Επίπεδα παρουσίας των κοινωνικών τάξεων στην Εκκλησία
Για αποφάσεις σε θέματα παροχής ή αφαίρεσης ατομικών προνομίων όπως πχ απονομή της ιδιότητας του πολίτη, απαλλαγή ή οστρακισμό, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η απαρτία έξι χιλιάδων πολιτών1. Το ερώτημα που ανακύπτει επομένως είναι αν όντως η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν συμμετοχική2. 6000 άτομα είναι το 1/4 των Αθηναίων πολιτών. Φαίνεται ότι πραγματικά οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν πρόβλημα συμμετοχής για αυτό και το 390, τα μέλη της Εκκλησίας άρχισαν να πληρώνονται. Η αύξηση από έναν σε τρεις οβολούς μέσα σε λίγα χρόνια ίσως δείχνει, παρόλη την αύξηση, μια ανεπάρκεια του πληρωτέου ποσού ώστε να εξασφαλιστεί η αυξημένη συμμετοχή στη συνέλευση. Σε γενικές γραμμές διαπιστώνεται πως η απαρτία των 6000 ατόμων πραγματωνόταν στην κύρια συνέλευση ενώ οι υπόλοιπες συγκέντρωναν λιγότερους πολίτες3.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το κατά πόσο αντιπροσωπευτικό των κοινωνικών τάξεων ήταν το δείγμα του σώματος των πολιτών στην Εκκλησία.
Οι καταστηματάρχες ήταν οικονομικά και κοινωνικά υποδεέστεροι από τους εμπόρους4. Αλλά ενώ οι έμποροι έλειπαν μακριά από την Αθήνα, οι καταστηματάρχες και οι τεχνίτες μπορούσαν να αφήσουν τα μαγαζιά τους στα χέρια ενός μέλους της οικογένειας ή σε έναν δούλο και να παρευρεθούν στην Εκκλησία.
Για τον Αριστοτέλη5 ο ελεύθερος χρόνος ήταν σημαντικός παράγων για τη συμμετοχή, γεγονός που δεν ευνοούσε τόσο τους εύπορους όσο το πλήθος, με συνέπεια οι άποροι να εκμεταλλεύονται τους νόμους υπέρ των συμφερόντων τους εξασφαλίζοντας κρατική κυριαρχία6.
Επίδικο αντικείμενο για να προκύψουν κάποια συμπεράσματα ως προς τη σχέση συμμετοχής των κοινωνικών τάξεων στην Εκκλησία, είναι η σημασία που αποδιδόταν στις λέξεις “άποροι”, “εύποροι” κατά τη χρήση τους από τους ρήτορες. Οι όροι χρησιμοποιούνταν προκατειλημμένα από ρήτορες όπως για παράδειγμα με σκοπό να προκαλέσουν οίκτο7. Βέβαια, ο όρος “άπορος” μπορούσε να προκαλέσει και ανησυχία γιατί δημιουργούσε συνειρμούς δωροδοκίας. Η πενία ως οικογενειακό χαρακτηριστικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κάποιον ρήτορα για να βλάψει κάποιον. Μερικές φορές γινόταν διάκριση και για τη μεσαία τάξη αλλά η πιο συχνή κατάταξη ήταν σε πλούσιους και πένητες ή άποροι που όμως το πλαίσιο όπου χρησιμοποιούσαν τις λέξεις καθόριζε και το νόημα. Για παράδειγμα ως άποροι μπορούσαν να προσδιορίζονται όσοι πλούσιοι πιέζονταν από τις τριηραρχικές τους υποχρεώσεις, όπως χρησιμοποιεί τη λέξη ο Δημοσθένης8. Έτσι, ο άπορος μπορεί να εννοούσε όχι πολίτες που δεν είχαν καθόλου περιουσία αλλά όσους δεν είχαν αρκετούς πόρους. Στον Αριστοτέλη9 εύποροι είναι όσοι έχουν πόρους για να υπηρετούν την πόλη με την περιουσία τους. Εδώ μάλλον συμπεριλάμβανε όσους είχαν χορηγική υποχρέωση και όσους πλήρωναν εισφορά, δηλ. φόρο περιουσίας.
Συμπερασματικά, όσοι γίνονταν λειτουργοί10 μπορούσαν να απασχολούν άλλους στις δουλειές τους, επειδή είχαν μεγάλη περιουσία. Αυτοί δηλ. μπορούσαν να αφιερώσουν λίγο χρόνο και να αντιπροσωπεύουν ένα 20-25% στην Εκκλησία σε αντίθεση με την αριστοτελική άποψη11.
Από τους ρητορικούς λόγους διαπιστώνεται πως οι ρήτορες λάμβαναν υπόψη την παρουσία όσων πλήρωναν την εισφορά ή τον φόρο πολέμου, σκοπεύοντας να κερδίσουν την υποστήριξη των παρευρισκομένων φορολογούμενων. Ο Jones12 υποστηρίζει πως οι εν λόγω φορολογούμενοι πρέπει να είχαν σημαντική συμμετοχή στην Εκκλησία.
Γενικά πάντως, οι άποροι δεν εκμεταλλεύονταν την όποια αριθμητική υπεροχή τους παρά τις διαμαρτυρίες των φορολογουμένων. Είναι πιθανό οι φορολογούμενοι να ήταν περιπτώσεις πλούσιων φορολογουμένων που δεν ήθελαν να πληρώνουν καθόλου. Επιπλέον, οι πλούσιοι φορολογούμενοι προτιμούσαν να συμμετέχουν στην Εκκλησία γιατί ήταν ο τόπος όπου λαμβάνονταν ζωτικής σημασίας αποφάσεις που επηρέαζαν χωρίς αμφιβολία τους εύπορους πχ θέμα πολέμου. Παράλληλα, ο λόγος της προτίμησης αυτής πιθανότατα να ήταν και ιδεολογικός. Ήταν πιθανό δηλ. να θεωρούσαν την Εκκλησία πιο αξιοσέβαστη από ό, τι τα δικαστήρια, τα οποία χαρακτήριζαν ως τόπους διαφθοράς.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι οι περισσότεροι πολίτες ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν13. Λόγοι συμμετοχής των ευπόρων ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, η προσωπική φιλοδοξία, η οικογενειακή παράδοση. Ο τόπος διαμονής ήταν περισσότερο πρόβλημα για τους φτωχούς, αλλά οι φτωχοί του άστεως συμμετείχαν πολύ περισσότερο από ό,τι οι φτωχοί της εξοχής. Οι πλούσιοι αγρότες μπορούσαν να έχουν γαϊδουράκια, η αγορά του οποίου ήταν δύσκολη για τους φτωχούς. Δυσκολίες δημιουργούσαν και οι απαιτήσεις του αγροτικού έτους14.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν κυριαρχούσε η τάση των φτωχότερων στρωμάτων να εκμεταλλευτούν τη συμμετοχή στην Εκκλησία σε βάρος των πλουσίων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις εκδίκησης ή οργής πάντα όμως μέσα σε πολιτικά πλαίσια. Συγκρούσεις, αντιζηλίες φιλτράρονταν από το πολιτικό παρά από κάποια αποπλαισιωμένη ασπλαχνία του Δήμου. Κατά συνάφεια, ο οστρακισμός δεν ήταν τόσο φθόνος για τους ηγέτες αλλά επιθυμία μη διατάραξης της πολιτικής ισορροπίας και αποφυγής μιας εξουσιαστικής ιεραρχίας.
Αντίθετα, ο φθόνος φαίνεται να υπήρχε περισσότερο ανάμεσα στους ηγέτες διότι, ως προς τη διατήρηση ή την απόρριψη της εξουσίας και της προσωπικής φιλοδοξίας, ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν διάφορα μέσα και ακραίες ποινές σε βάρος των αντιπάλων. Ο ανταγωνισμός τους ήταν πολύ έντονος15.
Τον 5ο και 4ο αιώνα, ο Δήμος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι σε αποτυχημένους αξιωματούχους ή ηγέτες. Δεν αποκλείονται βέβαια αυθόρμητες κινήσεις ή απόπειρες επηρεασμού από πολιτικούς αντίζηλους. Θετική συνέπεια της συγκρουσιακής διαδικασίας είναι πως η σύνολη αντιπαλότητα αναδείκνυε αγαθούς άνδρες που ανταγωνίζονταν πολιτικά για τις ανταμοιβές που παρείχε ο Δήμος.
Γιατί και ποιοι Αθηναίοι προτιμούσαν τη συμμετοχή στα δικαστήρια
Οι ένορκοι είχαν ένα υψηλό αίσθημα ισχύος και κύρους. Οι δικαστές θεωρούσαν εαυτούς κυρίους του Κράτους. Όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι λογοδοτούσαν εκτός από τους δικαστές που ακόμη και οι αποφάσεις τους δεν ήταν δυνατό να εφεσιβληθούν. Περίπου στο 403, οι νομοθέτες εκλέγονταν με κλήρο μεταξύ των δικαστών. Αυτό συνεπάγεται τον ενισχυμένο ρόλο των δικαστών στη νομοθετική διαδικασία.
Παράλληλα, οι διαδικασίες στο δικαστήριο16 επέτρεπαν στον ένορκο να λαμβάνει έναν παθητικό και σχετικά πιο ανεύθυνο ρόλο, με την έννοια ότι μπορούσε να αποκρύπτει την απειρία του, την έλλειψη γνώσεων, την ανικανότητα ως ένα βαθμό κατανόησης. Αυτή τη συμπεριφορά την ενίσχυε και το γεγονός ότι η ψηφοφορία ήταν μυστική. Εξαιτίας αυτού, μπορούσε κάποιος να δηλώσει ότι θα πράξει κάτι διαφορετικό σε σχέση με την τελική επιλογή του. Έτσι, σύμφωνα με τον Ισοκράτη,17 ο φθόνος και η φτώχεια οδηγούσαν σε βλαπτικές αποφάσεις κατά συμπολιτών επειδή ελαχιστοποιούταν η πιθανότητα να αποκαλυφθούν. Ο Αριστοτέλης18 στο ίδιο πλαίσιο αναφέρει ότι οι δημαγωγοί αποσπούσαν την εύνοια του Δήμου, και ίσως γι’ αυτούς τους λόγους οι πλούσιοι είχαν ένα φόβο μήπως η περιουσία τους κατασχεθεί από τα δικαστήρια19.
Κατά τον 5ο αιώνα, πολλοί από τους απόρους και κατά πάσα πιθανότητα οι ηλικιωμένοι, ενδέχεται να ελκύονταν από το μισθό που λαμβανόταν για τη συμμετοχή στο δικαστήριο. Τον 4ο αιώνα π. Χ. η αίσθηση δύναμης και κοινωνικής αναγνώρισης ενός ενόρκου ίσως να αποτελούσε ολοένα και πιο καθοριστικό παράγοντα στις επιλογές των φτωχών.
---------------------
1. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 133, David L. Stockton , The classical Athenian democracy, σ. 73
2. Βλ. John Thorley ,Athenian democracy, , Routledge, 1996, σ 33
3. Βλ. John Thorley, Athenian democracy, , Routledge, 1996, σ. 33, Jones σ. 109
4. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 136-137
5. Αριστ. Αθην.Πολ. 129 1b14-30, 1303b10-12, 1327a40-1327b13
6. Αριστ. Αθην.Πολ. 1292b23-1293a11
7. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 138
8. Δημ. 18.104, 108
9, Αριστ. Αθην. Πολ. 1279b18-19, 132a33-b4
10, Δημόσια υπηρεσία προς το Κράτος
11. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 139,140
12. Jones σ. 35-6, 109-10
13. Samons Loren J., Age of Pericles, Cambridge, 2007, σ. 29, Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991 ,σ. 67
14. Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991 , σ. 63
15. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997, σ. 200
Για αποφάσεις σε θέματα παροχής ή αφαίρεσης ατομικών προνομίων όπως πχ απονομή της ιδιότητας του πολίτη, απαλλαγή ή οστρακισμό, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η απαρτία έξι χιλιάδων πολιτών1. Το ερώτημα που ανακύπτει επομένως είναι αν όντως η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν συμμετοχική2. 6000 άτομα είναι το 1/4 των Αθηναίων πολιτών. Φαίνεται ότι πραγματικά οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν πρόβλημα συμμετοχής για αυτό και το 390, τα μέλη της Εκκλησίας άρχισαν να πληρώνονται. Η αύξηση από έναν σε τρεις οβολούς μέσα σε λίγα χρόνια ίσως δείχνει, παρόλη την αύξηση, μια ανεπάρκεια του πληρωτέου ποσού ώστε να εξασφαλιστεί η αυξημένη συμμετοχή στη συνέλευση. Σε γενικές γραμμές διαπιστώνεται πως η απαρτία των 6000 ατόμων πραγματωνόταν στην κύρια συνέλευση ενώ οι υπόλοιπες συγκέντρωναν λιγότερους πολίτες3.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το κατά πόσο αντιπροσωπευτικό των κοινωνικών τάξεων ήταν το δείγμα του σώματος των πολιτών στην Εκκλησία.
Οι καταστηματάρχες ήταν οικονομικά και κοινωνικά υποδεέστεροι από τους εμπόρους4. Αλλά ενώ οι έμποροι έλειπαν μακριά από την Αθήνα, οι καταστηματάρχες και οι τεχνίτες μπορούσαν να αφήσουν τα μαγαζιά τους στα χέρια ενός μέλους της οικογένειας ή σε έναν δούλο και να παρευρεθούν στην Εκκλησία.
Για τον Αριστοτέλη5 ο ελεύθερος χρόνος ήταν σημαντικός παράγων για τη συμμετοχή, γεγονός που δεν ευνοούσε τόσο τους εύπορους όσο το πλήθος, με συνέπεια οι άποροι να εκμεταλλεύονται τους νόμους υπέρ των συμφερόντων τους εξασφαλίζοντας κρατική κυριαρχία6.
Επίδικο αντικείμενο για να προκύψουν κάποια συμπεράσματα ως προς τη σχέση συμμετοχής των κοινωνικών τάξεων στην Εκκλησία, είναι η σημασία που αποδιδόταν στις λέξεις “άποροι”, “εύποροι” κατά τη χρήση τους από τους ρήτορες. Οι όροι χρησιμοποιούνταν προκατειλημμένα από ρήτορες όπως για παράδειγμα με σκοπό να προκαλέσουν οίκτο7. Βέβαια, ο όρος “άπορος” μπορούσε να προκαλέσει και ανησυχία γιατί δημιουργούσε συνειρμούς δωροδοκίας. Η πενία ως οικογενειακό χαρακτηριστικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κάποιον ρήτορα για να βλάψει κάποιον. Μερικές φορές γινόταν διάκριση και για τη μεσαία τάξη αλλά η πιο συχνή κατάταξη ήταν σε πλούσιους και πένητες ή άποροι που όμως το πλαίσιο όπου χρησιμοποιούσαν τις λέξεις καθόριζε και το νόημα. Για παράδειγμα ως άποροι μπορούσαν να προσδιορίζονται όσοι πλούσιοι πιέζονταν από τις τριηραρχικές τους υποχρεώσεις, όπως χρησιμοποιεί τη λέξη ο Δημοσθένης8. Έτσι, ο άπορος μπορεί να εννοούσε όχι πολίτες που δεν είχαν καθόλου περιουσία αλλά όσους δεν είχαν αρκετούς πόρους. Στον Αριστοτέλη9 εύποροι είναι όσοι έχουν πόρους για να υπηρετούν την πόλη με την περιουσία τους. Εδώ μάλλον συμπεριλάμβανε όσους είχαν χορηγική υποχρέωση και όσους πλήρωναν εισφορά, δηλ. φόρο περιουσίας.
Συμπερασματικά, όσοι γίνονταν λειτουργοί10 μπορούσαν να απασχολούν άλλους στις δουλειές τους, επειδή είχαν μεγάλη περιουσία. Αυτοί δηλ. μπορούσαν να αφιερώσουν λίγο χρόνο και να αντιπροσωπεύουν ένα 20-25% στην Εκκλησία σε αντίθεση με την αριστοτελική άποψη11.
Από τους ρητορικούς λόγους διαπιστώνεται πως οι ρήτορες λάμβαναν υπόψη την παρουσία όσων πλήρωναν την εισφορά ή τον φόρο πολέμου, σκοπεύοντας να κερδίσουν την υποστήριξη των παρευρισκομένων φορολογούμενων. Ο Jones12 υποστηρίζει πως οι εν λόγω φορολογούμενοι πρέπει να είχαν σημαντική συμμετοχή στην Εκκλησία.
Γενικά πάντως, οι άποροι δεν εκμεταλλεύονταν την όποια αριθμητική υπεροχή τους παρά τις διαμαρτυρίες των φορολογουμένων. Είναι πιθανό οι φορολογούμενοι να ήταν περιπτώσεις πλούσιων φορολογουμένων που δεν ήθελαν να πληρώνουν καθόλου. Επιπλέον, οι πλούσιοι φορολογούμενοι προτιμούσαν να συμμετέχουν στην Εκκλησία γιατί ήταν ο τόπος όπου λαμβάνονταν ζωτικής σημασίας αποφάσεις που επηρέαζαν χωρίς αμφιβολία τους εύπορους πχ θέμα πολέμου. Παράλληλα, ο λόγος της προτίμησης αυτής πιθανότατα να ήταν και ιδεολογικός. Ήταν πιθανό δηλ. να θεωρούσαν την Εκκλησία πιο αξιοσέβαστη από ό, τι τα δικαστήρια, τα οποία χαρακτήριζαν ως τόπους διαφθοράς.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι οι περισσότεροι πολίτες ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν13. Λόγοι συμμετοχής των ευπόρων ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, η προσωπική φιλοδοξία, η οικογενειακή παράδοση. Ο τόπος διαμονής ήταν περισσότερο πρόβλημα για τους φτωχούς, αλλά οι φτωχοί του άστεως συμμετείχαν πολύ περισσότερο από ό,τι οι φτωχοί της εξοχής. Οι πλούσιοι αγρότες μπορούσαν να έχουν γαϊδουράκια, η αγορά του οποίου ήταν δύσκολη για τους φτωχούς. Δυσκολίες δημιουργούσαν και οι απαιτήσεις του αγροτικού έτους14.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν κυριαρχούσε η τάση των φτωχότερων στρωμάτων να εκμεταλλευτούν τη συμμετοχή στην Εκκλησία σε βάρος των πλουσίων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις εκδίκησης ή οργής πάντα όμως μέσα σε πολιτικά πλαίσια. Συγκρούσεις, αντιζηλίες φιλτράρονταν από το πολιτικό παρά από κάποια αποπλαισιωμένη ασπλαχνία του Δήμου. Κατά συνάφεια, ο οστρακισμός δεν ήταν τόσο φθόνος για τους ηγέτες αλλά επιθυμία μη διατάραξης της πολιτικής ισορροπίας και αποφυγής μιας εξουσιαστικής ιεραρχίας.
Αντίθετα, ο φθόνος φαίνεται να υπήρχε περισσότερο ανάμεσα στους ηγέτες διότι, ως προς τη διατήρηση ή την απόρριψη της εξουσίας και της προσωπικής φιλοδοξίας, ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν διάφορα μέσα και ακραίες ποινές σε βάρος των αντιπάλων. Ο ανταγωνισμός τους ήταν πολύ έντονος15.
Τον 5ο και 4ο αιώνα, ο Δήμος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι σε αποτυχημένους αξιωματούχους ή ηγέτες. Δεν αποκλείονται βέβαια αυθόρμητες κινήσεις ή απόπειρες επηρεασμού από πολιτικούς αντίζηλους. Θετική συνέπεια της συγκρουσιακής διαδικασίας είναι πως η σύνολη αντιπαλότητα αναδείκνυε αγαθούς άνδρες που ανταγωνίζονταν πολιτικά για τις ανταμοιβές που παρείχε ο Δήμος.
Γιατί και ποιοι Αθηναίοι προτιμούσαν τη συμμετοχή στα δικαστήρια
Οι ένορκοι είχαν ένα υψηλό αίσθημα ισχύος και κύρους. Οι δικαστές θεωρούσαν εαυτούς κυρίους του Κράτους. Όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι λογοδοτούσαν εκτός από τους δικαστές που ακόμη και οι αποφάσεις τους δεν ήταν δυνατό να εφεσιβληθούν. Περίπου στο 403, οι νομοθέτες εκλέγονταν με κλήρο μεταξύ των δικαστών. Αυτό συνεπάγεται τον ενισχυμένο ρόλο των δικαστών στη νομοθετική διαδικασία.
Παράλληλα, οι διαδικασίες στο δικαστήριο16 επέτρεπαν στον ένορκο να λαμβάνει έναν παθητικό και σχετικά πιο ανεύθυνο ρόλο, με την έννοια ότι μπορούσε να αποκρύπτει την απειρία του, την έλλειψη γνώσεων, την ανικανότητα ως ένα βαθμό κατανόησης. Αυτή τη συμπεριφορά την ενίσχυε και το γεγονός ότι η ψηφοφορία ήταν μυστική. Εξαιτίας αυτού, μπορούσε κάποιος να δηλώσει ότι θα πράξει κάτι διαφορετικό σε σχέση με την τελική επιλογή του. Έτσι, σύμφωνα με τον Ισοκράτη,17 ο φθόνος και η φτώχεια οδηγούσαν σε βλαπτικές αποφάσεις κατά συμπολιτών επειδή ελαχιστοποιούταν η πιθανότητα να αποκαλυφθούν. Ο Αριστοτέλης18 στο ίδιο πλαίσιο αναφέρει ότι οι δημαγωγοί αποσπούσαν την εύνοια του Δήμου, και ίσως γι’ αυτούς τους λόγους οι πλούσιοι είχαν ένα φόβο μήπως η περιουσία τους κατασχεθεί από τα δικαστήρια19.
Κατά τον 5ο αιώνα, πολλοί από τους απόρους και κατά πάσα πιθανότητα οι ηλικιωμένοι, ενδέχεται να ελκύονταν από το μισθό που λαμβανόταν για τη συμμετοχή στο δικαστήριο. Τον 4ο αιώνα π. Χ. η αίσθηση δύναμης και κοινωνικής αναγνώρισης ενός ενόρκου ίσως να αποτελούσε ολοένα και πιο καθοριστικό παράγοντα στις επιλογές των φτωχών.
---------------------
1. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 133, David L. Stockton , The classical Athenian democracy, σ. 73
2. Βλ. John Thorley ,Athenian democracy, , Routledge, 1996, σ 33
3. Βλ. John Thorley, Athenian democracy, , Routledge, 1996, σ. 33, Jones σ. 109
4. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 136-137
5. Αριστ. Αθην.Πολ. 129 1b14-30, 1303b10-12, 1327a40-1327b13
6. Αριστ. Αθην.Πολ. 1292b23-1293a11
7. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 , σ. 138
8. Δημ. 18.104, 108
9, Αριστ. Αθην. Πολ. 1279b18-19, 132a33-b4
10, Δημόσια υπηρεσία προς το Κράτος
11. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997 139,140
12. Jones σ. 35-6, 109-10
13. Samons Loren J., Age of Pericles, Cambridge, 2007, σ. 29, Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991 ,σ. 67
14. Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991 , σ. 63
15. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997, σ. 200
16. Βλ. σελ. 70
17. Ισοκρ. 15.142-3
18. Αριστ.Αθ.Πολ. 1320a5-17
19. R.K. Sinclair, ∆ηµοκρατία και συµµετοχή στην αρχαία Αθήνα, µετ. Ε. Ταµβάκη, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1997, σ. 152
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου