλίο δείχνει αγνωστικισμό για την ιστορία του Ζάλμοξι πού έλεγαν ότι έζησε τρία χρόνια σε ένα «κατάγαιον οίκημα» και πού και ο ίδιος δεν ξέρει αν πρέπει να τον πει άνθρωπο ή επιχώριο θρακικό δαίμονα.
 
Στο δεύτερο βιβλίο απορρίπτει ως ανοησίες («ταύτα δε λέγουσι φλυηρέοντες ..») όσα του διηγήθηκαν στη Σάη για τα αγάλματα των κοριτσιών, πού κατά την παράδοση τα είχαν στήσει με κομμένα χέρια, για να θυμίζουν το παράπτωμα τους, ενώ ο ίδιος βλέποντας τα κάτω από τα αγάλματα νόμισε πώς είχαν πέσει από τον χρόνο. Στο ίδιο βιβλίο δεν δέχεται («εμοί μεν ου πιστά λέγοντες») τις παράδοξες ιστορίες πού του διηγήθηκαν στην Αίγυπτο για τα κατορθώματα του ιερού πουλιού φοίνικος.
 
Στο έβδομο βιβλίο παραθέτει τις εκδοχές και των άλλων Ελλήνων και των Αργείων για την αποχή των τελευταίων από τους Περσικούς πολέμους με τη δήλωση πού είδαμε, πώς αυτός δηλαδή οφείλει να αναφέρει όσα του λένε, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωμένος και να τα πιστεύει.
 
Τέλος στο έκτο βιβλίο με κατηγορηματικό τρόπο, ασυνήθιστο για τον Ηρόδοτο («θώμα δε μοι, και ουκ ενδέκομαι τον λόγον . . .»), ανασκευάζει την υποψία-τη «διαβολή», κατά τη γνώμη του ιστορικού, - πώς οι Αλκμεωνίδες είχαν συνεργασθεί με τον Δάτι και τον Ιππία.
 
Παρ' όλο όμως τον αναμφισβήτητο έλεγχο πού ασκεί ο Ηρόδοτος στις πληροφορίες του, στο έργο του διαπιστώνονται ορισμένα λάθη πού στο παρελθόν υπερτονίσθηκαν από αυστηρούς-κάποτε και κακόβουλους-κριτικούς του ιστορικού, και κλόνισαν την πίστη στην αξιοπιστία του. Αλλά η πρόοδος των ιστορικών επιστημών (της ιστορίας, αρχαιολογίας, επιγραφικής κλπ.) έδειξε ότι ο Ηρόδοτος είναι ευσυνείδητος συλλέκτης του υλικού του· το καταχωρεί με σχολαστικότητα στο έργο του και όταν ακόμη ο ίδιος δεν το πιστεύει.
 
Και η τακτική αυτή αποδείχθηκε πολύτιμη. Έτσι διασώθηκαν χρήσιμες πληροφορίες, πού, ενώ ο ίδιος τις θεωρού-σε απίστευτες («ου πιστά»), γιατί οι δικές του γνώσεις δεν τον βοηθούσαν να τις καταλάβει ή να τις εξηγήσει, σήμερα αποδείχθηκαν «πιστότατες» από τη σύγχρονη έρευνα και δυνάμωσαν την πίστη μας στο έργο του.
 
Ενδεικτικές περιπτώσεις, όπου επαληθεύεται ο Ηρόδοτος, είναι η διήγηση του για την ιστορία των Αργείων αδελφών, του Κλεόβιδος και του Βίτωνος, η οποία επιβεβαιώθηκε από αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα.
     
Η λεπτόλογη περιγραφή του ευπαλίνειου υδραγωγείου στη Σάμο επαληθεύθηκε ως την τελευταία της διάσταση και στο παρελθόν, αλλά και από πρόσφατες εργασίες πού συνεχίζονται ακόμη.
 
Οι δύο λύκοι πού οδηγούν τον Αιγύπτιο ιερέα σε μια εορτή, όπως αποκάλυψε η αιγυπτιολογία, είναι δύο βοηθοί πού φορούν προσωπίδα λύκου στη λιτάνευση του θεού Όσιρι.
 
Το σαγήνευμα (= ψάρεμα) των ανθρώπων, πού αναφέρει στο έκτο βιβλίο και πού τόσο το είχαν παλαιότερα εκμεταλλευθεί, για να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του Ηροδότου, νεώτερη έρευνα έδειξε πώς είναι μια παλαιά ανατολική τακτική πού την εφάρμοζαν και στο κυνήγι και στον πόλεμο.
 
Στο τέταρτο βιβλίο διηγείται τον περίπλου της Λιβύης (= Αφρικής), πού πραγματοποίησαν Φοίνικες ναύτες με εντολή του Φαραώ Νεκώ. Ξεκίνησαν από την Ερυθρά θάλασσα, έκαναν τον γύρο της Αφρικής και έφθασαν στην Αίγυπτο από τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ). Όταν ύστερα από χρόνια γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν πώς «... περιπλώοντες την Λιβύην τον ήλιον έσχον ες τα δεξιά». Αυτό ο Ηρόδοτος το απορρίπτει χαρακτηρίζοντας το απίστευτο («ου πιστά»). Και όμως οι Φοίνικες αυτοί είχαν παρακάμψει το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος! Ακολουθώντας πορεία αντίθετη με τους θαλασσοπόρους της Αναγεννήσεως, ενώ έπλεαν προς Ν. ξαφνικά παρέκαμψαν το Ακρωτήριο και, καθώς έπλεαν πια προς Δ., βρέθηκαν με τον ήλιο στα δεξιά τους («ες τα δεξιά»)!
 
Οπωσδήποτε η συστηματική μελέτη του έργου του Ηροδότου αποκάλυψε ορισμένες ανακρίβειες, όπως είναι η μεταμόρφωση του Ναβουχοδονόσορος σε γυναίκα με το όνομα Νίτωκρις, η αλλαγή του Μίθρα σε θεά και μερικές ακόμη.
     
Όμως τα σφάλματα αυτά δεν βαραίνουν σε σχέση με το τόσο πλούσιο και ετερόκλητο υλικό πού συγκέντρωσε ο ιστορικός στο έργο του. Καθώς μάλιστα πολλά από τα στοιχεία του τα έπαιρνε από άλλους, δεν είναι περίεργο να παρεξήγησε κάτι ή να έπεσε θύμα των πληροφοριοδοτών του, πού κάποτε, για λόγους αστάθμητους του έλεγαν ψέματα, θα ήταν ωστόσο, υπερβολή η διαπίστωση μερικών σφαλμάτων να γενικεύεται και να αμφισβητείται η αξιοπιστία του ιστορικού στο σύνολο της.
      
Ο Ηρόδοτος «πατέρας της ιστορίας»
 
            Επίμαχο παραμένει για τους ερευνητές το θέμα αν και κατά πόσο ο Ηρόδοτος είναι ιστορικός, με τη σημερινή έννοια της λέξεως, και αν ο παλαιός χαρακτηρισμός του Κικέρωνος, πού τον ονόμασε «πατέρα της ιστορίας», του αξίζει.
 
Η ιδιομορφία του έργου του-πολυστρώματο και αρχαϊκό καθώς είναι - αλλά πολλές φορές και ο τρόπος με τον οποίο τον πλησίασαν οι μελετηταί του, προκάλεσαν πολλούς και διαφορετικούς χαρακτηρισμούς. Από τους αρχαίους επικριτές του, για να περιορισθούμε σε δύο, ο Κτησίας τον είπε ψεύτη και «λογοποιό», ενώ ο Πλούταρχος έγραψε ολόκληρο λίβελλο εναντίον του, οπού τον αποκάλεσε κακοήθη διαστρεβλωτή της ιστορικής αλήθειας.
 
Στα νεώτερα χρονιά, κυρίως στον προηγούμενο αιώνα, τον χαρακτήρισαν ασυνείδητο λογοκλόπο, και η αυστηρή φιλολογική και ιστορική υπερκριτική έκανε το καθετί για να βρει λάθη και ανακρίβειες στο έργο του και να του αμφισβητήσει και αυτό τον τίτλο του ιστορικού. Αυτά τα ίδια όμως χρονιά δεν έλειψαν και οι υπερασπιστές του ιστορικού. Άλλοι τον είπαν βαθυστόχαστο γνώστη και αναλυτή της ανθρώπινης μοίρας και άλλοι μεγάλο ιστορικό πού είναι βέβαιος για τον σκοπό του.
 
Η στάση των σύγχρονων μελετητών απέναντι στον ιστορικό έχει μεταστραφεί. Δέχονται ότι ο χαρακτηρισμός του Κικέρωνος δεν είναι υπερβολικός και ότι η πατρότης της ιστορικής έρευνας ανήκει πραγματικά στον Ηρόδοτο. Σ' αυτό συνετέλεσαν οι γνώσεις πού αποκτήθηκαν με την πρόοδο των ιστορικών επιστημών, αλλά και οι ειδικές μελέτες, πού εξέτασαν το έργο του ιστορικού με διαφορετικό μάτι. Τώρα βασική προϋπόθεση θεωρείται να μην εξετάζεται το έργο του Αλικαρνασσέως ιστορικού ούτε ως καθαρό καλλιτέχνημα ούτε ως στεγνή επιστημονική ιστορία, αλλά ως μία σύνθεση πού συνενώνει αξεδιάλυτα και τα δύο αυτά στοιχεία. Έτσι κοιταγμένο ικανοποιεί και τον κοινό αναγνώστη με τη φρεσκάδα και την άνετη αφήγησή του, και τον αυστηρό ιστορικό πού έχει πολλά να συλλέξει από αυτό. Ο Ηρόδοτος στην ιστορία του δεν διηγείται μόνο τα περίεργα και τα παράξενα πού είδε και έμαθε, αλλά δίνει και συγκεκριμένο ιστορικό υλικό πού αναφέρεται στην πολιτική, πολεμική και πολιτιστική ιστορία των αρχαίων λαών. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός, του, και ας φθάνει σ' αυτόν με κάποια λοξοδρόμηση.
 
Κάτι πού έβλαψε πολύ τον Ηρόδοτο είναι η εσφαλμένη συνήθεια να αξιολογείται σε σχέση με τον Θουκυδίδη. Το ορθό είναι να αντιμετωπίζεται το έργο του αυτόνομο, έτσι όπως είναι, και να λαμβάνεται υπ' όψη η κληρονομιά που βρήκε και στην οποία οφείλονται τα αρχαϊκά στοιχεία του έργου του, καθώς και η κρίσιμη μεταβατική εποχή στην οποία έζησε. Τότε γίνεται φανερό πώς ο Ηρόδοτος είναι μεγάλος καλλιτέχνης του λόγου και άξιος ιστορικός.
     
Βέβαια ο Ηρόδοτος έχει και ορισμένες βασικές αδυναμίες, όπως είναι η αναρμοδιότης του στα στρατιωτικά, η αδυναμία να ερμηνεύσει σωστά τις πολεμικές πράξεις ως αποτελέσματα πού απορρέουν από αίτια πολιτικά, οικονομικά κ.ά. Υστερεί δηλαδή ο Ηρόδοτος, όπως συνήθως τονίζεται, ακριβώς στα σημεία εκείνα, στα οποία υπερτερεί ο Θουκυδίδης και τα οποία κάνουν τον τελευταίο τον πιο μεγάλο ιστορικό του αρχαίου κόσμου. Όμως και με τις αδυναμίες αυτές ο Ηρόδοτος, για την εποχή πού επισκοπούμε παίρνει τη δεύτερη αμέσως θέση μετά τον Θουκυδίδη.
 
Το έργο του Ηροδότου δεν γνώρισε ούτε στην αρχαιότητα ούτε στα νεώτερα χρονιά την πλατιά διάδοση πού είχε το έργο άλλων ιστορικών, κάποτε και κατώτερης αξίας. Ο Ηρόδοτος στάθηκε ο παραγνωρισμένος και αδικημένος της ιστορίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ιστορία του δεν διαβαζόταν καθόλου και ότι ο ιστορικός δεν είχε θαυμαστές και μιμητές. Και μόνο το γεγονός ότι ένα κείμενο γραμμένο σε διάλεκτο, εκτεταμένο και δύσκολο, όπως το δικό του, σώθηκε στο σύνολό του, ενώ τόσα και τόσα άλλα χάθηκαν, είναι απόδειξη πώς ο Ηρόδοτος ποτέ δεν έπαψε να διαβάζεται.
 
Απηχήσεις από το Ηροδότειο έργο υπάρχουν ήδη στον Σοφοκλή, στον Ευριπίδη και στην Αττική κωμωδία. Το ιστορικό έπος του Χοιρίλου «Περσικά», από τον Ηρόδοτο δανείζεται το υλικό του. Από τον ίδιο ιστορικό αντλεί πολλά και ο Αριστοτέλης, για να γράψει την «Αθηναίων Πολιτεία» του και ας τον κατηγορεί συχνά. Ο Θεόπομπος στο κύριο έργο του τον μιμείται, αν και αδέξια, ενώ προηγουμένως είχε κάμει και μια επιτομή των ιστοριών του σε δυο βιβλία. Οι πάπυροι από τους ελληνιστικούς χρόνους, που σώζουν αποσπάσματα από το έργο του, μαρτυρούν για την επιβίωσή του στην εποχή αυτή. Ένας μάλιστα πάπυρος δείχνει πως τον Ιστορικό τον είχε υπομνηματίσει ο μεγάλος φιλόλογος της εποχής Αρίσταρχος. Πλατιά όμως διάδοση η ιστορία του γνωρίζει στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο Διονύσιος ο Αλλικαρνασεύς μελετά επισταμένα το έργο του και μας χαρίζει, λεπτές παρατηρήσεις, ενώ ο Αρριανός και ο Λουκιανός ομολογούν απερίφραστα τον θαυμασμό τους για το ύφος του και τον μιμούνται.

Στη βυζαντινή εποχή φαίνεται πώς το έργο του Ηροδότου δεν το μελετούσαν και πολύ και ίσως αυτό να οφείλεται στη γλωσσική του μορφή. Ωστόσο ο Φώτιος μας δίνει περίληψη του ηροδότειου έργου στη «Βιβλιοθήκη» του, ενώ ο Ιωάννης ο Κίνναμος, ιστορικός του 12ου αϊ. μ.Χ., τον μιμείται.
 
Νέα διάδοση του έργου του Ηροδότου παρατηρείται στην Αναγέννηση, οπότε με τις εξερευνήσεις δημιουργείται κλίμα ανάλογο με αυτό πού χαρακτηρίζει το έργο του.
 
Σήμερα, όπως είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε πολλές φορές, αναθεωρήθηκαν οι παλαιότερες αντιλήψεις για τον Αλικαρνασσέα ιστορικό και αποκαταστάθηκε η αξία του. Το πλούσιο ιστορικό υλικό για την αρχαία Ελλάδα, άλλα και για τους ανατολικούς λαούς, πού διέσωσε, πλουτίζει τις γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο, πού διαφορετικά θα ήταν πολύ περιορισμένες. Το έργο του είναι το πρώτο ιστορικό σύγγραμμα στον ευρωπαϊκό χώρο με ευρύτητα στο περιεχόμενο και με πλατιά τοπικά και χρονικά όρια, πού μας δίνει ένα πανόραμα της ιστορίας και του πολιτισμού ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου. Από την άποψη αυτή δικαιολογημένα το έργο του τον τοποθετεί στην αρχή της ευρωπαϊκής ιστορίας και ίσως δεν είναι υπερβολή αν πούμε πώς ο Ηρόδοτος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος Ιστορικός

Πώς να μιλήσεις στην κόρη σου για την πρώτη της περίοδο;

Έχεις κόρη που πλησιάζει στην εφηβεία και έχει αρχίσει να έχει απορίες που σε δυσκολεύουν;  Συνειδητοποιείς ότι το μικρό σου κοριτσάκι μεγαλώνει και γίνεται γυναίκα;

Τι κάνεις γι’ αυτό;  Πρέπει να αρχίσεις να κάνεις σιγά σιγά κάποιες συζητήσεις μαζί της ξεκινώντας από την πιο βασική: την πρώτη της περίοδο. Σε αγχώνει ακόμα και η χρήση του όρου;  Άλλωστε  η πρώτη περίοδος σηματοδοτεί και το πέρασμα από το παιδί στη γυναίκα. Μετά την περίοδο, ακολουθεί η συζήτηση περί σεξουαλικότητας και προφυλάξεων.

Φρικάρεις και νομίζεις ότι είναι νωρίς; Στην… εποχή σου δεν ήταν έτσι τα πράγματα; Ναι αλλά οι καιροί αλλάζουν! Και παρόλο που ενημερώνεται πλέον συνεχώς από το Ίντερνετ που δεν μπορείς να ελέγξεις 100%, η δικιά σου κουβέντα και συμβουλή έχει άλλη βαρύτητα!

Η λέξη «περίοδος» αποτελεί ταμπού για πολλές μανάδες παρόλο που οι καιροί έχουν αλλάξει…

Πότε είναι η κατάλληλη περίοδος να κάνετε την κουβέντα;
Το να μιλήσεις στην κόρη σου αφού της έρθει περίοδος μάλλον δεν έχει νόημα… Κάπως έτσι θα έγινε ίσως με τη δική σας μητέρα που ντρεπόταν πολύ περισσότερο από εσάς.

Επειδή έχει παρατηρηθεί επιστημονικά μια πρόωρη ήβη στα κορίτσια 8-10 ετών σε σχέση με παλιότερα, είναι καλό η συζήτηση να γίνει νωρίς σε ηλικία 3-6 ετών, ιδανικά μετά τα 4 για να μπορείτε να συνεννοηθείτε.

Είναι καλό το παιδί να είναι προετοιμασμένο και να το θεωρεί κάτι φυσικό αλλά και να ξέρει περίπου τι πρέπει να κάνει όταν αδιαθετήσει.

Βρες τις κατάλληλες λέξεις
Είναι δύσκολο το ζήτημα αλλά φέρσου έξυπνα και διπλωματικά. Ξεκίνησε πρώτα ρωτώντας την αν ξέρει κάτι και τι ξέρει γι΄αυτό και μετά κάντε την να καταλάβει ότι δεν είναι ούτε κάποια ασθένεια αλλά ούτε είναι κάτι βρώμικο. Είναι κάτι φυσικό και μάλιστα ολοκληρώνει μια γυναίκα ενώ χάρις σ’αυτό θα μπορέσει μια μέρα να γίνει μητέρα.

Πότε περίπου έρχεται η περίοδος – Συχνότητα
Εξήγησε στο παιδί σου  ότι η περίοδος φυσιολογικά έρχεται περίπου μετά τα 10. Μίλησε της για τους κανόνες υγιεινής που πρέπει να ακολουθεί, τα κατάλληλα εσώρουχα που πρέπει να φοράει, τα ατυχήματα που μπορεί να έχει… Κάντε έναν ευχάριστο διάλογο χρησιμοποιώντας παραδείγματα από δική σας περίπτωση.

Όταν δεν εκτιμάς, παύεις να αγαπάς

Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα
 
Το κυριότερο είναι να μη λέτε ψέματα στον ίδιο σας τον εαυτό. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιά αλήθεια ούτε μέσα του ούτε και στους άλλους.
 
Κι έτσι χάνει κάθε εκτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεκτίμηση. Μην εκτιμώντας κανέναν, παύει να αγαπάει. Και μην έχοντας την αγάπη, αρχίζει να παρασέρνεται από τα πάθη και την ακολασία για να απασχοληθεί και να διασκεδάσει. Έτσι φτάνει στην απόλυτη κτηνωδία, και όλα αυτά επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του.
 
Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό.
 
Σε τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ’ όνειρό τους. Και να’ ναι σα μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν.

Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως-ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ’ όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε τον σκοπό σας, μα αντίθετα ξεφύγατε απ’ αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα ‘χετε φτάσει στο σκοπό.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζοφ

Βάλτε όρια παντού για να μην πληγώνεστε συνεχώς

Κρατάς μια παθητική στάση, ελπίζοντας πως το άτομο που σου έχει επιτεθεί λεκτικά και σε έχει προσβάλει, σύντομα “θα έρθει στα καλά του”, θα καταλάβει τι έκανε και θα ζητήσει συγγνώμη. Μάταια.
 
Πιστεύουμε πως είναι μέσα στην ανθρώπινή μας φύση να συγχωρούμε. Η αλήθεια είναι ότι η συγχώρεση που και που, δε βλάπτει. Αλλά, αν διαρκώς συγχωρείς την κακή συμπεριφορά του άλλου, τότε την ενισχύεις. Πράγμα που φυσικά δεν ωφελεί καμιά από τις δύο πλευρές.
 
Αυτό συμβαίνει σε όλων των ειδών τις σχέσεις (ερωτικές, επαγγελματικές, φιλικές). Αν συνεχώς συγχωρούμε και επιτρέπουμε την κακή συμπεριφορά, τότε δείχνουμε στον άλλον ότι δεν έχουμε όρια και ότι η συμπεριφορά του είναι εντάξει. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που έχουν ροπή προς την επίθεση – φωνάζουν, βρίζουν, προσβάλλουν, πετούν αντικείμενα, σπάνε πράγματα, ασκούν σωματική βία- συνεχίζουν να έχουν αυτή την συμπεριφορά αν δουν ότι τους συγχωρούν. Είναι σαν να γίνεται στο μυαλό τους μια ταύτιση ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ= ΕΓΚΡΙΣΗ.
 
Αυτό όμως πρέπει να σταματά κάπου. Αλλά πώς μπορείς να δείξεις ξεκάθαρα σε κάποιον, ότι πλέον δεν θα δεχτείς καμία συμπεριφορά που σε πληγώνει; Είναι πολλοί εκείνοι που δεν μπορούν να καταλάβουν τι έκαναν και σε αναστάτωσαν ή σε προσέβαλαν. Μην έχεις την εντύπωση ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαβάζουν τις σκέψεις σου. Άρχισε να βάζεις τα όριά σου και δείξε τα (παρακαλώ σημείωσε ότι η παρακάτω συμβουλή – όπως και όλο το άρθρο- αναφέρεται μόνο στην λεκτική βία και όχι στη σωματική βία).
 
Να θυμάσαι το ΕΔΕΜ, όπου:
 
Ε= έκφραση. Έκφρασε ότι θέλεις να του/της πεις. Για παράδειγμα: «Θέλω να σου μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο μου φώναξες /μίλησες/συμπεριφέρθηκες».
 
Δ= δήλωση. Δήλωσε ποιο είναι το πρόβλημα. «Δε μου είναι καθόλου ευχάριστο όταν μου επιτίθεσαι. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι θυμό και αναστάτωση και δείχνει από πλευράς σου μια συμπεριφορά που δε σου ταιριάζει».
 
Ε= επιχείρημα. Δείξε ποιο θα είναι το πλεονέκτημα του να συμπεριφερθεί καλύτερα. «Στο μέλλον, αν έχεις κάτι να μου πεις, θα ήταν καλύτερα να μου το λες χωρίς φωνές και προσβολές. Αυτό θα σε κάνει να φαίνεσαι αυτό που είσαι, ένας κοινωνικός ή τρυφερός άνθρωπος ή ένας επαγγελματίας (ανάλογα την σχέση), θα τονώσει το ηθικό μου και θα βοηθήσει στην ομαλή λειτουργία της σχέσης μας, πράγμα που είμαι σίγουρος/η ότι θέλεις και εσύ».
 
Μ= μπορούμε. Κάνε μια νέα συμφωνία λέγοντας: «Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι από εδώ και στο εξής στις συζητήσεις μας θα εκλείψουν προσβολές και φωνές; Μπορούμε να έχουμε επικοινωνία χωρίς να γινόμαστε επιθετικοί. Κι οι δύο καταλαβαίνουμε καλύτερα την ήρεμη και χαλαρή γλώσσα».
 
Με αυτό τον τρόπο βγαίνεις από την παθητική στάση χωρίς να προσβάλλεις τον άλλον, δε χάνεις την ψυχραιμία σου, ώστε να προβείς σε αντεπίθεση – που δε θα οδηγήσει πουθενά- και πάνω απ' όλα βάζεις τα όριά σου. Κάποιοι μπορεί να τηρήσουν την συμφωνία, κάποιοι άλλοι όχι. Εσύ όμως ήσουν ειλικρινής και κατηγορηματικός/η κι αν συνεχίσεις να το κάνεις, τότε θα εισπράττεις περισσότερο σεβασμό.
 
Και να θυμάσαι πως κανέναν δε βοηθάει να ζει με την ψευδαίσθηση ότι η συμπεριφορά του είναι ΟΚ , όταν στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι και πληγώνει τους άλλους. Ξεκάθαρος, συνοπτικός και ευθύς λόγος είναι αυτό που χρειάζεται τουλάχιστον για την αρχή… μετά βλέπουμε…

Το δώρο της μοναξιάς

Η μοναξιά μπορεί να είναι λυτρωτική, όταν αποτελεί επιλογή, και κατάρα, όταν επιβάλλεται αναγκαστικά. Συνοδεύει ανθρώπους πρωτοπόρους σε κάθε δημιουργική σύλληψή και καταδιώκει τους απόκληρους θεατές των κοινωνικών επιτυχιών των άλλων. Καταζητείται από πολυάσχολους παντρεμένους με παιδιά, που θεοποιούν το ένα λεπτό απομόνωσης, και αφορίζεται από όσους ορίζουν τον εαυτό τους ως επιτομή των σχέσεών τους. Οι ψυχολόγοι ξορκίζουν την κατάσταση αυτή με παιχνίδια ρόλων, ασκήσεις διεκδικητικότητας, ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και δραστηριότητες αποκρυπτογράφησης των λεκτικών και εξωλεκτικών ερεθισμάτων.
 
Η μοναξιά, και ειδικά η παρατεταμένη, αντιμετωπίζεται ως νοσηρή παρέκκλιση σε έναν κόσμο, που προσμετρά την κοινωνική καταξίωση με το εύρος κι όχι το βάθος των δικτύων. Ως χαρακτηριστικό των αδύναμων και των μη ευέλικτων, που αδυνατούν να ακολουθήσουν τους φρενήρεις ρυθμούς και τις ανατροπές. Ως καταφύγιο ανθρώπων, που δεν μπόρεσαν να εδραιώσουν τις σταθερές τους και οπισθοχώρησαν σε μία ναρκισσιστική απομόνωση.
 
Κι όμως. Τελευταίες έρευνες καταδεικνύουν ότι καμία υστέρηση στην ικανότητα αντίληψης και ερμηνείας των γλωσσικών και μη λεκτικών σημάτων ή των κοινωνικών δεξιοτήτων δεν υφίσταται στους εραστές, αυτόκλητους και μη, της μοναξιάς.
 
Ούτε καν μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια υποστήριξης ενός αδύναμου εγώ, που τρέμει την απόρριψη και αποφεύγει τη διακινδύνευση.
 
Αντίθετα, αυτό που φαίνεται πως καθηλώνει τη δράση, είναι μία υπέρμετρη υπευθυνότητα και ανάληψη της ευθύνης, όσον αφορά την πορεία και την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων εκ μέρους των μοναχικών ατόμων. Τα μοναχικά άτομα χρεώνονται την αποτυχία ολοκληρωτικά. Επενδύουν τόσο πολύ στις επαφές τους, που έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να προτιμήσουν την απόσυρση, παρά να αναπαράγουν ένα φαύλο κύκλο κενής και ανούσιας επικοινωνίας. Επιθυμούν τόσο δυνατά τη γόνιμη αλληλεπίδραση, που αποθαρρύνονται πλήρως, αν διαπιστώσουν ότι δεν έχει τις προδιαγραφές, για να εξελιχθεί έτσι.
 
Λίγοι όμως καταλαβαίνουν την αυτο-θυματοποίηση, επειδή η μηχανισμοί άμυνας της εκλογίκευσης και της άρνησης τους ξεγελούν.
 
Το κοινωνικό άγχος επιτείνεται και εσπευσμένες επιλογές ή αστοχίες το ενδυναμώνουν. Η μοναξιά είναι μία κατάσταση του μυαλού, κατά την οποία η επιδίωξη της επικοινωνίας υπάρχει σε τόσο έντονο βαθμό, που αυξάνεται η αγωνία κατάκτησής της. Αν και κάποιοι επιστήμονες θεωρούν πως η προδιάθεση είναι γενετική, περιβαλλοντικοί παράγοντες και η ηλικία την ενισχύουν. Στις ακραίες της μορφές αποτελεί σύμπτωμα κατάθλιψης, αποφυγής και διαταραχών μνήμης. Παγιδεύει το αυτοσυναίσθημα, παρασύρει σε παρανοϊκές σκέψεις και προκαλεί διακυμάνσεις στον ύπνο, την όρεξη, τη διατροφή, την άσκηση, την ευεξία. Προσβάλλει την ποιότητα ζωής και συσχετίζεται με καρδιακά νοσήματα.
 
Η μοναξιά είναι εντονότερη σε πολιτισμούς, όπου το συλλογικό έχει υποκατασταθεί ανεπιτυχώς με την ατομική ανέλιξη και τον ανταγωνισμό. Τα κοινωνικά δίκτυα στο Ίντερνετ δεν μπορούν να βελτιώσουν την αίσθηση της απόσυρσης, ενώ σύμφωνα με τον Cacioppo η μοναξιά είναι μεταδοτική: Πρόσωπα που περιελάμβαναν έναν μοναχικό φίλο στις επαφές τους αύξαναν κατά 52% την πιθανότητα να επηρεαστούν από τις απόψεις του.
 
Η μοναξιά είναι μία ένδειξη πως κάτι πρέπει να αλλάξει στη ζωή εκείνου, που τη βιώνει, ειδάλλως οι συνέπειες θα επηρεάσουν τον ψυχολογικό και πνευματικό τομέα. Τα κοινωνικά δίκτυα προσφέρουν ροή της πληροφορίας, συναισθηματική υποστήριξη, γνωριμίες για εξεύρεση συντρόφου και εναύσματα δημιουργικής απασχόλησης.
 
Δυστυχώς, οι καιροί δεν παρέχουν πολλαπλές ευκαιρίες, αλλά αντίθετα επιζητούν αφορμές για περιθωριοποίηση.
 
Αναρωτηθείτε λοιπόν πόσο συχνά αισθάνεστε πως δεν έχετε κανέναν, που να μπορεί να σας καταλάβει, ότι η κοινωνία αυτή δε φτιάχτηκε για σας, πως εκείνοι με τους οποίους κάποτε επικοινωνούσατε, τώρα διαβαίνουν το δικό τους δρόμο, ότι σας θυμούνται μόνο αν σας χρειάζονται, ότι περιστοιχίζεσθε από άσχετους και εκλάβετέ το ως ένδειξη καθολικής αλλαγής.

Γιατί οι άλλοι μας επηρεάζουν τόσο πολύ;

Αποτέλεσμα εικόνας για Γιατί οι άλλοι μας επηρεάζουν τόσο πολύ;Η κοινωνική ψυχολογία εξηγεί:
Μπορεί να νομίζουμε ότι ελέγχουμε πλήρως τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μας. Αλλά η κοινωνική ψυχολογία έχει διαφορετική άποψη. Η επιστήμη της κοινωνικής ψυχολογίας διερευνά το πώς σκεφτόμαστε, επηρεαζόμαστε και σχετιζόμαστε με τους γύρω μας. Είμαστε κοινωνικά όντα και αλληλεπιδρούμε σε κάθε τομέα της ζωής μας. Για την ακρίβεια, περνάμε το 70-80% των ωρών που είμαστε ξύπνιοι σε κάποιο είδος επικοινωνίας. Κατά μέσο όρο, το 30% της ημέρας είμαστε πομποί και το 45% δέκτες.

Ένα σημαντικό μάθημα που έχουμε διδαχθεί από την κοινωνική ψυχολογία είναι η επιρροή που έχουν οι άλλοι πάνω μας. Οι έρευνες υποδεικνύουν ότι δεν ελέγχουμε τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μας τόσο όσο πιστεύουμε. Λαμβάνουμε ερεθίσματα από το περιβάλλον μας, ειδικά από άλλα άτομα, στο πώς να δρούμε.

Πώς μας επηρεάζουν οι ομάδες;Ας αναλογιστούμε λίγο την έννοια της συλλογικής πόλωσης. Σημαίνει ότι τα μέλη μιας ομάδας ενισχύουν μεταξύ τους τις κοινές απόψεις και ιδέες τους. Η συλλογική πόλωση με αυτό τον τρόπο ενισχύει τη δυναμική της ομάδας και ενώνει περισσότερο τα μέλη της. Σε μια έρευνα που πραγματοποίησαν οι Γάλλοι ψυχολόγοι Serge Moscovici και Marisa Zavalloni, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να εκφράσουν την άποψη τους για τον Γάλλο πρόεδρο. Ύστερα, τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τη στάση τους προς τους Αμερικάνους. Μετά το πέρας των συνεντεύξεων, τα ίδια θέματα συζητήθηκαν σε συνθήκες ομάδας.

Μετά τη συζήτηση, οι ομάδες που είχαν μια πιο διστακτική άποψη κινήθηκαν σε πιο ακραία επίπεδα. Για παράδειγμα, υπήρχαν συμμετέχοντες που είχαν μια ελαφρώς θετική στάση προς τον Γάλλο πρόεδρο. Αλλά οι απόψεις τους μετά την ομαδική συζήτηση μεγεθύνθηκαν. Όσοι συμμετέχοντες επίσης είχαν ελαφρώς αρνητική στάση απέναντι στους Αμερικάνους, κινήθηκαν προς πιο ακραίες στάσεις, αφού άκουσαν περισσότερες απόψεις για εκείνους.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι η επιρροή της ομάδας φαίνεται να προκαλεί μια αλλαγή στάσεων, κατά την οποία τα υποκείμενα είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν μια πιο ακραία οπτική. Όταν οι αβέβαιες απόψεις μας αντανακλώνται πίσω σε εμάς, οι πεποιθήσεις μας ενδυναμώνονται. Μάλιστα, απολαμβάνουμε ιδιαιτέρως να συναναστρεφόμαστε με άτομα που έχουν παρόμοιες ή ίδιες απόψεις και πεποιθήσεις με εμάς.

«Αν το κάνουν οι άλλοι, τότε αυτό είναι το σωστό»Υπάρχει μια μέθοδος που οι περισσότεροι χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε τι πρέπει να κάνουμε, να σκεφτούμε και να αγοράσουμε: είναι η αρχή της κοινωνικής απόδειξης. Για να μάθουμε ποιο είναι το σωστό, κοιτάμε τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι. Στο βιβλίο του Influence: The psychology of persuasion, ο ψυχολόγος Robert Cialdini αναφέρει ότι: «Είτε η ερώτηση είναι για το τι να κάνουμε με ένα άδειο κουτί popcorn στο σινεμά, είτε το πόσο γρήγορα να τρέξουμε στο δρόμο, ή ακόμα και το πώς να φάμε το πιάτο που μας σέρβιραν σε ένα τραπέζι, οι πράξεις εκείνων που μας περιτριγυρίζουν είναι αυτές που θα καθορίσουν και την απάντηση». Η κοινωνική απόδειξη αποτελεί τον εύκολο δρόμο ρύθμισης της συμπεριφοράς μας.

Οι επιστήμονες έχουν χρησιμοποιήσει την αρχή της κοινωνικής απόδειξης για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Σε μια έρευνα, ο Albert Bandura και οι συνεργάτες του εργάστηκαν με μια ομάδα μικρών παιδιών που φοβόντουσαν τους σκύλους. Τα παιδιά παρακολούθησαν ένα αγοράκι 4 χρονών να παίζει χαρούμενα με έναν σκύλο για 20 λεπτά τη μέρα για 4 μέρες. Μετά από αυτές τις 4 μέρες, το 67% των παιδιών ήταν πια πρόθυμο να μπει σε ένα πάρκο για σκύλους, για να παίξει μαζί τους. Όταν οι ερευνητές συνάντησαν μετά από ένα μήνα τους ίδιους συμμετέχοντες, διαπίστωσαν ότι το ίδιο ποσοστό ήταν ακόμα πρόθυμο να πλησιάσει έναν σκύλο για παιχνίδι. Η συμπεριφορά του μικρού παιδιού τελικά ήταν η παρέμβαση που χρειαζόταν για την καταπολέμηση της φοβίας των παιδιών.

Γιατί οι άλλοι μας επηρεάζουν τόσο πολύ;Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι οι άλλοι επηρεάζουν κατά πολύ τη συμπεριφορά μας. Ένας λόγος γι’ αυτό το φαινόμενο είναι ο πολύπλοκος κόσμος στον οποίο ζούμε. Χρησιμοποιούμε τις αποφάσεις των άλλων ως κατευθυντήριες γραμμές και ως μια «νοητική συντόμευση», ώστε να κινηθούμε στη ζωή μας με μεγαλύτερη ευκολία. Ο Άγγλος φιλόσοφος και μαθηματικός Alfred North Whitehead έγραψε ότι «Ο πολιτισμός αναπτύσσεται, επεκτείνοντας τον αριθμό των λειτουργιών που μπορούμε να επιτελέσουμε, χωρίς να τις σκεφτούμε».

Ο Cialdini στο βιβλίο του χρησιμοποιεί το παράδειγμα των διαφημιστών, οι οποίοι θέλουν να μας πληροφορήσουν ότι ένα προϊόν αξίζει την αγορά μας. Δε χρειάζεται να μας πείσουν για τις ιδανικές του ιδιότητες. Αυτό που έχουν να κάνουν είναι μόνο να μας πουν ότι οι άλλοι το έχουν αγοράσει και έχουν πειστεί για την ποιότητά του. Έτσι, ο Cialdini τονίζει ότι οι καταναλωτές συχνά χρησιμοποιούν αυτή την απλή μέθοδο: ό,τι είναι δημοφιλές, είναι και καλό.

Ακολουθώντας το πλήθος, μπορούμε να λειτουργούμε μέσα σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον, αφού οι περισσότεροι δε διαθέτουμε τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο για να ενημερωθούμε σε βάθος για τα πάντα και να αξιολογήσουμε το καθετί γύρω μας. Αντιθέτως, βασιζόμαστε σε σημάδια όπως η δημοτικότητα. Αν όλοι οι άλλοι το αγοράζουν, είναι πιο πιθανό αυτό το αντικείμενο να είναι καλό, οπότε αξίζει την προσοχή μας.

Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος που οι άλλοι μας επηρεάζουν είναι ότι η κοινωνική μας φύση. Έχουμε επιβιώσει λόγω της ικανότητας μας να ενώνουμε τις δυνάμεις μας. Οι πρώτοι άνθρωποι που λειτουργούσαν ομαδικά ήταν πιο πιθανό να επιβιώσουν. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει επηρεάσει την ψυχολογία μας. Η προσαρμοστική συμπεριφορά διευκολύνει κάποιον να γίνει αποδεκτός από την ομάδα και έτσι αυξάνει την πιθανότητα επιβίωσης του.

Στο εξελικτικό μας παρελθόν, οι πρόγονοί μας βρίσκονταν υπό συνεχή απειλή. Η κοινή, συλλογική γνώση ήταν αυτή που τους βοηθούσε τελικά να επιβιώσουν μέσα σε έναν επικίνδυνο και αβέβαιο κόσμο. Οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουμε κληρονομήσει τέτοιες προσαρμοστικές συμπεριφορές.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι η επίγνωση και η ανάλυση του φαινομένου της κοινωνικής επιρροής μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των κοινωνικών μας σχέσεων. Μπορούμε να μάθουμε πότε αυτή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος μας και πότε πρέπει να έχουμε την επιλογή να διαχωριστούμε από τους άλλους και να διαμορφώνουμε μια διαφορετική αντίληψη, στάση και συμπεριφορά.

Η σιωπή

Σταμάτησα εδώ και καιρό να ακούω φωνές μέσα στο μυαλό μου. Θέλησα να μαχαιρώσω τις σκέψεις μου, να ματώσουν, ένα πρωινό που ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα που ζούσα. Κοντραρίστηκα άπειρες φορές με φωνές που στρίγγλιζαν μέσα μου ζητώντας μου να καταραστώ όλους όσους με πείραξαν, μα δεν επέλεξα να το κάνω.

Κατάφερα το πιο δύσκολο, να μετριάσω την οργή μου, να σιωπήσει η αδικία μέσα μου και μετά έφυγα για πάντα μακριά τους. Η σιωπή γύρω μου ήταν γαλήνια και λυτρωτική, μα για τους γύρω μου ήταν αφόρητα βαριά και ανεξήγητη. Αισθάνθηκα πολύ όμορφα όταν ξεκίνησα να παίρνω αποστάσεις ασφαλείας. Μεγαλύτερο όπλο από την σιωπή δεν υπάρχει τελικά.

Σταμάτησα να είμαι μόνο εγώ ο σημαδεμένος και η αδικημένος. Οι ρόλοι ως δια μαγείας αντιστράφηκαν και σημαδεύτηκαν άλλοι τώρα από τις αβάσταχτες μου σιωπές. Αντίκρισαν τις αλήθειες μου και τον θόρυβο που έκαναν οι σκέψεις μου χωρίς να πω μισή κουβέντα. Άλλαξαν άρδην την συμπεριφορά τους απέναντί μου. Λες και έφαγαν κλωτσιά στα πόδια.
Τους φανερώθηκε ο δικός μου κόσμος και δεν τους άρεσε καθόλου τελικά...

Τους έσπρωξα όσο μπορούσα πιο μακριά μου με τις σιωπές μου, απαλλάχθηκα από το αβάσταχτο βάρος της κριτικής τους προς το πρόσωπό μου. Έκλεισα τα μάτια μου ασφαλής πια και δεν φοβόμουν κάτι. Δεν ήθελα κάτι άλλο τώρα.

Η ησυχία μου και η ηρεμία μου είχαν επανέλθει και το μυαλό μου ησύχαζε πια μακριά από τις βρώμικες ανάσες τους και τα μολυσματικά τους λόγια. Δε θέλησα να λύσω αυτούς τους κόμπους που μας ένωναν. Τους έκοψα και ησύχασα δια παντός από δαύτους.

Πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος;

Διότι αυτός που έχει τη γνώμη ότι κάτι είναι εκ φύσεως καλό ή κακό βρίσκεται σε διαρκή ταραχή: όταν του λείπουν αυτά που θεωρεί πως είναι καλά, πιστεύει ότι τον καταδιώκουν τα εκ φύσεως κακά, και κυνηγάει, όπως νομίζει, αυτά που είναι αγαθά – όταν πάλι αποκτήσει αυτά που θεωρεί αγαθά, πέφτει σε ακόμη μεγαλύτερη ταραχή, από την παράλογη και πέρα από κάθε μέτρο έπαρσή του και από φόβο μήπως αλλάξουν τα πράγματα κάνει τα πάντα για να μη χάσει αυτά που θεωρεί αγαθά. Απεναντίας, αυτός που δεν ορίζει με βεβαιότητα ποια είναι εκ φύσεως καλά ή κακά ούτε αποφεύγει ούτε επιδιώκει κάτι με ζήλο, μένει γι’ αυτό ατάραχος. Έτσι λοιπόν και οι Σκεπτικοί είχαν την ελπίδα ότι θα αποκτήσουν την αταραξία, κρίνοντας οριστικά την αναντιστοιχία μεταξύ των αντικείμενων της αίσθησης και των αντικειμένων της σκέψης, καθώς όμως δεν κατάφεραν να το επιτύχουν κατέληξαν στην εποχή με τη σειρά της η αταραξία ακολούθησε ως σύμπτωμα την εποχή, όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα.

Σέξτος ο Εμπειρικός, Πυρρώνεια Υποτυπώσεις, Ι,27 και Ι,29

Ο Σέξτος Εμπειρικός ήταν γιατρός και έζησε τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ. Τα ιατρικά του έργα έχουν χαθεί, σώζονται όμως σε τρία βιβλία οι Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις,όπου περιέχονται μια γενική έκθεση του Σκεπτικισμού και αντιλήψεων άλλων φιλοσοφιών. Οι ανασκευές αυτές υπάρχουν και στα έργα αυτού Προς δογματικούς, Προς ηθικούς, Προς μαθηματικούς. Ιδρυτής του σκεπτικισμού είναι ο Πύρρων ο Ηλείος, σύγχρονος του Αριστοτέλη. Αυτός δίδασκε πως η αληθινή φύση των πραγμάτων δε φανερώνεται σε μας και αμφισβητούσε τη δυνατότητα ορθής γνώσης, συνεπώς και ορθής πράξης. Υποστήριζε ότι για όλα τα θέματα υπάρχουν λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι («ισοσθένεια»).

Εποχή: η «εποχή» ορίζεται από τους Σκεπτικούς ως διακοπή ή αναστολή της κρίσης. Χαρακτηρίζεται από τη μη συναίνεση ή συγκατάθεση σε δογματικές θέσεις που σχετίζονται με το πρόβλημα της δυνατότητας της γνώσης.

Τότε Έχω πρόβλημα…

Εάν για να είμαι εγώ ευτυχισμένος,
πρέπει εσύ να κάνεις αυτό και τ’ άλλο.
Και για να είμαι εγώ ευτυχισμένος,
πρέπει να συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο.
Και για να είμαι εγώ ευτυχισμένος,
δεν θα πρέπει να λες αυτά κι αυτά.
Και δεν θα πρέπει ούτε να τα σκέφτεσαι.
Εάν για να μην υποφέρω εγώ,
πρέπει εσύ να θέλεις ακριβώς ό,τι θέλω εγώ,
τη στιγμή ακριβώς που το θέλω
και, βέβαια, να πάψεις να θέλεις οτιδήποτε άλλο
(να μην είναι δηλαδή κάτι
που το θέλεις κάποια στιγμή
που δεν είναι η στιγμή που το θέλω εγώ)… τότε...
Έχω πρόβλημα…

Όμως, υπάρχουν φορές που δεν είμαι τόσο ξεκάθαρος ή δεν θέλω να μάθω πώς έχουν τα πράγματα ή δεν αντέχω να πάρω την ευθύνη για τα λάθη μου, και προτιμώ να σκέφτομαι ότι υποφέρω εξαιτίας σου.

Δεν φεύγω, βέβαια. Μένω.
Γιατί μένω; Και σε κάθε περίπτωση, τι δικαιολογία δίνω στον εαυτό μου;
Πρόσεξε (και μη γελάσεις):
«Ελπίζω ότι θα αλλάξεις…»
Ή, ακόμη χειρότερα:
«Μένω για να σε αλλάξω»,
«Για να καταφέρω να σε κάνω διαφορετικό»,
«Για να σε καταφέρω να θέλεις ακριβώς αυτό που θέλω κι εγώ».
Προς τι όλα αυτά… Μα είναι απλό. Δεν αντέχω την ιδέα να σε χάσω.
Για να μη σε χάσω, θα σε αλλάξω.
Που σημαίνει, πρώτα θα σε βασανίσω και θα βασανιστώ, έστω και αν στο τέλος, μετά απ’ όλα αυτά, καταλήξω να σε χάσω. Τρία δράματα στην τιμή του ενός.