Όταν πια ο Αγησίλαος εδραίωσε τη βασιλεία του καταστέλλοντας τη συνωμοσία του Κινάδωνα, έφτασαν τα νέα από την Ασία: «… κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ’ έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να ‘ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να ‘ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν’ αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια». (3,4,1). Η πληροφορία αυτή έφερε ταραχή στη Σπάρτη. Για ποιο σκοπό συγκεντρώνονταν τόσες ναυτικές δυνάμεις;
Ο Λύσανδρος ήταν βέβαιος ότι ενωμένες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα επικρατούσαν με άνεση εκείνες των Περσών «κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις». (3,4,2).
Όμως για το Λύσανδρο το ζήτημα είχε και πολιτικές διαστάσεις: «… ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθειά του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν’ αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα». (3,4,2).
Ο Λύσανδρος φαίνεται να ξέρει καλά τους κανόνες του επεκτατισμού. Οι πόλεις που απελευθερώνονται καλό είναι να ελέγχονται πολιτικά. Να είναι δηλαδή ανά πάσα στιγμή απολύτως διαθέσιμες για οτιδήποτε χρειαστεί. Οι Αθηναίοι, όταν ασκούσαν ηγεμονία, φρόντιζαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Η εντολή των εφόρων για αποκατάσταση των «πατροπαράδοτων πολιτευμάτων» κρίνεται μάλλον αφελής, αφού, αν χανόταν ο πολιτικός έλεγχος των απελευθερωμένων πόλεων, θα ήταν επίφοβη και η επιρροή πάνω σ’ αυτές.
Η τακτική που ακολουθούσαν μέχρι τότε να αφήνουν δικό τους, Λακεδαιμόνιο, αρμοστή ή Δεκαρχίες στις πόλεις που απελευθέρωναν ήταν η επισφράγιση του πολιτικού ελέγχου, δηλαδή της άμεσης επιρροής στα τεκταινόμενα, που όφειλαν να ρυθμίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντα της Σπάρτης. Το σίγουρο είναι ότι η επιστροφή στα «πατροπαράδοτα πολιτεύματα», που διέταξαν οι έφοροι, δεν πρέπει να είχε ακολουθηθεί κατά γράμμα κι ότι το πολιτικό τοπίο των ελληνικών πόλεων της Ασίας ήταν μάλλον θολό, αφού ο Ξενοφώντας συμπληρώνει: «… τα πολιτικά καθεστώτα των πόλεων ήταν συγκεχυμένα – ούτε δημοκρατικά πολιτεύματα λειτουργούσαν πια όπως τον καιρό των Αθηναίων, ούτε κι οι Δεκαρχίες όπως τον καιρό Λυσάνδρου». (3,4,7).
Τελικά, ο Αγησίλαος δέχτηκε να εκστρατεύσει και, όπως ήταν αναμενόμενο, του έδωσαν όλες τις δυνάμεις που ζήτησε γι’ αυτό το σκοπό. Όταν έφτασε στην Έφεσο δέχτηκε αμέσως απεσταλμένους του Τισσαφέρνη. Ήθελαν να μάθουν τους λόγους για τους οποίους ήρθε. Ο Αγησίλαος δεν έκρυψε τις προθέσεις του: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». (3,4,5).
Ο Τισσαφέρνης πρότεινε ανακωχή για να ενημερώσει το βασιλιά. Μέχρι εκείνος να αποφασίσει, ούτε ο Τισσαφέρνης ούτε ο Αγησίλαος θα προέβαιναν σε εχθροπραξίες. Ήταν όμως φανερό ότι ο Τισσαφέρνης δε θα κρατούσε τις υποσχέσεις του. Αντί να ενημερώσει το βασιλιά, όπως δεσμεύτηκε, ζήτησε ενισχύσεις για να χτυπήσει τον Αγησίλαο: «Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή». (3,4,6).
Παρέμεινε στην Έφεσο αδρανής και απομάκρυνε το Λύσανδρο στέλνοντάς τον στον Ελλήσποντο, αφού εκείνος το ζήτησε. Ο Αγησίλαος ήταν φανερά ενοχλημένος από την πολύ υψηλή δημοτικότητά του Λυσάνδρου στην πόλη, που επισκίαζε τον ίδιο: «… τον περιτριγύριζε αδιάκοπα» (το Λύσανδρο εννοείται) «και τον κολάκευε ολόκληρο πλήθος, τόσο που ο Αγησίλαος να μοιάζει ιδιώτης κι ο Λύσανδρος βασιλιάς». (3,4,7).
Όμως, και στον Ελλήσποντο ο Λύσανδρος δεν έμεινε καθόλου άπρακτος: «… μαθαίνοντας ότι ο Φαρνάβαζος είχε προσβάλει τον Πέρση Σπιθριδάτη, μίλησε με τούτον και τον έπεισε ν’ αυτομολήσει μαζί με τα παιδιά του, τα χρήματα που ‘χε μαζί του και κάπου διακόσιους ιππείς». (3,4,10). Τον έστειλε μάλιστα και στην Έφεσο, γεγονός που χαροποίησε ιδιαίτερα τον Αγησίλαο, καθώς του πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή και τον τρόπο της διοίκησης του Φαρναβάζου.
Στο μεταξύ, ο Τισσαφέρνης, αφού πήρε τις ενισχύσεις που ζήτησε, άρχισε να προκαλεί ανοιχτά τον Αγησίλαο και να τον απειλεί με πόλεμο αν δεν έφευγε απ’ την Ασία. Η απάντηση του Αγησιλάου ήταν να διατάξει αμέσως εκστρατεία κι έδωσε εντολή στις πόλεις που βρίσκονταν στο δρόμο για την Καρία να φροντίσουν να έχουν πολλά τρόφιμα, για να ανεφοδιάσει το στρατό του: «… ο Τισσαφέρνης πίστεψε στ’ αλήθεια ότι ο Αγησίλαος θα ‘βαζε στόχο την Καρία όπου είχε ο ίδιος την έδρα του. Έστειλε λοιπόν όλο το πεζικό του εκεί, ενώ παράλληλα έφερνε από αλλού το ιππικό του στην πεδιάδα του Μαιάνδρου, λογαριάζοντας ότι θα μπορούσε να συντρίψει τους Έλληνες με τους καβαλάρηδές του πριν φτάσουν στα δύσβατα μέρη. Ο Αγησίλαος όμως αντί να βαδίσει προς την Καρία πήρε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε για τη Φρυγία». (3,4,12).
Ένας επιπλέον λόγος, που ο Τισσαφέρνης πίστεψε πράγματι ότι ο Αγησίλαος θα κατευθυνθεί προς την Καρία, ήταν ότι η περιοχή εκεί δεν προσφερόταν καθόλου στο ιππικό, τομέας που ο ίδιος υπερτερούσε κατάφωρα έναντι του Αγησιλάου. Το πεδίο μάχης που θα εξουδετέρωνε το ιππικό ήταν ό,τι ευνοϊκότερο για τους Σπαρτιάτες, πολύ περισσότερο όταν ήταν η ίδια η έδρα του εχθρού, όπου μια ήττα θα σήμαινε την ολοκληρωτική συντριβή του.
Ο Αγησίλαος όμως είχε άλλα σχέδια. Στο δρόμο για τη Φρυγία προχώρησε ανενόχλητος σπέρνοντας πανικό. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις κυρίευσε πόλεις και μάζεψε λάφυρα. Μια μάχη όμως που αναγκάστηκε να δώσει με το περσικό ιππικό στο Δασκύλειο, του έδωσε να καταλάβει ότι αν δεν συγκροτούσε αξιόμαχο ιππικό δε θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερες αξιώσεις για την τελική επικράτηση. Οι απώλειες που είχε, παρότι τελικά νίκησε, του το έδειξαν ξεκάθαρα: «Ξεχώρισε λοιπόν τους πιο πλούσιους απ’ όλες τις πόλεις της περιοχής και τους υποχρέωσε να συντηρούν άλογα. Ταυτόχρονα προκήρυξε πως όποιος προσφέρει ένα άλογο, οπλισμό κι έναν αξιόμαχο στρατιώτη θ’ απαλλαγεί από την υποχρέωση να στρατευτεί ο ίδιος». (3,4,15).
Οι Αθηναίοι ζητούσαν φόρους από τις πόλεις που προστάτευαν. Ο Αγησίλαος ζητάει ιππικό κι όποιος δε θέλει να συνεισφέρει ας έρθει να πολεμήσει ο ίδιος: «μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εκτελεστούν οι διαταγές του πολύ γρήγορα – τόση προθυμία έδειχνε ο καθένας να βρει κάποιον άλλον να σκοτωθεί στη θέση του». (3,4,15).
Εγκλωβισμένες ανάμεσα στην παρουσία του Αγησιλάου και στην περσική επιβολή που διαρκώς επικρέμεται οι ελληνικές πόλεις δε θα μπορούσαν να έχουν πολλές επιλογές. Όποιος έχει λεφτά αγοράζει τον αντικαταστάτη του στον πόλεμο. Όποιος δεν έχει πάει να πολεμήσει. Η Σπάρτη βρήκε τον τρόπο να ασκεί επεκτατισμό χωρίς η ίδια να φθείρεται στο ελάχιστο. Μην ξεχνάμε ότι ολόκληρη η εκστρατεία, πέρα από τον Αγησίλαο και το Λύσανδρο, αφορούσε μόλις τριάντα Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι ήταν νεοδαμώδεις και σύμμαχοι από τον ελληνικό χώρο. Τώρα καλούνταν και οι ντόπιοι να μπούνε στο παιχνίδι.
Μια τεράστια σπαρτιατική δύναμη χωρίς Σπαρτιάτες. Σαν να μην επρόκειτο για φορολογία η επίταξη στρατιωτικού υλικού. Σαν να είχε ο καθένας τη δυνατότητα να αποφασίσει απολύτως ελεύθερα τη συμμετοχή του στον πόλεμο ή όχι. Πριν ήταν η αθηναϊκή ισχύς που ανάγκασε τους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες να συμμαχήσουν. Τώρα η Σπάρτη πρέπει να τελειώσει τους λογαριασμούς της με τους Πέρσες.
Ο Αγησίλαος προετοιμάζεται πυρετωδώς: «… συγκέντρωσε όλο τον στρατό στην Έφεσο, και θέλοντας να τον εξασκήσει αθλοθέτησε βραβεία για όποια μονάδα οπλιτών θα ‘χε τα πιο καλογυμνασμένα κορμιά και για όποια μονάδα ιππικού θα ξεχώριζε στην ιππευτική τέχνη· αθλοθέτησε βραβεία και για τους πελταστές και τους τοξότες που θα ‘δειχναν ξεχωριστή επίδοση στις ειδικότητές τους. Ύστερα απ’ αυτό μπορούσε κανένας να δει όλα τα γυμναστήρια γεμάτα άνδρες που γυμνάζονταν, τον ιππόδρομο γεμάτο καβαλάρηδες, τους ακοντιστές και τους τοξότες να ασκούνται… σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι – όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου». (3,4,16-17).
Και σαν να μην έφταναν αυτά: «Επειδή […] ο Αγησίλαος πίστευε ότι η περιφρόνηση για τον εχθρό δυναμώνει κι αυτή το πολεμικό φρόνημα, πρόσταξε τους διαλαλητές να πουλάνε γυμνούς τους βαρβάρους που αιχμαλώτιζαν οι επιδρομείς: το δέρμα τους ήταν άσπρο καθώς δεν γδύνονταν ποτέ, και τα κορμιά τους μαλθακά κι αγύμναστα καθώς μετακινούνταν πάντα μ’ αμάξια, κι έτσι βλέποντάς τους οι στρατιώτες συμπέραναν ότι πολεμώντας εναντίον τους θα ‘ταν το ίδιο σαν να ‘χαν να χτυπηθούν με γυναίκες». (3,4,19).
Ο Αγησίλαος αποδεικνύεται μαέστρος στην πολεμική προετοιμασία, όπως μαέστρος αποδεικνύεται και στη στρατηγική, όταν για δεύτερη φορά κατάφερε να ξεγελάσει τον Τισσαφέρνη. Έχουμε φτάσει πια στο 395 π. Χ., όταν «ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους». (3,4,20), στους οποίους ο Αγησίλαος ανήγγειλε αμέσως ότι θα επιτεθούν στην καρδιά της χώρας ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο: «Ο Τισσαφέρνης […] νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα ‘λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου». (3,4,21).
Όμως, ο Αγησίλαος δεν είχε διάθεση για μπλόφες. Εισέβαλλε πραγματικά εκεί που είχε προαναγγείλει και μετά από ανενόχλητη πορεία τριών ημερών πέτυχε συντριπτική νίκη έναντι του εχθρού στον Πακτωλό. Τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για τον Τισσαφέρνη, που την ίδια στιγμή βρισκόταν στις Σάρδεις. Πολλοί τον κατηγόρησαν για προδοσία: «Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε και ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι». (3,4,25).
Όταν ο Τιθραύστης εκτέλεσε την αποστολή του, ζήτησε από τον Αγησίλαο ανακωχή δεσμευόμενος ότι θα αφήσει ανεξάρτητες τις ελληνικές πόλεις με τον όρο «να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». (3,4,25).
Όπως ήταν φυσικό, ο Αγησίλαος ζήτησε χρόνο, για να ενημερώσει την πατρίδα του και να παρθούν οι αποφάσεις. Ως απάντηση σ’ αυτό ο Τιθραύστης πρότεινε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια κι εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». (3,4,26).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε και λεφτά στον Αγησίλαο – τριάντα τάλαντα – προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβασή του στη Φρυγία. (Την ίδια περίοδο ανακοίνωσαν στον Αγησίλαο ότι θα αναλάβει τη διοίκηση και του ναυτικού με τη σκέψη ότι η ηγεσία όλων των στρατιωτικών δυνάμεων από έναν άνθρωπο θα λειτουργήσει θετικά στο συντονισμό τους. Ο Αγησίλαος, αφού διόρισε ναύαρχο τον Πείσανδρο, που ήταν κουνιάδος του, κατέφυγε και πάλι στη συνδρομή των συμμαχικών πόλεων – αυτών που βρίσκονταν στα παράλια και τα νησιά – από τις οποίες ζήτησε να ετοιμάσουν το γρηγορότερο όσα πολεμικά πλοία θέλει και μπορεί η καθεμιά).
Ο Τιθραύστης θέλει να ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο τον Αγησίλαο φορτώνοντας το πρόβλημα στο Φαρνάβαζο. Είναι φανερό ότι οι Πέρσες δε λειτουργούν συλλογικά. Ο ένας προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες στον άλλο και να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Κι αυτό εκμεταλλεύεται δεόντως ο Αγησίλαος. Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες αξιωματούχοι συμπεριφέρονται σαν αυτόνομοι, ξεχωριστοί πόλοι της ισχύος κι όχι ως υπηρέτες των ίδιων συμφερόντων. Η μετατροπή των δύο στρατοπέδων σε τρία ήταν πραγματική ευεργεσία για τη Σπάρτη, αφού θα αντιμετώπιζε τους εχθρούς μονίμως διαιρεμένους βάζοντας τρικλοποδιές μεταξύ τους.
Η περσική διοίκηση πληρώνει τις εγγενείς αδυναμίες που υπάρχουν μέσα στην ίδια της τη δομή, καθώς ο άκρατος συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο πρόσωπο του βασιλιά κάνει τους κατά τόπους διαχειριστές να ανταγωνίζονται για την εύνοιά του, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τη δική τους περιοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, το στραβοπάτημα του γείτονα όχι μόνο δεν εμπνέει ανησυχία, αλλά μπορεί να είναι και θετικό, γιατί θα ενισχύσει την προσωπική εμπιστοσύνη.
Ο Φαρνάβαζος δυσαρεστήθηκε όταν ο Τισσαφέρνης έγινε αρχιστράτηγος και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί του μόνο όταν ήταν αδύνατο να κάνει αλλιώς. Από την άλλη ο Τιθραύστης πληρώνει χρήματα για να βάλει σε μπελάδες το Φαρνάβαζο και να ωφεληθεί ο ίδιος. Έτσι, είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίο μέτωπο, αφού δεν μπορεί να υπάρξει η ελάχιστη εμπιστοσύνη. Κι αυτό είναι η ματαίωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ο Τιθραύστης βάζει μπροστά άλλα μέσα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο: «… στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους». (3,5,1).
Κι όταν στη μέση μπαίνουν τα λεφτά, σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι που θα τσιμπήσουν: «Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ’ όλο που δεν πήραν μερίδιο απ’ αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία». (3,5,1-2).
Οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Ξεκίνησε τέτοια οργανωμένη συκοφαντική επιχείρηση κατά των Λακεδαιμονίων μέσα στις πόλεις, που σε ελάχιστο χρόνο όλοι τους θεωρούσαν μισητούς. Το επόμενο βήμα ήταν η συμμαχία των μεγάλων πόλεων εναντίον τους. Τέλος, έμενε η αφορμή για να ξεκινήσουν τα πράγματα.
Οι Θηβαίοι μερίμνησαν και γι’ αυτό: «… έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα ‘χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς… Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια…». (3,5,3-4).
Οι Σπαρτιάτες βλέποντας ότι τα πράγματα στην Ασία πάνε καλά χάρη στους χειρισμούς του Αγησιλάου και μην έχοντας άλλο μέτωπο στον ελλαδικό χώρο θεώρησαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να δώσουν ένα μάθημα στους Θηβαίους, που έτσι κι αλλιώς επιδείκνυαν προκλητική συμπεριφορά αρκετό διάστημα: «Οι έφοροι […] κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο» (που είχε γυρίσει από την Ασία) «στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας,» (ο οποίος είχε συμβάλει στην πτώση των τριάντα τυράννων στην Αθήνα) «που θα ‘ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα ‘χε το γενικό πρόσταγμα». (3,5,6). Η Θήβα αντιλαμβανόμενη ότι η Σπάρτη θα επιτεθεί στέλνει πρέσβεις και πείθει την Αθήνα να σπεύσει σε βοήθεια.
Ο Λύσανδρος έφτασε στον Αλίαρτο πριν από τον Παυσανία κι επιτέθηκε στα τείχη χωρίς να τον περιμένει. Αμέσως έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους οι Θηβαίοι με οπλίτες και ιππικό. Ο Λύσανδρος είτε επειδή αιφνιδιάστηκε είτε επειδή θεώρησε ότι θα αναχαιτίσει και τους Θηβαίους έμεινε στη θέση του κι έδωσε μάχη. Οι Σπαρτιάτες γνώρισαν πανωλεθρία κι ο ίδιος ο Λύσανδρος σκοτώθηκε. Ο στρατός το έβαλε στα πόδια κατευθυνόμενος προς το βουνό, ενώ οι Θηβαίοι τον καταδίωκαν.
Τελικά έφτασαν πολύ ψηλά, όπου το μέρος ήταν απότομα ανηφορικό και δύσβατο κι από αυτή τη θέση οι Σπαρτιάτες έκαναν επίθεση πετώντας ακόντια. Όταν σκότωσαν τους πρώτους άρχισαν να κυλάνε τις μεγάλες πέτρες που υπήρχαν με αποτέλεσμα να καταποντίσουν τους Θηβαίους που ήταν χαμηλά. Το κλίμα αντιστράφηκε, οι Θηβαίοι είχαν πάνω από διακόσιους νεκρούς και βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογία.
Όταν έφτασε ο Παυσανίας, ήταν σχεδόν σε πανικό. Πήραν θάρρος όμως, με την άφιξη των Αθηναίων, οι οποίοι παρατάχτηκαν μαζί τους. Ο Παυσανίας έκανε συμβούλιο κι αποφάσισε ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για να δοθεί μάχη. Αρκέστηκε να πάρει τους νεκρούς και να γυρίσει στην πατρίδα μέσα σε κλίμα περιφρόνησης και άκρατης προσβλητικότητας από την πλευρά των Θηβαίων. Το γόητρο της Σπάρτης είχε δεχτεί τεράστιο πλήγμα.
Για τον Παυσανία δεν ήταν καλές οι εξελίξεις στην πατρίδα: «… δικάστηκε κι υπήρχε πιθανότητα να τον εκτελέσουν: τον κατηγορούσαν ότι πήγε στον Αλίαρτο μετά το Λύσανδρο ενώ είχε συμφωνήσει να βρίσκεται εκεί την ίδια μέρα, ότι παρέλαβε τους νεκρούς με εκεχειρία αντί να προσπαθήσει να τους πάρει πίσω με μάχη, κι ότι τον καιρό που είχε τους Αθηναίους δημοκρατικούς στο χέρι του, στον Πειραιά, τους είχε αφήσει να ξεφύγουν». (3,5,25).
Οι Σπαρτιάτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του να ελέγχει ο ισχυρός την πολιτική ζωή των άλλων. Όσο για τον Παυσανία: «Επειδή κοντά στ’ άλλα δεν παρουσιάστηκε και στη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο· τότε κατέφυγε στην Τεγέα, όπου πέθανε από αρρώστια». (3,5,25).
Ο Λύσανδρος ήταν βέβαιος ότι ενωμένες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα επικρατούσαν με άνεση εκείνες των Περσών «κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις». (3,4,2).
Όμως για το Λύσανδρο το ζήτημα είχε και πολιτικές διαστάσεις: «… ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθειά του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν’ αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα». (3,4,2).
Ο Λύσανδρος φαίνεται να ξέρει καλά τους κανόνες του επεκτατισμού. Οι πόλεις που απελευθερώνονται καλό είναι να ελέγχονται πολιτικά. Να είναι δηλαδή ανά πάσα στιγμή απολύτως διαθέσιμες για οτιδήποτε χρειαστεί. Οι Αθηναίοι, όταν ασκούσαν ηγεμονία, φρόντιζαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Η εντολή των εφόρων για αποκατάσταση των «πατροπαράδοτων πολιτευμάτων» κρίνεται μάλλον αφελής, αφού, αν χανόταν ο πολιτικός έλεγχος των απελευθερωμένων πόλεων, θα ήταν επίφοβη και η επιρροή πάνω σ’ αυτές.
Η τακτική που ακολουθούσαν μέχρι τότε να αφήνουν δικό τους, Λακεδαιμόνιο, αρμοστή ή Δεκαρχίες στις πόλεις που απελευθέρωναν ήταν η επισφράγιση του πολιτικού ελέγχου, δηλαδή της άμεσης επιρροής στα τεκταινόμενα, που όφειλαν να ρυθμίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντα της Σπάρτης. Το σίγουρο είναι ότι η επιστροφή στα «πατροπαράδοτα πολιτεύματα», που διέταξαν οι έφοροι, δεν πρέπει να είχε ακολουθηθεί κατά γράμμα κι ότι το πολιτικό τοπίο των ελληνικών πόλεων της Ασίας ήταν μάλλον θολό, αφού ο Ξενοφώντας συμπληρώνει: «… τα πολιτικά καθεστώτα των πόλεων ήταν συγκεχυμένα – ούτε δημοκρατικά πολιτεύματα λειτουργούσαν πια όπως τον καιρό των Αθηναίων, ούτε κι οι Δεκαρχίες όπως τον καιρό Λυσάνδρου». (3,4,7).
Τελικά, ο Αγησίλαος δέχτηκε να εκστρατεύσει και, όπως ήταν αναμενόμενο, του έδωσαν όλες τις δυνάμεις που ζήτησε γι’ αυτό το σκοπό. Όταν έφτασε στην Έφεσο δέχτηκε αμέσως απεσταλμένους του Τισσαφέρνη. Ήθελαν να μάθουν τους λόγους για τους οποίους ήρθε. Ο Αγησίλαος δεν έκρυψε τις προθέσεις του: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». (3,4,5).
Ο Τισσαφέρνης πρότεινε ανακωχή για να ενημερώσει το βασιλιά. Μέχρι εκείνος να αποφασίσει, ούτε ο Τισσαφέρνης ούτε ο Αγησίλαος θα προέβαιναν σε εχθροπραξίες. Ήταν όμως φανερό ότι ο Τισσαφέρνης δε θα κρατούσε τις υποσχέσεις του. Αντί να ενημερώσει το βασιλιά, όπως δεσμεύτηκε, ζήτησε ενισχύσεις για να χτυπήσει τον Αγησίλαο: «Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή». (3,4,6).
Παρέμεινε στην Έφεσο αδρανής και απομάκρυνε το Λύσανδρο στέλνοντάς τον στον Ελλήσποντο, αφού εκείνος το ζήτησε. Ο Αγησίλαος ήταν φανερά ενοχλημένος από την πολύ υψηλή δημοτικότητά του Λυσάνδρου στην πόλη, που επισκίαζε τον ίδιο: «… τον περιτριγύριζε αδιάκοπα» (το Λύσανδρο εννοείται) «και τον κολάκευε ολόκληρο πλήθος, τόσο που ο Αγησίλαος να μοιάζει ιδιώτης κι ο Λύσανδρος βασιλιάς». (3,4,7).
Όμως, και στον Ελλήσποντο ο Λύσανδρος δεν έμεινε καθόλου άπρακτος: «… μαθαίνοντας ότι ο Φαρνάβαζος είχε προσβάλει τον Πέρση Σπιθριδάτη, μίλησε με τούτον και τον έπεισε ν’ αυτομολήσει μαζί με τα παιδιά του, τα χρήματα που ‘χε μαζί του και κάπου διακόσιους ιππείς». (3,4,10). Τον έστειλε μάλιστα και στην Έφεσο, γεγονός που χαροποίησε ιδιαίτερα τον Αγησίλαο, καθώς του πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή και τον τρόπο της διοίκησης του Φαρναβάζου.
Στο μεταξύ, ο Τισσαφέρνης, αφού πήρε τις ενισχύσεις που ζήτησε, άρχισε να προκαλεί ανοιχτά τον Αγησίλαο και να τον απειλεί με πόλεμο αν δεν έφευγε απ’ την Ασία. Η απάντηση του Αγησιλάου ήταν να διατάξει αμέσως εκστρατεία κι έδωσε εντολή στις πόλεις που βρίσκονταν στο δρόμο για την Καρία να φροντίσουν να έχουν πολλά τρόφιμα, για να ανεφοδιάσει το στρατό του: «… ο Τισσαφέρνης πίστεψε στ’ αλήθεια ότι ο Αγησίλαος θα ‘βαζε στόχο την Καρία όπου είχε ο ίδιος την έδρα του. Έστειλε λοιπόν όλο το πεζικό του εκεί, ενώ παράλληλα έφερνε από αλλού το ιππικό του στην πεδιάδα του Μαιάνδρου, λογαριάζοντας ότι θα μπορούσε να συντρίψει τους Έλληνες με τους καβαλάρηδές του πριν φτάσουν στα δύσβατα μέρη. Ο Αγησίλαος όμως αντί να βαδίσει προς την Καρία πήρε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε για τη Φρυγία». (3,4,12).
Ένας επιπλέον λόγος, που ο Τισσαφέρνης πίστεψε πράγματι ότι ο Αγησίλαος θα κατευθυνθεί προς την Καρία, ήταν ότι η περιοχή εκεί δεν προσφερόταν καθόλου στο ιππικό, τομέας που ο ίδιος υπερτερούσε κατάφωρα έναντι του Αγησιλάου. Το πεδίο μάχης που θα εξουδετέρωνε το ιππικό ήταν ό,τι ευνοϊκότερο για τους Σπαρτιάτες, πολύ περισσότερο όταν ήταν η ίδια η έδρα του εχθρού, όπου μια ήττα θα σήμαινε την ολοκληρωτική συντριβή του.
Ο Αγησίλαος όμως είχε άλλα σχέδια. Στο δρόμο για τη Φρυγία προχώρησε ανενόχλητος σπέρνοντας πανικό. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις κυρίευσε πόλεις και μάζεψε λάφυρα. Μια μάχη όμως που αναγκάστηκε να δώσει με το περσικό ιππικό στο Δασκύλειο, του έδωσε να καταλάβει ότι αν δεν συγκροτούσε αξιόμαχο ιππικό δε θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερες αξιώσεις για την τελική επικράτηση. Οι απώλειες που είχε, παρότι τελικά νίκησε, του το έδειξαν ξεκάθαρα: «Ξεχώρισε λοιπόν τους πιο πλούσιους απ’ όλες τις πόλεις της περιοχής και τους υποχρέωσε να συντηρούν άλογα. Ταυτόχρονα προκήρυξε πως όποιος προσφέρει ένα άλογο, οπλισμό κι έναν αξιόμαχο στρατιώτη θ’ απαλλαγεί από την υποχρέωση να στρατευτεί ο ίδιος». (3,4,15).
Οι Αθηναίοι ζητούσαν φόρους από τις πόλεις που προστάτευαν. Ο Αγησίλαος ζητάει ιππικό κι όποιος δε θέλει να συνεισφέρει ας έρθει να πολεμήσει ο ίδιος: «μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εκτελεστούν οι διαταγές του πολύ γρήγορα – τόση προθυμία έδειχνε ο καθένας να βρει κάποιον άλλον να σκοτωθεί στη θέση του». (3,4,15).
Εγκλωβισμένες ανάμεσα στην παρουσία του Αγησιλάου και στην περσική επιβολή που διαρκώς επικρέμεται οι ελληνικές πόλεις δε θα μπορούσαν να έχουν πολλές επιλογές. Όποιος έχει λεφτά αγοράζει τον αντικαταστάτη του στον πόλεμο. Όποιος δεν έχει πάει να πολεμήσει. Η Σπάρτη βρήκε τον τρόπο να ασκεί επεκτατισμό χωρίς η ίδια να φθείρεται στο ελάχιστο. Μην ξεχνάμε ότι ολόκληρη η εκστρατεία, πέρα από τον Αγησίλαο και το Λύσανδρο, αφορούσε μόλις τριάντα Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι ήταν νεοδαμώδεις και σύμμαχοι από τον ελληνικό χώρο. Τώρα καλούνταν και οι ντόπιοι να μπούνε στο παιχνίδι.
Μια τεράστια σπαρτιατική δύναμη χωρίς Σπαρτιάτες. Σαν να μην επρόκειτο για φορολογία η επίταξη στρατιωτικού υλικού. Σαν να είχε ο καθένας τη δυνατότητα να αποφασίσει απολύτως ελεύθερα τη συμμετοχή του στον πόλεμο ή όχι. Πριν ήταν η αθηναϊκή ισχύς που ανάγκασε τους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες να συμμαχήσουν. Τώρα η Σπάρτη πρέπει να τελειώσει τους λογαριασμούς της με τους Πέρσες.
Ο Αγησίλαος προετοιμάζεται πυρετωδώς: «… συγκέντρωσε όλο τον στρατό στην Έφεσο, και θέλοντας να τον εξασκήσει αθλοθέτησε βραβεία για όποια μονάδα οπλιτών θα ‘χε τα πιο καλογυμνασμένα κορμιά και για όποια μονάδα ιππικού θα ξεχώριζε στην ιππευτική τέχνη· αθλοθέτησε βραβεία και για τους πελταστές και τους τοξότες που θα ‘δειχναν ξεχωριστή επίδοση στις ειδικότητές τους. Ύστερα απ’ αυτό μπορούσε κανένας να δει όλα τα γυμναστήρια γεμάτα άνδρες που γυμνάζονταν, τον ιππόδρομο γεμάτο καβαλάρηδες, τους ακοντιστές και τους τοξότες να ασκούνται… σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι – όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου». (3,4,16-17).
Και σαν να μην έφταναν αυτά: «Επειδή […] ο Αγησίλαος πίστευε ότι η περιφρόνηση για τον εχθρό δυναμώνει κι αυτή το πολεμικό φρόνημα, πρόσταξε τους διαλαλητές να πουλάνε γυμνούς τους βαρβάρους που αιχμαλώτιζαν οι επιδρομείς: το δέρμα τους ήταν άσπρο καθώς δεν γδύνονταν ποτέ, και τα κορμιά τους μαλθακά κι αγύμναστα καθώς μετακινούνταν πάντα μ’ αμάξια, κι έτσι βλέποντάς τους οι στρατιώτες συμπέραναν ότι πολεμώντας εναντίον τους θα ‘ταν το ίδιο σαν να ‘χαν να χτυπηθούν με γυναίκες». (3,4,19).
Ο Αγησίλαος αποδεικνύεται μαέστρος στην πολεμική προετοιμασία, όπως μαέστρος αποδεικνύεται και στη στρατηγική, όταν για δεύτερη φορά κατάφερε να ξεγελάσει τον Τισσαφέρνη. Έχουμε φτάσει πια στο 395 π. Χ., όταν «ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους». (3,4,20), στους οποίους ο Αγησίλαος ανήγγειλε αμέσως ότι θα επιτεθούν στην καρδιά της χώρας ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο: «Ο Τισσαφέρνης […] νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα ‘λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου». (3,4,21).
Όμως, ο Αγησίλαος δεν είχε διάθεση για μπλόφες. Εισέβαλλε πραγματικά εκεί που είχε προαναγγείλει και μετά από ανενόχλητη πορεία τριών ημερών πέτυχε συντριπτική νίκη έναντι του εχθρού στον Πακτωλό. Τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για τον Τισσαφέρνη, που την ίδια στιγμή βρισκόταν στις Σάρδεις. Πολλοί τον κατηγόρησαν για προδοσία: «Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε και ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι». (3,4,25).
Όταν ο Τιθραύστης εκτέλεσε την αποστολή του, ζήτησε από τον Αγησίλαο ανακωχή δεσμευόμενος ότι θα αφήσει ανεξάρτητες τις ελληνικές πόλεις με τον όρο «να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». (3,4,25).
Όπως ήταν φυσικό, ο Αγησίλαος ζήτησε χρόνο, για να ενημερώσει την πατρίδα του και να παρθούν οι αποφάσεις. Ως απάντηση σ’ αυτό ο Τιθραύστης πρότεινε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια κι εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». (3,4,26).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε και λεφτά στον Αγησίλαο – τριάντα τάλαντα – προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβασή του στη Φρυγία. (Την ίδια περίοδο ανακοίνωσαν στον Αγησίλαο ότι θα αναλάβει τη διοίκηση και του ναυτικού με τη σκέψη ότι η ηγεσία όλων των στρατιωτικών δυνάμεων από έναν άνθρωπο θα λειτουργήσει θετικά στο συντονισμό τους. Ο Αγησίλαος, αφού διόρισε ναύαρχο τον Πείσανδρο, που ήταν κουνιάδος του, κατέφυγε και πάλι στη συνδρομή των συμμαχικών πόλεων – αυτών που βρίσκονταν στα παράλια και τα νησιά – από τις οποίες ζήτησε να ετοιμάσουν το γρηγορότερο όσα πολεμικά πλοία θέλει και μπορεί η καθεμιά).
Ο Τιθραύστης θέλει να ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο τον Αγησίλαο φορτώνοντας το πρόβλημα στο Φαρνάβαζο. Είναι φανερό ότι οι Πέρσες δε λειτουργούν συλλογικά. Ο ένας προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες στον άλλο και να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Κι αυτό εκμεταλλεύεται δεόντως ο Αγησίλαος. Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες αξιωματούχοι συμπεριφέρονται σαν αυτόνομοι, ξεχωριστοί πόλοι της ισχύος κι όχι ως υπηρέτες των ίδιων συμφερόντων. Η μετατροπή των δύο στρατοπέδων σε τρία ήταν πραγματική ευεργεσία για τη Σπάρτη, αφού θα αντιμετώπιζε τους εχθρούς μονίμως διαιρεμένους βάζοντας τρικλοποδιές μεταξύ τους.
Η περσική διοίκηση πληρώνει τις εγγενείς αδυναμίες που υπάρχουν μέσα στην ίδια της τη δομή, καθώς ο άκρατος συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο πρόσωπο του βασιλιά κάνει τους κατά τόπους διαχειριστές να ανταγωνίζονται για την εύνοιά του, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τη δική τους περιοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, το στραβοπάτημα του γείτονα όχι μόνο δεν εμπνέει ανησυχία, αλλά μπορεί να είναι και θετικό, γιατί θα ενισχύσει την προσωπική εμπιστοσύνη.
Ο Φαρνάβαζος δυσαρεστήθηκε όταν ο Τισσαφέρνης έγινε αρχιστράτηγος και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί του μόνο όταν ήταν αδύνατο να κάνει αλλιώς. Από την άλλη ο Τιθραύστης πληρώνει χρήματα για να βάλει σε μπελάδες το Φαρνάβαζο και να ωφεληθεί ο ίδιος. Έτσι, είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίο μέτωπο, αφού δεν μπορεί να υπάρξει η ελάχιστη εμπιστοσύνη. Κι αυτό είναι η ματαίωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ο Τιθραύστης βάζει μπροστά άλλα μέσα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο: «… στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους». (3,5,1).
Κι όταν στη μέση μπαίνουν τα λεφτά, σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι που θα τσιμπήσουν: «Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ’ όλο που δεν πήραν μερίδιο απ’ αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία». (3,5,1-2).
Οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Ξεκίνησε τέτοια οργανωμένη συκοφαντική επιχείρηση κατά των Λακεδαιμονίων μέσα στις πόλεις, που σε ελάχιστο χρόνο όλοι τους θεωρούσαν μισητούς. Το επόμενο βήμα ήταν η συμμαχία των μεγάλων πόλεων εναντίον τους. Τέλος, έμενε η αφορμή για να ξεκινήσουν τα πράγματα.
Οι Θηβαίοι μερίμνησαν και γι’ αυτό: «… έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα ‘χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς… Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια…». (3,5,3-4).
Οι Σπαρτιάτες βλέποντας ότι τα πράγματα στην Ασία πάνε καλά χάρη στους χειρισμούς του Αγησιλάου και μην έχοντας άλλο μέτωπο στον ελλαδικό χώρο θεώρησαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να δώσουν ένα μάθημα στους Θηβαίους, που έτσι κι αλλιώς επιδείκνυαν προκλητική συμπεριφορά αρκετό διάστημα: «Οι έφοροι […] κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο» (που είχε γυρίσει από την Ασία) «στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας,» (ο οποίος είχε συμβάλει στην πτώση των τριάντα τυράννων στην Αθήνα) «που θα ‘ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα ‘χε το γενικό πρόσταγμα». (3,5,6). Η Θήβα αντιλαμβανόμενη ότι η Σπάρτη θα επιτεθεί στέλνει πρέσβεις και πείθει την Αθήνα να σπεύσει σε βοήθεια.
Ο Λύσανδρος έφτασε στον Αλίαρτο πριν από τον Παυσανία κι επιτέθηκε στα τείχη χωρίς να τον περιμένει. Αμέσως έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους οι Θηβαίοι με οπλίτες και ιππικό. Ο Λύσανδρος είτε επειδή αιφνιδιάστηκε είτε επειδή θεώρησε ότι θα αναχαιτίσει και τους Θηβαίους έμεινε στη θέση του κι έδωσε μάχη. Οι Σπαρτιάτες γνώρισαν πανωλεθρία κι ο ίδιος ο Λύσανδρος σκοτώθηκε. Ο στρατός το έβαλε στα πόδια κατευθυνόμενος προς το βουνό, ενώ οι Θηβαίοι τον καταδίωκαν.
Τελικά έφτασαν πολύ ψηλά, όπου το μέρος ήταν απότομα ανηφορικό και δύσβατο κι από αυτή τη θέση οι Σπαρτιάτες έκαναν επίθεση πετώντας ακόντια. Όταν σκότωσαν τους πρώτους άρχισαν να κυλάνε τις μεγάλες πέτρες που υπήρχαν με αποτέλεσμα να καταποντίσουν τους Θηβαίους που ήταν χαμηλά. Το κλίμα αντιστράφηκε, οι Θηβαίοι είχαν πάνω από διακόσιους νεκρούς και βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογία.
Όταν έφτασε ο Παυσανίας, ήταν σχεδόν σε πανικό. Πήραν θάρρος όμως, με την άφιξη των Αθηναίων, οι οποίοι παρατάχτηκαν μαζί τους. Ο Παυσανίας έκανε συμβούλιο κι αποφάσισε ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για να δοθεί μάχη. Αρκέστηκε να πάρει τους νεκρούς και να γυρίσει στην πατρίδα μέσα σε κλίμα περιφρόνησης και άκρατης προσβλητικότητας από την πλευρά των Θηβαίων. Το γόητρο της Σπάρτης είχε δεχτεί τεράστιο πλήγμα.
Για τον Παυσανία δεν ήταν καλές οι εξελίξεις στην πατρίδα: «… δικάστηκε κι υπήρχε πιθανότητα να τον εκτελέσουν: τον κατηγορούσαν ότι πήγε στον Αλίαρτο μετά το Λύσανδρο ενώ είχε συμφωνήσει να βρίσκεται εκεί την ίδια μέρα, ότι παρέλαβε τους νεκρούς με εκεχειρία αντί να προσπαθήσει να τους πάρει πίσω με μάχη, κι ότι τον καιρό που είχε τους Αθηναίους δημοκρατικούς στο χέρι του, στον Πειραιά, τους είχε αφήσει να ξεφύγουν». (3,5,25).
Οι Σπαρτιάτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του να ελέγχει ο ισχυρός την πολιτική ζωή των άλλων. Όσο για τον Παυσανία: «Επειδή κοντά στ’ άλλα δεν παρουσιάστηκε και στη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο· τότε κατέφυγε στην Τεγέα, όπου πέθανε από αρρώστια». (3,5,25).
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου