Το Ἑλένης ἐγκώμιον, ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα, στην ουσία δεν είναι εγκώμιο αλλά "υπεράσπιση" της Ελένης. Πρόκειται για ρητορική επίδειξη, γραμμένη σε αττική διάλεκτο και στο γνωστό, περίτεχνο ύφος του Γοργία, ο οποίος πρωτοήρθε στην Αθήνα το 427 π.Χ. ως απεσταλμένος της πατρίδας του (των Λεοντίνων). Έχει διατυπωθεί η εικασία ότι το έργο περιλαμβανόταν στην τέχνη (εγχειρίδιο ρητορικής) που φέρεται να είχε γράψει ο Γοργίας.
Στο Ἑλένης ἐγκώμιον ο Γοργίας αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος. Εισαγωγικά απαριθμούνται τέσσερις παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί η ευθύνη για την απόφασή της: 1) οι θεοί και η τύχη, 2) η βία, 3) ο πειστικός λόγος και 4) ο έρωτας. Στη συνέχεια ο Γοργίας εξετάζει έναν ένα με τη σειρά τους τέσσερις αυτούς παράγοντες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου.
[1] Κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία, σώματι δὲ κάλλος, ψυχῇ δὲ σοφία, πράγματι δὲ ἀρετή, λόγῳ δὲ ἀλήθεια· τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία. ἄνδρα δὲ καὶ γυναῖκα καὶ λόγον καὶ ἔργον καὶ πόλιν καὶ πρᾶγμα χρὴ τὸ μὲν ἄξιον ἐπαίνου ἐπαίνῳ τιμᾶν, τῷ δὲ ἀναξίῳ μῶμον ἐπιθεῖναι· ἴση γὰρ ἁμαρτία καὶ ἀμαθία μέμφεσθαί τε τὰ ἐπαινετὰ καὶ ἐπαινεῖν τὰ μωμητά.
[2] τοῦ δ᾽ αὐτοῦ ἀνδρὸς λέξαι τε τὸ δέον ὀρθῶς καὶ ἐλέγξαι τοὺς μεμφομένους Ἑλένην, γυναῖκα περὶ ἧς ὁμόφωνος καὶ ὁμόψυχος γέγονεν ἥ τε τῶν ποιητῶν ἀκουσάντων πίστις ἥ τε τοῦ ὀνόματος φήμη, ὃ τῶν συμφορῶν μνήμη γέγονεν. ἐγὼ δὲ βούλομαι λογισμόν τινα τῷ λόγῳ δοὺς τὴν μὲν κακῶς ἀκούουσαν παῦσαι τῆς αἰτίας, τοὺς δὲ μεμφομένους ψευδομένους ἐπιδεῖξαι καὶ δείξας τἀληθὲς [ἢ] παῦσαι τῆς ἀμαθίας.
[3] ὅτι μὲν οὖν φύσει καὶ γένει τὰ πρῶτα τῶν πρώτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἡ γυνὴ περὶ ἧς ὅδε ὁ λόγος, οὐκ ἄδηλον, οὐδὲ ὀλίγοις. δῆλον γὰρ ὡς μητρὸς μὲν Λήδας, πατρὸς δὲ τοῦ μὲν γενομένου θεοῦ, τοῦ δὲ λεγομένου θνητοῦ, Τυνδάρεω καὶ Διός, ὧν ὁ μὲν διὰ τὸ εἶναι ἔδοξεν, ὁ δὲ διὰ τὸ φάναι ἐλέχθη. καὶ ἦν ὁ μὲν ἀνδρῶν κράτιστος ὁ δὲ πάντων τύραννος.
[4] ἐκ τοιούτων δὲ γενομένη ἔσχε τὸ ἰσόθεον κάλλος, ὃ λαβοῦσα καὶ οὐ λαθοῦσα ἔσχε· πλείστας δὲ πλείστοις ἐπιθυμίας ἔρωτος ἐνειργάσατο, ἑνὶ δὲ σώματι πολλὰ σώματα συνήγαγεν ἀνδρῶν ἐπὶ μεγάλοις μέγα φρονούντων, ὧν οἱ μὲν πλούτου μεγέθη, οἱ δὲ εὐγενείας παλαιᾶς εὐδοξίαν, οἱ δὲ ἀλκῆς οἰκείας εὐεξίαν, οἱ δὲ σοφίας ἐπικτήτου δύναμιν ἔσχον· καὶ ἧκον ἅπαντες ὑπ᾽ ἔρωτός τε φιλονίκου φιλοτιμίας τε ἀνικήτου.
[5] ὅστις μὲν οὖν καὶ δι᾽ ὅ τι καὶ ὅπως ἀπέπλησε τὸν ἔρωτα τὴν Ἑλένην λαβών, οὐ λέξω· τὸ γὰρ τοῖς εἰδόσιν ἃ ἴσασι λέγειν πίστιν μὲν ἔχει, τέρψιν δὲ οὐ φέρει. τὸν χρόνον δὲ τῷ λόγῳ τὸν τότε νῦν ὑπερβὰς ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ μέλλοντος λόγου προβήσομαι, καὶ προθήσομαι τὰς αἰτίας, δι᾽ ἃς εἰκὸς ἦν γενέσθαι τὸν τῆς Ἑλένης εἰς τὴν Τροίαν στόλον.
[6] ἢ γὰρ Τύχης βουλήμασι καὶ θεῶν βουλεύμασι καὶ Ἀνάγκης ψηφίσμασιν ἔπραξεν ἃ ἔπραξεν, ἢ βίᾳ ἁρπασθεῖσα, ἢ λόγοις πεισθεῖσα, ‹ἢ ὄψει ἐρασθεῖσα›. εἰ μὲν οὖν διὰ τὸ πρῶτον, ἄξιος αἰτιᾶσθαι ὁ αἴτιος μόνος· θεοῦ γὰρ προθυμίαν ἀνθρωπίνῃ προμηθίᾳ ἀδύνατον κωλύειν. πέφυκε γὰρ οὐ τὸ κρεῖσσον ὑπὸ τοῦ ἥσσονος κωλύεσθαι, ἀλλὰ τὸ ἧσσον ὑπὸ τοῦ κρείσσονος ἄρχεσθαι καὶ ἄγεσθαι, καὶ τὸ μὲν κρεῖσσον ἡγεῖσθαι, τὸ δὲ ἧσσον ἕπεσθαι. θεὸς δ᾽ ἀνθρώπου κρεῖσσον καὶ βίᾳ καὶ σοφίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις. εἰ οὖν τῇ Τύχῃ καὶ τῷ θεῷ τὴν αἰτίαν ἀναθετέον, ἦ τὴν Ἑλένην τῆς δυσκλείας ἀπολυτέον.
***
[1] Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, το λόγο και την πράξη, την πόλη και το πράγμα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε· γιατί είναι εξίσου σφάλμα όσο και αμάθεια να κατακρίνει κανείς τα αξιέπαινα και να επαινεί τα αξιοκατάκριτα.
[2] Ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν είναι που πρέπει και να πει σωστά αυτό που πρέπει, και να αντικρούσει όσους κατακρίνουν την Ελένη, μια γυναίκα για την οποία έχει υπάρξει ομόφωνη και ομόψυχη και η γνώμη όσων έχουν ακούσει τους ποιητές, αλλά και η φήμη του ονόματός της, το οποίο έχει καταστεί υπόμνηση συμφορών. Εγώ όμως θέλω, προσδίδοντας κάποια λογική στον λόγο μου, από τη μια μεριά αυτήν να την απαλλάξω από το να δέχεται κατηγορίες άδικες, και από την άλλη να καταδείξω ότι αυτοί που την κατακρίνουν λένε ψέματα· και δείχνοντας την αλήθεια να σταματήσω την αμάθεια.
[3] Δεν είναι άγνωστο, ούτε καν σε λίγους, πως η γυναίκα την οποία αυτός ο λόγος αφορά είναι, ως προς τη φύση και την καταγωγή της, πρώτη από τους πρώτους, άντρες και γυναίκες. Είναι γνωστό ότι μητέρα της ήταν η Λήδα και πατέρας της, ο πραγματικός, ένας θεός, ενώ ο υποτιθέμενος, ένας θνητός, ο Τυνδάρεως και ο Δίας —από τους οποίους ο ένας πιστεύτηκε ότι ήταν επειδή πράγματι ήταν, ενώ ο άλλος λέχθηκε ότι ήταν επειδή το ισχυρίστηκε— και ο ένας ήταν ο ισχυρότερος από τους ανθρώπους, ο άλλος κυρίαρχος των πάντων.
[4] Έχοντας απ᾽ αυτούς γεννηθεί, είχε ομορφιά όση οι θεοί, που την δέχτηκε και δεν την έκρυψε· προκάλεσε σε πάρα πολλούς πάρα πολύ ερωτικό πάθος, και με ένα σώμα συγκέντρωσε σώματα πολλών ανδρών που είχαν επιδιώξεις μεγάλες για μεγάλους στόχους· απ᾽ αυτούς άλλοι είχαν μεγάλο πλούτο, άλλοι ένδοξη παλαιά γενιά, άλλοι την ευρωστία της δικής τους αλκής, άλλοι τη δύναμη της κατακτημένης σοφίας· και όλοι έρχονταν οδηγημένοι από άμιλλα ερωτική και φιλοδοξία απαράμιλλη.
[5] Δεν θα αναφερθώ στο ποιός και γιατί και πώς ικανοποίησε τον έρωτά του παίρνοντας την Ελένη· γιατί το να λέει κανείς σ᾽ αυτούς που ξέρουν αυτά που γνωρίζουν είναι πειστικό, δεν φέρνει όμως ευχαρίστηση. Αφήνω τώρα με το λόγο μου τον τότε χρόνο και θα προχωρήσω στην αρχή του μελλοντικού μου λόγου· θα εκθέσω τις αιτίες για τις οποίες ήταν πιθανό να έγινε το ταξίδι της Ελένης στην Τροία.
[6] Έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε. Αν λοιπόν είναι το πρώτο, πρέπει την ευθύνη να την έχει μόνο ο υπαίτιος· γιατί είναι αδύνατον η προαπόφαση του θεού να εμποδιστεί από την ανθρώπινη προνοητικότητα. Αφού από τη φύση του το ανώτερο δεν εμποδίζεται από το κατώτερο, παρά το κατώτερο κυριαρχείται και καθοδηγείται από το ανώτερο, και το ανώτερο κυβερνά ενώ το κατώτερο ακολουθεί. Αλλά ο θεός είναι ανώτερος από τον άνθρωπο και ως προς τη βία και ως προς τη σοφία και ως προς τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη στην Τύχη και στο θεό, την Ελένη πρέπει οπωσδήποτε να την απαλλάξουμε από την καταισχύνη.
Στο Ἑλένης ἐγκώμιον ο Γοργίας αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος. Εισαγωγικά απαριθμούνται τέσσερις παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί η ευθύνη για την απόφασή της: 1) οι θεοί και η τύχη, 2) η βία, 3) ο πειστικός λόγος και 4) ο έρωτας. Στη συνέχεια ο Γοργίας εξετάζει έναν ένα με τη σειρά τους τέσσερις αυτούς παράγοντες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου.
[1] Κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία, σώματι δὲ κάλλος, ψυχῇ δὲ σοφία, πράγματι δὲ ἀρετή, λόγῳ δὲ ἀλήθεια· τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία. ἄνδρα δὲ καὶ γυναῖκα καὶ λόγον καὶ ἔργον καὶ πόλιν καὶ πρᾶγμα χρὴ τὸ μὲν ἄξιον ἐπαίνου ἐπαίνῳ τιμᾶν, τῷ δὲ ἀναξίῳ μῶμον ἐπιθεῖναι· ἴση γὰρ ἁμαρτία καὶ ἀμαθία μέμφεσθαί τε τὰ ἐπαινετὰ καὶ ἐπαινεῖν τὰ μωμητά.
[2] τοῦ δ᾽ αὐτοῦ ἀνδρὸς λέξαι τε τὸ δέον ὀρθῶς καὶ ἐλέγξαι τοὺς μεμφομένους Ἑλένην, γυναῖκα περὶ ἧς ὁμόφωνος καὶ ὁμόψυχος γέγονεν ἥ τε τῶν ποιητῶν ἀκουσάντων πίστις ἥ τε τοῦ ὀνόματος φήμη, ὃ τῶν συμφορῶν μνήμη γέγονεν. ἐγὼ δὲ βούλομαι λογισμόν τινα τῷ λόγῳ δοὺς τὴν μὲν κακῶς ἀκούουσαν παῦσαι τῆς αἰτίας, τοὺς δὲ μεμφομένους ψευδομένους ἐπιδεῖξαι καὶ δείξας τἀληθὲς [ἢ] παῦσαι τῆς ἀμαθίας.
[3] ὅτι μὲν οὖν φύσει καὶ γένει τὰ πρῶτα τῶν πρώτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἡ γυνὴ περὶ ἧς ὅδε ὁ λόγος, οὐκ ἄδηλον, οὐδὲ ὀλίγοις. δῆλον γὰρ ὡς μητρὸς μὲν Λήδας, πατρὸς δὲ τοῦ μὲν γενομένου θεοῦ, τοῦ δὲ λεγομένου θνητοῦ, Τυνδάρεω καὶ Διός, ὧν ὁ μὲν διὰ τὸ εἶναι ἔδοξεν, ὁ δὲ διὰ τὸ φάναι ἐλέχθη. καὶ ἦν ὁ μὲν ἀνδρῶν κράτιστος ὁ δὲ πάντων τύραννος.
[4] ἐκ τοιούτων δὲ γενομένη ἔσχε τὸ ἰσόθεον κάλλος, ὃ λαβοῦσα καὶ οὐ λαθοῦσα ἔσχε· πλείστας δὲ πλείστοις ἐπιθυμίας ἔρωτος ἐνειργάσατο, ἑνὶ δὲ σώματι πολλὰ σώματα συνήγαγεν ἀνδρῶν ἐπὶ μεγάλοις μέγα φρονούντων, ὧν οἱ μὲν πλούτου μεγέθη, οἱ δὲ εὐγενείας παλαιᾶς εὐδοξίαν, οἱ δὲ ἀλκῆς οἰκείας εὐεξίαν, οἱ δὲ σοφίας ἐπικτήτου δύναμιν ἔσχον· καὶ ἧκον ἅπαντες ὑπ᾽ ἔρωτός τε φιλονίκου φιλοτιμίας τε ἀνικήτου.
[5] ὅστις μὲν οὖν καὶ δι᾽ ὅ τι καὶ ὅπως ἀπέπλησε τὸν ἔρωτα τὴν Ἑλένην λαβών, οὐ λέξω· τὸ γὰρ τοῖς εἰδόσιν ἃ ἴσασι λέγειν πίστιν μὲν ἔχει, τέρψιν δὲ οὐ φέρει. τὸν χρόνον δὲ τῷ λόγῳ τὸν τότε νῦν ὑπερβὰς ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ μέλλοντος λόγου προβήσομαι, καὶ προθήσομαι τὰς αἰτίας, δι᾽ ἃς εἰκὸς ἦν γενέσθαι τὸν τῆς Ἑλένης εἰς τὴν Τροίαν στόλον.
[6] ἢ γὰρ Τύχης βουλήμασι καὶ θεῶν βουλεύμασι καὶ Ἀνάγκης ψηφίσμασιν ἔπραξεν ἃ ἔπραξεν, ἢ βίᾳ ἁρπασθεῖσα, ἢ λόγοις πεισθεῖσα, ‹ἢ ὄψει ἐρασθεῖσα›. εἰ μὲν οὖν διὰ τὸ πρῶτον, ἄξιος αἰτιᾶσθαι ὁ αἴτιος μόνος· θεοῦ γὰρ προθυμίαν ἀνθρωπίνῃ προμηθίᾳ ἀδύνατον κωλύειν. πέφυκε γὰρ οὐ τὸ κρεῖσσον ὑπὸ τοῦ ἥσσονος κωλύεσθαι, ἀλλὰ τὸ ἧσσον ὑπὸ τοῦ κρείσσονος ἄρχεσθαι καὶ ἄγεσθαι, καὶ τὸ μὲν κρεῖσσον ἡγεῖσθαι, τὸ δὲ ἧσσον ἕπεσθαι. θεὸς δ᾽ ἀνθρώπου κρεῖσσον καὶ βίᾳ καὶ σοφίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις. εἰ οὖν τῇ Τύχῃ καὶ τῷ θεῷ τὴν αἰτίαν ἀναθετέον, ἦ τὴν Ἑλένην τῆς δυσκλείας ἀπολυτέον.
***
[1] Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, το λόγο και την πράξη, την πόλη και το πράγμα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε· γιατί είναι εξίσου σφάλμα όσο και αμάθεια να κατακρίνει κανείς τα αξιέπαινα και να επαινεί τα αξιοκατάκριτα.
[2] Ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν είναι που πρέπει και να πει σωστά αυτό που πρέπει, και να αντικρούσει όσους κατακρίνουν την Ελένη, μια γυναίκα για την οποία έχει υπάρξει ομόφωνη και ομόψυχη και η γνώμη όσων έχουν ακούσει τους ποιητές, αλλά και η φήμη του ονόματός της, το οποίο έχει καταστεί υπόμνηση συμφορών. Εγώ όμως θέλω, προσδίδοντας κάποια λογική στον λόγο μου, από τη μια μεριά αυτήν να την απαλλάξω από το να δέχεται κατηγορίες άδικες, και από την άλλη να καταδείξω ότι αυτοί που την κατακρίνουν λένε ψέματα· και δείχνοντας την αλήθεια να σταματήσω την αμάθεια.
[3] Δεν είναι άγνωστο, ούτε καν σε λίγους, πως η γυναίκα την οποία αυτός ο λόγος αφορά είναι, ως προς τη φύση και την καταγωγή της, πρώτη από τους πρώτους, άντρες και γυναίκες. Είναι γνωστό ότι μητέρα της ήταν η Λήδα και πατέρας της, ο πραγματικός, ένας θεός, ενώ ο υποτιθέμενος, ένας θνητός, ο Τυνδάρεως και ο Δίας —από τους οποίους ο ένας πιστεύτηκε ότι ήταν επειδή πράγματι ήταν, ενώ ο άλλος λέχθηκε ότι ήταν επειδή το ισχυρίστηκε— και ο ένας ήταν ο ισχυρότερος από τους ανθρώπους, ο άλλος κυρίαρχος των πάντων.
[4] Έχοντας απ᾽ αυτούς γεννηθεί, είχε ομορφιά όση οι θεοί, που την δέχτηκε και δεν την έκρυψε· προκάλεσε σε πάρα πολλούς πάρα πολύ ερωτικό πάθος, και με ένα σώμα συγκέντρωσε σώματα πολλών ανδρών που είχαν επιδιώξεις μεγάλες για μεγάλους στόχους· απ᾽ αυτούς άλλοι είχαν μεγάλο πλούτο, άλλοι ένδοξη παλαιά γενιά, άλλοι την ευρωστία της δικής τους αλκής, άλλοι τη δύναμη της κατακτημένης σοφίας· και όλοι έρχονταν οδηγημένοι από άμιλλα ερωτική και φιλοδοξία απαράμιλλη.
[5] Δεν θα αναφερθώ στο ποιός και γιατί και πώς ικανοποίησε τον έρωτά του παίρνοντας την Ελένη· γιατί το να λέει κανείς σ᾽ αυτούς που ξέρουν αυτά που γνωρίζουν είναι πειστικό, δεν φέρνει όμως ευχαρίστηση. Αφήνω τώρα με το λόγο μου τον τότε χρόνο και θα προχωρήσω στην αρχή του μελλοντικού μου λόγου· θα εκθέσω τις αιτίες για τις οποίες ήταν πιθανό να έγινε το ταξίδι της Ελένης στην Τροία.
[6] Έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε. Αν λοιπόν είναι το πρώτο, πρέπει την ευθύνη να την έχει μόνο ο υπαίτιος· γιατί είναι αδύνατον η προαπόφαση του θεού να εμποδιστεί από την ανθρώπινη προνοητικότητα. Αφού από τη φύση του το ανώτερο δεν εμποδίζεται από το κατώτερο, παρά το κατώτερο κυριαρχείται και καθοδηγείται από το ανώτερο, και το ανώτερο κυβερνά ενώ το κατώτερο ακολουθεί. Αλλά ο θεός είναι ανώτερος από τον άνθρωπο και ως προς τη βία και ως προς τη σοφία και ως προς τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη στην Τύχη και στο θεό, την Ελένη πρέπει οπωσδήποτε να την απαλλάξουμε από την καταισχύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου