Με το ερώτημα τι είναι ο θάνατος, τι είναι η ζωή και ποιο είναι το νόημά της, ασχολείται ο άνθρωπος από παλιά, ιδιαίτερα η φιλοσοφία, η θρησκεία, και οι σχετικά νεότερες επιστήμες όπως είναι η κοινωνιολογία και η ψυχολογία.
Η φιλοσοφία τόνισε κατά διαστήματα το παράδοξο φαινόμενο μιας αντίθεσης που φαίνεται να συνυπάρχει στο θάνατο: η κίνηση και η ακινησία. Από μια άποψη πρόκειται για μια αρχή κάτι διαφορετικού από τη ζωή (μεταβολή) κι από άλλη άποψη δεν είναι παρά ένα τελείωμα (σταθερότητα). Ο θάνατος λοιπόν συναθροίζει μέσα του μια αρχή κι ένα τέλος.
Δεν θα εξετάσουμε, για ευνόητους λόγους, τις απόψεις γνωστών φιλοσόφων (Karl Popper, Karl Jaspers, Soren Kierkegaard κ.α.) οι οποίοι υπερτόνισαν την μία ή την άλλη τάση που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε, λίγο ως πολύ, με τα εξής:
Ο ερχομός του θανάτου είναι βέβαιος, ο χρόνος άφιξής του αβέβαιος.
Δεν υπάρχει ένας θάνατος, ο καθένας ζει το δικό του θάνατο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με τον θάνατο τρίτων (διαβάζουν, πληροφορούνται, σκέφτονται το θάνατο άλλων), όχι όμως με το δικό τους θάνατο (πως είναι τα πράγματα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου νεκρό).
Ο θάνατος εξομοιώνει: καθιστά όλους τους ανθρώπους όμοιους είτε υπήρξαν στη ζωή τους πλούσιοι ή φτωχοί, είτε μορφωμένοι ή αμόρφωτοι. Παράλληλα όμως διατηρείται και μια ανομοιότητα. Στο θάνατο μπορούν να αποδίδονται αντιφατικά κατηγορήματα: πως είναι η μεγαλύτερη δυστυχία και η μεγαλύτερη παρηγοριά, πως καλύτερο είναι να πεθάνεις ξαφνικά και πως καλύτερο να πεθάνεις αργά κ.λ.π. Όσο ο θάνατος διατηρεί αυτή την αντιφατικότητα, δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά, δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως ο δικός μου θάνατος.
Κατά τον Kierkegaard σοβαρότητα είναι να ζω την κάθε μου μέρα αφενός σαν να ήταν η τελευταία, αφετέρου τόσο έντονα ανανεωμένη, σα να ήταν η πρώτη μιας μακρόχρονης ζωής.
Μέσα από την βεβαιότητα και την αοριστία του θανάτου ο Heidegger διατυπώνει μια δυνατότητα προετοιμασίας ή προσδοκίας ως νόημα ζωής. Ενώ ο J.P.Sartre ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαπραγματευτεί την άγνοια της θανατικής στιγμής και να πλουτίσει το παρόν του.
Ο Albert Camus λέει: Ανάμεσα στην βεβαιότητα που έχω για την ύπαρξη μου και στο νόημα που προσπαθώ να της δώσω, υπάρχει ένα κενό που δεν θα γεμίσει ποτέ. Ο εαυτός μου θα μου μείνει για πάντα ξένος. Όχι μόνο ο κόσμος, όχι μόνο τα πράγματα και οι καταστάσεις, αλλά ο ίδιος ο εαυτός μου δεν έχει νόημα. Ο εαυτός μου δεν μπορεί καν να αντιπαρατίθεται στον παραλογισμό του κόσμου, γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι και εντέλει κατ’εξοχήν πηγή του παραλογισμού.
Έτσι ο Camus θα φτάσει στην αυτοκτονία, είτε σωματική είτε της σκέψης. Στη συνέχεια όμως θα απορρίψει τη λύση αυτή (αυτοκτονώντας απαλλάσσομαι από τον παραλογισμό, αλλά μόνο επειδή πεθαίνω μαζί του) και θα προτείνει αυτό που ονομάζει «επανάσταση». Πρόκειται για μια επίμονη στάση αναζήτησης. Ζώντας με το παράλογο σημαίνει πάνω απ’όλα ότι το αντιμετωπίζεις. Αντίσταση στο παράλογο της ζωής και του θανάτου σημαίνει ότι αυτά τα δεδομένα δε γίνονται πια αποδεκτά ως αναπόφευκτα πεπρωμένα. Ο επαναστατημένος αυτοβεβαιώνεται και βρίσκει τη δικαίωση και το νόημα της ύπαρξής του μέσα στην αντίσταση, κατά το μέτρο που αυτός επαναστατεί: (μύθος του Σίσυφου).
Ας περάσουμε τώρα στην ψυχολογία και σε κάποιες απόψεις του Freud για το θάνατο. Ο θάνατος τρίτων είναι κατανοητός, όπως ήδη έχει επισημανθεί. Ο προσωπικός θάνατος είναι αδιανόητος, γι’αυτό, όπως και οι αρχέγονοι άνθρωποι, εξακολουθούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές. Κατά βάθος δεν πιστεύει κανένας στο δικό του θάνατο ή με διαφορετικά λόγια, στο ασυνείδητό του ο καθένας είναι πεπεισμένος για την αθανασία του. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου βιώνεται με πόνο, καθότι το καθένα από τα αγαπημένα πρόσωπα αποτελεί ένα μέρος του αγαπημένου μας εγώ. Από την άλλη μεριά ένας τέτοιος θάνατος μας βρίσκει και σύμφωνους, διότι κάθε αγαπημένο πρόσωπο αντιπροσωπεύει και κάτι ξένο. Ο νόμος της αμφιθυμίας συνεχίζει να διέπει τις σχέσεις μας με τα πιο αγαπητά πρόσωπα. Απ’ αυτή την συναισθηματική σύγκρουση άλλωστε γεννήθηκε και η ψυχολογία. Πλάι στο πτώμα του αγαπημένου προσώπου επινόησε ο άνθρωπος τα πνεύματα και στη συνείδηση της ενοχής του που συνόδευσε το πένθος του, οφείλεται το γεγονός ότι αυτά τα πρώτα πνεύματα ήταν κακοί δαίμονες που έπρεπε κανείς να τους φοβάται. Οι αλλοιώσεις που επέφερε ο θάνατος τού υπέβαλαν την ιδέα να χωρίσει το άτομο σε σώμα και ψυχή. Η συνεχής ανάμνηση του πεθαμένου αποτέλεσε τη βάση για την παραδοχή άλλων μορφών μεταθανάτιας ύπαρξης. Στη συνέχεια κατάφεραν οι θρησκείες να εμφανίσουν αυτή τη μεταθανάτια ύπαρξη ως την πιο πολύτιμη και πιο αυθεντική, αφαιρώντας έτσι από το θάνατο τη σημασία του.
Οι διεργασίες αυτές και ιδιαίτερα η συνείδηση της ενοχής δημιούργησε και την πρώτη ηθική επιταγή: ου φονεύσεις, η οποία επεκτάθηκε σιγά σιγά, στο μη αγαπημένο ξένο, τελικά και στον εχθρό (ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος πάντως δε χρησιμοποιεί την επιταγή αυτή για τον εχθρό του).
Στρέφοντας πάλι την προσοχή μας στο ασυνείδητο της δικής μας ψυχικής ζωής, συμπεραίνουμε ότι η πίστη στο θάνατο δεν έχει μέσα μας καμιά αντιστοιχία στο επίπεδο των ορμών. Αυτό μπορεί να είναι άλλωστε και το μυστικό του ηρωισμού. Το άγχος θανάτου είναι, αντίθετα, κάτι δευτερογενές και συνήθως προέρχεται από την συνείδηση της ενοχής.
Από την άλλη πλευρά αναγνωρίζουμε το θάνατο για ξένους και εχθρούς και τον επιβάλλουμε μάλιστα. Το ασυνείδητό μας όμως δεν εκτελεί τη θανάτωση, απλώς τη σκέφτεται και την εύχεται. Ακόμα και στις πιο τρυφερές μας σχέσεις αγάπης, ενυπάρχει μια μικρή δόση εχθρότητας, που μπορεί να υποκινήσει την ασυνείδητη ευχή θανάτου. Απ’αυτή την αμφιθυμική σύγκρουση δεν προκύπτει όμως όπως άλλοτε η ψυχολογία και η ηθική, αλλά η νεύρωση, η οποία μας επιτρέπει να φωτίσουμε και την κανονική ψυχική ζωή.
Μετά απ’όλες αυτές τις σκέψεις και απόψεις για το θάνατο, εύλογο είναι το ερώτημα για το νόημα της ζωής.
Ο Viktor Frankel, ένας ψυχοθεραπευτής που επέζησε το ολοκαύτωμα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα αυτό, συγκεντρώνει τις σκέψεις και έρευνές του σε τρεις προτάσεις:
Η πρώτη είναι ότι το νόημα δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται. Βρίσκεται στον έξω κόσμο και είναι έργο του κάθε ατόμου να το βρει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής του.
Η δεύτερη αναφέρεται στο υπέρτατο νόημα, το οποίο όντως υπάρχει και είναι προσιτό στον καθένα εφόσον έχει επίγνωση ότι, παρά το φαινομενικό χάος, υπάρχει τάξη στο σύμπαν και ότι αυτός αποτελεί μέρος αυτής της τάξεως. Η ύπαρξη του υπέρτατου νοήματος δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί εκτός αν το άτομο κάνει τους δικούς του πειραματισμούς: δηλαδή ένα άτομο μπορεί να ζει ως εάν υπήρχε Νόημα, Τάξη, Σκοπός, Προσανατολισμός και Έργο (είτε βλέπει αυτές τις έννοιες με θρησκευτικό ή με αθεϊστικό πνεύμα), ή μπορεί να ζει ως εάν το κάθε τι να ήταν ένα αυθαίρετο χάος. Και να δει ποια απ’ αυτές τις εναλλακτικές υποθέσεις του γεμίζουν πιο πολύ τη ζωή. Η απόδειξη βρίσκεται στο αποτέλεσμα της έρευνας.
Η τρίτη πρόταση είναι η επίγνωση ότι υπάρχουν νοήματα και μπορούν, και μάλιστα πρέπει, να βρεθούν αν πρόκειται να πληρωθεί το υπαρξιακό κενό. Ακριβώς όπως δεν μπορεί κανείς να βρει την αλήθεια, αλλά πολλά αληθινά αξιώματα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να βρει το νόημα, αλλά πολλές εμπειρίες γεμάτες με νόημα.
Η φιλοσοφία τόνισε κατά διαστήματα το παράδοξο φαινόμενο μιας αντίθεσης που φαίνεται να συνυπάρχει στο θάνατο: η κίνηση και η ακινησία. Από μια άποψη πρόκειται για μια αρχή κάτι διαφορετικού από τη ζωή (μεταβολή) κι από άλλη άποψη δεν είναι παρά ένα τελείωμα (σταθερότητα). Ο θάνατος λοιπόν συναθροίζει μέσα του μια αρχή κι ένα τέλος.
Δεν θα εξετάσουμε, για ευνόητους λόγους, τις απόψεις γνωστών φιλοσόφων (Karl Popper, Karl Jaspers, Soren Kierkegaard κ.α.) οι οποίοι υπερτόνισαν την μία ή την άλλη τάση που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε, λίγο ως πολύ, με τα εξής:
Ο ερχομός του θανάτου είναι βέβαιος, ο χρόνος άφιξής του αβέβαιος.
Δεν υπάρχει ένας θάνατος, ο καθένας ζει το δικό του θάνατο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με τον θάνατο τρίτων (διαβάζουν, πληροφορούνται, σκέφτονται το θάνατο άλλων), όχι όμως με το δικό τους θάνατο (πως είναι τα πράγματα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου νεκρό).
Ο θάνατος εξομοιώνει: καθιστά όλους τους ανθρώπους όμοιους είτε υπήρξαν στη ζωή τους πλούσιοι ή φτωχοί, είτε μορφωμένοι ή αμόρφωτοι. Παράλληλα όμως διατηρείται και μια ανομοιότητα. Στο θάνατο μπορούν να αποδίδονται αντιφατικά κατηγορήματα: πως είναι η μεγαλύτερη δυστυχία και η μεγαλύτερη παρηγοριά, πως καλύτερο είναι να πεθάνεις ξαφνικά και πως καλύτερο να πεθάνεις αργά κ.λ.π. Όσο ο θάνατος διατηρεί αυτή την αντιφατικότητα, δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά, δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως ο δικός μου θάνατος.
Κατά τον Kierkegaard σοβαρότητα είναι να ζω την κάθε μου μέρα αφενός σαν να ήταν η τελευταία, αφετέρου τόσο έντονα ανανεωμένη, σα να ήταν η πρώτη μιας μακρόχρονης ζωής.
Μέσα από την βεβαιότητα και την αοριστία του θανάτου ο Heidegger διατυπώνει μια δυνατότητα προετοιμασίας ή προσδοκίας ως νόημα ζωής. Ενώ ο J.P.Sartre ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαπραγματευτεί την άγνοια της θανατικής στιγμής και να πλουτίσει το παρόν του.
Ο Albert Camus λέει: Ανάμεσα στην βεβαιότητα που έχω για την ύπαρξη μου και στο νόημα που προσπαθώ να της δώσω, υπάρχει ένα κενό που δεν θα γεμίσει ποτέ. Ο εαυτός μου θα μου μείνει για πάντα ξένος. Όχι μόνο ο κόσμος, όχι μόνο τα πράγματα και οι καταστάσεις, αλλά ο ίδιος ο εαυτός μου δεν έχει νόημα. Ο εαυτός μου δεν μπορεί καν να αντιπαρατίθεται στον παραλογισμό του κόσμου, γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι και εντέλει κατ’εξοχήν πηγή του παραλογισμού.
Έτσι ο Camus θα φτάσει στην αυτοκτονία, είτε σωματική είτε της σκέψης. Στη συνέχεια όμως θα απορρίψει τη λύση αυτή (αυτοκτονώντας απαλλάσσομαι από τον παραλογισμό, αλλά μόνο επειδή πεθαίνω μαζί του) και θα προτείνει αυτό που ονομάζει «επανάσταση». Πρόκειται για μια επίμονη στάση αναζήτησης. Ζώντας με το παράλογο σημαίνει πάνω απ’όλα ότι το αντιμετωπίζεις. Αντίσταση στο παράλογο της ζωής και του θανάτου σημαίνει ότι αυτά τα δεδομένα δε γίνονται πια αποδεκτά ως αναπόφευκτα πεπρωμένα. Ο επαναστατημένος αυτοβεβαιώνεται και βρίσκει τη δικαίωση και το νόημα της ύπαρξής του μέσα στην αντίσταση, κατά το μέτρο που αυτός επαναστατεί: (μύθος του Σίσυφου).
Ας περάσουμε τώρα στην ψυχολογία και σε κάποιες απόψεις του Freud για το θάνατο. Ο θάνατος τρίτων είναι κατανοητός, όπως ήδη έχει επισημανθεί. Ο προσωπικός θάνατος είναι αδιανόητος, γι’αυτό, όπως και οι αρχέγονοι άνθρωποι, εξακολουθούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές. Κατά βάθος δεν πιστεύει κανένας στο δικό του θάνατο ή με διαφορετικά λόγια, στο ασυνείδητό του ο καθένας είναι πεπεισμένος για την αθανασία του. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου βιώνεται με πόνο, καθότι το καθένα από τα αγαπημένα πρόσωπα αποτελεί ένα μέρος του αγαπημένου μας εγώ. Από την άλλη μεριά ένας τέτοιος θάνατος μας βρίσκει και σύμφωνους, διότι κάθε αγαπημένο πρόσωπο αντιπροσωπεύει και κάτι ξένο. Ο νόμος της αμφιθυμίας συνεχίζει να διέπει τις σχέσεις μας με τα πιο αγαπητά πρόσωπα. Απ’ αυτή την συναισθηματική σύγκρουση άλλωστε γεννήθηκε και η ψυχολογία. Πλάι στο πτώμα του αγαπημένου προσώπου επινόησε ο άνθρωπος τα πνεύματα και στη συνείδηση της ενοχής του που συνόδευσε το πένθος του, οφείλεται το γεγονός ότι αυτά τα πρώτα πνεύματα ήταν κακοί δαίμονες που έπρεπε κανείς να τους φοβάται. Οι αλλοιώσεις που επέφερε ο θάνατος τού υπέβαλαν την ιδέα να χωρίσει το άτομο σε σώμα και ψυχή. Η συνεχής ανάμνηση του πεθαμένου αποτέλεσε τη βάση για την παραδοχή άλλων μορφών μεταθανάτιας ύπαρξης. Στη συνέχεια κατάφεραν οι θρησκείες να εμφανίσουν αυτή τη μεταθανάτια ύπαρξη ως την πιο πολύτιμη και πιο αυθεντική, αφαιρώντας έτσι από το θάνατο τη σημασία του.
Οι διεργασίες αυτές και ιδιαίτερα η συνείδηση της ενοχής δημιούργησε και την πρώτη ηθική επιταγή: ου φονεύσεις, η οποία επεκτάθηκε σιγά σιγά, στο μη αγαπημένο ξένο, τελικά και στον εχθρό (ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος πάντως δε χρησιμοποιεί την επιταγή αυτή για τον εχθρό του).
Στρέφοντας πάλι την προσοχή μας στο ασυνείδητο της δικής μας ψυχικής ζωής, συμπεραίνουμε ότι η πίστη στο θάνατο δεν έχει μέσα μας καμιά αντιστοιχία στο επίπεδο των ορμών. Αυτό μπορεί να είναι άλλωστε και το μυστικό του ηρωισμού. Το άγχος θανάτου είναι, αντίθετα, κάτι δευτερογενές και συνήθως προέρχεται από την συνείδηση της ενοχής.
Από την άλλη πλευρά αναγνωρίζουμε το θάνατο για ξένους και εχθρούς και τον επιβάλλουμε μάλιστα. Το ασυνείδητό μας όμως δεν εκτελεί τη θανάτωση, απλώς τη σκέφτεται και την εύχεται. Ακόμα και στις πιο τρυφερές μας σχέσεις αγάπης, ενυπάρχει μια μικρή δόση εχθρότητας, που μπορεί να υποκινήσει την ασυνείδητη ευχή θανάτου. Απ’αυτή την αμφιθυμική σύγκρουση δεν προκύπτει όμως όπως άλλοτε η ψυχολογία και η ηθική, αλλά η νεύρωση, η οποία μας επιτρέπει να φωτίσουμε και την κανονική ψυχική ζωή.
Μετά απ’όλες αυτές τις σκέψεις και απόψεις για το θάνατο, εύλογο είναι το ερώτημα για το νόημα της ζωής.
Ο Viktor Frankel, ένας ψυχοθεραπευτής που επέζησε το ολοκαύτωμα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα αυτό, συγκεντρώνει τις σκέψεις και έρευνές του σε τρεις προτάσεις:
Η πρώτη είναι ότι το νόημα δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται. Βρίσκεται στον έξω κόσμο και είναι έργο του κάθε ατόμου να το βρει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής του.
Η δεύτερη αναφέρεται στο υπέρτατο νόημα, το οποίο όντως υπάρχει και είναι προσιτό στον καθένα εφόσον έχει επίγνωση ότι, παρά το φαινομενικό χάος, υπάρχει τάξη στο σύμπαν και ότι αυτός αποτελεί μέρος αυτής της τάξεως. Η ύπαρξη του υπέρτατου νοήματος δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί εκτός αν το άτομο κάνει τους δικούς του πειραματισμούς: δηλαδή ένα άτομο μπορεί να ζει ως εάν υπήρχε Νόημα, Τάξη, Σκοπός, Προσανατολισμός και Έργο (είτε βλέπει αυτές τις έννοιες με θρησκευτικό ή με αθεϊστικό πνεύμα), ή μπορεί να ζει ως εάν το κάθε τι να ήταν ένα αυθαίρετο χάος. Και να δει ποια απ’ αυτές τις εναλλακτικές υποθέσεις του γεμίζουν πιο πολύ τη ζωή. Η απόδειξη βρίσκεται στο αποτέλεσμα της έρευνας.
Η τρίτη πρόταση είναι η επίγνωση ότι υπάρχουν νοήματα και μπορούν, και μάλιστα πρέπει, να βρεθούν αν πρόκειται να πληρωθεί το υπαρξιακό κενό. Ακριβώς όπως δεν μπορεί κανείς να βρει την αλήθεια, αλλά πολλά αληθινά αξιώματα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να βρει το νόημα, αλλά πολλές εμπειρίες γεμάτες με νόημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου