Ο καλύτερος τρόπος να διαχειριζόμαστε τους ανθρώπους που μας επιτίθενται ή μας κριτικάρουν είναι με χιούμορ και ετοιμολογία.
Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν μοναδικοί σε αυτό. Έχουν μείνει στην ιστορία ατάκες τους που μας εμπνέουν ακόμα και σήμερα. Συνεχίζοντας ας γνωρίσουμε και άλλες σπαρταριστές τους ατάκες που έγραψαν ιστορία…
Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, κι εκείνος τότε τους επέπληξε λέγοντας: «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα όταν ακούτε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
Όταν κάποιος του είπε, «Οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν: «Πιθανόν κι οι γάιδαροι να γελούν μ’ εκείνους· αλλά όπως δεν τους νοιάζει αυτούς για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκαλα. Μετά, όταν τον συνάντησε τον Διογένη, τον ρώτησε, «Σου άρεσε, κύον, το δώρο μου;». Ο Διογένης του απάντησε: «Το έδεσμα ήταν άξιο για σκύλο, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε: «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, προς το τέλος θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
Μια μέρα παρακολουθούσε κάποιον να παίζει κιθάρα. Ο κιθαρωδός ήταν ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι γιατί, εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ων κιθαρωδεί και ου ληστεύει» (=επειδή παρά το πώς είναι οπτικά ο άνθρωπος αυτός, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε : «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδορώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν». (=εγώ δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες σου, που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο).
Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της», ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθη της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη, ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιότερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη «γνωρίσουν», με τη βιβλική σημασία του ρήματος.
Ανάμεσα στους πελάτες της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαΐδα δεν τον αγαπούσε, αυτός απάντησε, «Και τα ψάρια και το κρασί δε με αγαπάνε, εγώ όμως τα απολαμβάνω».
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαΐδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε: «Ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν» (=δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανιώσω). Η Λαΐς μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε κι αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της δωρεάν. Ο Διογένης —τι είχε να χάσει;— συμφώνησε. Η Λαΐδα όμως τον υποδέχτηκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της είχε βάλει μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του είχε υποσχεθεί η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος τής το ανταπέδωσε στα ίσα λέγοντας: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (=στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
Μια φορά ο Διογένης βρέθηκε σε μια συντροφιά, όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από την απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε: «Κουράγιο, φίλοι! Βλέπω στεριά»…
Όταν ο φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να έβγαζαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη, γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του είπε: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
Μια φορά άναψε μέρα μεσημέρι έναν λύχνο και κρατώντας τον τριγύριζε στους δρόμους της Αγοράς. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα με το πλήθος που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί πάει αντίθετα, αυτός απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε καθώς λένε το κύπελλο με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνώντας: «Παιδίον με νενίκηκεν ευτελεία!» (=ένα παιδί με ξεπέρασε στη λιτότητα).
Ο Διογένης κάποτε στεκόταν μπροστά σ’ ένα άγαλμα ζητώντας του …ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «Μελετώ αποτυγχάνειν» (=εξασκούμαι στην αποτυχία).
Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε: «Δεν έχει σημασία η στάση, γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του είπε, «Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;». Ο Διογένης του απάντησε: «Ανθρώπων άρχειν», και συμπλήρωσε: «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δούλο για αφεντικό». Η φράση αυτή ενός δούλου που δήλωνε «άρχων ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης, «διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανέθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί όπως είπε: «Τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο θέλησε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να τον βρει στο Κράθειο και να του τον φέρει. Ο υπασπιστής βρήκε τον Διογένη και του είπε, «Ζητάει ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει». Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και όντως ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει, «Είμαι ο Αλέξανδρος ο Βασιλεύς». Ο Διογένης ατάραχος απαντά: «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέει, «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντά: «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας Βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρωτάει εκ νέου, «Τί χάρη θες να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: «Αποσκότησόν με». (=βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια). Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί και ως «Μη μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν έχει ανάγκη κανείς από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, λέγεται πως είπε το περίφημο, «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης»…
Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας, «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δεν θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες κι εσύ ελιές, δε θα χρειαζόταν να πας στον Διονύσιο» (Ο Διονύσιος ήταν ο τύραννος των Συρακουσών, κι ο Πλάτων είχε πάει κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
Ο Διδύμων, ένας οφθαλμίατρος της εποχής, εξέταζε το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον είδε. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Διογένης ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος, κοινώς γυναικάς, του λέει: «Πρόσεξε, Διδύμονα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, διαφθείρεις την κόρη».
Ήταν ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πήγε στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», αλλά μετά ρωτάει: «Οι εδώ λουόμενοι πού πλένονται κατόπιν;».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πού είδε ενάρετους σύμφωνα με τις αρχές του άνδρες, αποκρίθηκε: «Άνδρες πουθενά, στη Σπάρτη όμως, είδα μερικά παιδιά».
Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο: οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω —κάτω…
Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο, γιατί έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυρεό. Αυτό ήταν ένα σήμα ή ρητό που διάλεγαν ως σύμβολο για τη ζωή τους. Ο κακός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της πόρτας του το εξής ρητό: «Μηδέν κακόν εισίτω» (=να μην περάσει αυτή την πόρτα κακό κανένα). Και ο Διογένης χτύπησε τότε την πόρτα και ρώτησε: «Άρα, ο οικοδεσπότης από πού θα μπαίνει;».
Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια του συκοφάντη κι ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
Έλεγε ο Διογένης, πως όταν πεθάνει θέλει να τον θάψουν μπρούμυτα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «Γιατί σύντομα θα ’ρθουν τα πάνω —κάτω».
Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (την παραχάραξη του νομίσματος για την οποία οι συμπολίτες του λεγόταν πως τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος είπε: «Κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ τώρα, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει, αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «Κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί για πάντα»…
Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιανθρώπους».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε: «Δεν φοβάσαι, καλή μου, μήπως κανένας θεός από πίσω σε δει έτσι αλλιώς;».
Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε: «Ο κατάσκοπος της απληστίας σου».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε: «Τους μεν νέους μηδέπω (=όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδεπώποτε (=ποτέ)».
Σ’ ένα δείπνο που κάποιοι του έριχναν κόκαλα σαν σε σκύλο, εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε: «Γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
Όταν ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε: «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε: «Μα ναι, πού αλλού να πιω; Και στο κουρείο κουρεύομαι».
Ο Διογένης βλέποντας κάποτε έναν θηλυπρεπή νέο, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που είχε για σένα η Φύση; Αυτή σε έκανε άνδρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης τους απάντησε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται» (=κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς).
Ο Διογένης αυνανιζόταν μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε πώς και δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πινείν» (=μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
Βλέποντας ο Διογένης τους Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε: «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη, αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη ποια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μη στέκεται ούτε πολύ κοντά για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
Ο Διογένης κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθησε στο μέσο της Αγοράς, άνοιξε το σακούλι του και άρχισε να τρώει. «Καλά, τι τόπος και τι ώρα είναι αυτή που τρως;», τον ρώτησε κάποιος. Κι ο Διογένης τού απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όποτε και όπου θέλουν, εγώ όμως ο φτωχός όταν και όπου πεινάω».
Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε: «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί είχαν κάνει κι αυτοί αφιερώσεις».
Ένας νεόπλουτος κάλεσε τον Διογένη στην έπαυλή του να του την επιδείξει και να επιδειχθεί. Τον πήγαινε παντού, κομπάζοντας και θριαμβολογώντας. Κάποια στιγμή ο Διογένης γύρισε προς το μέρος του και τον έφτυσε κατά πρόσωπο. «Διογένη, τι κάνεις; Τρελάθηκες;», τον ρώτησε έκπληκτος αυτός. «Όχι. Πολλή ώρα ήθελα να φτύσω και δεν έβρισκα πού. Αποφάσισα τελικά πως το ευτελέστερο μέρος εδώ μέσα είναι το πρόσωπό σου», του απάντησε ο Διογένης ατάραχος.
Όταν ο Διογένης μεγάλωσε πολύ, κάποιοι μαθητές του αγόρασαν έναν δούλο. Αλλά ο Διογένης καθόλου δεν τον χρησιμοποιούσε, μέχρι που βαρέθηκε ο δούλος και σηκώθηκε κι έφυγε. Τότε οι μαθητές του τού είπαν, «Δεν θα καταδιώξεις τον δούλο που απελευθερώθηκε μόνος του, Διογένη;» «Τι λέτε, μωρέ παιδιά;», τους απάντησε. «Εδώ μπορεί ο δούλος χωρίς εμένα. Δεν μπορώ εγώ χωρίς τον δούλο;»…
Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν μοναδικοί σε αυτό. Έχουν μείνει στην ιστορία ατάκες τους που μας εμπνέουν ακόμα και σήμερα. Συνεχίζοντας ας γνωρίσουμε και άλλες σπαρταριστές τους ατάκες που έγραψαν ιστορία…
Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, κι εκείνος τότε τους επέπληξε λέγοντας: «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα όταν ακούτε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
Όταν κάποιος του είπε, «Οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν: «Πιθανόν κι οι γάιδαροι να γελούν μ’ εκείνους· αλλά όπως δεν τους νοιάζει αυτούς για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκαλα. Μετά, όταν τον συνάντησε τον Διογένη, τον ρώτησε, «Σου άρεσε, κύον, το δώρο μου;». Ο Διογένης του απάντησε: «Το έδεσμα ήταν άξιο για σκύλο, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε: «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, προς το τέλος θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
Μια μέρα παρακολουθούσε κάποιον να παίζει κιθάρα. Ο κιθαρωδός ήταν ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι γιατί, εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ων κιθαρωδεί και ου ληστεύει» (=επειδή παρά το πώς είναι οπτικά ο άνθρωπος αυτός, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε : «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδορώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν». (=εγώ δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες σου, που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο).
Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της», ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθη της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη, ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιότερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη «γνωρίσουν», με τη βιβλική σημασία του ρήματος.
Ανάμεσα στους πελάτες της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαΐδα δεν τον αγαπούσε, αυτός απάντησε, «Και τα ψάρια και το κρασί δε με αγαπάνε, εγώ όμως τα απολαμβάνω».
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαΐδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε: «Ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν» (=δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανιώσω). Η Λαΐς μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε κι αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της δωρεάν. Ο Διογένης —τι είχε να χάσει;— συμφώνησε. Η Λαΐδα όμως τον υποδέχτηκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της είχε βάλει μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του είχε υποσχεθεί η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος τής το ανταπέδωσε στα ίσα λέγοντας: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (=στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
Μια φορά ο Διογένης βρέθηκε σε μια συντροφιά, όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από την απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε: «Κουράγιο, φίλοι! Βλέπω στεριά»…
Όταν ο φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να έβγαζαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη, γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του είπε: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
Μια φορά άναψε μέρα μεσημέρι έναν λύχνο και κρατώντας τον τριγύριζε στους δρόμους της Αγοράς. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα με το πλήθος που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί πάει αντίθετα, αυτός απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε καθώς λένε το κύπελλο με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνώντας: «Παιδίον με νενίκηκεν ευτελεία!» (=ένα παιδί με ξεπέρασε στη λιτότητα).
Ο Διογένης κάποτε στεκόταν μπροστά σ’ ένα άγαλμα ζητώντας του …ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «Μελετώ αποτυγχάνειν» (=εξασκούμαι στην αποτυχία).
Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε: «Δεν έχει σημασία η στάση, γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του είπε, «Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;». Ο Διογένης του απάντησε: «Ανθρώπων άρχειν», και συμπλήρωσε: «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δούλο για αφεντικό». Η φράση αυτή ενός δούλου που δήλωνε «άρχων ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης, «διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανέθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί όπως είπε: «Τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο θέλησε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να τον βρει στο Κράθειο και να του τον φέρει. Ο υπασπιστής βρήκε τον Διογένη και του είπε, «Ζητάει ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει». Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και όντως ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει, «Είμαι ο Αλέξανδρος ο Βασιλεύς». Ο Διογένης ατάραχος απαντά: «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέει, «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντά: «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας Βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρωτάει εκ νέου, «Τί χάρη θες να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: «Αποσκότησόν με». (=βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια). Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί και ως «Μη μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν έχει ανάγκη κανείς από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, λέγεται πως είπε το περίφημο, «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης»…
Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας, «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δεν θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες κι εσύ ελιές, δε θα χρειαζόταν να πας στον Διονύσιο» (Ο Διονύσιος ήταν ο τύραννος των Συρακουσών, κι ο Πλάτων είχε πάει κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
Ο Διδύμων, ένας οφθαλμίατρος της εποχής, εξέταζε το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον είδε. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Διογένης ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος, κοινώς γυναικάς, του λέει: «Πρόσεξε, Διδύμονα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, διαφθείρεις την κόρη».
Ήταν ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πήγε στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», αλλά μετά ρωτάει: «Οι εδώ λουόμενοι πού πλένονται κατόπιν;».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πού είδε ενάρετους σύμφωνα με τις αρχές του άνδρες, αποκρίθηκε: «Άνδρες πουθενά, στη Σπάρτη όμως, είδα μερικά παιδιά».
Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο: οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω —κάτω…
Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο, γιατί έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυρεό. Αυτό ήταν ένα σήμα ή ρητό που διάλεγαν ως σύμβολο για τη ζωή τους. Ο κακός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της πόρτας του το εξής ρητό: «Μηδέν κακόν εισίτω» (=να μην περάσει αυτή την πόρτα κακό κανένα). Και ο Διογένης χτύπησε τότε την πόρτα και ρώτησε: «Άρα, ο οικοδεσπότης από πού θα μπαίνει;».
Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια του συκοφάντη κι ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
Έλεγε ο Διογένης, πως όταν πεθάνει θέλει να τον θάψουν μπρούμυτα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «Γιατί σύντομα θα ’ρθουν τα πάνω —κάτω».
Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (την παραχάραξη του νομίσματος για την οποία οι συμπολίτες του λεγόταν πως τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος είπε: «Κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ τώρα, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει, αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «Κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί για πάντα»…
Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιανθρώπους».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε: «Δεν φοβάσαι, καλή μου, μήπως κανένας θεός από πίσω σε δει έτσι αλλιώς;».
Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε: «Ο κατάσκοπος της απληστίας σου».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε: «Τους μεν νέους μηδέπω (=όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδεπώποτε (=ποτέ)».
Σ’ ένα δείπνο που κάποιοι του έριχναν κόκαλα σαν σε σκύλο, εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε: «Γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
Όταν ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε: «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε: «Μα ναι, πού αλλού να πιω; Και στο κουρείο κουρεύομαι».
Ο Διογένης βλέποντας κάποτε έναν θηλυπρεπή νέο, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που είχε για σένα η Φύση; Αυτή σε έκανε άνδρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης τους απάντησε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται» (=κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς).
Ο Διογένης αυνανιζόταν μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε πώς και δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πινείν» (=μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
Βλέποντας ο Διογένης τους Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε: «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη, αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη ποια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μη στέκεται ούτε πολύ κοντά για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
Ο Διογένης κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθησε στο μέσο της Αγοράς, άνοιξε το σακούλι του και άρχισε να τρώει. «Καλά, τι τόπος και τι ώρα είναι αυτή που τρως;», τον ρώτησε κάποιος. Κι ο Διογένης τού απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όποτε και όπου θέλουν, εγώ όμως ο φτωχός όταν και όπου πεινάω».
Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε: «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί είχαν κάνει κι αυτοί αφιερώσεις».
Ένας νεόπλουτος κάλεσε τον Διογένη στην έπαυλή του να του την επιδείξει και να επιδειχθεί. Τον πήγαινε παντού, κομπάζοντας και θριαμβολογώντας. Κάποια στιγμή ο Διογένης γύρισε προς το μέρος του και τον έφτυσε κατά πρόσωπο. «Διογένη, τι κάνεις; Τρελάθηκες;», τον ρώτησε έκπληκτος αυτός. «Όχι. Πολλή ώρα ήθελα να φτύσω και δεν έβρισκα πού. Αποφάσισα τελικά πως το ευτελέστερο μέρος εδώ μέσα είναι το πρόσωπό σου», του απάντησε ο Διογένης ατάραχος.
Όταν ο Διογένης μεγάλωσε πολύ, κάποιοι μαθητές του αγόρασαν έναν δούλο. Αλλά ο Διογένης καθόλου δεν τον χρησιμοποιούσε, μέχρι που βαρέθηκε ο δούλος και σηκώθηκε κι έφυγε. Τότε οι μαθητές του τού είπαν, «Δεν θα καταδιώξεις τον δούλο που απελευθερώθηκε μόνος του, Διογένη;» «Τι λέτε, μωρέ παιδιά;», τους απάντησε. «Εδώ μπορεί ο δούλος χωρίς εμένα. Δεν μπορώ εγώ χωρίς τον δούλο;»…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου