Ο πόλεμος και τα κράτη
Το ερώτημα: Είναι αναπόφευκτος ο πόλεμος; Μπορεί ένα καλά οργανωμένο κράτος ή μια παγκόσμια οργάνωση κρατών να καταργήσουν τον πόλεμο; Βασική αρχή αποφυγής του πολέμου, υπό ορισμένες συνθήκες, φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οργάνωσης και κοινότητας των κρατών και η θέσπιση ενός διεθνούς δικαίου που απαγορεύει ρητά την διεξαγωγή πολέμων. Υπό ένα τέτοιο περίπου πνεύμα, πριν από τον Χέγκελ, επιχείρησε ο Καντ να μιλήσει για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας κρατών, η οποία θα εργαζόταν για την αιώνια ειρήνη. Ιστορικά ιδωμένη μια τέτοια θέση αποδεικνύεται ανεφάρμοστη. Από την αρχαιότητα έως και σήμερα κατέστη αδύνατη η επίτευξη μιας τέτοιας κοινότητας κρατών. Όπου φαινομενικά ήλθε σε ύπαρξη, όπως για παράδειγμα στην ελληνική αρχαιότητα με την Αθηναϊκή συμμαχία ή στη σύγχρονη εποχή με την Ευρωπαϊκή ένωση ή το Ν.Α.Τ.Ο. ή το μέχρι πρότινος Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή ακόμη τον ΟΗΕ και παρόμοιους οργανισμούς, ουσιαστικά αποτέλεσε και αποτελεί οργάνωση των συμφερόντων των ισχυρών κρατών σε βάρος των λαών και των πιο ανίσχυρων κρατών. Συχνά–πυκνά στις εποχές μας, όλοι αυτοί οι οργανισμοί λειτουργούν ως κατασταλτικοί μηχανισμοί κοινωνικών κινημάτων ή απελευθερωτικών πολέμων σε μεμονωμένα κράτη. Ο Χέγκελ, χωρίς να έχει αντικειμενικά όλη αυτή την ιστορική εμπειρία αλλά διαλεκτικά σκεπτόμενος, αποφάνθηκε κατηγορηματικά: ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια οργάνωση και κοινότητα κρατών, ακόμα και η πιο δημοκρατική· είναι εφικτό όμως ένα κοινό πνεύμα των λαών, των εθνών.
Το κοινό πνεύμα: Αυτό που μπορεί να ενώνει τους λαούς είναι ένα κοινό πνεύμα, το οποίο πάντοτε ριζώνει και μπορεί να αναπτύσσεται πρωτίστως σε επίπεδο Έθνους. Το εθνικό κράτος ως τέτοιο αποτελεί την μητρώα και πατρώα εστία για μια ενωτική συμπόρευση των λαών. Τούτο έχει ιδιαίτερη διαχρονική αξία για τη διάνοιξη της ανθρώπινης συνεννόησης σε διακρατικό και υπερ-κρατικό επίπεδο. Έχει αποδειχτεί ιστορικά πως μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομογενοποίηση ταξικών συμφερόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την αλληλο-συνεννόηση των λαών. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν το μόνο προσδιορισμένο στοιχείο που μπορεί να ενώνει, από άποψη φύσης, τους ανθρώπους μεταξύ τους, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ, είναι το βιολογικό συν ορισμένα νοητικά και πνευματικά γνωρίσματα; Πώς σφυρηλατείται ένα τέτοιο πνεύμα; Πρώτα και κύρια με την πολιτική που παράγεται και εφαρμόζεται στο κάθε ξεχωριστό εθνικό κράτος. Αναλόγως διαμορφώνονται κοινές εμπειρίες ανάμεσα στα έθνη ή οξύνονται οι διαφορές και επιλύονται με πόλεμο. Επίσης με την αφύπνιση των λαών μέσα από τέτοιους πολέμους. Ο πόλεμος, απ’ αυτή την άποψη, ενισχύει την πνευματική τους υγεία, γιατί τους καλλιεργεί την επίγνωση, την αυτοσυνειδησία και την αυτοδιάθεση. Ο πόλεμος επομένως, σύμφωνα με τον Χέγκελ, καθίσταται αναπόφευκτος, ανεξάρτητα αν τον επιθυμεί κανείς ή όχι. Όλοι οι πόλεμοι μέχρι σήμερα, παγκόσμιοι και περιφερειακοί, τον δικαιώνουν. Ακόμη κι αν διεθνείς συνθήκες ή το διεθνές δίκαιο δεσμεύει τα κράτη ενάντια στον πόλεμο, ποιο (ισχυρό) κράτος βρέθηκε ως τώρα να τηρήσει ένα τέτοιο δίκαιο;
Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος: γιατί, πιο συγκεκριμένα, ο πόλεμος –μεταφορικά ή κυριολεκτικά– είναι αναπόφευκτος; Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει μια παγκόσμια κοινωνία κοινών συμφερόντων παρά μόνο τα συμφέροντα των κρατών. Η αρχή συνεπώς που διέπει τη συνεργασία των κρατών είναι η αρχή κυριαρχίας του ενός κράτους πάνω στο άλλο: τα συμφέροντα του ενός ενάντια στο άλλο. Αλίμονο στους νερόβραστους εκείνους πολιτικούς που προσδοκούν την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από ξένα συμφέροντα. Και Χέγκελ να μην έχει διαβάσει κανείς καταλαβαίνει στοιχειωδώς, εκτός αν είναι ελαφρόμυαλος ή πραιτοριανός, ότι το δικαίωμα ενός έθνους να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του δεν θεμελιώνεται στο πώς πρέπει να είναι οργανωμένα τα συμφέροντα της Ευρώπης, ας πούμε, αλλά στο κατά πόσο οι πολιτικοί του έθνους υπερασπίζονται το εθνικό συμφέρον ακόμη και ενάντια στα πιο ισχυρά ξένα συμφέροντα. Η συνεννόηση ανάμεσα στα κράτη δεν εδράζεται στο Δέον, όπως ήθελε ο Καντ, αλλά στο Είναι, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ. Σύμφωνα με τον τελευταίο, δεν υπάρχει κάποια ύψιστη ηθική αρχή που διακανονίζει τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις των κρατών παρά μόνο η αναγκαιότητα της μάχης, της διαμάχης, του αγώνα, του πολέμου. Όχι πώς θα έπρεπε να εξομαλύνονται οι αντιθέσεις συμφερόντων, αλλά πώς αντιμετωπίζονται; Με εθνικές υποχωρήσεις ή με εναντίωση, με αγώνα, με πόλεμο; Το πώς αντιμετωπίζονται αποτελεί κριτήριο οριακό ως προς την αληθινή υπεράσπιση των συμφερόντων ενός λαού ή την καταπρόδοσή του, μας λέει ο Χέγκελ. Και συνεχίζει: η επίφαση ενός αλληλέγγυου, φιλήσυχου διακανονισμού αντιθετικών συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη, ακόμη κι αν αυτοαποκαλούνται εταίροι, χωρίς τα πυρά της μάχης, συνεπάγεται απονέκρωση του λαού, θάνατο του έθνους.
Το ερώτημα: Είναι αναπόφευκτος ο πόλεμος; Μπορεί ένα καλά οργανωμένο κράτος ή μια παγκόσμια οργάνωση κρατών να καταργήσουν τον πόλεμο; Βασική αρχή αποφυγής του πολέμου, υπό ορισμένες συνθήκες, φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οργάνωσης και κοινότητας των κρατών και η θέσπιση ενός διεθνούς δικαίου που απαγορεύει ρητά την διεξαγωγή πολέμων. Υπό ένα τέτοιο περίπου πνεύμα, πριν από τον Χέγκελ, επιχείρησε ο Καντ να μιλήσει για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας κρατών, η οποία θα εργαζόταν για την αιώνια ειρήνη. Ιστορικά ιδωμένη μια τέτοια θέση αποδεικνύεται ανεφάρμοστη. Από την αρχαιότητα έως και σήμερα κατέστη αδύνατη η επίτευξη μιας τέτοιας κοινότητας κρατών. Όπου φαινομενικά ήλθε σε ύπαρξη, όπως για παράδειγμα στην ελληνική αρχαιότητα με την Αθηναϊκή συμμαχία ή στη σύγχρονη εποχή με την Ευρωπαϊκή ένωση ή το Ν.Α.Τ.Ο. ή το μέχρι πρότινος Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή ακόμη τον ΟΗΕ και παρόμοιους οργανισμούς, ουσιαστικά αποτέλεσε και αποτελεί οργάνωση των συμφερόντων των ισχυρών κρατών σε βάρος των λαών και των πιο ανίσχυρων κρατών. Συχνά–πυκνά στις εποχές μας, όλοι αυτοί οι οργανισμοί λειτουργούν ως κατασταλτικοί μηχανισμοί κοινωνικών κινημάτων ή απελευθερωτικών πολέμων σε μεμονωμένα κράτη. Ο Χέγκελ, χωρίς να έχει αντικειμενικά όλη αυτή την ιστορική εμπειρία αλλά διαλεκτικά σκεπτόμενος, αποφάνθηκε κατηγορηματικά: ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια οργάνωση και κοινότητα κρατών, ακόμα και η πιο δημοκρατική· είναι εφικτό όμως ένα κοινό πνεύμα των λαών, των εθνών.
Το κοινό πνεύμα: Αυτό που μπορεί να ενώνει τους λαούς είναι ένα κοινό πνεύμα, το οποίο πάντοτε ριζώνει και μπορεί να αναπτύσσεται πρωτίστως σε επίπεδο Έθνους. Το εθνικό κράτος ως τέτοιο αποτελεί την μητρώα και πατρώα εστία για μια ενωτική συμπόρευση των λαών. Τούτο έχει ιδιαίτερη διαχρονική αξία για τη διάνοιξη της ανθρώπινης συνεννόησης σε διακρατικό και υπερ-κρατικό επίπεδο. Έχει αποδειχτεί ιστορικά πως μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομογενοποίηση ταξικών συμφερόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την αλληλο-συνεννόηση των λαών. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν το μόνο προσδιορισμένο στοιχείο που μπορεί να ενώνει, από άποψη φύσης, τους ανθρώπους μεταξύ τους, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ, είναι το βιολογικό συν ορισμένα νοητικά και πνευματικά γνωρίσματα; Πώς σφυρηλατείται ένα τέτοιο πνεύμα; Πρώτα και κύρια με την πολιτική που παράγεται και εφαρμόζεται στο κάθε ξεχωριστό εθνικό κράτος. Αναλόγως διαμορφώνονται κοινές εμπειρίες ανάμεσα στα έθνη ή οξύνονται οι διαφορές και επιλύονται με πόλεμο. Επίσης με την αφύπνιση των λαών μέσα από τέτοιους πολέμους. Ο πόλεμος, απ’ αυτή την άποψη, ενισχύει την πνευματική τους υγεία, γιατί τους καλλιεργεί την επίγνωση, την αυτοσυνειδησία και την αυτοδιάθεση. Ο πόλεμος επομένως, σύμφωνα με τον Χέγκελ, καθίσταται αναπόφευκτος, ανεξάρτητα αν τον επιθυμεί κανείς ή όχι. Όλοι οι πόλεμοι μέχρι σήμερα, παγκόσμιοι και περιφερειακοί, τον δικαιώνουν. Ακόμη κι αν διεθνείς συνθήκες ή το διεθνές δίκαιο δεσμεύει τα κράτη ενάντια στον πόλεμο, ποιο (ισχυρό) κράτος βρέθηκε ως τώρα να τηρήσει ένα τέτοιο δίκαιο;
Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος: γιατί, πιο συγκεκριμένα, ο πόλεμος –μεταφορικά ή κυριολεκτικά– είναι αναπόφευκτος; Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει μια παγκόσμια κοινωνία κοινών συμφερόντων παρά μόνο τα συμφέροντα των κρατών. Η αρχή συνεπώς που διέπει τη συνεργασία των κρατών είναι η αρχή κυριαρχίας του ενός κράτους πάνω στο άλλο: τα συμφέροντα του ενός ενάντια στο άλλο. Αλίμονο στους νερόβραστους εκείνους πολιτικούς που προσδοκούν την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από ξένα συμφέροντα. Και Χέγκελ να μην έχει διαβάσει κανείς καταλαβαίνει στοιχειωδώς, εκτός αν είναι ελαφρόμυαλος ή πραιτοριανός, ότι το δικαίωμα ενός έθνους να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του δεν θεμελιώνεται στο πώς πρέπει να είναι οργανωμένα τα συμφέροντα της Ευρώπης, ας πούμε, αλλά στο κατά πόσο οι πολιτικοί του έθνους υπερασπίζονται το εθνικό συμφέρον ακόμη και ενάντια στα πιο ισχυρά ξένα συμφέροντα. Η συνεννόηση ανάμεσα στα κράτη δεν εδράζεται στο Δέον, όπως ήθελε ο Καντ, αλλά στο Είναι, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ. Σύμφωνα με τον τελευταίο, δεν υπάρχει κάποια ύψιστη ηθική αρχή που διακανονίζει τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις των κρατών παρά μόνο η αναγκαιότητα της μάχης, της διαμάχης, του αγώνα, του πολέμου. Όχι πώς θα έπρεπε να εξομαλύνονται οι αντιθέσεις συμφερόντων, αλλά πώς αντιμετωπίζονται; Με εθνικές υποχωρήσεις ή με εναντίωση, με αγώνα, με πόλεμο; Το πώς αντιμετωπίζονται αποτελεί κριτήριο οριακό ως προς την αληθινή υπεράσπιση των συμφερόντων ενός λαού ή την καταπρόδοσή του, μας λέει ο Χέγκελ. Και συνεχίζει: η επίφαση ενός αλληλέγγυου, φιλήσυχου διακανονισμού αντιθετικών συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη, ακόμη κι αν αυτοαποκαλούνται εταίροι, χωρίς τα πυρά της μάχης, συνεπάγεται απονέκρωση του λαού, θάνατο του έθνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου