Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, οι άνθρωποι γεννιούνται με έμφυτες ιδέες, που βρίσκονται ριζωμένες μέσα στο νου. Οι ιδέες αυτές είναι απαραίτητες για να φτάσει κανείς στη γνώση του εαυτού του και του περιβάλλοντός του. Ο νους έχει τη δική του υπόσταση, μπορεί δηλαδή να υπάρξει χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται από οποιοδήποτε άλλο πράγμα. Πέρα όμως από το νου υπάρχει και μια άλλη θεμελιώδης υπόσταση και αυτή είναι η εκτατή υπόσταση που εκτείνεται στο χωροχρόνο. Ο άνθρωπος είναι η σύνθεση αυτών των δύο υποστάσεων, της σκέψης και της ύλης, ιδέα από την οποία πηγάζει ο δυισμός του Ντεκάρτ.
Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, εφόσον μπορεί να σκέφτεται και οι σκέψεις που υπάρχουν στο νου του βρίσκονται εκεί ανά πάσα στιγμή αυτούσιες, δεν μπορεί παρά αφού σκέφτεται να είναι κάτι, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, αν δεν ήταν τίποτε, δεν θα μπορούσε να έχει και καμία σκέψη. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», καταλήγει λοιπόν ο Ντεκάρτ; παράλληλα όμως, το να μπορεί να υπάρχει μέσα από τη σκέψη του αλλά και το να μην υπάρχει χωρίς αυτή, τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση πως ο εαυτός του είναι μια υπόσταση της οποίας «ολόκληρη η ουσία ή η φύση της δεν είναι παρά το να σκέπτεται και δεν έχει ανάγκη για να υπάρχει από κανένα τόπο ούτε και εξαρτιέται από τίποτα υλικό. Έτσι που, αυτό το εγώ, δηλαδή η ψυχή, χάρη στην οποία είμαι ό,τι είμαι, είναι εντελώς ξέχωρη από το σώμα». Κατ’ αυτό το τρόπο, κάνει έναν διαχωρισμό ευθύ μεταξύ νου και σώματος, θεωρώντας τα σαν δύο ξέχωρες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Επομένως, ο νους δεν μπορεί να αποσπαστεί από τον εαυτό. Ακόμα και αν δεν υπάρχει το σώμα, ο νους ως ψυχή δεν θα σταματήσει να υπάρχει. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος υπάρχει για όσο χρόνο σκέφτεται. Γιατί ακόμη κι αν υπάρχει αμφιβολία για την αλήθεια της σκέψης, από μόνο του το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι ικανός να νοήσει αυτή την αμφιβολία και να στοχαστεί πάνω σ’αυτή, αποδεικνύει πως ο άνθρωπος είναι ένα σκεπτόμενο ον και γι΄αυτό αληθινά υπαρκτό.
Ο νους, λοιπόν, αποτελεί μια ανεξάρτητη υπόσταση, η οποία παραμένει αναλλοίωτη ακόμη κι αν τα επιμέρους συστατικά του νου αλλάξουν. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με το σώμα, το οποίο αλλάζει ταυτότητα αν αλλάξει το σχήμα των μελών του. Αντίθετα με το σώμα που μπορεί να διαιρεθεί σε ξέχωρα σημεία, ο νους αποτελεί ένα και το αυτό ολοκληρωμένο. Επομένως νους και σώμα είναι διαφορετικά από τη φύση τους και μπορούν λόγω της διαφορετικής τους υπόστασης να υπάρξουν ανεξάρτητα μεταξύ τους.
Την αντίθεση στην ιδέα πως οι άνθρωποι γεννιούνται με έμφυτες ιδέες που τους βοηθούν να φτάνουν στη γνώση έρχεται να προβάλει ο Λοκ. Σύμφωνα με την θεωρία του, ο άνθρωπος δεν γεννιέται με έμφυτες ιδέες αλλά ως αδιαμόρφωτος νους, ο οποίος διαμορφώνεται με βάση την επίδραση των εξωτερικών ερεθισμάτων που δέχεται καθένας από το περιβάλλον και τις εμπειρίες του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχει απολύτως τίποτα αρχικά. Αντιθέτως, υπάρχουν a priori αλήθειες, αρχές που αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οι εμπειρίες από το εξωτερικό περιβάλλον χτίζουν φτιάχνοντας ιδέες. Ο νους επομένως έχει την εγγενή ικανότητα να γνωρίσει, αλλά η γνώση αυτή διαμορφώνεται από τις εμπειρίες.
Σε αντίθεση με τη θέση του Ντεκάρτ που θεωρούσε τον εαυτό του ως μια άυλη σκεπτόμενη υπόσταση που απαρτίζει την ταυτότητά του, ο Λοκ πιστεύει πως είναι η συνείδηση ενός προσώπου αυτή που του δίνει την προσωπική του ταυτότητα, η οποία υπάρχει ξέχωρα από την πνευματική ή την σωματική του υπόσταση και είναι αυτή επίσης που συνδέει τις σκέψεις με τις πράξεις.
Κατά τον Λοκ λοιπόν, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο, το πρόσωπο και την ψυχή. Ο άνθρωπος αποτελεί μια ενότητα, στοιχείο της οποίας είναι το σώμα του, που έχει υλική υπόσταση και έτσι εξαρτάται από εκτατές παραμέτρους όπως είναι ο χώρος και ο χρόνος. Το πρόσωπο όμως είναι κάτι το διαφορετικό. Το πρόσωπο είναι ο φορέας της συνείδησης του ανθρώπου στο βαθμό που ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λοκ, είναι ιδιοκτήτης του προσώπου του. Υπ’ αυτή την έννοια, το πρόσωπο αποτελεί τη απαραίτητη προϋπόθεση για την ενότητα των σκέψεων και των πράξεων, πράγμα που σημαίνει πως ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του και έχει τόσο δικαιώματα όσο και υποχρεώσεις.
Επομένως για τον Λοκ, η προσωπική ταυτότητα βασίζεται στην συνείδηση, η οποία έχει την ικανότητα αναστοχασμού και την δυνατότητα γέννησης ιδεών κάτω από την επιρροή των εμπειριών και είναι κάτι το τελείως διακριτό σε σχέση με το σώμα ή την άυλη ψυχή, νοώντας την ψυχή ως το «άυλο εκείνο πνεύμα που σκέφτεται μέσα στον άνθρωπο και τον διατηρεί ίδιο ακόμη και αν υπάρχει μεταβολή στο σώμα του». Ενώ επομένως, ως κριτήριο για τον ορισμό της έννοιας άνθρωπος νοείται η ψυχοσωματική ενότητα που ορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου ως τέτοια, η οποία σχετίζεται και με τη μορφή που θα πρέπει να έχει ένα σώμα για να θεωρείται ανθρώπινο, ως κριτήριο για τον ορισμό του προσώπου χρησιμεύει μόνο η συνείδηση, με την οποία καθένας αναλογίζεται και αξιολογεί τις πράξεις του γυρνώντας με την σκέψη πίσω σ’ αυτά που έχει κάνει.
Ένας άνθρωπος λοιπόν, ακόμη και αν αλλάξει το σώμα του και η ψυχοσωματική του υπόσταση, παραμένει το ίδιο πρόσωπο εφόσον η συνείδησή του παραμένει αμετάβλητη και διατηρεί τη συνέχειά της γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενά του Λοκ, οτιδήποτε έχει συνείδηση παροντικών και παρελθοντικών πράξεων, έχει δηλαδή συνέχεια, είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Και φορέας αυτής της συνέχειας είναι η μνήμη. Και αυτό γιατί μέσω της μνήμης, το πρόσωπο αναστοχάζεται πάνω σε παρελθούσες σκέψεις και πράξεις στη διάρκεια του χρόνου και αναλαμβάνει τις ευθύνες του γι’ αυτά που πράττει. Διαφορετικά, η μη μνήμη οδηγεί στην λήθη και αυτή με τη σειρά της στην διακοπή της συνείδησης και άρα στην διάλυση του προσώπου.
Τη διάσταση ανθρώπου και προσώπου, έτσι όπως την ορίζει ο Λοκ, υπογραμμίζει έντεχνα ο Κάφκα στο βιβλίο του Μεταμόρφωση. Η ιστορία αφηγείται την ζωή ενός ανθρώπου που παρόλο που αλλάζει σώμα και άρα χάνει την ανθρώπινη διάστασή του, καθώς μεταμορφώνεται σε ζωύφιο, δεν χάνει παρ’ όλ’ αυτά το πρόσωπό του. Ο πρωταγωνιστής δεν αντιδρά καθόλου σ’ αυτή του τη μεταμόρφωση. Αν και το σώμα του έχει αλλάξει και αυτό του προκαλεί κάποιες πρακτικές δυσκολίες, ωστόσο η προσωπική του ταυτότητα δεν κλονίζεται καθώς συνεχίζει και μετά την μεταμόρφωση του σώματός του να έχει τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια συναισθήματα.
Οι μνήμες της ζωής του καθορίζουν και τώρα τις σκέψεις του οπότε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως παρόλη την εξωτερική αλλαγή που έχει υποστεί, η συνέχεια της προσωπικής του ταυτότητας δεν κλονίζεται καθόλου. Λαμβάνοντας υπόψη τα λεγόμενα του Λοκ, εφόσον η μνήμη συνεχίζει να λειτουργεί το ίδιο με πριν, παρόλο που η αλλαγή στην εμφάνιση είναι δραστική τόσο που έχει παντελώς αλλοιώσει την ανθρώπινη υπόσταση του πρωταγωνιστή, η συνείδησή του παραμένει αναλλοίωτη καθώς όσο υπάρχει η μνήμη, αντιστέκεται στην αλλαγή του προσώπου, ανεξάρτητα από το πόσο δραστική είναι η αλλαγή της ανθρώπινης ιδιότητάς του.
Ο πρωταγωνιστής, ο Σάμσα, είναι ένα άτομο υποτελές που καταπιέζει τις προσωπικές του επιθυμίες προς όφελος της οικογένειάς του. Μέσα από το πέρας της ιστορίας φαίνεται πως αυτή του η ιδιότητα διατηρείται μέχρι το τέλος του, γεγονός που δηλώνει πως, αν και έχει αλλάξει μορφή, η συνείδησή του παραμένει απαράλλακτη και κατά συνέπεια, αισθάνεται ο ίδιος Σάμσα ως το τέλος. Ενώ η οικογένειά του, που αρχικά έχει αποδεχτεί την νέα κατάσταση, αρχίζει κατόπιν να τον θεωρεί βάρος και θέλει να απαλλαγεί απ΄αυτόν όταν πια καταλαβαίνει πως δεν θα επανέλθει στην ανθρώπινη του κατάσταση και πως δεν θα μπορέσει να προσφέρει όσα τους πρόσφερε πρωτύτερα, ο Σάμσα εξακολουθεί να τρέφει αισθήματα στοργής γι’ αυτούς. Φτάνει μάλιστα στο σημείο, ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο υποτέλειας που ακολουθούσε και στην ανθρώπινη ζωή του, να αποφασίσει να τελειώσει τη ζωή του γιατί πιστεύει πως αυτό θα είναι το καλύτερο για την οικογένειά του. Φαίνεται λοιπόν πως, αν και ο Σάμσα έχει αλλάξει μορφή, εξακολουθεί να τρέφει τα ίδια συναισθήματα και να είναι το ίδιο υποτελής όπως και πριν, γιατί οι μνήμες του εαυτού του, παρόλη την αλλαγή του, παραμένουν οι ίδιες, διατηρώντας και το πρόσωπό του αναλλοίωτο μέχρι το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου