Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Σόλων (1.58-1.63)

Ἔλεγε δὲ τὸν μὲν λόγον εἴδωλον εἶναι τῶν ἔργων· βασιλέα δὲ τὸν ἰσχυρότατον τῇ δυνάμει. τοὺς δὲ νόμους τοῖς ἀραχνίοις ὁμοίους· καὶ γὰρ ἐκεῖνα, ἐὰν μὲν ἐμπέσῃ τι κοῦφον καὶ ἀσθενές, στέγειν· ἐὰν δὲ μεῖζον, διακόψαν οἴχεσθαι. ἔφασκέ τε σφραγίζεσθαι τὸν μὲν λόγον σιγῇ, τὴν δὲ σιγὴν καιρῷ.

[1.59] ἔλεγε δὲ τοὺς παρὰ τοῖς τυράννοις δυναμένους παραπλησίους εἶναι ταῖς ψήφοις ταῖς ἐπὶ τῶν λογισμῶν. καὶ γὰρ ἐκείνων ἑκάστην ποτὲ μὲν πλείω σημαίνειν, ποτὲ δὲ ἥττω· καὶ τούτων τοὺς τυράννους ποτὲ μὲν ἕκαστον μέγαν ἄγειν καὶ λαμπρόν, ποτὲ δὲ ἄτιμον. ἐρωτηθεὶς διὰ τί κατὰ πατροκτόνου νόμον οὐκ ἔθηκε, «διὰ τὸ ἀπελπίσαι,» εἶπεν. πῶς τε ἥκιστ᾽ ἂν ἀδικοῖεν οἱ ἄνθρωποι, «εἰ ὁμοίως,» ἔφη, «ἄχθοιντο τοῖς ἀδικουμένοις οἱ μὴ ἀδικούμενοι.» καὶ «τὸν μὲν κόρον ὑπὸ τοῦ πλούτου γεννᾶσθαι, τὴν δὲ ὕβριν ὑπὸ τοῦ κόρου.» ἠξίωσέ τε Ἀθηναίους τὰς ἡμέρας κατὰ σελήνην ἄγειν. καὶ Θέσπιν ἐκώλυσε τραγῳδίας διδάσκειν, ὡς ἀνωφελῆ τὴν ψευδολογίαν.

[1.60] ὅτ᾽ οὖν Πεισίστρατος ἑαυτὸν κατέτρωσεν, ἐκεῖθεν ἔφη ταῦτα φῦναι. τοῖς τε ἀνθρώποις συνεβούλευσεν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ Περὶ τῶν φιλοσόφων αἱρέσεων, τάδε· καλοκἀγαθίαν ὅρκου πιστοτέραν ἔχε. μὴ ψεύδου. τὰ σπουδαῖα μελέτα. φίλους μὴ ταχὺ κτῶ· οὓς δ᾽ ἂν κτήσῃ μὴ ἀποδοκίμαζε. ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι. συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα, ἀλλὰ τὰ ἄριστα. νοῦν ἡγεμόνα ποιοῦ. μὴ κακοῖς ὁμίλει. θεοὺς τίμα, γονέας αἰδοῦ. φασὶ δ᾽ αὐτὸν καὶ Μιμνέρμου γράψαντος,
αἲ γὰρ ἄτερ νούσων τε καὶ ἀργαλέων μελεδωνέων
ἑξηκονταέτη μοῖρα κίχοι θανάτου,

[1.61] ἐπιτιμῶντα αὐτῷ εἰπεῖν·
ἀλλ᾽ εἴ μοι κἂν νῦν ἔτι πείσεαι, ἔξελε τοῦτον·
μηδὲ μέγαιρ᾽ ὅτι σεῦ τοῖον ἐπεφρασάμην·
καὶ μεταποίησον, Λιγυαστάδη, ὧδε δ᾽ ἄειδε·
ὀγδωκονταέτη μοῖρα κίχοι θανάτου.
Τῶν δὲ ᾀδομένων αὐτοῦ ἐστι τάδε·
πεφυλαγμένος ἄνδρα ἕκαστον, ὅρα
μὴ κρυπτὸν ἔχων ἔχθος κραδίῃ,
φαιδρῷ προσεννέπῃ προσώπῳ,
γλῶσσα δέ οἱ διχόμυθος
ἐκ μελαίνης φρενὸς γεγωνῇ.
Γέγραφε δὲ δῆλον μὲν ὅτι τοὺς νόμους, καὶ δημηγορίας καὶ εἰς ἑαυτὸν ὑποθήκας, ἐλεγεῖα, καὶ τὰ περὶ Σαλαμῖνος καὶ τῆς Ἀθηναίων πολιτείας ἔπη πεντακισχίλια, καὶ ἰάμβους καὶ ἐπῳδούς.

[1.62] Ἐπὶ δὲ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τάδε·
ἡ Μήδων ἄδικον παύσασ᾽ ὕβριν, ἥδε Σόλωνα
τόνδε τεκνοῖ Σαλαμὶς θεσμοθέτην ἱερόν.
Ἤκμαζε μὲν οὖν περὶ τὴν τεσσαρακοστὴν ἕκτην Ὀλυμπιάδα, ἧς τῷ τρίτῳ ἔτει ἦρξεν Ἀθήνησι, καθά φησι Σωσικράτης· ὅτε καὶ τίθησι τοὺς νόμους. ἐτελεύτησε δ᾽ ἐν Κύπρῳ βιοὺς ἔτη ὀγδοήκοντα, τοῦτον ἐπισκήψας τοῖς ἰδίοις τὸν τρόπον, ἀποκομίσαι αὐτοῦ τὰ ὀστᾶ εἰς Σαλαμῖνα καὶ τεφρώσαντας εἰς τὴν χώραν σπεῖραι. ὅθεν καὶ Κρατῖνος ἐν τοῖς Χείρωσί φησιν, αὐτὸν ποιῶν λέγοντα·
οἰκῶ δὲ νῆσον, ὡς μὲν ἀνθρώπων λόγος,
ἐσπαρμένος κατὰ πᾶσαν Αἴαντος πόλιν.

[1.63] Ἔστι δὲ καὶ ἡμέτερον ἐπίγραμμα ἐν τῇ προειρημένῃ Παμμέτρῳ, ἔνθα καὶ περὶ πάντων τῶν τελευτησάντων ἐλλογίμων διείλεγμαι παντὶ μέτρῳ καὶ ῥυθμῷ, ἐπιγράμμασι καὶ μέλεσιν, ἔχον οὕτως·
σῶμα μὲν ἦρε Σόλωνος ἐν ἀλλοδαπῇ Κύπριον πῦρ·
ὀστὰ δ᾽ ἔχει Σαλαμίς, ὧν κόνις ἀστάχυες.
ψυχὴν δ᾽ ἄξονες εὐθὺς ἐς οὐρανὸν ἤγαγον· εὖ γὰρ
θῆκε νόμους αὐτοῖς ἄχθεα κουφότατα.
Ἀπεφθέγξατο δέ, φασί, Μηδὲν ἄγαν. καὶ αὐτόν φησι Διοσκουρίδης ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασιν, ἐπειδὴ δακρύει τὸν παῖδα τελευτήσαντα, ὃν ἡμεῖς οὐ παρειλήφαμεν, πρὸς τὸν εἰπόντα, «ἀλλ᾽ οὐδὲν ἀνύτεις,» εἰπεῖν, «δι᾽ αὐτὸ δὲ τοῦτο δακρύω, ὅτι οὐδὲν ἀνύτω.»

***
Έλεγε ότι ο λόγος είναι εικόνα των έργων. Βασιλιάς, έλεγε, είναι αυτός που έχει την πιο μεγάλη δύναμη. Για τους νόμους έλεγε ότι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης: ο ιστός της αράχνης, αν πέσει πάνω του κάτι ελαφρό και μαλακό, το συγκρατεί· αν όμως αυτό είναι κάτι βαρύτερο, σκίζει τον ιστό και φεύγει. Συνήθιζε επίσης να λέει ότι σφραγίδα του λόγου είναι η σιωπή και η κατάλληλη περίσταση σφραγίδα της σιωπής.

[1.59] Έλεγε επίσης ότι οι άνθρωποι που έχουν δύναμη δίπλα στους τυράννους θυμίζουν τις πετρούλες που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε τους λογαριασμούς μας: όπως η καθεμιά τους άλλοτε σημαίνει κάτι το περισσότερο και άλλοτε κάτι το λιγότερο, έτσι και οι τύραννοι άλλοτε κάνουν τον καθένα τους μεγάλο και τρανό και άλλοτε δεν τον θεωρούν άξιο ούτε για την παραμικρότερη τιμή. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έκανε νόμο για τον πατροκτόνο, απάντησε: «Γιατί είχα την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ». Και πώς θα γινόταν να αδικούν οι άνθρωποι όσο γίνεται λιγότερο; Η απάντησή του ήταν: «Αν αυτοί που δεν αδικούνται αγανακτούν όσο και αυτοί που αδικούνται». Επίσης: «Τον κόρο τον γεννάει ο πλούτος, και ο κόρος τη βίαιη και προκλητική συμπεριφορά». Αξίωσε οι Αθηναίοι να υιοθετήσουν τον σεληνιακό μήνα. Εμπόδισε τον Θέσπη να παρουσιάζει τραγωδίες του, λέγοντας ότι οι ψευδολογίες δεν ωφελούν σε τίποτε.

[1.60] Όταν λοιπόν ο Πεισίστρατος αυτοκατατραυματίστηκε, ο Σόλωνας είπε: «Από κάτι τέτοια προήλθαν όλα αυτά». Όπως λέει ο Απολλόδωρος στο έργο του Για τις φιλοσοφικές σχολές, έδωσε στους ανθρώπους τις ακόλουθες συμβουλές: Δίνε μεγαλύτερη πίστη στην ακεραιότητα του χαρακτήρα παρά στον όρκο· Μη λες ψέματα· Μόνο με σοβαρά και αξιόλογα πράγματα να ασχολείσαι· Αρχή να αναλαμβάνεις, μόνο αφού πρώτα μάθεις να άρχεσαι· Οι συμβουλές σου να μην είναι για τα πιο ευχάριστα, αλλά για τα πιο καλά· Κάνε οδηγό σου το μυαλό· Να μη συναναστρέφεσαι κακούς ανθρώπους· Να τιμάς τους θεούς, να ντρέπεσαι και να σέβεσαι τους γονείς σου. Λένε πως επιτιμώντας τον Μίμνερμο που έγραψε
Δίχως αρρώστιες και χωρίς έγνοιες σκληρές μακάρι
η μοίρα του θανάτου μου να μ᾽ εύρισκ᾽ εξηντάρη,

[1.61] είπε:
Αν θέλεις να μ᾽ ακούσεις, τον στίχο εκείνον πέτα τον,
και μη ζηλεύεις που εγώ το σκέφτηκα καλύτερα·
άλλαξ᾽ τον, φίλε μου, και ας είναι πλέον έτσι το τραγούδι:
μακάρι στα ογδόντα να με βρει η μοίρα του θανάτου.
Από τα τραγούδια που τραγουδιούνταν στα συμπόσια δικό του είναι το ακόλουθο:
Κοίτα καλά τον κάθε άνθρωπο και δες
αν μέσα στην καρδιά του κρύβει μίσος,
—ακόμη κι όταν σου μιλάει με πρόσωπο γλυκό:
μήπως μιλάει με λόγια απατηλά,
που βγαίνουν από μια ψυχή κατάμαυρη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έγραψε τους γνωστούς νόμους, αλλά και δημηγορίες, παραινέσεις προς τον ίδιο τον εαυτό του, ελεγειακά ποιήματα, μαζί και όσα αναφέρονται στη Σαλαμίνα και στο πολίτευμα της Αθήνας, συνολικά πέντε χιλιάδες στίχους, καθώς και ιάμβους και επωδούς.

[1.62] Στο άγαλμά του ήταν γραμμένη η ακόλουθη επιγραφή:
Η Σαλαμίνα, που σταμάτησε τ᾽ άδικο των Μήδων φέρσιμο,
γέννησε αυτόν εδώ τον Σόλωνα, τον θείο νομοθέτη.
Στην ακμή της ηλικίας του βρισκόταν γύρω στην 46η Ολυμπιάδα: στο τρίτο έτος αυτής της Ολυμπιάδας ο Σόλωνας ήταν άρχοντας στην Αθήνα, σύμφωνα με όσα λέει ο Σωσικράτης. Τότε ήταν που θέσπισε και τους νόμους του. Πέθανε στην Κύπρο σε ηλικία ογδόντα χρονών. Οι παραγγελίες που άφησε στους δικούς του ήταν αυτές: να φέρουν τα οστά του στη Σαλαμίνα και, αφού τα αποτεφρώσουν, να σκορπίσουν τη στάχτη στο νησί. Εξού και ο Κρατίνος στους Χείρωνές του τον βάζει να λέει:
Ζω στο νησί, όπως το λέει ο κόσμος όλος,
σπαρμένος σ᾽ ολόκληρη του Αίαντα την πόλη.

[1.63] Υπάρχει και ένα δικό μου επίγραμμα στην Πάμμετρο, τη συλλογή μου (τη μνημονεύσαμε και παραπάνω), στην οποία έκανα λόγο, σε όλα τα μέτρα και σε όλους τους ρυθμούς, σε επιγράμματα και σε λυρικούς στίχους, για όλους τους πεθαμένους ένδοξους άντρες. Ιδού το επίγραμμά μου αυτό: :
Το σώμα του Σόλωνα στα ξένα Κυπριακή το αφάνισε φωτιά·
τα οστά του τα ᾿χει η Σαλαμίνα, στάχτη που έφερε σπαρτά·
μα την ψυχή του οι άξονες ψηλά τη φέραν στα ουράνια:
νόμοι ωραίοι, για τους αστούς πανάλαφρο φορτίο.
Λένε πως είπε το απόφθεγμα «Ποτέ, καμία υπερβολή». Ο Διοσκουρίδης λέει στα Απομνημονεύματά του ότι, όταν κάποιος τον είδε να κλαίει για τον θάνατο του γιου του (για τον οποίο τίποτε άλλο δεν μας είναι γνωστό) και του είπε: «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε», εκείνος απάντησε: «Μα γι᾽ αυτό ακριβώς κλαίω, επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου