Ο Αισχύλος υπήρξε ο μεγαλύτερος τραγικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας και του κόσμου όλων των εποχών. Ήταν γιος του Ευφορίωνος, ιερέως της Ελευσίνας που ανήκε σε παλιά μεγάλη οικογένεια. Νέος ακόμα έζησε την εποχή που οι Αθηναίοι νικήσαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Σύμφωνα με τη Σούδα έγραψε 90 τραγωδίες και σατυρικά δράματα και κατά τον βιογράφο του κέρδισε 13 πρώτες νίκες, χωρίς να υπολογίζονται εκείνες που πήρε μετά τον θάνατό του. Απ’ τις τραγωδίες του σωθήκαν 7: Ικέτιδες, Πέρσαι, Επτά επί Θήβας, Προμηθεύς Δεσμώτης, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Οι τρεις τελευταίες αποτελούν την τριλογία Ορέστεια. Ο Αισχύλος πρόσθεσε τη δράση στο λυρικό χορικό και καθιέρωσε τον δεύτερο υποκριτή, ενώ στη μουσική διατήρησε τον Δωρικό τρόπο. Τα έργα του, παρόλο που έχουν απλή και φυσική πλοκή, καταπλήσσουν με την πρωτότυπη εφευρετικότητα του ποιητή, τη δυνατή του φαντασία, το βάθος του θρησκευτικού του συναισθήματος και τη μουσικότητα των στίχων του. Ο Αισχύλος πέθανε στη Γέλα της Σικελίας, όπου είχε πάει μετά από πρόσκληση του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνος.
Δυο λόγια για την "Ορέστεια"
Είναι σχεδόν γενικά παραδεδεγμένο σήμερα, ότι ο Αισχύλος ξεκίνησε από λόγους κυρίως πολιτικούς για ν' ανεβάσει στη σκηνή, το 458 π.Χ., την Τριλογία Ορέστεια, της οποίας βάση είναι ο μύθος του Ορέστη. Ανάμεσα στις μεγάλες δίκες που δικαστήκαν πάνω στον αττικό λόφο, του Αρείου Πάγου, αναφερόταν απ' την παράδοση κι η δίκη του μητροκτόνου Ορέστη. Εκεί, χάρη στην επέμβαση της Αθηνάς, ο μητροκτόνος κηρύχθηκε όχι αθώος, αλλά ελεύθερος απ' τον φόνο. Χάρη του σκοπού, που επεδίωκε ο ποιητής, εισάγει στον μύθο μια μικρή καινοτομία : παριστάνει τον "Άρειο Πάγο" να έχει συσταθεί τότε για πρώτη φορά απ' την Αθηνά κι αποκλειστικά για να δικάσει τον Ορέστη κι απ' αυτό παίρνει αφορμή να εξάρει τη θεϊκή αρχή και τη σπουδαιότητα του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου ή μάλλον πολιτικού Σώματος, το οποίο απ' την εποχή των Μηδικών είχε συγκέντρωση στα χέρια του την ανώτατη διοίκηση της Αθηναϊκής πολιτείας, που όμως τελευταία, το 458 π.Χ.,κινδύνευε να χάσει και τα τελευταία του πολιτικά προνόμια, κάτω απ' τ' αμείλικτα πλήγματα της δημοκρατικής μερίδας, της οποίας ηγείτο ο Περικλής. Συγχρόνως ο ποιητής στο πρόσωπο του Ορέστη παίρνει αφορμή να πανηγυρίσει μ' όλη την πόλη τη συμμαχία που έγινε κείνη την εποχή ανάμεσα στην Αθήνα και το Άργούς, με την οποία εγκαινιαζόταν η νέα, αντίθετη του φιλολάκωνα κι αριστοκρατικού Κίμωνα, εξωτερική πολιτική του Περικλή, που αποσκοπούσε στην ηγεμονία των Αθηνών σ' όλη την Ελλάδα με την ταπείνωση της Σπάρτης.
Εννοείται ότι οι λοιπές μεταβολές που επέφερε ο ποιητής στον μύθο, δεν υπαγορευτήκαν από πολιτικούς λόγους, αλλ' απ' τη σύγκρούση της παλιάς δωρικής παράδοσης προς το αττικό πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκιο των νεκρών (στο οποίο κατά τη δωρική παράδοση επιβάλλει σιγή η βίαιη παρέμβαση του Απόλλωνα που αποκρούει τις Ερινύες με τα βέλη του) ήσαν πράγματα πολύ σεβαστά για τον Αττικό του 5ου π.Χ. αιώνα, ώστε έτσι να ικανοποιείται μ' αυτή τη λύση. Στον Αισχύλο το έγκλημα του Ορέστη δεν δικαιολογείται, δεν αθωώνεται. Ο μητροκτόνος απλώς παίρνει χάρη, με την επέμβάση της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το πιο ανθρώπινο συναίσθημα της επιείκειας.
Οι τραγωδίες που αποτελούν την τριλογία είναι:
1. Αγαμέμνων
2. Χοηφόροι
3. Ευμενίδες (η πιο ανεξάρτητη απ' την όλη ενότητα, ώστε μπορεί να παίζεται ξεχωριστά)
Αγαμέμνων (458 π.Χ.)
Ο Αγαμέμνων που είναι το πρώτο δράμα της τριλογίας Ορέστεια, είναι το δράμα μιας συνταρακτικής αγωνίας που μεγαλώνει απ’ τη μια σκηνή στην άλλη. Στο κέντρο του δράματος, τη στιγμή που περιμένουμε να φανεί ο νικητής βασιλιάς, ο ποιητής εκφράζει - με το στόμα βέβαια του Χορού - καθαρά και συγκεκριμένα τη σκέψη του. Ο Αγαμέμνων δεν είναι το θύμα ζηλότυπων θεών. Η ευτυχία δεν φέρνει αναγκαστικά τη συμφορά. Η δυστυχία είναι πάντα το παιδί του εγκλήματος. Είναι μια δίκαιη κι αναπόφευκτη τιμωρία. Στο άδικο γένος η παλιά αμαρτία γεννάει μια νέα αμαρτία. Ο Χορός των γερόντων λέει:
όμως στα πάντα δίνει τέλος σωστό η δικαιοσύνη!
Η λέξη δικαιοσύνη διαφωτίζει όλη τη συνέχεια του δράματος. Με την είσοδο του Αγαμέμνονα και την προφητική φωνή της Κασσάνδρας η τραγωδία αγγίζει το δραματικότερο σημείο του πάθους. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από φόβο. Σε λίγο ακούγονται οι κραυγές του Αγαμέμνονα που σφάζεται. Η Κλυταιμνήστρα όρθια μπροστά στα ματωμένα πτώματα του βασιλιά και της Κασσάνδρας αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τον Χορό και καυχιέται για το έγκλημά της. Οι Ερινύες όμως που την ακούν, την οικτίρουν. Τα γεγονότα θ’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Η δολοφονία του Αγαμέμνονα θα έχει τις συνέπειές της.
Χοηφόροι (458 π.Χ.))
Το καινούργιο έγκλημα θέλει καινούργια πληρωμή. Αυτό φαίνεται καθαρά απ’ τα πρώτα λόγια του χορικού που λένε οι Χοηφόρες, οι γυναίκες που φέρνουν προσφορές στον τάφο του νεκρού Αγαμέμνονα. Η ίδια η Κλυταιμνήστρα διέταξε αυτές τις προσφορές και τώρα τα κορίτσια μ’ επικεφαλής την Ηλέκτρα προχωρούν προς τον τάφο που δίπλα του έχει κρυφτεί ο Ορέστης ο οποίος γύρισε πίσω στον τόπο του. Γίνεται η αναγνώριση των αδερφών κι ο Ορέστης αποφασίζει το φονικό σχέδιο θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Έτσι πέφτει νεκρός ο Αίγισθος, στο τέλος πέφτει νεκρή κι η Κλυταιμνήστρα. Και σ’ αυτού του έργου το τέλος, όπως και στον Αγαμέμνονα, ο φονιάς στέκεται πάνω απ’ τα πτώματα των δυο θυμάτων του. Όμως ενώ ακόμα ο Ορέστης κάνει τον απολογισμό του, τον αρπάζει η τρέλα (μανία) φέρνοντάς τον έξω απ’ τη σκηνή αναζητώντας τη λύτρωση με τη βοήθεια ενός θεού. Οι Χοηφόρες είναι το δεύτερο δράμα της Ορέστειας. Ο Χορός στο τέλος του δράματος, απαριθμεί τα τρία φοβερά εγκλήματα που σημαδέψαν την οικογένεια των Ατρειδών:
1. Την παιδοκτονία του Θυέστη
2. Τον φόνο του Αγαμέμνονα
3. Τη σφαγή της Κλυταιμνήστρας
Κι αναρωτιέται ως που θα τραβήξει η κατάρα που χτυπάει χρόνια τώρα, το τραγικό παλάτι κι αν θα εξευμενιστεί η πικρή οργή που καταδιώκει τον άθλιο μητροκτόνο !
Ευμενίδες (458 π.Χ.)
Στις Ευμενίδες που είναι η Τρίτη τραγωδία κι αποτελεί την Κάθαρση, οι φοβερές μορφές των Ερινυών, που καταδιώκουν τον Ορέστη, αποτελούν τον Χορό. Η σκηνή με την οποίαν ανοίγει το έργο τις δείχνει αποκαμωμένες, κοιμισμένες, αφού κυνηγήσαν τον Ορέστη ως το ιερό των Δελφών. Εδώ όμως παρουσιάζεται ο Απόλλων κι υπόσχεται τη συμπαράστασή του στον καταδιωκόμενο. Έτσι του παρέχεται ασφαλής συνοδεία ως την Ακρόπολη της Αθήνας, όπου θα βρει δικαστές να δικάσουν την περίπτωσή του (μια απ’ τις σπάνιες αλλαγές σκηνικού χώρου). Εκεί γίνεται μια τυπική δίκη. Η κορυφαία του Χορού απαγγέλλει την κατηγορία μπροστά στους Αθηναίους που έχουν συγκεντρωθεί. Ο ίδιος ο Απόλλων υπερασπίζεται τον Ορέστη κι η Αθηνά αποφασίζει υπέρ του Ορέστη. Την ίδια στιγμή η κρίση αυτή βρίσκει τη θέση της στη σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία : λίγο πριν, το 462 π.Χ. με μια μεταβολή του πολιτεύματος, αποφασίστηκε η μεταφορά στον Άρειο Πάγο της δικαιοπραξίας των φονικών ζητημάτων. Έτσι βλέπουμε ότι ο μητροκτόνος Ορέστης δικάζεται από έναν Άρειο Πάγο που δεν υπήρχε στον καιρό του. Τα πνεύματα της εκδίκησης εξευμενίζονται και σαν Ευμενίδες (καλόγνωμες) πια θεές θα έχουν στην Αθήνα έναν τόπο λατρείας τους στο εσωτερικό της πόλης.
Ικέτιδες (467-458 π.Χ.)
Οι Ικέτιδες είναι η αρχαιότερη τραγωδία του Αισχύλου. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει απ’ το γεγονός ότι ο ρόλος του Χορού είναι κυρίαρχος και τα διαλογικά μέρη είναι μικρά σ’ έκταση, δηλαδή είναι ένα δείγμα της πιο παλιάς μορφής του ποιητή που εξαφανίστηκε και που ο πραγματικός Πρωταγωνιστής είναι ο Χορός (πριν το 472 π.Χ.). Αυτή όμως την άποψη νεότεροι μελετητές δεν τη δεχτήκαν κι έτσι η χρονολογική τοποθέτηση του δράματος αμφισβητείται. Η τραγωδία αυτή πήρε τ’ όνομά της απ’ τον Χορό των Δαναΐδων (κόρες του Δαναού) που διωκόμενες απ’ τους γιους του Αιγύπτου, ζητάν να βρουν άσυλο στο Άργος, σαν Ικέτιδες κοντά στον βασιλιά της πόλης Πελασγό που τις δέχεται παρά τις διαμαρτυρίες εκείνων που τις καταδιώκουν. Σ’ αυτή την τραγωδία καθώς και στους Πέρσες, ο ποιητής απεικονίζει τον πολιτισμό των Ελλήνων σ’ αντίθεση προς τη βία των βαρβάρων της Ασίας και της Αφρικής των οποίων η θρασύτητα έχει υπερβεί τα όρια.
Πέρσαι (472 π.Χ.)
Οι Πέρσαι είναι όπως κι οι Ικέτιδες μια λυρική τραγωδία που έγραψε ο ποιητής στα 50 του χρόνια για να εξυμνήσει τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα. Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι το πιο παλιό του δράμα. Η τραγωδία διαδραματίζεται στα Σούσα όπου φτάνει ο Άγγελος απ’ την Ελλάδα και διηγείται στη βασίλισσα Άτοσσα, τη μητέρα του βασιλιά και τον Χορό που αποτελείται απ’ τους πιο επιφανείς γέροντες του Περσικού Κράτους, την ήττα του πολυάριθμου στρατού. Στο τέλος παρουσιάζεται κι ο ίδιος ο Ξέρξης ντυμένος με κουρέλια, χωρίς συνοδούς, θλιμμένος, αλλόφρονας, ταπεινωμένος, τελείως διαφορετικός από τότε που ξεκίνησε να θρηνεί παράφορα την ήττα. Το τέλος της τραγωδίας αποτελεί Κομμός που μαζί με τον Χορό φανερώνει την απόγνωση του καταρρακωμένου βασιλιά. Το εθνικό πνεύμα που εκπέμπει όλο το δράμα κι η ολοζώντανη περιγραφή του Πέρση Αγγέλου της ελληνικής νίκης, συγκινούν την ψυχή των Ελλήνων κι εξάπτουν το αίσθημα της φιλοτιμίας τους. Την κύρια έννοια της τραγωδίας, δηλαδή την τιμωρία της ύβρεως του Ξέρξη και των Περσών εκφράζει ο ποιητής με τους στίχους:
Ζευς τοι κολαστης των υπερκοπων αγαν Φρονηματων επεστην, ευθυνος βαρθς (473).
Επτά επί Θήβας (467 π.Χ.)
Στους Επτά επί Θήβας (το μεστόν Άρεως δράμα) φανερώνεται όλος ο ενθουσιασμός του ποιητή για τον πόλεμο που γίνεται για την υπεράσπιση της πατρίδας του, και την πρόοδο της δραματικής του τέχνης. Ήρωας στους Επτά επί Θήβας είναι ο Ετεοκλής που εμψυχώνει τον στρατό για την άμυνα της πόλης κατά του εχθρού έτσι που οι επτά στρατηγοί πέφτουν πάνω στα τείχη της πόλης σαν μαθητευόμενοι Γίγαντες. Το αποκορύφωμα του δράματος είναι η σύγκρουση κι ο αλληλοσκοτωμός των δυο αδερφών. Η δύναμη της Ερινύας (η κατάρα του πατέρα) φέρνει μ’ αυτό τον αλληλοσκοτωμό τον όλεθρο όλου του γένους των Λαβδακιδών και περιέχει την κύρια έννοια της τραγωδίας. Το τέλος του έργου είναι αμφισβητούμενο γιατί πιθανόν ν’ άλλαξε με την ευκαιρία μιας μεταγενέστερης επαναδιδασκαλίας. Τη γνώμη του ποιητή για τους συγχρόνους του πολιτικούς φανερώνουν οι στίχοι του που λέγονται για τον Αμφιάραο και υπαινίσσονται τον Αριστείδη:
ου γαρ δοκεῖν αριστος, αλλ’ ειναι θέλει
βαθειαν αλοκα δια φρενος καρπουμενος,
αφ’ ης τα κεδνα βλαστανει βουλευματα (592).
Προμηθεύς Δεσμώτης (470 π.Χ.)
Ο Προμηθεύς Δεσμώτης ήταν η μέση τραγωδία μιας τριλογίας της οποίας η πρώτη ήταν ο Προμηθεύς Πυρφόρος κι η τρίτη ο Προμηθεύς Λυόμενος. Στην πρώτη τραγωδία, ο Προμηθεύς παρά τη θέληση του Δία έκλεψε απ’ τον ουρανό τη φωτιά και την έφερε στους ανθρώπους, κινώντας έτσι την οργή του υπέρτατου θεού. Για τον λόγο αυτό στη δεύτερη τραγωδία, με προσταγή του Δία ο Ήφαιστος, το Κράτος κι η Βία καρφώνουν σ’ έναν βράχο του Καυκάσου τον Προμηθέα, ο οποίος με μεγαλοπρεπέστατη σιωπή υπομένει την οδυνηρότατη αυτή τιμωρία. Στην τρίτη τραγωδία που ήταν κι η Κάθαρση, ο Τιτάνας αφού αναγνωρίζει την πανσοφία του Δία, ελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του απ’ τον Ηρακλή. Αυτής της τραγωδίας την κύρια έννοια εκφράζει ο στίχος 936 :
Οἱ προσκυνουντες την Ἀδραστειαν σοφοί.- Δηλαδή οι ευλαβείς κι οι όχι οι υπερήφανοι που διεγείρουν την οργή της θεάς Νέμεσης, αυτοί είναι σοφοί.
Δυο λόγια για την "Ορέστεια"
Είναι σχεδόν γενικά παραδεδεγμένο σήμερα, ότι ο Αισχύλος ξεκίνησε από λόγους κυρίως πολιτικούς για ν' ανεβάσει στη σκηνή, το 458 π.Χ., την Τριλογία Ορέστεια, της οποίας βάση είναι ο μύθος του Ορέστη. Ανάμεσα στις μεγάλες δίκες που δικαστήκαν πάνω στον αττικό λόφο, του Αρείου Πάγου, αναφερόταν απ' την παράδοση κι η δίκη του μητροκτόνου Ορέστη. Εκεί, χάρη στην επέμβαση της Αθηνάς, ο μητροκτόνος κηρύχθηκε όχι αθώος, αλλά ελεύθερος απ' τον φόνο. Χάρη του σκοπού, που επεδίωκε ο ποιητής, εισάγει στον μύθο μια μικρή καινοτομία : παριστάνει τον "Άρειο Πάγο" να έχει συσταθεί τότε για πρώτη φορά απ' την Αθηνά κι αποκλειστικά για να δικάσει τον Ορέστη κι απ' αυτό παίρνει αφορμή να εξάρει τη θεϊκή αρχή και τη σπουδαιότητα του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου ή μάλλον πολιτικού Σώματος, το οποίο απ' την εποχή των Μηδικών είχε συγκέντρωση στα χέρια του την ανώτατη διοίκηση της Αθηναϊκής πολιτείας, που όμως τελευταία, το 458 π.Χ.,κινδύνευε να χάσει και τα τελευταία του πολιτικά προνόμια, κάτω απ' τ' αμείλικτα πλήγματα της δημοκρατικής μερίδας, της οποίας ηγείτο ο Περικλής. Συγχρόνως ο ποιητής στο πρόσωπο του Ορέστη παίρνει αφορμή να πανηγυρίσει μ' όλη την πόλη τη συμμαχία που έγινε κείνη την εποχή ανάμεσα στην Αθήνα και το Άργούς, με την οποία εγκαινιαζόταν η νέα, αντίθετη του φιλολάκωνα κι αριστοκρατικού Κίμωνα, εξωτερική πολιτική του Περικλή, που αποσκοπούσε στην ηγεμονία των Αθηνών σ' όλη την Ελλάδα με την ταπείνωση της Σπάρτης.
Εννοείται ότι οι λοιπές μεταβολές που επέφερε ο ποιητής στον μύθο, δεν υπαγορευτήκαν από πολιτικούς λόγους, αλλ' απ' τη σύγκρούση της παλιάς δωρικής παράδοσης προς το αττικό πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκιο των νεκρών (στο οποίο κατά τη δωρική παράδοση επιβάλλει σιγή η βίαιη παρέμβαση του Απόλλωνα που αποκρούει τις Ερινύες με τα βέλη του) ήσαν πράγματα πολύ σεβαστά για τον Αττικό του 5ου π.Χ. αιώνα, ώστε έτσι να ικανοποιείται μ' αυτή τη λύση. Στον Αισχύλο το έγκλημα του Ορέστη δεν δικαιολογείται, δεν αθωώνεται. Ο μητροκτόνος απλώς παίρνει χάρη, με την επέμβάση της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το πιο ανθρώπινο συναίσθημα της επιείκειας.
Οι τραγωδίες που αποτελούν την τριλογία είναι:
1. Αγαμέμνων
2. Χοηφόροι
3. Ευμενίδες (η πιο ανεξάρτητη απ' την όλη ενότητα, ώστε μπορεί να παίζεται ξεχωριστά)
Αγαμέμνων (458 π.Χ.)
Ο Αγαμέμνων που είναι το πρώτο δράμα της τριλογίας Ορέστεια, είναι το δράμα μιας συνταρακτικής αγωνίας που μεγαλώνει απ’ τη μια σκηνή στην άλλη. Στο κέντρο του δράματος, τη στιγμή που περιμένουμε να φανεί ο νικητής βασιλιάς, ο ποιητής εκφράζει - με το στόμα βέβαια του Χορού - καθαρά και συγκεκριμένα τη σκέψη του. Ο Αγαμέμνων δεν είναι το θύμα ζηλότυπων θεών. Η ευτυχία δεν φέρνει αναγκαστικά τη συμφορά. Η δυστυχία είναι πάντα το παιδί του εγκλήματος. Είναι μια δίκαιη κι αναπόφευκτη τιμωρία. Στο άδικο γένος η παλιά αμαρτία γεννάει μια νέα αμαρτία. Ο Χορός των γερόντων λέει:
όμως στα πάντα δίνει τέλος σωστό η δικαιοσύνη!
Η λέξη δικαιοσύνη διαφωτίζει όλη τη συνέχεια του δράματος. Με την είσοδο του Αγαμέμνονα και την προφητική φωνή της Κασσάνδρας η τραγωδία αγγίζει το δραματικότερο σημείο του πάθους. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από φόβο. Σε λίγο ακούγονται οι κραυγές του Αγαμέμνονα που σφάζεται. Η Κλυταιμνήστρα όρθια μπροστά στα ματωμένα πτώματα του βασιλιά και της Κασσάνδρας αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τον Χορό και καυχιέται για το έγκλημά της. Οι Ερινύες όμως που την ακούν, την οικτίρουν. Τα γεγονότα θ’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Η δολοφονία του Αγαμέμνονα θα έχει τις συνέπειές της.
Χοηφόροι (458 π.Χ.))
Το καινούργιο έγκλημα θέλει καινούργια πληρωμή. Αυτό φαίνεται καθαρά απ’ τα πρώτα λόγια του χορικού που λένε οι Χοηφόρες, οι γυναίκες που φέρνουν προσφορές στον τάφο του νεκρού Αγαμέμνονα. Η ίδια η Κλυταιμνήστρα διέταξε αυτές τις προσφορές και τώρα τα κορίτσια μ’ επικεφαλής την Ηλέκτρα προχωρούν προς τον τάφο που δίπλα του έχει κρυφτεί ο Ορέστης ο οποίος γύρισε πίσω στον τόπο του. Γίνεται η αναγνώριση των αδερφών κι ο Ορέστης αποφασίζει το φονικό σχέδιο θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Έτσι πέφτει νεκρός ο Αίγισθος, στο τέλος πέφτει νεκρή κι η Κλυταιμνήστρα. Και σ’ αυτού του έργου το τέλος, όπως και στον Αγαμέμνονα, ο φονιάς στέκεται πάνω απ’ τα πτώματα των δυο θυμάτων του. Όμως ενώ ακόμα ο Ορέστης κάνει τον απολογισμό του, τον αρπάζει η τρέλα (μανία) φέρνοντάς τον έξω απ’ τη σκηνή αναζητώντας τη λύτρωση με τη βοήθεια ενός θεού. Οι Χοηφόρες είναι το δεύτερο δράμα της Ορέστειας. Ο Χορός στο τέλος του δράματος, απαριθμεί τα τρία φοβερά εγκλήματα που σημαδέψαν την οικογένεια των Ατρειδών:
1. Την παιδοκτονία του Θυέστη
2. Τον φόνο του Αγαμέμνονα
3. Τη σφαγή της Κλυταιμνήστρας
Κι αναρωτιέται ως που θα τραβήξει η κατάρα που χτυπάει χρόνια τώρα, το τραγικό παλάτι κι αν θα εξευμενιστεί η πικρή οργή που καταδιώκει τον άθλιο μητροκτόνο !
Ευμενίδες (458 π.Χ.)
Στις Ευμενίδες που είναι η Τρίτη τραγωδία κι αποτελεί την Κάθαρση, οι φοβερές μορφές των Ερινυών, που καταδιώκουν τον Ορέστη, αποτελούν τον Χορό. Η σκηνή με την οποίαν ανοίγει το έργο τις δείχνει αποκαμωμένες, κοιμισμένες, αφού κυνηγήσαν τον Ορέστη ως το ιερό των Δελφών. Εδώ όμως παρουσιάζεται ο Απόλλων κι υπόσχεται τη συμπαράστασή του στον καταδιωκόμενο. Έτσι του παρέχεται ασφαλής συνοδεία ως την Ακρόπολη της Αθήνας, όπου θα βρει δικαστές να δικάσουν την περίπτωσή του (μια απ’ τις σπάνιες αλλαγές σκηνικού χώρου). Εκεί γίνεται μια τυπική δίκη. Η κορυφαία του Χορού απαγγέλλει την κατηγορία μπροστά στους Αθηναίους που έχουν συγκεντρωθεί. Ο ίδιος ο Απόλλων υπερασπίζεται τον Ορέστη κι η Αθηνά αποφασίζει υπέρ του Ορέστη. Την ίδια στιγμή η κρίση αυτή βρίσκει τη θέση της στη σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία : λίγο πριν, το 462 π.Χ. με μια μεταβολή του πολιτεύματος, αποφασίστηκε η μεταφορά στον Άρειο Πάγο της δικαιοπραξίας των φονικών ζητημάτων. Έτσι βλέπουμε ότι ο μητροκτόνος Ορέστης δικάζεται από έναν Άρειο Πάγο που δεν υπήρχε στον καιρό του. Τα πνεύματα της εκδίκησης εξευμενίζονται και σαν Ευμενίδες (καλόγνωμες) πια θεές θα έχουν στην Αθήνα έναν τόπο λατρείας τους στο εσωτερικό της πόλης.
Ικέτιδες (467-458 π.Χ.)
Οι Ικέτιδες είναι η αρχαιότερη τραγωδία του Αισχύλου. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει απ’ το γεγονός ότι ο ρόλος του Χορού είναι κυρίαρχος και τα διαλογικά μέρη είναι μικρά σ’ έκταση, δηλαδή είναι ένα δείγμα της πιο παλιάς μορφής του ποιητή που εξαφανίστηκε και που ο πραγματικός Πρωταγωνιστής είναι ο Χορός (πριν το 472 π.Χ.). Αυτή όμως την άποψη νεότεροι μελετητές δεν τη δεχτήκαν κι έτσι η χρονολογική τοποθέτηση του δράματος αμφισβητείται. Η τραγωδία αυτή πήρε τ’ όνομά της απ’ τον Χορό των Δαναΐδων (κόρες του Δαναού) που διωκόμενες απ’ τους γιους του Αιγύπτου, ζητάν να βρουν άσυλο στο Άργος, σαν Ικέτιδες κοντά στον βασιλιά της πόλης Πελασγό που τις δέχεται παρά τις διαμαρτυρίες εκείνων που τις καταδιώκουν. Σ’ αυτή την τραγωδία καθώς και στους Πέρσες, ο ποιητής απεικονίζει τον πολιτισμό των Ελλήνων σ’ αντίθεση προς τη βία των βαρβάρων της Ασίας και της Αφρικής των οποίων η θρασύτητα έχει υπερβεί τα όρια.
Πέρσαι (472 π.Χ.)
Οι Πέρσαι είναι όπως κι οι Ικέτιδες μια λυρική τραγωδία που έγραψε ο ποιητής στα 50 του χρόνια για να εξυμνήσει τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα. Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι το πιο παλιό του δράμα. Η τραγωδία διαδραματίζεται στα Σούσα όπου φτάνει ο Άγγελος απ’ την Ελλάδα και διηγείται στη βασίλισσα Άτοσσα, τη μητέρα του βασιλιά και τον Χορό που αποτελείται απ’ τους πιο επιφανείς γέροντες του Περσικού Κράτους, την ήττα του πολυάριθμου στρατού. Στο τέλος παρουσιάζεται κι ο ίδιος ο Ξέρξης ντυμένος με κουρέλια, χωρίς συνοδούς, θλιμμένος, αλλόφρονας, ταπεινωμένος, τελείως διαφορετικός από τότε που ξεκίνησε να θρηνεί παράφορα την ήττα. Το τέλος της τραγωδίας αποτελεί Κομμός που μαζί με τον Χορό φανερώνει την απόγνωση του καταρρακωμένου βασιλιά. Το εθνικό πνεύμα που εκπέμπει όλο το δράμα κι η ολοζώντανη περιγραφή του Πέρση Αγγέλου της ελληνικής νίκης, συγκινούν την ψυχή των Ελλήνων κι εξάπτουν το αίσθημα της φιλοτιμίας τους. Την κύρια έννοια της τραγωδίας, δηλαδή την τιμωρία της ύβρεως του Ξέρξη και των Περσών εκφράζει ο ποιητής με τους στίχους:
Ζευς τοι κολαστης των υπερκοπων αγαν Φρονηματων επεστην, ευθυνος βαρθς (473).
Επτά επί Θήβας (467 π.Χ.)
Στους Επτά επί Θήβας (το μεστόν Άρεως δράμα) φανερώνεται όλος ο ενθουσιασμός του ποιητή για τον πόλεμο που γίνεται για την υπεράσπιση της πατρίδας του, και την πρόοδο της δραματικής του τέχνης. Ήρωας στους Επτά επί Θήβας είναι ο Ετεοκλής που εμψυχώνει τον στρατό για την άμυνα της πόλης κατά του εχθρού έτσι που οι επτά στρατηγοί πέφτουν πάνω στα τείχη της πόλης σαν μαθητευόμενοι Γίγαντες. Το αποκορύφωμα του δράματος είναι η σύγκρουση κι ο αλληλοσκοτωμός των δυο αδερφών. Η δύναμη της Ερινύας (η κατάρα του πατέρα) φέρνει μ’ αυτό τον αλληλοσκοτωμό τον όλεθρο όλου του γένους των Λαβδακιδών και περιέχει την κύρια έννοια της τραγωδίας. Το τέλος του έργου είναι αμφισβητούμενο γιατί πιθανόν ν’ άλλαξε με την ευκαιρία μιας μεταγενέστερης επαναδιδασκαλίας. Τη γνώμη του ποιητή για τους συγχρόνους του πολιτικούς φανερώνουν οι στίχοι του που λέγονται για τον Αμφιάραο και υπαινίσσονται τον Αριστείδη:
ου γαρ δοκεῖν αριστος, αλλ’ ειναι θέλει
βαθειαν αλοκα δια φρενος καρπουμενος,
αφ’ ης τα κεδνα βλαστανει βουλευματα (592).
Προμηθεύς Δεσμώτης (470 π.Χ.)
Ο Προμηθεύς Δεσμώτης ήταν η μέση τραγωδία μιας τριλογίας της οποίας η πρώτη ήταν ο Προμηθεύς Πυρφόρος κι η τρίτη ο Προμηθεύς Λυόμενος. Στην πρώτη τραγωδία, ο Προμηθεύς παρά τη θέληση του Δία έκλεψε απ’ τον ουρανό τη φωτιά και την έφερε στους ανθρώπους, κινώντας έτσι την οργή του υπέρτατου θεού. Για τον λόγο αυτό στη δεύτερη τραγωδία, με προσταγή του Δία ο Ήφαιστος, το Κράτος κι η Βία καρφώνουν σ’ έναν βράχο του Καυκάσου τον Προμηθέα, ο οποίος με μεγαλοπρεπέστατη σιωπή υπομένει την οδυνηρότατη αυτή τιμωρία. Στην τρίτη τραγωδία που ήταν κι η Κάθαρση, ο Τιτάνας αφού αναγνωρίζει την πανσοφία του Δία, ελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του απ’ τον Ηρακλή. Αυτής της τραγωδίας την κύρια έννοια εκφράζει ο στίχος 936 :
Οἱ προσκυνουντες την Ἀδραστειαν σοφοί.- Δηλαδή οι ευλαβείς κι οι όχι οι υπερήφανοι που διεγείρουν την οργή της θεάς Νέμεσης, αυτοί είναι σοφοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου