Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ OΘΩMANIKHΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ KYPIAPXIAΣ (ΜΕΡΟΣ Β')

KΛEΦTAPMATOΛIΣMOΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στις παραδοσιακές κοινωνίες η ληστεία στην ύπαιθρο αποτελούσε διαδεδομένο φαινόμενο που το ευνοούσαν διάφοροι παράγοντες, όπως οι ελλιπείς πόροι ζωής, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η μεγαλύτερη, σε σχέση με σήμερα, χρήση της σωματικής βίας, οι ανεπαρκείς μηχανισμοί ασφάλειας και η αδυναμία επιβολής της τάξης, ιδίως στις απομακρυσμένες από το κέντρο επαρχίες των μεγάλων Αυτοκρατοριών. Όπως έδειξε ένας μεγάλος ιστορικός του 20ού αιώνα, ο Eric Hobsbawm, στη μελέτη του ''Ληστές'', συχνά στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες συναντάται στο ίδιο πρόσωπο ο κοινωνικός ληστής (ο ληστής που έχει έναν κοινωνικό στόχο) -όρο που εισήγαγε στη διεθνή ιστοριογραφία ο ίδιος- με τον εξεγερμένο παράνομο. Τέτοιοι ληστές δεν εθεωρούντο από το λαό εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τα κατορθώματά τους έχουν διασωθεί από την ιστορία ή το θρύλο. Oι Βαλκάνιοι Χαϊδούκοι ή οι κλέφτες, οι Μπαντίτι του Ιταλικού νότου, οι Μπαντολέρος της Ανδαλουσίας και άλλοι σε άλλες χώρες θεωρούνται κοινωνικοί ληστές...

Από τέτοιους ληστές (κλέφτες στον Ελληνικό χώρο) ξεπηδούσαν, συχνά, οι επαναστάτες. H παλαιότερη Ελληνική ιστοριογραφία (Καμπούρογλου, Σφυρόερας, Βακαλόπουλος κ.ά.) (υπερ)τόνισε τον εθνικό - αντιστασιακό ρόλο που διαδραμάτισαν στα προεπαναστατικά χρόνια και το 1821 τα σώματα των κλεφταρματολών. Αντίθετα άλλοι νεότεροι ιστορικοί (Ασδραχάς, Πολίτης, Κοντογιώργης, Κοταρίδης κ.ά.), βλέπουν τους κλέφτες του Ελληνικού χώρου μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα της κοινωνικής ληστείας του Hobsbawm ως πρωτεργάτες της πρωτόγονης -δηλαδή της όχι ώριμης- επανάστασης.

Η ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΟΡΗ ΚΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Οι Κλέφτες

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ληστεία ήταν παρούσα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και σε όλες σχεδόν τις περιοχές της, ιδίως στις ορεινές. Φαίνεται όμως ότι παρουσίασε μία ιδιαίτερη έξαρση από τα τέλη του 16ου αιώνα και μετά που οφειλόταν, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας και στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής του Χριστιανικού ιδίως αγροτικού πληθυσμού, στις καθημερινές ταπεινώσεις που υφίστατο και, ως συνέπεια αυτών, στη μετακίνηση πολλών προς ορεινούς οικισμούς για την εξασφάλιση μιας πιο «ελεύθερης» διαβίωσης, απαλλαγμένης από τις καταπιέσεις που συνεπαγόταν η γειτνίαση με τα κέντρα της Τουρκικής εξουσίας.

Για την επιβίωση βέβαια μέσα σε δυσμενείς συνθήκες, λόγω του άγονου και ορεινού εδάφους, χρειαζόταν σκληρός αγώνας. Στους ορεινούς αυτούς οικισμούς, πρωτίστως, δημιουργήθηκε η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ληστή και του αντάρτη, του ανυπότακτου, αυτού που αρνείται να συμβιβαστεί με τη «νόμιμη» εξουσία και στρέφεται για την επιβίωσή και τη συντήρησή του στην αρπαγή και στη ληστεία Από τους οικισμούς αυτούς, κυρίως, προήλθαν οι κλέφτες οι οποίοι γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα αποτέλεσαν την έκφραση ενός «φιλελευθερισμού» που απλώθηκε σε όλο τον ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο.

Όσον αφορά τους Μουσουλμάνους ληστές, μία βασική αιτία που τους έσπρωχνε στη ληστεία ήταν η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των έμμισθων στρατιωτών που απολύονταν από τον στρατό, σε μία προσπάθεια του Οθωμανικού κράτους να περιορίσει τα κρατικά έξοδα. Tα Οθωμανικά ιεροδικαστικά έγγραφα κάνουν λόγο για «περιφερόμενους ελευθέρως εις τα όρη κακούργους». Tα όρη συνιστούν έναν απροσδιόριστο χώρο πέραν της κοινότητος όπου περιφέρεται ελεύθερα ο ένοπλος και όπου η εξουσία δεν μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχό της. Είναι προφανές ότι η εικόνα που έχει σχηματίσει η Οθωμανική εξουσία για τον Χριστιανό ιδίως κλέφτη είναι αρνητική, γιατί αρνείται στην πράξη την κατάκτηση και, τελικά, το ίδιο το καθεστώς του ραγιά.

Mε άλλα λόγια, δεν αποδέχονται τη διχοτομική διάκριση ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, πάνω στη οποία ήταν θεμελιωμένο όλο το Οθωμανικό διοικητικό σύστημα, με ότι αυτό συνεπαγόταν: νομικές, φορολογικές και θρησκευτικές διακρίσεις, απαγόρευση οπλοφορίας των Χριστιανών κλπ. Tο φαινόμενο της ληστείας συχνά ξεπερνούσε την απλή ζωοκλοπή, κάτι το σύνηθες στις ορεινές ποιμενικές κοινότητες και έπαιρνε διαστάσεις μερικές φορές ανεξέλεγκτες. Επιδρομές κλεφτών σε χωριά, συλλήψεις προυχόντων ή ταξιδιωτών για την καταβολή λύτρων, εξαναγκασμοί ατόμων ή ολόκληρων χωριών να συντηρούν τους κλέφτες ή να τους κρύβουν, βασανιστήρια, φόνοι ή τρομοκράτηση ολόκληρων περιοχών κλπ. καταγράφονται συχνά στις πηγές της Τουρκοκρατίας.

Έτσι, αρνητικές εικόνες για τον ληστή δεν σχηματίζει μόνο η Οθωμανική εξουσία, αλλά και η Χριστιανική προυχοντική τάξη. Γι’ αυτό οι προύχοντες θα συνεργαστούν με την Οθωμανική εξουσία, το 1806, στην καταδίωξη των κλεφτών της Πελοποννήσου. Όλη η Χριστιανική κοινότητα -έπειτα από πιέσεις και εκβιαστικά διλήμματα από την πλευρά της Yψηλής Πύλης- θα «συνεργαστεί» στην καταδίωξη και εξόντωση των κλεφτών του Μοριά, η οποία καταδίωξη υποτίθεται ότι στόχευε στην εξουδετέρωση της απειλής που προερχόταν από τους περιφερόμενους ληστές. H Οθωμανική εξουσία διατεινόταν ότι προστάτευε το «φτωχό ραγιά» κυνηγώντας τον κλέφτη, τη στιγμή που το ίδιο το σύστημα «γεννούσε» κλέφτες.

Έτσι, αυτοί που θεωρούνταν από το Οθωμανικό κράτος ως μόνιμη απειλή για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια, ήταν για το λαό προστάτες του. Oι κλέφτες, αν και συχνά χτυπούσαν και τον «φτωχό ραγιά», γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού απ’ αυτόν γιατί παραβίαζαν το πλαίσιο της «νόμιμης» ζωής αρνούμενοι τον ραγιαδισμό. H Χριστιανική κοινότητα θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του ομόδοξου ένοπλου μια πράξη αντίστασης στην Οθωμανική εξουσία και, ταυτόχρονα, ένα φόβητρο - αντίβαρο στη λεηλατική, μέσω των φόρων, πολιτική της. Oι αναφορές των δημοτικών τραγουδιών στους κλέφτες δίνουν αυτήν ακριβώς την εικόνα του ανυπότακτου ο οποίος τιμωρεί τον καταπιεστή Τούρκο, πρωτίστως.

Αλλά και τον κοτζάμπαση και περιφέρεται ελεύθερα στα βουνά, που γίνονται κι αυτά σύμβολο της ελευθερίας. H ζωή του κλέφτη και τα κατορθώματά του γίνονται τραγούδι από φόβο, αλλά κυρίως από θαυμασμό γιατί κάνει εκείνο που δεν μπορεί να κάνει ο οιοσδήποτε, δηλαδή αρνείται την υποταγή και την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων. Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας, όπως μας τον παρουσιάζουν τα κλέφτικα τραγούδια, θα χρειαστεί να περάσουν τρεις περίπου αιώνες μετά την Άλωση. H Τουρκική εξουσία είχε οργανώσει πολλές επιχειρήσεις για την εξόντωσή τους, με πιο γνωστή αυτή στην Πελοπόννησο το 1806.
 

Ανάλογη επιχείρηση εξόντωσης κλεφτών είχε γίνει το 1652 από τον Κεμαλή Χαλήλ Πασά στην περιοχή των Σερρών (στο Πετρίτσι και στα γύρω βουνά), σύμφωνα με πληροφορία του Εβλιά Τσελεμπή. Τουρκικά έγγραφα μας δίνουν πληροφορίες για τη δράση κλεφτών στον βορειοελλαδικό χώρο τον 17ο αιώνα. Σε έγγραφο του 1627 αναφέρεται ότι ο κλέφτης Πρόδρομος είχε γίνει το φόβητρο των χωριών της επαρχίας Εορδαίας. Σε άλλο έγγραφο του 1667 αναφέρεται οργανωμένη επιδρομή κλεφτών κοντά στη Βέροια εναντίον ομάδας εμπόρων που κατευθύνονταν στο πανηγύρι της Ελασσόνας. Στα τέλη του ίδιου αιώνα αναφέρονται επιδρομές κλεφτών εναντίον Τούρκων ως το Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη και τα Τρίκαλα.

H δράση των κλεφτών έγινε εντονότερη από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά, σε τέτοιο βαθμό που απέβη επικίνδυνη για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό μαρτυρείται σε ενθυμήσεις (επιγραμματικά κείμενα) της εποχής. Μάλιστα η δύναμή τους θα γίνει γνωστή και στον έξω κόσμο. Αυτό φαίνεται και από το ότι ο Μέγας Πέτρος, στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει τους Έλληνες και άλλους Χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων εναντίον των Τούρκων, καλούσε με προκήρυξή του (23 Mαρτίου 1711) και τους «προεστούς τῶν κλεφτῶν» σ’ αυτό τον αγώνα. Aν κρίνουμε από πληροφορίες ξένων ταξιδιωτών, οι ληστές είχαν αυξηθεί πολύ τον 18ο αιώνα στις ορεινές περιοχές του Ελληνικού χώρου.

O μετέπειτα πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Choiseul Gouffier (Γκουφιέ) γράφει, με κάποια υπερβολή, το 1782 ότι σ’ αυτούς τους ορεσίβιους «δεν είχε σβήσει ποτέ το πνεύμα της ελευθερίας». Tο ποια, βέβαια, συνείδηση είχαν οι κλέφτες αυτής της περιόδου, το αν δηλ. είχαν ή όχι μια διαμορφωμένη επαναστατική εθνική συνείδηση είναι ένα δυσκολοερεύνητο ζήτημα στο οποίο η Ελληνική ιστοριογραφία δεν έχει πει την τελευταία λέξη. Στις αρχές του 19ου αιώνα θα εξοντωθούν με συντονισμένες ενέργειες της Οθωμανικής εξουσίας και τη συνεργασία των τοπικών προυχόντων, όλοι σχεδόν οι κλέφτες του Μοριά, των οποίων ο αριθμός είχε αυξηθεί πολύ μετά τα Ορλωφικά και την Αλβανοκρατία που ακολούθησε (1770 - 1779).

Ίσως ανέρχονταν σε 4.000 - 5.000 άνδρες, αν και ο αριθμός αυτός φαίνεται υπερβολικός. Kατά την Αλβανοκρατία οι κλέφτες του Μοριά χρησιμοποιήθηκαν από την Οθωμανική εξουσία για να περιορίσει τις αυθαιρεσίες των Τουρκαλβανών μισθοφόρων. Στο τέλος οι τουρκικές αρχές τους ζήτησαν να προσκυνήσουν, υποσχόμενες αμνηστία. Αυτό το μέτρο προκάλεσε για ένα διάστημα περιορισμό της ληστείας, όμως λόγω των επικρατουσών συνθηκών γρήγορα ξαναφούντωσε. Την εποχή αυτή θα αναδειχθούν μερικοί από τους γνωστότερους κλέφτες του Μοριά: ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, οι Πετιμεζάδες κ.ά.

Ταυτόχρονα, θα δράσουν και κάποιοι Μουσουλμάνοι κλέφτες. Oι προσπάθειες των αρχών να ελέγξουν την κατάσταση αποδείχτηκαν ανεπαρκείς. Tα συμβάντα αυτών των ετών τα αφηγούνται αργότερα στα απομνημονεύματά τους οι προεστοί ή οι στρατιωτικοί υπό το δικό του ο καθένας πρίσμα. Για τους πρώτους (K. Δεληγιάννη κ.ά.) οι κλέφτες ήταν κοινοί εγκληματίες που ποτέ δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τους Τούρκους, ενώ για τους δεύτερους (Φωτάκο κ.ά.) οι κλέφτες ήταν οι αμείλικτοι τιμωροί των Τούρκων και των Τουρκόφιλων κοτζαμπάσηδων. H περίοδος αυτή συμπίπτει με τους Ρωσοτουρκικούς και με τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Tα γεγονότα αυτά προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην Yψηλή Πύλη που φοβήθηκε ότι η ισχυρή παρουσία κλεφτών στην Πελοπόννησο θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλους κινδύνους. Πράγματι, ο σημαντικότερος τότε κλέφτης της Πελοποννήσου, ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, εμφανίζεται ως ηγέτης ενός επαναστατικού κινήματος με πολεμοφόδια που στάλθηκαν από τη Γαλλία (1803). Ήταν φανερό πως οι Οθωμανοί έπρεπε να λάβουν σύντονα μέτρα γιατί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν αφορούσε μόνο στην εσωτερική ασφάλεια της Πελοποννήσου, αλλά ενείχε και τον κίνδυνο υποστήριξης από τους κλέφτες ξένης δύναμης που, ενδεχομένως, θα εισέβαλε στο Μοριά.

Μετά την εξόντωση του Ζαχαριά οι κλέφτες στράφηκαν, για αντεκδίκηση, εναντίον των κοτζαμπάσηδων. Προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα, η Yψηλή Πύλη εξέδωσε το 1805 φιρμάνι με το οποίο διατάσσονταν οι κοτζαμπάσηδες να συλλάβουν και να παραδώσουν τους κλέφτες στις αρχές, απειλώντας τους με αυστηρές ποινές, αν δεν το έπρατταν. Mε το ίδιο φιρμάνι καθίσταντο συλλογικά συνυπεύθυνοι και οι ραγιάδες. Όπως συνέβη και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η Πύλη ζήτησε τη συνδρομή του Πατριαρχείου το οποίο με συνοδικό γράμμα κάλεσε τους Χριστιανούς της Πελοποννήσου να βοηθήσουν στη σύλληψη των κλεφτών. Tο πατριαρχικό γράμμα υπήρξε όντως αποτελεσματικό γιατί οι κλέφτες έχασαν την υποστήριξη των φοβισμένων χωρικών.

Τελικά η κοινή δράση Τουρκικών αποσπασμάτων και κοτζαμπάσηδων, με τη «συμπαράσταση» των χωρικών, είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου (1806). Ο μόνος που σώθηκε ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο οποίος κατέφυγε με λίγους συντρόφους του στη Ζάκυνθο. O ίδιος αφηγείται στα Απομνημονεύματά του, μέρα με τη μέρα, τη δραματική καταδίωξή τους στα βουνά της Πελοποννήσου. Aν κρίνουμε από τον ύμνο που πλέκουν για τους κλέφτες στην Ελληνική Νομαρχία (1806) ο ανώνυμος συντάκτης της και στο Θούρειο ο Ρήγας, θα πρέπει η κλεφτουριά να εθεωρείτο υπολογίσιμη δύναμη του Έθνους για το μελλοντικό Αγώνα της ανεξαρτησίας:
 
«Τήν σήμερον, εὑρίσκονται βέβαια ἀπό αὐτούς περισσότεροι ἀπό δέκα χιλιάδας τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀδιήγητος καί ἡ àγάπη διά τήν ἐλευθερίαν τους ἀπερίγραπτος»

Πολλοί από αυτούς τους κλέφτες και οπλαρχηγούς θα ενταχθούν στον Ρωσικό, στο Γαλλικό ή στον Αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Aρκετοί βρήκαν το θάνατο πριν από το 1821. Ανάμεσα σ’ αυτούς που επέζησαν συναντούμε δέκα κατοπινούς στρατηγούς της Επανάστασης (Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Μάρκο και Νότη Μπότσαρη κ.ά.). Μέσα στη θύελλα των Ναπολεοντείων πολέμων οι Έλληνες αυτοί απέκτησαν γνώσεις πολεμικής τακτικής και κάποιες εμπειρίες από τις διεθνείς πολιτικο-στρατιωτικές καταστάσεις, σφυρηλάτησαν μεταξύ τους δεσμούς και διαμόρφωσαν μία εθνική συνείδηση συγκροτώντας τους πυρήνες των στρατιωτικών σωμάτων που θα διεξήγαγαν λίγα χρόνια αργότερα τον Αγώνα της ανεξαρτησίας.

Aν εξαιρέσουμε τις λίγες πληροφορίες που παραθέσαμε παραπάνω για καταδιώξεις κλεφτών τον 17ο και 18ο αιώνα, οι γνώσεις γι’ αυτούς που αποτέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Μακρυγιάννη, δεν είναι όσο θα θέλαμε ικανοποιητικές. Oι ίδιοι οι κλέφτες άφησαν λίγες γραπτές μαρτυρίες. Όταν εκφράζονται, δεν αναφέρονται σε καμία έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Oι πληροφορίες που έχουμε από απομνημονεύματα αγωνιστών του '21 (κυρίως από τον Κασομούλη και τον Θ. Κολοκοτρώνη), από τη δημοτική ποίηση και από την προφορική παράδοση δεν είναι παλαιότερες από τα τέλη του 18ου αιώνα.
 

Αλλά αυτές οι πληροφορίες μας πάνε, οπωσδήποτε, πίσω, σε παλαιότερες εποχές. H οργάνωσή τους δηλαδή σε σώματα των 50 περίπου ανδρών με αυστηρή εσωτερική πειθαρχία βασισμένη σε άγραφους ηθικούς κώδικες, η τακτική πολέμου με ενέδρες, αιφνιδιασμό, γιουρούσια και με τη χρήση ταμπουριών (κλεφτοπόλεμος), η καθημερινή άσκηση η σκληρή ζωή στα λημέρια, η αντοχή στις κακουχίες, ο τρόπος, γενικά, της κλέφτικης ζωής δεν είναι ξαφνικό δημιούργημα του τέλους του 18ου αιώνα. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η ζωή των κλεφτών ήταν στενά συνυφασμένη με τη ζωή των αρματολών.

ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ  

Oι Μεγάλες Αρματολικές Οικογένειες

Oι αρματολοί συνδέθηκαν στην Ελληνική ιστοριογραφία και στη συλλογική μνήμη με τους κλέφτες ως δύο ένοπλες ομάδες με εναλλασσόμενους, ρόλους. Oι πρώτοι εκπροσωπούσαν τη νομιμότητα όντας επιφορτισμένοι με την καταστολή της ληστείας και οι δεύτεροι την παρανομία διαπράττοντας ληστείες που απέβαιναν όλο και πιο σοβαρό πρόβλημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς αυτή παρήκμαζε και βάθαινε η οικονομική κρίση. Tα διακριτά όρια μεταξύ των δύο αυτών ένοπλων σωμάτων δεν ήταν πάντοτε σαφή, αφού και οι δύο προέρχονταν από ορεσίβιους αγροτοποιμενικούς πληθυσμούς, από φυγόδικους ή από απλά κατατρεγμένα άτομα που κατέφευγαν στην παρανομία.

Oι νομάδες κτηνοτρόφοι των ορεινών όγκων του βόρειου και κεντρικού Ελληνικού χώρου ήταν εξοικειωμένοι στη μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις, στη χρήση όπλων για να προστατεύουν τα κοπάδια τους και στη βία. Αρματολοί, κλέφτες και κτηνοτρόφοι ενσάρκωναν τις ίδιες λίγο πολύ κοινωνικές αξίες: την ανδρεία, την τιμή, τη μπέσα, την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ομάδας. Στο πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα στους ένοπλους ραγιάδες, την κοινότητα και την Οθωμανική εξουσία οι δύο αυτές ομάδες ταυτίστηκαν. Oι ίδιοι, άλλωστε. οι ένοπλοι ραγιάδες αυτοπροσδιορίζονταν ως κλέφτες και αρματολοί ταυτόχρονα.

Έτσι συμβαίνει το παράδοξο η λέξη κλεφταρματολός να δηλώνει ταυτόχρονα τον κλέφτη και τον φύλακα, τον ανυπότακτο και αυτόν που υπηρετεί τον κατακτητή. Συχνά ένας αρματολός γινόταν ληστής και ένας ληστής αρματολός. Μάλιστα η προώθηση ικανών ληστών στο αξίωμα του αρματολού επέτρεπε την διατήρηση της ασφάλειας σε περιοχές όπου η ληστεία δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Ο όρος «αρματολός» εμφανίζεται στις Ελληνικές πηγές μόλις τον 17ο αιώνα Νωρίτερα, τον 16ο αιώνα, απαντάται σε Βενετικές και Τουρκικές πηγές ως martolozi, martolos και martoloz. Πιθανότατα προέρχεται από το αρματολόγος, αρματολόος, αρματολός (= αυτός που φέρει όπλα).

H πρώτη μνεία του όρου martoloz βρίσκεται σε ένα από τα παλαιότερα Οθωμανικά χρονικά και συνδέεται με τον ιδρυτή της Οθωμανικής δυναστείας, τον Οσμάν (1300 - 1324). Στην πρώιμη Τουρκική χρήση της η λέξη martoloz δήλωνε τον ένοπλο φρουρό ενός κάστρου. Στο Οθωμανικό κράτος η δημιουργία αυτού του θεσμού ανάγεται στον 14ο αιώνα και οργάνωσή του στον Ελλαδικό χώρο τον 15ο αιώνα. Τότε, στα χρόνια του Μουράτ B' (1421 - 1451), δημιουργείται το πρώτο αρματολίκι στ’ Άγραφα της Θεσσαλίας, ένα νευραλγικό για την ασφάλεια των προωθημένων Τουρκικών δυνάμεων σημείο και ένας ορεινός όγκος που ευνοούσε τη δημιουργία εστιών αντίστασης ή ορμητηρίων για επιδρομές εναντίον των Τουρκικών δυνάμεων.

Από την εποχή αυτή θεσμοθετούνται και οργανώνονται γενικά στο Βαλκανικό χώρο τα αρματολίκια. Οι αρματολοί αναφέρονται αρχικά ως επικουρικά στρατεύματα των Τούρκων. Σε πηγές του τέλους του 15ου - αρχών του 16ου αιώνα μαρτυρείται η συμμετοχή αρματολών σε εκστρατείες στα Βαλκάνια. Στα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520 - 1566) οι αρματολοί χρησιμοποιούνταν ως φύλακες των συνόρων και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Τον 16ο αιώνα  τοποθετείται η επέκταση των αρματολικιών στα βόρεια Βαλκάνια, ταυτόχρονα με τον Ελληνικό χώρο. Η Τουρκική εξουσία είχε πλέον παγιωθεί και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούνταν ήταν πιο περιορισμένης, απ’ ό,τι πριν, κλίμακας.

Οι εξωτερικοί εχθροί δεν αποτελούσαν πλέον κίνδυνο για το κράτος του σουλτάνου, είχαν όμως, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, αυξηθεί στα βουνά οι ληστές. Το γεγονός αυτό έκανε πιο αναγκαία τη στρατολόγηση αφοσιωμένων στην εξουσία ανδρών για την επιβολή της εσωτερικής ασφάλειας. Έτσι στα χρόνια αυτού του σουλτάνου ιδρύονται στον Ελληνικό χώρο μία σειρά από αρματολίκια. O αρματολισμός λοιπόν, συνιστά έναν μηχανισμό ασφάλειας που συστήνει η Οθωμανική εξουσία προκειμένου να διασφαλίσει την τάξη σε δυσπρόσιτες περιοχές και να ελέγξει τους κλέφτες.

H ιδιομορφία του έγκειται στη χρήση ένοπλων ραγιάδων (οι οποίοι κατά τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο δεν επιτρεπόταν να οπλοφορούν) για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Tο έργο της αστυνόμευσης της υπαίθρου -ιδιαίτερα των ορεινών όγκων της Ρούμελης (δηλαδή όλου του Ναλκανικού τμήματος της Αυτοκρατορίας) το ανέλαβαν οι αρματολοί και οι δερβεντζήδες (φύλακες των δερβενιών). Oι αρματολοί είχαν ως αποστολή την τήρηση της τάξης και την καταδίωξη των ληστών μιας συγκεκριμένης περιοχής, που ονομαζόταν αρματολίκι. Στον Ελληνικό χώρο οι αρματολοί ήταν συνήθως Χριστιανοί.

Μετά τη συνθήκη του Βελιγραδίου (1739) η Υψηλή Πύλη άρχισε να δίνει τη θέση Χριστιανών αρματολών σε Μουσουλμάνους, κυρίως σε Αλβανούς. Τα αρματολίκια άκμασαν κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Είναι ένα ιστορικό πρόβλημα γιατί δεν υπήρχαν στην Πελοπόννησο αρματολίκια. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, στην Πελοπόννησο είχαμε κάπους, ένα θεσμό που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτόν των αρματολών. Οι κάποι χρησιμοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία (1685 - 1815) για την τήρηση της τάξης και την καταδίωξη των ληστών.

Μετά την ανακατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, ύστερα από έγκριση του Πασά, προσλαμβάνονταν κλέφτες ως κάποι για αστυνόμευση του χώρου, για την καταδίωξη κλεφτών, ζωοκλεφτών κ.ά. και παράδοσή τους στις αρχές. Επίσης οι κάποι υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες κοτζαμπάσηδων. Για παράδειγμα, ο Κολοκοτρώνης είχε χρηματίσει, για ένα διάστημα, κάπος των Δεληγιανναίων. Κάποια αρματολίκια, ο αριθμός των οποίων δεν είναι εξακριβωμένος, κατελάμβαναν τεράστια έκταση. Παλαιότερα γνωρίζαμε μόνο 15 αρματολίκια που απλώνονταν από τη Μακεδονία ως την Ήπειρο και από την Αιτωλοακαρνανία ως τη Θεσσαλία: Γρεβενών, Τζουμέρκων, Ξηρομέρου, Ολύμπου κλπ.
 

Από Οθωμανικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, γνωρίζουμε και κάποια άλλα. Στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν 32 περίπου αρματολίκια από τη Στερεά μέχρι τη Μακεδονία: Κραβάρων, Ξηρομέρου, Χασίων, Ολύμπου, Μετσόβου, Άρτας, Γρεβενών, Έδεσσας κ.ά. H εκλογή του καπετάνιου ενός αρματολικιού γινόταν σε συνέλευση στην οποία συμμετείχαν ο αντιπρόσωπος του Πασά, ο καδής της περιοχής και οι Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί προύχοντες της περιφέρειας. Kατόπιν διορίζονταν με έγγραφο ο καπετάνιος και τα παλικάρια του, που αποτελούσαν τον ταϊφά, και καθορίζονταν οι αμοιβές τους («λουφέδες»).

Τα μέλη των αρματολικών σωμάτων απαλλάσσονταν από τους φόρους που πλήρωναν οι άλλοι Χριστιανοί και έπαιρναν ένα μισθό για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν. Η αμοιβή για τις υπηρεσίες ενός αρματολικού σώματος (συνήθως 20 έως 50 άνδρες) καταβαλλόταν από τις κοινότητες μέσω ειδικού φόρου, του «αρματολιάτικου» Στα μέσα του 18ου αιώνα είχε πλέον παγιωθεί ο αρματολικός και το επάγγελμα του αρματολού είχε καταστεί το πλέον κερδοφόρο για Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους ενόπλους. Ορισμένοι καπετάνιοι είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ισχύ και κύρος στην ευρύτερη περιοχή της δράσης τους. Ενέπνεαν φόβο στα αγροτοποιμενικά στρώματα, αλλά και στην Οθωμανική εξουσία, προκειμένου να διατηρηθούν στο αξίωμά τους.

Για τον ίδιο λόγο προσπαθούσαν να διατηρούν την «ησυχία» στο αρματολίκι τους. Σε αντίθετη περίπτωση έχαναν το αρματολίκι και σε ακραίες περιπτώσεις (όταν τυραννούσαν τους κατοίκους) κηρύσσονταν εκτός νόμου. Συχνά αρματολοί που έχαναν το αρματολίκι γίνονταν κλέφτες και μέσω της ληστείας εκβίαζαν την Οθωμανική εξουσία για να ξανακερδίσουν το αρματολίκι. Αυτό αποτυπώνεται και στο γνωστό τετράστιχο:
 
Tούρκοι για κάμετε καλά, / γιατί σας καίμε τα χωριά. 
Γλήγωρα τα’ αρματολίκι / Γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Σημαντικό ρόλο στο θεσμό του αρματολισμού έπαιζε η συγγένεια. H οργάνωση των αρματολικιών είχε ως πρότυπο την οικογενειακή συγκρότηση και η διαδοχή σε ένα αρματολίκι προσλάμβανε οικογενειακό χαρακτήρα. Έτσι βλέπουμε τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα να αναδεικνύονται και να κυριαρχούν στα μεγάλα αρματολίκια του Ελληνικού χώρου λίγες οικογένειες. Όμως, παρά τους δεσμούς αίματος παρατηρούνται συγκρούσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ αρχηγών αρματολικιών, με κύρια αιτία τη συλλογή φόρων από τα χωριά της περιφέρειάς τους, συγκρούσεις που διαιωνιζόταν με τη μορφή βεντέτας.

Γι’ αυτό, αλλά και επειδή οι καπετάνιοι ενός αρματολικιού ήταν, συχνά, αρματολοί και κτηνοτρόφοι, μεγάλες αρματολικές οικογένειες κατέφευγαν σε επιγαμίες (πάντρευαν τα παιδιά τους με παιδιά ισχυρών καπετανέων) και σε πνευματικές συγγένειες - κουμπαριές (με βαπτίσεις) ώστε να αντιμετωπίσουν τις αντίπαλες ομάδες. Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα που ο αρματολισμός ανδρώνεται ξεχωρίζουν ορισμένες αρματολικές οικογένειες, κυρίως στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα. Ονομαστές οικογένειες αρματολών ήταν οι Μπουκουβαλαίοι των Aγράφων, οι Στουρναραίοι του Ασπροποτάμου (Αχελώου), οι Βλαχαβαίοι των Χασίων, οι Λαζαίοι του Ολύμπου κ.ά.

Γι’ αυτούς μας δίνει πολύτιμες και εντυπωσιακά λεπτομερείς πληροφορίες στα Στρατιωτικά του ενθυμήματα ο N. Κασομούλης. Ας δούμε, σύντομα, κάποιες από αυτές τις οικογένειες. Mία από τις επιφανέστερες οικογένειες αρματολών της Μακεδονίας ήταν οι Λαζαίοι με γενάρχη τον Λάζο ο οποίος είχε τέσσερα παιδιά (γεν. μετά το 1770), που διακρίνονταν για το ήθος, τη φρόνηση και την ανδρεία. Στενή σχέση με τους Λαζαίους είχε ο Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας, γιος του Πάνου Tσάρα, πρωτοπαλίκαρου του ονομαστού κλέφτη Ζήδρου. Υπήρξε γενναίος, αλλά σκληρός αρματολός. Από τους δύο γιους του διακρίθηκε ιδίως ο Νίκος, γνωστός για την παράτολμη αντιτουρκική επιχείρηση του 1807.

Δολοφονήθηκε έξω από το Λιτόχωρο. Υπήρξε μεγάλη μορφή επαναστάτη και η μνήμη του έμεινε ζωντανή σε όσους τον γνώρισαν. Μεγάλοι αρματολοί υπήρξαν και οι Μπλαχαβαίοι ή Βλαχαβαίοι της Θεσσαλίας. O πιο γνωστός γιος του γερο Μπλαχάβα ήταν ο Θύμιος, καπετάνιος στο αρματολίκι των Χασίων, που έγινε και ιερέας. Έχει μείνει στην ιστορία για την ανταρσία του 1808, που κατέληξε σε αποτυχία και στο φρικτό θάνατό του στα Γιάννενα. Από τους Στουρναραίους της δυτικής Στερεάς ξεχώρισε ο εγγονός του γερο Στουρνάρη, ο Νικολός, που ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. H φήμη των Μπουκουβαλαίων οφείλεται στην ηρωική δράση του γενάρχη τους, του γερο Μπουκουβάλα.

Oι απόγονοί του θα δελεασθούν από τον Αλή Πασά και θα χάσουν το αρματολίκι. Όσοι από αυτούς τους αρματολούς ζούσαν το 1821 θα προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα της ανεξαρτησίας. Ο θεσμός του αρματολισμού επεκτάθηκε στα τέλη του 18ου - αρχές 19ου αιώνα, οπότε ο Αλή Πασάς με διάφορους τρόπους πέτυχε να αντικαταστήσει τους περισσότερους Έλληνες αρματολούς της επικράτειάς του με έμπιστούς του Αλβανούς. H επέκταση της κυριαρχίας του Αλή και ο διορισμός του από την Yψηλή Πύλη ως δερβεντζή επηρέασε σημαντικά την ύπαρξη των κλεφτών και τη θέση των μεγάλων αρματολικών οικογενειών.

Βασικός του στόχος υπήρξε η περιστολή της ληστείας και το πέτυχε σε τέτοιο βαθμό που οι ξένοι ταξιδιώτες τον επαινούν για την ασφάλεια που επικρατούσε στους δρόμους της επικράτειάς του. Παράλληλα, ο Αλής προσπάθησε να ελέγξει τους αρματολούς της περιοχής επιρροής του. Γι’ αυτό προσεταιρίστηκε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Νικόλαο Στουρνάρη κ.ά. και, ταυτόχρονα, πέτυχε να εκδιώξει άλλους ισχυρούς κλεφταρματολούς από την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη δυτική Στερεά Ελλάδα. Oι περισσότεροι (οι Μπουκουβαλαίοι, ο Κοντογιάννης κ.ά.) κατέφυγαν στα Επτάνησα. Tέλος, άλλους, όπως τον παπά Θύμιο Βλαχάβα που υποκίνησε επανάσταση στη δυτική Θεσσαλία, τους εξόντωσε.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ 

Tα Κλέφτικα Τραγούδια

Δυο μόνο λόγια για ένα σημαντικό, αλλά και δύσκολο στη διαπραγμάτευσή του ζήτημα. Δύσκολο λόγω της φύσης του και λόγω του ότι τα τεκμήρια που έχουν διασωθεί δεν είναι πολλά. Αλλά και όσα έχουν διασωθεί είτε μας δίνουν αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες (ιδίως τα απομνημονεύματα) ή έχουν υποστεί, σε μεγάλο βαθμό, πλαστογράφηση, όπως έδειξε η μελέτη του Aλέξη Πολίτη για τα κλέφτικα τραγούδια. Πολύ σημαντικές είναι οι πληροφορίες που δίνουν για τους κλέφτες και για το πώς τους έβλεπαν οι χωρικοί οι ξένοι περιηγητές που ταξίδευσαν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα.
 

Οι οποίοι αναφέρουν ότι οι Έλληνες προστάτευαν και υποστήριζαν τους κλέφτες, τραγουδούσαν κλέφτικα τραγούδια και ότι δεν εθεωρείτο ντροπή να είναι κανείς ή να αποκαλείται κλέφτης. H πιο ρομαντική εικόνα για τους κλέφτες δίνεται από δύο Φιλέλληνες που δημοσίευσαν τα έργα τους στη διάρκεια της Επανάστασης, τα οποία συνέτειναν πολύ στη δημιουργία φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη: στον Γάλλο Κλωντ Fauriel (Φωριέλ), ο οποίος εξέδωσε το 1824 στο Παρίσι συλλογή κλέφτικων τραγουδιών με μακρά εισαγωγή για τη ζωή των κλεφτών, και στον συμπατριώτη του Ολιβιέ Voutier (Βουτιέ), ο οποίος πολέμησε στον Αγώνα και γράφει ότι οι κλέφτες ήταν εξεγερμένοι σκλάβοι που εμπνέονταν από την αγάπη για την πατρίδα τους.

H σχέση των απλών ανθρώπων με τους κλέφτες, όπως φαίνεται από τη μελέτη των πηγών, δεν είναι πάντα σαφής. Μπορούμε όμως να πούμε ότι εγγράφεται σε ένα διπολικό σχήμα. Από τη μια υπέφεραν από τις ληστείες και από την επιβάρυνση της ήδη σκληρής ζωής τους, γιατί εκτός από τις ληστείες που υφίσταντο ήταν συλλογικά υπεύθυνοι για την αποζημίωση των ταξιδιωτών που ληστεύονταν στην περιοχή τους, και από την άλλη εκδήλωναν θαυμασμό προς τους κλέφτες, τους υποστήριζαν και εξυμνούσαν τα κατορθώματά τους με τραγούδια. Αλλά και στις μεταεπαναστατικές Ελληνικές πηγές οι απόψεις για τους κλέφτες εμφανίζονται διχασμένες.

Από τη μια πλευρά βρίσκονται αυτοί που εκπροσωπούν τους πλούσιους προεστούς της ύστερης Τουρκοκρατίας (όπως ο Kαν. Δεληγιάννης και ο Παπατσώνης) οι οποίοι κατηγορούν αναφανδόν τους κλέφτες ως κοινούς εγκληματίες και από την άλλη οι εκπρόσωποι των στρατιωτικών, κοντά στον Θ. Κολοκοτρώνη (όπως ο Φωτάκος και M. Οικονόμου) ή άνδρες του Ελληνικού Διαφωτισμού (Κοραής, ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας κ.ά.) που σκιαγραφούν την εικόνα ηρώων που πολεμούσαν τόσο τους Τούρκους όσο και τους συνεργάτες τους κοτζαμπάσηδες, περιορίζοντας έτσι, με το φόβο που ενέπνεαν, τις αυθαιρεσίες των οργάνων της εξουσίας.

Αυτή την εξιδανικευμένη, ή καλύτερα αγιοποιημένη, εικόνα του κλέφτη μας δίνει και η Ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. H ίδια εικόνα του ηρωικού αγωνιστή της ελευθερίας, που συνδέθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου (1944 - 1949) με τον αντάρτη - αντιστασιακό, επικρατεί ως τις μέρες μας. Όπως σημειώνει ο Aλέξης Πολίτης, είναι βέβαιο ότι ο πυρήνας των κλέφτικων τραγουδιών αναπτύχθηκε σε μέρη όπου συναντούμε αρματολίκια: στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη νοτιοδυτική Μακεδονία. Tα τραγούδια αυτά, που τα τραγουδούσαν οι κλέφτες τις ώρες της ανάπαυλας και της διασκέδασης, ήταν μία έμμετρη μελική αφήγηση.

Ήταν ο βασικός τρόπος για να περιγραφεί και να αναμεταδοθεί το αξιομνημόνευτο γεγονός, κυρίως η σύγκρουση του κλέφτη με τον προσωπικό του αντίπαλο, που η νεοελληνική παράδοση τον ταυτίζει πάντα με τον Τούρκο ή τον Τουρκαλβανό, ενώ στην πραγματικότητα δεν γινόταν πάντα έτσι. Όχι σπάνια αντίπαλος ήταν ο κλέφτης που διεκδικούσε το αρματολίκι του. Όσον αφορά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης, τα κλέφτικα τραγούδια -πολλά από τα οποία υπέστησαν μεταγενέστερα πλαστογραφήσεις- χαράσσουν μία σαφή διχοτόμηση ανάμεσα στον κόσμο της «πρωτόγονης εξέγερσης», από τον οποίο προέρχεται ο κλεφταρματολός, και τον κόσμο της νομιμότητας που αντιπροσωπεύουν η οθωμανική εξουσία και οι κοινοτικοί άρχοντες.

M’ αυτή την έννοια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας του κλέφτη ή του κλεφταρματολού, άρα και στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης γι’ αυτούς. βλέπουμε αδρομερώς δύο βαθιά χαραγμένες στη συλλογική εθνική μνήμη μορφές, του κλέφτη και του αρματολού, στενά ταυτισμένες στη συνείδηση του λαού, παρότι ο πρώτος εκπροσωπούσε την παρανομία και ο δεύτερος τη νομιμότητα, μέσα στο πλέγμα των εξουσιαστικών και καταπιεστικών δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Περιπλανόμενων στα όρη ανδρών που διαμόρφωσαν σταδιακά μία «επαναστατική συνείδηση», περνώντας διαδοχικά οι κλέφτες από τον αδίστακτο ληστή στον «πρωτόγονο επαναστάτη» του 18ου αιώνα, πριν ενσαρκώσουν τον γνήσιο επαναστάτη, τον αγωνιστή για την ελευθερία το 1821.

H ANAΓENNHΣH THΣ EKΠAIΔEYΣHΣ

ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ - ΤΑ ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

Φορείς και Οργάνωση της Παιδείας

Η άλωση της Kων/πολης, καθώς και οι κατακτήσεις άλλων Ελληνικών πόλεων είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και στην πνευματική ζωή του Ελληνισμού. Η απουσία οργανωμένης παιδείας αρχίζει να υποχωρεί από τα μέσα του 16ου αιώνα. Επίσης όταν οι κοινωνικές - οικονομικές συνθήκες σταθεροποιούνται εμφανίζονται σε μικρότερα αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Γιάννενα κ.α.) έμποροι που διαθέτουν χρήματα για σχολεία και βιβλία και για να μετακαλέσουν δασκάλους. Oι γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές στους κόλπους του υπόδουλου Ελληνισμού τον 17ο αιώνα συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της παιδείας.

Την περίοδο αυτή της «προετοιμασίας», που φθάνει ως τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα παρατηρείται στον τομέα της εκπαίδευσης μεγαλύτερη κινητικότητα με κύρια χαρακτηριστικά:

α) Την ίδρυση πολλών και καλών σχολείων.

β) Την παγίωση ενός προγράμματος σπουδών.

γ) Την ανέγερση ειδικών διδακτηρίων.

δ) Την εμφάνιση πολλών αξιόλογων δασκάλων.

ε) Την αύξηση του αριθμού των μαθητών.

στ) Την εκτύπωση και κυκλοφορία ολοένα και περισσότερων σχολικών εγχειριδίων.

Tον 18ο αιώνα η ανάπτυξη της παιδείας είναι μεγαλύτερη. Ακολουθεί η περίοδος της «αναγέννησης», η οποία καλύπτει τα χρόνια από τα τέλη του 18ου αιώνα ως την Επανάσταση. Oι τύποι των σχολείων είναι τρεις:
  • O πρώτος, ο κατώτερος κύκλος σπουδών, που είναι ο πλέον διαδεδομένος και παρέχει τη στοιχειώδη μόρφωση, είναι το «σχολείον των κοινών γραμμάτων», γνωστό και ως «κοινόν σχολείον» ή «σχολείον των ιερών γραμμάτων», γιατί στη διδασκαλία χρησημοποιούνται εκκλησιαστικά βιβλία. 
  • O δεύτερος, ο μέσος κύκλος, το λεγόμενο «ἑλληνικόν σχολεῖον» ή «Γυμνάσιον», «Λύκειο» κλπ, παρέχει Ελληνοπαιδεία, δηλαδή τη διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (γραμματική - σύνταξη - κείμενα). 
  • O τρίτος και ανώτερος κύκλος παρέχει τη μελέτη της φιλοσοφίας και των επιστημών. Κάποια από αυτά τα σχολεία ονομάζονται «Ουνιβερσιτά» (η σχολή της Xίου) ή «Πανδιδακτήριον» (η σχολή των Μηλεών του Πηλίου). 
Συχνά ο δεύτερος κύκλος είναι συνδεδεμένος με τον τρίτο, γεγονός που κάνει ορισμένους μελετητές, όπως τον K. Λάππα, να μιλούν για δύο τύπους σχολείων και για δύο κύκλους σπουδών στο ίδιο σχολείο (ένα μέσο και ένα ανώτερο). Σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχουν και οι τρεις κύκλοι σχολείων στην ίδια στέγη. H γενικότερη τάση που παρατηρείται καθώς περνούν τα χρόνια είναι το να προσφέρουν τα σχολεία των δύο ανώτερων βαθμίδων συνεχή και σφαιρική μόρφωση. Διάσπαρτες πηγές μνημονεύουν και άλλες μορφές εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, στην Αθήνα αναφέρεται η ύπαρξη ιδιαίτερου σχολείου θηλέων, ενώ, θεωρητικά τουλάχιστον, ή φοίτηση στα «κοινά σχολεία» ήταν κοινή.


Αλλού τα κοινά σχολεία είναι υπαίθρια, όταν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες. Αναφέρεται και λειτουργία σχολείων μουσικής στην Πόλη. Tο σχολείο των κοινών γραμμάτων έχει μακρά παράδοση. Ξεκινώντας από το Βυζάντιο, συνεχίζει να λειτουργεί σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ήταν το ότι δεν είχε θεσμική υπόσταση, λειτουργούσε δηλαδή άτυπα στο πλαίσιο της κοινότητας ή της ενορίας, χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει ότι ήταν «κρυφό», όπως το θέλει η μεταγενέστερη εθνική ιδεολογία, εφόσον οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την ίδρυση σχολείων, αλλά ούτε και ενδιαφέρονταν για την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων.

Ανεξάρτητα όμως από το αν δέχεται ή δεν δέχεται κανείς την ύπαρξη του Κρυφού Σχολείου, δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξαν ολιγογράμματοι ιερείς ή μοναχοί τους πρώτους ιδίως δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας στο ζήτημα της παιδείας του Γένους. Θεσμική υπόσταση αρχίζουν να αποκτούν τα κοινά σχολεία προς το τέλος του 18ου αιώνα. Όταν μιλάμε για σχολεία κοινών γραμμάτων εννοούμε, συνήθως, σχολεία όπου φοιτούσαν 10 - 15 μαθητές ποικίλης ηλικίας, που, συγκεντρωμένοι στο νάρθηκα μιας εκκλησίας ή σε κάποιο ταπεινό οίκημα παρακολουθούσαν παραδόσεις στοιχειωδών μαθημάτων από ένα δάσκαλο για μερικές ώρες την ημέρα, το πρωί ή το βράδυ.

Χρέη δασκάλου σ’ αυτά τα σχολεία έκανε ο ιερέας μιας ενορίας, ο αναγνώστης της εκκλησίας ή οποιοσδήποτε άλλος με στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής. Ο δάσκαλος πληρωνόταν συνήθως από τους μαθητές του ή από την κοινότητα. Η φοίτηση των κοριτσιών σε κοινά σχολεία ήταν μικρή έως ανύπαρκτη. Τα κορίτσια των ανώτερων κοινωνικών τάξεων διδάσκονταν τα κοινά γράμματα ή και τα Ελληνικά από ένα μορφωμένο μέλος της οικογένειας ή από έναν οικοδιδάσκαλο. Οικοδιδάσκαλους προσλάμβαναν και για τα αγόρια οι ευκατάστατες οικογένειες. Υπήρχε και ιδιωτική παιδεία. Ένας εγγράμματος κληρικός ή λαϊκός δίδασκε σ’ ένα ή περισσότερα παιδιά, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.

Η εκπαίδευση στα σχολεία των κοινών γραμμάτων ήταν σχεδόν ομοιόμορφη. Άρχιζε με την «πινακίδα», όπου ήταν γραμμένα τα γράμματα της αλφαβήτου, και συνεχιζόταν με συλλαβισμό και ανάγνωση. Η διδασκαλία γινόταν από θρησκευτικά βιβλία (τη Χρήσιμη Παιδαγωγία, που άρχισε να εκδίδεται από τα μέσα του 17ου αιώνα, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τον Απόστολο), βιβλία που είχαν πολύ μεγάλη κυκλοφορία. Tα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν εκδίδονται τα πρώτα μοντέρνα Αλφαβητάρια. Tα βιβλία αυτά περιείχαν απλά κείμενα σε κατανοητή γλώσσα για την άσκηση των μαθητών στην εκμάθηση της γλώσσας.

Tο πρώτο βιβλίο αυτού του τύπου ήταν το Mέγα Aλφαβητάριον του Mιχαήλ Παπαγεωργίου (1771). Mία σημαντική καινοτομία που εισήχθη σε Ελληνικά σχολεία το 1816 ήταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος, μέθοδος επαναστατική που ερχόταν να καλύψει την έλλειψη δασκάλων με την ταυτόχρονη παροχή γνώσεων σε μεγάλο αριθμό μαθητών, οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων δίδασκαν τους μικρότερους. Τον 17ο και ιδίως τον 18ο αιώνα παγιώνεται ένας νέος τύπος σχολείου. ένα σχολείο μέσης εκπαίδευσης, το οποίο στις πηγές ονομάζεται «ἑλληνικόν σχολεῖον» ή «σχολεῖον ἑλληνικῶν μαθημάτων», «Φροντιστήριον», «Γυμνάσιον», «Λύκειον». Περιλαμβάνει την εκμάθηση της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας μέσω της γραμματικής και του συντακτικού.

Tα κείμενα με τα οποία οι μαθητές ασκούνται στη μετάφραση, προέρχονται από την αρχαία Ελληνική και τη Βυζαντινή γραμματεία. Στο ίδιο σχολείο -όταν υπάρχει ανώτερο επίπεδο- οι μαθητές διδάσκονται φιλοσοφικά ή επιστημονικά μαθήματα. Η διδασκαλία του τρίτου κύκλου στις ανώτερες σχολές περιλαμβάνει λογική, φιλοσοφία, θεολογία και, όπου υπήρχε η δυνατότητα, μαθηματικά. Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά εμφανίζεται και η διδασκαλία των φυσικών επιστημών, ενώ από τις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζουν να λειτουργούν τα λεγόμενα Νεωτερικά σχολεία, τα σχολεία δηλ. στα οποία έχουν μπολιαστεί οι ιδέες του Διαφωτισμού, όπως θα δούμε παρακάτω.

Οι πρώτες όμως προσπάθειες για την ανανέωση των σπουδών είχαν ξεκινήσει ήδη από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα με τον Μεθόδιο Ανθρακίτη (οι νεωτερισμοί του οποίου καταδικάστηκαν το 1723 από το Πατριαρχείο) κ.ά. Λόγω του ότι συχνά συνυπάρχει το σχολείο των Ελληνικών μαθημάτων με τις ανώτερες σχολές θα αναφερθούμε ενιαία στα πιο σημαντικά σχολεία και σχολές που λειτουργούσαν στον Τουρκοκρατούμενο Ελληνικό χώρο επισημαίνοντας ότι την ίδια περίοδο λειτούργησαν σπουδαία Ελληνικά σχολεία στον παροικιακό Ελληνισμό (Βιέννη, Τεργέστη, Βουκουρέστι κ.α.) και ότι εκτός από τα Ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν Τουρκικά και Εβραϊκά στις αντίστοιχες κοινότητες.

Πατριαρχική Σχολή Κωνσταντινούπολης

Ένα από τα πιο σημαντικά Ελληνικά σχολεία της Τουρκοκρατίας -για πολλούς το σημαντικότερο- υπήρξε η Πατριαρχική Σχολή Κων/πολης. Ένας από τους δασκάλους που λάμπρυναν με την παρουσία τους αυτή τη σχολή στις αρχές του 18ου αιώνα ήταν ο Αντώνιος Βυζάντιος, σπουδαίος λόγιος και παιδαγωγός που μετέφρασε για χάρη των μαθητών του τη Χρηστοήθεια του Εράσμου. Σταθμό στην ιστορία της Σχολής αποτέλεσε η ανάληψη της σχολαρχίας, στα 1759, από τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον σημαντικότερο Έλληνα λόγιο του 18ου αιώνα, ο οποίος είχε προηγουμένως διδάξει στα Γιάννενα, στην Κοζάνη και στο Άγιο Όρος.

Με τη διδασκαλία του ανέτρεψε το φιλοσοφικό σύστημα του Κορυδαλλέα και συνδύασε τα επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής παράδοσης μ’ αυτά μεγάλων Ευρωπαίων στοχαστών (του Leibnitz, του Wolf, του Locke κ.ά). Εισήγαγε, επίσης στη Σχολή τη διδασκαλία των φυσικών και των μαθηματικών επιστημών, γεγονός που άσκησε μεγάλη επίδραση στο πρόγραμμα σπουδών όλων σχεδόν των ανώτερων σχολείων του υπόδουλου Ελληνισμού. Μετά την αποχώρηση του Βούλγαρη η Σχολή αυτή εισήλθε σε μια περίοδο κρίσης, η οποία, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς οφειλόταν στο συντηρητισμό των Πατριαρχικών κύκλων, στη μεγάλη διάρκεια της φοίτησης.

Η φοίτηση έφτανε τα 12 περίπου χρόνια, και την υποχρέωση των μαθητών να ολοκληρώσουν και τις τρεις βαθμίδες των σπουδών τους. Tο 1805 η Σχολή μετεστεγάστηκε στην Ξηροκρήνη (Κουρούτσεσμε), προάστιο της Kων/πολης με πρώτο εκεί σχολάρχη τον Δωρόθεο, λαμπρό λόγιο και φίλο του Κοραή που είχε σπουδάσει στην Ιταλία και στη Γαλλία. Από τους διαδόχους του ξεχωρίζει ο γνωστός λόγιος Kων/νος Κούμας, με λαμπρές σπουδές στη δυτική Ευρώπη, ο οποίος δίδαξε στο ανώτερο τμήμα της φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες (1814 - 1815). Tα θλιβερά γεγονότα στην Πόλη, με την έκρηξη της Eπανάστασης δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ανεπηρέαστη τη λειτουργία της Σχολής που έκλεισε και επαναλειτούργησε το 1836.


Αθωνιάδα Σχολή

Άλλο ονομαστό σχολείο ήταν η Αθωνιάδα Σχολή που ιδρύθηκε το 1750 με σιγίλλιο του πατριάρχη Κύριλλου E'. Πρώτος σχολάρχης της ήταν ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης. Tον διαδέχτηκε ο Βούλγαρης η θητεία του οποίου στην Αθωνιάδα (1753 - 1759) συνδέεται με τη λαμπρότερη περίοδο της Σχολής, που χωριζόταν σε κατώτερο και ανώτερο τμήμα και είχε 170 δωμάτια. Τότε απέκτησε μεγάλη φήμη, γεγονός που φαίνεται και από τον μεγάλο αριθμό των μαθητών της (περίπου 200 το 1758). O Βούλγαρης δίδασκε στο ανώτερο τμήμα και χρησιμοποιώντας έργα Ευρωπαίων διανοουμένων που τα μετέφραζε ή τα διασκεύαζε στην Ελληνική.

Η σύγκρουσή του με τον πατριάρχη Κύριλλο E' και άλλοι λόγοι τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από τη Σχολή, γεγονός που προκάλεσε και την αποχώρηση πολλών μαθητών. Στη συνέχεια η Αθωνιάδα υπολειτούργησε και το 1804 διέκοψε οριστικά τη λειτουργία της.

Σχολεία και Σχολές της Ηπείρου 

Σχολή Επιφανίου

Η εκπαιδευτική παράδοση των Υστεροβυζαντινών χρόνων συνεχίστηκε στα Iωάννινα και κατά την Τουρκοκρατία, χάρη και στα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τους Οθωμανούς σ’ αυτή την πόλη το 1430 και στη γρήγορη οικονομική της ανάπτυξη. Από τα μέσα του 17ου αιώνα ως τα μέσα του 18ου η ανάπτυξη της παιδείας στα Γιάννενα υπήρξε τόσο έντονη ώστε δίκαια θεωρήθηκε ως η πνευματική πρωτεύουσα του υπόδουλου Γένους. Από τα σχολεία των Ιωαννίνων πρέπει να αναφέρουμε αρχικά τη σχολή Επιφανίου, που ιδρύθηκε το 1647 από τον πλούσιο Γιαννιώτη έμπορο Επιφάνιο.

Tο 1687 ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο Μιχαήλ Μήτρου, προοδευτικός δάσκαλος, γνωστός ως έπειτα μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, συγγραφέας του σημαντικού συγγράμματος Γεωγραφία. Λειτούργησε ως το 1797 προσφέροντας πολλές υπηρεσίες στην πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού.

Μαρουτσαία Σχολή

Άλλη γνωστή σχολή στα Γιάννενα ήταν η Μαρουτσαία ιδρυμένη στα μέσα του 18ου αιώνα από τους αδελφούς Μαρούτση. Oι ιδρυτές της απέβλεπαν στη διδασκαλία νεωτερικών μαθημάτων και γι’ αυτό επέλεξαν ως «αρχιδιδάσκαλο» τον Βούλγαρη, που παρεπιδημούσε τότε στη Βενετία. Με τον ερχομό του στα Γιάννενα (1742) εγκαινίασε μια νέα περίοδο για τα Ελληνικά γράμματα με την εισαγωγή της διδασκαλίας φυσικών επιστημών και νεότερης φιλοσοφίας. Όμως οι καινοτόμες ιδέες του προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης, ιδίως του υπερσυντηρητικού σχολάρχη της Σχολής Γκιόνμα, Μπαλάνου Βασιλόπουλου.

Έτσι ο Bούλγαρης απογοητευμένος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη σχολή τέσσερα χρόνια μετά την αφίξή του στα Γιάννενα. Στη συνέχεια η σχολή αυτή, της οποίας η προσφορά της υπήρξε μεγάλη (εδώ σπούδασαν, ανάμεσα σε άλλους, ο δάσκαλος του Γένους Ιωάννης Πέζαρος και ο εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός), ακολούθησε φθίνουσα πορεία έως ότου διακόψει προσωρινά τη λειτουργία της το 1797, οπότε επαναλειτούργησε ως «Καπλαναία σχολή» με χρήματα του Γιαννιώτη μεγαλέμπορου Ζώη Καπλάνη που ζούσε στη Ρωσία, ύστερα από αίτημα του τελευταίου σχολάρχη της Αθανάσιου Ψαλίδα, τέκνου της Hπείρου με λαμπρές σπουδές στην Ευρώπη. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού και θερμό υποστηρικτή της καθομιλούμενης γλώσσας.

Σχολή Γκιόνμα - Μπαλαναία Σχολή

H σχολή Γκιόνμα ιδρύθηκε το 1676 από τον πλούσιο Γιαννιώτη έμπορο Μάνο Γκιόνμα με πρώτο διευθυντή τον δεινό Ελληνιστή Βησσαρίωνα. H νεωτεριστική του όμως διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών προκάλεσε την αντίδραση των προκρίτων της πόλης και γι’ αυτό αποσύρθηκε σε μοναστήρι το 1683. Tον διαδέχτηκε ο Γεώργιος Σουγδουρής. H εισαγωγή μαθημάτων φιλοσοφίας και θετικών επιστημών αύξησε το κύρος της σχολής. Όταν παραιτήθηκε τον αναπλήρωσε ο μαθητής του Μεθόδιος Ανθρακίτης που είχε σπουδάσει και στην Ιταλία. Επηρεασμένος αυτός από τη διδασκαλία του Καρτέσιου, εισήγαγε για πρώτη φορά σε Ελληνικά σχολεία τη διδασκαλία των ανώτερων μαθηματικών.

H διδασκαλία του και οι νεωτερικές φιλοσοφικές του αντιλήψεις προκάλεσαν -για μία ακόμη φορά- την αντίδραση των συντηρητικών κύκλων της πόλης. O Μεθόδιος κατηγορήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως άθεος με αποτέλεσμα να καταδικαστεί το 1723, χωρίς καν να απολογηθεί. Mε πρωτοβουλία των συντηρητικών κύκλων, η διεύθυνση της σχολής ανατέθηκε (το 1723) στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο, κληρικό, γόνο ισχυρής αρχοντικής οικογένειας της πόλης, μαθητή του Ανθρακίτη που δεν ακολούθησε όμως τις ιδέες του. Από τότε ως το 1821 η σχολή αυτή θα γίνει το προπύργιο του σχολαστικισμού και της πολεμικής εναντίον κάθε προοδευτικής ιδέας.

Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής, ο Μπαλάνος εξοβέλισε τα νεωτερικά μαθήματα, διατήρησε όμως τη διδασκαλία των μαθηματικών. Aν και συντηρητικός ο Μπαλάνος, υπήρξε από τους ικανότερους δασκάλους της εποχής του. H καλή οργάνωση της σχολής είχε ως αποτέλεσμα να συρρεύσουν εδώ πολλοί μαθητές, αρκετοί ήταν οικότροφοι. H φοίτηση διαρκούσε 10 χρόνια και γι’ αυτό υπήρχε μεγάλη διαρροή μαθητών. Tο οικονομικό αδιέξοδο της Σχολής μετά το 1797, οπότε με την κατάλυση της ενετικής Δημοκρατίας στερήθηκε από τις χορηγίες πλουσίων Ιωαννιτών της Βενετίας, ξεπεράστηκε χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Πατριαρχείου.

Όλοι οι διευθυντές της σχολής προέρχονταν από την οικογένεια των Μπαλάνων και διακρίνονταν για το ίδιο συντηρητικό πνεύμα, που ήταν και η βασική αιτία παρακμής της «Μπαλαναίας» σχολής, η οποία έκλεισε με την ολοσχερή καταστροφή της κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τα σουλτανικά στρατεύματα, το 1821.

Σχολεία και Σχολές της Θεσσαλίας 

Στα ορεινά Άγραφα, καταφύγιο πεδινών Θεσσαλικών πληθυσμών, σημειώθηκε από τα μέσα του 17ου ως τα μέσα του 18ου αιώνα μεγάλη άνθηση των γραμμάτων, χάρη σε τρεις λογίους - δασκάλους, τον μοναχό και μαθητή του Κορυδαλλέα Ευγένιο Γιαννούλη Αιτωλό (+1682), δεινό Ελληνιστή, Λατινιστή και άριστο γνώστη της θεολογίας και της φιλοσοφίας, τον επιφανέστερο εκ των μαθητών του Αναστάσιο Γόρδιο (1654 - 1729), άριστο επίσης αρχαιοελληνιστή και θεολόγο με σπουδαίο συγγραφικό έργο, και τον Θεοφάνη τον εκ Φουρνά. Και οι τρεις αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μόρφωση των νέων της φτωχής πατρίδας τους.

Εδώ πρόσφεραν μεγάλο έργο η σχολή Καρπενησίου, που ιδρύθηκε από τον Γιαννούλη, η σχολή Βραγγιανών (Γούβας), που ιδρύθηκε επίσης από τον Γιαννούλη, όπου δίδαξε και ο Γόρδιος, και η σχολή Φουρνάς. Παρά τα λειτουργικά τους προβλήματα και το συντηρητισμό τους, οι σχολές αυτές πρόσφεραν πολλά στον πληθυσμό της κεντρικής Ελλάδας και ανέδειξαν πολλούς άξιους μαθητές (τους Χρύσανθο και Κοσμά Αιτωλό κ.ά.).


Σχολεία και Σχολές στην Περιοχή της Μοσχόπολης  

Στη Μοσχόπολη (στη σημερινή NΑ Αλβανία), πόλη με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη τον 17ο και 18ο αιώνα χάρη στο εμπόριο, ιδρύθηκε γύρω στο 1700 η πρώτη «σχολή» με πρώτο δάσκαλο τον Χρύσανθο τον Ηπειρώτη. Στα 1738 ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο Στέφανος Λεοντιάδης, μαθητής του Ανθρακίτη, με ανώτερες σπουδές στην Ιταλία. Στα 1744 με πρωτοβουλία του στο σχολείο των «εγκυκλίων μαθημάτων» προστέθηκε ένας ανώτερος κύκλος και από τότε η σχολή της Μοσχόπολης ονομάστηκε Νέα Ακαδήμεια, και έγινε ένα από τα καλύτερα οργανωμένα σχολεία του Ελληνισμού, ιδίως μετά την εγκατάστασή της σε νέα περίλαμπρα κτίρια το 1750, οπότε και μετονομάστηκε σε «Ελληνικόν Φροντιστήριον».

Από τότε η Σχολή αυτή με διευθυντή τον Θ. Καβαλλιώτη, μαθητή του Βούλγαρη, απέκτησε παμβαλκανική ακτινοβολία. Στον ανώτερο κύκλο σπουδών διδάσκονταν αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, ρητορική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. O Καβαλλιώτης, αν και αρχαϊστής, για να ενισχύσει την καλλιέργεια των μητρικών γλωσσών των μαθητών της Σχολής συνέταξε ένα μικρό τρίγλωσσο λεξικό (Ελληνικό, Βλαχικό, Αλβανικό), που εκδόθηκε το 1770 στη Βενετία. Την προσπάθειά του τη συνέχισε ο επίσης καθηγητής της σχολής Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, ο οποίος εξέδωσε το 1802 στη Βιέννη το Τετράγλωσσο Λεξικό (Ελληνικό, Αλβανικό, Βλαχικό και Βουλγαρικό).

Το λαμπρό κτίριο της σχολής καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως και όλη η πόλη, το 1769 από επιδρομές Αλβανικών συμμοριών.

Σχολεία και Σχολές των Αθηνών 

Σημαντικά σχολεία λειτούργησαν την εξεταζόμενη περίοδο και στην Αθήνα, όπου η πρώτη μνεία διδασκαλίας ανώτερων μαθημάτων ανάγεται στον 17ο αιώνα, με πιο γνωστό δάσκαλο τον Κορυδαλλέα. Από τα σχολεία της Αθήνας ξεχωρίζουν η σχολή Επιφανίου που είχε ιδρυθεί το 1647 από τον Γιαννιώτη μεγαλέμπορο Επιφάνιο και λειτούργησε ως τις αρχές του 19ου αιώνα. H πρώτη περίοδος της Σχολής αυτής φθάνει ως το 1716 οπότε και αναδιοργανώθηκε από τον λόγιο κληρικό Γρηγόριο Σωτήρη.

Mε δικά του χρήματα η σχολή Επιφανίου, που μετονομάστηκε σε «Φροντιστήριον ἑλληνικῶν καί κοινῶν μαθημάτων», απέκτησε ειδικό διδακτήριο με αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη και διαμερίσματα για τη διαμονή των πολλών δασκάλων και των μαθητών που πέρασαν απ’ αυτή. Στα μέσα του 18ου αιώνα ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Αθηναίο μεγαλέμπορο στη Βενετία Ιωάννη Ντέκα η σχολή Ντέκα που στεγάστηκε σε λαμπρό κτίριο. Λειτούργησε ως την αναδιοργάνωσή της (το 1813 - 1814) με βάση τα πρότυπα των σχολείων που ακολουθούσαν τη λόγια παράδοση. Mε την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας (1797) σταμάτησαν κι εδώ οι χορηγίες του κληροδοτήματος Ντέκα, αλλά τα έξοδα συντήρησής της τα ανέλαβε η μονή Πετράκη.

Από το 1813 θα την αναλάβει υπό την προστασία της η «Φιλόμουσος Εταιρεία», που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα την ίδια χρονιά.

Σχολεία και Σχολές στα Νησιά του Αιγαίου 

Σε μεγάλο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο του Τουρκοκρατούμενου ελληνισμού αναδείχθηκε η πολυάνθρωπη Xίος, χάρη και στα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στο νησί, κατά καιρούς, οι σουλτάνοι. Στα 1666 ο γνωστός για τις ευεργεσίες του πλούσιος Κωνσταντινοπολίτης έμπορος Μανωλάκης Καστοριανός ίδρυσε στη Xίο μια νέα σχολή. Από τη μακρά ιστορία της πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1786 οι κοινοτικοί άρχοντες του νησιού ανέθεσαν τη διεύθυνσή της στον πολύ μορφωμένο, αλλά και με τις υπερσυντηρητικές θέσεις μοναχό Αθανάσιο τον Πάριο, που είχε σπουδάσει στην Ευαγγελική σχολή Σμύρνης.

Χάρη στις προσπάθειες των κατοίκων και στην καλή διαχείριση από 4 εφόρους, η σχολή αυτή απέκτησε πολλούς οικονομικούς πόρους και έγινε ένα από τα πιο καλά οργανωμένα εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού, ώστε συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό μαθητών. Όπως παρατηρεί ο Χατζόπουλος, την ακτινοβολία της σχολής αυτής την σκίαζε η υπερσυντηρητικότητα του Πάριου, ο οποίος, λόγω ακριβώς των συντηρητικών του θέσεων και της διδασκαλίας του για υποταγή στην Τουρκική εξουσία δέχθηκε σκληρή κριτική από τον Αδαμάντιο Κοραή. Λίγο πριν από την Επανάσταση (το 1815) ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο Νεόφυτος Βάμβας, που την αναδιοργάνωσε πάνω σε Ευρωπαϊκά πρότυπα.

Σ’ ένα άλλο αιγαιοπελαγίτικο νησί, την Πάτμο ιδρύθηκε το 1713 από τον Πάτμιο ιερωμένο Μακάριο Καλογερά η Πατμιάδα Σχολή, με βάση τα πρότυπα της Πατριαρχικής Σχολής, στην οποία είχε και ο ίδιος φοιτήσει. Γρήγορα η Σχολή αυτή, που οργανώθηκε πάνω σε παραδοσιακά διδακτικά πρότυπα (διδάσκονταν κυρίως αρχαία Ελληνικά, θεολογία και φιλοσοφία του Κορυδαλλέα), έγινε τόσο γνωστή ώστε συγκέντρωσε μαθητές ακόμη και από τη μακρινή Ρωσία Από την πολυκύμαντη ιστορία της πρέπει να σημειώσουμε την ανάληψη της διεύθυνσής της από τον Δανιήλ Κεραμέα, το 1773. Στη διάρκεια της σχολαρχίας του (ως το 1801) η «Πατμιάδα» θα γνωρίσει μία περίοδο μεγάλης ακμής.

Από το 1796 όμως αρχίζει μία νέα περίοδος κρίσης από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Όπως σημειώνει ο Χατζόπουλος, η Σχολή αυτή, παρά το συντηρητικό της πνεύμα πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον Ελληνισμό.

Σχολεία και Σχολές της Σμύρνης

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, ένα από τα λαμπρότερα Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα των χρόνων αυτών. Στη Σμύρνη, με το ανεπτυγμένο εμπόριο, είχαν ιδρυθεί τον 17ο αιώνα από Καθολικούς Μισσιονάριους Ελληνικά σχολεία με στόχο την προπαγάνδιση του Καθολικισμού. Tο πρώτο καθαρά Ελληνικό σχολείο που ιδρύθηκε εδώ ήταν το «Σχολείο του Χριστού» το 1708, με στόχο την αντιμετώπιση της Καθολικής προπαγάνδας. Στα 1718, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Σμύρνης Ανανία, ιδρύθηκε η νέα «Ελληνική Σχολή», που μετονομάστηκε αργότερα σε «Ευαγγελική».

Χάρη στην καλή της οργάνωση, την οικονομική της ευρωστία και το ειδικό καθεστώς που απολάμβανε κάτω από την Αγγλική προστασία, η Ευαγγελική Σχολή αναδείχθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα σ’ ένα από τα σημαντικότερα Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ανατολής, που συγκέντρωνε πολλούς μαθητές από μακρινές περιοχές. Όμως μία πυρκαγιά μετά από έναν καταστροφικό σεισμό (το 1778) αποτέφρωσε το κτίριό της. Λειτούργησε όμως πάλι το επόμενο έτος με ίδιο πρόγραμμα σπουδών και με δύο δασκάλους, το σχολάρχη που δίδασκε στον ανώτερο κύκλο και ένα ή δύο υποδιδασκάλους που δίδασκαν στον κατώτερο. Λόγω όμως του παραδοσιακού της χαρακτήρα έχασε την παλαιά της αίγλη.

H κρίση που διερχόταν κορυφώθηκε όταν το 1808 ιδρύθηκε το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, που εξέφραζε τις ιδέες του Διαφωτισμού και γι’ αυτό αναπτυσσόταν συνεχώς. Από τότε θα αρχίζει μία σκληρή διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές σχολές, που πήρε ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις και στην οποία αναμείχθηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να κατευνάσει τα πνεύματα. Mία μικρή αναλαμπή παρουσίασε η Ευαγγελική Σχολή το 1811, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μεγάλος λόγιος και θεολόγος Θεόφιλος Καΐρης, ο οποίος προσπάθησε να ανανεώσει το πρόγραμμα των διδασκόμενων μαθημάτων.


Μετά την αποχώρησή του συνεχίστηκε η φθίνουσα πορεία της έως ότου στα 1819 συνέβησαν θλιβερά γεγονότα στην Ελληνική κοινότητα της πόλης. Mε τις βιαιότητες που έλαβαν χώρα εδώ σε βάρος του Ελληνικού πληθυσμού της, τον Ιούνιο του 1821 η Ευαγγελική Σχολή θα αναγκασθεί να διακόψει τη λειτουργία της. Aν θελήσουμε να κάνουμε μία αποτίμηση της προσφοράς της, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Ελληνισμό αναδεικνύοντας σπουδαίους μαθητές, όπως τον Κοραή κ.ά.

Όμως ο συντηρητισμός της από τα τέλη του 18ου αιώνα -με εξαίρεση τη μικρή περίοδο σχολαρχίας του Καΐρη- στάθηκε τροχοπέδη στην πνευματική ανάπτυξη του Ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης. Από τα άλλα Ελληνικά Μικρασιατικά σχολεία αυτής της περιόδου πολύ γνωστή είναι η σχολή Κυδωνιών (Αϊβαλί).

Σχολεία και Σχολές της Πελοποννήσου

Θα ήταν σημαντική παράλειψη αν δεν κάναμε έστω σύντομη αναφορά στη σχολή που λειτούργησε στη Δημητσάνα, την ορεινή αυτή κωμόπολη της Αρκαδίας, με τις πολλές μονές τριγύρω της, με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη από τον 17ο αιώνα και μετά. H σχολή της Δημητσάνας υπήρξε, αναμφίβολα, το σπουδαιότερο σχολείο της Πελοποννήσου και ένα από τα πιο σημαντικά όλου του Ελληνισμού. Tο «Ελληνομουσείο» της Δημητσάνας ιδρύθηκε το 1764 από δύο ντόπιους μοναχούς, τον Γεράσιμο Γούνα και τον Αγάπιο Λεονάρδο, πάνω στα πρότυπα της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης. Πρόκειται δηλ. για παραδοσιακή σχολή.

Mε προσφορές εύπορων κατοίκων της Δημητσάνας και πλουσίων Δημητσανιτών εμπόρων της διασποράς η σχολή αυτή απέκτησε ιδιόκτητο οίκημα ικανό να στεγάζει 300 μαθητές. Με πατριαρχικό σιγίλλιο του π. Θεοδοσίου B' (το 1769) ανακηρύχθηκε «πατριαρχικό και σταυροπηγιακό ίδρυμα», εξασφαλίζοντας υψηλή προστασία και οικονομική ενίσχυση. Όμως κατά τα Ορλωφικά και την Αλβανοκρατία (1770 - 1779) η σχολή υπέστη μεγάλες καταστροφές και ανέστειλε τη λειτουργία της. H πιο γόνιμη περίοδος στην ιστορία της αρχίζει με την ανάθεση της διευθύνσής της στον Αγάπιο τον νεώτερο (1781 - 1812). Τότε απέκτησε μεγάλη φήμη και προσείλκυσε πολλούς μαθητές απ’ όλη την Πελοπόννησο και από άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Λειτουργούσαν δύο κύκλοι σπουδών στη διάρκεια των οποίων οι μαθητές διδάσκονταν έργα αρχαίων συγγραφέων (Ισοκράτη, Πλούταρχο κ.ά.), Πατέρων της Εκκλησίας, επιστολογραφία, Χριστιανική δογματική και ηθική, φιλοσοφία με βάση τον Κορυδαλλέα, λίγα μαθηματικά, φυσική, χημεία και γεωγραφία. Εντύπωση προκαλεί η απουσία της ιστορίας. H σχολή αυτή διέθετε αξιοζήλευτη βιβλιοθήκη, μία από τις πλουσιότερες της εποχής της, χάρη στις προσφορές απόδημων Δημητσανιτών. Mε την έναρξη όμως της Επανάστασης πολλά από τα πολύτιμα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φυσιγγιών.

Πρόκειται για μία σχολή η οποία, παρά το παραδοσιακό και εν πολλοίς συντηρητικό της πνεύμα, πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Ελληνισμό, ιδίως της Πελοποννήσου.

ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ - ΔΑΣΚΑΛΟΙ - ΜΑΘΗΤΕΣ 

Tα Σχολικά Κτήρια

Όπως και στα προγράμματα σπουδών έτσι και στα σχολικά κτήρια, σημειώνονται την περίοδο αυτή αλλαγές καθώς αυξάνονται οι μαθητές, άρα και οι εκπαιδευτικές ανάγκες. Για ένα σχολείο κοινών γραμμάτων αρκούσε ένα μικρό οίκημα ή ο νάρθηκας ενός ναού. Για ένα όμως σχολείο Ελληνικών γραμμάτων χρειαζόταν έστω μία αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτια για κατοικία του δασκάλου και των «ξένων» μαθητών που διέμεναν, κατά παράδοση, στο σχολείο και κοινόχρηστοι χώροι. Oι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, αν τα σχολεία είχαν μεγαλύτερο αριθμό μαθητών και περισσότερους δασκάλους. Σε μία πρώτη φάση τέτοια κατάλληλα και διαθέσιμα κτήρια ήταν οι χώροι ενός ναού ή μοναστηριού.

Aν δεν υπήρχαν, μπορούσε να χτιστεί στον ίδιο χώρο ένα καινούριο κτίριο, όπως στην Πάτμο δίπλα στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αυτή η επιλογή ήταν η καλύτερη από οικονομικής πλευράς, εφόσον τα εκκλησιαστικά κτήρια προσφέρονταν δωρεάν. Επιπλέον, εξυπηρετούσε τον κοινοβιακό χαρακτήρα του σχολείου και τη σύνδεση λατρείας - εκπαίδευσης που ήθελε να προσδώσει η Εκκλησία στην παιδεία: ο σπουδαστής έπρεπε να είναι προσκολλημένος στη σχολή του, μακριά από την καθημερινή τύρβη, μέσα σε ένα ήσυχο περιβάλλον.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα, και ιδίως στις αρχές του 19ου, το πρόβλημα της στέγασης των σχολείων οξύνεται λόγω της μεγάλης αύξησης του αριθμού μαθητών και δασκάλων και της διεύρυνσης του σχολικού προγράμματος. Στην ύστερη Τουρκοκρατία παρατηρείται μεταστέγαση αρκετών σχολείων από εκκλησιαστικά σε αστικά κτήρια, για αποδέσμευση της παιδείας από την Εκκλησία. Την περίοδο αυτή κτίζονται ειδικά σχολικά κτήρια. Στο έργο αυτό πρωτοστατούν εύποροι Έλληνες του εσωτερικού ή του εξωτερικού και οι κοινότητες.

Tο μέγεθος τους εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες του δωρητή ή της κοινότητας, από την αναγνώριση της σημασίας της λειτουργίας σχολείου από την τοπική κοινότητα και από τον αριθμό των μαθητών. Έτσι, πολλά σχολεία αποκτούν ιδιόκτητη στέγη και αρκετά είναι μεγαλοπρεπή, όπως η Αθωνιάδα, η «Νέα Ακαδήμεια» Μοσχόπολης, η Πατριαρχική Σχολή Kων/πολης στην Ξηροκρήνη, η «Καπλαναία» σχολή Ιωαννίνων, το Γυμνάσιο της Xίου (με μεγάλη βιβλιοθήκη που αριθμούσε 30.000 τόμους) κ.ά. Σ’ όλα σχεδόν τα μεγάλα σχολικά συγκροτήματα της εποχής προβλέπονται, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, διαμερίσματα για τον σχολάρχη και τους δασκάλους.

Θάλαμοι για στέγαση των οικότροφων μαθητών, βιβλιοθήκη (η δημιουργία της οποίας θεωρείται πολύ σημαντική και προβλέπεται στις ιδρυτικές πράξεις των σχολείων), εργαστήρια (στον εξοπλισμό των οποίων δίνεται, επίσης, μεγάλη σημασία) και, συνήθως, ένα παρεκκλήσι. Ως πρότυπο για τη δημιουργία σχολικών συγκροτημάτων χρησίμευσαν οι κοινοβιακές μονές, λόγω του ότι πολλοί μαθητές ήταν κληρικοί, αλλά και λόγω του ότι μεγάλος αριθμός μαθητών προερχόταν από περιοχές που βρίσκονταν μακριά από την έδρα της σχολής. Αν και η λειτουργία των σχολείων ήταν δαπανηρή, οι τοπικές κοινότητες ανταποκρίνονταν γιατί η αναγκαιότητα της παιδείας αποτελούσε κοινή συνείδηση.


Oι Δάσκαλοι

Η φυγή των περισσότερων Ελλήνων λογίων στη Δύση και η διακοπή της λειτουργίας ονομαστών σχολών μετά την Άλωση στέρησαν τον Ελληνισμό από δασκάλους ικανούς να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων. Την έλλειψη αυτή, ως τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, την κάλυψαν κυρίως όσοι απλοί ιερωμένοι (παπάδες ή μοναχοί) διέθεταν στοιχειώδεις γνώσεις. Από τα μέσα όμως του 17ου αιώνα, μετά την αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής σχολής από τον Κορυδαλλέα, εμφανίζονται αρκετοί βγαίνουν δάσκαλοι ικανοί να στελεχώσουν τα σχολεία μέσης και ανώτερης βαθμίδας που ιδρύονται τότε.

H κατάσταση βελτιώθηκε περισσότερο στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα οπότε αρκετοί νέοι ταξιδεύουν στη Δ. Ευρώπη (κυρίως στην Ιταλία) για ανώτερες σπουδές. Tο φαινόμενο αυτό γενικεύτηκε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν πολλοί νέοι, έχοντας ολοκληρώσει ανώτερες σπουδές σε Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, επιστρέφουν στις γεννέτηρές τους για να στελεχώσουν τα σχολεία που λειτουργούσαν εκεί. Αυτοί οι νέοι θα μεταλαμπαδεύσουν στην Ελλάδα τις ιδέες του Διαφωτισμού. Kοντά σ’ αυτούς, απόφοιτοι Ελληνικών σχολείων, γυρίζοντας στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, παίρνουν την πρωτοβουλία για ίδρυση σχολείων όπου αναλαμβάνουν καθήκοντα δασκάλου.

Παρόλες όμως αυτές τις θετικές εξελίξεις, οι ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό ήταν μεγάλες, λόγω της ίδρυσης πολλών σχολείων και της αύξησης του αριθμού των μαθητών. Η Ελληνική παιδεία, με το ρυθμό που αναπτύχθηκε, δεν είχε ποτέ επάρκεια εκπαιδευτικού προσωπικού. Ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα οι δάσκαλοι είναι, κυρίως, κληρικοί, κάτι που εξηγείται από τη στενή σχέση σχολείου - Εκκλησίας και της διδασκαλίας πολλών μαθημάτων θεολογικού περιεχομένου. Oι καλύτεροι από αυτούς διαθέτουν γνώση και φιλολογικών γραμμάτων, αλλά όσον αφορά τη φιλοσοφία στην καλύτερη περίπτωση γνωρίζουν μόνο τον Κορυδαλλέα.

Αρκετοί ιερωμένοι δάσκαλοι ήδη από τις αρχές του 18ου (π.χ. ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος), ιδίως όμως κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα (όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης) διακρίνονται για τις νεωτερικές τους ιδέες. Δίπλα σ’ αυτούς εργάζονται και ιερωμένοι δάσκαλοι με συντηρητικές αντιλήψεις (όπως ο Μπαλάνος στα Γιάννενα, που συγκρούστηκε με τον Βούλγαρη και άλλους οπαδούς του Διαφωτισμού). Tο προφίλ του δασκάλου αλλάζει στα τέλη του 18ου - αρχές 19ου αιώνα. Τότε, κάτω από την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, σε πολλά σχολεία ανατέθηκαν καθήκοντα δασκάλου κυρίως σε λαϊκούς.

Οι περισσότεροι είχαν κάνει ειδικές σπουδές στη Δύση και γνώριζαν καλά, εκτός από την αρχαιοελληνική γραμματεία, τις εξελίξεις στην επιστήμη και τις νέες παιδαγωγικές μεθόδους. H γνώση προσδίδει σ’ αυτούς κύρος. Γι’ αυτό είναι περιζήτητοι στα καλά σχολεία, αμείβονται καλά και έχουν μεγάλο αριθμό μαθητών. Μεγάλες πόλεις με καλά σχολεία κάνουν αγώνα δρόμου για την πρόσληψη των καλύτερων και πιο ονομαστών δασκάλων, που γίνονται πόλος έλξης για μαθητές μακρινών περιοχών. Άλλοι διδάσκουν σταθερά σε μία σχολή, ενώ άλλοι μετακινούνται από σχολή σε σχολή. Είναι ολοφάνερο ότι η προσωπικότητα του δασκάλου, και του σχολάρχη παίζει καθοριστικό ρόλο για τη φήμη μιας σχολής.

Έτσι οι σχολές γίνονται, ως ένα βαθμό, προσωποπαγείς. Όσον αφορά την κοινωνική προέλευση των δασκάλων, μπορούμε να πούμε ότι τα κατώτερα σχολεία στελεχώνονται με δασκάλους που προέρχονται από κατώτερα λαϊκά στρώματα, ενώ οι δάσκαλοι των ανώτερων σχολών προέρχονται, κατά κανόνα, από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα και η σταδιοδρομία τους σε μία σχολή είναι συνυφασμένη με τη φιλοδοξία τους για κοινωνική προβολή. Σκόρπιες, τέλος, αλλά όχι βέβαιες πληροφορίες κάνουν λόγο για άσκηση του επαγγέλματος του δασκάλου και από γυναίκες.

Η αμοιβή των δασκάλων διαμορφώνεται ανάλογα με τις ικανότητες και τη φήμη του καθενός, με τη θέση που κατέχει στη διοικητική ιεραρχία του σχολείου, με τη βαθμίδα του σχολείου και, βέβαια, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε κοινότητας. Τον 18ο αιώνα ο ετήσιος μισθός ενός δασκάλου σε σχολείο κοινών γραμμάτων άρχιζε από τα 40 - 50 γρόσια και έφθανε τα 100, ποσό πολύ πιο χαμηλό από αυτό που έπαιρνε ο δάσκαλος στο σχολείο των Ελληνικών μαθημάτων (π.χ. 350 γρ. στην Άνδρο και 700 γρ. στην Τσαρίτανη, ακμάζον οικονομικό κέντρο της Θεσσαλίας, το 1798 / 1799).

Στις ανώτερες σχολές οι μισθοί ήταν υψηλότεροι, 2.000 - 2.700 γρόσια για τον πρώτο τη τάξει δάσκαλο στην οικονομικά εύρωστη Πατριαρχική Σχολή, που δέχεται και πολλές χορηγίες. Στην Καπλαναία Σχολή Ιωαννίνων ο ετήσιος μισθός του Ψαλίδα ανερχόταν σε 1.500 γρόσια. Στους δασκάλους, των ανώτερων κυρίως σχολείων, προσφερόταν επίσης στέγη και τροφή. Βλέπουμε ότι από τη μια σχολή στην άλλη παρατηρούνται ανισότητες. Γενικά πάντως, και πέρα από τις ανισότητες, οι μισθοί των δασκάλων ακολουθούν κατά την εξεταζόμενη περίοδο ανοδική πορεία.

Τούτο οφείλεται στη συνεχή υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος, ίσως και στην αύξηση της ζήτησης δασκάλων στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως δε παρατηρεί εύστοχα ο Άλκης Αγγέλου το ύψος του μισθού είναι ο αμεσότερος τρόπος για να εκτιμήσουμε τη θέση που δίνει η κοινωνία της εποχής στον εκπαιδευτικό.

Oι Μαθητές

Για τον μαθητικό πληθυσμό αυτής της περιόδου οι γνώσεις μας είναι ελλιπείς. Διαθέτουμε σκόρπιες πληροφορίες για τον αριθμό των μαθητών σε ορισμένα μεγάλα σχολεία. Εξίσου ανεπαρκείς είναι οι γνώσεις μας για την κοινωνική προέλευση των μαθητών. O αριθμός των μαθητών ενός σχολείου εξαρτιόταν από τη φήμη του, από τις ευκολίες φοίτησης σ’ αυτό (υποτροφίες, απόσταση από τους γύρω οικισμούς) και από άλλους παράγοντες. Tο ερώτημα που τίθεται είναι αν και κατά πόσο μπορούσε η Ελληνική κοινωνία της Τουρκοκρατίας να συλλάβει την ανάγκη μιας καθολικής παιδείας και αν είχε την αντικειμενική δυνατότητα να την επιβάλει.

Στο πρώτο σκέλος αυτού του ερωτήματος πρέπει να απαντήσουμε θετικά. Τουλάχιστον στον αρχόμενο 19ο αιώνα η ανάγκη αυτή είχε γίνει κατανοητή σε μεγάλο βαθμό. Aν κρίνουμε κυρίως από μαρτυρίες ξένων περιηγητών, στις αρχές του 19ου αιώνα τα σχολεία στον Ελληνικό χώρο είχαν αυξηθεί πολύ. Δεν υπήρχε κωμόπολη ή κεφαλοχώρι χωρίς σχολείο. H βελτίωση των οικονομικών πολλών κοινοτήτων θα πυκνώσει τις τάξεις των μαθητών και θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας κοινωνικής συνείδησης για την αναγκαιότητα μιας στοιχειώδους έστω εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από επαγγελματικές επιδιώξεις.


Oι πιο σίγουρες «επαγγελματικές» δυνατότητες που πρόσφερε η στοιχειώδης ή η μέση εκπαίδευση ήταν το να γίνει κάποιος κληρικός. Συνήθως οι νέοι αυτοί προέρχονταν από τον αγροτικό κόσμο. H εκπαίδευσή τους πραγματοποιείται ή στο χωριό τους ή σε κάποιο κοντινό χωριό που διέθετε σχολείο. Για αυτούς, βέβαια, που είχαν μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες και συνέχιζαν τις σπουδές τους σε ανώτερα σχολεία ανοίγονταν περισσότεροι δρόμοι επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου. Για παράδειγμα στη Σχολή της Σμύρνης φοιτούν στις αρχές του 19ου αιώνα  πολλά παιδιά εμπόρων. Πολλοί από τους μαθητές των πιο ονομαστών σχολείων έρχονταν από μακρινές περιοχές.

Οι δυνατότητες φοίτησης σε μία ανώτερη σχολή είναι τώρα περισσότερες. Στις αρχές του 19ου αιώνα τα σχολεία που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό μαθητών είναι αυτά των Κυδωνιών (300 μαθητές το 1820, μόνο το 1/3 ήταν από την πόλη), της Σμύρνης (300 μαθητές το 1812) και ιδίως το Γυμνάσιο της Xίου (500 - 700 μαθητές το 1820). H «Καπλαναία Σχολή» Ιωαννίνων είχε το 1805 73 μαθητές και το 1819 130, η σχολή της Κοζάνης 120. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η φοίτηση στα σχολεία αποτελούσε σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των αρρένων. Τούτο έχει να κάνει με τις αντιλήψεις της εποχής για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας, αλλά και με την κοινοβιακή οργάνωση των περισσότερων σχολείων.

Η οικονομική καχεξία που μάστιζε τις οικογένειες των περισσότερων νέων που αποφάσιζαν να σπουδάσουν, οι δύσκολες συνθήκες ζωής στα σχολεία, η μεγάλη διάρκεια της φοίτησης και η προχωρημένη ηλικία των περισσότερων μαθητών αποτελούσαν τα κύρια αίτια της εγκατάλειψης των σπουδών από μεγάλο αριθμό μαθητών. Ειδικά οι σπουδές σε ανώτερες σχολές κόστιζαν πολύ, ιδίως όσους έρχονταν από μακρινές περιοχές, δίδακτρα, νοίκια, φαγητό κλπ. Γι’ αυτό αρκετοί μαθητές, ιδιαίτερα οι ξένοι, ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται ώστε να αντεπεξέλθουν στα έξοδα των σπουδών.

Για να βοηθήσουν άπορους μαθητές πολλά σχολεία χορηγούσαν υποτροφίες και είχαν δημιουργήσει οικοτροφεία για διαμονή και σίτιση όσων έρχονταν από αλλού. Oι ιδρυτές ή οι χορηγοί των σχολείων προκειμένου να υποβοηθήσουν τη μόρφωση των φτωχών μαθητών, άφηναν συνήθως και ένα χρηματικό ποσό για υποτροφίες, που κάλυπτε τις βιοτικές τους ανάγκες.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ - ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ 

Με όσα προηγήθηκαν σχηματίσαμε μία αδρή εικόνα για τα μαθήματα που διδάσκονταν και για τους επιδιωκόμενους στόχους. Πρέπει να τονισθεί το ότι «η ανυπαρξία ενός επίσημου φορέα συνολικά υπεύθυνου για την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων καθιστούσε αδύνατη σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας την καθιέρωση ενός ενιαίου και σταθερού εκπαιδευτικού συστήματος που θα προέβλεπε τις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη διάρκεια της φοίτησης, τον τρόπο εισαγωγής ή μετάβασης των μαθητών από τη μια βαθμίδα στην άλλη και όλες τις άλλες απαραίτητες για τη λειτουργία των σχολείων λεπτομέρειες: εξετάσεις, αργίες, διακοπές κλπ.».

Tο Πατριαρχείο Kων/πόλεως προσπάθησε, τους προηγούμενους αιώνες, να συντονίσει κάπως τα εκπαιδευτικά ζητήματα. H Πατριαρχική Σχολή επηρέασε τα προγράμματα των άλλων σχολείων μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Γενικά, πάντως, κατά την περίοδο που εξετάζουμε παρατηρείται μεγάλη ποικιλομορφία τόσο στην οργάνωση των σπουδών όσο και στα διδασκόμενα μαθήματα και τις διδακτικές μεθόδους, ιδίως στη μέση και στην ανώτερη βαθμίδα σπουδών. Tα προγράμματα σπουδών διαμορφώνονταν σε κάθε σχολείο από τον διδάσκοντα ή τους διδάσκοντες, οι οποίοι σε συνεργασία με τον σχολάρχη καθόριζαν ποια μαθήματα θα διδάσκονταν και σε ποιες τάξεις θα χωρίζονταν οι μαθητές.

Tο πρόγραμμα σπουδών και η έκτασή του εξαρτιόταν αφενός από των αριθμό των διδασκόντων και αφετέρου από τις ικανότητες ή την ιδεολογία του κάθε δασκάλου. H εξειδίκευση ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη. Συχνά ο ίδιος δάσκαλος να δίδασκε πολλά και ανομοιογενή αντικείμενα. Mόνο στα μεγάλα σχολεία υπήρχαν πολλοί δάσκαλοι με κάποια ειδίκευση. Όπως σημειώνει ο A. Αγγέλου η οργάνωση των σπουδών καθοριζόταν από τρεις παράγοντες:
  • Από την παράδοση. 
  • Από την προσωπικότητα του δασκάλου.  
  • Από την ουσιαστική ανυπαρξία παιδαγωγικών μεθόδων. 
Από διάφορες πηγές συμπεραίνεται ότι η φοίτηση -για όποιον ήθελε να σπουδάσει και σε ανώτερες σχολές- διαρκούσε 17 ως 22 χρόνια. Tους πρώτους αιώνες οι αργίες και οι διακοπές ήταν λίγες (τα σχολεία δεν λειτουργούσαν μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές). Αργότερα καθιερώθηκαν οι θερινές διακοπές. Tο ημερήσιο πρόγραμμα, για το οποίο ο Καταρτζής μας δίνει μία ανάγλυφη εικόνα, ήταν κουραστικό για τους μαθητές, μαθήματα και διάβασμα από το πρωί ως το βράδυ υπό αυστηρή επιτήρηση κλπ. Στα «κοινά σχολεία» διδασκόταν ανάγνωση, γραφή, λίγη ιστορία και τα ιερά γράμματα.

Στο «Ελληνικό σχολείο» η βάση των μαθημάτων ήταν τα αρχαία Ελληνικά μέσα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων και Πατέρων της Εκκλησίας για εξάσκηση, κυρίως, στη γραμματική και στο συντακτικό. Βασικό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών τον 18ο αιώνα ήταν η τετράτομη Εγκυκλοπαίδεια του Ιωάννη Πατούσα, που κυκλοφόρησε στη Βενετία το 1710 και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις ως το 1821. Περιελάμβανε επιλεγμένα κείμενα από την αρχαιοελληνική και τη Χριστιανική γραμματεία. Παράλληλα διδασκόταν η ρητορική για την εξάσκηση των μαθητών στη σύνταξη του λόγου και για την την προετοιμασία των ιερωμένων στο κήρυγμα, καθώς και η λογική με βάση τα έργα του Κορυδαλλέα.

Ολοκληρώνοντας ο μαθητής τον μέσο κύκλο σπουδών μπορούσε να παρακολουθήσει «τελειότερα μαθήματα» (φιλοσοφία με βάση τον Αριστοτέλη, και θεολογία για καλή γνώση των δογμάτων της ορθόδοξης πίστης). Σ’ αυτά τα μαθήματα προστέθηκαν γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα και τα μαθηματικά, όχι όμως σε όλα τα σχολεία. Όπως είδαμε, στην εισαγωγή τους πρωτοστάτησαν δύο φωτισμένοι δάσκαλοι σε σχολεία των Ιωαννίνων, που είχαν σπουδάσει στην δυτική Ευρώπη, ο Γεώργιος Σουγουρδής και ο Μεθόδιος Ανθρακίτης που δίδαξαν συστηματικά άλγεβρα, γεωμετρία και φυσική.


Από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζουν να εφαρμόζονται στα προγράμματα των λεγόμενων «νεωτερικών σχολείων», που ιδρύονται τότε, οι διδακτικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις του Γαλλικού και του νεοελληνικού Διαφωτισμού (ιδίως του Κοραή). Στα σχολεία αυτά αμφισβητείται η κηδεμονία της Εκκλησίας στην εκπαίδευση. Τέτοια σχολεία είναι η σχολή των Κυδωνιών (όπου δίδαξε νέες επιστήμες ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Πίζα και στο Παρίσι), το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, η Καπλαναία Σχολή Ιωαννίνων, η σχολή που ιδρύθηκε στις Μηλιές Πηλίου από τους Γρηγόριο Κωνσταντά και Άνθιμο Γαζή κ.ά.

Tα «νεωτερικά προγράμματα» εφαρμόζονται βέβαια σ’ αυτά τα σχολεία όταν τα διευθύνουν δάσκαλοι που εμφορούνταν από νεωτερικές ιδέες (όπως ο K. Κούμας το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, ο Νεόφυτος Βάμβας τη Σχολή της Xίου κ ά). Κοινά χαρακτηριστικά των «νεωτερικών σχολείων» είναι:

α) Οι νεωτερικές αντιλήψεις στα προγράμματα σπουδών τους.

β) Η τάση αποδέσμευσης από την κηδεμονία της Εκκλησίας.

γ) Το πολυπληθέστερο και πιο εξειδικευμένο, σε σχέση με τα άλλα σχολεία, διδακτικό προσωπικό.

δ) Η εισαγωγή στο πρόγραμμα σπουδών νέων μαθημάτων: φυσικής, μαθηματικών, ξένων γλωσσών και πρακτικής κατεύθυνσης (καταστιχογραφία κ.ά).

ε) Η εγκατάλειψη της παλαιάς φορμαλιστικής διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών, δηλ. της σχολαστικής προσκόλλησης στη γραμματική και στο συντακτικό.

στ) Η εκτεταμένη χρήση σχολικών εγχειριδίων, ιδίως φυσικής μαθηματικών, ιστορίας, γεωγραφίας και γραμματικής.

ζ) Ο έλεγχος της προόδου των μαθητών μέσα από ένα σύστημα εξετάσεων, που διέφερε από σχολείο σε σχολείο (συνήθως ανά εξάμηνο με τη συμμετοχή κοινού και με επιβράβευση των καλών μαθητών).

η) Η χρήση εποπτικών μέσων διδασκαλίας (χαρτών, σφαιρών κλπ).

θ) Οι νέες παιδαγωγικές αρχές που εφαρμόζουν, οι οποίες αντιγράφουν Ευρωπαϊκά πρότυπα.

ι) Η προσπάθεια για μία, όσο το δυνατό, πιο ολοκληρωμένη μόρφωση του ατόμου.

Οι νεωτεριστικές αυτές αντιλήψεις που εισήχθησαν ή καταβλήθηκε προσπάθεια να εισαχθούν στην εκπαίδευση προκάλεσαν αντιδράσεις από διάφορους αντιδιαφωτιστικούς κύκλους. Όπως παρατηρεί σύγχρονός μας μελετητής, «πριν ακόμη ξεσπάσει η Επανάσταση τα νεωτερικά σχολεία είχαν δεχθεί ισχυρά πλήγματα. Tα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα σημάνουν το τέλος ενός γενναίου εγχειρήματος που απέβλεπε στη διάδοση των φώτων μέσα από μία σύγχρονη εκπαίδευση αλλά και στην ανάπτυξη της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, η οποία συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821».

H συνεχώς αυξανόμενη πίεση που ασκούσαν οι Έλληνες λόγιοι που πρωτοστατούσαν στο κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού με στόχο την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την εισαγωγή νέων μαθημάτων και παιδαγωγικών μεθόδων προκάλεσε την αντίδραση των συντηρητικών κύκλων που ήταν προσηλωμένοι στην εκπαιδευτική παράδοση του 17ου και του 18ου αιώνα. H ιδεολογική σύγκρουση που ακολούθησε πήρε έντονες διαστάσεις τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.  Kατά τους συντηρητικούς κύκλους, ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από την απόρριψη των επιτευγμάτων του Βυζαντίου (όπου πρωταγωνιστικό ρόλο είχε παίξει η Εκκλησία) και η αποδοχή των ιδεών του «άθεου» Γαλλικού Διαφωτισμού.

Kάτι που ήταν κατ’ αυτούς επικίνδυνο γιατί αποπροσανατόλιζε το λαό και αμφισβητούσε τη νομιμότητα της Οθωμανικής εξουσίας και το κύρος του Πατριαρχείου. Κέντρο της αντίδρασης ήταν κατά την εν λόγω περίοδο το Πατριαρχείο Kων/πόλεως, ορισμένοι προκαθήμενοι του οποίου (π.χ. ο Ιερεμίας B' ο Τρανός) είχαν πρωτοστατήσει τους προηγούμενους αιώνες στο έργο του φωτισμού του Γένους. Κορυφαία προσωπικότητα στον αγώνα ενάντια στη διάδοση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον Ελληνικό χώρο υπήρξε ο Αθανάσιος ο Πάριος, που διηύθυνε τότε το σχολείο της Xίου, μορφωμένος κληρικός με πλούσιο συγγραφικό έργο (θεολογικό, φιλολογικό, φιλοσοφικό), υπερασπιστής της ορθόδοξης πίστης, αλλά και υπερσυντηρητικός.

Στο έργο του «Ἀντιφώνησις πρός τόν παράλογον ζῆλον τῶν ἀπό τῆς Eὐρώπης ἐρχομένων φιλοσόφων», που εκδόθηκε το 1802 στην Τεργέστη και συντάχθηκε, σίγουρα, με εισήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατακεραυνώνει όσους προσπαθούσαν να εισάγουν στα Ελληνικά σχολεία τις ιδέες των «άθεων» Γάλλων φιλοσόφων, υποστηρίζει ότι τα μαθηματικά και οι συναφείς επιστήμες ήταν εντελώς άχρηστες και ψυχοφθόρες για τη νεολαία και ότι μόνο η ευαγγελική διδασκαλία αρκούσε. Ως εκ τούτου, θεωρεί εντελώς περιττή τη μετάβαση για σπουδές στην δυτική Eυρώπη, στη «γῆ τῆς ἀπωλείας».

Στο ίδιο αντιδραστικό πνεύμα θα κινηθούν η εγκύκλιος «Περί τῶν Σχολείων τῆς Ἑλλάδος» του πατριάρχη Kων/πόλεως Γρηγορίου E' (1819) και η απόφαση της Πατριαρχικής Συνόδου «Περί καθεραίσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων» τη στιγμή ακριβώς που άρχισε ο Αγώνας της ανεξαρτησίας. (Mάρτιος 1821).

Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 

H γεωγραφική θέση και η μορφολογία του εδάφους, δηλαδή το ανάγλυφο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο (θετικό και αρνητικό) στην ιστορική πορεία της Hπείρου. Η θέση της απέναντι στα Βενετοκρατούμενα (ως το 1797) Επτάνησα -και μάλιστα απέναντι στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα των Επτανήσων- και τα παραθαλάσσια Βενετικά προγεφυρώματα (Πρέβεζα και Πάργα) στην περιοχή της, καθώς και η μικρή απόσταση που την χωρίζει από την Ιταλία καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική - οικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη. Από τη μια, το ορεινό του εδάφους με τον κατακόρυφο άξονα Πίνδου - Γράμμου καθιστούσε δύσκολη την επικοινωνία της μιας περιοχής με την άλλη.


Oι διαδοχικοί ορεινοί όγκοι και το δύσβατο του εδάφους δυσχέραιναν τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Από την άλλη πλευρά όμως, οι κοιλάδες και τα πολλά ποτάμια που διασχίζουν την ηπειρωτική γη (Άραχθος, Αχέροντας, Καλαμάς, Λούρος, Δρίνος), λειτουργούσαν ως δίοδοι της ενδοηπειρωτικής επικοινωνίας. Oι χερσαίοι δρόμοι που ένωναν ο ένας τα Γιάννενα με τα Τρίκαλα και τα Γρεβενά, διαμέσου του Μετσόβου, και ο άλλος (ο βορειότερος) τα Γιάννενα με την Κορυτσά και το Μοναστήρι, γίνονταν τον χειμώνα δυσκολοδιάβατοι, δυσχεραίνοντας τη μετακίνηση ταξιδιωτών και εμπόρων. Γι’ αυτό, ως αντίβαρο, αναπτύχθηκαν οι θαλάσσιες συγκοινωνίες στα δυτικά της (λιμάνια Πρέβεζας, Σαγιάδας, Σαλαχώρας).

Ας σημειωθεί ότι οι δυσκολίες διαβίωσης, εξαιτίας του ορεινού εδάφους, δημιουργούν έναν τύπο σκληραγωγημένου, ανυπότακτου και επαναστάτη, κάτι που παρατηρείται και σ’ άλλες ορεινές κοινωνίες του Ελληνικού χώρου (Μάνη, Σφακιά), αλλά και έξω απ’ αυτόν. O πληθυσμός της Hπείρου -όπως και των άλλων ορεινών εδαφών της Βαλκανικής την ίδια περίοδο- είναι κατεξοχήν κτηνοτροφικός, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ξένοι περιηγητές, οι πρόξενοι, οι Θεσπρωτός - Ψαλίδας, ο Π. Αραβαντινός και τα λίγα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα που έχουν εκδοθεί.

Σύμφωνα με τον αξιόπιστο πρόξενο της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Beaujour (Μπωζούρ), ο πληθυσμός της Hπείρου έφθανε στα τέλη του 18ου αιώνα στις 400.000 ψυχές. Tο Ελληνικό στοιχείο επικρατούσε, υπήρχαν όμως και πολλοί Τούρκοι, Αλβανοί (Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, ένα ποσοστό των οποίων προερχόταν από εξισλαμισμούς) και κάμποσοι Εβραίοι (κυρίως στα Γιάννενα και στην Άρτα). Από τις πόλεις ξεχωρίζουν τα Ιωάννινα, έδρα του ομώνυμου σαντζακιού - πασαλικιού και οικονομικό - πολιτιστικό κέντρο όλου του βορειοδυτικού Ελληνικού χώρου.

O πληθυσμός τους ανερχόταν την περίοδο αυτή σε 35.000 με 40.000 περίπου άτομα από τα οποία τα 2/3 περ. ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, Αλβανοί και Εβραίοι. Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα ήταν η Μοσχόπολη, μία από τις πιο ανθηρές οικονομικά πόλεις της Βαλκανικής (χάρη στην πλούσια κτηνοτροφία της περιοχής), με πληθυσμό πάνω από 40.000 πριν από την καταστροφή της (1769) και η Άρτα με 10.000 περίπου κατοίκους στα τέλη του 18ου αιώνα. Αντίθετα, η Βενετοκρατούμενη ως το 1797 Πρέβεζα είχε μόλις 1.876 κατοίκους το 1784. Στις πηγές δεν μαρτυρούνται σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των διαφορετικών εθνοτήτων στις πόλεις.

Μικρότερα οικονομικά κέντρα ήταν το Μέτσοβο, κτηνοτροφικό κέντρο της ανατολικής Hπείρου, η Αυλώνα, σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική, κ.ά.. Πολλοί Ηπειρώτες ακολούθησαν τους δρόμους της μετανάστευσης. Σε μία πρώτη φάση (16ο - 18ο αιώνα) θα εγκατασταθούν κυρίως στη Βενετία. Τούτο δεν είναι άσχετο με τη γειτνίαση με Βενετοκρατούμενες περιοχές. Πολλοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και κάποιοι (όπως οι Γλυκύς, Σάρρος και Θεοδοσίου) ιδρύουν τα πρώτα Ελληνικά τυπογραφεία σ’ αυτή την πόλη, τροφοδοτώντας με βιβλία όλο τον Ελληνισμό. Άλλοι (όπως ο Επιφάνιος) θα δώσουν χρήματα για την ίδρυση σχολείων.

Πολλοί, επίσης, Ηπειρώτες θα εγκατασταθούν στην κεντρική Ευρώπη, στη Μοδοβλαχία και στη Ρωσία. Αρκετοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και θα ευεργετήσουν τις γεννέτηρές τους προσφέροντας χρήματα για ίδρυση σχολείων ή για άλλα έργα ευποιΐας. Όπως είπαμε, η μορφολογία του εδάφους και οι κληματολογικές συνθήκες της Hπείρου ευνοούσαν την κτηνοτροφία και λιγότερο τη γεωργία. O Πουκεβίλ γράφει ότι στις αρχές του 19ου ευποιΐας εκτρέφονταν στην Ήπειρο 1.700.000 αιγοπρόβατα, στα οποία πρέπει να προστεθούν και 1.000.000 αιγοπρόβατα της οικογένειας του Αλή Πασά.

Πολλά Ηπειρωτικά προϊόντα εξάγονταν. H εμπορική σημασία της Hπείρου προκάλεσε νωρίς το ενδιαφέρον της Γαλλίας που υλοποιήθηκε με την ίδρυση Γαλλικού προξενείου στην Άρτα, το 1702, στο οποίο υπάγονταν τα υποπροξενεία του Μεσολογγιού, της Σαγιάδας, της Πρέβεζας και της Αυλώνας. Από αυτά τα λιμάνια εξάγονταν τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου, αλλά και της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Oι συγγραφείς της Νεωρικής Γεωγραφίας Φιλιππίδης και Κωνσταντάς γράφουν το 1791 ότι υπήρχαν πολλοί αμπελώνες στο Zαγόρι, στην Παραμυθιά, στην Κόνιτσα, στη Ζίτσα που παρήγαγαν εξαιρετικό κρασί.

Oι Γάλλοι πρόξενοι και οι διάφοροι περιηγητές σημειώνουν ότι κάθε χρόνο εξάγονταν από τον Αμβρακικό κόλπο δημητριακά, βαμβάκι, καπνός, κρασί, ξυλεία κ.ά. Eνα μέρος των εξαγόμενων προϊόντων έφθανε με καραβάνια στα Ιωάννινα από τη Θεσσαλία (μετάξι), ακόμη και από τη Μολδοβλαχία (κερί, βουβαλοδέρματα) και από κει μεταφερόταν στα λιμάνια του Ιονίου. Άλλα καραβάνια μετέφεραν εμπορεύματα από την Ήπειρο στην κεντρική Ευρώπη από στεριανούς δρόμους. Στα Ιωάννινα λειτουργούσαν την περίοδο αυτή πολλές βιοτεχνίες γουναρικών, βυρσοδεψίας, αργυροχρυσοχοΐας, ραφτάδικων, κατασκευής καπών κλπ, οργανωμένες στις συντεχνίες (εσνάφια, esnaf) της πόλης.

Oι «πρωτομαΐστορες των συντεχνιών», δηλ. οι αρχηγοί των συντεχνιών, μαζί με τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τους εμπόρους συγκροτούσαν το συμβούλιο της Ελληνικής κοινότητας των Ιωαννίνων που ήταν υπεύθυνο για την κατανομή και είσπραξη των φόρων και για μία σειρά εσωτερικών ζητημάτων. Πολύ ανεπτυγμένη ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση στα 47 Ζαγοροχώρια. O γενικός προεστός της ομοσπονδίας τους έμενε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα στα Ιωάννινα όπου γίνονταν οι συνελεύσεις των προκρίτων των Ζαγοροχωρίων, εκδικάζονταν σοβαρές υποθέσεις και παίρνονταν αποφάσεις για διάφορα ζητήματα.

Στο Μέτσοβο -στο οποίο είχαν παραχωρηθεί το 1430 προνόμια που ανανεώθηκαν πολλές φορές- οι κάτοικοι εξέλεγαν μία επταμελή επιτροπή που την αποτελούσαν ο δημογέροντας, ο έφορος των σχολείων, ο φροντιστής των νερών, ο εισπράκτορας των φόρων, ο αγορονόμος, ο επίτροπος των εκκλησιών και ο αρχηγός της φρουράς του τόπου. Τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα η Ήπειρος γίνεται χώρος έντονων πνευματικών - εκπαιδευτικών και, γενικά, πολιτιστικών διεργασιών και βρίσκεται, κατά κοινή παραδοχή των ειδικών, στην πρωτοπορία των προοδευτικών ιδεών του Τουρκοκρατούμενου Ελληνικού χώρου.


Κι αυτό χάρη στο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο φωτισμένων δασκάλων (κυρίως του Ψαλίδα και του Βηλαρά), επίσης γίνεται και χώρος πολιτικών διεργασιών, λόγω της παρουσίας του Αλή Πασά. Tα Ιωάννινα δεν είναι πια την περίοδο αυτή ένα απλό επαρχιακό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά πρωτεύουσα ενός εκτεταμένου πασαλικιού προς την οποία στρέφονται τα βλέμματα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ 

O Αλή Πασάς (1740 / 1750 - 1822) έχει συγκεντρώσει από τον 19ο αιώνα το ενδιαφέρον της Ελληνικής και της ξένης ιστοριογραφίας, όσο λίγα άτομα του καιρού του. Προσωπικότητα μυστηριώδης και αντιφατική. Φωτισμένος δεσπότης και τυραννικός σατράπης, δίκαιος και αυθαίρετος, άνδρας με οξύτατη πολιτική αντίληψη αλλά και απλοϊκός, ανεξίθρησκος και ταυτόχρονα δεισιδαίμων, φιλάργυρος, άπληστος αλλά και χρηματοδότης κοινωφελών έργων, προστάτης της δημόσιας ηθικής και, ταυτόχρονα, φιλήδονος και σαδιστής, Μουσουλμάνος Βοναπάρτης, ένας νέος Σκεντέρμπεης, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν. H Μαρξιστική ιστοριογραφία τον συνδέει με τον Αλβανικό εθνικισμό.

Στην ίδια γραμμή κινείται και η Αλβανική ιστοριογραφία που τον θεωρεί ως πρόδρομο του Αλβανικού εθνικού κινήματος. Ορισμένοι ιστορικοί υπερτόνισαν το ρόλο που διαδραμάτισε στα πράγματα του καιρού του, μιλώντας για κράτος του Αλή Πασά, ενώ άλλοι τον υποβάθμισαν, τονίζοντας μόνο τον «υπηρετικό του ρόλο» στην επανάσταση του 1821. Mε προγόνους ληστές και μπέηδες στην υπηρεσία του Οθωμανικού κράτους (ο προπάππος του ήταν υποδιοικητής του Τεπελενιού και ο πατέρας του, ο Βελή Μπέης, διοικητής του Δελβίνου, με μία δυναμική μητέρα, τη Χάμκω -για την κακοποίηση της οποίας από ισχυρούς Μουσουλμάνους του Γαρδικιού θα πάρει το 1812 εκδίκηση σφάζοντας όλους τους κατοίκους του.

Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, εκμεταλλευόμενος άριστα τις περιστάσεις, θα κερδίσει την εύνοια της Πύλης και θα ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα της διοικητικής της ιεραρχίας. Αρχικά θα βρεθεί επικεφαλής ένοπλων σωμάτων επιφορτισμένων με τη φύλαξη των δρόμων, αξίωμα πολύ σημαντικό, θα καταλάβει το 1788 τη θέση του αναπληρωτή γενικού επόπτη των δερβενιών και θα πλουτίσει. Αξιοποιώντας προς όφελός του τις αντιπαλότητες των ξένων δυνάμεων και την ανάγκη της Πύλης να τιθασεύσει τον Κούρτ Πασά του Μπερατιού και τον αποστάτη Μαχμούτ Πασά της Σκόρδας θα αναγνωριστεί απ’ αυτήν ως Πασάς των Ιωαννίνων. H θέση αυτή θα του δώσει τη δυνατότητα να κυριαρχήσει σε όλα τα γειτονικά πασαλίκια.

Χρησιμοποιώντας στη διοίκηση του κράτους του τους γιους του Μουχτάρ, Βελή (Πασά του Μοριά, 1805 - 1812, και έπειτα διοικητή της Θεσσαλίας), και Σαλήχ, διοικητή του Αργυροκάστρου, θα επεκτείνει την εξουσία του ως τη Δ. Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Στερεά (με εξαίρεση την Αττική) και βόρεια ως το πασαλίκι της Αχρίδας. Από τη θέση αυτή θα εξουδετερώσει (με απειλές, εκβιασμούς ή με φαινομενικά νομότυπες μεθόδους) τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους προκρίτους της πόλης, θα δημιουργήσει έναν καλά οργανωμένο κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα στρατό, αποτελούμενο από Αλβανούς και μισθοφορικά σώματα, στον οποίο υπηρέτησαν και Χριστιανοί αρματολοί.

Θα επεκτείνει τη γαιοκτησία του σχηματίζοντας με εξωοικονομικές συνήθως διαδικασίες μεγάλα τσιφλίκια. Θα δημιουργήσει ένα ασφαλές οδικό δίκτυο στο πασαλίκι του και θα χρησιμοποιήσει στην υπηρεσία του ικανούς Έλληνες αρματολούς, γραμματικούς, γιατρούς και καπετάνιους, ακόμη και ξένους εξισλαμισμένους, προκειμένου να το διοικεί καλύτερα και να ενημερώνεται για όλες τις εξελίξεις. Εκμεταλλευόμενος τη διεθνή συγκυρία την περίοδο των Ναπολεοντείων πολέμων θα κινηθεί με διπλωματική ευστροφία μεταξύ Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων για να προωθήσει τα «γεωπολιτικά του συμφέροντα». Έτσι θα κατορθώσει να καταλάβει το 1798 την Πρέβεζα και το 1819 να αγοράσει από τους Άγγλους την Πάργα.

Oι 5.000 κάτοικοί της θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στην Κέρκυρα. Μεγάλο εμπόδιο στην επεκτατική του δίψα στάθηκαν οι Σουλιώτες, τους οποίους κατόρθωσε να εξουδετερώσει το 1803. Tο 1808 θα καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα του παπά Θύμιου Βλαχάβα. Στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα η δύναμη του Αλή Πασά θα φθάσει στο απόγειό της. Από τότε όμως αρχίζει και η πτώση του. H Yψηλή Πύλη τον θεωρεί πολύ επικίνδυνο για την ενότητα της Αυτοκρατορίας και τον καθαιρεί από το αξίωμά του.


Σουλτανικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον μισητό εχθρό του, μεγάλο βεζύρη Χουρσίτ Πασά, θα εισβάλουν στα Γιάννενα και στις 24 Ιανουαρίου 1822 ο άλλοτε πανίσχυρος Πασάς θα βρει το θάνατο σ’ ένα κελί της μονής του Αγίου Παντελεήμονα στο νησάκι των Ιωαννίνων.

ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ 

Θα ήταν σημαντική παράλειψη αν δεν κάναμε μία, έστω σύντομη, αναφορά στο Σούλι και τους Σουλιώτες, τους οποίους η εθνική μας ιστοριογραφία έχει, συχνά, περιβάλει μ’ ένα πέπλο μύθου, που στέκεται εμπόδιο στην προσέγγιση μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν αυτό το ιδιόμορφο κοινωνικό σύνολο, την προέλευσή του, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τον ιστορικό του ρόλο κλπ. Πρόκειται για ένα σύνολο 60 περίπου χωριών χτισμένων στο στενό οροπέδιο που σχηματίζεται στην κεντρική κατωφέρεια δύο συμπαγών οροσειρών, της οροσειράς Παραμυθιάς και των βουνών του Σουλίου. Δυτικά εκτείνεται η κοιλάδα του Φαναρίου και ανατολικά μία μεγάλη κοιλάδα γνωστή ως Μεγάλη Λάκα.

Στα χωριά αυτά κυριαρχούν τον 18ο αιώνα το Σούλι, η Σαμονίβα, η Κιάφα και ο Αβαρίκος, χωριό χτισμένο πάνω από μία χαράδρα όπου κυλάει ο Αχέροντας. Tα Σουλιώτικα χωριά συνδέονται μεταξύ τους με μονοπάτια και διάσελα. Πρόκειται για μία ποιμενική κοινωνία οργανωμένη σε συγγενικές ομάδες (τα γένη ή φάρες) που είναι εγκατεστημένες στα τέσσερα αυτά χωριά. Oι Αλβανόφωνοι Σουλιώτες, που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή την περιοχή στα τέλη του 14ου αιώνα κατά την κάθοδο του Αλβανικού πληθυσμού προς νότον, γνωρίζουν και τα Ελληνικά που τα μιλούν όταν επικοινωνούν με τους Έλληνες, που κατέφυγαν εδώ τον 17ο αιώνα για να αποφύγουν τις Τουρκικές αυθαιρεσίες.

Στα τέλη του 18ου αιώνα κάθε οικογένεια κατοικεί σε συγκεκριμένο χωριό και ο πληθυσμός των τεσσάρων χωριών ανέρχεται σε 3.000 - 3.500 άτομα, συγκροτημένα σε 32 γένη, στα οποία αντιστοιχούν σε 600 περίπου οικογένειες. Στον οικισμό του Σουλίου κατοικούν 425 - 450 οικογένειες που συγκροτούν 22 φάρες (Τζαβελαίους, Μποτσαραίους κ.ά.). Tο κάθε γένος υπακούει στον αρχηγό του που είναι διαχειριστής των υποθέσεων του γένους του και εκπρόσωπός του στις «εξωτερικές» του υποθέσεις. Αυτός επιλύει τις εσωτερικές διενέξεις με βάση ένα άγραφο εθιμικό δίκαιο.

Σε επίπεδο τετραχωρίου, τα Σουλιώτικα γένη συνδέονται μεταξύ τους μέσω της συνάθροισης των αρχηγών των γενών δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, για να συντονίζουν τη δράση τους και να επιλύουν διαφορές (κυρίως βεντέτας). Δυτικά του Σουλίου βρίσκεται ο πλούσιος κάμπος του Φαναρίου, που τον διαρρέει ο ποταμός Καλαμάς. Η περιοχή αυτή εξουσιάζεται από Αλβανόφωνους εξισλαμισμένους αγάδες και μπέηδες, οι οποίοι εκπροσωπούν την Οθωμανική εξουσία στην ευρύτερη περιοχή. Oι Σουλιώτες είχαν μία σχετική αυτονομία έναντι της Οθωμανικής εξουσίας, καταβάλλοντας μόνο τη δεκάτη και τον κεφαλικό φόρο.

H Σουλιώτικη οικονομία είναι μία οικονομία μικρής κλίμακας. Tο ορεινό του εδάφους δεν επιτρέπει μεγάλη παραγωγή. O Σουλιώτης ζει με μόνιμη του συντροφιά το όπλο, απαραίτητο για τη φύλαξη των κοπαδιών και την προστασία του, αλλά και για τις επιδρομές στα χωριά του κάμπου. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι επιδρομές των Σουλιωτών στη γύρω περιοχή θα καταλήξουν στην απόσπαση πολλών χωριών από την εξουσία των αγάδων του Μαργαριταριού, της Παραμυθιάς και των Ιωαννίνων. Στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα οι φτωχοί μέχρι τότε Σουλιώτες αρχίζουν να παρέχουν προστασία σε Χριστιανικά χωριά του κάμπου, τα οποία υφίστανται καταπιέσεις από τοπικούς εκπρόσωπους της Οθωμανικής εξουσίας, με αντάλλαγμα παροχές σε χρήματα ή σε είδος.

O χώρος επιρροής των Σουλιωτών, μέσω της επιβολής προστασίας, εκτεινόταν σε 60 - 70 χωριά που ανήκαν στον καζά της Παραμυθιάς. Στα τέλη του ίδιου αιώνα τα τέσσερα χωριά του Σουλίου «έχουν αποκτήσει τον χαρακτήρα της ανυπότακτης πολεμικής κοινότητας και έχουν αναδειχθεί σε Χριστιανικό, τοπικό κέντρο εξουσίας, αυτονομημένο απέναντι στην τοπική Οθωμανική εξουσία». Αντίπαλοι των Σουλιωτών είναι οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες αγάδες της πεδιάδας, τοπικοί φορείς της Οθωμανικής εξουσίας. Tον Ιούλιο του 1792 ο Αλή Πασάς, θέλοντας να επιβάλει την εξουσία σ’ όλη την Ήπειρο, αποφάσισε να επιτεθεί μετωπικά στο τετραχώρι.

Είναι η πρώτη προσπάθειά του να καταλάβει το Σούλι. Στη μάχη γύρω από την Kιάφα οι δυνάμεις του θα συντριβούν. H τελική συμφωνία που συνήφθη άφησε άθικτη την εξουσία των Σουλιωτών. O κλοιός όμως γύρω από το Σούλι συνεχώς σφίγγει. Tον Ιούνιο του 1800 ο Αλής, επικεφαλής 10 - 15 χιλιάδων ανδρών θα επιτεθεί και πάλι εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι μετά την αποσκίρτηση του Γιώργου Μπότσαρη είναι πολύ αποδυναμωμένοι, αλλά και πάλι αποτυγχάνει. H τελευταία πράξη του δράματος των Σουλιωτών παίζεται το 1803. H αιφνιδιαστική κατάληψη του Σουλίου από τον Βελή πασά (στις 25 Σεπτεμβρίου), η παράδοση της Κιάφας, η ανατίναξη του Κουγκιού.


Η φονική μάχη στο Ζάλογγο (τέλη Δεκεμβρίου) -όπου οι Σουλιώτισες αυτοθυσιάστηκαν ηρωικά- και στο Σέλτσο, όταν παρασπονδώντας ο Αλής θα επιτεθεί εναντίον των αποχωρούντων Σουλιωτών, θα οδηγήσουν στην εξόντωση των Μποτσαραίων και των συσπειρωμένων γύρω τους γενών. Όσοι Σουλιώτες διασώθηκαν κατέφυγαν στα Επτάνησα. Αρκετοί θα συμπράξουν αργότερα με τα σουλτανικά στρατεύματα στην εξόντωση του Αλή και πολλοί θα αγωνιστούν στον Αγώνα της ανεξαρτησίας (στο Μεσολόγγι κ.α.).

Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ Β' ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1685 - 1715 ΚΑΙ ΤΑ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ Β' ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1685 - 1715)

H Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Ενετούς το 1685/87 -η Μονεμβασιά το 1690- στη διάρκεια του έκτου Τουρκοβενετικού πολέμου. Επικεφαλής της Βενετικής διοίκησης του Βασιλείου του Μοριά (Regno di Morea) ορίστηκε ένας γενικός προνοητής (provveditore generale). Διαιρέθηκε σε 4 μεγάλες επαρχίες (provinciae), της Ρωμανίας, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Oι 4 αυτές επαρχίες χωρίστηκαν σε 22 μικρότερα διοικητικά διαμερίσματα (τεριτόρια), αντίστοιχα των καζάδων της προηγούμενης Οθωμανικής περιόδου. Tα κύρια προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα ήταν το δημογραφικό και της γαιοκτησίας, στην επίλυσή των οποίων έριξε το βάρος η Βενετική διοίκηση.

Την περίοδο αυτή παρατηρείται μεγάλη μείωση του πληθυσμού της Πελοποννήσου, εξαιτίας των επιδημιών πανώλης και των πολεμικών συρράξεων, με άμεσες επιπτώσεις στη γεωργία. Από τα 2.115 χωριά μόνο τα 1.459 είχαν πληθυσμό, ενώ μεγάλο μέρος των αγρών είχε εγκαταλειφθεί. H Βενετική διοίκηση εφάρμοσε μία πολιτική ενίσχυσης του πληθυσμού με εποικισμούς, που όμως δεν είχε μόνιμα αποτελέσματα. Oι νέοι κάτοικοι προέρχονταν από τη Στερεά Ελλάδα, από την Ήπειρο, από τη Xίο, από την Κρήτη κ.α. Στη διάρκεια αυτής της βραχύχρονης περιόδου διενεργήθηκαν τρεις απογραφές του πληθυσμού.

Στην πολύ καλύτερη απογραφή όλης της Πελοποννήσου από τον γενικό προνοητή Grimani (Γκριμάνι), το 1700, ο πληθυσμός της παρουσιάζει αύξηση (176.844 κάτ.) που οφείλεται στους εποικισμούς. H απογραφή αυτή έγινε χωριό με χωριό με τη βοήθεια των ιερέων και των δημογερόντων. H πολιτική των Ενετών στο ζήτημα της γαιοκτησίας στόχευε στην παραχώρηση ή ενοικίαση γαιών που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι σε ντόπιους και εποίκους. Πολύ επαχθείς ήταν για τον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου την περίοδο αυτή οι αγγαρείες (σε οχυρωματικά έργα, παροχή καταλυμάτων σε στρατιώτες το χειμώνα, φύλαξη παραλίων κ.ά.). Επιβλήθηκαν λόγω ολιγανδρίας Ενετών, πιεστικών αναγκών για την εκτέλεση οχυρωματικών έργων κλπ.

Αγγαρεύονταν οι άνδρες από 16 έως 60 ετών. Oι επιπτώσεις των αγγαρειών, ήταν κοινωνικές και οικονομικές. Πολλοί γεωργοί απουσίαζαν από τις εργασίες τους στις περιόδου σποράς ή θερισμού. Γι’ αυτό πολλοί προσπαθούσαν να τις αποφύγουν, όπως μπορούσαν. Επίσης, από διάφορες περιοχές στάλθηκαν στον Γκριμάνι εκκλήσεις για απαλλαγή από τις αγγαρείες. Oι αγγαρείες προκάλεσαν πολλά προβλήματα στον αγροτικό πληθυσμό και ήταν βασικός παράγοντας δημιουργίας αντιβενετικού κλίματος στην Πελοπόννησο.

Στην εκκλησιαστική πολιτική, όπως δείχνει η μελέτη των πηγών, η Βενετία, η οποία συγκρούστηκε με τους Πάπες για ζητήματα που αφορούσαν τον προσηλυτισμό Ορθοδόξων στον Καθολικισμό, δεν ευνόησε τη δράση δυτικών μοναχών στην Πελοπόννησο, άλλαξαν όμως τον τρόπο εκλογής των επισκόπων. Παράλληλα προσπάθησαν, με διάφορους τρόπους, να εμποδίσουν την είσπραξη εισφορών για το Πατριαρχείο Kων/πόλεως επειδή, σωστά, θεωρούσαν ότι αυτές είχαν ως τελικό αποδέκτη τον σουλτάνο. H συγκεκριμένη όμως ενέργεια ήταν αιτία αντιδράσεων του λαού, γιατί θεωρήθηκε ως προσπάθεια αποκοπής της τοπικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο.

Μεγάλο βάρος έριξε, επίσης, η Βενετική διοίκηση στην καταγραφή της περιουσίας των μοναστηριών και των ενοριακών ναών, η οποία έγινε το 1699 - 1700. H καταγραφή αυτή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για μονές, ναούς, για τις περιουσιών τους, για ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά κλπ. Την περίοδο αυτή εκχριστιανίστηκαν 4.000 περ. Μουσουλμάνοι που είχαν παραμείνει στην Πελοπόννησο. Πρόσφατες έρευνες, βασισμένες σε ανέκδοτο υλικό Βενετικών Αρχείων, δείχνουν ότι πολλοί Μουσουλμάνοι (οι περισσότεροι κατάγονταν από χωριά της Γαστούνης, B.Δ Πελοπόννησο) είχαν χριστιανική καταγωγή και είχαν εξισλαμιστεί. Mε τον ερχομό των Ενετών, βρήκαν την ευκαιρία να επανέλθουν στην προγονική τους θρησκεία.

Στον τομέα της οικονομίας, ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε από τη Βενετική διοίκηση στην αξιοποίηση των εδαφών της Πελοποννήσου για την εντατικοποίηση και βελτίωση της παραγωγής. Γι’ αυτό έγινε προσπάθεια κατασκευής εγγειοβελτιωτικών έργων, εισαγωγής νέων καλλιεργειών και τρόπων καλλιέργειας κλπ. Προωθήθηκε η αμπελοκαλλιέργεια με την εισαγωγή κλημάτων από τη Γαλλία και την Ιταλία και ιδίως η ελαιοκαλλιέργεια, γιατί η Βενετία είχε ανάγκη από λάδι για τη διατροφή των υπηκόων της και για τη σαπωνοποιΐα. Πράγματι, τη σύντομη αυτή περίοδο φυτεύτηκαν στο Μοριά χιλιάδες ελαιόδενδρα Tο εξωτερικό εμπόριο της Βενετίας στην Πελοπόννησο ήταν καθαρά αποικιοκρατικής μορφής.

Όλα τα βασικά προϊόντα της Πελοποννησιακής γης κατευθύνονταν στη βενετική αγορά. Αυτό είχε ως συνέπεια τις χαμηλές τιμές πώλησης των προϊόντων, λόγω της απουσίας εμπορικού ανταγωνισμού και της επιβολής κρατικών μονοπωλίων. Tο φορολογικό της σύστημα στόχευε στην εισροή κεφαλαίων στα ταμεία της Βενετίας. Oι φόροι διακρίνονταν σε άμεσους και έμμεσους. Οι κυριότεροι άμεσοι φόροι ήταν η δεκάτη (decima) που επιβάρυνε σχεδόν κάθε πρόσοδο, του λαδιού, του κρασιού, των ζώων κλπ. Οι έμμεσοι φόροι (dazii) ήταν περισσότεροι και επιβάρυναν τις εξαγωγές (λαδιού, σταφίδας, κρασιού κλπ) και την κατανάλωση διαφόρων αγαθών.

Σημαντικό έσοδο τους κράτους ήταν, επίσης, οι τελωνειακοί δασμοί, η ενοικίαση των ιχθυοτροφείων και των αλυκών κ.ά. Όπως και στην Οθωμανική επικράτεια, έτσι και εδώ γινόταν ενοικίαση των φόρων σε ιδιώτες. Ο ενοικιαστής προκατέβαλε στο κράτος τη συνολική αξία του φόρου και στη συνέχεια την εισέπραττε από τους φορολογούμενους. Το σύστημα αυτό εξασφάλιζε στη Βενετία τη σταθερή είσπραξη των φόρων, ήταν όμως πηγή πολλών αυθαιρεσιών. Όσον αφορά την κοινοτική οργάνωση, την περίοδο αυτή εφαρμόστηκε στο Μοριά ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων.


Οι 16 αστικές κοινότητες (Πατρών, Ναυπλίου κ.ά.) αποτέλεσαν πεδίο ανταγωνισμών μεταξύ όσων κατοίκων των πόλεων ήταν μέλη τους και απολάμβαναν διάφορα προνόμια (απαλλαγή από αγγαρείες κλπ.), και αγροτών ή ατόμων που ανήκαν στα κατώτερα στρώματα των πόλεων και ήθελαν να ενταχθούν σ’ αυτές. Πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος των κοινοτήτων και στον αγροτικό κόσμο. Οι εκπρόσωποί τους (γέροντες, προεστοί, πρωτόγεροι), 1 έως 6 άτομα, ήταν τα ενδιάμεσα όργανα ανάμεσα στον λαό και την Βενετική εξουσία. Το αξίωμα αυτό στο οποίο εκλέγονταν, κατά κανόνα, άτομα με κοινωνική επιφάνεια, ήταν επίζηλο στις αγροτικές κοινωνίες.

ΤΑ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Κοινωνικές Εξελίξεις

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) και το άδοξο τέλος της δεύτερης Βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο (1715), τα νησιά του Ιονίου και ορισμένες περιοχές στην Ήπειρο (κυρίως η Πρέβεζα) απέμειναν οι μόνες κτήσεις της Βενετίας στον Ελληνικό χώρο. Με την απώλεια της Κρήτης, τα Επτάνησα απέκτησαν μία ιδιαίτερη γεωστρατηγική και οικονομική σημασία για τη Γαληνοτάτη. Η κατάληψη της Κρήτης προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα προσφύγων, πολλοί από τους οποίους βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα, γεγονός που είχε όχι μόνο αρνητικές αλλά και θετικές γι’ αυτά συνέπειες, εφόσον ενισχύθηκε ο πληθυσμός τους.

Ταυτόχρονα, «μεταφυτεύτηκε» στα Ιόνια νησιά η σπουδαία πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση της Κρητικής αναγέννησης, αλλά και, ως ένα βαθμό, και κοινωνικές δομές και νοοτροπίες της μεγαλονήσου. Η Κρητική παρουσία στα Επτάνησα υπήρξε έντονη σ’ όλους τους τομείς, οικονομικό, κοινωνικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό. Τον 17ο αιώνα η το πέρασμα σπουδαίων Κρητικών αγιογράφων (όπως του Θεόδωρου Πουλάκη) από τα Επτάνησα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη εδώ της Επτανησιακής τέχνης, δημιουργώντας την Κρητική παράδοση της Επτανησιακής τέχνης. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Κρητικών στα Επτάνησα είχε ως αποτέλεσμα μία γενική πνευματική ανάπτυξη.

Για τις Κρητικές προσφυγικές οικογένειες επέδειξε ιδιαίτερη μέριμνα η Βενετική διοίκηση, δίνοντας ενισχύσεις στους φτωχούς ιδίως πρόσφυγες. Όμως, η αθρόα συσσώρευση Κρητών δημιούργησε πολλά προβλήματα έλλειψης τροφίμων (κυρίως σιταριού), όπως μας πληροφορούν διάφορες πηγές. Όσον αφορά την κοινωνική ένταξη αυτών των προσφύγων στη νέα πατρίδα τους πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πρόσφυγες αυτοί ζήτησαν να ενταχθούν στις αντίστοιχες κοινωνικές τάξεις που υπήρχαν στα Επτάνησα. Πράγματι, με τρία διατάγματα (το 1670) οι ευγενείς πρόσφυγες από την Κρήτη έγιναν δεκτοί στα τοπικά συμβούλια των νησιών και απέκτησαν όλα τα προνόμια και της τάξης τους.

Τα Επτάνησα στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της Βενετικής κυριαρχίας αναστατώθηκαν από τις διαμάχες που εκδηλώθηκαν ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Στα τέλη του 17ου αιώνα οι αστοί αποκτούν ταξική συνείδηση και αξιώνουν να εισέλθουν στα συμβούλια των ευγενών, κάτι που το πέτυχαν το 1683 οι αστοί της Ζακύνθου, με αποτέλεσμα την παύση των κοινωνικών διενέξεων σ’ αυτό το νησί. Στην Κέρκυρα οι αστοί υπέβαλαν στη Βενετική διοίκηση υπόμνημα, το 1790, για τη σύσταση ιδιαίτερου σώματος που θα εκπροσωπούσε την τάξη τους, γεγονός που προκάλεσε την πείσμωνα αντίδραση των ευγενών.

Αυτή η πάλη των τάξεων δεν εκδηλώθηκε μόνο ανάμεσα στα δύο ανώτερα κοινωνικά στρώματα (αστών και ευγενών) των Επτανήσων, αλλά και ανάμεσα στους χωρικούς και τους αστούς. Ο αγρότες βλέποντας ότι υφίσταντο καθημερινά σκληρή εκμετάλλευση από τους αστούς θέλησαν να διεκδικήσουν μόνοι τους το δίκιο τους με τη βία. Όπως σημειώνει σε έκθεσή του στις αρχές του 18ου αιώνα ο γενικός προνοητής (διοικητής) της Κέρκυρας Φραγκίσκος Γκριμάνι ο κάτοικοι των πόλεων απέφευγαν να κυκλοφορούν στην ύπαιθρο φοβούμενοι βίαιες σε βάρος τους ενέργειες από τους αγρότες. Τα Επτάνησα είχαν γνωρίσει και παλαιότερα κοινωνικές εξεγέρσεις, όπως ρεμπελιό των ποπολάρων στη Ζάκυνθο, το 1628.

Την περίοδο που μας απασχολεί έχουμε και άλλη μία μορφή κοινωνικών συγκρούσεων, ανάμεσα στους ντόπιους και τους Εβραίους, που οφείλονταν όχι τόσο σε θρησκευτικούς λόγους όσο στην τοκογλυφία που ασκούσαν οι Εβραίοι, η οποία έπληττε, κυρίως, τις φτωχές λαϊκές μάζες. Με το πέρασμα του χρόνου οι διαφορές που χώριζαν το λαό από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις ολοένα και οξύνονταν. Οι Βενετικές αρχές αδυνατούσαν να κατευνάσουν τις διαμάχες και να επιβάλουν τους νόμους και την τάξη. Αντίθετα, με την αυταρχικότητά τους προκαλούσαν την αντίδραση των αστών και των ευγενών.

Το 1780 ξέσπασε στα Κύθηρα μία εξέγερση ευγενών εναντίον του διοικητή του νησιού, η κατάληξη της οποίας ήταν η τιμωρία των πρωτεργατών αυτού του κινήματος με βασανιστήρια. Στην Κεφαλλονιά, πάλι, στις αρχές του 18ου αιώνα δύο μεγάλες οικογένειες (των Άννινων και των Μεταξάδων) έφτιαξαν δύο μεγάλα κόμματα που χώρισαν το νησί σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οι κομματικοί αντίπαλοι, περιφρονώντας τις Βενετικές Αρχές, διέπρατταν εμπρησμούς, ληστείες και φόνους, ενώ αυτές αδυνατούσαν να επιβάλει την τάξη.

Οικονομία - Εμπόριο - Ναυτιλία

Η επίκαιρη γεωγραφική θέση των Επτανήσων στο θαλάσσιο εμπορικό δρόμο από τη Δύση προς την Ανατολή (ιδίως από τις Ιταλικές πόλεις της Αδριατικής) και αντίστροφα ήταν ένα σοβαρό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη της οικονομίας τους. Εντούτοις, άλλοι αρνητικοί παράγοντες έρχονταν να εξουδετερώσουν, εν πολλοίς, αυτό το πλεονέκτημα. Εννοούμε, κυρίως, τις πολλές επιδημίες πανούκλας, αλλά και ευλογιάς, οι οποίες έπληξαν τα Ιόνια νησιά τον 18ο αιώνα (π.χ. φοβερή επιδημία πανώλης έπληξε τη Ζάκυνθο το 1728) προκαλώντας πολλά θύματα. Επίσης, όπως και σήμερα, τα νησιά αυτά (ιδίως η Ζάκυνθος και η Κεφαλλονιά) υπέστησαν επανειλημμένα μεγάλες καταστροφές από σεισμούς.

Το 1693, το 1714, το 1766 και άλλες χρονιές η Κεφαλλονιά, το 1746, το 1766 κλπ. η Ζάκυνθος. Όπως είναι φυσικό, αυτές οι επιδημίες και οι φυσικές καταστροφές που έπληξαν τα Επτάνησα αποτέλεσαν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της οικονομίας. Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη των Επτανήσων ήταν η πειρατεία, η οποία ήταν ένας τρόπος εύκολου πλουτισμού για τους πειρατές. Τα πολλά λιμάνια και οι απόμεροι όρμοι των Επτανήσων χρησίμευαν ως ορμητήρια ή καταφύγια πειρατών και κουρσάρων διαφόρων εθνικοτήτων, ιδίως κατά τις ανώμαλες πολεμικές περιόδους.


Από την πλευρά της η Βενετία ευνόησε τις επιθέσεις των Ελλήνων κουρσάρων εναντίον των Γάλλων και -ως τον τελευταίο Βενετοτουρκικό πόλεμο- και εναντίον των Τούρκων, εφόσον οι δύο αυτές δυνάμεις ανταγωνίζονταν το εμπόριό της. Πολύ γνωστός για τις καταστροφές που προκάλεσε στα Γαλλικά εμπορικά πλοία είναι ο Ζακυνθινός κουρσάρος Παναγιώτης Χριστόπουλος. Τον 18ο αιώνα, εποχή του έντονου Γαλλο-Αγγλικού ανταγωνισμού στο εμπόριο της Μεσογείου, στα Επτάνησα εκπροσωπούνται με προξένους αυτές και οι δύο αυτές μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, καθώς και άλλες χώρες. Τα λιμάνια του Ιονίου παρουσιάζουν όλο τον 18ο αιώνα ζωηρή εμπορική κίνηση.

Η Ζάκυνθος είχε γίνει κέντρο των εμπορικών επιχειρήσεων της Αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής στον Βενετοκρατούμενο Ελληνικό χώρο. Αλλά και τα ίδια τα νησιά ναυπηγούν το δικό τους εμπορικό στόλο. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Κεφαλλονιά είχε 200 πλοία και 5.000 μικρές βάρκες. Πολλά από αυτά έφεραν την Ενετική σημαία και γι’ αυτό αναφέρονται στις πηγές ως Ενετικά. Πάντως, η Βενετία παρεμπόδιζε τη συμμετοχή των Επτανήσιων στο εξωτερικό εμπόριο. Η οικονομική πολιτική της Βενετίας αποσκοπούσε στην εκμετάλλευση και απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων των κτήσεών της, γι’ αυτό εφάρμοσε μία εμπορική πολιτική αποικιοκρατικού τύπου.

Όλα τα προϊόντα από τα οποία είχε ανάγκη (κυρίως από το λάδι) έπρεπε να κατευθύνονται στη Βενετία, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη συμπίεση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και την ελαχιστοποίηση των εσόδων των παραγωγών. Το εξαγωγικό εμπόριο των Επτανήσων περιοριζόταν, κυρίως, στη σταφίδα και στο λάδι. Η Βενετία προώθησε συστηματικά την ελαιοκαλλιέργεια στις Ελλαδικές κτήσεις της τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Ενδεικτικά, στην Κεφαλλονιά από το 1734 ως το 1760 φυτεύτηκαν 22.000 ελιές. Το 1716 η Κέρκυρα είχε 1.873.730 ελαιόδενδρα. Από το νησί αυτό εξάγονταν ετησίως 600.000 ζάρες (1 ζάρα = 23 λίτρες) λάδι.

Σημαντικές πληροφορίες για την κίνηση των λιμανιών των Επτανήσων στα τέλη του 18ου αιώνα  (ύψος εξαγωγών ανά νησί σε Βενετικά τσεκίνια) μας δίνουν ο Ιταλός οικονομολόγος - περιηγητής Scrofani και ο Γάλλος πρόξενος Sant Sauveur. Πάντως τα νησιά αντιμετώπιζαν προβλήματα επάρκειας σε σιτάρι (ιδίως η πολυάνθρωπη Κέρκυρα), κάτι που συνιστούσε και μία αιτία εκπατρισμών. Τις παραμονές της πτώσης της Ενετικής Δημοκρατίας τα Επτάνησα αντιμετώπιζαν σοβαρά ελλείμματα, τα δημόσια ταμεία ήταν άδεια και το διοικητικό σύστημα δεν λειτουργούσε καλά (καταχρήσεις δημοσίων υπαλλήλων κλπ.).

Η άσχημη κατάσταση της οικονομίας των Ιονίων νήσων αντανακλούσε, τελικά, και την παρακμή της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου σε όλα τα επίπεδα. Ήταν πλέον φανερό ότι η Βενετία δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες των κτήσεών της, παρόλο που είχε επιβάλει πολλούς φόρους. Το φορολογικό σύστημα που είχε επιβάλει η Βενετία στις κτήσεις της είχε ως στόχο τον περιορισμό των τοπικών εξόδων και την εισροή κεφαλαίων στα ταμεία της. Σε γενικές γραμμές, οι φόροι διακρίνονται σε άμεσους και έμμεσους. Ο σπουδαιότερος άμεσος φόρος ήταν η δεκάτη (decima) που επιβάρυνε σχεδόν κάθε πρόσοδο. Άλλοι άμεσοι φόροι ήταν του λαδιού, του κρασιού, των ζώων κλπ.

Οι έμμεσοι φόροι (dazii) ήταν περισσότεροι και επιβάρυναν τις εξαγωγές (λαδιού, σταφίδας, κρασιού κλπ) και την κατανάλωση διαφόρων αγαθών. Σημαντικό έσοδο τους κράτους ήταν, επίσης, οι τελωνειακοί δασμοί, η ενοικίαση των ιχθυοτροφείων και των αλυκών κ.ά. Πολλές φορές οι κάτοικοι δυσανασχετούσαν για τους πολλούς φόρους και την πολύ συχνή καταβολή τους, ενώ από την άλλη πλευρά οι τοπικοί διοικητές παραπονούνταν για τη φοροδιαφυγή, εξαιτίας της οποίας μειώνονταν τα έσοδα του κράτους. Όπως και στην Οθωμανική επικράτεια, έτσι και εδώ ήταν διαδεδομένη η ενοικίαση των φόρων σε ιδιώτες. Ο ενοικιαστής προκατέβαλλε στο κράτος τη συνολική αξία του φόρου και στη συνέχεια την εισέπραττε από τους φορολογούμενους.

Το σύστημα αυτό εξασφάλιζε μεν στη Βενετία τη σταθερή είσπραξη των φόρων, ήταν όμως πηγή πολλών αυθαιρεσιών (ιδίως στην είσπραξη του φόρου της δεκάτης) -συχνά με τη σύμπραξη και δωροδοκούμενων κρατικών οργάνων- τις οποίες προσπαθούσε να περιορίσει η Βενετική διοίκηση με διάφορα μέτρα. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες (μέλη αστικών κοινοτήτων ή σε πληθυσμούς που μεταφέρονταν από άλλες περιοχές για την ενίσχυση της γεωργίας), σε περιοχές που υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση (π.χ. Κέρκυρα) ή σε περιοχές που δέχονταν πολλές εχθρικές επιδρομές (π.χ. η Τήνος) δίνονταν φοροαπαλλαγές.

Παιδεία και Ιδεολογικά Ρεύματα

Ως γνωστόν, η Βενετική παρουσία στον Ελληνικό χώρο άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή στον πολιτισμό, ιδίως στις περιοχές εκείνες όπου η κατάκτηση ήταν μεγαλύτερης διάρκειας (Κρήτη και Επτάνησα). Οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στη μητρόπολη και στις Ελληνικές κτήσεις διαμόρφωσαν νέες πολιτισμικές πραγματικότητες, χωρίς ωστόσο, όσον αφορά την παιδεία, να οδηγήσουν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος. Από τις λίγες σχετικά πληροφορίες που διαθέτουμε, είναι δύσκολο να εξάγουμε σίγουρα συμπεράσματα για το μορφωτικό επίπεδο του λαού. Η μόρφωση ήταν, σίγουρα, προνόμιο ορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως οι κρατικοί και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, οι νοτάριοι και οι έμποροι.

Η μορφωτική στάθμη και το επίπεδο αλφαβητισμού εξαρτιόταν από την κοινωνική τάξη και το φύλο κάθε ατόμου, την οικονομική του επιφάνεια και τον κοινωνικό ρόλο για τον οποίο προετοιμαζόταν. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε, βέβαια, και η γλώσσα της παιδείας, δηλαδή η επιλογή ανάμεσα στην Ελληνική λόγια ή δημώδη (με διαλεκτικούς κατά τόπους τύπους), στη Λατινική και στην Ιταλική γλώσσα. Όσοι ασκούσαν χειρωνακτικά επαγγέλματα ήσαν σχεδόν όλοι αναλφάβητοι. Το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών ήταν, κατά κανόνα, χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών της ίδιας κοινωνικής βαθμίδας.

Η μαθητεία απαιτούσε χρόνο και χρήμα, σε μία εποχή που η παιδεία δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, ενώ από την άλλη πλευρά η εργασία των παιδιών ήταν συχνότατα εντελώς απαραίτητη για τη συντήρηση της οικογένειας. Στα αστικά κέντρα το ποσοστό αλφαβητισμού ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερο από αυτό των αγροτικών περιοχών. Εποχικές αγροτικές εργασίες και έκτακτα γεγονότα (πόλεμοι κλπ.) προκαλούσαν προβλήματα στην κανονική παρακολούθηση των μαθημάτων από όσους είχαν εγγραφεί σε κάποιο σχολείο. Η εκπαίδευση ξεκινούσε από την ανάγνωση και προχωρούσε προς τη γραφή. Η διδασκόμενη ύλη καθοριζόταν από τους δασκάλους, ανάλογα με τις γνώσεις που είχαν και τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα.


Ως βασικά βιβλία μάθησης χρησιμοποιούνταν απλά θρησκευτικά ή κλασικά κείμενα (Ψαλμοί του Δαβίδ, Μύθοι του Αισώπου, σε πρωτότυπο ή σε μετάφραση). Για τη διδασκαλία των στοιχειωδών μαθηματικών χρησιμοποιούνταν από τον 16ο αιώνα δυτικά εγχειρίδια πρακτικής αριθμητικής. Ανάλογα με τα ενδιαφέροντα ενός μαθητή διδασκόταν, επίσης, η εμπορική αλληλογραφία και η ψαλτική τέχνη. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλη σημασία δινόταν στην αυστηρή πειθαρχία των μαθητών και στην ηθική τους διαπαιδαγώγηση με βάση τα Χριστιανικά πρότυπα. Τη διδασκαλία αναλάμβαναν κυρίως άνδρες Ελληνικής ή Ιταλικής καταγωγής που εργάζονταν παράλληλα ως ιερείς, κωδικογράφοι, γραμματείς, νοτάριοι κλπ.

Η εκπαίδευση γινόταν είτε κατ’ οίκον είτε σε διδακτήρια, συνήθως από ένα δάσκαλο και σε περιορισμένο αριθμό μαθητών. Το κόστος των μαθημάτων επιβάρυνε, κατά κανόνα, τους γονείς και παρουσίαζε διακυμάνσεις ανάλογα με το είδος και τη διάρκεια των σπουδών, αλλά και με το κύρος του δασκάλου. Οι δάσκαλοι αποζημιώνονταν επίσης και με προϊόντα της οικιακής οικονομίας. Δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση παρεχόταν από εκκλησιαστικά ιδρύματα και από τοπικούς κοινωνικούς φορείς. Το κράτος έδειχνε ενδιαφέρον μόνο για την κάλυψη των εξόδων της μόρφωσης των νέων εκείνων που επρόκειτο να στελεχώσουν την κρατική μηχανή.

Όχι σπάνια Ελληνορθόδοξοι νέοι μαθήτευαν κοντά σε Καθολικούς δασκάλους ή και το αντίστροφο, ανάλογα με το είδος της μόρφωσης που επιθυμούσαν να λάβουν οι μαθητές ή οι γονείς τους. Συχνά λόγιοι ή ιερωμένοι περιόδευαν στην ύπαιθρο για παροχή στοιχειωδών μαθημάτων. Για τις ανώτερες σπουδές ενδιαφέρονταν, κυρίως, οι ευγενείς και οι αστοί που είχαν οικονομική άνεση και φιλοδοξίες για σταδιοδρομία σε ανώτερα επαγγέλματα. Έτσι άρχιζε ένας νέος κύκλος σπουδών που περιλάμβανε γραμματική, φιλολογία, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά, ρητορική και μουσική. Τον 18ο δε αιώνα το ρεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα ασκήσει μεγάλη επίδραση και στα Επτάνησα.

Λόγω και τη γεωγραφικής θέσεως, οι Επτανήσιοι έγιναν οι πρώτοι δέκτες των νεωτεριστικών ιδεών που έφθαναν από τη Δύση και φορείς μοντέρνων και εν πολλοίς ριζοσπαστικών ιδεολογικών ρευμάτων. Πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν παρεχόταν στη Βενετοκρατούμενη Ανατολή. Αρκετοί νέοι συνέχιζαν τις ανώτατες σπουδές σε ονομαστά πανεπιστήμια της Ιταλίας (Πάντοβα κ.α.) ή της κεντρικής Ευρώπης, καθώς και στο γνωστό κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, ή σε άλλα κολέγια που ιδρύθηκαν από την Καθολική Εκκλησία για τη φοίτηση Ελληνορθόδοξων νέων, πολλοί από τους οποίους επέστρεφαν στην πατρίδα τους για να προσφέρουν τις γνώσεις τους στους συμπατριώτες τους.

Η ιστορία της Επτανησιακής παιδείας συνδέεται άμεσα με το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας όπου σπούδασαν πολλοί Επτανήσιοι νέοι, ορισμένοι από τους οποίους διέπρεψαν ως καθηγητές σ’ αυτό. Ιδιαίτερα ασχολήθηκαν οι Επτανήσιοι τον 18ο αιώνα με τη Φυσική, την Ιατρική κλπ. θετικές επιστήμες.

Η Βενετική Εξουσία και η Πολιτειακή Μεταβολή του 1797

Το Μάιο του 1797 θα καταλυθεί το Βενετικό κράτος από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Στα τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές Αρχές της Κέρκυρας και πλήθος κόσμου της θα υποδεχθούν με ενθουσιασμό ως ελευθερωτές τους Γάλλους στρατιώτες. Πιο ενθουσιώδεις απ’ όλους ήταν οι νεαροί Κερκυραίοι Γιακωβίνοι, ενώ οι ευγενείς ήταν επιφυλακτικοί. Μετά την επιβολή των Γάλλων στην Κέρκυρα, Γαλλικά στρατιωτικά σώματα θα καταλάβουν και τα άλλα νησιά. Θα γίνουν παντού δεκτά με ενθουσιασμό. Σε επίσημες πανηγυρικές εκδηλώσεις στην Κέρκυρα (5 Ιουλίου) θα φυτευτεί στην κεντρική πλατεία το «δένδρο της Ελευθερίας».

Θα καούν δε η Χρυσή Βίβλος (Libro d’Oro), όπου καταγράφονταν τα ονόματα των ευγενών, και η Βενετική σημαία. Μια νέα εποχή αρχίζει για τα Επτάνησα. Η Γαλλική κυριαρχία θα διαρκέσει μόλις δύο χρόνια (1797 - 1799). Από το 1800 ως το 1807 θα δημιουργηθεί η Επτάνησος Πολιτεία, η οποία από ορισμένους ιστορικούς θεωρείται το πρώτο Νεοελληνικό κράτος. Θα ακολουθήσει μία δεύτερη Γαλλική κατοχή (1807 - 1814) και το 1815 τα Ιόνια θα περιέλθουν στο Βρεταννικό στέμμα ως το 1864, οπότε θα ενσωματωθούν στο Ελληνικό κράτος.

Στη διάρκεια των έξι αιώνων Βενετικής παρουσίας στον Ελλαδικό χώρο -αλλού λιγότερο- οι Βενετοκρατούμενοι Ελληνικοί πληθυσμοί γνώρισαν πολλές καταπιέσεις και οικονομική εκμετάλλευση, ταυτόχρονα όμως ανέπτυξαν έναν υψηλής στάθμης πολιτισμό στους τομείς της λογοτεχνίας, της τέχνης κλπ, με έκδηλη την επίδραση των δυτικών προτύπων, και μορφές πολιτικής οργάνωσης που θα φανούν πολύ χρήσιμες αργότερα.

Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1770 (ΟΡΛΩΦΙΚΑ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πριν προχωρήσουμε στην εξέτασή της αποτυχημένης επανάστασης στα 1770, ας δούμε πώς είδαν οι Έλληνες ιστορικοί αυτή την εξέγερση. Η Ελληνική ιστοριογραφία διαχειρίστηκε αυτό το γεγονός στο πλαίσιο της αφύπνισης του υπόδουλου Ελληνισμού, ως ένα επεισόδιο στη μακρά πορεία προς την απελευθέρωση και την πολιτική αυτοδιάθεση που ήρθε αργότερα με την Επανάσταση του 1821. Όπως παρατηρεί, εύστοχα, ο Νίκος Ροτζώκος, η σύγκριση με την επανάσταση του Εικοσιένα οδήγησε πολλούς ιστορικούς στην υποβάθμιση των Ορλωφικών, που θεωρήθηκαν ως «πρώιμη» και «άκαιρη» εξέγερση από έναν λαό του οποίου η εθνική συνείδηση δεν είχε ακόμη ωριμάσει.

Η πρώτη μελέτη αυτού του γεγονότος έγινε από τον Κ. Σάθα ο οποίος την εντάσσει στη μακρά σειρά των κινημάτων του Ελληνισμού για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού. Κατά τον Σάθα, η Μεγ. Αικατερίνη εκμεταλλεύτηκε την ευπιστία του Ελληνικού λαού προκειμένου να πραγματώσει τα επεκτατικά της σχέδια σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην ίδια γραμμή κινείται και η ερμηνεία του Κων. Παπαρρηγόπουλου.

Ο Π. Κοντογιάννης, ο οποίος αφιέρωσε στο ζήτημα αυτό εκτενή μελέτη, τονίζει ότι το απελευθερωτικό όραμα την εποχή της Ρωσικής επέμβασης στα Ελληνικά πράγματα χαρακτηριζόταν από έναν άκρατο και γενικευμένο ενθουσιασμό -όχι μόνο μεταξύ των θρησκόληπτων λαϊκών στρωμάτων, αλλά και μεταξύ των λογίων- για την (ανα)κατάληψη της Κων/πολης από τους Ρώσους και την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πιο σοβαρή προσπάθεια μελέτης αυτού του κινήματος έγινε από τον Μ. Σακελλαρίου στη μελέτη του για την Πελοπόννησο κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1939). Ο συγγραφέας θεωρεί (όπως και ο Σάθας) ότι η αντίσταση του Ελληνικού λαού στην Οθωμανική εξουσία μετά την Άλωση ήταν συνεχής.


Στην ανάλυσή του λαμβάνει υπόψη του όλες τις κοινωνικο-οικονομικές αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτό και τονίζει το ότι ήταν έργο -όσον αφορά στο Μοριά- των ηγετικών ομάδων του τόπου, των κοτζαμπάσηδων και των ανώτερων κληρικών, δηλαδή αυτών που η σύγχρονη ιστοριογραφία αποκαλεί τοπικές ελίτ. Ο Σακελλαρίου εξετάζει αυτό το γεγονός επί τη βάσει του εγελιανού σχήματος θέση - αντίθεση - σύνθεση. Έτσι θεωρεί ότι η Τουρκοκρατία είναι η «θέση» και η επανάσταση η «αντίθεση», ένα σκαλοπάτι στην πορεία μετάβασης προς την εθνική ανεξαρτησία με την Επανάσταση του '21.

O T. Γριτσόπουλος στη μονογραφία του για τα Ορλωφικά (1967) ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, τον Σακελλαρίου τονίζοντας ότι επρόκειτο για μία εθνική επανάσταση. Ο Απ. Βακαλόπουλος αφιερώνει στον τέταρτο τόμο της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού πολλές σελίδες σ’ αυτήν εξετάζοντάς την -όπως και τα άλλα γεγονότα- κάτω από ένα «εθνοκεντρικό» πρίσμα. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει στη μελέτη των χρησμών με τους οποίους είχε συνδεθεί η Ρωσική επέμβαση. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαιτέρως τη σφαιρική μελέτη αυτής της επανάστασης από τον Στέφ. Παπαδόπουλο στην οποία, κυρίως, θα στηριχτούμε για την παρουσίασή της.

H πιο πρόσφατη μονογραφία πάνω σ’ αυτό το ζήτημα είναι η μελέτη του Ροτζώκου Εθναφύπνιση και εθνογένεση. Ορλωφικά και Ελληνική ιστοριογραφία, στην οποία επιχειρεί μία ενδιαφέρουσα κριτική αποτίμηση των κυριότερων μελετών για τα Ορλωφικά επί τη βάσει των πρόσφατων κεκτημένων της Ελληνικής και της ξένης ιστοριογραφίας. Σημαντικές συμβολές στην έρευνα αυτού του γεγονότος συνιστούν και οι μελέτες του Δ. Τζάκη και του Aθ. Φωτόπουλου, στις οποίες εξετάζεται κυρίως ο ρόλος των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων. Από τις ξενόγλωσσες μελέτες αξίζει να μνημονεύσουμε την εξαιρετική προσέγγιση του Ιταλού ιστορικού Franesco Venturi.

ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ - Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ 

H επανάσταση του 1770 στη διάρκεια του α' Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 - 1774), γνωστή ως Ορλωφικά, από το όνομα των αδελφών Ορλώφ, διοικητών της Ρωσικής δύναμης που στάλθηκε στο Μοριά, είναι το σημαντικότερο από τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν στον Ελλαδικό χώρο πριν από το 1821, λόγω της έκτασης και των επιπτώσεών του. Προκειμένου να κατανοήσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στην εκδήλωση αυτής της επανάστασης, καθώς και το ρόλο του Ρωσικού παράγοντα είναι απαραίτητο να αναφερθούμε σύντομα στις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Και ιδίως στις βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μ’ άλλα λόγια στο Ανατολικό Ζήτημα δηλαδή στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διανομή των εδαφών που εγκατέλειπαν οι Οθωμανοί κατά τις διαδοχικές τους ήττες. Στα τέλη 17ου - αρχές του 18ου αιώνα έσβησαν οι ελπίδες των Ελλήνων για απελευθέρωση με βοήθεια από τη Δύση. Στο εξής, ως τη Γαλλική Επανάσταση, οι ορθόδοξοι λαοί της ΝΑ Ευρώπης θα εναποθέσουν τις ελπίδες τους για τη λύση του πολιτικού τους προβλήματος στην ομόδοξη Ρωσία. Η πρώτη Ελληνορωσική πολιτική προσέγγιση έγινε όταν ηγεμόνας της Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος (1689 - 1725), και έγινε πιο συστηματική στη διάρκεια των δύο Ρωσοτουρκικών πολέμων (1768 - 1774, 1787 - 1792).

Οι Ρώσοι θα χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες (όπως τους Αλβανούς, τους Σλάβους και τους Αρμένιους) για την πραγμάτωση των επεκτατικών τους σχεδίων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: κατάκτηση της Κριμαίας και έξοδο στη Μεσόγειο Την εποχή αυτή διαδίδονταν στον Ελληνικό χώρο ταχύτητα προφητείες, οι οποίες μιλούσαν για απελευθέρωση από το «ξανθό γένος», που οι υπόδουλοι πίστευαν ότι είναι οι Ρώσοι. H Ρωσία τροφοδοτούσε αυτή την πίστη καλλιεργώντας για τον εαυτό της τη θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», που θα διαδεχόταν την Κων/πολη.

Tο 1762 στο θρόνο της Ρωσίας θα ανέλθει η φιλόδοξη Αικατερίνη B', γεγονός που συμπίπτει με την περίοδο της συνεχώς εντεινόμενης κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επέτεινε τη διάδοση διαφόρων χρησμών μεταξύ των υποδούλων που προμήνυαν το τέλος της. Μέσα σε αυτό το πρόσφορο κλίμα άρχισε η «εκστρατεία» της Αικατερίνης για τον προσεταιρισμό των λαών της Βαλκανικής ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως αντιπερισπασμό στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Την πρωτοβουλία για υποκίνηση των Χριστιανών σε εξέγερση την είχαν οι αδελφοί Ορλώφ. Ήταν οι εισηγητές και οι εκτελεστές του σχεδίου για εκστρατεία στη Μεσόγειο.

Εμπνευστής όμως του μεγαλεπήβολου αυτού σχεδίου ήταν ο Γεώργιος Παπάζωλης από τα Σιάτιστα της Μακεδονίας, άτομο με πατριωτική συνείδηση. Oι αδελφοί Ορλώφ ανέλαβαν συντονισμένη δράση για την υλοποίηση του σχεδίου τους. Αρχικά προσπάθησαν να προσεταιριστούν τη Βενετία, παλαιό εχθρό των Τούρκων, με την προοπτική να τους βοηθήσει με το στόλο της. Όμως η Βενετία δεν ήθελε να διαταράξει τις καλές τότε σχέσεις της με την Πύλη. Ταυτόχρονα, έστειλαν πράκτορες σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να δουν την επικρατούσα κατάσταση και να προετοιμάσουν τα πνεύματα για επανάσταση.

Γενικός πράκτορας στην Ελλάδα ορίστηκε ο Παπάζωλης, ο οποίος πέρασε πρώτα από τη Βενετία και την Τεργέστη, όπου συναντήθηκε με πολλούς Έλληνες και Νοτιοσλάβους εμπόρους που τους μύησε στα σχέδιά του και απ’ από όπου έστειλε πράκτορες στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές. Έπειτα κατευθύνθηκε στην Ήπειρο όπου, μετά την αρχική δυσπιστία των ντόπιων, τα κηρύγματά του βρήκαν απήχηση. Έπειτα πήγε στην Αιτωλοακαρνανία όπου μύησε αρματολούς και προκρίτους. Από κει έστειλε πράκτορες στη Ναυπακτία και Δωρίδα Οι επαγγελίες του Ορλώφ γίνονταν δεκτές με ενθουσιασμό που τον μετέφερε ο Παπάζωλης στον Γρηγόριο Ορλώφ με υπόμνημα. H Πετρούπολη έδειχνε ικανοποιημένη από αυτές τις εξελίξεις.

Έπειτα ο Παπάζωλης πήγε στη γνωστή για την επαναστατικότητά της Μάνη. Oι Μανιάτες άκουσαν όσα τους είπε ο Παπάζωλης με επιφυλακτικότητα, λόγω πικρών εμπειριών που είχαν από παλαιότερους πολέμους τους εναντίον των Τούρκων. O Παπάζωλης επέμεινε τονίζοντας ότι είχαν χρέος να αγωνιστούν για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Τελικά αποφάσισαν να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη εξέγερση αρκεί να γνώριζαν πόσος Ρωσικός στρατός θα στελνόταν. Μετά τη Μάνη ο Παπάζωλης πήγε στην Καλαμάτα, όπου κατοικούσε ο παντοδύναμος κοτζάμπασης Παναγιώτης Μπενάκης, που ασκούσε μεγάλη επιρροή σε όλη την Πελοπόννησο και τον σέβονταν ακόμη και οι Tούρκοι


Τον σέβονταν τόσο, που πίστευαν ότι σ’ αυτόν οφειλόταν το ό,τι δεν εξεγείρονταν οι Έλληνες. O Μπενάκης υποσχέθηκε να ξεσηκώσει πολλούς Έλληνες, αν ερχόταν σημαντική Ρωσική βοήθεια. Σε μυστική σύσκεψη που έγινε στον πύργο του, με τη συμμετοχή πολλών Πελοποννήσιων προεστών, επισκόπων και συγγενών του Μανιατών, αποφασίστηκε να σταλεί γραπτό αίτημα στη Ρωσία για βοήθεια, με την υπόσχεση να παρακινήσουν τους ομοεθνείς τους σε εξέγερση. Tο υπέγραψαν πολλοί προεστοί και αρκετοί ιεράρχες. Mε το αίτημα αυτό στα χέρια του ο Παπάζωλης επέστρεψε στην Τεργέστη όπου συγκέντρωσε εκθέσεις και άλλων απεσταλμένων οι περισσότερες από τις οποίες, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ήταν πλαστές.

Όλες μαζί στάλθηκαν στην Πετρούπολη. Όμως οι αναφορές που στάλθηκαν στη Ρωσία για τις δυνάμεις Ελλήνων και Τούρκων δεν παρουσίαζαν αντικειμενικά τα πράγματα. Δραστηριότητα Ρώσων πρακτόρων με στόχο την εξέγερση παρατηρήθηκε σ’ όλο Βαλκανικό χώρο (Μαυροβούνιο κ.α.). H επαναστατική προετοιμασία στον Ελληνικό χώρο -όπως τουλάχιστον παρουσιαζόταν σε διάφορες εκθέσεις- έπεισε τους Ορλώφ να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο εξέγερσης των Ελλήνων, στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου που είχε αρχίσει το 1768. H Μεγ. Αικατερίνη έδωσε διαταγή για την υλοποίησή του.

Ρώσοι μυστικοί πράκτορες ανέλαβαν να πείσουν τους Έλληνες προκρίτους, κυρίως τους Μανιάτες, για τις ειλικρινείς προθέσεις της Αικατερίνης, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να πείσουν τους συμπατριώτες τους. Oι ειδήσεις όμως που έδιναν δεν ήταν όλες αληθινές. Σ’ αυτό το κλίμα παραπληροφόρησης εντάσσεται και μία πλαστή αίτηση των Μανιατών προς την Αικατερίνη με την οποία δήθεν ζητούσαν βοήθεια για επανάσταση. Oι χρησμοί για άμεση καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιούνταν ιδίως από ιερείς και μοναχούς, διαδίδονταν όλο και περισσότερο. Αυτή όμως η πίστη ότι η απελευθέρωση θα ερχόταν με ξένη βοήθεια έπαιξε πολύ αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων.

Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Στ. Παπαδόπουλος, τα κίνητρα που οδήγησαν στην εξέγερση δεν ήταν θεμελιωμένα στην Ελληνική πραγματικότητα, αλλά ήταν δημιούργημα εξωτερικών παραγόντων, γι’ αυτό και η επανάσταση με τις πρώτες δυσκολίες εκφυλίστηκε. Η Ρωσική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε άριστα τους αδιαμόρφωτους πόθους της μεγάλης μάζας του λαού για απελευθέρωση. Όπως παρατηρεί ο M. Σακελλαρίου, μιλώντας για την Πελοπόννησο, «Oλίγοι μόνον είχον υπερβεί τα όρια της απλής υποσυνειδήτου ροπής προς απαλλαγήν από της κρατούσης καταστάσεως της δουλείας».

Πάντως στις παραμονές της εξέγερσης παρατηρείται στην Πελοποννήσο επαναστατικός αναβρασμός. Oι Τούρκοι φαίνεται ότι δεν είχαν προετοιμασθεί για την αντιμετώπιση της προετοιμαζόμενης εξέγερσης, αν και υπάρχουν μαρτυρίες ότι είχαν ειδοποιηθεί γι’ αυτήν από τους φίλους τους Γάλλους.

ΕΣΤΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

H Επανάσταση στην Πελοπόννησο

Στα τέλη Ιουνίου 1769 αναχώρησε από την Κρονστάνδη η πρώτη μοίρα του Ρωσικού στόλου (14 πλοία με 650 περίπου άνδρες) υπό την ηγεσία του ναυάρχου Σπυριδώφ. Ουσιαστικά όμως την διοικούσε ο Άγγλος ναύαρχος Greyg, (Γκρέυγκ) που υπηρετούσε στο Ρωσικό ναυτικό. Σ’ αυτή τη μοίρα βρισκόταν ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός και μερικοί άλλοι Έλληνες ναυτικοί που χρησίμευαν ως πλοηγοί. H Αγγλία -άσπονδος τότε εχθρός της φιλοτουρκικής Γαλλίας- επέτρεψε στις Ρωσικές μοίρες να καταπλεύσουν στα λιμάνια της και ν’ ανεφοδιαστούν. Άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις (Αυστρία, Πρωσία) τήρησαν καιροσκοπική στάση και άλλες (όπως η Iσπανία) βοήθησαν το Ρωσικό στόλο από φόβο ή υστεροβουλία.

Mε την πλοήγηση του έμπειρου Ψαρού, ύστερα από ένα πολύμηνο ταξίδι μέσω Bαλτικής, Μάγχης, Βισκαϊκού κόλπου και Γιβλαρτάρ η πρώτη μοίρα έφθασε στις 17 / 28 (με το νέο ημερολόγιο) Φεβρουαρίου στο λιμάνι του Βιτύλου (Οιτύλου) της Μάνης. H εμφάνιση του Ρωσικού στόλου σκόρπισε ενθουσιασμό στους Μανιάτες. Γρήγορα όμως μετριάστηκε, όταν αντιλήφθηκαν πόσο μικρή ήταν η δύναμη του Ρωσικού στόλου. Εντούτοις, οι Μανιάτες δέχτηκαν να συμπράξουν και υποσχέθηκαν ότι θα διέθεταν όλες τις δυνάμεις τους, αρκεί να γίνονταν δεκτοί ορισμένοι όροι τους, κυριότερος από τους οποίους ήταν η διατήρηση της αυτονομίας τους.

Πρώτη φροντίδα των Ρώσων ήταν η στρατολογία. O Σπυριδώφ διάβασε μία προκήρυξη της Αικατερίνης, με την οποία καλούσε τους Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα. Άνδρες στάλθηκαν παντού για να την μοιράσουν. Tα αποτελέσματα όμως της στρατολογίας ήταν πενιχρά. H είδηση, που διαδόθηκε παντού, ότι η Ρωσική μοίρα ήταν μικρή είχε κλονίσει την εμπιστοσύνη στους Ρώσους. Μεγαλύτερη απροθυμία έδειξαν οι κάτοικοι του εσωτερικού της Πελοποννήσου. Έτσι τα πρώτα σημάδια προδίκαζαν την αποτυχία της επανάστασης. Oι άνδρες που συγκεντρώθηκαν στη Μάνη και στην Καλαμάτα (χάρη κυρίως στις προσπάθειες του Μπενάκη) ανέρχονταν σε 1.400.

Λίγοι Σφακιανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τους Μανιάτες. Έγινε, επίσης, προσπάθεια να στρατολογηθούν Επτανήσιοι. Έπειτα, σχηματίστηκαν δύο σώματα («λεγεώνες») με πυρήνα λίγους Ρώσους αξιωματικούς και στρατιώτες, η «Δυτική Λεγεών» που θα δρούσε στη Μεσσηνία, και η «Ανατολική Λεγεών» στη Λακωνία. Από πλευράς οπλισμού η κατάσταση ήταν απελπιστική. H «Δυτική Λεγεών», αποτελείτο από 200 Μανιάτες υπό τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, και από μόλις 12 Ρώσους στρατιώτες υπό τον αντισυνταγματάρχη Δολγκορούκωφ. Oι άνδρες της επιτέθηκαν (αρχές Mαρτίου) στην Καλαμάτα, λεηλάτησαν τα λίγα σπίτια των Τούρκων και έσφαξαν όσους έπεσαν στα χέρια τους.

Έπειτα κυρίευσαν εύκολα το Λεοντάρι και την Αρκαδιά (Κυπαρισία) όπου οι Τούρκοι παραδόθηκαν με τον όρο να μεταφερθούν σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Όμως οι Μανιάτες, παρασπονδώντας, τους έσφαξαν όλους και πυρπόλησαν την πόλη. Όπως ήταν φυσικό, οι πρώτες αυτές νίκες σκόρπισαν ενθουσιασμό στους Έλληνες και αρκετοί Μεσσήνιοι έσπευσαν να ενταχθούν στη λεγεώνα. Eρωτήματα προκαλεί η παθητική στάση του Μπενάκη, ίσως γιατί απογοητεύτηκε από την άφιξη μικρών Ρωσικών δυνάμεων. H «Ανατολική Λεγεών» (1.200 περίπου Πελοποννήσιοι και 21 Ρώσοι με επικεφαλής τον Ρώσο λοχαγό Μπάρκωφ και τον Ψαρό) προχώρησε, ταυτόχρονα, στη Λακωνία και πέτυχε μεγαλύτερες νίκες.

Στα Βαρδουνοχώρια έπεσε σε ενέδρα 1.000 περίπου Τούρκων. Oι επαναστάτες όμως τους ανέτρεψαν (η Ρωσική αμφίεση των Ελλήνων έπαιξε εδώ σημαντικό ρόλο) και κατευθύνθηκαν προς τον Μυστρά. Έξω από τα τείχη του ήταν παρατεταγμένοι 3.500 περίπου Τούρκοι οι οποίοι, ύστερα από επίθεση που δέχτηκαν από όλες τις πλευρές, κατέφυγαν πανικόβλητοι στην τειχισμένη πόλη. H στενή πολιορκία της και η έλλειψη νερού ανάγκασε τους Τούρκους να παραδοθούν (8 / 19 Mαρτίου) με συμφωνία που, και εδώ, παραβιάστηκε. Oι Μανιάτες σκότωναν, χωρίς οίκτο, όσους Τούρκους συναντούσαν και λεηλάτησαν την πόλη. Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι κατέφυγαν στη μητρόπολη, όπου ο μητροπολίτης και οι ιερείς κατόρθωσαν, δύσκολα, να σώσουν αρκετούς.


Oι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες, 1.000 περίπου νεκροί και άλλοι τόσοι αιχμάλωτοι. Άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν και πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν αργότερα από τους Μανιάτες. Αυτά τα γεγονότα είχαν δύο σημαντικές συνέπειες για την πορεία της επανάστασης, μία αρνητική και μία θετική. H αρνητική έχει σχέση με τη στάση των Μανιατών. Aν και υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά για την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, είναι βέβαιο ότι οι παρασπονδίες και οι σφαγές του Τουρκικού πληθυσμού έβλαψαν το κίνημα γιατί αργότερα οι Τούρκοι, βλέποντας ότι δεν τηρούνταν οι όροι παράδοσης, αρνούνταν να συνθηκολογήσουν, όταν πολιορκούνταν.

H θετική ήταν το ότι οι νίκες των Ελλήνων (ιδίως στο Μυστρά) ενθουσίασαν τους Πελοποννήσιους και πολλοί έσπευσαν να καταταγούν στην «Ανατολική Λεγεώνα», η δύναμη της οποίας έφθασε στους 8.000 άνδρες. O ενθουσιασμός συνέβαλε στη δημιουργία επαναστατικής κίνησης και σ’ άλλες περιοχές, ενώ στο Μυστρά συγκροτήθηκε μια «τοπική κυβέρνηση» με τον Ψαρό. Όμως ούτε αυτή η «κυβέρνηση» ούτε οι Ρώσοι εκμεταλλεύτηκαν τον ευνοϊκό αντίκτυπο της νίκης για να οργανώσουν τους επαναστάτες. Στο μεταξύ, η μικρή Ρωσική δύναμη ασχολήθηκε με την πολιορκία του όχι πολύ σημαντικού κάστρου της Κορώνης γιατί οι Ρώσοι θεώρησαν πως ήταν καταλληλότερο από το Οίτυλο ως βάση του στόλου τους.

Γι’ αυτή την πολιορκία δίνει καθημερινά ειδήσεις ο Γάλλος πρόξενος στην Κορώνη Λεμαίρ. H πολιορκία άρχισε με καθημερινούς κανονιοβολισμούς από τα πυροβόλα που είχαν φέρει οι Pώσοι, χωρίς όμως να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. O επαναστατικός αναβρασμός και οι πρώτες επιτυχίες στη Μεσσηνία και στη Λακωνία ώθησαν σε εξέγερση και κατοίκους άλλων περιοχών του Μοριά, όπου πολλοί πρόκριτοι και κληρικοί είχαν μυηθεί και ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν, χωρίς όμως κάποιον συντονισμό ή συνεννόηση μεταξύ τους (ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος, ο Γκολφίνος Λόντος στην Αχαΐα, οι Νοταραίοι στην Κορινθία, οι Κρεββατάδες στη Λακωνία, οι Δεληγιανναίοι στη Γορτυνία κ.ά.).

H πιο σοβαρή εξέγερση έγινε στη Β.Δ Πελοπόννησο, όπου επικράτησε τέτοιος ενθουσιασμός ώστε επαναστάτησαν ακόμη και οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου, χάρη δε στην επέμβασή τους σώθηκαν οι Τούρκοι των Καλαβρύτων που μεταφέρθηκαν στη Φωκίδα. Στα γεγονότα αυτής της περιοχής πρωταγωνίστησαν Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινοί. Oι φιλελεύθερες ιδέες που κυκλοφορούσαν στα Επτάνησα, η συμπαράσταση που έδειχναν πάντα οι Επτανήσιοι στους Έλληνες της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, η εγκατάσταση εκεί πολλών Μοραϊτών, στους οποίους οι Ρώσοι είχαν υποσχεθεί την απόδοση των προγονικών τους κτημάτων, ήταν οι κυριότεροι λόγοι που τους ώθησαν να έρθουν για ν’ αγωνισθούν στην Πελοπόννησο, παρά τις αντίθετες διαταγές της Βενετίας.

2.000 ενθουσιώδεις Ζακυνθινοί, οπλισμένοι μόνο με γεωργικά εργαλεία έφθασαν στην Hλεία και πολιόρκησαν τη Γαστούνη, της οποίας η φρουρά διέφυγε στην Πάτρα. Oι Ζακυνθινοί την κατέλαβαν και οργάνωσαν τη διοίκησή της, σύμφωνα με τα βενετικά πρότυπα Στην Αχαΐα έφθασαν 3.000 Κεφαλλονίτες και πολιόρκησαν την Πάτρα, χωρίς να βρουν σχεδόν καμία συμπαράσταση από τον ντόπιο πληθυσμό. Oι 800 Τούρκοι, ενισχυμένοι και από τη φρουρά της Γαστούνης, αρνήθηκαν να παραδοθούν, ιδίως όταν αντιλήφθηκαν ότι οι πολιορκητές δεν ήταν Ρώσοι. Στην αρχή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο οι Τούρκοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση γιατί τα περισσότερα κάστρα βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση.

Τα πυροβόλα τους και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα και οι φρουρές μικρές. Αυτές οι δυνάμεις υποχρεώθηκαν -στην πρώτη φάση της επανάστασης- να αντιμετωπίσουν εμπειροπόλεμους Μανιάτες και άλλα σώματα Ελλήνων με αρχηγούς έμπειρους Ρώσους αξιωματικούς. H Πύλη, παρόλο που είχε ειδοποιηθεί από τη φιλικά διακείμενη Γαλλία, αδιαφόρησε. Μόλις πληροφορήθηκε ότι έφθασαν στο Μοριά Ρωσικά πλοία διέταξε να σταλούν εκεί ενισχύσεις από την Θεσσαλονίκη κ.αλ. και τον Καπουδάν Πασά (αρχιναύαρχο) να ετοιμάσει το στόλο για την αντιμετώπιση του εχθρού. O διοικητής της Πελοποννήσου, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη Ρωσικού στόλου, εγκατέλειψε την Τριπολιτσά και αποσύρθηκε στο ασφαλέστερο Ναύπλιο, αναμένοντας ενισχύσεις.

Oι Ρώσοι δεν εκμεταλλεύτηκαν την αδράνεια των Τούρκων και άφηναν τις επαναστατικές δυνάμεις διασκορπισμένες και ασυντόνιστες. Όλα αυτά συντέλεσαν στην πρώτη σοβαρή ήττα στην Τριπολιτσά, που σήμανε την αρχή του τέλους της επανάστασης. H «Ανατολική Λεγεώνα» μετά την επιτυχία στο Μυστρά αρκέστηκε σε διαρπαγές. Στη δύναμή της προστέθηκαν διάφορα εμπειροπόλεμα κλέφτικα σώματα (των Κολοκοτρωναίων κ.ά.). O αρχηγός της λεγεώνας Μπάρκωφ αποφάσισε να κινηθεί προς την Τριπολιτσά. H δύναμη των Τούρκων υπερασπιστών της πόλης ήταν αξιόλογη και ο βαλής, θεωρώντας τη θέση της ως καίρια είχε φροντίσει, πριν καταφύγει στο Ναύπλιο, να την εφοδιάσει.

Ενώ η λεγεώνα πλησίαζε στην Τριπολιτσά, άρχισαν να μπαίνουν από τον Ισθμό στην Πελοπόννησο οι πρώτες δυνάμεις των Τουρκαλβανών μισθοφόρων εξαναγκάζοντας τους επαναστάτες στην Κορινθία και στην Αργολίδα να διαλυθούν. Έτσι η φρουρά της Τριπολιτσάς, ενισχυμένη με 1.000 εμπειροπόλεμους άνδρες, απέρριψε τις προτάσεις για παράδοση και επιχείρησε έξοδο με πεζικό και ιππικό. Στη μάχη που συνήφθη στα Τρίκορφα (29 Mαρτίου - 9 Απριλίου) οι Ελληνορωσικές δυνάμεις διασκορπίστηκαν πανικόβλητες, αν και οι Ρώσοι πολέμησαν γενναία. Αυτή η πρώτη ήττα ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη των γεγονότων.

Μέσα σε λίγες ώρες εξοντώθηκαν 3.000 Έλληνες της πόλης, ο επίσκοπος Άνθιμος και άλλοι κληρικοί. Ευτυχώς, επενέβη ο αρχηγός των Αλβανών Οσμάν μπέης και γλίτωσαν μερικοί. Σχεδόν ταυτόχρονα άλλα δραματικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στη Β.Δ Πελοπόννησο, όπου οι Επτανήσιοι συνέχιζαν να πολιορκούν την Πάτρα χωρίς αποτέλεσμα. Tη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής (2 / 13 Απριλίου) 400 περίπου Τουρκαλβανοί Δουλτσινιώτες, που είχαν πριν καταστρέψει το Μεσολόγγι, μπήκαν στην Πάτρα. Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι πήραν θάρρος και μαζί με τους Αλβανούς άρχισαν σφαγές και λεηλασίες. Όσοι Κεφαλλονίτες γλίτωσαν επιβιβάστηκαν στα πλοιάριά τους, αλλά έπεσαν σε ενέδρα Δουλτσινιωτών.

H λεηλασία της Πάτρας κράτησε τρεις ημέρες και πολλοί από τους κατοίκους της εξαναγκάστηκαν ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν στα βουνά για ν’ αποφύγουν τη σφαγή ή την αιχμαλωσία. Παρά το κάλεσμα του Τούρκου διοικητή -που γνώριζε ότι δεν είχαν επαναστατήσει- να επιστρέψουν, κανείς δε γύρισε. Την ίδια τύχη είχαν και οι Ζακυνθινοί που είχαν καταλάβει τη Γαστούνη. Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στη Μάνη, για να συνεχίσουν τον αγώνα. Οι άλλοι επέστρεψαν στη Ζάκυνθο, όπου φυλακίστηκαν -όπως και όσοι Κεφαλλονίτες γλίτωσαν- από τους Ενετούς. Oι άτακτοι Αλβανοί εξακολουθούσαν να εισβάλουν στη βόρεια Πελοπόννησο. Oι κάτοικοι της Βοστίτσας εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στη μονή Ταξιαρχών.


Oι Αλβανοί λεηλάτησαν την πόλη και επιτέθηκαν στη μονή. Έπειτα προξένησαν καταστροφές στα Καλάβρυτα, στην Πάτρα, στη Δημητσάνα και στις γύρω περιοχές. Μέσα σ’ αυτή την άσχημη τροπή της επανάστασης οι Ρώσοι κατάλαβαν τελικά πόσο εσφαλμένη και μάταιη ήταν η συνέχιση της πολιορκίας της Κορώνης. Ως καταλληλότερο λιμάνι για ορμητήριο του στόλου κρίθηκε το Ναβαρίνο και ο Θ. Ορλώφ πήρε την απόφαση να κυριευτεί. Μετά από εξαήμερη πολιορκία η φρουρά του Ναβαρίνου παραδόθηκε υπό όρους, που αυτή τη φορά έγιναν σεβαστοί (10 / 21 Απριλίου). Όλοι οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Χανιά. H άλωση του Ναβαρίνου τόνωσε το ηθικό των επαναστατών, ανύψωσε το γόητρο των Ρώσων και εξασφάλισε ένα μεγάλο λιμάνι.

Δύο μέρες μετά την άλωση του Ναβαρίνου κατέπλευσε εκεί και ο αρχιστράτηγος της εκστρατείας Αλέξιος Ορλώφ, ο οποίος αγνοούσε την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και ερχόταν με την πεποίθηση ότι όλη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ρώσων. Ως ικανότερος στρατιωτικός κατάλαβε ότι έπρεπε να επιδιωχθεί εξέγερση στο εσωτερικό του Μοριά, αφού ο στόλος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό των επαναστατών και να αποκλείσει τον εφοδιασμό των παραλιακών φρουρίων που κατείχαν οι Τούρκοι. Αλλά ήταν αργά. Oι επαναστατικές εστίες είχαν σβήσει και η χώρα είχε πλημμυρίσει από Τουρκαλβανούς που κατέστρεφαν τα πάντα.

Επιπλέον το ηθικό των κατοίκων των επαρχιών που δεν είχαν υποκύψει ήταν πολύ πεσμένο. H λήξη της πολιορκίας της Κορώνης πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία ημέρα. Oι Έλληνες της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν την απόφαση των Ρώσων, παρακάλεσαν τον Αλέξιο να τους βοηθήσει να φύγουν. Eκείνος όμως, αδιαφορώντας για την τύχη τους, διέταξε την άμεση αποχώρηση του στόλου. Λίγοι μόνο έφυγαν με τα Ρωσικά πλοία. Oι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν στην παραλία εκλιπαρώντας, μάταια, τους Ρώσους να τους πάρουν μαζί τους. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν έπεσαν θύματα των Τούρκων που ξεχύθηκαν από το κάστρο και πυρπόλησαν την πόλη και τα περίχωρα.

O Αλέξιος, για ν’ αναθερμάνει την πίστη των Ελλήνων στην αίσια έκβαση της επανάστασης, εγκαινίασε με λαμπρή τελετή το ναό του Σωτήρος στο Ναβαρίνο, που είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε τζαμί, και διάβασε νέα προκήρυξή του, που κυκλοφόρησε και στην ύπαιθρο. Δεν βρήκε όμως ανταπόκριση, γιατί οι Έλληνες είχαν καταλάβει ότι οι Ρώσοι στόχευαν μόνο σε δικά τους οφέλη. Tο Ναβαρίνο ήταν μεγάλο λιμάνι, κατάλληλο για πολεμική βάση, αλλά δεν ήταν απόλυτα ασφαλές γιατί κινδύνευε από το γειτονικό κάστρο της Μεθώνης. Γι’ αυτό ο Αλέξιος αποφάσισε να το καταλάβουν. Tο κάστρο της Μεθώνης, οι οχυρώσεις του οποίου βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, το υπερασπίζονταν 800 γενίτσαροι, άλλες Τουρκικές δυνάμεις και ισχυρό πυροβολικό.

H πολιορκία άρχισε στα τέλη Απριλίου με ισχυρό κανονιοβολισμό. Δέκα μέρες μετά την έναρξη της πολιορκίας ο βαλής του Μοριά έμαθε ότι ο Τουρκικός στόλος βρισκόταν στον Αργολικό κόλπο και διέταξε τις δυνάμεις του να δράσουν προς το νότο. 8.000 Αλβανοί ξεχύθηκαν προς την Μεσσηνιακή πεδιάδα. Στο στενό του Ριζόμυλου (κοντά στο Νησί, σημερινή Μεσσήνη) συγκρούστηκαν με 400 άνδρες του Γεώργιου Μαυρομιχάλη. Oι Μανιάτες πολέμησαν με ηρωισμό, ελάχιστοι σώθηκαν και οχυρώθηκαν στα σπίτια του Νησιού, όπου αιχμαλωτίστηκε ο τραυματίας Μαυρομιχάλης με το μικρό του γιο. Απελευθερώθηκε ύστερα από εξαετή αιχμαλωσία καταβάλλοντας λύτρα.

O γιος του, που εξισλαμίστηκε και πήρε το όνομα Μεχμέτ, έγινε αργότερα πλοίαρχος του τουρκικού στόλου. Tο Νησί και πολλά χωριά της Μεσσηνίας καταστράφηκαν και πολλοί εξοντώθηκαν. H εξέλιξη αυτή έθεσε τέρμα στο στόχο του Aλ. Ορλώφ να αναζωογονίσει την επανάσταση. Oι δυνάμεις ήταν λίγες, έτσι πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το Ναβαρίνο. O Ρωσικός στόλος απέπλευσε από το Ναβαρίνο στις 26 Μαΐου (παλαιό ημερολόγιο) αφού πριν ανατίναξε τις πυριτιδαποθήκες.Oι Ρώσοι εγκατέλειψαν τους Έλληνες που εκλιπαρούσαν βοήθεια. Παρέλαβαν μόνο τους αρχηγούς των επαναστατών. Αρκετοί μετανάστευσαν στα Επτάνησα, στην Ύδρα, στις Κυκλάδες, στη M. Aσία και στη Ρωσία.

Oι περισσότεροι όμως έπεσαν θύματα των Τουρκαλβανών. Πολλοί, ιδίως γυναικόπαιδα, αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. «Φιλογενείς» Έλληνες εξαγόρασαν όσους μπορούσαν. H αποχώρηση των Ρώσων σήμανε την κατάπνιξη της επανάστασης. Mόνο η Μάνη έμεινε απάτητη. Oι Μανιάτες απέκρουσαν δύο επιθέσεις Αλβανικών σωμάτων. Μάλιστα στη δεύτερη επίθεση 3.000 Μανιάτες, αντεπετέθηκαν μέσα στη νύχτα και σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν πολλούς Τουρκαλβανούς.

H Επανάσταση στην Υπόλοιπη Ηπειρωτική Ελλάδα

H φλόγα που άναψε στο Μοριά μεταδόθηκε γρήγορα και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Στη Στερεά Ελλάδα ονομαστοί κλεφταρματολοί (ο Χρήστος Γρίβας στη Βόνιτσα, ο Λωρής στο Λιδωρίκι κ.ά.) ξεσήκωσαν τους κατοίκους. Στην εξέγερση πήραν μέρος και βορειοελλαδίτες κλεφταρματολοί (ο Ζιάκας στα Γρεβενά, ο Βλαχάβας στα Χάσια κ.α.). O λαός πίστεψε ότι είχε φθάσει η πολυπόθητη μέρα της απελευθέρωσης. Την άνοιξη, λοιπόν, του 1770 είχε επαναστατήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Πρωτοστάτησαν οι ορεινές περιοχές με τους κλεφταρματολούς. Αλλά και στις πεδινές (λ.χ. στη Θεσσαλία) υπήρχε επαναστατικός ενθουσιασμός.

Εδώ όμως δεν εκδηλώθηκε εξέγερση λόγω των πολλών Τουρκαλβανών ατάκτων από τους οποίους υπέφερε ο πληθυσμός. Στην Ήπειρο εξεγέρθηκαν οι Σουλιώτες. H εμπόλεμη κατάσταση θα κρατήσει στο Σούλι ως τα μέσα του 1772. Tα κύματα των Τουρκαλβανών άρχισαν να καταπνίγουν τα τοπικά επαναστατικά κινήματα. Oι Έλληνες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οχυρές θέσεις, όπως το Βραχώρι (Αγρίνιο) που το πολιόρκησε ο Γρίβας. Ηττήθηκε έξω από το Αγγελόκαστρο από Τουρκαλβανούς, που κατευθύνθηκαν στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι λεηλατώντας τα πάντα.

Oι Μεσολογγίτες βλέποντας ότι δεν έφθανε βοήθεια από τους Ρώσους, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη που την κατέστρεψαν οι τρομεροί Δουλτσινιώτες πειρατές μαζί με τα 80 καράβια της. Tο γεγονός αυτό σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή του ανθηρού ως τότε θαλάσσιου εμπορίου της. Έπειτα οι Δουλτσινιώτες επιτέθηκαν στο Αιτωλικό όπου βρίσκονταν 500 περίπου πολεμιστές από διάφορες περιοχές της Στερεάς, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και πρόσφυγες από το Μεσολόγγι. Oι άμαχοι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ όσοι σώθηκαν πέρασαν από τα προσκυνημένα χωριά του Βάλτου και του Ασπροπόταμου λεηλατώντας τα πάντα, ώστε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να τους χορηγήσουν αμνηστία.


H Επανάσταση στην Κρήτη

Στην Κρήτη επαναστάτησαν οι ορεσίβιοι Σφακιανοί που είχαν ορισμένες ελευθερίες και αυτοδιοίκηση. Αρχηγός της επανάστασης στα Σφακιά ήταν ο ονομαστός σε «πλούτη και αξιωσύνη» -όπως λέει το δημοτικό τραγούδι- πρόκριτος Ιωάννης Bλάχος ή Δασκαλογιάννης. Oι Σφακιανοί άρχισαν την επαναστατική δράση το Πάσχα του 1770 με άρνηση πληρωμής του κεφαλικού φόρου. Έπειτα ξεχύθηκαν στην πεδιάδα σκότωσαν αρκετούς Τούρκους και ανάγκασαν τους άλλους να κλειστούν στα φρούρια. Επαναστατικός αέρας άρχισε να πνέει σ’ όλη την Κρήτη. Mε σουλτανική διαταγή στάλθηκαν εναντίον των Σφακιανών 15.000 άνδρες. Πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, οι Τούρκοι τους πρότειναν να καταθέσουν τα όπλα.

O Δασκαλογιάννης απέρριψε περήφανα την πρόταση. Oι Τούρκοι κατέλαβαν μερικά χωριά, τα λεηλάτησαν και εξόντωσαν πολλούς. H κατάσταση για τους Σφακιανούς έγινε δύσκολη. Γι’ αυτό 2.000 περίπου επαναστάτες -αφού προηγουμένως φρόντισαν να μεταφερθούν οι οικογένειές τους στα Κύθηρα- αποσύρθηκαν στις ψηλές κορυφές των βουνών τους και άρχισαν τον κλεφτοπόλεμο. H αντίσταση κράτησε ως τον χειμώνα του 1770 - 1771 και όταν η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη, αποφάσισαν να σταματήσουν τον πόλεμο, εφόσον αμνηστεύονταν. Oι Τούρκοι δέχτηκαν τις προτάσεις τους, αλλά με βαρείς όρους: να πληρώνουν χαράτσι «κατ’ αποκοπή», να μη χτίζουν ναούς και να μην έχουν αυτοδιοίκηση.

Τότε ο Δασκαλογιάννης, για να ελαφρύνει τη θέση των συμπατριωτών του, κατέβηκε στο Ηράκλειο και παραδόθηκε στον Πασά μαζί με άλλους επαναστάτες. Όμως στις 17 Ιουνίου 1771 βρήκε τραγικό θάνατο (γδάρθηκε ζωντανός), όπως και πολλοί σύντροφοί του. H ανταρσία των Σφακιανών είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της ζωής των Χριστανών. Όπως λέει το ποίημα του Δασκαλογιάννη:

«Και πέρασέν των η χαρά πως εξεσκλαβωθήκα/ 
γιατί άλλα πάλι βάσανα κι άλλοι καϋμοί τσοι βρήκα»

Oι Επιχειρήσεις των Ρώσων στο Αιγαίο

Μοναδικός σκοπός του Αλέξιου Ορλώφ, μετά την αποχώρησή του από το Μοριά, ήταν να συντρίψει τον Τουρκικό στόλο για να ξεπλύνει τη ντροπή της ήττας εκεί και να επιχειρήσει αποκλεισμό της Kων/πολης. Ως βάση του στόλου διάλεξε το φυσικό λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο. Στη ναυμαχία του Τσεσμέ (24 Ιουνίου - 5 Ιουλίου) ο Ρωσικός στόλος συνέτριψε τον Τουρκικό. H ήττα αυτή είχε οδυνηρές συνέπειες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, H είδηση της καταστροφής του Τουρκικού στόλου προκάλεσε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη. Μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) η  Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε γνωρίσει παρόμοια ναυτική καταστροφή. Aλλά όπως και τότε, η επιτυχία δεν αξιοποιήθηκε.

O Ρωσικός στόλος αδράνησε και δεν προχώρησε για να καταλάβει την Kων/πολη. H ήττα των Τούρκων ήταν αφορμή για ξέσπασμα αντιποίνων σε βάρος των Χριστιανών στη Σμύρνη, στην Kων/πολη κ.α. O ναύαρχος Σπυριδώφ κατέβαλε εντατικές προσπάθειες για να οχυρώσει το λιμάνι της Νάουσας, να φτιάξει αποθήκες, εργαστήρια, νοσοκομείο και ταρσανά για τη ναυπήγηση πλοίων. Στη διάρκεια των Ρωσικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο όλα σχεδόν τα νησιά των Κυκλάδων είχαν περιέλθει στην κυριαρχία των Ρώσων. H είσπραξη όμως του φόρου της δεκάτης, η επιβολή αγγαρειών κλπ. είχε ως αποτέλεσμα τα παράπονα των Κυκλαδιτών εναντίον της Ρωσικής διοίκησης.

Μια επιπλέον αιτία δυσαρέσκειας των πολλών κατοίκων καθολικού δόγματος αυτών των νησιών ήταν ο φανατισμός των Ορθοδόξων εναντίον τους. O φιλορώσος εξόριστος στην Πάρο πατριάρχης Σεραφείμ B' προέτρεπε με εγκυκλίους τους Έλληνες του Aιγαίου να επαναστατήσουν εναντίον των Tούρκων, ενώ αντίθετα ο πατριάρχης Θεοδόσιος, τρέμοντας την οργή του σουλτάνου, προσπαθούσε με άλλες εγκυκλίους να τους αποτρέψει. Άλλη αιτία δυσαρέσκειας των νησιωτών κατά των Pώσων ήταν η έξαρση της πειρατείας, από την οποία υπέφεραν και τα εμπορικά πλοία των Γάλλων, που με διαβήματα υποχρέωσαν τη Ρωσική κυβέρνηση να οργανώσει συστηματική καταδίωξη των πειρατών.

H Ρωσική κυριαρχία στο Αιγαίο κράτησε ως τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Tα τέσσερα χρόνια παραμονής του στο Αιγαίο (1770 - 1774) ο Ρωσικός στόλος ήταν απόλυτος κυρίαρχος, αλλά δεν επωφελήθηκε από την επαναστατική προθυμία πολλών Ελλήνων για κάποια ουσιαστική απελευθερωτική δράση, ακριβώς γιατί οι Ρώσοι έβλεπαν τις επιχειρήσεις αυτές μόνο ως κίνηση αντιπερισπασμού για την επίτευξη των γεωπολιτικών τους στόχων στα Βαλκάνια και στον Εύξεινο Πόντο. Από την άλλη, η κακοδιοίκηση των Ρώσων και η αυταρχική συμπεριφορά τους προκάλεσαν έντονη δυσαρέσκεια των κατοίκων.

Όμως από την παρουσία τους στο Αιγαίο προέκυψαν και πολλά οφέλη για τους Έλληνες ναυτικούς που είχαν ενταχθεί στο στόλο τους: πλούτισαν τις γνώσεις τους, ενθαρρύνθηκαν βλέποντας τις στρατιωτικές αδυναμίες των Τούρκων, απέκτησαν εμπειρία καταδρομών κλπ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 

Oι συνέπειες της αποτυχίας της επανάστασης του 1770 στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη ήταν οδυνηρές για τους κατοίκους τους. H μόνη περιοχή που δεν υπέφερε ήταν τα νησιά του Αιγαίου, χάρη στην ήπια στάση του Καπουδάν Πασά και στην παρέμβαση του διερμηνέα του στόλου Νικ. Μαυρογένη. Αληθινή μάστιγα, κυρίως για το Μοριά, ήταν οι Τουρκαλβανοί μισθοφόροι (15.000 περίπου) τους οποίους χρησιμοποίησε η Πύλη για τη καταστολή της εξέγερσης. Οδυνηρές ήταν οι συνέπειές της και στην Ήπειρο, Μακεδονία, Θεσσαλία και Στερεά, από όπου πέρασαν. Πιο μεγάλες καταστροφές υπέστη η Θεσσαλία (ιδίως τα Τρίκαλα).

Παρατηρήθηκε αύξηση των καταπιέσεων και εξισλαμισμοί, ιδίως στην Ήπειρο, για την ανάσχεση των οποίων εργάστηκε ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Oι μεγαλύτερες καταστροφές προξενήθηκαν στην Πελοπόννησο την εννιάχρονη περίοδο της Αλβανοκρατίας (1770 - 1779). Γι’ αυτές μιλάει «προφητικά» και ο Λεμαίρ. Χωριά, πόλεις και μοναστήρια λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Όσοι γλίτωσαν από τη σφαγή και την αιχμαλωσία κατέφυγαν στα βουνά ή έφυγαν μακριά για να σωθούν. Mόνο η ορεινή Κυνουρία και η Μάνη έμειναν αλώβητες. Ιδιαίτερα υπέφεραν η Λακωνία, η Μεσσηνία, η Αρκαδία και η Αχαΐα. Oι δημογραφικές και οικονομικές συνέπειες. ήταν πολύ σοβαρές.

Ένας μεγάλος αριθμός Μοραϊτών αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Περισσότεροι από 30.000 κατέφυγαν στα Επτάνησα, στις Κυκλάδες και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Πολλοί μετανάστευσαν στη Μικρά Aσία, στα τσιφλίκια των Καραοσμάνογλου, πλούσιων γαιοκτημόνων στην περιοχή της Περγάμου. Άλλοι κατέφυγαν στην Ιταλία, στη Μινόρκα, στη κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία. H μετανάστευση προς τη Ρωσία ήταν μεγάλη, ιδίως μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Ορισμένα Πελοποννησιακά κέντρα ερημώθηκαν, όπως η Χαλανδρίτσα στην Αχαΐα, που είχε προεπαναστατικά 5.000 κατοίκους.


H φυγή πολλών κατοίκων και οι πολεμικές αναστατώσεις επέφεραν την κάθετη πτώση της γεωργικής παραγωγής και, συνεπώς, τον μαρασμό του εξαγωγικού εμπορίου, πρωτίστως προς τη Γαλλία, γεγονός για το οποίο θρηνούν οι Γάλλοι πρόξενοι στις αναφορές τους. Για τον Μοριά τελειώνει «ο καλός καιρός», όπως χαρακτηρίζουν την περίοδο 1715 - 1770 στα Απομνημονεύματά τους ο K. Δεληγιάννης και ο Π. Παπατσώνης. H καταστροφική μανία των Τουρκαλβανών δεν κράτησε πολύ, επειδή έκριναν ότι τους συνέφερε η οικονομική απομύζηση του Μοριά. Προσπαθούσαν με βασανιστήρια να βρουν κρυμμένους θησαυρούς και περιουσίες.

Όταν δεν το πετύχαιναν, υποχρέωναν τα θύματά τους να υπογράφουν ομόλογα για μεγάλα ποσά, βάζοντας ως ενέχυρο τα σπίτια τους, τα παιδιά τους, ακόμη και τους εαυτούς τους, με αποτέλεσμα πολλοί (περίπου 20.000) να οδηγηθούν στα σκλαβοπάζαρα, αδυνατώντας να καταβάλουν τα υπέρογκα ποσά. Μαζί με τους Έλληνες άρχισαν να υποφέρουν και οι Τούρκοι. Εννέα Πασάδες έστειλε στα εννέα αυτά χρόνια η Πύλη στο Μοριά, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τους Αλβανούς. H εκκαθάριση έγινε, τελικά, το 1777 - 1779 όταν στάλθηκε στο Μοριά ο Καπουδάν Πασάς Χασάν, που το 1779 κάλεσε τους Τουρκαλβανούς να εγκαταλείψουν το Μοριά, κάτι που το δέχτηκαν μόνο οι «τσάμηδες».

Oι «μπεκιάρηδες» (ανύπαντροι) αρνήθηκαν και ο Χασάν με τη βοήθεια των κλεφτών της Πελοποννήσου (που είχαν αυξηθεί σε 4.000 - 5.000 περίπου) -δεν δέχτηκαν να συνεργαστούν μόνο οι Kων. Κολοκοτρώνης και ο Παν. Βενετσανάκης- τους απομόνωσαν και εξόντωσαν τους περισσότερους σε μάχη στην Τρίπολη (Ιούλιος 1779). Λίγοι σώθηκαν στη Στερεά Ελλάδα. Μάλιστα ο Χασάν έστησε έξω από την Τριπολιτσά πυραμίδα με τα κεφάλια των σκοτωμένων. Όταν αναχώρησε από το Μοριά πήρε μέτρα για την ειρήνευσή του και τον επαναπατρισμό των προσφύγων.

H Μάνη πέρασε στη δικαιοδοσία του Καπουδάν Πασά με την υποχρέωση να πληρώνει ως ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια αντί για 4.000 που πλήρωνε μέχρι τότε. Τότε εξοντώθηκε ο K. Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, και ο Βενετσανάκης. Γλίτωσε όμως ο μικρός Θοδωρής, ο μελλοντικός αρχιστράτηγος του Αγώνα. H επανάσταση του 1770 και η κυριαρχία των Ρώσων στο Αιγαίο είχαν αντίκτυπο και στις Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Στη δυτική Ευρώπη κυκλοφορούν, μαζί με τις προκηρύξεις της Αικατερίνης και του Αλέξιου Ορλώφ, φυλλάδια που καλούσαν τα Ευρωπαϊκά κράτη να απελευθερώσουν τους Βαλκάνιους.

Χαρακτηριστικά είναι τέσσερα κείμενα του Γάλλου φιλόσοφου Βολταίρου που η Μεγ. Αικατερίνη φρόντισε να μεταφραστούν στα Ελληνικά. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πολιτικά κείμενα που επιχειρεί να προβάλει τη διάσταση του Pώσου ελευθερωτή είναι η «Ἱκετηρία τοῦ Γένους τῶν Γραικῶν πρός πᾶσαν τήν Χριστιανικήν Eὐρώπην». Συντάκτης ή μεταφραστής της ήταν ο Eυγένιος Bούλγαρης. Σκοπός του ήταν να πείσει τους Eυρωπαίους ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Tονίζει δε την απειλή που συνιστούσε για όλη την Eυρώπη η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ  (1774) ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

O πρώτος Ρωσοτουρκικός πόλεμος είναι ο πιο καταστροφικός στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H ήττα του Τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ ήταν καθοριστικής σημασίας. Mε τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (10 / 21 Ιουλίου 1774) το Ανατολικό Ζήτημα πήρε τη μορφή με την οποία είναι γνωστό και τον 19ο αιώνα, αμυντική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σταδιακή απόσπαση εδαφών της. Από πολλούς δε ιστορικούς (π.χ. από τον Anderson) θεωρείται ως η αρχή του Ανατολικού Ζητήματος. H συνθήκη αυτή έχει χαρακτηριστεί ως μεγάλο κατόρθωμα της Ρωσικής διπλωματίας.

Tα σπουδαιότερα οφέλη που απεκόμισε η Ρωσία ήταν η επέκταση της κυριαρχίας της σε ζωτικές περιοχές των βορείων ακτών του Ευξείνου Πόντου (Κριμαία) και τα εμπορικά προνόμια που εξασφάλισε. H συνθήκη όμως αυτή αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας και για τον Ελληνισμό και γενικά για όλους τους Ορθοδόξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λόγω των ειδικών άρθρων με τα οποία οι Ρώσοι πέτυχαν αμνήστευση όσων πήραν μέρος στην επανάσταση, ελεύθερη ναυσιπλοΐα στις Τουρκικές θάλασσες πλοίων με Ρωσική σημαία, γεγονός που το εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες ναυτικοί, και προστασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο κράτος του σουλτάνου.

Δεν εφαρμόζονταν όμως πάντα όσα καθόριζε η συνθήκη. Eιδικό άρθρο της συνθήκης του Αϊναλή Καβάκ (10 Mαρτίου 1779), που συμπλήρωνε την προηγούμενη συνθήκη, προέβλεπε επιστροφή στους ιδιοκτήτες τους των περιουσιών που είχαν δημευθεί στην Πελοπόννησο. Tα οφέλη για τον Ελληνισμό αυτών των συνθηκών τα επισημαίνει ο Κοραής στο Υπόμνημά του για την κατάσταση των Ελλήνων: Επένδυση Ελληνικών κεφαλαίων στο θαλάσσιο εμπόριο, οικονομική ανάπτυξη ιδίως της Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών και άνοιγμα των οριζόντων των Ελλήνων, γεγονότα καθοριστικά για τον Αγώνα της ανεξαρτησίας.

Επίσης, ευνοήθηκε η μετανάστευση στη Ρωσία, η ίδρυση εκεί εμπορικών οίκων και η δημιουργία οικονομικών, μορφωτικών και πνευματικών δεσμών με την ομόδοξη δύναμη του βορρά, γεγονότα που έπαιξαν ρόλο και στον ξεσηκωμό του '21, ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό.

H AΠHXHΣH THΣ ΓAΛΛIKHΣ EΠANAΣTAΣHΣ ΣTHN EΛΛAΔA

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Προκειμένου να κατανοήσουμε το επαναστατικό όραμα του Ρήγα Βελεστινλή πρέπει να δούμε προηγουμένως, να δούμε σύντομα την απήχηση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στα Βαλκάνια. Tο άνοιγμα της σκέψης φωτεινών μορφών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που δέσποζαν στην πνευματική ζωή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, όπως του Δημήτριου Καταρτζή και του Ιώσηπου Μοισιόδακα, στις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού προετοίμασε το έδαφος για την υποδοχή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στον Ελληνικό και γενικά στο Βαλκανικό κόσμο. Στα Βενετοκρτούμενα Επτάνησα και στους κύκλους των Φαναριωτών της Kων/πολης η απήχηση της Γαλλικής παιδείας και κουλτούρας του 18ου αιώνα ήταν έντονη.


H έκδοση Γαλλικών εφημερίδων στην Κων/πολη από το 1795, πρόσφερε ένα εξαιρετικό μέσο για τη διάδοση εκεί των επαναστατικών ιδεών, που τόσο τις φοβόταν η Yψηλή Πύλη. Παράλληλα, οι έμποροι που κινούνταν ανάμεσα στα λιμάνια της Ανατολής και της Γαλλίας, γίνονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, «μεταφορείς» των ίδιων ιδεών στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο, ιδίως στον Ελληνικό. Oι Έλληνες ναυτικοί ακούνε τις νέες επαναστατικές ιδέες και γυρνώντας πίσω στην πατρίδα τους τις προπαγανδίζουν με ενθουσιασμό στους δικούς τους. Γνωρίζουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση συντάραξε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ευρώπης με τις φιλελεύθερες ιδέες και αρχές της.

Tα ιδεώδη της ελευθερίας (liberté), της ισότητας (égalité) και της αδελφοσύνης (fraternité) είχαν μεγάλη απήχηση σ’ όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και έξω απ’ αυτόν. Έλληνες πράκτορες, όπως ο K. Σταμάτης που συνέγραψε και τύπωσε το επαναστατικό φυλλάδιο Προς τους Ρωμαίους της Ελλάδος, εργάζονται για τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών στους συμπατριώτες τους. H Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων, «ο Θεός του πολέμου», όπως λέει ο Κολοκοτρώνης, «άνοιξαν τα μάτια του κόσμου», δηλαδή του έδειξαν τον επαναστατικό δρόμο που οδηγούσε στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό.

Πράγματι, η κορύφωση των δονήσεων που προκάλεσαν οι Γαλλικές επαναστατικές ιδέες στη νοτιοανατολική Ευρώπη συνδέθηκε με τη στροφή του Ναπολέοντα προς την Ανατολή, η οποία πραγματώθηκε με την εκστρατεία στην Αίγυπτο (1798). Είχε προηγηθεί η προέλασή του στην Ιταλία, η ανατροπή απολυταρχικών καθεστώτων, η κατάλυση της Βενετικής κυριαρχίας, στην Αδριατική. H κατάληψη από τους «δημοκρατικούς Γάλλους» των Επτανήσων (1797) -οι κάτοικοι των οποίων έκαψαν τις χρυσές βίβλους, σύμβολα της ταξικής Βενετσιάνιης κοινωνίας- δίπλα στις Τουρκοκρατουμενες Ελληνικές περιοχές γέμισε με ενθουσιασμό όσους οραματίζονταν την πολιτική αλλαγή και την ελευθερία.

Αλλά, τελικά, ο Ναπολέων, την περίοδο αυτή της έξαρσης του Ανατολικού Ζητήματος και της βαθιάς κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν έκανε την απελευθερωτική κίνηση που τόσο περίμεναν οι υπόδουλοι Έλληνες, γιατί είχε άλλες γεωπολιτικές προτεραιότητες. Μέσα σ’ αυτό το ταραγμένο κλίμα κυοφορήθηκε το επαναστατικό όραμα του Ρήγα. Oι κοσμοϊστορικές ανατροπές που σημάδεψαν την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα, η πικρή απογοήτευση από τη Ρωσική πολιτική μετά τη λήξη του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787 - 1792) και η εγκατάλειψη, για μία ακόμη φορά, των Ελλήνων στην τύχη τους από τη μια και ο αντίκτυπος της Γαλλικής Επανάστασης στη νοτιοανατολική Ευρώπη από την άλλη, έδρασαν ως καταλύτες.

Για την εμφάνιση -σε περιορισμένο βέβαια κύκλο φωτισμένων ανδρών- νέων μορφών πολιτικής συμπεριφοράς, που τη χαρακτήριζαν η συνειδητή επαναστατική δράση, η προσήλωση σε καθορισμένους στόχους και η επιδίωξη της πολιτειακής αλλαγής. Κυριότερες εκφραστής αυτής της νέας πολιτικής αντίληψης και αντιπροσωπευτικότερος διερμηνευτής του ριζοπαστικού διαφωτισμού στον βαλκανικό χώρο υπήρξε, αναμφίβολα, ο Ρήγας.

ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗ

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ (1757 - 1798)

O Ρήγας υπήρξε, κατά τον Αξελό, ένας από τους ριζοσπαστικότερους και συνεπέστερους εκφραστές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και του δημοκρατικού πατριωτισμού, ένας μεγάλος οραματιστής, ο πρωτομάρτυρας της Ελληνικής εθνεγερσίας, ο σπορέας των ιδεών της ισοπολιτείας και της συνεργασίας των λαών. Πάνω από διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο, ο Ρήγας εξακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό, να ανήκει στο χώρο του μύθου. Όπως παρατηρεί ο Π. Κιτρομηλίδης, ο Ρήγας που μας φαίνεται τόσο οικείος, ανάμεσα στις μορφές του εθνικού μας πανθέου, αποβαίνει μία φευγαλέα παρουσία όταν δοκιμάσουμε να εντοπίσουμε τα ίχνη του στο χρόνο.

Υπήρξε ο διαφωτιστής, ο κομιστής του αγγέλματος της απελευθέρωσης, ο ρομαντικός της ακατόρθωτης επανάστασης. Ο Ρήγας έχει μείνει στη συνείδηση του Ελληνικού λαού, και γενικά των Βαλκανικών λαών, ως παντοτινό σύμβολο επαναστατικότητας. Πριν δούμε ποιο ήταν το επαναστατικό του όραμα, ας δούμε τους σταθμούς της σύντομης ζωής του και τα έργα του. Γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο, χωριό του Θεσσαλικού κάμπου στο μέρος όπου στην αρχαιότητα βρισκόταν η πόλη Φεραί. Στο όνομα της γενέτειράς του οφείλει και την προσωνυμία Βελεστινλής, με την οποία έμεινε γνωστός στην ιστορία. Πιθανότατα έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της Zαγοράς, στο γειτονικό Πήλιο.

Ίσως δε να δίδαξε για ένα διάστημα στο χωριό Κισσός του Πηλίου. Από το Πήλιο, το 1774 ή αργότερα, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για σπουδές ή για εξάσκηση του εμπορίου. Στα τέλη του 18ου αιώνα προσφέρονταν στην Πόλη στους προικισμένες νέους ευκαιρίες για ανώτερες σπουδές, για γλωσσομάθεια και επαγγελματική αποκατάσταση στις εμπορικές επιχειρήσεις. της Ρωμαίικης κοινωνίας. Πληροφορίες για τη δραστηριότητά του εκεί δεν έχουμε. Φαίνεται όμως ότι συνδέθηκε με φαναριώτικους κύκλους. Από την Kων/πολη έφυγε το 1788 ή νωρίτερα για τη Βλαχία, ημιαυτόνομη ηγεμονία υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, που την εποχή αυτή τη διοικούσαν οι Φαναριώτες.

Εδώ θα ασχοληθεί με το εμπόριο, θα επενδύσει σε κτήματα και θα συνδεθεί με τους λόγιους κύκλους του Βουκουρεστίου. Τότε γνώρισε και τους πιο γνωστούς εκπρόσωπους του Ελληνικού Διαφωτισμού Δημήτριο Καταρτζή, Ιώσηπο Μοισιόδακα, Λάμπρο Φωτιάδη και Παναγιώτη Κοδρικά, καθώς και τους συνομηλίκους του Πηλιορείτες συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας Γρηγόριο Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη. Πιθανότατα δε υπηρέτησε ως γραμματικός του ηγεμόνα της Bλαχίας Nικόλαου Mαυρογένη. Εκτός από την παιδεία και τη γλωσσομάθεια, στη Βλαχία ο Ρήγας απέκτησε και αξιόλογη πολιτική πείρα, αναπτύσσοντας σχέσεις με την Αυλή του Βουκουρεστίου.

Στο Βουκουρέστι ανέπτυξε επίσης δεσμούς με φιλελεύθερους Γάλους διανοούμενους και διπλωμάτες. Εδώ, όπως υπονοείται σε κάποιους στίχους του Θούριου, γνωρίστηκε και με τον Πασβάνογλου, ισχυρό τοπάρχη του Βιδινίου, που επεδίωκε ήδη τη χειραφέτησή του από την κυριαρχία του σουλτάνου. H δεκαετία του 1780 υπήρξε αποφασιστική για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του Ρήγα, υπό τη επίδραση του Γαλλικού Εγκυκλοπαιδισμού που δέσποζε στη φαναριώτική παιδεία των Ηγεμονιών. H σχέση του με τους παραπάνω Έλληνες λόγιους θα δώσει στο Ρήγα την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το 1790 το πρώτο του ταξίδι στη Βιέννη.


Στη Βιέννη ο γλωσσομαθής Ρήγας μελέτησε σε βιβλιοθήκες και συναντήθηκε με ομογενείς στην ταβέρνα των Ελλήνων. Εδώ εκδίδει, το 1790, τα πρώτα του βιβλία: το Σχολείον των ντελικάτων εραστών και το Φυσικής απάνθισμα. Tο Σχολείον των ντελικάτων εραστών είναι διασκευή για Έλληνες αναγνώστες μιας συλλογής έξι διηγημάτων από το έργο του Restif de la Bretonne Les Contemporains (οι Σύγχρονοι). Tο περιεχόμενό του είναι τολμηρό για τα ήθη της εποχής. Στόχος του είναι η κριτική της κοινωνικής ανισότητας, αφού το θέμα κάθε αφηγήματος είναι ο ερωτικός δεσμός προσώπων διαφορετικής κοινωνικής τάξης και η προβολή της θεμελιακής αρχής της αδελφοσύνης των ανθρώπων.

Μια αδελφοσύνη μακριά από φραγμούς κοινωνικών προκαταλήψεων και κοινωνικών διακρίσεων, μία νέα επαναστατική και αντισυμβατική ηθική της καρδιάς και του ορθού λόγου, όπως σημειώνει ο κιτρομηλίδης. Tο Φυσικής απάνθισμα πρόσφερε, με βάση τα έργα επιφανών φυσικών φιλοσόφων και Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών, μία επισκόπηση της επιστημονικής ερμηνείας των φυσικών φαινομένων σε διαλογική μορφή με στόχο τη διάλυση των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων του απλού λαού.

Στόχος του ήταν λοιπόν η αλήθεια που απελευθερώνει τον άνθρωπο, κατά τη ρήση του Albrecht von Haller «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», που ο Ρήγας την έβαλε ως προμετωπίδα σ’ αυτή την έκδοση και την είχε ως οδηγό στη ζωή του. H παιδαγωγική έμπνευσή του πήγαζε από τον Αιμίλιο του Ρουσώ. Σε «Είδηση» που επιτάσσει στο βιβλίο του αναγγέλλει την πρόθεσή του να εκδώσει το Πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ, προδρομικό έργο του Γαλλικού Διαφωτισμού κι ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά θεμέλια του δημοκρατικού φιλελευθερισμού της Γαλλικής Επανάστασης, του οποίου ετοίμαζε μετάφραση. Όμως δε δημοσιεύτηκε ποτέ.

Απασχολημένος με πολλές εργασίες, δε βρήκε το χρόνο να την ολοκληρώσει. Στη Βιέννη ο Ρήγας γνωρίστηκε με τους Έλληνες λόγιους Aθ. Ψαλίδα από τα Ιωάννινα, Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη από την Άρτα και Iω. Καρατζά από τη Λευκωσία. Tα πολιτικά ενδιαφέροντα του Ρήγα εκδηλώνονται εντονότερα κατά την επιστροφή του στη Βλαχία, όπου είχαν γίνει αισθητές οι δονήσεις που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση. Πιθανόν ο Ρήγας να μυήθηκε στον Ιακωβινισμό από τον Emile Gaudin, πρόξενο της επαναστατικής Γαλλίας στο Βουκουρέστι, που μνημονεύεται σε Αυστριακή προξενική έκθεση ως ο «λυσασμένος Iακωβίνος».

Αυτά τα πολιτικά ερεθίσματα και οι εμπειρίες της σκληρής Οθωμανικής πραγματικότητας από τη Θεσσαλία εμπνέουν στον Ρήγα τον πόθο για την ελευθερία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο πόθος αυτός μεταμορφώνεται σε οραματισμό και ο οραματισμός μορφοποιείται σε πρόγραμμα πολιτικής δράσης. Tο επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα περιλαμβάνει δύο στάδια, το στάδιο ιδεολογικής προπαρασκευής, που στοχεύει στην καλλιέργεια του πατριωτικού ήθους στους συμπατριώτες του, ώστε να τους προετοιμάσει για το δεύτερο στάδιο της επαναστατικής δράσης. Σ’ αυτή την προπαρασκευή φαίνεται ότι ενέτασσε ο Ρήγας και τη δημοσίευση των προφητειών του Αγαθάγγελου.

Έργου του Θεόκλητου Πολυείδη με ευρεία λαϊκή απήχηση, που προέβλεπαν των επικείμενη ανάσταση του Γένους. Tο επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα αρχίζει με το εκδοτικό του πρόγραμμα κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Βιέννη, το 1796 - 1797. Tο πρόγραμμα αυτό, που περιλαμβάνει τους χάρτες και την έκδοση δύο ακόμη βιβλίων το 1797, κορυφώθηκε με την εκτύπωση των επαναστατικών του φυλλαδίων, το 1797. H Χάρτα της Ελλάδας, τυπωμένη το 1797 σε δώδεκα φύλλα, απεικονίζει όλη την περιοχή νότια του Δούναβη, τα νησιά του Αιγαίου και τμήμα της Μικράς Ασίας.

O ιστορικός αυτός Άτλας συνιστούσε ένα πανόραμα του Ελληνικού μεγαλείο, καταγράφοντας μία αντίληψη για το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, μία διατράνωση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού (γι’ αυτό σημειώνονται τόσο τα αρχαία όσο και τα νεώτερα τοπωνύμια κάθε περιοχής) και ένα ελπιδοφόρο όραμα για το Ελληνικό μέλλον. H ελπίδα αυτή στηριζόταν στις πολλαπλασιαζόμενες ενδείξεις μίας νέας τροπής των πραγμάτων στα Βαλκάνια και της εσωτερικής σήψης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. H προγονική δόξα προβαλλόταν με καταλόγους μεγάλων ανδρών, με χρονολογίες ηρωικών μαχών και με παράθεση αρχαίων επιγραφών και νομισμάτων.

Που βοηθούσαν στην κατανόηση της μετάφρασης από τον ίδιο του τέταρτου τόμου του πολυδιαβασμένου περιηγητικού έργου του Abbé Barthélemy Νέος Ανάχαρσις. Tο έργο αυτό υπήρξε στα χρόνια της κορύφωσης του Διαφωτισμού το βασικότερο εγχειρίδιο αρχαιογνωσίας, με το οποίο διαμορφώνονταν οι αντιλήψεις των Ευρωπαίων για τον πολιτισμό και τα πολιτεύματα της κλασικής αρχαιότητας. O επαναστατικός στόχος της Χάρτας της Ελλάδος πρόβαλλε ανάγλυφος στην αλληγορική παράσταση που κοσμούσε το εξώφυλλό της. H παράσταση εικονίζει τον Ηρακλή με υψωμένο το ρόπαλό του να κυνηγά μία αμαζόνα.

Στο ερμηνευτικό του υπόμνημα ο Ρήγας σημείωνε ότι το ρόπαλο συμβόλιζε την Ελληνική ανδρεία, σε αντιστάθμιση με τον διπλό πέλεκυ της αμαζόνας, που συμβόλιζε την Ασιατική ισχύ. H ίδια υπόμνηση της νίκης του Ελληνισμού κατά του Ασιατικού δεσποτισμού κατοπτριζόταν και στη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία ο Ρήγας τύπωσε το 1797. Tο χαρτογραφικό πρόγραμμα του Ρήγα, που εκτελέστηκε το 1796 - 1797 στη Βιέννη, περιλάμβανε, εκτός από τη Χάρτα της Ελλάδος και δύο Χάρτες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Άλλο έργο αυτής της περιόδου είναι ο Ηθικός Τρίπους, μεταφράσεις τριών φιλολογικού περιεχομένου έργων.

Oι πολιτικές προθέσεις που υποκρύπτονται εδώ διαφαίνονται κυρίως στον ύμνο στην ελευθερία που ψάλλεται στα Ολύμπια (το ένα από τα τρία έργα). Αυτά τα σημαντικά όμως έργα ήταν μάλλον το πρόσχημα, το καμουφλάρισμα για την επαναστατική προπαρασκευή του Ρήγα στη Βιέννη την περίοδο αυτή, σε συνάρτηση με την κατάληψη από τα Γαλλικά στρατεύματα της Επτανήσου. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Ρήγας είχε συμπτύξει επαναστατική «εταιρεία», όμως γύρω του έχει σχηματιστεί ένας κύκλος από νέα παιδιά, με πατριωτική φλόγα στις καρδιές τους, που ποθούν να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη.


Οι «σύντροφοι του Ρήγα» είναι οι Σιατιστινοί αδελφοί Μαρκίδες - Πούλιου, ο Κύπριος λόγιος Ιωάννης Καρατζάς, ο Ηπειρώτης Δημήτριος Νικολίδης, οι Χιώτες Ευστράτιος Αργέντης και Αντώνιος Κορωνιός, τα γεννημένα στην Καστοριά αδέλφια Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ και ο γεννημένος στα Σιάτιστα έμπορος Θεοχάρης Τσιρούντζιας. Η δράση του Ρήγα συνεγείρει τους ομογενείς, αλλά ταυτόχρονα επισύρει το ανήσυχο βλέμμα της Αυστριακής αστυνομίας. Το 1797 θα τυπωθεί σε 3.000 αντίτυπα ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά - επαναστατικά του κείμενα η ''Νέα πολιτική διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας''.

Που περιλάμβανε τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, τη διακήρυξη των δικαιωμάτων με τίτλο «Τα δικαιώματα του ανθρώπου» και το Σύνταγμα της υπό ίδρυση «Ελληνικής Δημοκρατίας», του πολιτεύματος που θα αντικαθιστούσε τον Οθωμανικό δεσποτισμό. Το Σύνταγμα αυτό ακολουθεί πιστά το Γαλλικό Σύνταγμα του 1793. Η Νέα πολιτική διοίκηση κλείνει με το Θούριο, παιάνα και επαναστατική διακήρυξη μαζί, που τραγουδιέται σε συγκεντρώσεις, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και παρακινεί σε εξέγερση. Οι συμπατριώτες του στη Βιέννη τον ακούν με κατάνυξη και ενθουσιασμό. Δεν είναι ένα απλό πατριωτικό τραγούδι, αλλά ένα απροκάλυπτο επαναστατικό μανιφέστο.

Ταυτόχρονα, ο Ρήγας τυπώνει το Στρατιωτικόν εγκόλπιον, μετάφραση ενός Γερμανικού εγχειριδίου πολεμικής τέχνης, που συνοδεύεται από ένα επαναστατικό προοίμιο δημοκρατικής κατήχησης. Για να θέσει το επαναστατικό του πρόγραμμα σε εφαρμογή ο Ρήγας, αφού ολοκλήρωσε τις εκδόσεις, αναχώρησε τον Δεκέμβριο του 1797 από τη Βιέννη για την Τεργέστη με σκοπό να κατεβεί στην Ελλάδα. Αρχικός του προορισμός ήταν η ανυπότακτη Μάνη, σχεδόν μόνιμη επαναστατική εστία. Τα επαναστατικά έντυπα στάλθηκαν μέσα σ’ ένα μπαούλο στην Τεργέστη στον Αντώνιο Νιώτη. Από κει θα τα παραλάμβανε ο Ρήγας για να τα προωθήσει στην Ελλάδα.

Πριν αναχωρήσει για την Τεργέστη, έγραψε επιστολή στον Αντώνιο Κορωνιό να φροντίσει για την παραλαβή τους. Αλλά ο Κορωνιός έλειπε και το γράμμα έπεσε στα χέρια του συνεταίρου του εμπόρου Δημητρίου Οικονόμου. Φοβούμενος αυτός για τις επιχειρήσεις του, κατέδωσε την υπόθεση στην αυστριακή αστυνομία. Μόλις ο Ρήγας έφθασε στην Τεργέστη συνελήφθη από την Αυστριακή αστυνομία και οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου υποβλήθηκε σε εξονυχιστική ανάκριση επί αρκετούς μήνες. Τα πρακτικά των ανακρίσεων, που δημοσιεύτηκαν αποτελούν την ασφαλέστερη πηγή για τα σχέδιά του και τις ιδέες του.

Επιβεβαιώνουν με καταπληκτική ακρίβεια την εικόνα των οραματισμών και των σχεδιασμών του Ρήγα που αναδύεται και από το έντυπο έργο του. Μετά την ανάκριση οι Αυστριακές αρχές παρέδωσαν τον Ρήγα στις Οθωμανικές αρχές, μαζί με επτά συντρόφους του (Ε. Αργέντη, Α. Κορωνιό, Δ. Νικολίδη, Θ. Γεωργίου, Γ. Τουρούντζια, Ιω. και Π. Εμμανουήλ και Ιω. Καρατζά) που δεν ήταν Αυστριακοί υπήκοοι. O νεαρός Χριστόφορος Περραιβός διέφυγε τη σύλληψη. Οι Τούρκοι φυλάκισαν τους Έλληνες πατριώτες στο φρούριο του Βελιγραδίου, όπου τους εκτέλεσαν στις 24 Ιουνίου 1798. Έτσι με το μαρτυρικό τους θάνατο ο Ρήγας και οι σύντροφοί του περνούν στην αθανασία.

Ο Ρήγας δεν ευτύχησε να δει το σπόρο που έσπειρε, να φυτρώνει. Όμως οι ιδέες του έγιναν εθνεγερτήριος παιάνας που ξεσήκωσε όλους τους λαούς της Βαλκανικής, γιατί το επαναστατικό του όραμα είχε παμβαλκανική διάσταση.

ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ 

Παρόλο που έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον Ρήγα, υπάρχουν ακόμη ορισμένα αναπάντητα ερωτήματα για τα επαναστατικά του σχέδια. Tι ακριβώς είχε οργανώσει και ποιες ήταν οι προοπτικές του εγχειρήματός του; Είχε συμπτύξει μυστική εταιρεία με σκοπό την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση της Ελλάδας κατά το πρότυπο των μυστικών εταιρειών που εμφανίστηκαν στην κεντρική Ευρώπη και στην Ιταλία υπό την επήρεια του Ιακωβινισμού; Ποιο ήταν το πρόγραμμα της πολιτικής δράσης που σχεδίαζε μετά την ολοκλήρωση του εκδοτικού του προγράμματος;

Tα μόνα τεκμήρια που μας επιτρέπουν να δώσουμε, όχι απόλυτα ικανοποιητικές, απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι τα πρακτικά της δίκης. Από αυτά συμπεραίνουμε ότι το 1796 - 1797 είχε ωριμάσει στη σκέψη του Ρήγα η απόφαση να αναλάβει πολιτική δράση για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Όλα τα κείμενα που εξέδωσε τότε (Ηθικός Τρίπους, Νέα Πολιτική Διοίκησις, Θούριος, Στρατιωτικόν εγκόλπιον) αυτό το σκοπό υπηρετούσαν. Tο επαναστατικό σχέδιο ήταν το εξής: Nα μεταβεί στο Μοριά, πιο συγκεκριμένα στη Μάνη, και με τη βοήθεια των Μανιατών να απελευθερώσει την Πελοπόννησο.

Έπειτα να προχωρήσει στην Ήπειρο και με τη βοήθεια των εμπειροπόλεμων Σουλιωτών να απελευθερώσει την Ήπειρο, την Αλβανία και την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Για να το πετύχει αυτό είχε οργανώσει ένα ευρύτατο δίκτυο συνεργατών στους οποίους έστελνε τις εκδόσεις του: στο Βουκουρέστι, στην Τεργέστη, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, στην Kων/πολη. Τι προοπτικές όμως επιτυχίας είχε ένα τέτοιο εγχείρημα; Oι πρώτες απαντήσεις που έδωσαν οι ιστορικοί σ’ αυτό το ερώτημα συγκλίνουν στο ότι επρόκειτο για ένα ουτοπικό σχέδιο ενός οραματιστή επαναστάτη. Πρόσφατες όμως έρευνες δείχνουν ότι δεν ήταν απραγματοποίητο.

O Ρήγας σχεδίαζε να εντάξει στο σχέδιο του τον Πασβάνογλου, που τον είχε ευεργετήσει παλαιότερα. Έπειτα συντόνιζε τις επαναστατικές κινήσεις με τη στρατιωτική παρουσία της Γαλλίας στην Αδριατική, στα Επτάνησα και στην Αίγυπτο. Βέβαια η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο συμπίπτει με το μαρτύριο του Ρήγα και των συντρόφων του. Aν όμως λάβουμε υπόψη το πόσο είχε τρομοκρατηθεί η Πύλη από αυτή την εκστρατεία, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το ρεαλισμό των σχεδιασμών του Ρήγα, που πίστευε στη βοήθεια των Γάλλων. Tα επαναστατικά αυτά σχέδια του Ρήγα δεν έμελλε να πραγματοποιηθούν ποτέ.

Όμως η θυσία του και η θυσία των επτά συντρόφων του δεν πήγε χαμένη. Συνέβαλε αποφασιστικά στη σφυρηλάτηση μιας επαναστατικής νοοτροπίας και στην αναμονή της απελευθέρωσης στον υπόδουλο Ελληνικό λαό κυρίως με το Θούριο. H επαναστατική πρωτοβουλία του Ρήγα υπήρξε η μήτρα μέσα στην οποία κυοφορήθηκαν τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν στη Σερβία και στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά το μαρτύριό του. Αυτό το κατάλαβαν και το εκτίμησαν δεόντως τόσο ο Αδαμάντιος Κοραής (ο οποίος κάνει λόγο στην Aδελφική διδασκαλία για τους οκτώ γενναίους μάρτυρες της ελευθερίας) και ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, ο οποίος αφιέρωσε αυτό το έργο στον Pήγα τον «πρόδρομον μιᾶς ταχείας ἐλευθερώσεως τῆς κοινῆς Πατρίδος μας Ἑλλάδος».


Oι πολιτικές - πολιτειακές αντιλήψεις του Ρήγα έχουν ως πηγή έμπνευσης το έργο του Montesquieu (Μοντεσκιέ) De l’Esprit des Lois (Tο πνεύμα των Νόμων), το οποίο είχε αποπειραθεί να μεταφράσει στα Ελληνικά. H καταγγελία της απολυταρχίας από τον Μοντεσκιέ πρόσφερε στο Ρήγα τους πολιτικούς όρους για να εκφράσει το μίσος του εναντίον του Οθωμανικού δεσποτισμού. O ίδιος ο Μοντεσκιέ, αρκετά χρόνια πριν, στις Περσικές Επιστολές είχε υποστηρίξει ότι ο δεσποτισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε φθάσει στο έσχατο σημείο και η διαφθορά που επικρατούσε είχε καταδικάσει και τους πιο έντιμους υπηκόους της σε πλήρη αβεβαιότητα και ανασφάλεια για τη ζωή και την περιουσία τους.

Γι’ αυτό η εξέγερση στο όνομα του Νόμου και της Πατρίδας ήταν αναπόφευκτη. Όλοι οι λαοί των Βαλκανίων που στέναζαν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό καλούνταν, παραμερίζοντας εθνικές και θρησκευτικές διαφορές, ν’ αγωνιστούν σαν αδέλφια, στο όνομα της ελευθερίας για την κατάκτηση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Oι αναζητήσεις του αυτές κατέληξαν στην εντυπωσιακή για τα δεδομένα της Βαλκανικής κοινωνίας της εποχής του ιδέα ενός πολυεθνικού δημοκρατικού κράτους. O Χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου που συνέταξε ο Ρήγας ακολουθούσε πιστά την Déclaration des Droits de l’Homme et du Citoyen (Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη) του Γαλλικού Συντάγματος του 1793.

Που το επέλεξε ο Ρήγας ως πιο ριζοσπαστικό από το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787. Tο Γαλλικό Σύνταγμα, εκτός από το γνήσιο δημοκρατικό πνεύμα του, είχε σαφείς κοινωνικούς προσανατολισμούς με τη θέσπιση της κοινωνικής πρόνοιας, την αναγνώριση του δικαιώματος εργασίας κ.ά. O δημοκρατικός του χαρακτήρας υπογραμμιζόταν από την αναγνώριση της ισότητας ως πρώτου από τα θεμελιώδη δικαιώματα (άρθρο 2), καθώς και από την έμφαση που δινόταν στην αντίσταση κατά της τυραννίας (άρθρο 35). Oι ίδιες ακριβώς αρχές υπάρχουν και στο σύνταγμα του Ρήγα.

Για τον Ρήγα η εθνική απελευθέρωση ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη των θεσμικών και κοινωνικών αλλαγών. M’ άλλα λόγια, η εθνική ανεξαρτησία συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της κοινωνικής ελευθερίας και ισότητας. H βασικότερη προϋπόθεση ήταν ο σεβασμός των ατομικών ελευθεριών, ελευθερία της σκέψης, του λόγου, της συνάθροισης, της θρησκείας και του τύπου. Tο δικαίωμα της επανάστασης συνιστούσε την έσχατη εγγύηση της ελευθερίας. Tα βασανιστήρια απαγορεύονταν, όπως και η δουλεία. Σε οικονομικό επίπεδο ο Ρήγας δεχόταν την ελεύθερη δραστηριότητα και τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλα τα επαγγέλματα.

H διακήρυξη αυτών των φιλελεύθερων αρχών, που ήταν αυτονόητη για τα φωτισμένα πνεύματα, συνιστούσε επαναστατικό αίτημα για την οθωμανική κοινωνία την περίοδο αυτή της κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εφόσον επαγγελλόταν μια τάξη πραγμάτων διαμετρικά αντίθετη από την κρατούσα. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στο ότι στην Ελληνική Δημοκρατία δεν θα γινόταν ανεκτή καμία διάκριση βασισμένη στην εθνική καταγωγή, τη θρησκεία και τη γλώσσα. Στόχος ήταν η πραγμάτωση της «Αυτοκρατορίας» του λαού με την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας.

Η «Ελληνική Δημοκρατία», όπως την φαντάστηκε ο Ρήγας στη Νέα πολιτική διοίκηση θα ήταν κράτος ενιαίο, όχι ομόσπονδο, έντονα συμμετοχικό σε όλα τα επίπεδα και τους τομείς της διοίκησης. Όπως επισημαίνει ο Π. Κιτρομηλίδης, ''Ο πολιτισμικός και εθνολογικός πλουραλισμός της κοινωνίας αναγνωρίζεται από το πολίτευμα, το οποίο κάθε άλλο παρά επιχειρεί να ισοπεδώσει, αλλά και δεν νοθεύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών, που καθορίζεται από την αναγόρευση της αξίας της ισότητας ως θεμελιώδους αρχής της πολιτειακής τάξης''. Η ίδια βασική ιδέα υπάρχει και στο «Θούριο».

Tο πρόβλημα όμως που ετίθετο αφορούσε τη μεγάλη εδαφική έκταση και την πολυμορφία της νέας Πολιτείας. Πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η λαϊκή συμμετοχή σε μία έκταση που περιελάμβανε όλα τα Βαλκάνια και μέρος της Μικράς Ασίας, όπου κατοικούσαν λαοί με διαφορετική καταγωγή, θρησκεία (αν και στο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι), γλώσσα κλπ.; Η εθνική ανομοιογένεια της νέας Δημοκρατίας έθετε ένα ακανθώδες ζήτημα. Πώς θα μπορούσαν οι Έλληνες, να συνενωθούν με τις ετερόγλωσσες εθνότητες των Βαλκανίων (Σέρβους, Βουλγάρους, Αλβανούς και Μολδαβούς, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους), ακόμη και μ’ αυτούς τους Τούρκους, ώστε να σχηματίσουν μία βιώσιμη κοινότητα;

Όπως φαίνεται, ο Ρήγας είχε εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών θεσμών. Αναγνώριζε την θεμελιώδη ισότητα των πολιτών ως ατόμων, ανεξάρτητα από επιμέρους συλλογικές ταυτότητες. Ταυτόχρονα, στα πολιτικά του κείμενα τόνιζε την ισότητα μεταξύ των εθνοτήτων που συνομολογούσαν το κοινωνικό συμβόλαιο της δημοκρατίας. Στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας δηλωνόταν ρητά ότι οι θρησκευτικές διαφορές δεν αντιμετωπίζονταν με κανενός είδους εχθρότητα. O κυρίαρχος λαός θα ήταν ένας και αδιαίρετος. Αυτά άλλωστε ήταν και τα ιδεώδη του Διαφωτισμού.

Oι εμπειρίες του Ρήγα από τη Θεσσαλία ως τη Βλαχία φαίνεται ότι τον είχαν πείσει πως η Ελληνική παιδεία και κουλτούρα, που επικρατούσε στα Βαλκάνια αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος των λαών, να αμβλύνει τις διαφορές και να καταστήσει δυνατή τη συμβίωσή τους.

ΠPOEΠANAΣTATIKEΣ IΔEOΛOΓIKEΣ ZYMΩΣEIΣ KAI ΣYΓKPOYΣEIΣ

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Oι ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκρούσεις που εκτυλίσσονται στον Ελληνικό χώρο στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα αποτελούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο σημαντικά ζητήματα του Νεώτερου Ελληνισμού στην κρίσιμη αυτή φάση της ιστορίας του, για το οποίο η Ελληνική ιστοριογραφία των τελευταίων δεκαετιών μας έχει δώσει ορισμένες από τις πιο ωραίες σελίδες της. Tο ιδεολογικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο συντελούνται αυτές οι καθοριστικές για την πορεία του Ελληνισμού ζυμώσεις και συγκρούσεις είναι το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού το οποίο δημιουργείται με τις έντονες επιρροές που δέχεται -όπως και τα αντίστοιχα κινήματα σ’ άλλες Ευρωπαϊκές χώρες- από το Γαλλικό Διαφωτισμό.


Όπως παρατηρούν οι ειδικοί μελετητές του, το κίνημα αυτό, εμφανίζεται λίγο πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα και έρχεται να μορφοποιήσει ροπές και πνευματικά επιτεύγματα που απορρέουν από τις κοινωνικές ανακατατάξεις, οι οποίες συνοδεύουν την άνοδο των Φαναριωτών και των εμπόρων και οι οποίες τείνουν να μεταφέρουν στην «καθ’ ημάς Ανατολή» τα πνευματικά- επιστημονικά επιτεύγματα και τα ιδεολογικά ρεύματα που επικρατούν στη δυτική Ευρώπη. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ζυμώσεων είναι -στη μεγαλύτερη τουλάχιστον μερίδα των Διαφωτιστών, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη- η τάση αποδέσμευσης από τη θρησκευτική- εκκλησιαστική αυθεντία και απόρριψης του Βυζαντίου, που θεωρείται από αυτούς φορέας της θρησκευτικής και της απολυταρχικής εξουσίας.

Γιατί υπάρχει και μία άλλη, μικρότερη βέβαια, κατηγορία λογίων (με κυριότερο εκπρόσωπό της τον διαπρεπή λόγιο και κληρικό Ευγένιο Βούλγαρη) οι οποίοι δέχονται τις κατακτήσεις του Γαλλικού Διαφωτισμού και τις διδάσκουν, παραμένοντας ταυτόχρονα προσηλωμένοι στα Ορθόδοξα δόγματα ή άλλοι, πιο απλοϊκοί, (όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός) που αγωνίζονται να (δια)φωτίσουν το Γένος παραμένοντας προσηλωμένοι κι αυτοί στις παραδόσεις της Ορθοδοξίας.

Όπως παρατηρεί ο Λέανδρος Βρανούσης, ένας από τους καλύτερους μελετητές αυτών των ζητημάτων, «οι ιδεολογικοί και πολιτικοί προσανατολισμοί του υπόδουλου Γένους συνδέονται αναπόσπαστα με το άμεσο και το απώτερο ιστορικό παρελθόν του και, φυσικά, συνυφαίνονται με τις ιστορικές του περιπέτειες, τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις εσωτερικές και τις εξωτερικές συνθήκες που κάθε φορά επικρατούσαν». Σταθερός παράγοντας ήταν η παράδοση που είχε κατά τους προηγούμενους αιώνες προφυλάξει το Γένος από τον αφανισμό.

Βασικά συστατικά της ήταν η Ορθόδοξη πίστη, ως συνεκτικός κρίκος, η κοινή γλώσσα, ο χώρος και ο λαός με την ιστορική του συνέχεια, οι πατροπαράδοτοι θεσμοί και παραδόσεις, η συλλογική μνήμη του κοινού παρελθόντος, η κοινή μοίρα του παρόντος, οι κοινές ελπίδες για το μέλλον. H διαμορφωμένη μετά την Άλωση συνοχή του Ελληνισμού έχει ως σταθερές συνιστώσες από τη μια τη Βυζαντινή κληρονομιά και από την άλλη τους αρχαίους Έλληνες, τιμωρούς των Περσών (που ταυτίζονται με τους Τούρκους) με τον Μέγα Αλέξανδρο. O υπόδουλος Ελληνισμός γαλουχείται με τους θρύλους του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», αναζητεί τα σημάδια της απελευθέρωσης στις προφητείες του Αγαθάγγελου και σ’ άλλα χρησμολογικά κείμενα.

Ταυτόχρονα, ψέλνει και εικονίζει στις εκκλησίες σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο και την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη, που του δίνουν κουράγιο στις δύσκολες ώρες, ακόμη και με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ονομάζει «Ελληνικά» τα απομεινάρια των αρχαίων μνημείων, μαθαίνει τέλος στα σχολειά ότι κάποτε σ’ αυτόν τον τόπο έζησαν μεγάλοι άνδρες. H παιδεία, που αναγεννάται, όπως είδαμε, αυτή την περίοδο σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του Ελληνισμού, παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο. H συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, στο να μην αφομοιωθεί ο Ελληνισμός μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, είναι, επίσης, καθοριστική.

Στους τρεις αιώνες που πέρασαν από την Άλωση ως τα μέσα του 18ου αιώνα συντελέστηκαν στον υπόδουλο Ελληνισμό πολλές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, ιδεολογικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις. Tα τελευταία χρόνια πριν από την Άλωση και τα πρώτα που ακολούθησαν τέθηκε το ερώτημα της υποταγής ή της αντίστασης στον κατακτητή. Oι περισσότεροι επέλεξαν το δεύτερο δρόμο Παράλληλα τέθηκε το ερώτημα της απομόνωσης ή της στροφής προς τη Δύση. H απάντηση στο ερώτημα αυτό, μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, δεν ήταν καθόλου εύκολη, αν λάβει κανείς υπόψη του το έντονο αντιδυτικό πνεύμα που κυριάρχησε μετά το Σχίσμα και ιδίως μετά την τέταρτη Σταυροφορία και την κατάληψη της Πόλης, το 1204.

Παρόλα αυτά, για ένα μεγάλο διάστημα οι Έλληνες στήριξαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση σε δυτικές δυνάμεις, πριν στραφούν στις αρχές του 18ου αιώνα στην ομόδοξη Ρωσία. Αλλά και από αυτή θα απογοητευθούν μετά το τέλος και του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787 - 1792), γεγονός που τους έκανε να αναζητήσουν πάλι βοήθεια από τη Δύση, αυτή τη φορά από τη Γαλλία του Ναπολέοντα. Tον 18ο αιώνα γίνεται ένας μεγάλος αγώνας για την «αποτίναξη του ζυγού της αμάθειας». Σ’ αυτό τον αγώνα παίζει σημαντικό ρόλο η Εκκλησία, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, αν και την πρωτοβουλία στα εκπαιδευτικά πράγματα την έχουν τώρα οι κοινότητες και οι πλούσιοι έμποροι.

Tα γράμματα, προνόμιο άλλοτε των ολίγων και των εύπορων, γίνονται τώρα ανάγκη και επιδίωξη των πολλών. H μεγάλη ανάπτυξη της παιδείας αυτή την περίοδο έχει πολλά ευεργετικά αποτελέσματα: πνευματικά, οικονομικά και γενικά κοινωνικά, συνέπεσε δε με τον Διαφωτισμό που έχει ως στόχο την απαλλαγή του ατόμου από δεισιδαιμονίες και την καλλιέργεια της επιστήμης, σύμφωνα με τις αρχές του Ορθού Λόγου. O Γαλλικός Διαφωτισμός, που εξαπλώθηκε στην Ανατολή χάρη και στη Γαλλική Επανάσταση, διεισδύει στον Ελληνικό χώρο από πολλά κανάλια, κυρίως από τα «νεωτερικά σχολεία», αλλά και από μεταφρασμένα στα Ελληνικά βιβλία φυσικών κλπ. επιστημών.

Είναι η εποχή των διανοουμένων, ανδρών με μεγάλο κύρος στην Ελληνική κοινωνία που εργάζονται για να μεταλαμπαδεύσουν στα Ελληνόπουλουλα την αρχαία Ελληνική σοφία και τα «φώτα» της Ευρώπης. Μορφές όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης και άλλοι επιτελούν την περίοδο αυτή τεράστιο έργο. Πάνω απ’ όλους όμως στέκεται ο Αδαμάντιος Κοραής, κεντρική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος, αν και ζει μόνιμα στο Παρίσι, επηρεάζει με τα κείμενά του, όσο κανείς άλλος το Ελληνικό πνευματικό γίγνεσθαι.

O Κοραής, χωρίς να είναι άθεος, άσκησε δριμεία κριτική εναντίον του κλήρου, του οποίου επεζήτησε την αναμόρφωση, και εναντίον των κυρίαρχων ομάδων. Υπάρχουν όμως και κληρικοί μέσα στο κίνημα του Διαφωτισμού. Έτσι οι νέες ιδέες διεισδύουν στον Ελληνικό χώρο, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές με τις οποίες είχαν ανατραφεί γενιές και γενιές. Γίνεται ένας πνευματικός σεισμός, του οποίου οι δονήσεις δεν είναι παντού αισθητές στον ίδιο βαθμό. Στην άλλη όχθη βρίσκονται οι συντηρητικοί λόγιοι, υπερασπιστές της παράδοσης και των αξιών του παραδοσιακού κόσμου,


Ιδίως ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος, εκπρόσωποι της μαχόμενης Ορθοδοξίας στην συντηρητική της όμως έκφανση, που φθάνει στα όρια της αντιδραστικότητας, όπως σημειώνει ο Φίλιππος Ηλιού. Σ’ αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε και τον πατριάρχη Γρηγόριο τον E', εκκλησιαστική μορφή με υψηλή πνευματικότητα, αλλά και πολέμιο του «άθεου Γαλλικού Διαφωτισμού» και γενικά του Διαφωτισμού, όπως και οι δύο προηγούμενοι ιερωμένοι. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται η καταδίκη της Γαλλικής Επανάστασης και του Γαλλικού Διαφωτισμού από το Πατριαρχείο Kων/πόλεως, αλλά και οι διώξεις ορισμένων προοδευτικών λογίων και η λογοκρισία που επιβλήθηκε από τους κύκλους του Πατριαρχείου.

H ιδεολογική πάλη και ο φόβος που προκαλούν στο Πατριαρχείο οι «άθεοι Γάλλοι» θα ενταθούν όταν τα Φαλλικά στρατεύματα θα καταλάβουν τα Επτάνησα. H σύγκρουση αυτή προσλαμβάνει την περίοδο αυτή πολλές μορφές: σύγκρουση μέσα από τα φυλλάδια ή βιβλία, σύγκρουση στα σχολεία, σύγκρουση κοινωνική (όπως στη Σμύρνη το 1819) κλπ.

ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 

Από τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα που δείχνουν τις διαστάσεις και την ένταση της ιδεολογικής διαμάχης στον Ελληνικό χώρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα είναι, αναμφίβολα, η ''Ελληνική Νομαρχία'', η ''Πατρική Διδασκαλία'', η ''Aδελφική Διδασκαλία'' και ο ''Ρωσοαγγλογγάλος''.

H Ελληνική Νομαρχία

H Ελληνική Νομαρχία, που τυπώθηκε στη Ρώμη το 1806, εντάσσεται στην παράδοση της αμφισβήτησης που είχε εγκαινιάσει ο Ιώσηπος Μοισιόδακας. H αμφισβήτηση αυτή εκδηλώθηκε εντονότερα με την επικράτηση της Γαλλικής Επανάστασης. Στην ίδια παράδοση εντάσσονται και τα επαναστατικά κείμενα του Ρήγα. Από τα γραφτά του Ρήγα και από τη θυσία του εμπνέεται ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις της πολιτικής φιλολογίας του Διαφωτισμού στην Ελληνική γλώσσα, ως πηγή έμπνευσης εμφανίζεται το πρότυπο της αβασίλευτης πολιτείας, της ελευθερίας και της ισότητας.

O Ανώνυμος Έλλην για να προσδιορίσει τη διαφορά από όλα τα πολιτεύματα πλάθει το νεολογισμό «Νομαρχία» (αρχή των νόμων) προκειμένου να κατονομάσει το μη μοναρχικό πολίτευμα. Στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου ο συγγραφέας χτίζει το θεωρητικό βάθρο της επιχειρηματολογίας του. H επίδραση του Ρουσώ και του Μοντεσκιέ είναι εδώ εμφανής. Το κείμενό του αποπνέει, επίσης, την ατμόσφαιρα του Ιταλικού επαναστατικού κινήματος για την απελευθέρωση και ενοποίηση της Ιταλίας. H καταδίκη της Οθωμανικής «τυραννίας» και «βαρβαρότητας» είναι έντονη.

Tα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού του έργου είναι τρία: Η απαρασάλευτη προσήλωση στο αβασίλευτο πολίτευμα, τη νομαρχία, ο αντικληρικαλισμός και η οξεία κοινωνική κριτική. Tα δύο τελευταία στοιχεία εκφράζονται με μία προσεκτική ανάλυση των δομών, των εξουσιαστικών σχέσεων και των μηχανισμών αναπαραγωγής τους προκειμένου ο Ανώνυμος να μπορέσει να καταγγείλει τους συνεργούς της τυραννίας, τους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές (κυρίως τους ανώτερους κληρικούς, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες κ.ά).

Και για πνευματική οκνηρία τους εμπόρους, τους γιατρούς, τους μορφωμένους της Διασποράς ώστε, τελικά, να καλλιεργήσει στους ομογενείς του μία επαναστατική ιδεολογία - στάση. Έτσι το κείμενο είναι, τελικά, ένα επαναστατικό μανιφέστο, κάτι που εξηγεί την ανωνυμία του συγγραφέα.

H Πατρική Διδασκαλία

H Πατρική Διδασκαλία, που τυπώθηκε στην Kων/πολη το 1798, είχε συντεθεί «παρά τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ κύρ Ἀνθίμου». Πρόκειται για ένα κατάπτυστο κήρυγμα δουλικής υποταγής στην Οθωμανική εξουσία, η οποία κατά τον συγγραφέα της «θείῳ ἐγένετο βουλήματι», και για έναν λίβελλο εναντίον των «άθεων» Γάλλων. Σ’ όσα εξωφρενικά γράφει ο συγγραφέας της Πατρικής Διδασκαλίας απάντησε την ίδια κιόλας χρονιά από το Παρίσι ο Αδαμάντιος Κοραής. με την Aδελφική Διδασκαλία με την οποία στηλιτεύει την εθελοδουλία του συγγραφέα της.

O Κοραής αμφισβητεί την πατρότητά της, ανασκευάζει ένα προς ένα τα επιχειρήματά της με αγιογραφικά αντεπιχειρήματα, περιγράφει με μελανά χρώματα την οικτρή κατάσταση των ομογενών του, στηλιτεύει την Οθωμανική βαρβαρότητα και στέλνει ένα μήνυμα εθνικής αντίστασης.

Ο Ρωσοαγγλογγάλος

Tο 1805, συντάσσεται ένα άλλο ανατρεπτικό κείμενο ο Ρωσοαγγλογγάλος, που κυκλοφορεί αρχικά σε χειρόγραφη μορφή. Πρόκειται για σατιρικό κείμενο σε διαλογική μορφή το οποίο εκφράζει την κοινή πεποίθηση ότι Ρώσοι, Γάλλοι και Άγγλοι ήθελαν μόνο τη συμφορά των Ελλήνων. Θύμα τους ήταν η αλυσοδεμένη και καταπληγωμένη Ελλάς. Xαρακτηρίζονται ως αχάριστοι, αφού ξέχασαν το πόσο τους έχει ευεργετήσει η Ελλάδα που τώρα την εγκατέλειψαν. Πριν απ’ αυτούς ο συγγραφέας ασκεί δριμεία κριτική σ’ έναν μητροπολίτη, σ’ έναν Βλαχάμπεη, σ’ έναν πραγματευτή και σ’ έναν κοτζάμπαση γιατί ο καθένας σκέπτεται μόνο το συμφέρον του, το πώς θα θησαυρίζει και το πώς δεν θα χάσει τη διαχείριση των οικονομικών της επαρχίας του.

Από αυτούς η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει τίποτα.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

Γραικοί, Έλληνες, Ρωμιοί Χριστιανοί, Νεοέλληνες

H αυτοσυνειδησία ενός λαού μπορεί να ανιχνευθεί με πολλούς τρόπους. Όροι όπως γένος, έθνος, εθνότητα, πατρίδα, πατριώτες έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων από ειδικούς. H αυτοσυνειδησία των Νεοελλήνων, ζήτημα που ετίθετο την περίοδο αυτή επιτακτικά, μπορεί να ανιχνευθεί μέσα από πολλές και ποικίλες πηγές. Στην περίπτωση των Νεοελλήνων χρησιμοποιούνται πολλά εθνώνυμα: Ρωμαίοι, Ρωμιοί, Ρωμαιοέλληνες, Γραικοί, Έλληνες, Νεοέλληνες κ.ά. Aπό τα Βυζαντινά χρόνια ως την περίοδο αυτή παρατηρούνται πολλές εναλλαγές στην ονοματοθεσία.

Αποφασιστικός παράγοντας αυτών των μεταλλαγών στάθηκε η εξάπλωση του Χριστιανισμού, που κήρυττε το πνεύμα του υπερεθνικού οικουμενισμού, και ο παραμερισμός του ονόματος «Έλλην» που ταυτιζόταν με τον «εθνικό», με τον «ειδωλολάτρη». Σιγά σιγά όμως μετά τον 10ο αιώνα και εντονότερα κατά την Παλαιολόγεια περίοδο η πολιτιστική και φυλετική συνέχεια του Ελληνισμού γίνεται συνείδηση και η ονομασία «Έλληνας» παύει να έχει την αρνητική σημασία που είχε πριν. Oι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου παραλληλίζονται με μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας και οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες.


Όπως τονίζει ο Νικ. Σβορώνος, σε συγγραφείς του τέλους του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνα  (λ.χ. στον Γεμιστό Πλήθωνα) η ιδέα της Ελληνικής συνέχειας είναι πολύ καθαρή. H αντίληψη αυτή εκφράζεται και στην τέχνη (οι μορφές των Αγίων θυμίζουν Ελληνικά και Ελληνιστικά πρότυπα) και στη λογοτεχνία. Ορθά λοιπόν πολλοί ιστορικοί, όπως ο Aπ. Βακαλόπουλος, τοποθετούν την αρχή του Νέου Ελληνισμού στις αρχές του 13ου αιώνα, μετά δηλαδή την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους. Oι Βυζαντινοί θεωρούσαν και ονόμαζαν την Kων/πολη «Νέα Ρώμη». Έτσι οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επεκράτησε να λέγονται Ρωμαίοι, ονομασία που απέκτησε εθνική και θρησκευτική σημασία υποδηλώνοντας τον Χριστιανό Ορθόδοξο.

O όρος αυτός, με τη μορφή Ρωμιός διατηρήθηκε σ’ όλη την Τουρκοκρατία. Tο παράγωγό του Ρωμιοσύνη φορτίστηκε ιδεολογικά εκφράζοντας τα υψηλά ιδανικά του Ελληνισμού. H ιδέα της Ρωμαϊκότητας διατηρούσε πάντα ζωντανή την ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα έγινε μεγάλη συζήτηση για το ποιος ήταν ο καταλληλότερος όρος για να προσδιοριστεί η Ελληνική εθνότητα Είναι η εποχή κατά την οποία οι Έλληνες διεκδικούν από τους περιηγητές την πατρογονική κληρονομιά, εποχή της εθνικής αφύπνισης που το όνομα «Έλληνας» κερδίζει συνεχώς έδαφος.

Αυτό το όνομα χρησιμοποιούν οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας, αυτό ο Ρήγας, αυτό και ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας. Βέβαια η επικράτησή του όρου αυτού δεν θα γίνει αμέσως. Aκόμη και ο Κοραής προτιμούσε τον όρο Γραικία, Γραικοί, πλησιέστερους προς τους αντίστοιχους όρους που χρησιμοποιούσαν οι Ευρωπαίοι. H σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα φθάνει τα χρόνια αυτά στο αποκορύφωμά της. Τούτο φαίνεται και από τα Αρχαιοελληνικά ονόματα που παίρνουν πολλοί. Tο ρεύμα αυτό της «επιστροφής» στην αρχαία Ελλάδα θεωρείται επικίνδυνο από την Εκκλησία η οποία καταδικάζει όσους ενστερνίζονται και κηρύττουν τέτοιες ιδέες.

Βέβαια στον Οθωμανοκρατούμενο Ελληνισμό υπήρχαν διάφοροι βαθμοί εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο του καθενός. M’ άλλα λόγια, δεν είχαν συνειδητοποιήσει όλοι στον ίδιο βαθμό τι ησαν και ποια καταγωγή είχαν.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α' 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου