Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει, όταν ασχολείσαι με κάτι άλλο. -Φερνάντο Πεσόα
Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των υγρών ξύλων που καίγονταν στο τζάκι. Από μακριά διέκρινα ίσως και τη συρτή κραυγή κάποιου περαστικού αετού που προετοίμαζε το νεκρικό του δείπνο. Εκκωφαντική ησυχία. Από εκείνες που αφήνουν την εσωτερική φασαρία μας να αναδειχθεί. Σκέψεις, σχέδια, άγχη, μνησικακίες, ονειροφαντασίες άρχισαν να παρελαύνουν μέσα στο μυαλό μου. Τελικά, η ησυχία δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται.
Ένιωθα μια λεπτή ανεπαίσθητη αγωνία, έναν αμυδρό πανικό στην ιδέα ότι εκεί που βρισκόμουν, στην κορυφή του Χολομώντα, δεν είχα καμιά διέξοδο που να μπορεί να λειτουργήσει σαν «ζώνη άνεσης», καμιά δυνατότητα διαφυγής ή διάσπασης, ούτε σήμα στο κινητό, ούτε πρόσβαση σε τηλεόραση, ή σε υπολογιστή. Καμιά διαφυγή από την εσωτερική φασαρία μου.
Αφού έφερα ένα γύρω ξανά και ξανά τα πενήντα ξύλινα τετραγωνικά του μικρού σπιτιού και επιθεώρησα με το αμείλικτο μάτι του παλιού συμβολαιογράφου την κάθε παραμικρή λεπτομέρεια και ατέλεια (θεέ μου, πόσεις ατέλειες είχε…!) και αφού οραματίστηκα, σύμφωνα με τον κοινωνικά προγραμματισμένο καταναλωτικό μου νου, σχεδόν ολόκληρο το πολυκατάστημα συμπυκνωμένο μέσα στο σπιτάκι, σε μια ονειροχώρα όπου όλα θα είναι όμορφα και πλούσια, χωρίς φθορά, χωρίς δυσαρμονία, ένα μείγμα Sims και Barbie στην εξοχή, με χαμογελαστούς γείτονες που να ασχολούνται με τη φυσική καλλιέργεια και την αυτοκατανάλωση, στο τέλος τα παράτησα εξουθενωμένη. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να οργανώσω εξωτερικά αυτό το χάος, εκτός αν διέθετα μαγικές υπερδυνάμεις σαν αυτές του Μίκυ ως βοηθού-Μάγου!
Κάθισα εξουθενωμένη σε μια γωνία του καναπέ κι ένιωσα αυτή την ησυχία να με τυλίγει απειλητικά. Επί μισό σχεδόν αιώνα παιδί μιας πόλης που γουργουρίζει, μουγκρίζει, στριγγλίζει, τσιρίζει, τρίζει, ήταν φυσικό να νιώθω τουλάχιστον άβολα σε ένα περιβάλλον όπου ακόμη κι ο ήχος της μέλισσας διασχίζει τον αέρα με την ορμητικότητα ενός αεροπλάνου! Επιτέλους, τι θα μπορούσα να κάνω για να περάσουν γρήγορα αυτές οι ώρες και να ξανατρέξω σαν τον άσωτο υιό πίσω στη θορυβώδη μου ασφάλεια;
Τότε αποφάσισα να κάνω μια συμφωνία με τον εαυτό μου: να κάτσω για λίγο απλά «στα αυγά μου». Να πάψω να κυνηγάω τον έλεγχο πάνω στα πράγματα, πάνω στους ανθρώπους, πάνω στις ιδέες μου για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή. Να κάτσω χωρίς να κάνω τίποτα, παρά να ακούω τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ήχους χωρίς να τους κρίνω, χωρίς να τους διαλέγω ή να τους χαρακτηρίζω, χωρίς να απορρίπτω τίποτε ή να προσκολλώμαι σε τίποτε.
Η εικόνα που εμφανίστηκε στο νου μου ήταν από ένα Ζεν βουδιστικό παράδειγμα για το διαλογισμό. Η ιστορία έλεγε ότι η αίσθηση χαλάρωσης που υποτίθεται ότι πρέπει να συνοδεύει το διαλογισμό μοιάζει με ένα σφιχτοδεμένο δεμάτι χόρτα που κόβουμε το σκοινί και χαλαρώνει και απλώνει φουσκώνοντας ανακουφισμένο. Ωραία εικόνα στ’ αλήθεια! Προσπάθησα να αφουγκραστώ τον ήχο που θα έκανε ένα δεμάτι χόρτα που χαλαρώνει.
Αναλογιστείτε μια στιγμή μόνο την πανέμορφη ελληνική έκφραση «να κάτσω στα αυγά μου». Πόσο άνετα και απαλά κάθονται οι κότες και οι χήνες στα αυγά τους… Κάπως έτσι θα πρέπει να καθόμαστε και εμείς πάνω στον φασαριόζικο νου μας: απαλά, ευγενικά, με αποδοχή, με άνεση και στοργή. Αν καθόμαστε έτσι, όλο και κάτι καλό θα βγει…! Ο ήχος της ησυχίας δεν είναι ίδιος με τον ήχο της σιωπής. Η σιωπή μπορεί να απλωθεί μέσα σου ξαφνικά, μέσα στη καρδιά της φασαρίας, ας πούμε στο κέντρο της υπαίθριας αγοράς της Θεσσαλονίκης…
Πρόσφατα διάβαζα στον ημερήσιο τύπο για τις βλαβερές επιπτώσεις του υπερβολικού θορύβου στην υγεία μας. Μόνο που εμείς τον έχουμε τόσο συνηθίσει, που θεωρούμε πλέον «φυσιολογικό» να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μέσα σε αυτό το βουητό. Μέχρι που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο «ασφαλείς» η ένταση της τηλεόρασης του διπλανού στη διαπασών ή το μαρσάρισμα του ατζαμή οδηγού κάτω στο δρόμο ή το ατελείωτο βουητό της πόλης 24 ώρες το 24ωρο (άραγε ησυχάζει καθόλου η πόλη γύρω στα χαράματα).
Εκεί κάπου βρίσκεται το κοινό μυστικό της συλλογικής διάσπασης και της ασυνειδησίας μας. Οι θόρυβοι, που μας περιβάλλουν διαρκώς, «καλύπτουν» τον εσωτερικό μας θόρυβο και έτσι δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κρίσης. Ως επί το πλείστον διάγουμε τον βίο μας καλυμμένοι από το προστατευτικό μαξιλάρι των θορύβων, που είναι κάτι σαν ψυχικός αερόσακος που μας μονώνει από τις αιχμηρές γωνίες των αρνητικών συναισθημάτων μας.
Εκπαιδευόμαστε από μικροί καλά σε αυτό: Πώς να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε τον εσωτερικό μας θόρυβο που αντηχεί τον πόνο μας. Πώς κάθε φορά που υποφέρουμε συνειδητά ή ασυνείδητα να αποσπούμε την προσοχή μας με το πάτημα ενός κουμπιού, να «ξεχνιόμαστε» μέσα σε έναν πλασματικό τηλεοπτικό (ή διαδικτυακό πλέον) κόσμο, αφήνοντας την εσωτερική ακαταστασία μας να υποβόσκει υπόκωφα. Σίγουρα χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να μπορέσει κανείς να κλείσει την τηλεόραση και να κάτσει σε διαλογισμό. Να κλείσει τη διάσπαση και να αφουγκραστεί τη διαύγεια και την εγρήγορση που πηγάζουν από μέσα του.
Άραγε είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλα τα μοναστήρια, όλα τα ερημητήρια όλων των παραδόσεων βρίσκονται μακριά από πόλεις, στις κορυφές των βουνών και στις εσχατιές της ερήμου; Οι μοναχοί λένε ότι «η σιωπή χρειάζεται για να ακουστεί μέσα σου η φωνή του θεού». Μέχρι όμως να φτάσεις στη σιωπή, μέχρι ν’ ακούσεις τη φωνή του θεού, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ενοχές και χωρίς προσκόλληση, τις κακοφωνίες της δικής σου εγωκεντρικής ανωριμότητας. Ο «θεός» δεν μπορεί ν’ ακουστεί όταν κυριαρχεί το Εγώ.
Ίσως να αποκοιμήθηκα, ίσως και να έχασα την αίσθηση του χρόνου. Όταν ξανασηκώθηκα και ετοιμάστηκα να φύγω, είχα μέσα μου απλωμένο ένα διάστημα ησυχίας τεράστιο σαν τον ουρανό. Κανείς δεν θα μπορούσε να με κάνει πια να το χάσω!
Έβαλα μπρος τη μηχανή του τζιπ και μου ακούστηκε για πρώτη φορά σαν θεσπέσια μελωδία! Καθώς πλησίαζα στο τερατώδες αυτό συνονθύλευμα από μπετόν, ηλεκτρομαγνητικά κύματα και συλλογική νεύρωση, που συμβατικά αποκαλούμε «πόλη», το διάστημα αυτό άρχισε σταδιακά να χάνεται. Όταν έφτασα πλέον στο σπίτι, η χιπ-χοπ ανακατευόταν με τον Χατζηγιάννη στη διαπασών, η τηλεόραση ξερνούσε αγχωτικές ειδήσεις, το πλυντήριο πιάτων αγκομαχούσε και το τηλέφωνο προσπαθούσε μάταια να ακουστεί χτυπώντας ανηλεώς κάθε τρία λεπτά. Σήκωσα τα μανίκια και έκανα επίθεση στα άπλυτα ρούχα. Μόνο που τώρα ήξερα: πέρα από τα δικαιώματα του πολίτη, του ανθρώπου, των προσφύγων, των εθνών και πολλών άλλων, υπάρχει και το δικαίωμα στην ησυχία!
Είναι πανανθρώπινο, αναφαίρετο και δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά. Το δικαίωμα αυτό διεκδικείται από τον εαυτό μας και μόνο. Είναι θέμα προσωπικής επιλογής και συνειδητής πνευματικής αντίστασης.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των υγρών ξύλων που καίγονταν στο τζάκι. Από μακριά διέκρινα ίσως και τη συρτή κραυγή κάποιου περαστικού αετού που προετοίμαζε το νεκρικό του δείπνο. Εκκωφαντική ησυχία. Από εκείνες που αφήνουν την εσωτερική φασαρία μας να αναδειχθεί. Σκέψεις, σχέδια, άγχη, μνησικακίες, ονειροφαντασίες άρχισαν να παρελαύνουν μέσα στο μυαλό μου. Τελικά, η ησυχία δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται.
Ένιωθα μια λεπτή ανεπαίσθητη αγωνία, έναν αμυδρό πανικό στην ιδέα ότι εκεί που βρισκόμουν, στην κορυφή του Χολομώντα, δεν είχα καμιά διέξοδο που να μπορεί να λειτουργήσει σαν «ζώνη άνεσης», καμιά δυνατότητα διαφυγής ή διάσπασης, ούτε σήμα στο κινητό, ούτε πρόσβαση σε τηλεόραση, ή σε υπολογιστή. Καμιά διαφυγή από την εσωτερική φασαρία μου.
Αφού έφερα ένα γύρω ξανά και ξανά τα πενήντα ξύλινα τετραγωνικά του μικρού σπιτιού και επιθεώρησα με το αμείλικτο μάτι του παλιού συμβολαιογράφου την κάθε παραμικρή λεπτομέρεια και ατέλεια (θεέ μου, πόσεις ατέλειες είχε…!) και αφού οραματίστηκα, σύμφωνα με τον κοινωνικά προγραμματισμένο καταναλωτικό μου νου, σχεδόν ολόκληρο το πολυκατάστημα συμπυκνωμένο μέσα στο σπιτάκι, σε μια ονειροχώρα όπου όλα θα είναι όμορφα και πλούσια, χωρίς φθορά, χωρίς δυσαρμονία, ένα μείγμα Sims και Barbie στην εξοχή, με χαμογελαστούς γείτονες που να ασχολούνται με τη φυσική καλλιέργεια και την αυτοκατανάλωση, στο τέλος τα παράτησα εξουθενωμένη. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να οργανώσω εξωτερικά αυτό το χάος, εκτός αν διέθετα μαγικές υπερδυνάμεις σαν αυτές του Μίκυ ως βοηθού-Μάγου!
Κάθισα εξουθενωμένη σε μια γωνία του καναπέ κι ένιωσα αυτή την ησυχία να με τυλίγει απειλητικά. Επί μισό σχεδόν αιώνα παιδί μιας πόλης που γουργουρίζει, μουγκρίζει, στριγγλίζει, τσιρίζει, τρίζει, ήταν φυσικό να νιώθω τουλάχιστον άβολα σε ένα περιβάλλον όπου ακόμη κι ο ήχος της μέλισσας διασχίζει τον αέρα με την ορμητικότητα ενός αεροπλάνου! Επιτέλους, τι θα μπορούσα να κάνω για να περάσουν γρήγορα αυτές οι ώρες και να ξανατρέξω σαν τον άσωτο υιό πίσω στη θορυβώδη μου ασφάλεια;
Τότε αποφάσισα να κάνω μια συμφωνία με τον εαυτό μου: να κάτσω για λίγο απλά «στα αυγά μου». Να πάψω να κυνηγάω τον έλεγχο πάνω στα πράγματα, πάνω στους ανθρώπους, πάνω στις ιδέες μου για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή. Να κάτσω χωρίς να κάνω τίποτα, παρά να ακούω τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ήχους χωρίς να τους κρίνω, χωρίς να τους διαλέγω ή να τους χαρακτηρίζω, χωρίς να απορρίπτω τίποτε ή να προσκολλώμαι σε τίποτε.
Η εικόνα που εμφανίστηκε στο νου μου ήταν από ένα Ζεν βουδιστικό παράδειγμα για το διαλογισμό. Η ιστορία έλεγε ότι η αίσθηση χαλάρωσης που υποτίθεται ότι πρέπει να συνοδεύει το διαλογισμό μοιάζει με ένα σφιχτοδεμένο δεμάτι χόρτα που κόβουμε το σκοινί και χαλαρώνει και απλώνει φουσκώνοντας ανακουφισμένο. Ωραία εικόνα στ’ αλήθεια! Προσπάθησα να αφουγκραστώ τον ήχο που θα έκανε ένα δεμάτι χόρτα που χαλαρώνει.
Αναλογιστείτε μια στιγμή μόνο την πανέμορφη ελληνική έκφραση «να κάτσω στα αυγά μου». Πόσο άνετα και απαλά κάθονται οι κότες και οι χήνες στα αυγά τους… Κάπως έτσι θα πρέπει να καθόμαστε και εμείς πάνω στον φασαριόζικο νου μας: απαλά, ευγενικά, με αποδοχή, με άνεση και στοργή. Αν καθόμαστε έτσι, όλο και κάτι καλό θα βγει…! Ο ήχος της ησυχίας δεν είναι ίδιος με τον ήχο της σιωπής. Η σιωπή μπορεί να απλωθεί μέσα σου ξαφνικά, μέσα στη καρδιά της φασαρίας, ας πούμε στο κέντρο της υπαίθριας αγοράς της Θεσσαλονίκης…
Η σιωπή έχει να κάνει με την επαφή με τον εσωτερικό βαθύ εαυτό σου, εκεί που τα νερά της λίμνης γαληνεύουν και γίνονται μαβιά… Αντίστοιχα, η ησυχία μπορεί να φέρει μαζί της την πιο εκκωφαντική φασαρία.Σκέψεις και παρορμήσεις ατάκτως εριμμένες, ιδέες με τη σφραγίδα του κατεπείγοντος που προσγειώνονται από το πουθενά πάνω στο κεφάλι μας, και ξαφνικά βρισκόμαστε να μας απασχολούν τα πιο απίθανα αναμασημένα και ξεχασμένα πράγματα, παλιές εκκρεμότητες, καθυστερημένες ή ετεροχρονισμένες νοητικές κατασκευές που επιβάλλουν αδιάκριτα την παρουσία τους μέσα στο μυαλό μας, κάθε φορά που καθόμαστε σε ησυχία.
Η διαδρομή από την ησυχία προς τη σιωπή είναι η μοναδική προσωπική πνευματική διαδρομή του καθενός μας. Μπορεί να ακολουθήσει του κόσμου τα αδιάβατα και δαιδαλώδη μονοπάτια. Αλλά περπατιέται από τον καθένα μας μοναχικά.Καθώς καθόμουν λοιπόν, συνειδητοποίησα το εξής αυτονόητο, πλην όμως μας διαφεύγει συστηματικά, όπως όλα τα αυτονόητα: Στη σύγχρονη κοινωνία περιβαλλόμαστε συνεχώς από έναν καταιγισμό θορύβων, δυσαρμονικών και δυσάρεστων ήχων. Οι πόλεις μας, οι δρόμοι, τα πάρκα, τα αυτοκίνητα, τα εμπορικά κέντρα, οι χώροι εργασίας μας αλλά και τα ίδια μας τα σπίτια (με τα πλυντήρια, τα ψυγεία, τους υπολογιστές, τα τηλέφωνα, τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις) δονούνται διαρκώς σαν μια δυσοίωνη κυψέλη.
Πρόσφατα διάβαζα στον ημερήσιο τύπο για τις βλαβερές επιπτώσεις του υπερβολικού θορύβου στην υγεία μας. Μόνο που εμείς τον έχουμε τόσο συνηθίσει, που θεωρούμε πλέον «φυσιολογικό» να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μέσα σε αυτό το βουητό. Μέχρι που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο «ασφαλείς» η ένταση της τηλεόρασης του διπλανού στη διαπασών ή το μαρσάρισμα του ατζαμή οδηγού κάτω στο δρόμο ή το ατελείωτο βουητό της πόλης 24 ώρες το 24ωρο (άραγε ησυχάζει καθόλου η πόλη γύρω στα χαράματα).
Εκεί κάπου βρίσκεται το κοινό μυστικό της συλλογικής διάσπασης και της ασυνειδησίας μας. Οι θόρυβοι, που μας περιβάλλουν διαρκώς, «καλύπτουν» τον εσωτερικό μας θόρυβο και έτσι δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κρίσης. Ως επί το πλείστον διάγουμε τον βίο μας καλυμμένοι από το προστατευτικό μαξιλάρι των θορύβων, που είναι κάτι σαν ψυχικός αερόσακος που μας μονώνει από τις αιχμηρές γωνίες των αρνητικών συναισθημάτων μας.
Εκπαιδευόμαστε από μικροί καλά σε αυτό: Πώς να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε τον εσωτερικό μας θόρυβο που αντηχεί τον πόνο μας. Πώς κάθε φορά που υποφέρουμε συνειδητά ή ασυνείδητα να αποσπούμε την προσοχή μας με το πάτημα ενός κουμπιού, να «ξεχνιόμαστε» μέσα σε έναν πλασματικό τηλεοπτικό (ή διαδικτυακό πλέον) κόσμο, αφήνοντας την εσωτερική ακαταστασία μας να υποβόσκει υπόκωφα. Σίγουρα χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να μπορέσει κανείς να κλείσει την τηλεόραση και να κάτσει σε διαλογισμό. Να κλείσει τη διάσπαση και να αφουγκραστεί τη διαύγεια και την εγρήγορση που πηγάζουν από μέσα του.
Άραγε είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλα τα μοναστήρια, όλα τα ερημητήρια όλων των παραδόσεων βρίσκονται μακριά από πόλεις, στις κορυφές των βουνών και στις εσχατιές της ερήμου; Οι μοναχοί λένε ότι «η σιωπή χρειάζεται για να ακουστεί μέσα σου η φωνή του θεού». Μέχρι όμως να φτάσεις στη σιωπή, μέχρι ν’ ακούσεις τη φωνή του θεού, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ενοχές και χωρίς προσκόλληση, τις κακοφωνίες της δικής σου εγωκεντρικής ανωριμότητας. Ο «θεός» δεν μπορεί ν’ ακουστεί όταν κυριαρχεί το Εγώ.
Ίσως να αποκοιμήθηκα, ίσως και να έχασα την αίσθηση του χρόνου. Όταν ξανασηκώθηκα και ετοιμάστηκα να φύγω, είχα μέσα μου απλωμένο ένα διάστημα ησυχίας τεράστιο σαν τον ουρανό. Κανείς δεν θα μπορούσε να με κάνει πια να το χάσω!
Έβαλα μπρος τη μηχανή του τζιπ και μου ακούστηκε για πρώτη φορά σαν θεσπέσια μελωδία! Καθώς πλησίαζα στο τερατώδες αυτό συνονθύλευμα από μπετόν, ηλεκτρομαγνητικά κύματα και συλλογική νεύρωση, που συμβατικά αποκαλούμε «πόλη», το διάστημα αυτό άρχισε σταδιακά να χάνεται. Όταν έφτασα πλέον στο σπίτι, η χιπ-χοπ ανακατευόταν με τον Χατζηγιάννη στη διαπασών, η τηλεόραση ξερνούσε αγχωτικές ειδήσεις, το πλυντήριο πιάτων αγκομαχούσε και το τηλέφωνο προσπαθούσε μάταια να ακουστεί χτυπώντας ανηλεώς κάθε τρία λεπτά. Σήκωσα τα μανίκια και έκανα επίθεση στα άπλυτα ρούχα. Μόνο που τώρα ήξερα: πέρα από τα δικαιώματα του πολίτη, του ανθρώπου, των προσφύγων, των εθνών και πολλών άλλων, υπάρχει και το δικαίωμα στην ησυχία!
Είναι πανανθρώπινο, αναφαίρετο και δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά. Το δικαίωμα αυτό διεκδικείται από τον εαυτό μας και μόνο. Είναι θέμα προσωπικής επιλογής και συνειδητής πνευματικής αντίστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου