Από όσα μπορούμε να διακρίνουμε στον μινωικό αστικό κώδικα, δυο είδη δικαιωμάτων είναι ιδιαίτερα σημαντικά: το πρώτιστο δικαίωμα της πατριάς σε ό,τι αφορούσε στην ιδιοκτησία και την μητριαρχική διαδοχή. Είναι γνωστό ότι η αναγκαστική τέλεση του ενδογαμικού συλλογικού γάμου, μετά την μύηση ανάμεσα στα μέλη δυο ομάδων μιας πατριάς, κράτησε ως την ελληνιστική εποχή. Πρώτοι έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν μια κόρη κληρονόμα, οι άνδρες της ίδιας με αυτήν φυλετικής ομάδας. Αν όμως δεν την θέλουν, τότε οι πιο στενοί της συγγενείς πρέπει να κάνουν καινούργια προσφορά σε όλη την φυλή και να περιμένουν τριάντα μέρες, ώσπου να αποκτήσει το δικαίωμα να αναζητήσει αλλού το σύζυγό της, μόνη της: απομεινάρια μιας εποχής κοινοκτημοσύνης, όπου η γυναίκα, όποια κι αν ήταν τα αισθήματά της, αποτελούσε αγαθό όπως και η γη και που την τύχη της ρύθμιζε η ομάδα. Ενώ στην κλασική Ελλάδα οι γυναίκες που παντρεύονταν, πήγαιναν αμέσως να κατοικήσουν στο σπίτι του συζύγου τους, στην Κρήτη, οι άντρες δεν έπαιρναν στο σπίτι τους τις κοπέλες που παντρεύονταν, παρά μόνο αν ήταν ικανές να ρυθμίζουν μόνες τους τα οικιακά προβλήματα. Έμεναν λοιπόν, όπως και στην μινωική εποχή, στο σπίτι του πατέρα και της μητέρας τους. Σε περίπτωση μοιχείας, το έγκλημα που είχε διαπραχθεί στο σπίτι αυτό, εθεωρείτο πιο μεγάλο και πιο επιλήψιμο, παρά αν είχε γίνει οπουδήποτε αλλού. Ο σύζυγος δεν είχε το δικαίωμα να πουλήσει ή να υποθηκεύσει την προίκα της γυναίκας του. Την ατομική της περιουσία την έλεγχε μετά τον γάμο η ίδια. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό πρωτόγονης νομοθεσίας: άντρας και γυναίκα μπορούσαν να χωρίσουν όποτε ήθελαν. Στην περίπτωση όμως αυτή, η γυναίκα ξανάπαιρνε την προίκα της, τα μισά από όσα είχε αποκτήσει το ζευγάρι και όλα τα ρούχα που είχε κάνει μόνη της.
Στον Κώδικα της Γόρτυνας διατυπώνεται ο όρος ότι είχε το δικαίωμα να πάρει επί πλέον πέντε στατήρες ασήμι, αν ήταν ο σύζυγος που είχε προκαλέσει το διαζύγιο, αλλά ο τελευταίος έπρεπε να προσέξει να μην πάρει η γυναίκα περισσότερα, κι αυτό αποτελεί καινούργιο στοιχείο του γάμου, όταν ό άντρας ζούσε στο σπίτι της νύφης. Είναι αξιοσημείωτο ότι αναφέρονται μόνο τα δικαιώματα της συζύγου, της κληρονόμου κόρης, της χήρας. Αν η γυναίκα πέθαινε άτεκνη, ο σύζυγός της ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την ιδιοκτησία της γυναίκας και το μισό από την τελευταία σοδειά στην φυλετική ομάδα από την οποία είχε προέλθει. Υπολόγιζαν και ανέφεραν την γυναίκα της Κρήτης ανάμεσα στα μέλη της φυλής κι αυτό αποτελεί εξαίρεση στα αρχαίο δίκαιο. Έπαιρνε το προσωπικό της μερίδιο από την κληρονομιά. Μπορούσε να αρνηθεί να παντρευτεί τον πιο στενό της συγγενή σε περίπτωση χηρείας ή διαδοχής, καταβάλλοντας αποζημίωση. Είδαμε ότι είχε το δικαίωμα, αν ανήκε στην τάξη των ελεύθερων, να παντρευτεί επίσημα ακόμη κι έναν δουλοπάροικο και πως, με την προϋπόθεση ότι αυτός θα πήγαινε να ζήσει στην ιδιοκτησία και στο σπίτι της γυναίκας του, διαβίβαζε στα παιδιά της την ευγενική της καταγωγή. Πολλές φορές, μια παντρεμένη μπορούσε να αποκτήσει ελεύθερα ή όχι παιδιά, ανάλογα με το σπίτι όπου γεννούσε.
Όλα αυτά τα σχετικά με τον γάμο χαρακτηριστικά, η ελεύθερη διάθεση της περιουσίας, η κληρονομιά, η διαδοχή, υπογραμμίζουν την υψηλή κοινωνική θέση της Κρητικιάς γυναίκας, χίλια ακόμη χρόνια μετά τον Μίνωα. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι τόσο αυτόν όσο και τ’ αδέλφια του, τους θεωρούσε η παράδοση, πρώτ’ απ’ όλα, σαν τους γιους μιας πριγκίπισσας, της Ευρώπης, και κατά δεύτερο λόγο σαν τα υιοθετημένα παιδιά ενός άνδρα, του Αστερίου ή Αστερίωνα. Ξαναβρίσκουμε τους απόγονους από την πλευρά της μητέρας των Μινωϊτών στην λυκιακή φυλή των Τερμίλων που τους μετέφερε, λένε, ο Σαρπηδών, γιος της Ευρώπης, από την Κρήτη στην Μικρά Ασία. «Τα έθιμά τους, γράφει ο Ηρόδοτος (Α, 173), είναι εν μέρει Κρητικά, εν μέρει Καρικά. Να και ένα που τους είναι τελείως ιδιαίτερο και δεν συναντιέται σε κανένα άλλο λαό. Παίρνουν το όνομα της μητέρας και όχι του πατέρα. Αν ένας π’ αυτούς ρωτήσει τον γείτονά του ποιος είναι, αυτός αναφέρει τη μητέρα του και απαριθμεί τη μητρική γενεαλογία. Αν μια αστή γυναίκα παντρευτεί δούλο, τα παιδιά του θεωρούνται καλής οικογενείας. Αν, όμως, ένας πολίτης, έστω και ο πρώτος από τους πολίτες, έχει γυναίκα ξένη ή παλλακίδα, τα παιδιά τους δεν απολαμβάνουν καμιάς υπολήψεως». Μαθαίνουμε ενδεικτικά ότι αν και οι γυναίκες ανήκαν ομαδικά σε όλη την φυλή, το συνηθισμένο καθεστώς του γάμου ήταν η μονογαμία. Ο Μίνωας είχε μια μόνο νόμιμη γυναίκα, την Πασιφάη. Οι πολυάριθμες παλλακίδες δεν υπολογίζονταν. Αυτό δεν εμπόδιζε τα νόθα παιδιά, όπως ό Μόλος, ό γιος του Δευκαλίωνα, να παίζουν κάποιο ρόλο στην αριστοκρατία.
Στον Κώδικα της Γόρτυνας διατυπώνεται ο όρος ότι είχε το δικαίωμα να πάρει επί πλέον πέντε στατήρες ασήμι, αν ήταν ο σύζυγος που είχε προκαλέσει το διαζύγιο, αλλά ο τελευταίος έπρεπε να προσέξει να μην πάρει η γυναίκα περισσότερα, κι αυτό αποτελεί καινούργιο στοιχείο του γάμου, όταν ό άντρας ζούσε στο σπίτι της νύφης. Είναι αξιοσημείωτο ότι αναφέρονται μόνο τα δικαιώματα της συζύγου, της κληρονόμου κόρης, της χήρας. Αν η γυναίκα πέθαινε άτεκνη, ο σύζυγός της ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την ιδιοκτησία της γυναίκας και το μισό από την τελευταία σοδειά στην φυλετική ομάδα από την οποία είχε προέλθει. Υπολόγιζαν και ανέφεραν την γυναίκα της Κρήτης ανάμεσα στα μέλη της φυλής κι αυτό αποτελεί εξαίρεση στα αρχαίο δίκαιο. Έπαιρνε το προσωπικό της μερίδιο από την κληρονομιά. Μπορούσε να αρνηθεί να παντρευτεί τον πιο στενό της συγγενή σε περίπτωση χηρείας ή διαδοχής, καταβάλλοντας αποζημίωση. Είδαμε ότι είχε το δικαίωμα, αν ανήκε στην τάξη των ελεύθερων, να παντρευτεί επίσημα ακόμη κι έναν δουλοπάροικο και πως, με την προϋπόθεση ότι αυτός θα πήγαινε να ζήσει στην ιδιοκτησία και στο σπίτι της γυναίκας του, διαβίβαζε στα παιδιά της την ευγενική της καταγωγή. Πολλές φορές, μια παντρεμένη μπορούσε να αποκτήσει ελεύθερα ή όχι παιδιά, ανάλογα με το σπίτι όπου γεννούσε.
Όλα αυτά τα σχετικά με τον γάμο χαρακτηριστικά, η ελεύθερη διάθεση της περιουσίας, η κληρονομιά, η διαδοχή, υπογραμμίζουν την υψηλή κοινωνική θέση της Κρητικιάς γυναίκας, χίλια ακόμη χρόνια μετά τον Μίνωα. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι τόσο αυτόν όσο και τ’ αδέλφια του, τους θεωρούσε η παράδοση, πρώτ’ απ’ όλα, σαν τους γιους μιας πριγκίπισσας, της Ευρώπης, και κατά δεύτερο λόγο σαν τα υιοθετημένα παιδιά ενός άνδρα, του Αστερίου ή Αστερίωνα. Ξαναβρίσκουμε τους απόγονους από την πλευρά της μητέρας των Μινωϊτών στην λυκιακή φυλή των Τερμίλων που τους μετέφερε, λένε, ο Σαρπηδών, γιος της Ευρώπης, από την Κρήτη στην Μικρά Ασία. «Τα έθιμά τους, γράφει ο Ηρόδοτος (Α, 173), είναι εν μέρει Κρητικά, εν μέρει Καρικά. Να και ένα που τους είναι τελείως ιδιαίτερο και δεν συναντιέται σε κανένα άλλο λαό. Παίρνουν το όνομα της μητέρας και όχι του πατέρα. Αν ένας π’ αυτούς ρωτήσει τον γείτονά του ποιος είναι, αυτός αναφέρει τη μητέρα του και απαριθμεί τη μητρική γενεαλογία. Αν μια αστή γυναίκα παντρευτεί δούλο, τα παιδιά του θεωρούνται καλής οικογενείας. Αν, όμως, ένας πολίτης, έστω και ο πρώτος από τους πολίτες, έχει γυναίκα ξένη ή παλλακίδα, τα παιδιά τους δεν απολαμβάνουν καμιάς υπολήψεως». Μαθαίνουμε ενδεικτικά ότι αν και οι γυναίκες ανήκαν ομαδικά σε όλη την φυλή, το συνηθισμένο καθεστώς του γάμου ήταν η μονογαμία. Ο Μίνωας είχε μια μόνο νόμιμη γυναίκα, την Πασιφάη. Οι πολυάριθμες παλλακίδες δεν υπολογίζονταν. Αυτό δεν εμπόδιζε τα νόθα παιδιά, όπως ό Μόλος, ό γιος του Δευκαλίωνα, να παίζουν κάποιο ρόλο στην αριστοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου