Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ')

H MΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975
(Η Συνέχεια από το ΜΕΡΟΣ Β΄)

H METABAΣH ΣTH ΔHMOKPATIA KAI H ΣYNTAΞH TOY NEOY KATAΣTATIKOY XAPTH

Ι. Εισαγωγικά

Το Σύνταγµα του 1975 είναι προϊόν µιας ουσιαστικής καµπής της συνταγµατικής και της πολιτικής µας ιστορίας, η οποία σφραγίστηκε µε την ιστορική συγκυρία της επιβολής και της κατάρρευσης της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967. Συνεπώς, για να κατανοήσει κανείς βαθύτερα τη µεγάλη αυτή καµπή και τον Καταστατικό Χάρτη που παρήγαγε, δεν µπορεί να παρακάµψει τη δικτατορική παρέµβαση του 1967 - 1974 και το πολιτικό κλίµα που διαµόρφωσε...

Όταν είχε κορυφωθεί η αντίδραση του Ελληνικού λαού κατά των αλλεπάλληλων και προκλητικών παρεµβάσεων των ανακτόρων στην πολιτική ζωή της χώρας και του ξένου παράγοντα στα εθνικά µας ζητήµατα, παρενέβη ο στρατός, την κατέπνιξε και, καταλύοντας το δηµοκρατικό πολίτευµα, εγκαθίδρυσε την επταετή στρατιωτική δικτατορία. Το αυταρχικό καθεστώς δεν κατέλυσε µόνο τη δηµοκρατία και τις πολιτικές ελευθερίες του Ελληνικού λαού, αλλά, παραβιάζοντας εγκληµατικά θεµελιώδεις αρχές της εθνικής πολιτικής, έπληξε βαρύτατα τα εθνικά συµφέροντα της χώρας και το εθνικό αίσθηµα των Ελλήνων.

Αποκορύφωµα της ξενοκίνητης αυτής πολιτικής ήταν η ευθύνη για το πραξικόπηµα της Κύπρου, την απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την Τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Η επιβολή της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες, που άσκησαν ουσιαστική επίδραση στην πορεία της χώρας. Ειδικότερα, µπορεί κανείς να αναφέρει τα ακόλουθα:

α) Εξήγειρε το φρόνηµα του Ελληνικού λαού και προκάλεσε την αποδοκιµασία της συντριπτικής πλειονότητάς του. Μεγάλη µερίδα του κατέστη ενεργός µε τον σχηµατισµό πολυάριθµων αντιστασιακών οργανώσεων, που ανέπτυξαν ευρύτατο συνολικό φάσµα δράσης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Κορυφαία γεγονότα της αντίστασης ήταν οι εξεγέρσεις της Νοµικής Σχολής και του Πολυτεχνείου.

β) Προκάλεσε την αποδοκιµασία και τις αντιδράσεις της πλειονότητας των λαών και κρατών της διεθνούς κοινότητας, µε κορυφαίο γεγονός την καταδίκη της δικτατορικής κυβέρνησης και τον εξαναγκασµό της τελευταίας σε καταγγελία της Σύµβασης της Ρώµης «Περί Προασπίσεως των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών» και αποχώρηση από το Συµβούλιο της Ευρώπης. Υπενθυµίζεται εδώ το βαρύ πολιτικό πλήγµα που επέφερε στο αυταρχικό καθεστώς η διεξαγωγή «της Ελληνικής υπόθεσης» («L’affaire Grecque») στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, όπου αποκαλύφθηκαν τα βασανιστήρια και γενικότερα οι παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύµβασης.

γ) Τραυµάτισε βαρύτατα το εθνικό αίσθηµα του Ελληνισµού µε την εγκληµατική συνέργεια του καθεστώτος στα γεγονότα της Κύπρου και κλόνισε τους παλαιούς συµµαχικούς δεσµούς της χώρας.

δ) Έπληξε καίρια τις ήδη ασθενείς και τραυµατισµένες πολιτικές βάσεις του θεσµού της µοναρχίας στην Ελλάδα και όξυνε στο έπακρο το εγγενές δηµοκρατικό αίσθηµα του Ελληνικού λαού. Αυτό προσανατόλισε τις υγιείς πολιτικές δυνάµεις του προς την αναζήτηση ενός νέου συντάγµατος, που θα θέσπιζε πλήρεις εγγυήσεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων, θα εγκαθίδρυε ένα σύγχρονο δηµοκρατικό πολίτευµα, χωρίς θεσµικά κατάλοιπα και εστίες αυταρχισµού, και θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία του Ελληνικού λαού απέναντι στην ξένη επιβουλή.

ε) Η σηµαντικότερη, ίσως, συνέπεια της δικτατορίας, ως ιστορικής συγκυρίας για τη συντακτική πολιτική του 1974 - 1975, είναι η απελευθέρωση των ιδεολογικών και πολιτικών δυνάµεων που επήλθε µε την πτώση της.

Οι ιδεολογικές και πολιτικές αυτές δυνάµεις ήσαν επί δεκαετίες φιµωµένες και υπό απαγόρευση. Το µεγάλο, µε παγκόσµιες διαστάσεις, κίνηµα των νέων κατά των καταλοίπων του θεσµικού και του κοινωνικού αυταρχισµού, το κίνηµα του Μάη του '68, δεν έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Βρήκε, βεβαίως, τη στιγµιαία αλλά καθοριστικής πολιτικής σηµασίας έκφρασή του µε τις εξεγέρσεις των φοιτητών της Νοµικής Σχολής και του Πολυτεχνείου. Ως κοινωνικοπολιτική δύναµη, όµως, µετατέθηκε και έδρασε στο αµέσως µετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος χρόνο.

Αυτά όλα δεν µπορούσαν παρά να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της συντακτικής πολιτικής για ένα νέο σύνταγµα. Οι πολιτικές αυτές συνέπειες της επιβολής της δικτατορίας ήταν φυσικό να οδηγήσουν καθοριστικά τη χώρα στη συνταγµατική µεταβολή του 1975. Ώθησαν το δικτατορικό καθεστώς στην κατάρρευση και συγχρόνως προσανατόλισαν όλες τις πολιτικές δυνάµεις προς την εγκαθίδρυση µιας σύγχρονης πραγµατικής δηµοκρατίας, που θα ανταποκρινόταν στο νέο πολιτικό αίσθηµα του λαού.

Πρέπει, όµως, να επισηµανθεί, όµως, εδώ, ότι ιδιαίτερη πολιτική σηµασία είχε και το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, που ανέλαβε τα ηνία της αναίµακτης µετάβασης στη δηµοκρατία, είχε συλλάβει και ενστερνισθεί πολιτικά το αίσθηµα του λαού. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να οδηγήσει, µε την σύµπραξη όλων των δηµοκρατικών πολιτικών δυνάµεων, στη συνταγµατική µεταβολή της µορφής του πολιτεύµατος µε ασφάλεια και επιτυχία. Στις 23 Ιουλίου 1974, το καθεστώς της επταετούς δικτατορίας, που είχε επιβληθεί µε το στρατιωτικό πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου 1967, κατέρρευσε.

Με το ιστορικό αυτό γεγονός αρχίζει η επάνοδος στη δηµοκρατία και η πολιτική και συντακτική διαδικασία παραγωγής του Συντάγµατος του 1975. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται σε τρεις φάσεις:

α) Στη φάση της πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος και της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος», όπως ονοµάσθηκε η κυβέρνηση µετάβασης από τη δικτατορία στη δηµοκρατία µε Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραµανλή.

β) Στη φάση της διακυβέρνησης της χώρας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος».

γ) Στη φάση της συντακτικής διαδικασίας, που περιλαµβάνει: την εκλογή της πρώτης εθνικής αντιπροσωπείας και της πρώτης κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, το δηµοψήφισµα της 8ης ∆εκεµβρίου 1974 για τη µορφή του πολιτεύµατος και τη διαδικασία της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» µέχρι τη θέση σε ισχύ του Συντάγµατος, στις 9 Ιουνίου 1975.


ΙΙ. Πρώτη Φάση: Η Κατάρρευση της Δικτατορίας και η ''Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος''

1. Η Κατάρρευση του Καθεστώτος και η Ανάληψη της Εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή

Το τέλος του δικτατορικού καθεστώτος δεν ήταν προϊόν ούτε βίαιης ανατροπής του, ούτε κάποιας ξένης παρέµβασης, ούτε, βεβαίως, της θέλησης των δικτατόρων. Η δικτατορία απλώς κατέρρευσε. Αυτό έγινε κάτω από την πίεση των γεγονότων και των συνεπειών τους που αναφέρονται συνοπτικά πιο πάνω: της πολλαπλής και συνεχούς αντίστασης, της καθολικής αποδοκιµασίας του Ελληνικού Λαού, της διεθνούς κοινής γνώµης και της διεθνούς κοινότητας, του βάρους των ευθυνών για τα πρόσφατα τότε γεγονότα της Κύπρου, που αποτέλεσαν και το καίριο πλήγµα του καθεστώτος, καθώς και των εγγενών αδυναµιών διακυβέρνησης που είχε η στρατιωτική δικτατορία, όπως κάθε αυταρχικό καθεστώς.

Χαρακτηριστικό της κατάρρευσης του δικτατορικού καθεστώτος ήταν ότι, χωρίς να σηµειωθεί οποιαδήποτε βίαιη πράξη, ο πρόεδρος και τα µέλη της δικτα- τορικής κυβέρνησης εξαφανίστηκαν από τις θέσεις τους, χωρίς να εκδοθεί, ούτε από όργανα της δικτατορίας, ούτε από τον µεταβατικό αρχηγό του κράτους, ούτε από τη διάδοχη κυβέρνηση, οποιαδήποτε επίσηµη πράξη ή απόφαση παραίτησης ή απόλυσης που να βεβαιώνει το τέλος του καθεστώτος. Την τελευταία αυτή δικτα- τορική κυβέρνηση, αποτελούσαν, µε Πρωθυπουργό τον Αδαµ. Ανδρουτσόπουλο, δεκαπέντε υπουργοί και δεκατρείς υφυπουργοί.

Τελευταίες πολιτικές πράξεις της ήταν το Προεδρικό ∆ιάταγµα της 20ής Ιουλίου που καλούσε σε γενική επιστράτευση, η οποία κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, και το διάγγελµα του Γκιζίκη της ίδιας ηµεροµηνίας για την εισβολή των Tούρκων στην Κύπρο. Μετά την εξαφάνιση της δικτατορικής κυβέρνησης, οι µόνοι που παρέµειναν στη θέση τους ήταν οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάµεων και ο αρχηγός του κράτους της δικτατορίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Αυτοί παρέδωσαν, τελικώς, την ακέφαλη εξουσία, χωρίς την κυβερνητική ηγεσία της, άτυπα, χωρίς οποιαδήποτε πράξη εντολής.

Με την κατάπαυση του πυρός που είχε προκαλέσει η εισβολή στην Κύπρο και την εξαφάνιση της δικτατορικής κυβέρνησης, άρχισε, στο επίπεδο της ανώτατης ηγεσίας των ενόπλων δυνάµεων, να διαµορφώνεται ταχύτατα η σκέψη της άµεσης µεταπολίτευσης µε ανάθεση της εξουσίας σε πολιτική ηγεσία. Το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάµεων Γρηγόριος Μπονάνος, ο αρχηγός του στρατού Ανδρέας Γαλατσάνος, ο αρχηγός του ναυτικού Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός της αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου αποφάσισαν µε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη να συγκαλέσει ο τελευταίος την πολιτική ηγεσία της χώρας σε σύσκεψη και να προτείνει τον σχηµατισµό πολιτικής κυβέρνησης.

Η σύσκεψη ορίσθηκε για τις 2 µ.µ. της ίδιας ηµέρας, κλήθηκαν δε και έλαβαν µέρος οι εξής: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Αθανασιάδης–Νόβας, Σπύρος Μαρκεζίνης, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλιάς και Ξενοφών Ζολώτας. Την πρόταση των αρχηγών των ενόπλων δυνάµεων και του Γκιζίκη για σχηµατισµό πολιτικής κυβέρνησης µε σκοπό τη µετάβαση στη δηµοκρατία αποδέχτηκαν οµόφωνα οι πολιτικοί, αφού πήραν την -τότε όχι απολύτως ακριβή- διαβεβαίωση ότι είχε επιτευχθεί πλήρης έλεγχος των ενόπλων δυνάµεων.

Μετά τη λύση της συνεδρίασης, κατά τις απογευµατινές ώρες της ίδιας ηµέρας, αφού εγκαταλείφθηκε η αρχική σκέψη να ανατεθεί η πρωθυπουργία στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αποφασίστηκε να κληθεί αυθηµερόν ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και να του ανατεθούν η πρωθυπουργία και ο σχηµατισµός της νέας κυβέρνησης. Ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, που βρισκόταν στο Παρίσι, -όπου διέµενε από το 1963 και ενηµερωνόταν συνεχώς για τα συµβαίνοντα στην Ελλάδα- αποδέχτηκε χωρίς περιστροφές την πρόταση.

Ο Έλληνας ηγέτης αφίχθη στο Ελληνικό τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου µε το αεροπλάνο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας της Γαλλίας, όπου έτυχε µεγαλειώδους και φρενιτιώδους υποδοχής από µεγάλα πλήθη, τα οποία είχαν εισρεύσει εκεί, µετά τη διάδοση της σχετικής πληροφορίας. Ο Κωνσταντίνος Καραµανλής συγκρότησε αµέσως, το πρωί της 24ης Ιουλίου, κυβέρνηση, η οποία, ως µη κοινοβουλευτική, πήρε το όνοµα: «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος».

Στην πρώτη σύνθεση της κυβέρνησης συµµετείχαν, µε Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, οι εξής υπουργοί: Γεώργιος Μαύρος, Ξενοφών Ζολώτας, Ευάγγελος Αβέρωφ–Τοσίτσας, Γεώργιος Ράλλης, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, Σόλων Γκίκας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Νικόλαος Λούρος, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, Ανδρέας Κοκκέβης και Παναγιώτης Λαµπρίας (ως υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ). Στις 26 Ιουλίου η κυβέρνηση διευρύνθηκε µε νέους υπουργούς και υφυπουρ- γούς, στους οποίους συγκαταλέγονταν και πολλοί ενεργοί αντιστασιακοί και διωχθέντες από το στρατιωτικό καθεστώς.

Τα νέα πρόσωπα της κυβέρνησης ήσαν οι υπουργοί: Χριστόφορος Στράτος, Ιωάννης Πεσµατζόγλου, ∆ηµήτριος Παπασπύρου, Χαράλαµπος Πρωτόπαππας, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, Γεώργιος–Αλέξανδρος Μαγκάκης, Γεώργιος Μυλωνάς και Ιωάννης Μηναίος καθώς και οι υφυπουργοί: Ευάγγελος ∆εβλέτογλου, Ιωάννης Μπούτος, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, ∆ηµήτριος Τσάτσος, Κωνσταντίνος Αποσκίτης, Γεώργιος Λιανόπουλος, Γεώργιος Παπαγιαβής, Αθανάσιος Ταλιαδούρος, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Αθανάσιος Τσαλδάρης, Κωνσταντίνος Αλαβάνος και Εµµανουήλ Κεφαλογιάννης.


2. Χαρακτηριστικά Στοιχεία της Α;ναίµακτης Μεταπολίτευσης

Η µετάβαση από τη στρατιωτική δικτατορία στη δηµοκρατία το 1974 - 1975 αποτελεί, αναµφίβολα, κορυφαίο σταθµό της πολιτικής και της συνταγµατικής µας ιστορίας. Για να κατανοήσει κανείς βαθύτερα την αναίµακτη αυτή µεταπολίτευση, πρέπει να προσεγγίσει ορισµένα λεπτοµερειακά µεν γεγονότα, αλλά χαρακτηριστκά του πνεύµατος οµαλότητας που επικράτησε στη διαδικασία της µεταπολίτευσης. Τα γεγονότα αυτά είναι τα εξής:

α) Ο διορισµός του Πρωθυπουργού και των µελών της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» από τον αρχηγό του κράτους της δικτατορίας Φαίδωνος Γκιζίκη µε προεδρικά διατάγµατα (517 και 518 της 24/7/1974) που εκδόθηκαν µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 43 του δικτατορικού Συντάγµατος του 1968 / 1973 και του ν.δ. 173 «Περί Υπουργικού Συµβουλίου και Υπουργών» του δικτατορικού καθεστώτος.

β) Η αναφορά στο προοίµιο του διατάγµατος διορισµού του Πρωθυπουργού της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» ότι ο εν λόγω διορισµός είχε ως βάση την «εν Εθνικώ Συµβουλίω εκφρασθείσαν οµόφωνον απόφασιν της ηγεσίας του Πολιτικού Κόσµου και των Ενόπλων ∆υνάµεων».

γ) Η όρκιση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» ενώπιον του αρχηγού του κράτους της δικτατορίας και µε βάση το άρθρο 43 του δικτατορικού Συντάγµατος του 1968 / 1973.

δ) Η απόφαση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» να παραµείνει στη θέση του ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας της δικτατορίας στρατηγός Γκιζίκης µέχρι την ανάδειξη από τη Bουλή που θα εκλεγόταν µε ελεύθερες γενικές εκλογές ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, εφόσον, βεβαίως, δεν θα επιλεγόταν από τον λαό ως µορφή πολιτεύµατος η Βασιλευοµένη Δηµοκρατία.

Πρέπει να σηµειώσουµε ότι τα παραπάνω γεγονότα ήταν εξ ολοκλήρου τυπικά, χωρίς καµιά ουσιαστική νοµική σηµασία, αφού, στην ουσία, δεν επηρέασαν τους δηµοκρατικούς στόχους της µεταβατικής κυβέρνησης, ούτε διατήρησαν σε ισχύ, θεσµικά ή de facto, κάποιο στοιχείο αυταρχικής εξουσίας του δικτατορικού καθεστώτος, µετά την κατάρρευσή του. Ωστόσο, δεν έµειναν χωρίς οποιαδήποτε κριτική. Αυτό οφειλόταν στην πολιτική υπερευαισθησία που είχαν δηµιουργήσει στα ευρύτερα στρώµατα του Ελληνικού λαού η επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας και οι πολιτικές καταστάσεις που είχαν προηγηθεί, κυρίως οι συνεχείς παρεµβάσεις των ανακτόρων και του ξένου παράγοντα στα πολιτικά πράγµατα και στα εθνικής σηµασίας ζητήµατα της χώρας µας.

Μια υπερευαισθησία, που κατέληγε σε δυσπιστία απέναντι στις επιλογές και τους χειρισµούς της κυβέρνησης. Σήµερα, σε µεγάλη απόσταση από τις δικαιολογηµένες τότε υπερευαισθησίες του λαού και µε την πληρέστερη γνώση ως προς το τι συνέβαινε εκείνη την εποχή στις ένοπλες δυνάµεις, πρέπει να σηµειώσουμε ότι η επιλογή από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή του πνεύµατος και του τρόπου οµαλής µεταπολίτευσης είχε ζωτική σηµασία για την ασφαλή επανίδρυση της δηµοκρατίας.

Η επιλογή βίαιης εκδίωξης της ηγεσίας των ενόπλων δυνάµεων και του στρατηγού Γκιζίκη θα εγκυµονούσε σοβαρά τον κίνδυνο υποτροπής των δικτατορικών στοιχείων του στρατεύµατος, τα οποία δεν ήσαν, φαίνεται, πλήρως ελεγχόµενα, όπως είχε διαβεβαιώσει τους πολιτικούς ο δικτατορικός αρχηγός του κράτους. Με αυτά τα δεδοµένα, οι παραπάνω τυπικές πράξεις πρέπει να ιδωθούν ως τακτική ειρηνικής µετάβασης από αυταρχικό καθεστώς σε δηµοκρατικό πολίτευµα. Η τακτική αυτή δεν είναι, άλλωστε, άγνωστη στη διεθνή πρακτική µεταπολιτεύσεων.

ΙΙΙ. Δεύτερη Φάση: Η Κυβέρνηση Μετάβασης στη Δηµοκρατία

1. Η Πρωτογενής Συντακτική Εξουσία και η Δηµοκρατική Νοµιµοποίηση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος»

Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», δεδοµένου ότι δεν ήταν κοινοβουλευτική, δεν αναδείχθηκε, δηλαδή, µε βουλευτικές εκλογές, ούτε διορίστηκε ή ασκούσε εξουσία µε βάση δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένο σύνταγµα, ήταν µια de facto κυβέρνηση, η οποία δεν ήταν µόνο φορέας κοινής νοµοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Η νοµική θέση του αρχηγού του κράτους ήταν εντελώς τυπική. Περιοριζόταν στην άσκηση, σύµφωνα πάντοτε µε την κυρίαρχη βούληση της κυβέρνησης, των απολύτως αναγκαίων τυπικών αρµοδιοτήτων, τις οποίες προέβλεπε το προσωρινό συνταγµατικό καθεστώς που έθεσε η ίδια κυβέρνηση σε ισχύ µε συντακτικές πράξεις.

Οι ένοπλες δυνάµεις, που είχαν την πραγµατική εξουσία στα χέρια τους, φαίνονταν να πειθαρχούν στα πολιτικά γεγονότα, κρύβοντας, όµως, πάντοτε τις πραγµατικές προθέσεις τους. Με αυτά τα δεδοµένα, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», ως de facto κυβέρνηση, µε το ευρύτατο φάσµα εξουσιών που είχε στα χέρια της, για να µπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή της και να οδηγήσει το κράτος από το δικτατορικό καθεστώς σε πολίτεµα πλήρους δηµοκρατίας, είχε ανάγκη την ευρύτατη πολιτική αποδοχή και πραγµατική δηµοκρατική νοµιµοποίηση.

Αυτό γινόταν ακόµη πιο αναγκαίο λόγω του γεγονότος ότι το «Εθνικόν Συµβούλιον της ηγεσίας του Πολιτικού Κόσµου και των Ενόπλων ∆υνάµεων», όπως αυτό αποκλήθηκε στο διάταγµα διορισµού του Πρωθυπουργού, ήταν µεν ένας αποτελεσµατικός µηχανισµός παράδοσης της εξουσίας, δεν είχε, όµως, καµιά πολιτική αντιπροσωπευτικότητα η ανοµοιογενής, ετερόκλιτη και χωρίς εκπροσώπους πολιτικών παρατάξεων ή αντιστασιακών οργανώσεων σύνθεσή του. Η επιλογή του χαρακτηρισµού της κυβέρνησης ως «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» απέβλεπε στο να εκφράσει ακριβώς την εθνική διάσταση και αναγνώριση.


Ωστόσο, το όνοµα δεν αρκούσε. Έπρεπε να έχει ουσιαστική και αδιαµφισβήτητη δηµοκρατική νοµιµοποίηση - την οποία και είχε. Η δηµοκρατική νοµιµοποίηση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», αφού δεν ήταν δυνατή η τυπική θεµελίωσή της σε δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένο σύνταγµα ή σε γενικές και ελεύθερες εκλογές, θεµελιωνόταν στα πραγµατικά κριτήρια της λαϊκής προσχώρησης σ’ αυτή και της καθολικής λαϊκής αναγνώρισής της. Τα συνταγµατικού χαρακτήρα αυτά κριτήρια είναι κριτήρια της πολιτικής πράξης επαναστατικών περιόδων και δηµοκρατικών µεταπολιτεύσεων της νεότερης ιστορίας που στερούνταν γραπτό σύνταγµα, έχει δε αναγνωρισθεί και θεµελιωθεί επιστηµονικά η νοµιµοποιητική σηµασία τους.

Πρέπει, επίσης, να υπογραµµισθεί ότι στην έλλειψη αυτών των κριτηρίων θεµελιώθηκε η ποινική δίωξη και η καταδίκη των «πρωταιτίων» του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου 1967 από το βούλευµα 414/1975 του Συµβουλίου Εφετών Αθηνών, από την απόφαση 477/1975 του Πενταµελούς Εφετείου Αθηνών, που καταδίκασε τους «πρωταιτίους» επιβολής της δικτατορίας, και από την απόφαση 59 του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των «πρωταιτίων» κατά της καταδικαστικής απόφασης του Πενταµελούς Εφετείου.

Το βούλευµα του Συµβουλίου του Αρείου Πάγου 683/1975 διαπίστωσε, εξάλλου, την ύπαρξη των στοιχείων που συνιστούσαν την καθολική λαϊκή αναγνώριση της άσκησης της πολιτικής και της συντακτικής εξουσίας της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», προσθέτοντας, ως στοιχείο νοµιµοποίησής της, και την ταχεία προσφυγή στη λαϊκή ετυµηγορία.

2. Η Άσκηση της Συντακτικής Εξουσίας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος»

Α. Η Άσκηση της Συντακτικής Εξουσίας

Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», άσκησε τη συντακτική της εξουσία προς δύο κατευθύνσεις: αφενός µεν προέβη στις συνταγµατικές εκείνες ρυθµίσεις που ήσαν απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους και την αποκατάσταση των ελευθεριών, ώστε ο Ελληνικός Λαός, δηµοκρατικά και ελεύθερα, να επιλέξει τη µορφή του πολιτεύµατος και να νοµιµοποιήσει το νέο Σύνταγµα, αφετέρου δε καθόρισε τις βασικές γραµµές της συντακτικής διαδικασίας, ώστε να διασφαλίζεται και διαδικαστικά η νοµιµοποίηση του συντακτικού έργου.

Β. Οι Συνταγµατικού Χαρακτήρα Ρυθµίσεις

Ως προς την πρώτη κατεύθυνση, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» προέβη σε µια σειρά ρυθµίσεων συνταγµατικού επιπέδου, θεσπίζοντας νέες διατάξεις και τροποποιώντας παλαιές του Συντάγµατος του 1952 και αντιµετωπίζοντας επίκαιρα ζητήµατα. Ακολουθούν οι σηµαντικότερες ρυθµίσεις αυτής της περιόδου:

α) Με το πρώτο άρθρο της πρώτης Συντακτικής Πράξης της 1ης Αυγούστου 1974 (που ονοµάσθηκε και «Καταστατική Συντακτική Πράξη»), επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγµα του 1952, που είχε καταλυθεί µε το πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου 1967, µε εξαίρεση τις διατάξεις που όριζαν τη µορφή του πολιτεύµατος ως Βασιλευοµένης Δηµοκρατίας.

Με άλλες διατάξεις της ίδιας Συντακτικής Πράξης όρισε ότι, «µέχρι του οριστικού καθορισµού της µορφής του Πολιτεύµατος διά της ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του Ελληνικού Λαού», καθήκοντα αρχηγού του κράτους θα ασκούσε ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Με αυτό τον τρόπο, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» προϊδέασε τον Ελληνικό λαό, ήδη µε την πρώτη της επίσηµη πράξη, ότι ο ίδιος θα αποφάσιζε για την επιλογή της µορφής του πολιτεύµατος.

β) Κατήργησε το δικτατορικό Σύνταγµα του 1968, όπως είχε τροποποιηθεί το 1973, και κάθε άλλη συντακτική ή συντακτικού χαρακτήρα πράξη της δικτατορίας.

γ) Αποκατέστησε πλήρως, µε την «Καταστατική Συντακτική Πράξη» και µε τις επόµενες που ακολούθησαν, την αρχή του κράτους δικαίου, τις πολιτικές ελευθερίες και τα θεµελιώδη δικαιώµατα του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό, συµπληρώνοντας το ήδη αναχρονιστικό Σύνταγµα του 1952, τροποποίησε παλαιές και θέσπισε νέες εγγυήσεις κρίσιµων συνταγµατικών ελευθεριών και δικαιωµάτων, ώστε να λειτουργήσουν οι αρχές της σύγχρονης δηµοκρατίας κατά το µεταβατικό διάστηµα µέχρι την προσφυγή στον λαό και τη σύνταξη του νέου συντάγµατος.

δ) Με το προεδρικό διάταγµα 519/26/7/1974, χορήγησε αµνηστία σε όλα τα πολιτικά εγκλήµατα που είχαν τελεσθεί κατά παράβαση νοµοθετηµάτων πριν και µετά την 21η Απριλίου -πλην των εγκληµάτων των «πρωταιτίων» του δικτατορικού καθεστώτος- θέτοντας έτσι τέρµα σε διώξεις που δηλητηρίαζαν επί δεκαετίες τη συνοχή και την εσωτερική ειρήνη του Ελληνικού λαού και τον δηµόσιο βίο της χώρας.

ε) Με το νοµοθετικό διάταγµα 59 «Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας των πολιτικών κοµµάτων» της 23ης Σεπτεµβρίου 1974, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» κατήργησε τον διαβόητο αναγκαστικό νόµο 509/1947 «Περί µέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύµατος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που επί δεκαετίες έπληττε βάναυσα τις πολιτικές ελευθερίες στη χώρα µας και κρατούσε στην «παρανοµία» το Κοµµουνιστικό Κόµµα Ελλάδας.

Με την κατάργηση αυτού του νόµου και τη χορήγηση της αµνηστίας, που σηµειώσαµε αµέσως πιο πάνω, το Κοµµουνιστικό Κόµµα Ελλάδας νοµιµοποιήθηκε πλήρως και τα στελέχη του απέκτησαν πλήρη ελευθερία πολιτικής δράσης. Η νοµιµοποίηση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Ελλάδας αποτελεί ένα γεγονός ιδιαίτερης πολιτικής σηµασίας, πολύ µεγαλύτερης από εκείνη που αντιλαµβάνεται εκ πρώτης όψεως ένας µη γνώστης των πραγµάτων. Το Κοµµουνιστικό Κόµµα Ελλάδας ήταν «παράνοµο» όχι µε βάση το Σύνταγµα.


Ήταν «παράνοµο» µε βάση το «παρασύνταγµα», ένα σύστηµα έκτακτων νοµοθετηµάτων καταγωγής από αυταρχικές περιόδους της πολιτικής µας ιστορίας και από τις εµφυλιοπολεµικές συνθήκες των δεκαετιών του '40 και του '50, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και υπό το Σύνταγµα του 1952 µε αυξηµένη τυπική δύναµη. Συνέχισε, βεβαίως, το Κοµµουνιστικό Κόµµα Ελλάδας να είναι «παράνοµο», και µάλιστα σε εντονότερο βαθµό κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος. Με αυτά τα δεδοµένα, η νοµιµοποίησή του δεν είχε τη σηµασία µιας τυπικής νοµιµοποίησης ενός κόµµατος, η οποία θα ήταν χωρίς ουσιαστικό περιεχόµενο, αν θα µπορούσε το κράτος να το απαγορεύσει την εποµένη.

Η νοµιµοποίηση αυτή έγινε µέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής δηµοκρατίας µε πλήρεις ελευθερίες και πλήρη συνταγµατικά δικαιώµατα, σηµατοδοτώντας: την πλήρη ισχύ του Συντάγµατος και το οριστικό τέλος του «παρασυντάγµατος», καθώς και την ουσιαστική νοµιµοποίηση της ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των ιδεών, που µέχρι τότε ήταν απαγορευµένες.

στ) Η κυβέρνηση αποκατέστησε τη συνταγµατική νοµιµότητα στις λειτουργίες του κράτους, όπου αυτή είχε πληγεί από τη στρατιωτική δικτατορία. Στο πλαίσιο αυτό αποκατέστησε την ευρυθµία και τη συνταγµατική τάξη στη ∆ικαιοσύνη και στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα, επαναφέροντας στις θέσεις τους όσους είχαν απολυθεί ή εξαναγκασθεί σε παραίτηση δικαστές, καθώς και καθηγητές, υφηγητές και κατώτερο επιστηµονικό προσωπικό των Πανεπιστηµίων.

ζ) Το µεγάλο πρόβληµα κάθε µεταπολίτευσης προς τη δηµοκρατία, η δίωξη των υπευθύνων για τα εγκλήµατα της επιβολής και της άσκησης του αυταρχικού καθεστώτος, αντιµετώπισε η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» µε µετριοπάθεια. Κατά των υπευθύνων και των συνεργών του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου 1967 και του δικτατορικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε δεν εξαπέλυσε γενικό διωγµό, αλλά προσδιόρισε και περιόρισε τις διώξεις ως εξής:
  • Την ποινική δίωξη των εγκληµάτων του πραξικοπήµατος περιόρισε εξαρχής στους «πρωταιτίους», ορίζοντας µε τη Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 ότι οι «πρωταίτιοι πολιτικών εγκληµάτων και των προπαρασκευαστικών αυτών πράξεων, στρεφοµένων κατά της συνταγµατικής τάξεως της απορρεούσης εκ του Συντάγµατος της 1ης Ιανουρίου 1952 και τεινόντων εις την εγκαθίδρυσιν του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 υπάγονται εις την αρµοδιότητα του Πενταµελούς Εφετείου Αθηνών». 
  • Την πειθαρχική δίωξη δηµόσιων λειτουργών για συνεργασία µε το καθεστώς της δικτατορίας περιόρισε σε δύο, κρίσιµους για τη δηµοκρατική και τη συνταγµατική νοµιµότητα, χώρους των κρατικών λειτουργιών: στη δικαστική λειτουργία και στα Aνώτατα Eκπαιδευτικά Iδρύµατα. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης για την εν λόγω συνεργασία εντάχθηκε στο πλαίσιο µέτρων αποκατάστασης της νοµιµότητας στους τοµείς της ∆ικαιοσύνης και της Aνώτατης Eκπαίδευσης, µεταξύ των οποίων ήσαν η επαναπρόσληψη των απολυθέντων, η εκ νέου κρίση ορισµένων κατηγοριών διορισθέντων κ.ά. 
η) Η κυβέρνηση όρισε, ήδη µε την «Καταστατική Συντακτική Πράξη», ότι τη νοµοθετική λειτουργία, µέχρι τη σύγκληση της εθνικής αντιπροσωπείας, θα ασκούσε το Υπουργικό Συµβούλιο µε νοµοθετικά διατάγµατα που θα εξέδιδε ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας και θα δηµοσιεύονταν στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Γ. Πολιτική και Ρύθµιση της Συντακτικής Διαδικασίας

Όσον αφορά τη δεύτερη κατεύθυνση του συντακτικού έργου της µεταβατικής περιόδου, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» καθόρισε τις βασικές γραµµές της συντακτικής διαδικασίας. Οι σηµαντικότερες ρυθµίσεις ήσαν οι ακόλουθες:

α) Χώρισε διαδικαστικά το συντακτικό έργο σε δύο αντικείµενα: στον καθορισµό της µορφής του πολιτεύµατος, αν, δηλαδή, η δηµοκρατία θα είναι «βασιλευοµένη» ή «προεδρευοµένη», και στη σύνταξη όλων των λοιπών διατάξεων του νέου καταστατικού χάρτη. Όσον αφορά τον καθορισµό της µορφής του πολιτεύµατος, η κυβέρνηση, όπως είδαµε πιο πάνω, όρισε ήδη µε την «Καταστατική Συντακτική Πράξη» ότι θα καθοριζόταν «διά της ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του Ελληνικού Λαού», καθιστώντας σαφές ότι για το θεµελιώδες αυτό ζήτηµα του νέου Συντάγµατος θα αποφάσιζε ο λαός µε δηµοψήφισµα.

Με τη Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 προσδιόρισε τον χρόνο διεξαγωγής του, ορίζοντας ότι θα προκηρυσσόταν από την κυβέρνηση που θα προερχόταν από τις εθνικές εκλογές εντός δεκαπέντε ηµερών από τη διενέργειά τους και θα διεξαγόταν εντός τριάντα ηµερών από την προκήρυξή του.

β) Για την κατοχύρωση της ελεύθερης και γνήσιας έκφρασης της λαϊκής θέλησης ως προς τη µορφή του πολιτεύµατος, η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 επέβαλε την εφαρµογή της νοµοθεσίας για την εκλογή βουλευτών, ιδίως την παρουσία στα εκλογικά τµήµατα δικαστικών αντιπροσώπων και αντιπροσώπων των υποστηρικτών της βασιλευοµένης και της αβασίλευτης δηµοκρατίας, καθώς και τη συγκρότηση εφορευτικών επιτροπών.


γ) Η ίδια Συντακτική Πράξη όρισε ότι, για την περίπτωση που θα επιλεγόταν από τον λαό η αβασίλευτη δηµοκρατία, η εθνική αντιπροσωπεία που θα εκλεγόταν στις γενικές εκλογές θα εξέλεγε, µε την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, προσωρινό Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας. Για την περίπτωση, δε, επιλογής της βασιλευοµένης δηµοκρατίας µε τη λαϊκή ετυµηγορία του δηµοψηφίσµατος, όρισε ότι ο βασιλιάς θα ανελάµβανε αυτοδικαίως την άσκηση των αρµοδιοτήτων του αρχηγού του κράτους που όριζε το Σύνταγµα του 1952, µέχρι την επιψήφιση του νέου Συντάγµατος, ενώ από τότε θα ασκούσε τις αρµοδιότητες του αρχηγού του κράτους όπως θα είχαν διαµορφωθεί στο νέο Σύνταγµα.

δ) Η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 έθεσε στην εθνική αντιπροσωπεία, που θα «αναθεωρούσε» το Σύνταγµα του 1952, µόνο έναν περιορισµό: δεν µπορούσε να θίξει τη µορφή του πολιτεύµατος που θα επέλεγε ο Ελληνικός λαός µε το επικείµενο δηµοψήφισµα. Κατά τα άλλα, δικαιούταν «να τροποποιήση, καταργήση και συµπληρώση και τας θεµελιώδεις διατάξεις του Συντάγµατος» και «να διαµορφώση τελικώς, ελευθέρως και κυριαρχικώς, το οριστικόν Σύνταγµα της Χώρας».

Έτσι καθιστούσε σαφές, ότι η Βουλή που θα προερχόταν από τις εκλογές θα ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία. Παρά ταύτα, το προεδρικό διάταγµα 651 / 4/10/1974 «Περί ενεργείας γενικών εκλογών προς ανάδειξιν Αναθεωρητικής Βουλής και ηµέρας συγκλήσεως αυτής» χαρακτήριζε την εθνική αντιπροσωπεία ως «Αναθεωρητική Βουλή», ο δε Κωνσταντίνος Καραµανλής, ως κοινοβουλευτικός πια Πρωθυπουργός, κήρυξε, στις 9 ∆εκεµβρίου 1974 τις εργασίες του αντιπροσωπευτικού σώµατος ως «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής».

Ο χαρακτηρισµός αυτός της συντακτικής Bουλής ως «αναθεωρητικής» αποτελούσε, προφανώς, πολιτική επιλογή, που προδιέθετε την εθνική και τη διεθνή κοινή γνώµη ότι η συνταγµατική µεταβολή περιοριζόταν στα πλαίσια του Συντάγµατος του 1952 και στις δυτικοευρωπαϊκές αρχές δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Ο ίδιος πολιτικός λόγος δικαιολογούσε και την επαναφορά σε ισχύ του Συντάγµατος του 1952, χωρίς τις διατάξεις που αφορούσαν τη µορφή του πολιτεύµατος.

ε) Όσον αφορά τη συντακτική διαδικασία, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» όρισε, µε την ίδια Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974, ότι, «προς διευκόλυνσιν της Εθνικής Αντιπροσωπείας εις το έργον της αναθεωρήσεως του Συντάγµατος και προς κατοχύρωσιν της ταχείας περατώσεως αυτού», βάση των συζητήσεων στη Bουλή για το νέο Σύνταγµα θα αποτελούσε σχέδιο συντάγµατος, το οποίο θα κατάρτιζε η κυβέρνηση που θα αναδεικνυόταν από τις εθνικές εκλογές.

Το σχέδιο αυτό, που ονοµάσθηκε «Κυβερνητικόν Σχέδιον του Συντάγµατος του 1975», θα έπρεπε, όπως όριζε η Συντακτική Πράξη, να κατοχυρώνει τις ατοµικές και τις πολιτικές ελευθερίες και να διασφαλίζει, παράλληλα µε την κυβερνητική σταθερότητα, την οµαλή λειτουργία των οργάνων της Πολιτείας και την αρµονική συνεργασία του «επί τω τέλει όπως δηµιουργηθούν συνθήκαι δηµοκρατικής πολιτικής ζωής, παρέχουσαι ασφαλή βάσιν προς αντιµετώπισιν των συγχρόνων αναγκών και των ειδικών περιστάσεων της αναπτυσσοµένης οικονοµίας της Χώρας, εγγυώµεναι δε οπωσδήποτε την ίσην και πλήρη συµµετοχήν όλων των πολιτών εις την κοινωνικήν, οικονοµικήν και πολιτικήν οργάνωσιν αυτής».

Το Κυβερνητικό Σχέδιο δεν περιόριζε ουσιαστικά την εθνική αντιπροσωπεία, η οποία δικαιούταν, όπως είδαµε αµέσως πιο πάνω, να διαµορφώσει ελεύθερα και κυριαρχικά το νέο Σύνταγµα. Περιόριζε διαδικαστικά τα άλλα κόµµατα της Βουλής, τα οποία δε θα είχαν το δικαίωµα να υποβάλουν πλήρη σχέδια συντάγµατος, αλλά µόνο τροπολογίες ή προσθήκες. Με αυτό τον τρόπο δεν θα ήταν δυνατό η Bουλή να εµπλακεί σε χωριστές διευρυµένες συζητήσεις πάνω σε ολόκληρα σχέδια συντάγµατος µε διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς προσανατολισµούς, που ενδεχοµένως θα υποβάλλονταν.

Η ίδια Συντακτική Πράξη έθεσε στην εθνική αντιπροσωπεία τρίµηνη προθεσµία από την υποβολή του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγµατος για την ολοκλήρωση του συντακτικού της έργου. Προέβλεψε, τέλος, ότι το νέο Σύνταγµα που θα ψηφιζόταν, θα δηµοσιευόταν στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε πράξη της κυβέρνησης και θα ετίθετο σε ισχύ αµέσως, την εποµένη της δηµοσίευσης. Όλες τις λοιπές ρυθµίσεις της συντακτικής διαδικασίας άφησε η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» στην εθνική αντιπροσωπεία.

στ) Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πρόνοια της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» να αποκτήσει η χώρα νέο Σύνταγµα στην περίπτωση που δεν θα ολοκληρώνονταν οι εργασίες της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» εντός της τρίµηνης προθεσµίας.

Για την περίπτωση αυτή, η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 παρείχε την εξουσιοδότηση προς την κυβέρνηση, µετά την έκφραση της εµπιστοσύνης της εθνικής αντιπροσωπείας που θα εκλεγόταν µε τις επικείµενες βουλευτικές εκλογές, να υποβάλει το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγµατος για έγκριση σε ελεύθερο δηµοψήφισµα, αφού, όµως, το προσάρµοζε προς τις διατάξεις που θα είχαν ψηφιστεί από την «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» και ύστερα από νοµοτεχνική επεξεργασία του όλου σχεδίου από την Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας.

ζ) Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» προέβη, χωρίς καθυστέρηση, στην προκήρυξη των εθνικών εκλογών για ανάδειξη της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» και της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, που προήλθε από τις εκλογές αυτές. Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 17 Νοεµβρίου και το δηµοψήφισµα στις 8 ∆εκεµβρίου 1974, σύµφωνα µε τον προγραµµατισµό.


Δ. Βασικά Στοιχεία της Άσκησης της Πολιτικής Εξουσίας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος»

Προσεγγίζοντας κανείς τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη δεύτερη αυτή φάση µετάβασης στη δηµοκρατία, τη φάση άσκησης της εξουσίας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος», παρατηρεί τα ακόλουθα:

α) Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» συνέχισε την τακτική της µετριοπάθειας απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς, που είχε επιδείξει και κατά τον χρόνο της κατάρρευσής του, και προχώρησε µεθοδικά την εφαρµογή του προγράµµατος της αποκατάστασης της δηµοκρατίας.

β) Παρά το γεγονός ότι εµφώλευαν στο στράτευµα κίνδυνοι υποτροπής πρα- ξικοπηµατικής ενέργειας, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» όχι µόνο δεν επέβαλε έκτακτα µέτρα ασφαλείας, αλλά και η όλη διακυβέρνηση της χώρας δεν διέφερε καθόλου από διακυβέρνηση υπό δηµοκρατικό σύνταγµα.

γ) Βασικό µέληµα της κυβέρνησης ήταν η πλήρης αποκατάσταση των ελευθεριών, ώστε να εξασφαλισθεί πλήρως η δηµοκρατική νοµιµοποίηση τόσο της επιλογής από τον λαό της µορφής του πολιτεύµατος, όσο και του νέου Συντάγµατος. Σ’ αυτή την πολιτική, ασφαλώς, εντάσσεται και η νοµιµοποίηση του «Κοµµουνιστικού Κόµµατος Ελλάδας», που του παρέσχε πλήρη τη δυνατότητα ανάπτυξης πολιτικής δράσης και συµµετοχής στις επικείµενες βουλευτικές εκλογές.

Η διασφάλιση πλήρους πολιτικής ελευθερίας αποτελεί τη µεγαλύτερη συµβολή της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» στη µεταβολή της µορφής του πολιτεύµατος και στον εκσυγχρονισµό του Συντάγµατος και γενικά στον απεγκλωβισµό της χώρας µας από τη µακροχρόνια συνταγµατική καθυστέρηση και πολιτική υπανάπτυξη.

δ) Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» ήθελε να διασφαλίσει πλήρως την ταχεία ολοκλήρωση του συντακτικού έργου και της µετάβασης στο δηµοκρατικό πολίτευµα, ακόµη και εις βάρος της άνεσης των διαδικασιών.

ε) Και τα τρία παραπάνω χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης της χώρας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος»: η διακυβέρνηση µε πλήρεις ελευθερίες, η διασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης της θέλησης του λαού και η ταχεία προσφυγή στη λαϊκή ετυµηγορία και η ταχεία ολοκλήρωση δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένου συντάγµατος, αποτελούν και τα βασικά πραγµατικά στοιχεία της δηµοκρατικής νοµιµοποίησής της ως de facto κυβέρνησης.

στ) Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» ήθελε να κρατήσει -και κράτησε- υπό τον πολιτικό της έλεγχο τη διαµόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής βάσης και της όλης φυσιογνωµίας του νέου πολιτεύµατος και του νέου Συντάγµατος. Συγκεκριµένα, βασικό µέληµά της ήταν, η φυσιογνωµία του νέου Συντάγµατος να είναι ευρύτατα εκσυγχρονιστική, για τα τότε συνταγµατικά δεδοµένα της χώρας µας, και να ανταποκρίνεται στα φιλελεύθερα πρότυπα αστικής δηµοκρατίας των προηγµένων χωρών της δυτικής Ευρώπης.

ζ) Όπως επισηµάνθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», ως de facto κυβέρνηση, είχε πρωτογενή συντακτική εξουσία. Πράγµατι, αυτή καθόρισε πολιτικά τη διαδικασία, το αντικείµενο, το βασικό περιεχόµενο και τα όρια άσκησης της συντακτικής εξουσίας, τόσο ως προς την επιλογή της µορφής του πολιτεύµατος όσο και ως προς τη σύνταξη και τη φυσιογνωµία του νέου Καταστατικού Χάρτη.

Πρέπει να σηµειωθεί εδώ ότι τον καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο χάραξης, τελικής διαµόρφωσης και πραγµάτωσης της συντακτικής αυτής πολιτικής είχε ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, ο οποίος συγκέντρωνε την εµπιστοσύνη και της µεγάλης πλειοψηφίας τόσο του λαού, όπως έδειξαν οι εκλογές, όσο και των δυνάµεων της δυτικής Ευρώπης.

VI. Τρίτη Φάση: Η Φάση της Συντακτικής Διαδικασίας

1. H Εκλογή της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» και η Ανάδειξη της Πρώτης Κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης

Α. Η Σύνθεση της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής»

Με τις εκλογές της 17ης Νοεµβρίου 1974 εκλέχτηκε η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» και η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση, και έληξε το µεταβατικό καθεστώς της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος». Οι εκλογές διεξήχθησαν σε καθεστώς πλήρους πολιτικής ελευθερίας και πλήρους ισχύος όλων των συνταγµατικών δικαιωµάτων που εγγυάται ένα δηµοκρατικό κράτος. Ο µεγάλος νικητής των εκλογών ήταν το κόµµα της «Νέας ∆ηµοκρατίας», µε πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, το οποίο έλαβε το 54,37% του συνόλου των ψήφων και από τις 300 έδρες της Bουλής τις 220.

Από τα λοιπά κόµµατα που συγκρότησαν την «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή»: η «Ένωσις Κέντρου Νέες ∆υνάµεις», µε πρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο, έλαβε ποσοστό ψήφων 20,42% και 60 έδρες, το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνηµα», µε πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, έλαβε ποσοστό 13,38% και 12 έδρες και η «Ενωµένη Αριστερά», µε πρόεδρο τον Ηλία Ηλιού, έλαβε ποσοστό 9,47% και 8 έδρες.

Η ισχυρή πλειοψηφία του κόµµατος «Νέα ∆ηµοκρατία» εξασφάλισε στο κόµµα αυτό και στον Κωνσταντίνο Καραµανλή πλήρη δυνατότητα χειρισµών για την άσκηση, και στη φάση αυτή, της ήδη σχεδια- σµένης συντακτικής πολιτικής. Πρόεδρος της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» εκλέχτηκε ο βουλευτής Κορινθίας, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου.


Β. Η Σύνθεση της Πρώτης Κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης

Η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση, που προήλθε από την «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» και υπήρξε κυβέρνηση της περιόδου άσκησης της συντακτικής διαδικσίας, ορκίστηκε στις 21 Νοεµβρίου 1974, η δε σύνθεσή της είχε ως εξής: Κωνσταντίνος Καραµανλής, Πρωθυπουργός, Παναγιώτης Παπαληγούρας, Υπουργός Συντονισµού και Προγραµµατισµού, Γεώργιος Ράλλης, Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, ∆ηµήτριος Μπίτσιος, Υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ–Τοσίτσας, Υπουργός Εθνικής Αµύνης, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Υπουργός Εσωτερικών.

Κωνσταντίνος Στεφανάκης,Υπουργός ∆ικαιοσύνης, Σόλων Γκίκας, Υπουργός ∆ηµοσίας Τάξεως, Κωνσταντίνος Τρυπάνης, Υπουργός Πολιτισµού και Επιστηµών, Παναγιώτης Ζέπος, Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Ευάγγελος ∆εβλέτογλου, Υπουργός Οικονοµικών, Ιπποκράτης Ιορδάνογλου, Υπουργός Γεωργίας, Κωνσταντίνος Κονοφάγος, Υπουργός Βιοµηχανίας, Ιωάννης Μπούτος, Υπουργός Εµπορίου, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, Υπουργός Απασχολήσεως, Βασίλειος ∆ερµε- ζής, Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, Χριστόφορος Στράτος, Υπουργός ∆ηµοσίων Έργων.

Γεώργιος Βογιατζής, Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, Υπουργός Εµπορικής Ναυτιλίας, Νικόλαος Μάρτης, Υπουργός Βορείου Ελλάδος, Γεώργιος Κοντογεώργης, Υφυπουργός Συντονισµού και Προγραµµατισµού, Παναγιώτης Λαµπρίας, Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Αχιλλεύς Καραµανλής, Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Υφυπουργός Εξωτερικών, Ιωάννης Κατσαδήµας, Υφυπουργός Εθνικής Αµύνης, ∆ηµήτριος Μοάτσος, Υφυπουργός Εσωτερικών, ∆ηµήτριος Ευρυγένης, Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων.

Χρυσόστοµος Καραπιπέρης, Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Γεώργιος Λιανόπουλος, Υφυπουργός Οικονοµικών, Ανδρέας Ζαΐµης, Υφυπουργός Οικονοµικών, Κλεόβουλος Γιαννούσης, Yφυπουργός Γεωργίας, ∆ηµήτριος Καραϊσκάκης, Υφυπουργός Βιοµηχανίας, Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Υφυπουργός Εµπορίου, Νικόλαος Μπρισήµης, Υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, Κυπριανός Μπίρης, Υφυπουργός ∆ηµοσίων Έργων και Πανουργιάς Πανουργιάς, Υφυπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών.

Μέχρι την ψήφιση και τη δηµοσίευση του νέου Συντάγµατος, στην πρώτη αυτή κοινοβουλευτική κυβέρνηση µετά την πτώση της δικτατορίας, επήλθαν, µε ανασχηµατισµούς, οι ακόλουθες µεταβολές: από 12/1/1975, ο υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Γεώργιος Ράλλης και οι Υφυπουργοί παρά τω Πρωθυπουργώ Παναγιώτης Λαµπρίας και Αχιλλεύς Καραµανλής διορίστηκαν, µετά από την κατάργηση των θέσεών τους «παρά τω Πρωθυπουργώ», σε Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως και Υφυπουργούς Προεδρίας Κυβερνήσεως, αντίστοιχα.

Στις 22/2/1975, διορίστηκαν οι: Ιωάννης Μπούτος, Υπουργός Αναπληρωτής Υπουργού Συντονισµού και Προγραµµατισµού, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Υπουργός Εµπορίου, Κωνσταντίνος Χρυσανθόπουλος, Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών και Αθανάσιος Ταλιαδούρος, Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων· στις 12/3/1975, ο Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος διορίστηκε Υφυπουργός Εξωτερικών.

2. Το Δηµοψήφισµα για τη Μορφή του Πολιτεύµατος

Με το προεδρικό διάταγµα 804 / 22.11.1974 προκηρύχθηκε για τις 8 ∆εκεµβρίου 1974 το δηµοψήφισµα «διά τον καθορισµόν της µορφής του δηµοκρατικού πολιτεύµατος της Χώρας», ενώ µε το προεδρικό διάταγµα 805/28.11.1974 ρυθµίστηκαν οι λεπτοµέρειες διεξαγωγής του. Το ερώτηµα επιλογής της µορφής του πολιτεύµατος τέθηκε στον λαό µε δύο ψηφοδέλτια, από τα οποία στο ένα αναγραφόταν ο όρος «ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και στο άλλο «ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΟΣ ∆Η- ΜΟΚΡΑΤΙΑ».

Στη ρύθµιση της διαδικασίας διεξαγωγής του δηµοψηφίσµατος προβλέφθηκε η δυνατότητα των ενδιαφεροµένων πολιτών να οργανώσουν την ελεύθερη υποστήριξη της επιλογής της µιας ή της άλλης µορφής πολιτεύµατος. Η πρόβλεψη αυτή πραγµατοποιήθηκε µε τη διοργάνωση διαφόρων µέσων επικοινωνιακής υποστήριξης των δύο µορφών πολιτεύµατος, που κορυφώθηκαν µε δύο τηλεοπτικές οµιλίες, µία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ της βασιλευοµένης δηµοκρατίας και µία του καθηγητή Γιώργου Κουµάντου υπέρ της αβασίλευτης δηµοκρατίας.

Με το δηµοψήφισµα της 8ης ∆εκεµβρίου, ο Ελληνικός λαός επέλεξε, µε ποσοστό 69,2 %, ως µορφή πολιτεύµατος την «αβασίλευτη δηµοκρατία». Με την επιλογή του Ελληνικού λαού έκλεισε οριστικά η πλήρης πολιτικών ανωµαλιών ιστορική παρένθεση της εµφύτευσης της µοναρχίας στην Ελλάδα, που κράτησε πάνω από 130 χρόνια. Οι προδικτατορικοί πολιτικοί αγώνες και η επιβολή της δικτατορίας δηµιούργησαν και σφυρηλάτησαν την πολιτική θέληση, ενώ η διασφάλιση των πολιτικών ελευθεριών από την κυβέρνηση της µετάβασης στη δηµοκρατία έστρωσε τον δρόµο για τη µεγάλη αυτή επιλογή του Ελληνικού λαού.


3. Η Άσκηση της Συντακτικής Εξουσίας από την «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή»

Α. Η Ποινική Δίωξη των Εγκληµάτων του Πραξικοπήµατος και της Δικτατορίας

Πριν προχωρήσουµε στην εξέταση του κύριου αντικειµένου αυτής της φάσης, πρέπει να δούµε ένα σηµαντικό ιστορικό γεγονός που ουσιαστικά, µεν, ανήκει στη φάση της µετάβασης στη δηµοκρατία, ιστορικά, όµως, κατά την κύρια και τελική φάση του, έλαβε χώρα µετά την εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύµατος και κατά τη διάρκεια λειτουργίας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Πρόκειται για την ποινική δίωξη των εγκληµάτων του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου 1967 και του δικτατορικού καθεστώτος που ακολούθησε.

Πρέπει, βεβαίως, να επισηµανθεί ότι το ζήτηµα της δίωξης των εγκληµάτων αυτών δεν ήταν άµοιρο συνταγµατικής σηµασίας, αφού συνδεόταν -και συνδέθηκε- µε τις δικαιοκρατικές βάσεις του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, που διαµόρφωνε συντακτικά η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή. Η κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή και η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» είχαν να αντιµετωπίσουν, στην κρίσιµη και τελική του φάση, το σηµαντικό και πολιτικά ευαίσθητο ζήτηµα της αντιµετώπισης των εγκληµάτων του δικτατορικού καθεστώτος.

Ήταν δε πολιτικά και συνταγµατικά ορθό, το ότι η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» δεν έσπευσε, µε γρήγορες διαδικασίες, να θεµελιώσει δικαιικά και να ολοκληρώσει τη δίωξη των υπευθύνων, αλλά άφησε την κρίσιµη και κύρια αυτή φάση στην εξουσία της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που είχαν, µε τις εθνικές εκλογές και το δηµοψήφισµα για τη µορφή του πολιτεύµατος, πλήρη και σαφώς εκπεφρασµένη δηµοκρατική νοµιµοποίηση.

Όπως είδαµε, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», έχοντας ως αρχή τη µετριοπάθεια χάριν της ειρηνικής µετάβασης στη δηµοκρατία, δεν εξαπέλυσε γενικό διωγµό των συνεργασθέντων µε το καθεστώς.  Αλλά περιόρισε τη δίωξη στους «πρωταιτίους» της κατάλυσης του Συντάγµατος του 1952 και στους συµµετόχους τους. Αντίθετα, η δικαιολογηµένη δηµοκρατική υπερευαισθησία του µεγάλου αριθµού των πολλαπλών θυµάτων του αυταρχικού καθεστώτος και η βαθιά δηµοκρατική ευαισθησία των ευρύ- τερων στρωµάτων του λαού αξίωναν αυστηρή και χωρίς εξαιρέσεις δίωξη.

Από την πλευρά της µετριοπάθειας, δεν υπήρχε µόνο η δικαιολογηµένη αξίωση για οµαλή και χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις µετάβαση στη δηµοκρατία, αλλά επιπλέον προβάλλονταν δολίως από ακραίους συντηρητικούς και φίλα προσκείµενους προς το δικτατορικό καθεστώς κύκλους νοµικές, δήθεν, αµφισβητήσεις για τις συνταγµατικές δυνατότητες ποινικής δίωξης των υπευθύνων της δικτατορίας.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή, εµµένοντας στην αρχή της µετριοπάθειας, προχώρησε χωρίς ταλαντεύσεις αφενός στη νοµική θεµελίωση και στην πολιτική εδραίωση της ποινικής δίωξης των σφετεριστών της λαϊκής κυριαρχίας, αφετέρου στην αυστηρή αντιµετώπισή τους, χωρίς να παραβιασθούν οι αρχές του σύγχρονου κράτους δικαίου. Με αυτή την πολιτική γραµµή, η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» έθεσε, µε το Ψήφισµα ∆΄ της 18 Ιανουαρίου 1975, τη δικαιική βάση θεµελίωσης της ποινικής δίωξης των υπευθύνων της δικτατορίας, µε την ακόλουθη διακήρυξη - διάταξη:

«Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων Έχοντας υπόψη: Το από 19 / 24 ∆εκεµβρίου Ψήφισµα αυτής «περί ψηφίσεως και εκδόσεως ψηφισµάτων υπό της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής κ.λπ. Εκφράζουσα την θέλησιν του κυριάρχου Λαού, ως αύτη εξεδηλώθη διά των ελευθέρων εκλογών της 17ης Νοεµβρίου 1974, διαπνεοµένη από απόλυτον σεβασµόν προς τα ανθρώπινα δικαιώµατα και ακλόνητον πίστιν προς τας δηµοκρατικάς αρχάς, εις ας ο Ελληνικός Λαός ενέµεινεν, απαρασαλεύτως, µη ενδώσας ουδ’ επί στιγµήν εις την τυραννίαν, ∆ιακηρύσσει: Η ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ∆ΙΚΑΙΩ ΟΥ∆ΕΠΟΤΕ ΚΑΤΕΛΥΘΗ Ψηφίζει:

Άρθρον 1. Το στασιαστικόν κίνηµα της 21ης Απριλίου 1967, έργον οµάδος αξιωµατικών και η εκ τούτου προελθούσα κατάστασις µέχρι της 23ης Ιουλίου 1974, απετέλεσεν πραξικόπηµα, δι’ ού εσκοπείτο ο σφετερισµός της εξουσίας και των κυριαρχικών δικαιωµάτων του Λαού. Αι εξ αυτού απορρεύσασαι Κυβερνήσεις ήσαν Κυβερνήσεις βίας.». Με την ιστορική διακήρυξη «η δηµοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» εισήγαγε ως βάση του θετικού µας δικαίου τη συνταγµατικού επιπέδου αρχή ότι δίκαιο µη δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένο δεν καταλύει τη δηµοκρατία. Αυτό είναι το βασικό νόηµα της διακήρυξης.

Με άλλες λέξεις, η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή», µε πλήρη δηµοκρατική νοµιµοποίηση η ίδια, αρνούµενη την παλαιά απάνθρωπη θέση του νοµικού θετικισµού ότι δίκαιο είναι και το αυταρχικό δίκαιο που καταλύει τα δικαιώµατα του ανθρώπου και τις συνταγµατικές εγγυήσεις, διακηρύσσει από συντακτική θέση ότι η δηµοκρατία δικαιικά δεν καταλύεται µε δίκαιο αυταρχικού καθεστώτος εξουσίας. Έτσι, η διακήρυξη αυτή ανακηρύσσει τη δηµοκρατική αρχή ως ύπατη αρχή νοµιµότητας και νοµιµοποίησης της εξουσίας, που αποτελεί θεµελιώδες στοιχείο του πολιτικού και δικαιικού πολιτισµού της Ευρώπης.

Η θεµελιώδης αυτή αρχή δικαίου και ο χαρακτηρισµός από την εθνική αντιπροσωπεία του κινήµατος της 21ης Απριλίου 1967 ως στασιαστικού κινήµατος και πραξικοπήµατος, που σφετερίστηκε τη λαϊκή κυριαρχία και εγκαθίδρυσε καθεστώς βίας, αποτέλεσαν, η αρχή ως θεµέλιο δικαίου και ο χαρακτηρισµός ως έσχατη κατηγορία, τη δικαιική βάση της ποινικής δίωξης των κυρίως υπευθύνων. Το Ψήφισµα ∆΄ προσδιόρισε µε σαφήνεια τον κύκλο των «πρωταιτίων» που θα διώκονταν ποινικώς: όσοι τέλεσαν τα ποινικά αδικήµατα, εφόσον άσκησαν, κατά το χρονικό διάστηµα από 21 Απριλίου 1967 µέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, έργα µέλους υπουργικού συµβουλίου, υφυπουργού ή γενικού γραµµατέα, καθώς και οι «συµµέτοχοί» τους.

Όρισε, επίσης, για την ανάκριση ότι έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας και για την εκδίκαση των εγκληµάτων το Πενταµελές Εφετείο Αθηνών. Η σύνθεση του Πενταµελούς Εφετείου, που δίκασε τους κυρίως υπευθύνους του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου 1967 και του δικτατορικού καθεστώτος που ακολούθησε, είχε ως εξής: Ιωάννης Ντεγιάννης, πρόεδρος, µέλη: Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιανάκος, αναπληρωµατικά µέλη: Ηλίας Γιαννόπουλος και ∆ηµήτριος Τζούµας, εισαγγελείς: Κωνσταντίνος Σταµάτης και Σπύρος Κανίνιας.


Το Πενταµελές Εφετείο Αθηνών, µε την ιστορική απόφαση 577/1975, επέβαλε τις προβλεπόµενες ποινές του Ποινικού Κώδικα, επιµετρώντας τις στους κατηγορουµένους κατά την κρίση του. Η απόφαση ήταν πράγµατι ιστορική, όχι µόνο γιατί είχε αντικείµενο ένα σηµαντικό γεγονός της πολιτικής µας ιστορίας, αλλά και από την άποψη ιστορίας του δικαίου στη χώρα µας. Η απόφαση αυτή, στηριζόµενη και στην επίσης ιστορική εισαγγελική πρόταση, εφάρµοσε για πρώτη φορά τη δηµοκρατική αρχή ως ύπατη αρχή νοµιµοποίησης της εξουσίας και νοµιµότητας της άσκησής της, αναγνωρίζοντας την ισχύ της και κατά τον χρόνο µη ισχύος δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένου συντάγµατος, µε βάση πραγµατικά στοιχεία έκφρασης λαϊκής βούλησης.

Η απόφαση επέβαλε τρεις θανατικές ποινές (στους Παπαδόπουλο, Μακαρέζο και Παττακό) και ποινές ισόβιας και πολυετούς κάθειρξης. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε αργότερα από τον Άρειο Πάγο, µε την απόφαση 59/1976 που απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως των καταδικασθέντων. Η θανατική ποινή ίσχυε τότε στη χώρα µας, δεν είχε, όµως, εφαρµοστεί από πολλά χρόνια. Η στάση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραµανλή, που είχε από το Σύνταγµα την ουσιαστική αρµοδιότητα της χάρης, έδειξε µεν πνεύµα Ευρωπαϊκού προσανατολισµού και εµµονή στην αρχή της µετριοπάθειας κατά τη µετάβαση στη δηµοκρατία.

Χωρίς όµως να εγκαταλείψει την αυστηρότητα στην αντιµετώπιση των κυρίως υπευθύνων για τα εγκλήµατα του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου 1967 και του δικτατορικού καθεστώτος που ακολούθησε. Έτσι, αµέσως µετά την απόφαση, στις 23 Αυγούστου 1975, η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Εις την δηµοκρατίαν η ∆ικαιοσύνη είναι ανεξάρτητος και συνταγµατικώς κατοχυρωµένη λειτουργία. Εις το Κράτος δικαίου όµως, το έργον της ∆ικαιοσύνης συµπληρώνεται από την τελικήν διαδικασίαν, συνταγµατικώς επίσης κατοχυρωµένην, η οποία επιτρέπει τον µετριασµόν των ποινών.

Εις την τελικήν αυτήν φάσιν πρέπει να πρυτανεύη υψηλόν αίσθηµα πολιτικής ευθύνης. ∆ιά την πρωίαν της ∆ευτέρας συνεκλήθη το Υπουργικόν Συµβούλιον, το οποίον θα εξετάση όλα τα ανακύπτοντα, µετά την έκδοσιν της αποφάσεως θέµατα.». Με την άµεση αυτή αντίδραση, η κυβέρνηση προδιέθετε για τη µη εκτέλεση της θανατικής ποινής. Πράγµατι, µετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια κάθειρξη. Είναι, όµως, γνωστή και η παροιµιώδης δήλωση του Κωνσταντίνου Καραµανλή: «όταν λέµε ισόβια, εννοούµεν ισόβια».

Αυτό πρακτικά ίσχυσε. Ιδιαίτερη σηµασία έχει το γεγονός ότι τόσο η κυβέρνηση που είχε στα χέρια της τη νοµοθετική πρωτοβουλία και την όλη εκτελεστική εξουσία, όσο και η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή», µε τις ρυθµίσεις της, επιδίωξαν και κατόρθωσαν να θέσουν και να κρατήσουν την ποινική δίωξη, σε όλα τα στάδιά της: της ανάκρισης, της εκδίκασης των εγκληµάτων και της εκτέλεσης των ποινών, στα πλαίσια της συνταγµατικής και της διεθνούς νοµιµότητας και ειδικότερα στα πλαίσια των αρχών σεβασµού των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου και του κρατουµένου, καθώς και των αρχών της δίκαιης δίκης.

Με αυτή τη βασική πολιτική, η κυβέρνηση δεν προσέφυγε στη θέσπιση ειδικού και έκτακτου δικαίου που θα προέβλεπε νέα ειδικά εγκλήµατα, νέες ποινές και έκτακτα ή ειδικά δικαστήρια µε ειδικές διαδικασίες. Παρέµεινε στα ποινικά αδικήµατα και στις ποινές του κοινού ποινικού δικαίου του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και στην τακτική δικαιοσύνη.

Β. Η Συντακτική Διαδικασία και η Ολοκλήρωσή της

Η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» άσκησε το συντακτικό της έργο σύµφωνα µε τις βασικές γραµµές που είχε καθορίσει η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» και µε βάση τις ειδικότερες ρυθµίσεις, στις οποίες προέβη η ίδια µε σειρά Ψηφισµάτων.

Με τα Ψηφίσµατα αυτά, δώδεκα συνολικά, εκτός από τη συντακτική διαδικασία, ρύθµισε και διάφορα θέµατα µεταβατικού και προσωρινού χαρακτήρα, όπως οι διακηρύξεις και οι ειδικότερες ρυθµίσεις σχετικά µε τη δίωξη των υπευθύνων των εγκληµάτων του πραξικοπήµατος και του δικτατορικού καθεστώτος, που αναπτύξαµε ήδη πιο πάνω, τα θέµατα που αφορούσαν την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής, ο καθορισµός των αρµοδιοτήτων του προσωρινού Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, ο περιορισµός ατελειών και άλλων προνοµίων των βουλευτών και των υπουργών κ.ά.

Με το Γ΄ Ψήφισµα της 24ης ∆εκεµβρίου 1974, συστήθηκε, κατ’ αναλογίαν της δύναµης των κοµµάτων στη Βουλή, κοινοβουλευτική επιτροπή, που ονοµάσθηκε «Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Συντάγµατος του 1975». Έργο της Επιτροπής ήταν «η επεξεργασία του κυβερνητικού σχεδίου περί αναθεωρήσεως του προσωρινώς ισχύοντος Συντάγµατος της 1ης Ιανουαρίου 1952, κατά τα εις την από 3 / 4 Οκτωβρίου 1974 Συντακτικήν Πράξιν οριζόµενα, καθ’ όλας αυτού τας διατάξεις, περιλαµβανοµένων και των θεµελιωδών και συµφώνως προς την διά του ∆ηµοψηφίσµατος της 8ης ∆εκεµβρίου 1974 εκφρασθείσαν θέλησιν του Ελληνικού Λαού περί της µορφής του πολιτεύµατος ως Αβασιλεύτου ∆ηµοκρατίας».

Ακολούθως το Γ΄ Ψήφισµα όριζε ότι η Επιτροπή θα διαµόρφωνε «εις ενιαίον κείµενον σχέδιον Συντάγµατος, περιλαµβάνον τόσον τας αναθεωρουµένας όσον και τας µη αναθεωρουµένας διατάξεις, ως και τας τυχόν νέας τοιαύτας». Τέλος, επανέλαβε, όπως είχε ήδη ορίσει η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974, ότι βάση των εργασιών της Επιτροπής θα αποτελούσε το κείµενο των διατάξεων του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγµατος.


Για το συντακτικό έργο της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» ορίσθηκαν: Γενικός Εισηγητής Πλειοψηφίας ο βουλευτής Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γενικός Εισηγητής Μειοψηφίας ο βουλευτής ∆ηµήτριος Τσάτσος. Από τον Πρόεδρο της Βουλής συγκροτήθηκε, στις 2/1/1975, κατ’ αναλογίαν της δύναµης των κοµµάτων, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Συντάγµατος του 1975, που αποτέλεσε, από πλευράς ουσίας και βάθους εργασιών, το σηµαντικότερο όργανο της συντακτικής διαδικασίας. Συγκροτήθηκε από 37 τακτικά και 19 αναπληρωµατικά µέλη. Τακτικά µέλη ορίσθησαν,

α) Από τη «Νέα ∆ηµοκρατία» οι: Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, ∆ηµήτριος Βουδούρης, Αθανάσιος ∆ερβέναγας, Αριστείδης Καλαντζάκος, Αριστείδης Κατσαούνης, Εµµανουήλ Κεφαλογιάννης, Θεµιστοκλής Κονίτσας, Βασίλειος Κοντογιαννόπουλος, Χαραλάµπης Μεσάρης, Αθανάσιος Μίχας, Λεωνίδας Μπουρνιάς, ∆ηµήτριος Νιάνιας, Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Ζήσης Παπαλαζάρου, ∆ηµήτριος Παπασπύρου, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Θεοδ.–Στέφανος Στεφανόπουλος, Αθανάσιος Ταλιαδούρος, Κωνσταντίνος Τρικούπης, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Φικιώρης, ∆ηµήτριος Φράγκος, ∆ηµήτριος Χλωρός, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος και Κωνσταντίνος Χρυσανθόπουλος.

β) Από την «Ένωση Κέντρου - Νέες ∆υνάµεις» οι: Νικόλαος Γαζής, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, Γεώργιος–Αλέξανδρος Μαγκάκης, Γεώργιος Β. Μαγκάκης, Νικόλαος Παπαπολίτης, Μιχαήλ Στεφανίδης και ∆ηµήτριος Τσάτσος.

γ) Από το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνηµα» οι: Απόστολος Κακλαµάνης, Ιωάννης Κουτσοχέρας και Ιωάννης Σκουλαρίκης..

δ) από την «Ενωµένη Αριστερά» οι: Ηλίας Ηλιού και Γρηγόρης Φαράκος.

Αναπληρωµατικά µέλη ορίσθησαν:

α) Από τη «Nέα ∆ηµοκρατία» οι: Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γεώργιος Αστεριάδης, Θεµιστοκλής Βύζας, Κωνσταντίνος Γόντικας, Θεόφιλος Ζαφειρόπουλος, Χρήστος Κάκαρης, Παντελής Καλογιάννης, ∆ούκας Καλογήρου, Λάζαρος Μιχαήλ, Ιωάννης Μάργαρης, Παναγιώτης Νικολόπουλος, ∆ηµήτριος Παπαδόπουλος και Γεώργιος Ροδίου.

β) Από την «Ένωση Κέντρου - Νέες ∆υνάµεις» οι: Νικόλαος Αλαβάνος, Θεοχάρης Μαναβής, Ιωάννης Σεργάκης και Αναστάσιος Σεχιώτης.

γ) Από το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνηµα», ο Ιωάννης Αλευράς και

δ) Από την «Ενωµένη Αριστερά» ο Λεωνίδας Κύρκος.

Η Επιτροπή εξέλεξε από τα µέλη της: Πρόεδρο, τον βουλευτή Επικρατείας Κωνσταντίνο Τσάτσο, Αντιπρόεδρο, τον βουλευτή Θεµιστοκλή Κονίτσα, Γενικό Γραµµατέα, τον βουλευτή ∆ηµήτριο Χλωρό, Γενικό Εισηγητή της Πλειοψηφίας, τον βουλευτή ∆ηµήτριο Παπασπύρου και Γενικό Εισηγητή της Μειοψηφίας, τον βουλευτή ∆ηµήτριο Τσάτσο. Η Επιτροπή, για την επιτάχυνση του έργου της και µε βάση ειδική εξουσιοδότηση του Γ΄ Ψηφίσµατος της 24ης ∆εκεµβρίου 1974, χωρίστηκε σε δύο «Υποεπιτροπές της επί του Συντάγµατος του 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής», την Α΄ και τη Β΄, στις οποίες κατένειµε το συντακτικό έργο.

Στην Α΄ Υποεπιτροπή, µε Πρόεδρο τον Αθανάσιο Ταλιαδούρο, ανατέθηκε η επεξεργασία των διατάξεων για την οργάνωση και λειτουργία του πολιτεύµατος και των κρατικών εξουσιών, και στη Β΄ Υποεπιτροπή, µε πρόεδρο τον Αθανάσιο Μίχα, ανατέθηκε η επεξεργασία των διατάξεων για τα συνταγµατικά δικαιώµατα και, από το οργανωτικό µέρος, των διατάξεων για τη ∆ιοίκηση και την Αυτοδιοίκηση. Οι δύο Υποεπιτροπές επιτέλεσαν σηµαντικότατο, σε έκταση, έργο, που διέγραφε πια σαφώς, και ως προς τις επιµέρους βασικές ρυθµίσεις, τον προσανατολισµό του όλου συντακτικού έργου.

Η κυβέρνηση, διά του Υπουργού της ∆ικαιοσύνης Κωνσταντίνου Στεφανάκη, κατέθεσε το «Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγµατος» στην «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» στις 7 Ιανουαρίου 1975. Η Επιτροπή όφειλε, σύµφωνα µε το Γ΄ Ψήφισµα της 24ης ∆εκεµβρίου 1974, να περατώσει το έργο της σε 40 ηµέρες. Επίσης, σύµφωνα µε τη Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974, η «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» έπρεπε να ολοκληρώσει το συντακτικό της έργο εντός τριών µηνών από την κατάθεση του Σχεδίου Συντάγµατος. Οι προθεσµίες αυτές ήταν άκρως ασφυκτικές, κατέστη δε αδύνατη η τήρησή τους.

Έτσι, η Βουλή -αφού εν τω µεταξύ παρέτεινε την προθεσµία των 40 ηµερών για την ολοκλήρωση του έργου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής- παρέτεινε, µε το Ψήφισµα Ι΄ της 11ης Απριλίου 1975, την προθεσµία ολοκλήρωσης του όλου συντακτικού έργου µέχρι την 31η Μαΐου 1975, µε δυνατότητα τελικής παράτασης µέχρι τις 10 Ιουνίου, η οποία και έγινε. Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή περάτωσε το έργο της σε 25 συνεδριάσεις και παρέδωσε το Σχέδιο Συντάγµατος που διαµόρφωσε στον Πρόεδρο της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» στις 22 Μαρτίου 1975.

Η Ολοµέλεια της Βουλής άρχισε το συντακτικό της έργο στις 27 Μαρτίου 1975 και το ολοκλήρωσε στις 7 Ιουνίου 1975. Αφιέρωσε συνολικώς τριάντα πέντε συνεδριάσεις: µία γενικής συζήτησης συνεδρίαση µετά τη κατάθεση του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγµατος και πριν από την έναρξη των εργασιών της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, στις 8 Ιανουαρίου 1975 (συνεδρ. ΙΓ΄), τριάντα τρεις συνεδριάσεις (συνεδρ. Ξ΄–ΡΒ΄) για τη συζήτηση και ψήφιση κατ’ άρθρον του σχεδίου συντάγµατος, και µία (συνεδρ. ΡΓ΄ της 7ης Ιουνίου 1975) για τη συζήτηση και ψήφιση στο σύνολο.


Στο σηµείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ως σηµαντικό γεγονός της συντακτικής διαδικασίας, η αποχώρηση, κατά την Eνενηκοστή Συνεδρίαση της 21ης Μαΐου 1975, των κοµµάτων της Αντιπολίτευσης από τη Βουλή, τα οποία δεν επανήλθαν πια κατά τις επόµενες συνεδριάσεις της συντακτικής διαδικασίας. Η αποχώρηση έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση του άρθρου 32 του Συντάγµατος, κατά την οποία η Αντιπολίτευση διαφώνησε µε την εµµονή της Συµπολίτευσης στη θέση ότι, όταν κενωθεί η θέση του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας πριν από τη λήξη της θητείας του, εκλέγεται για πλήρη θητεία και όχι για το υπόλοιπο της θητείας, όπως υποστήριζε η Αντιπολίτευση.

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, οι αρχηγοί και εκπρόσωποι των κοµµάτων της Αντιπολίτευσης έθεσαν και το ευρύτερο ζήτηµα των εξουσιών του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και στη συνέχεια αποχώρησαν µε όλους τους βουλευτές των κοµµάτων τους. Μετά την ψήφιση του σχεδίου συντάγµατος κατ’ άρθρον, σύµφωνα µε ειδική εξουσιοδότηση του Γ΄ Ψηφίσµατος της 24 ∆εκεµβρίου 1974, δόθηκε το κείµενο στον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Ο οποίος είχε ως έργο, µε τη συνεργασία των Γενικών Εισηγητών και των Προέδρων των Υποεπιτροπών, να κατατάξει συστηµατικά τις διατάξεις των ψηφισθέντων άρθρων σε ενιαίο κείµενο, έχοντας την εξουσία, όπου χρειαζόταν, να µεταβάλει τη σειρά τους, να τις συµπτύξει, να τις διαιρέσει ή και να τις αναδιατυπώσει φραστικά. Μετά την τελική αυτή επεξεργασία του κειµένου του νέου Συντάγµατος, παραδόθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής για την τελική συζήτηση και ψήφιση στο σύνολο. Στις 7 Ιουνίου 1975, µε την ψήφιση στο σύνολο του σχεδίου συντάγµατος, ολοκληρώθηκε το συντακτικό έργο της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής.

Στην ψηφοφορία έλαβαν µέρος 208 βουλευτές του κόµµατος της «Νέας ∆ηµοκρατίας» και ψήφισαν όλοι υπέρ του νέου Συντάγµατος. Με το Ψήφισµα ΙΒ΄ της 9ης Ιουνίου 1975 «Περί ψηφίσεως και θέσεως εις ισχύν του νέου Συντάγµατος της Χώρας», τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγµα, αφού υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής», Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, και δηµοσιεύθηκε από τον προσωρινό Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, µε προεδρικό διάταγµα, προσυπογραφόµενο από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραµανλή και τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου.

Το εν λόγω Ψήφισµα όρισε έναρξη ισχύος του Συντάγµατος την 11η Ιουνίου 1975. Με ειδική διάταξη του ιδίου Ψηφίσµατος ορίσθηκε ότι έπαυε εφεξής η αναθεωρητική αρµοδιότητα της Βουλής και καθίστατο απλή Βουλή. Η δηµοσίευση του Συντάγµατος αποτελεί την τελική πράξη και το αποκορύφωµα της µετάβασης στη δηµοκρατία από την επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1975

Το Σύνταγµα του 1975 εντάσσεται, αναµφίβολα, στους µεγάλους σταθµούς της συνταγµατικής µας ιστορίας. Ας τους θυµηθούµε:
  • Πρώτος σταθµός, τα Συντάγµατα του Αγώνα, µε τα οποία ο Ελληνικός λαός, αυτοδύναµος και κυρίαρχος, καθόρισε και συνέταξε µόνος του το πολίτευµά του - είναι τα Συντάγµατα της Α΄ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, τα οποία, µε κορυφαίο πρότυπο συντακτικής τελειότητας για ολόκληρη την Ευρώπη το Σύνταγµα του 1827, αποτέλεσαν, στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο, την πρωτοπορία αποδοχής και εφαρµογής των αρχών και των µεγάλων διακηρύξεων της ιστορίας του Αγγλικού πολιτεύµατος, της Αµερικανικής Ανεξαρτησίας και της Γαλλικής Επανάστασης και συνέθεσαν τη θεσµική ταυτότητα και βάση της οριστικής ένταξης της Ελλάδας στην πολιτισµική οικογένεια της ∆ύσης. 
  • Δεύτερος σταθµός, το Σύνταγµα της συνταγµατικής µοναρχίας του 1844, που αποτέλεσε τον κορυφαίο θεσµό µετάβασης από τη βραχύβια στη χώρα µας απόλυτη µοναρχία στη δηµοκρατία.
  • Τρίτος σταθµός, το Σύνταγµα της βασιλευοµένης δηµοκρατίας του 1864, που εγκαθίδρυσε τη δηµοκρατία στην Ελλάδα και έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η κοινοβουλευτική δηµοκρατία µε την «αρχή της δεδηλωµένης», για να εδραιωθεί αργότερα οριστικά µε την αναθεώρηση του 1911.
  • Τέταρτος σταθµός, το Σύνταγµα της Β΄ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας του 1927, το οποίο υπήρξε ένα από τα τρία βραχύβια Συντάγµατα του Μεσοπολέµου (τα άλλα δύο: το Σύνταγµα της Βαϊµάρης του 1919 και το Σύνταγµα της Ισπανίας του 1931) που έθεσαν τις σύγχρονες διαστάσεις και τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές βάσεις της δηµοκρατίας, για να καταλυθούν από τη λαίλαπα του φασισµού. 
  • Το Σύνταγµα του 1975, το Σύνταγµα της Γ΄ ∆ηµοκρατίας, αποτελεί, χωρίς αµφιβολία, τον πέµπτο µεγάλο σταθµό της συνταγµατικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Η σύνταξη ενός νέου καταστατικού χάρτη το 1975, µετά από µια µακρά περίοδο συνταγµατικής καθυστέρησης και σε µια εποχή Ευρωπαϊκού προσανατολισµού, δεν ήταν καθόλου εύκολη. 
Στη δυτική Ευρώπη είχαν επιτελεσθεί κοσµογονικές εξελίξεις στον χώρο των συνταγµατικών δικαιωµάτων και των θεµελιωδών αρχών, τις οποίες ούτε καν είχε πληροφορηθεί η Ελληνική πολιτική και νοµική θεωρία και πράξη, ο Ελληνικός λαός είχε περάσει από πολλών δεκαετιών ιδεολογικοπολιτικές αναταραχές και διαρκείς περιορισµούς των ελευθεριών του και το ιδεολογικοπολιτικό κλίµα µετά την κατάρρευση της δικτατορίας είχε τις εξάρσεις των νέων του Μάη του '68 στις Ευρωπαϊκές χώρες.



Είναι φανερό ότι η Ελληνική συνταγµατική παράδοση δεν µπορούσε να προσφέρει πολλά πράγµατα, ώστε να αποτελέσει ουσιαστική πηγή ενός νέου συντάγµατος. Αυτό που µπορούσε να προσφέρει ήταν µόνο οδυνηρές εµπειρίες, ώστε να προβλεφθούν συνταγµατικοί φραγµοί για ενδεχόµενη επανάληψη. Έτσι, το Σύνταγµα του 1952, που επανέφερε σε ισχύ η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» και προβλήθηκε τυπικά ως «αναθεωρούµενο», ούτε αποτέλεσε ούτε µπορούσε να αποτελέσει πηγή του νέου Συντάγµατος. Οι ουσιαστικές πηγές έπρεπε να αναζητηθούν στη συντακτική πράξη της δυτικής Ευρώπης.

Βεβαίως, η δηµοκρατική Ευρώπη του 1974 ήταν ακόµη συρρικνωµένη, αφού δύο χώρες του Ευρωπαϊκού πολιτικού νότου, η Ισπανία και η Πορτογαλία, που θα µπορούσαν να προσφέρουν συγγενέστερες προς την Ελληνική πολιτική νοοτροπία και πραγµατικότητα συντακτικές ιδέες, ήταν ακόµη εγκλωβισµένες στις φασιστικές δικτατορίες του Μεσοπολέµου. Είναι βέβαιο ότι θα εµπλούτιζαν τη συντακτική συζήτηση της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής», είναι, όµως, αµφίβολο αν θα επηρέαζαν ουσιαστικά το συντακτικό της έργο.

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πάντως, που καθόρισε το περιεχόµενο και τη φυσιογνωµία του νέου Συντάγµατος βρήκε, τόσο για το «Κυβερνητικόν Σχέδιον Συντάγµατος», που αποτέλεσε τη βάση των προπαρασκευαστικών εργασιών του συντακτικού έργου όσο και για τη συντακτική συζήτηση στη Βουλή, πλούσια πηγή φιλελεύθερου προσανατολισµού στα Συντάγµατα της τότε δηµοκρατικής Ευρώπης. Εξετάζοντας το Σύνταγµα του 1975 από τη σκοπιά των πηγών, είδαµε ότι συντάχθηκε µε βάση το «Κυβερνητικόν Σχέδιον Συντάγµατος», που κατέθεσε στην «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή» η κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή.

Το επίσηµο όργανο κατάθεσής του, η κυβέρνηση, δεν είναι, βεβαίως, και ο πραγµατικός συντάκτης του Σχεδίου. Δεν είναι ακόµη ιστορικώς γνωστό ποια οµάδα προσώπων ή ποια πρόσωπα χωριστά συνέταξαν το Σχέδιο. Είναι, ωστόσο, εµφανής η ουσιαστική συµβολή στη σύνταξη του Σχεδίου και στο µετέπειτα συντακτικό έργο, µέχρι την ολοκλήρωσή του, τριών προσωπικοτήτων:

Του Κωνσταντίνου Καραµανλή, που χάρασσε και προσδιόριζε τη συντακτική πολιτική και παρακολουθούσε βήµα προς βήµα την τήρησή της, του Κωνσταντίνου Τσάτσου, του οποίου η βαθιά νοµική παιδεία και οι φιλοσοφικές καταβολές της άσκησαν σηµαντική επίδραση στην αποδοχή και διατύπωση θεµελιωδών αρχών και διατάξεων, και του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, του οποίου οι πολιτικές ικανότητες και η µακρά κοινοβουλευτική πείρα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαµόρφωση των ρυθµίσεων για την άσκηση και τη λειτουργία των εξουσιών του κράτους.

Ως βάση του «Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγµατος» παρουσιάζεται το Σύνταγµα του 1952. Όπως, όµως, επισηµάναµε πιο πάνω, το Σύνταγµα αυτό δεν µπορούσε, εκείνη την εποχή, να αποτελέσει ουσιαστική πηγή ενός νέου συντάγµατος. Το Σύνταγµα του 1952 επανατέθηκε σε ισχύ από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος» και ορίσθηκε ως «αναθεωρούµενο» για λόγους, όπως είδαµε, περισσότερο πολιτικής παρά για λόγους άντλησης από αυτό ουσιαστικών κανόνων συνταγµατικού δικαίου.

Η αδυναµία του να αποτελέσει πηγή νέου Συντάγµατος δεν οφειλόταν µόνο στον, οπωσδήποτε βασικό, λόγο της µεταβολής της µορφής του πολιτεύµατος σε «αβασίλευτη δηµοκρατία», αλλά και στο ότι υπήρξε το πιο αναχρονιστικό κείµενο καταστατικού χάρτη που συντάχθηκε στην Ευρώπη µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Το εν λόγω Σύνταγµα, γέννηµα µιας σκληρής για τον Ελληνικό λαό εποχής, της εποχής του εµφυλίου πολέµου, δεν µπόρεσε να αποκοµίσει καµία από τις κατακτήσεις που έκαµε η ανθρωπότητα, µε τη συντριβή του εθνικοσοσιαλισµού και του φασισµού, στο επίπεδο των θεµελιωδών δικαιωµάτων, των ελευθεριών και των αρχών της δηµοκρατίας.

Αυτό είχε ως συνέπεια ότι οι Έλληνες, από την Απελευθέρωση µέχρι την πτώση της δικτατορίας, στερήθηκαν την απόλαυση των αγαθών αυτών του νέου δικαιικού πολιτισµού που απόλαυαν οι άλλοι πολίτες της δυτικής Ευρώπης. Χαακτηριστικό αυτού του ελλείµµατος του Συντάγµατος του 1952 είναι ότι η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» δεν αρκέσθηκε στην επαναφορά του σε ισχύ, αλλά, για να διασφαλίσει πλήρεις ελευθερίες για τις διαδικασίες της µετάβασης στη δηµοκρατία, το συµπλήρωσε µε πολλές νέες διατάξεις Συντακτικών Πράξεων.

Οι διατάξεις αυτές, που περιελήφθησαν τόσο στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγµατος, όσο και αργότερα στο Σύνταγµα, έδειχναν την ανεπάρκεια του προδικτατορικού Συντάγµατος και, συγχρόνως, τον προσανατολισµό της συντακτικής πολιτικής προς τις νέες εξελίξεις στο πεδίο της δηµοκρατίας και των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Το «Κυβερνητικόν Σχέδιον Συντάγµατος» παραθέτει σε πολλές διατάξεις του την πηγή προέλευσής τους. Ωστόσο απαιτείται ειδική επιστηµονική έρευνα για τη διάγνωση και διαπίστωση της ταυτότητας όλων των πηγών των εν λόγω διατάξεων.

Εκείνο που προκύπτει σαφώς από το «Κυβερνητικόν Σχέδιον» είναι ότι η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραµανλή, πριν και µετά τις εκλογές της 17ης Νοεµβρίου 1974, επέφερε, µε προσθήκες και τροποποιήσεις, σοβαρές και εκτεταµένες εκσυγχρονιστικές µεταβολές στις διατάξεις του Συντάγµατος του 1952. Αν προσεγγίσει κανείς τα πρακτικά των προπαρασκευαστικών εργασιών των Υποεπιτροπών, της Επιτροπής και της Ολοµέλειας της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» και τα κείµενα των τροπολογιών που υποβλήθηκαν, θα διαπιστώσει ότι η ποιότητα του συντακτικού έργου ήταν, γενικώς, από µέτρια έως χαµηλή.


Τούτο οφείλεται, ως ένα βαθµό, στην έλλειψη συντακτικής πείρας και γνώσης της µεγάλης πλειονότητας του αντιπροσωπευτικού σώµατος. H έλλειψη αυτή είναι συνήθης σε µία τόσο σπάνια διαδικασία, όπως είναι η συντακτική. Γι’ αυτό πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην έλλειψη επιστηµονικής επεξεργασίας των σχεδίων του συντακτικού έργου. Η κάλυψη της έλλειψης αυτής, δεν ήταν, στην προκείµενη περίπτωση, δυνατή λόγω των ασφυκτικών προθεσµιών ολοκλήρωσης του συντακτικού έργου. Ιδιαίτερα εµφανής ήταν η έλλειψη συντακτικής πείρας και γνώσης στον χώρο της αντιπολίτευσης.

Ωστόσο, από τις τεχνικές, κυρίως, αδυναµίες των προτάσεών της δεν συνάγεται ότι η συµβολή της ήταν µικρή. Αντίθετα, µε την πολιτική της στάση, τις γενικές και ειδικές εισηγήσεις και αγορεύσεις της συνέβαλε ουσιαστικά στο να υπερβεί το έργο της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» τα ιδεολογικά και πολιτικά όρια του Κυβερνητικού Σχεδίου και να καταστεί περισσότερο αντιπροσωπευτικό, όπως πρέπει να είναι ένα Σύνταγµα. Σηµαντική είναι η συµβολή της κυρίως στη θεσµική διεύρυνση του κοινωνικού κράτους και των δηµοκρατικών λειτουργιών του πολιτεύµατος.

Με αυτά τα δεδοµένα, η συντακτική ποιότητα του έργου της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» ήταν προϊόν κυρίως των λίγων προσωπικοτήτων της πλειοψηφίας που είχαν τη γνώση και την πείρα για ένα τέτοιο έργο. Καθοριστική ήταν ιδίως, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τα πρακτικά των προπαρασκευαστικών εργασιών, η συµβολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος είχε το βάρος και την ευθύνη σε ελάχιστο χρόνο, από τη λήξη της κατ’ άρθρον ψηφοφορίας µέχρι τη συζήτηση στο σύνολο των διατάξεων του σχεδίου συντάγµατος (2 έως 7 Ιουνίου 1975), ένα ασύντακτο και χωρίς σύστηµα σύνολο διατάξεων να το διαµορφώσει σε συστηµατικό κείµενο συντάγµατος, στο κείµενο που γνωρίζοµε ως Σύνταγµα του 1975.

Το έργο του Κωνσταντίνου Τσάτσου ήταν ιδιαίτερα σηµαντικό, γιατί δεν περιοριζόταν µόνο στη συστηµατική κατάταξη των διατάξεων των ψηφισθέντων άρθρων, µε µεταβολή της σειράς τους σε ενιαίο κείµενο, αλλά εκτεινόταν και στην υποχρέωση, όπου χρειαζόταν, να τις συµπτύξει, να τις διαιρέσει ή και να τις αναδιατυπώσει φραστικά. Το πόσο ευρύ, υπεύθυνο και δύσκολο ήταν αυτό το έργο, αντιλαµβάνεται κανείς αν παραβάλει το σύνολο των άτεχνα διατυπωµένων, χωρίς σύστηµα διασκορπισµένων και µε ετερόκλητα αντικείµενα ενταγµένων σε άρθρα διατάξεων που ψηφίστηκαν µε το ενιαίο κείµενο του Συντάγµατος που τέθηκε σε ισχύ.

Το Σύνταγµα του 1975 είναι προϊόν Ευρωπαϊκού συντακτικού πνεύµατος. Εκφράζει πλήρως την Ευρωπαϊκή αντίληψη για το δηµοκρατικό πολίτευµα, το κράτος, τις ατοµικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώµατα. Θα µπορούσε κανείς να υπογραµµίσει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά της φυσιογνωµίας του αυτής:

α) Το Σύνταγµα του 1975 διαπνέεται από το πνεύµα συνταγµατικού εκσυγχρονισµού, που αναζητούσαν οι πολιτικές δυνάµεις πριν από τη δικτατορία και που επικράτησε µε την κατάρρευσή της. Ο ιστορικός συνταγµατικός νοµοθέτης της µεταπολίτευσης, κάτω από την πίεση των ιδεολογικών και πολιτικών δυνάµεων που επί δεκαετίες ήσαν φιµωµένες και µε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος απελευθερώθηκαν, δεν µπορούσε παρά να χαράξει τη συντακτική του πολιτική µε οδηγό το σύγχρονο τότε Ευρωπαϊκό πνεύµα συντάγµατος που είχε διαπλαστεί µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και είχε αγνοηθεί από το συντακτικό νοµοθέτη του 1952.

Ο συνταγµατικός εκσυγχρονισµός επηρέασε το συντακτικό έργο σε όλα τα επίπεδα. Στο επίπεδο του πολιτεύµατος, εδραιώθηκε µια πολιτική δηµοκρατία, µε την κατάργηση του ασύµβατου µε την Ελληνική παράδοση και αναχρονιστικού θεσµού της µοναρχίας, ο οποίος πάνω από έναν αιώνα ήταν πηγή αντιδηµοκρατικών επεµβάσεων και πολιτικών ανωµαλιών, καθώς και µε την ανάδειξη του θεσµού των πολιτικών κοµµάτων σε βασικό στοιχείο της δηµοκρατίας.

Στο επίπεδο των συνταγµατικών δικαιωµάτων, εισήγαγε τις σύγχρονες θεµελιώδεις εγγυήσεις της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, καθώς και της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, µε κάλυψη όλων των εκφάνσεών της. Στο ίδιο επίπεδο, εµπλουτίζοντας το σύστηµα των εγγυήσεων του προσώπου, εγγυήθηκε, πρωτοποριακά τότε στη δυτική Ευρώπη, την προστασία του περιβάλλοντος και εισήγαγε κατάλογο κοινωνικών δικαιωµάτων.

β) Ακολουθώντας το συνταγµατικό πνεύµα που επικρατούσε στην Ευρώπη από το τέλος του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, από το οποίο διαπνέονται και οι βασικές διεθνείς εγγυήσεις των δικαιωµάτων του ανθρώπου, το Σύνταγµα του 1975 είναι ανθρωποκεντρικό. Αυτό προκύπτει σαφώς από την εισαγωγή των αγαθών της αξίας και της προσωπικότητας του ανθρώπου στο ανώτατο επίπεδο εγγυήσεων, καθιστώντας την υποχρέωση σεβασµού και προστασίας τους ως ύπατη αρχή νοµιµότητας – σε συνδυασµό, πάντοτε, µε τη δηµοκρατική αρχή.

Η ανθρωποκεντρική βάση του Συντάγµατος προκύπτει, επίσης, και από το σύστηµα των ελευθεριών, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύστηµα κοινωνικής δέσµευσης. Η ανθρωποκεντρική αυτή βάση µεταβάλλει πια την αφηρηµένη και χωρίς ανθρώπινο και κοινωνικό περιεχόµενο έννοια του ατόµου σε πρόσωπο και προσωπικότητα µε ανθρώπινο και κοινωνικό περιεχόµενο.


γ) Το Σύνταγµα του 1975 παρέµεινε βασικώς στις αρχές του πολιτικού και του συνταγµατικού φιλελευθερισµού, όπως διαπλάστηκαν µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στην Ευρώπη: συνδέει τον φιλελευθερισµό µε το κοινωνικό κράτος, θέτοντας σε προτεραιότητα την αξία του ανθρώπου και τις ελευθερίες του προσώπου. ∆εν περιέχει ανοίγµατα προς θεσµούς και αρχές σοσιαλιστικής προέλευσης, όπως, για παράδειγµα, σε περιορισµένη κλίµακα, το Σύνταγµα της Ιταλίας του 1947, ή, σε ευρύτερη κλίµακα, τα πρώτα µετά την πτώση των δικτατοριών δηµοκρατικά Συντάγµατα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

Αν µελετήσει κανείς τα Πρακτικά των προπαρασκευαστικών διαδικασιών και τις προτάσεις και τροπολογίες της αντιπολίτευσης, θα δια- πιστώσει ότι η κυβερνητική πλειοψηφία απέρριπτε όλες, ή σχεδόν όλες, τις προτάσεις που είχαν σοσιαλιστική κατεύθυνση ή, γενικότερα, δεν συµβιβάζονταν µε τη συντακτική πολιτική του φιλελευθερισµού. Στις συζητήσεις τής «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής», καθώς και στην εκτός Bουλής πολιτική και επιστηµονική συζήτηση, η φιλελεύθερη αυτή κατεύθυνση προκάλεσε έντονη κριτική µε σοβαρά επιχειρήµατα.

Άλλωστε, η ιδεολογικοπολιτική και θεωρητική αυτή συζήτηση, παρά την κυρίαρχη θέση του φιλελευθερισµού, συνεχίζεται µέχρι σήµερα και θα συνεχίζεται, σε παγκόσµια κλίµακα και µε υψηλό βαθµό έντασης. Πρέπει, πάντως, να σηµειωθεί ότι τα παραπάνω αναφερόµενα ανοίγµατα ορισµένων Συνταγµάτων -που ήταν προϊόν κυρίως ιστορικών συγκυριών- δεν είχαν την αναµενόµενη πρακτική εφαρµογή στις χώρες τους.

Η δε πολιτική και η συνταγµατική πραγµατικότητα σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό χώρο εκτυλίσσεται µέχρι σήµερα στη γραµµή σύνδεσης του φιλελευθερισµού µε το κοινωνικό κράτος, µε προτεραιότητα, πάντοτε, του πρώτου - στο πνεύµα ακριβώς που είναι συντεταγµένο το Σύνταγµα του 1975. Από τη σκοπιά της µέχρι σήµερα εξέλιξης, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 ήταν ιδεολογικοπολιτικά διορατικός. Η διορατικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε πολιτικά και στο εσωτερικό πεδίο της χώρας µας, αφού το Σύνταγµα, στα τριάντα, σχεδόν, χρόνια που πέρασαν από τη θέσπισή, υπέστη δύο αναθεωρήσεις, χωρίς να θιγεί ο φιλελεύθερος προσανατολισµός του.

δ) Όσον αφορά το πολιτικό σύστηµα, το Σύνταγµα του 1975 παρέµεινε στις αρχές της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, όπως διαπλάσθηκε ιστορικά στην ηπειρωτική Ευρώπη - πάνω στις παλαιές βάσεις του αγγλικού κοινοβουλευτισµού. Σύµφωνα µε αυτή την Ευρωπαϊκή παράδοση, φορέας της πολιτικής εξουσίας είναι η κυβέρνηση, ενώ ο πρόεδρος της δηµοκρατίας παραµένει, χωρίς πολιτικές εξουσίες, «ρυθµιστής του πολιτεύµατος», µε την έννοια πάντοτε φορέα αρµοδιοτήτων διαδικαστικής παρέµβασης, που προβλέπει περιοριστικά το Σύνταγµα και που εξυπηρετούν αποκλειστικά τη συνέχεια λειτουργίας του πολιτεύµατος.

Ο ιστορικός συντακτικός νοµοθέτης του 1975, κάτω από τις πολιτικές συγκυρίες της εποχής, περιέλαβε ορισµένες αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Οι αρµοδιότητες αυτές, οι οποίες, όπως είδαµε, είχαν προκαλέσει την αντίδραση της αντιπολίτευσης µε αποχώρηση από τις εργασίες της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής», καταργήθηκαν µε την αναθεώρηση του 1986.

ε) Ουσιώδες στοιχείο του Συντάγµατος του 1975 είναι ο διεθνής και ο Ευρωπακός του προσανατολισµός. Ο προσανατολισµός αυτός προκύπτει:
  • Από τη θέσπιση της θεµελιώδους διακήρυξης ότι η Ελλάδα δεσµεύεται από το διεθνές δίκαιο και επιδιώκει την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων µεταξύ των λαών και των κρατών.
  • Από τις διατάξεις Ευρωπαϊκής συνταγµατικής προέλευσης ή έµπνευσης που αθρόως εισήγαγε στη συνταγµατική µας τάξη.
  • Από τις διατάξεις που περιέλαβε, ήδη από τότε, για να ανοίξουν πολύ αργότερα τις συνταγµατικές πύλες προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. 
Πρέπει εδώ να σηµειωθεί, ότι, ενώ τα περισσότερα από τα Συντάγµατα της Ευρώπης δεν είχαν συνταγµατική πρόβλεψη για την παραχώρηση των απαιτούµενων κυριαρχικών δικαιωµάτων στην τότε Ε.Ο.Κ. (Eυρωπαϊκή Oικονοµική Kοινότητα), και αναγκάσθηκαν την τελευταία στιγµή να προβούν σε αναθεωρήσεις των Συνταγµάτων τους, η Ελλάδα τις θέσπισε από το 1975. Αυτό, ασφαλώς, οφείλεται στο Ευρωκεντρικό και στο ευρύτερα διεθνούς προσανατολισµού πνεύµα, που αποτελούσαν µόνιµο στοιχείο της πολιτικής σκέψης και πράξης του Κωνσταντίνου Καραµανλή - πνεύµα που αναδεικνύεται ήδη στην Πρόταση Αναθεωρήσεως του 1963.


ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1975

Γενική Θεώρηση

Το Σύνταγµα του 1975, όπως ήδη πολλαπλώς επισηµάναµε, ενώ έχει αφετηρία το Σύνταγµα του 1952, είναι νέο Σύνταγµα. Βεβαίως, ορισµένα οργανικά και λειτουργικά στοιχεία του κράτους και του πολιτεύµατος -ελάχιστα σε ποσότητα και σηµασία- που ανάγονταν σε συγκερασµό αρχών της αστικής επανάστασης και των δοµών της µοναρχίας και είχαν ενσωµατωθεί στα µοναρχικά Συντάγµατα, κληρονοµήθηκαν από τον τελευταίο γόνο αυτής της παράδοσης, το Σύνταγµα του 1952. Αυτό συνέβη, και µάλιστα σε µεγαλύτερη έκταση, σε πολλά Συντάγµατα των κρατών της Ευρώπης.

Τα στοιχεία αυτά, όµως, στη σύγχρονη συνταγµατική πραγµατικότητα, δεν έχουν πια καµιά επίδραση, απαλείφονται δε προοδευτικά από τα συνταγµατικά κείµενα µε τις αναθεωρήσεις. Αυτό που χαρακτηρίζει το Σύνταγµα του 1975 όχι απλώς ως νέο, αλλά ως σταθµό της συνταγµατικής µας ιστορίας είναι το περιεχόµενο και το πνεύµα των νέων διατάξεων που περιέλαβε. Οι διατάξεις αυτές, οι βασικότερες από τις οποίες παρουσιάζονται συνοπτικά πιο κάτω, περιέλαβαν αρχές και αξίες που, σε σχέση πάντοτε µε την τότε πολιτική και συνταγµατική καθυστέρηση της χώρας µας, αποτέλεσαν σηµαντικό άλµα προς το σύγχρονο Ευρωπαϊκό συνταγµατισµό.

Τυπικό µεν, αλλά χαρακτηριστικό του πνεύµατος εκσυγχρονισµού που παρουσιάζει το συντακτικό έργο του 1975 είναι η θέση ένταξης των ύπατων αρχών και βάσεων του Συντάγµατος στο σύστηµα των διατάξεών του. Όπως είναι γνωστό, όλα τα Ελληνικά Συντάγµατα, από το Σύνταγµα της 1ης Εθνικής Συνελεύσεως του 1822 µέχρι και το Σύνταγµα του 1952, µε εξαίρεση τα Συντάγµατα του 1925 και του 1926 που τέθηκαν µεν σε ισχύ, αλλά στην πράξη δεν εφαρµόσθηκαν, είχαν ως εναρκτήριες διατάξεις τις εγγυήσεις της επικρατούσας θρησκείας των Ελλήνων.

Για πρώτη φορά, το Σύνταγµα του 1975, µεταθέτοντας τις διατάξεις για την επικρατούσα θρησκεία και τη θρησκευτι- κή ελευθερία στα άρθρα 3 και 13 αντίστοιχα, έθεσε επικεφαλής των διατάξεών του, ως άρθρα 1 και 2, τον καθορισµό του πολιτεύµατος (άρθρο 1) και τις θεµελιώδεις αρχές της Ελληνικής πολιτείας: την αρχή του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1) και την αρχή εφαρµογής των γενικά αναγνωρισµένων κανόνων του διεθνούς δικαίου που αφορούν την εµπέδωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων µεταξύ λαών και κρατών (άρθρο 2 παράγραφος 2).

Η µετάθεση αυτή δεν είναι χωρίς σηµασία. Το Ελληνικό κράτος ήταν και είναι, από τις απαρχές του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, αδιαλείπτως κοσµικό, τα δικαιικά του θεµέλια κοσµικά, οι αρχές νοµιµοποίησης και νοµιµότητας όλων των εξουσιών κοσµικές και η αποστολή του κοσµική. Η πρόταξη, συνεπώς, των διατάξεων για την «επικρατούσα θρησκεία» δεν είχε νοµική σηµασία. Ήταν, όµως, από συντακτική άποψη, αναχρονιστική και δηµιουργούσε συχνά εσφαλµένες σκέψεις και ερµηνείες, που έθιγαν και στρέβλωναν το αίσθηµα της θρησκευτικής ισότητας και ελευθερίας των ανθρώπων.

Είναι, σήµερα, αυτονόητο για όλους, ότι οι όποιες ρυθµίσεις, που έχουν σχέση µε την εκκλησιαστική διοίκηση και τη θρησκευτική ελευθερία δεν είναι εκείνες που έχουν την προτεραιότητα απέναντι στον καθορισµό του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, των θεµελιωδών αρχών και της συνταγµατικής νοµιµότητας. Συνεπώς, η µετάθεση αυτή ήταν ιστορικά, σηµασιολογικά και συστηµατικά αναγκαία, επισηµαίνει δε, µαζί µε την πλήρη θρησκευτική ισότητα και ελευθερία, των ανθρώπων που ζουν ή βρίσκονται προσωρινά στην Ελλάδα, την πλήρη κοσµικότητα του κράτους και του Συντάγµατος.

Με αυτή τη βάση, οι µεν διοικητικές εγγυήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας παρέµειναν µεν στο Α΄ Μέρος των «βασικών διατάξεων» του Συντάγµατος, µετατέθηκαν, όµως, στο άρθρο 3, ενώ οι εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας µεταφέρθηκαν στο άρθρο 13 του Συντάγµατος, στο Β΄ Μέρος των διατάξεων, των «ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων».

Οι Βασικές Κατηγορίες Νέων Διατάξεων

Για το σχηµατισµό µιας γενικής εικόνας του νέου περιεχοµένου του Συντάγµατος του 1975, ακολουθείται, κατά βάση, η διάκριση των διατάξεών του, όπως συνήθως παρουσιάζεται στην παραδοσιακή συνταγµατική διδασκαλία και θεωρία και, κατά βάση, στο σύστηµα της συντακτικής πράξης. Πρέπει, πάντως, να επισηµανθεί ότι οι διακρίσεις αυτές δεν αποτελούν λειτουργικά στεγανά ούτε χαράσσουν αδιαπέραστα ουσιαστικά όρια. ∆ιαπλέκονται και αλληλεξαρτώνται νοηµατικά, ώστε να λειτουργεί ένα ενιαίο σύστηµα εγγυήσεων.

Έτσι, οι εγγυήσεις άσκησης των λειτουργιών του κράτους προϋποθέτουν τις εγγυήσεις λειτουργίας του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και τις εγγυήσεις των συνταγµατικών δικαιωµάτων και των θεµελιωδών υπέρ του ανθρώπου και του κοινωνικού συνόλου αρχών - και αντιστρόφως. Οι βασικές κατηγορίες διατάξεων του Συντάγµατος, οι οποίες θεσπίστηκαν από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, είναι:

α) Οι διατάξεις που αποτελούν τις βάσεις της Ελληνικής πολιτείας ή του κράτους και του πολιτεύµατος,

β) Οι διατάξεις βασικής ρύθµισης της λειτουργίας του πολιτεύµατος,

γ) Οι διατάξεις των συνταγµατικών εγγυήσεων στη σχέση κράτους και κοινωνίας,

δ) Οι διατάξεις που θέτουν τις βάσεις των σχέσεων της Ελλάδας µε τη διεθνή κοινότητα και την υπερεθνική έννοµη τάξη και

ε) Οι διατάξεις βασικής ρύθµισης των τριών λειτουργιών του κράτους.


Α. Η Κατηγορία των Συνταγµατικών Βάσεων της Ελληνικής Πολιτείας

Η οµάδα αυτή περιλαµβάνει δύο κατηγορίες διατάξεων θεµελιώδους σηµασίας για το όλο πολιτειακό σύστηµα και αποτελεί το συντακτικό περιεχόµενο του Α΄ Μέρους του Συντάγµατος. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι διατάξεις του άρθρου 1 που καθορίζουν το πολίτευµα, και στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι θεµελιώδεις αρχές του άρθρου 2, τις οποίες θα δούµε πιο κάτω. Και οι δύο κατηγορίες διατάξεων συνιστούν τις βάσεις του πολιτειακού και δικαιικού συστήµατος και αποτελούν τις ύπατες αρχές της συνταγµατικής νοµιµότητας. Οι θεµελιώδεις αυτές διατάξεις, που συγκεντρώνονται στα δύο πρώτα άρθρα του Συντάγµατος, αποτελούν τη βαθύτερη τοµή που περιέχει ο Καταστατικός Χάρτης του 1975.

Οι Βάσεις του Πολιτεύµατος

Με βασικό στοιχείο τη µορφή του πολιτεύµατος που επέλεξε ο Ελληνικός λαός µε το δηµοψήφισµα της 8ης ∆εκεµβρίου 1974 και ειδικότερα την κοινοβουλευτική αρχή, που αποτελεί παράδοση της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής συνταγµατικής ιστορίας, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 διέπλασε, στο πρώτο άρθρο, έναν αριστοτεχνικό, λιτό και πλήρη συνταγµατικό ορισµό της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας:
  • Το πολίτευµα της Ελλάδος είναι Προεδρευοµένη Κοινοβουλευτική ∆ηµοκρατία.
  • Θεµέλιον του πολιτεύµατος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
  • Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Λαού και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους, ασκούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγµα.
Ο συνταγµατικός αυτός ορισµός της δηµοκρατίας είναι ένας από τους αρτιότερους της παγκόσµιας συντακτικής πράξης, λιτός και χωρίς αναµείξεις µε στοιχεία του κράτους, όπως κοινωνικό κράτος, κράτος δικαίου, στοιχεία της επικράτειας κ.ά. που απαντούν, συνήθως, στα συντάγµατα. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, µε σύγχρονη και ακριβέστερη διατύπωση του εν λόγω ορισµού, ακολουθεί την Ελληνική συντακτική παράδοση, που έχει την καταγωγή της στη Γαλλική Επανάσταση και αρχίζει µε το Σύνταγµα του 1827, το οποίο πρωτοποριακά τότε προσδιόρισε την έννοια της δηµοκρατίας.

Τα τέσσερα βασικά στοιχεία αυτού του ορισµού είναι: η λαϊκή κυριαρχία (ή «κυριαρχία του έθνους»), ο λαός (ή το «έθνος») ως πηγή όλων των εξουσιών, ο υπέρ του λαού (ή του «έθνους») υπαρξιακός προορισµός («ύπαρξη») των εξουσιών και η άσκησή τους «όπως ορίζει το Σύνταγµα». Τα δύο πρώτα στοιχεία είναι ταυτόσηµα - το δεύτερο αναλύει το πρώτο. Έχουν την καταγωγή τους στη Γαλλική Επανάσταση, αποτελούν κοινό κτήµα της ηπειρωτικής Ευρώπης και αναφέρονται σε όλα τα Ελληνικά δηµοκρατικά Συντάγµατα, από το 1827 (το οποίο αναφέρει µόνο το πρώτο) µέχρι και το ισχύον Σύνταγµα - εκτός από το Σύνταγµα της συνταγµατικής µοναρχίας του 1844.

Δεδοµένου ότι στο πολίτευµα αυτό δεν ίσχυε πλήρης η λαϊκή κυριαρχία, αλλά η κυριαρχία του «έθνους» και η κυριαρχία του µονάρχη. Το τρίτο στοιχείο, η υπέρ του λαού ρήτρα, αποτελούσε πανευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσµια, πρωτοπορία του Συντάγµατος του 1827 και ενσωµατώνει την υπέρ του κοινωνικού συνόλου ουσιαστική αποστολή του δηµοκρατικού κράτους, ορθώς δε το περιέλαβε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 ως θεµελιώδες στοιχείο του πολιτεύµατος. Το τέταρτο στοιχείο, η σύµφωνα µε το Σύνταγµα άσκηση των εξουσιών, υποδηλώνει τον αυτοπεριορισµό, ως προς την άσκηση των εξουσιών, της λαϊκής κυριαρχίας µε σύνταγµα, που αποτελεί παγκόσµιο κτήµα του νεότερου δηµοκρατικού συνταγµατισµού.

Πρέπει, πάντως, να σηµειωθεί ότι το πρώτο και θεµελιωδέστερο άρθρο του Συντάγµατος αποτελεί, ως σύνθεση ορισµού, παρά την ιστορία των επιµέρους στοιχείων του, νέο συντακτικό καθορισµό του πολιτεύµατος και εκφράζει µια σύγχρονη και ολοκληρωµένη θεώρηση της δηµοκρατίας. Στον προσδιορισµό της µορφής του πολιτεύµατος, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 εισήγαγε το συντακτικό νεολογισµό «Προεδρευοµένη ∆ηµοκρατία», για να διακρίνει τον χωρίς πολιτικές εξουσίες Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας στο γνήσιο κοινοβουλευτικό πολίτευµα από τον πρόεδρο της δηµοκρατίας του προεδρικού συστήµατος, ο οποίος συγκεντρώνει όλες τις πολιτικές εξουσίες του Πρωθυπουργού.

Η χρησιµοποίηση του νέου αυτού όρου «προεδρευοµένη» αντί του παλαιού «προεδρική» απέβλεπε, ασφαλώς, και στον εφησυχασµό του λαού και των λοιπών πολιτικών κοµµάτων ότι οι εξαιρετικές αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, που προτείνονταν και τελικώς θεσπίστηκαν, δε συνιστούσαν µεταβολή του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύµατος προς την κατεύθυνση του προεδρικού συστήµατος, όπως είχε συµβεί µε την επιβολή της συντακτικής πολιτικής του Ντε Γκωλ στη Γαλλία. Πάντως, ο συντακτικός αυτός νεολογισµός του 1975 ήταν επιτυχής, γι’ αυτό και καθιερώθηκε πια ως όρος, αντίστοιχος του παλαιού «βασιλευοµένη δηµοκρατία», για τη διάκριση του λειτουργήµατος του αρχηγού του κράτους µεταξύ της προεδρικής και της κοινοβουλευτικής µορφής πολιτεύµατος.

Οι Βάσεις των Σκοπών του Κράτους

Οι θεµελιώδεις αρχές που περιελήφθησαν στο άρθρο 2 του Συντάγµατος θεσπίζονται για πρώτη φορά σε Ελληνικό σύνταγµα. Όπως ήδη αναφέραµε, είναι: η αρχή του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1) και οι αρχές του σεβασµού των γενικά αναγνωρισµένων κανόνων του διεθνούς δικαίου και της επιδίωξης της εµπέδωσης της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ανάπτυξης των φιλικών σχέσεων µεταξύ λαών και κρατών (άρθρο 2 παράγραφος 2).

Οι θεµελιώδεις αυτές αρχές αποτελούν, µαζί µε τη ρήτρα «υπέρ του λαού» στο άρθρο 1 («όλες οι εξουσίες υπάρχουν υπέρ του Λαού»), τις ουσιαστικές δικαιικές βάσεις της αποστολής και των σκοπών του κράτους, καθώς και τις ύπατες συνταγµατικές αρχές της ουσιαστικής νοµιµότητας του κράτους.


Β. Η Ρύθµιση και οι Εγγυήσεις Λειτουργίας του Πολιτεύµατος

Γενικά

Στη βάση της νέας µορφής του πολιτεύµατος, που αποφάσισε, σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ο ελληνικός λαός µε το δηµοψήφισµα της 8ης ∆εκεµβρίου 1974, καθώς και στις άλλες βάσεις του πολιτεύµατος, που περιλαµβάνει το πρώτο άρθρο του Συντάγµατος, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 οικοδόµησε το νέο πολίτευµα της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας.

Λόγω της µεταβολής της µορφής του πολιτεύµατος, ολόκληρο το σύστηµα ρυθµίσεων και εγγυήσεων του πολιτεύµατος πρέπει να θεωρηθεί, στο Σύνταγµα του 1975, νέο, ακόµη και ως προς τις διατάξεις εκείνες που απαντούν και σε προηγούµενα Ελληνικά Συντάγµατα. Εδώ θα περιοριστούµε στην αναφορά νέων διατάξεων που ενέχουν θεµελιώδεις αρχές λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας.

Η Αντιπροσωπευτική Δηµοκρατία και ο Θεσµός των Πολιτικών Κοµµάτων

Η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία αποτελεί σήµερα τη µοναδική µορφή δηµοκρατίας που ισχύει σε παγκόσµιο επίπεδο. Μορφή αµιγούς άµεσης δηµοκρατίας δεν υφίσταται στην πολιτική πράξη του σύγχρονου κόσµου. Συνεπώς, η αντιπροσωπευτική αρχή αποτελεί βάση της σύγχρονης δηµοκρατίας, η οποία, ως αυτονόητη, δεν διακηρύσσεται ρητά στο πρώτο άρθρο του Συντάγµατος. Θα αποτελούσε, ασφαλώς, πλεονασµό η διακήρυξή της, αφού προϋποτίθεται από τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα της µορφής του πολιτεύµατος, που ρητά θεσπίζεται, και συνάγεται άµεσα από την όλη ρύθµιση της λειτουργίας του.

Βασικό θεσµό της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας αποτελεί ο θεσµός των πολιτικών κοµµάτων, µετά την πάγια σιωπή των παλαιών συνταγµάτων, που κράτησε µέχρι τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Οι συντακτικοί νοµοθέτες της Ευρώπης διέγνωσαν, µετά τον Πόλεµο, την ουσιαστική σηµασία του πολιτικού κόµµατος στη δηµοκρατία και περιέλαβαν βασικές ρυθµίσεις του θεσµού. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, ακολουθώντας τη νέα συντακτική πρακτική, περιέλαβε αυτοτελή εγγύηση και βασική ρύθµιση του θεσµού.

Ιδιαίτερη σηµασία έχει η εγγύηση της ελευθερίας και του δικαιώµατος όλων των πολιτών να ιδρύουν πολιτικά κόµµατα και να συµµετέχουν ελεύθερα σε αυτά. Για την εποχή εκείνη πρέπει να θεωρηθεί πρωτοποριακή η αναγνώριση της πολιτικής δράσης των νέων, µε την εγγύηση του δικαιώµατος συµµετοχής τους στις νεολαίες των πολιτικών κοµµάτων.

Ανάδειξη και Συγκρότηση της Bουλής

Στα βασικά, για τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, κεφάλαια ανάδειξης και συγκρότησης της Bουλής, θέσπισης κωλυµάτων και ασυµβιβάστων, καθώς και καθορισµού δικαιωµάτων, υποχρεώσεων και ασυλιών των βουλευτών, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 δεν επέφερε ουσιαστικές τοµές. ∆ιατηρώντας την παλαιά δοµή, απλώς εκσυγχρόνισε συντακτικά τις σχετικές ρυθµίσεις µε συµπληρώσεις και συστηµατικές αναδιατάξεις. Ως νέες σηµαντικού περιεχοµένου διατάξεις πρέπει να αναφερθούν εδώ οι διατάξεις που θεσπίζουν εγγυήσεις δύο θεµελιωδών αρχών της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας.

Η πρώτη εγγύηση, αν και αυτονόητη σήµερα, τότε, κάτω από την επίδραση προδικτατορικών εµπειριών, αποτελούσε πολιτικό αίτηµα. Αντικείµενό της, η θεµελιώδης αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης. Η σχετική διάταξη του άρθρου 52 ορίζει: «Η ελευθέρα και ανόθευτος εκδήλωσης της λαϊκής θελήσεως, ως έκφρασις της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύησιν πάντων των λειτουργών της Πολιτείας, οίτινες υποχρεούνται να διασφαλίζουν ταύτην εις πάσαν περίπτωσιν».

Σηµαντική είναι, επίσης, και η ρητή διακήρυξη, στο άρθρο 60, της απλώς συναγόµενης στο Σύνταγµα του 1952 θεµελιώδους αρχής του απεριόριστου δικαιώµατος της κατά συνείδησην γνώµης και ψήφου των βουλευτών. Τέλος, στη συγκρότηση της Bουλής προστέθηκε και ο σηµαντικός θεσµός των βουλευτών Eπικρατείας, που παρέχει τη δυνατότητα εισόδου στο αντιπροσωπευτικό σώµα διακεκριµένων προσωπικοτήτων που δε θα ήταν πρόθυµοι να αποδυθούν σε προσωπικό προεκλογικό αγώνα.

Σχέσεις Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε τη Bουλή και την Κυβέρνηση

Ιδιαίτερη σηµασία για τη λειτουργία του πολιτεύµατος έχουν οι διατάξεις που ρυθµίζουν τις σχέσεις του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε το αντιπροσωπευτικό σώµα και την κυβέρνηση. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν δύο κατηγορίες διατάξεων που θέσπισε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975: οι διατάξεις ανάδειξης του αρχηγού του κράτους και οι διατάξεις που ορίζουν τις αρµοδιότητες του τελευταίου στις σχέσεις του µε τη Bουλή και την κυβέρνηση.


Ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους

Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 επέλεξε ως τρόπο ανάδειξης του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας την εκλογή από τη Bουλή µε αυξηµένη πλειοψηφία και σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η εκλογή µε τις οριζόµενες πλειοψηφίες, θεσπίζεται προσφυγή σε εκλογές για ανάδειξη νέου αντιπροσωπευτικού σώµατος για τη συνέχιση της προσπάθειας εκλογής µε αυξηµένη πλειοψηφία και για την τελική εκλογή µε σχετική πλειοψηφία. Η επιλογή της εκλογής από τη Bουλή είναι, κατά τη γνώµη µου, η ορθότερη.

Η ανάδειξη του αρχηγού του κράτους κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας µε δηµοψήφισµα, όπως υποστηρίχθηκε από ορισµένες πλευρές τότε και αργότερα, νοθεύει το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Όπως είναι γνωστό, η βασική επιταγή της κοινοβουλευτικής αρχής είναι η αποκλειστική πολιτική εξάρτηση της κυβέρνησης από το αντιπροσωπευτικό σώµα και η υπαγωγή της άσκησης της κυβερνητικής λειτουργίας στην αποκλειστική αρµοδιότητα πολιτικού ελέγχου από την άµεσα νοµιµοποιηµένη από τον λαό λαϊκή αντιπροσωπεία.

Έτσι, το κοινοβουλευτικό σύστηµα διακυβέρνησης διασφαλίζει ενότητα και άµεση λειτουργική σύνδεση του λαού ως φορέα της λαϊκής κυριαρχίας, των αντιπροσώπων του λαού ως οργάνου άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας, και της κυβέρνησης ως οργάνου και ως λειτουργίας. Η ενότητα αυτή εξασφαλίζεται λόγω της µοναδικότητας της άµεσης δηµοκρατικής νοµιµοποίησης του αντιπροσωπευτικού σώµατος µε την άµεση εκλογή του σε τακτά χρονικά διαστήµατα.

Στο προεδρικό σύστηµα, όπου ο λαός εκλέγει άµεσα και τα αντιπροσωπευτικά σώµατα και τον αρχηγό του κράτους και πραγµατικό φορέα της κυβερνητικής λειτουργίας, η πολιτική συνοχή λειτουργίας του κράτους και του πολιτεύµατος διασπάται. Αν και στο κοινοβουλευτικό σύστηµα διακυβέρνησης θεσπιστεί άµεση εκλογή του αρχηγού του κράτους και του αντιπροσωπευτικού σώµατος, θα έχοµε δύο συνταγµατικά όργανα µε άµεση δηµοκρατική νοµιµοποίηση, δύο όργανα που θα αντλούν την εξουσία τους άµεσα από το λαό, µε συνέπεια τη διάσπαση της πολιτικής λειτουργίας και εξουσίας.

Αυτό δεν είναι θεωρητική υπόθεση. Έχει πρακτική σηµασία: ο άµεσα εκλεγόµενος Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, στηριζόµενος σε χωριστά εκπεφρασµένη βούληση του λαού και έχοντας το κύρος της άµεσης δηµοκρατικής νοµιµοποίησης, θα αποτελεί, ακόµη και χωρίς πολιτικές αρµοδιότητες, πόλο αντίπαλης πολιτικής δύναµης στην κυβερνητική λειτουργία της κυβέρνησης και της Bουλής, µε απρόβλεπτες συνέπειες κρίσεων.

Όσον αφορά το εριζόµενο ζήτηµα, αν η εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας είναι ορθότερο να ολοκληρώνεται σε µια Bουλή ή να προβλέπεται προσφυγή σε εκλογές, αν δεν επιτυγχάνεται ευρύτερη της απλής πλειοψηφίας συναίνεση, όπως όρισε το Σύνταγµα του 1975. Παρατηρούµε ότι οι δύο αναθεωρήσεις της τριακονταετίας του Καταστατικού Χάρτη δεν έθιξαν την αρχική επιλογή. Έχουμε τη γνώµη ότι η ισχύουσα επιλογή είναι ορθή. Για το κύρος του αρχηγού του κράτους και του θεσµού, πρέπει να υπάρχει από το Σύνταγµα η πολιτική πίεση ή η δικλίδα για ευρύτερη της απλής πλειοψηφίας συναίνεση.

Η Συνταγµατική Θέση του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας

Η θέση του κληρονοµικού ή αιρετού αρχηγού του κράτους στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία προσδιορίζεται από την κοινοβουλευτική αρχή. Παραδοσιακά, δε συµβιβάζεται µε την εν λόγω αρχή, αρχηγός του κράτους µε πολιτικές εξουσίες οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια των αρµοδιοτήτων εκείνων που περιορίζονται σε διαδικαστικού χαρακτήρα παρεµβάσεις για τη συνέχιση της λειτουργίας του πολιτεύµατος. Η θέση αυτή του αρχηγού του κράτους προσδιορίζεται, ειδικότερα, µε τις αρµοδιότητες που καθορίζουν τη σχέση του µε τη Bουλή και την κυβέρνηση.

Ως προς τη θέση του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας απέναντι στη Bουλή και την κυβέρνηση, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 είχε επιλέξει µια θέση πολιτικής ισχύος, παρέχοντάς του αρµοδιότητες πολιτικής παρέµβασης, οι οποίες, πράγµατι, υπερέβαιναν τα συνήθη όρια αρµοδιοτήτων του αρχηγού του κράτους που ορίζει η κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος. Είδαµε πιο πάνω τους, κατά τη γνώµη µου, συγκυριακούς λόγους θέσπισης αυτών των αρµοδιοτήτων και την αντίδραση αποχώρησης της τότε αντιπολίτευσης από τις εργασίες της «Ε΄ Αναθεωρητικής Bουλής».

Είναι προφανές ότι οι αρµοδιότητες εκείνες διασφάλιζαν στον αρχηγό του κράτους τη δυνατότητα παρέµβασης σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης της κυβερνητικής και της νοµοθετικής λειτουργίας, των δύο, δηλαδή, βασικών λειτουργιών του κράτους, καθώς και τη δυνατότητα ελέγχου οποιασδήποτε πολιτικής που τυχόν θα υπονόµευε σοβαρά το βασικό προσανατολισµό του Ευρωπαϊκού συνταγµατικού φιλελευθερισµού, που εξέφραζε το Σύνταγµα.

Οι εν λόγω αρµοδιότητες δεν εφαρµόστηκαν κατά τη διάρκεια της βραχείας ισχύος τους από τους δύο -µετά τον προσωρινό Πρόεδρο- πρώτους Προέδρους της ∆ηµοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Καραµανλή και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, που ήταν: ο µεν πρώτος ο βασικός εµπνευστής, ο δε δεύτερος ο βασικός συντάκτης του Συντάγµατος, η δε κατάργησή τους µε την αναθεώρηση του 1986 επιβίωσε και της δεύτερης αναθεώρησης. Με βάση τα δύο αυτά ιστορικά δεδοµένα, πρέπει να θεωρηθεί αποδεκτή από τις πολιτικές δυνάµεις της χώρας η κατάργησή τους και το ζήτηµα αυτό οριστικά λυµένο.


Άλλες Νέες Ρυθµίσεις των Σχέσεων Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και Κυβέρνησης

Οι λοιπές διατάξεις που θέσπισε η Ε΄ Αναθεωρητική Bουλή για τη ρύθµιση των σχέσεων του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε τη Bουλή και την κυβέρνηση αποτελούν συνήθεις ρυθµίσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος διακυβέρνησης. Ορισµένες από αυτές επιδιώκουν τη διασφάλιση της λειτουργίας του µε βάση τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά δεδοµένα και άλλες αποτελούν προϊόν εµπειριών της τότε πρόσφατης κοινοβουλευτικής µας ιστορίας.

Παραδείγµατα της τελευταίας κατηγορίας αποτελούν οι διατάξεις που ρητά περιορίζουν τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, µετά τη διενέργεια εκλογών, να αναθέσει τον σχηµατισµό ή τη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του κόµµατος που συγκέντρωσε την απόλυτη ή τη σχετική, αντίστοιχα, πλειοψηφία των εδρών του κόµµατος, καθώς και οι διατάξεις που επιβάλλουν ρητά πια τον διορισµό των υπουργών που προτείνει ο Πρωθυπουργός. Τα γεγονότα των σχετικών εµπειριών είναι γνωστά.

Σχέσεις Κυβέρνησης και Bουλής

Οι ρυθµίσεις των σχέσεων κυβέρνησης και Bουλής αφορούν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της κυβέρνησης και την αρχή της δεδηλωµένης εµπιστοσύνης της Bουλής προς την κυβέρνηση. Οι εν λόγω ρυθµίσεις είναι συµπληρωµατικές των παλαιών, του Συντάγµατος του 1952, και κινούνται στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήµατος, όπως παραδοσιακά λειτουργεί στις Ευρωπαϊκές χώρες της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. Ως προς τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, το Σύνταγµα του 1975 περιέλαβε για πρώτη φορά ρύθµιση που επιβάλλει την άσκηση του εν λόγω ελέγχου τουλάχιστον δύο φορές την εβδοµάδα.

Νέες είναι και οι διατάξεις που προβλέπουν και ρυθµίζουν τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών. Η σύσταση των εν λόγω επιτροπών αποφασί- ζεται από την πλειοψηφία της Bουλής. Παρά το ερµηνευτικό ζήτηµα που είχε δηµιουργηθεί κατά τη δεκαετία του 1980 και το σχετικό πολιτικό αίτηµα, το δικαίωµα σύστασης των εξεταστικών επιτροπών να δοθεί στη µειοψηφία της Bουλής, εξακολουθεί, και µετά τη δεύτερη αναθεώρηση, να παραµένει στην πλειοψηφία. Είναι προφανές ότι τα µεγάλα πολιτικά κόµµατα επιθυµούν, η λειτουργία του εν λόγω θεσµού να ελέγχεται από την κυβερνητική πλειοψηφία.

Ως προς τις διατάξεις που αφορούν την αρχή της εµπιστοσύνης της Bουλής, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 ενίσχυσε τη θέση της κυβέρνησης, δυσχεραίνοντας, µε αύξηση των απαιτούµενων πλειοψηφιών ή υπογραφών, καθώς και µε διαδικαστικές δια- τάξεις, την άρση της εµπιστοσύνης και την πρόταση δυσπιστίας από τη Bουλή. Με αυτές τις διατάξεις ενίσχυσε την κυβερνητική σταθερότητα και δυσχέρανε την πτώση της κυβέρ- νησης κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η κυβερνητική σταθερότητα αποτελεί γενική επιδίωξη στις ανεπτυγµένες δηµοκρατικές χώρες.

Η Εισαγωγή του Θεσµού του Δηµοψηφίσµατος

Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 εισήγαγε, για πρώτη φορά, τον θεσµό του δηµοψηφίσµατος (άρθρο 44 παράγραφος 2). Ο θεσµός αυτός άµεσης δηµοκρατίας προβλέπεται σε πολλά σύγχρονα συντάγµατα, σπανίως, όµως, εφαρµόζεται. Εξαίρεση, όπως είναι γνωστό, αποτελεί η Ελβετία, όπου ισχύει ριζικά διαφορετική µορφή πολιτεύµατος από εκείνες του κοινοβουλευτικού και του προεδρικού συστήµατος, το δε δηµοψήφισµα, σε όλες τις µορφές του, αποτελεί σταθερή παράδοση του κατά βάσιν αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα δηµοκρατικού πολιτεύµατος της χώρας αυτής.

Το δηµοψήφισµα έχει χρησιµοποιηθεί συχνά από ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα για τη νοµιµοποίηση σηµαντικών επιλογών τους, γεγονός που έχει βλάψει την αξιοπιστία του. Bασικός, όµως, λόγος που δεν απολαύει αµέριστης εµπιστοσύνης -που αποτελεί και τον λόγο χρησιµοποίησής του από αυταρχικά καθεστώτα- είναι ότι ο λαός, χωρίς ειδική ενηµέρωση, σύρεται εύκολα σε κατευθυνόµενο αποτέλεσµα. Μπορεί να έχει αξιόπιστα αποτελέσµατα µόνο αν προηγηθεί µακρά και πλήρης ενηµέρωση του λαού για το αντικείµενο. Πιο αξιόπιστο είναι, σε σύγκριση µε το εθνικό, το τοπικό δηµοψήφισµα, όπου υπάρχει σαφέστερη η γνώση του αντικειµένου.

Το Σύνταγµα του 1975 περιόριζε το δηµοψήφισµα µόνο «επί κρισίµων εθνικών θεµάτων», περιορισµός που δηµιούργησε ερµηνευτική αµφισβήτηση. Την αρµοδιότητα προκήρυξης δηµοψηφίσµατος ανέθετε το Σύνταγµα αποκλειστικά στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, περιέλαβε δε την εν λόγω αρµοδιότητα σε εκείνες για τις οποίες δεν χρειαζόταν την προσυπογραφή του αρµόδιου υπουργού ή του Πρωθυπουργού. Αυτό, ως σηµαντική απόκλιση από την κοινοβουλευτική αρχή του πολιτεύµατος, αποτέλεσε αντικείµενο της αναθεώρησης του 1986.

Η Στ΄ Αναθεωρητική Bουλή όχι απλώς διατήρησε, αλλά διεύρυνε τον θεσµό, εκτός από «τα κρίσιµα εθνικά θέµατα» και για «ψηφισµένα νοµοσχέδια που ρυθµίζουν σοβαρό ζήτηµα, εξαιρώντας τα δηµοσιονοµικά νοµοσχέδια και περιορίζοντας τη δυνατότητα σε δύο προτάσεις κατά βουλευτική περίοδο. Η βασική, όµως, µεταβολή που επέφερε η αναθεώρηση του 1986 είναι ότι µετέφερε την αποφασιστική αρµοδιότητα για προκήρυξη δηµοψηφίσµατος στη Bουλή, µετά από πρόταση του υπουργικού συµβουλίου για τα κρίσιµα εθνικά θέµατα και των δύο πέµπτων του συνόλου των βουλευτών για τα ψηφισµένα «κοινωνικά» νοµοσχέδια, καθιστώντας έτσι την αρµοδιότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας τυπική.

Ο θεσµός του δηµοψηφίσµατος δεν έχει τύχει εφαρµογής µέχρι σήµερα. Τα Ελληνικά πολιτικά κόµµατα και οι Έλληνες πολιτικοί έχουν έντονα κοινοβουλευτική νοοτροπία και δεν αρέσκονται σε επιλογές εκτός του Kοινοβουλίου ή µη ελεγχόµενες από αυτό.


Η Υποχρέωση Τήρησης του Συντάγµατος, η Δίωξη του Σφετερισµού της Λαϊκής Κυριαρχίας και το Δικαίωµα της Αντίστασης

Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 αποτύπωσε στο ακροτελεύτιο άρθρο 120 του Συντάγµατος κατά τον εντονότερο τρόπο το πνεύµα που κυριαρχούσε την εποχή της κατάρρευσης της δικτατορίας και της µετάβασης στη δηµοκρατία - ένα πνεύµα που ήταν προϊόν πολλών εµπειριών προσβολής της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και κατά- φωρων παραβιάσεων του Συντάγµατος. Το πνεύµα διατύπωσε σε τρεις βασικές διακηρύξεις:

α) Τη διακήρυξη του σεβασµού του Συντάγµατος και των νόµων που είναι σύµφωνοι µε αυτό.

β) Τη διακήρυξη ότι ο σφετερισµός της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή αποτελεί έγκληµα, το οποίο διώκεται µετά την αποκατάσταση της δηµοκρατικής νοµιµότητας, οπότε αρχίζει και ο χρόνος παραγραφής του, και

γ) Τη διακήρυξη της αντίστασης ως δικαιώµατος και υποχρέωσης των Ελλήνων.

Οι παραπάνω διακηρύξεις του άρθρου 120 του Συντάγµατος, ενώ σε περιόδους πολιτικών ανωµαλιών θα είχαν σηµαντική πρακτική σηµασία, σε περιόδους διαρκούς δηµοκρατικής και συνταγµατικής οµαλότητας, όπως σήµερα, η πρακτική τους σηµασία είναι µικρή. Η µικρή αυτή πρακτική σηµασία συνίσταται στη λειτουργία τους ως ερµηνευτικών αρχών για την ερµηνεία άλλων διατάξεων του Συντάγµατος ή διατάξεων νόµου.

Έχουν, όµως, και µια βασική σηµασία: το ότι ενισχύουν το κύρος του Συντάγµατος, του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και της λαϊκής κυριαρχίας και στο ότι διευρύνουν και βαθαίνουν το νόηµα της συνταγµατικής και της δηµοκρατικής νοµιµότητας πέρα από τα θετικού δικαίου τυπικά όριά της. Στις διακηρύξεις αυτές ενίσχυσης του Συντάγµατος και της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να προστεθούν και οι ακόλουθες διατάξεις που θέσπισε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975:

α) Η διάταξη του άρθρου 26 παράγραφος 3, που ορίζει: «Η δικαστική λειτουργία ασκείται υπό των δικαστηρίων, αι αποφάσεις δε αυτών εκτελούνται εν ονόµατι του Ελληνικού Λαού».

β) Η διάταξη του άρθρου 87 παράγραφος 2, που ορίζει: «Οι δικασταί κατά την άσκησιν των καθηκόντων των υπόκεινται µόνον εις το Σύνταγµα και τους νόµους, εν ουδεµιά δε περιπτώσει υποχρεούνται να συµµορφούνται προς διατάξεις τιθεµένας κατά κατάλυσιν του Συντάγµατος».

γ) Η διάταξη του άρθρου 103 παράγραφος 1 εδ. α, που ορίζει: «Οι δηµόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεσταί της θελήσεως του Κράτους και υπηρετούν τον λαόν, οφείλοντες πίστιν εις το Σύνταγµα και αφοσίωσιν εις την Πατρίδα».

Από όλες τις παραπάνω διατάξεις ιδιαίτερη σηµασία έχει η τελευταία παράγραφος του άρθρου 120, η οποία δικαιοποιεί σε όλες της τις µορφές την αντίσταση ως θεµελιώδες συνταγµατικό δικαίωµα και ως θεµελιώδη συνταγµατική υποχρέωση κάθε Έλληνα πολίτη. Το 1975, όπως και σήµερα, η ρητή συνταγµατική αναγνώριση της αντίστασης, παρά την τεράστια διεθνή βιβλιογραφία πάνω στο θέµα αυτό, σπάνιζε διεθνώς. Στην Ελλάδα, η αντίσταση ως δικαίωµα και υποχρέωση θεσµοθετείται για πρώτη φορά ρητά και µάλιστα σε όλες της τις µορφές: την παθητική, την ενεργητική και την επιθετική ή επαναστατική µορφή αντίστασης.

Συνεπώς, η ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 120 του Συντάγµατος πρέπει να θεωρηθεί πρωτοποριακή. Η ακροτελεύτια παράγραφος του άρθρου 120 του Συντάγµατος του 1975 αντικατέστησε το ιστορικό ακροτελεύτιο άρθρο 114 του Συντάγµατος του 1952, που είχε φορτισθεί και αναδειχθεί πολιτικά µε τους αγώνες κατά των αντισυνταγµατικών επεµβάσεων των ανακτόρων στο πολίτευµα πριν τη δικτατορία. Το εν λόγω άρθρο 114 επανελάµβανε την πανοµοιότυπη διάταξη όλων των ακροτελεύτιων άρθρων των Συνταγµάτων από το 1844 που όριζε: «Η τήρησις του παρόντος Συ- ντάγµατος αφιερούται εις τον πατριωτισµόν των Ελλήνων».

Τη διάταξη αυτή, στην οποία θεµελιωνόταν, κατά πάγια ερµηνεία, το δικαίωµα τουλάχιστον της παθητικής αντίστασης κατά των παραβιάσεων του Συντάγµατος, διατήρησε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 στο άρθρο 120, αντικαθιστώντας το ρήµα «αφιερούται» µε το σαφέστερο «επαφίεται» και συµπληρώνοντας τη διάταξη µε τη ρητή θέσπιση της αντίστασης «µε κάθε µέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει (το Σύνταγµα) µε τη βία», ως θεµελιώδους δικαιώµατος και θεµελιώδους υποχρέωσης των Ελλήνων. Έτσι, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 συνέδεσε τη νέα διευρυµέ- νη ακροτελεύτια διάταξη µε την ιστορία της.

Οι Διατάξεις για την Αναθεώρηση του Συντάγµατος

Η ρύθµιση για την αναθεώρηση του Συντάγµατος ανήκει στην ύλη ρύθµισης του πολιτεύµατος. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 δεν µετέβαλε το σύστηµα και τις βασικές γραµµές διαδικασίας της αναθεώρησης. Παρέµεινε στο σύστηµα των δύο Bουλών, το οποίο δε εθίγη ούτε από τις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν. Το σύστηµα αυτό καθιστά το Σύνταγµα υπερβολικά αυστηρό για τη σηµερινή πολιτική και συνταγµατική πραγµατικότητα, που εξελίσσονται µε µεγάλη ταχύτητα.

Το Σύνταγµα του 1975 αποσαφήνισε ορισµένες διατάξεις της ρύθµισης του Συντάγµατος του 1952, κυρίως προσδιόρισε τις µη αναθεωρήσιµες θεµελιώδεις διατάξεις, και πρόσθεσε τον περιορισµό της πενταετίας, που πρέπει, ως ελάχιστο όριο, να µεσολαβεί πριν από την επόµενη αναθεώρηση. Ο περιορισµός αυτός εκφράζει τη βούληση του συντακτικού νοµοθέτη, να διασφαλίσει την εδραίωση του νέου Συντάγµατος.


Γ. Θεµελιώδεις Αρχές και Θεµελιώδη Δικαιώµατα

Στον τοµέα των εγγυήσεων των θεµελιωδών αρχών και των θεµελιωδών δικαιωµάτων, που καθορίζουν τη σχέση του κράτους µε την κοινωνία και την προσωπικότητα του ανθρώπου και συγκεκριµενοποιούν την «υπέρ του Λαού» αποστολή του, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 θέσπισε µια σειρά νέων διατάξεων, οι οποίες, µαζί και µε την προηγούµενη κατηγορία των θεµελιωδών βάσεων του κράτους και του πολιτεύµατος, εντάσσουν ουσιαστικά το συνταγµατικό σύστηµα της χώρας µας στο µεταπολεµικό συνταγµατικό σύστηµα της Ευρώπης.

Οι Νέες Θεµελιώδεις Αρχές

Τα παλαιότερα ελληνικά Συντάγµατα, κυρίως εκείνα της µοναρχικής παράδοσης, ακολουθώντας τη συντακτική τεχνική του 19ου αιώνα, δεν περιείχαν διακηρύξεις θεµελιωδών συνταγµατικών αρχών, αρχών που αποτελούν τη βάση του συστήµατος των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Σηµαντική συµβολή του Συντάγµατος του 1975 στην ανάπτυξη του Ελληνικού συνταγµατισµού αποτελούν οι διακηρύξεις και εγγυήσεις θεµελιωδών αρχών, κατά το παράδειγµα των µεταπολεµικών συνταγµατικών κειµένων της Ευρώπης.

Οι αρχές αυτές, εγγενείς της σύγχρονης δηµοκρατίας, έχουν µεγάλη σηµασία, γιατί, ως βάση του όλου συστήµατος των εγγυήσεων, αφενός αποτελούν την ερµηνευτική βάση των επιµέρους εγγυήσεων και αφετέρου την παραπληρωµατική πηγή δικαίου για την πλήρωση των εγγυητικών κενών του Συντάγµατος. Πέρα από τις παραδοσιακές αρχές της ισότητας, της ελευθερίας και της διάκρισης των εξουσιών, διακηρύσσονται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Σύνταγµα του 1975, οι ακόλουθες νέες αρχές που διαπλάστηκαν στο πλαίσιο του µεταπολεµικού συνταγµατισµού της Ευρώπης:

α) Η αρχή του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1), την οποία περιελάβαµε στην κατηγορία των βάσεων των σκοπών του κράτους. Η αρχή του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, στην οποία εµπεριέχεται και η στενότερη αρχή του σεβασµού και της προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, αποτελεί, όπως ήδη επισηµάνθηκε, την ανθρωποκεντρική βάση του Συντάγµατος και, ιεραρχικά, την κορυφή του δικαιικού συστήµατος που ρυθµίζει τη σχέση της πολιτειακής εξουσίας µε την κοινωνία και τον άνθρωπο.

Ο σεβασµός της αξίας του ανθρώπου διακηρύσσεται για πρώτη φορά σε Ελληνικό σύνταγµα και επιτάσσεται ως «πρωταρχική υποχρέωση του κράτους». Η εν λόγω αρχή διαπλάστηκε αρχικά στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, για να ακολου- θήσει η ένταξή της στα πρώτα συνταγµατικά κείµενα της Ευρώπης. Ήταν προϊόν των σκληρών εµπειριών του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου και κυρίως των εγκληµάτων εξευτελισµού του ανθρώπου από τον φασισµό και τον εθνικοσοσιαλισµό.

Πρωτοπόρος στην υιοθέτηση της αρχής ήταν ο «Θεµελιώδης Νόµος» της Γερµανίας του 1949, το Σύνταγµα της χώρας που γνώρισε την πιο απάνθρωπη παραβίασή της. Το άρθρο 1 αυτού του Συντάγµατος και την εφαρµογή του είχε ως πρότυπο ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, διευρύνοντας την εγγύηση -προφανώς µε τη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψης του Κωνσταντίνου Τσάτσου- από την έννοια της αξιοπρέπειας στην έννοια της αξίας του ανθρώπου.

β) Η αρχή της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία, σε συνδυασµό και µε την αρχή σεβασµού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, µε την οποία συνδέεται ουσιαστικά, περιλαµβάνει και την αρχή προστασίας της προσωπικότητας. Παρά το ότι η αρχή αυτή αποτελεί ανάπτυξη της παλαιάς αρχής της ελευθερίας, που αποτελούσε θεµελιώδη αρχή της Γαλλικής Επανάστασης και όλων των Συνταγµάτων, αναφέρεται εδώ ως «νέα» λόγω των νέων διαστάσεων που περιέχει η νέα αυτή διατύπωση, η οποία έχει πρότυπο εκείνη του άρθρου 2 του Θεµελιώδους Νόµου.

Η νέα δε αυτή διατύπωση δεν είναι ιστορικά τυχαία. Ενέχει ακριβώς τις διαστάσεις εκείνες της ελευθερίας ως αρχής ανάπτυξης της προσωπικότητας που συνειδητοποιήθηκαν και διαπλάστηκαν στη µεταπολεµική δηµοκρατική Ευρώπη. Προσδιοριστικά στοιχεία των νέων αυτών διαστάσεων της ελευθερίας είναι:
  • Η ανθρωποκεντρική και κοινωνική έννοια της προσωπικότητας, που υποκαθιστά την λιµπεραλιστικής καταγωγής και βάσης του ατοµισµού αφηρηµένη έννοια του ατόµου και υποδηλώνει τον «κοινωνικό άνθρωπο», το συγκεκριµένο άνθρωπο - µέλος της κοινωνίας.
  • Η επίσης κοινωνική έννοια της έλλογης ανάπτυξης και
  • Η τριαδική κοινωνική επιφύλαξη, που προσδιορίζει τα όρια της εγγύησης: ο σεβασµός «των δικαιωµάτων των άλλων», ως θεµέλιο της κοινωνικής ενότητας και συνοχής και βάση των κοινωνικών δεσµεύσεων, «το Σύνταγµα» ως βάση του δηµοκρατικού και του δικαιοκρατικού συστήµατος οργάνωσης της κοινωνίας, και «τα χρηστά ήθη», ως βάση των ηθικών αρχών και αξιών της ιστορικά συγκεκριµένης κοινωνίας.

γ) Οι θεµελιώδεις αρχές που διέπουν τις σχέσεις της Ελλάδας µε τη διεθνή κοινότητα. Οι αρχές αυτές, για τις οποίες γίνεται σε άλλη θέση λόγος, είναι:
  • Οι θεµελιώδεις αρχές της διεθνούς ειρήνης και δικαιοσύνης, καθώς και της ανάπτυξης φιλικών σχέσεων µεταξύ των λαών και των κρατών (άρθρο 2 παράγραφος 2).
  • Η αρχή του σεβασµού των γενικώς αναγνωρισµένων κανόνων του διεθνούς δικαίου (άρθρα 2 παράγραφος 2 και 28 παράγραφος 1) και
  • Η αναγνώριση και η προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου (άρθρο 25 παράγραφος 1 και 2).
δ) Η θεµελιώδης αρχή της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παράγραφος 4). Παρά το ότι η αλληλεγγύη αποτελεί µια παλαιά έννοια της ηθικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστηµών, καθώς και της ιστορίας των πολιτικών ιδεών και του δικαίου, ωστόσο, η παρουσία της, ως αρχής, σπανίζει διεθνώς στη θεωρία και πράξη του δηµοσίου δικαίου, πολύ δε περισσότερο στη συντακτική πρακτική.

Την εποχή δε της «Ε΄ Αναθεωρητικής Bουλής» δεν είναι λάθος να πει κανείς, ότι στην Ελληνική επιστήµη του δηµοσίου δικαίου ήταν άγνωστη και διεθνώς αποτελούσε σπάνιο αντικείµενο επιστηµονικής πραγµάτευσης. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, απόκτησε ιδιαίτερη σηµασία στη θεωρία και στην πράξη του δικαίου, ως αρχή του κοινωνικού κράτους και της δηµοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνικό, εθνικό και διεθνές πεδίο.

Η εν λόγω αρχή επιβάλλει την προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης κυρίως ως υποχρέωση αλληλέγγυας εξίσωσης των κοινωνικών εταίρων, είτε αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα, είτε συλλογικές οντότητες, είτε οργανικές µονάδες κράτους (οµόσπονδα κράτη, περιφέρειες, µονάδες τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ.), είτε, τέλος, κράτη - µέλη των υπερεθνικών οργανισµών και της διεθνούς κοινότητας. Για την εκπλήρωση του σκοπού της εξίσωσης, η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί και τη βάση νοµιµοποίησης επιβολής αναλογικών βαρών στους οικονοµικά ισχυροτέρους υπέρ των ασθενεστέρων.

Η αρχή της αλληλεγγύης σήµερα δεν έχει ιδεολογικοπολιτικά όρια. Αποτελεί, επίσης, αρχή που δεν περιορίζεται στη διάπλαση µιας ουσιαστικής οικονοµικής δικαιοσύνης, αλλά και µιας εξίσωσης δηµοκρατικής βάσης, καθώς και διάπλασης συνθηκών προσέγγισης οµοιογενών κοινωνικών οµάδων, όπως η αρχή της εθνικής αλληλεγγύης. Με βάση αυτή την εξέλιξη της αρχής, είναι φανερό ότι η διακήρυξή της το 1975 αποτελούσε πρωτοπορία και έργο δικαιικής διορατικότητας.

Τα Θεµελιώδη Δικαιώµατα

Στη βασική αυτή κατηγορία διατάξεων, που συνολικά συνιστούσαν για τη χώρα µας µεγάλο βήµα εκσυγχρονισµού του συστήµατος συνταγµατικών δικαιωµάτων και κοινωνικών υποχρεώσεων της πολιτείας, υπάγονται οι ακόλουθες ειδικότερες κατηγορίες:

α) Η κατηγορία ρυθµίσεων στο χώρο των εγγυήσεων των ελευθεριών της προσωπικότητας

β) Η κατηγορία των ρυθµίσεων στο χώρο των εγγυήσεων του κοινωνικού κράτους

γ) Η εγγύηση παροχής έννοµης προστασίας

δ) Οι εγγυήσεις απέναντι στη διοίκηση και

ε) Η κατηγορία των δικαιωµάτων του ανθρώπου

Tην κορυφή ουσιαστικής ιεραρχίας αυτών των κατηγοριών αποτελεί η θεµελιώδης αρχή, που ενέχει και την εγγύηση του θεµελιώδους δικαιώµατος, του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, την οποία σκιαγραφήσαµε πιο πάνω. Η αρχή αυτή αποτελεί και τη νοηµατική βάση όλων των εγγυήσεων των εν λόγω κατηγοριών.

Οι Εγγυήσεις των Θεµελιωδών Ελευθεριών

Στην κορυφή των νέων διατάξεων της ειδικότερης αυτής κατηγορίας βρίσκεται η εγγύηση της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία αποτελεί θεµελιώδη αρχή του συστήµατος των θεµελιωδών δικαιωµάτων και συγχρόνως θεµελιώδες δικαίωµα ελευθερίας. Με αυτή την έννοια, που διεύρυνε ουσιαστικά την έννοια και την αντίληψη τόσο της προσωπικότητας όσο και της ελευθερίας, καλύπτει όλα τα κενά του συστήµατος εγγυήσεων των ελευθεριών, έχοντας παραπληρωµατική εφαρµογή. Στο χώρο των εγγυήσεων ειδικών ελευθεριών εισάγονται σηµαντικές βελτιώσεις, οι οποίες εκφράζουν µεν το πνεύµα εκσυγχρονισµού, είναι όµως περιορισµένης σηµασίας.


Το Σύνταγµα του 1975 παρέµεινε ουσιαστικά στον κλασικό κατάλογο των «ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών», που κατάγεται από τη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς νέες ουσιαστικές τοµές, µε µόνη εξαίρεση την εγγύηση της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας. Από τις κατηγορίες των εγγυήσεων των θεµελιωδών ελευθεριών, όπου ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 επέφερε σηµαντικές µεταβολές εκσυγχρονισµού και ουσιαστικές βελτιώσεις, αναφέρονται οι ακόλουθες:

α) Οι εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας. Στην κατηγορία αυτή, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 εισήγαγε πλήρη ισότητα όλων των θρησκειών µε την «επικρατούσα θρησκεία», καταργώντας την προνοµιακή θέση που είχε η τελευταία απέναντι στις άλλες.

β) Οι εγγυήσεις για τη λήψη ατοµικών διοικητικών µέτρων και της ποινικής δίωξης. Οι εγγυήσεις αυτές ρυθµίζουν, στην ουσία τους, τη συνταγµατική θέση του φυσικού προσώπου απέναντι στη διοίκηση, έχουν δε ως αντικείµενο την ελευθερία κίνησης. Σ’ αυτόν τον τοµέα το Σύνταγµα του 1975 θέσπισε τις εξής νέες εγγυήσεις:
  • Απαγόρευσε, κατ’ αρχήν, τη λήψη ατοµικών διοικητικών µέτρων κατά Ελλήνων πολιτών τα οποία περιορίζουν την ελευθερία κίνησης, εγκατάστασης στη χώρα και εισόδου και εξόδου, επιτρέποντας την επιβολή τους κατ’ εξαίρεση µόνο για την πρόληψη αξιοποίνων πράξεων µετά από απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή συνεπεία ποινικής δίωξης ή για την προστασία της δηµόσιας υγείας ή της υγείας νοσούντων (άρθρο 5 παράγραφος 4 και ερµηνευτική δήλωση). Η συνταγµατική αυτή πρόβλεψη αποτελούσε σηµαντική πρόοδο σε σύγκριση µε το Σύνταγµα του 1952, είχε θεωρηθεί, όµως, από την τότε αντιπολίτευση, σε σύγκριση µε άλλα Ευρωπαϊκά συντάγµατα, επικίνδυνη για την ελευθερία κίνησης του προσώπου. Η εν λόγω πρόβλεψη δυνατότητας επιβολής διοικητικών µέτρων περιορίστηκε µόνο για περιπτώσεις πρόληψης αξιόποινων πράξεων και µόνο ως παρεπόµενη ποινή µε απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
  • Το Σύνταγµα του 1975 (άρθρο 6 παράγραφος 4) όρισε, για πρώτη φορά, χρονικά όρια προφυλάκισης, αφαιρώντας τον ορισµό αυτό από τον κοινό νοµοθέτη.
  • Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, έχοντας υπόψη του πρόσφατες αλλά και παλαιότερες οδυνηρές εµπειρίες, θέσπισε, για πρώτη φορά -µε εξαίρεση το Σύνταγµα του 1927 (άρθρο 17) που απαγόρευε γενικώς «τας βασάνους»- ρητή συνταγµατική απαγόρευση κάθε είδους βασανιστηρίων και κάθε είδους προσβολής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Η σχετική διάταξη (άρθρο 7 παράγραφος 2), που κάλυψε όλη την έκταση εφευρετικότητας των βασανιστών, όριζε και εξακολουθεί να ορίζει: «Αι βάσανοι, οιαδήποτε σωµατική κάκωσις, βλάβη υγείας ή άσκησις ψυχολογικής βίας, ως και πάσα ετέρα προσβολή της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας απαγορεύονται και τιµωρούνται, ως νόµος ορίζει».
γ) Εγγυήσεις του ασύλου της κατοικίας και του δικαιώµατος της πληροφόρησης. Στην εγγύηση του ασύλου της κατοικίας (άρθρο 9) προστέθηκε ο όρος παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας κατά τη διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας - εγγύηση που παρέµεινε ισχύουσα µέχρι σήµερα. Στην εγγύηση, επίσης, του δικαιώµατος να απευθύνει κανείς αναφορά στις αρχές, προστέθηκε, µεταξύ άλλων δευτερεύουσας σηµασίας βελτιώσεων, ειδική διάταξη που επιβάλλει την υποχρέωση στην αρµόδια αρχή «να απαντά σε αίτηση πληροφοριών, εφ’ όσον αυτό προβλέπεται από τον νόµον». Η ατελής αυτή εγγύηση, που θεσπίστηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1975, κατέστη πλήρης και χωρίς όρους µε την αναθεώρηση του 2001.

δ) Εγγύηση του δικαιώµατος σύστασης µη κερδοσκοπικών ενώσεων στους δηµόσιους υπαλλήλους. Στο δικαίωµα σύστασης µη κερδοσκοπικών ενώσεων, καταργήθηκε η παλαιά απαγόρευσή του στους δηµόσιους υπαλλήλους και µεταβλήθηκε σε δυνατότητα του κοινού νοµοθέτη να επιβάλλει περιορισµούς, όπως και στους υπαλλήλους των λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου.

ε) Εγγυήσεις απέναντι στα ραδιοτηλεοπτικά µέσα. Στον ευρύτερο χώρο των ρυθµίσεων και εγγυήσεων της ελευθερίας διάδοσης της γνώµης και της ελευθερίας του Tύπου δεν επήλθαν µεγάλες µεταβολές στις εγγυήσεις του Συντάγµατος του 1952. Ιδιαίτερα σηµαντική είναι η ρύθµιση του άρθρου 15 παράγραφος 2, που θέτει τη Pαδιοφωνία και την Tηλεόραση υπό τον άµεσο έλεγχο του κράτους, επιβάλλει σ’ αυτές «την αντικειµενικήν και επί ίσοις όροις µετάδοσιν πληροφοριών και ειδήσεων ως και προϊόντων του λόγου και της τέχνης» και επιτάσσει τη διασφάλιση «της εκ της κοινωνικής αποστολής αυτών και εκ της πολιτιστικής αναπτύξεως της χώρας επιβαλλοµένης ποιοτικής στάθµης».

στ) Η εγγύηση της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήµης, της έρευνας και της διδασκαλίας. Η εγγύηση αυτή όλων των υψηλών λειτουργιών του πνεύµατος αποτελεί µια από τις σηµαντικότερες διακηρύξεις του Συντάγµατος του 1975. Η διάταξη αυτή, σύµφωνα µε σχετική σηµείωση στο «Κυβερνητικόν Σχέδιον Συντάγµατος» του 1975, ελήφθη, όπως έχει, από το Θεµελιώδη Νόµο της Γερµανίας (άρθρο 5 παράγραφος 3), έλκει δε την καταγωγή της από το Σύνταγµα της Βαϊµάρης του 1919 (άρθρο 142), το οποίο επέβαλλε, επιπλέον, στο κράτος και την υποχρέωση να τις προστατεύει και να συµµετέχει στην καλλιέργειά τους. Το Ελληνικό Σύνταγµα του 1927, που είχε γενικώς ως πρότυπο το Σύνταγµα της Βαϊµάρης, είχε περιλάβει και την εν λόγω εγγύηση.


ζ) Εγγυήσεις του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας. Η σηµαντικότερη καινοτοµία του Συντάγµατος του 1975 στο σύστηµα προστασίας και κοινωνικών περιορισµών του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας αποτελεί η πρώτη παράγραφος του άρθρου 17, που περιέχει τη γενική διακήρυξη της υποχρέωσης του κράτους να προστατεύει την ιδιοκτησία και τη γενική κοινωνική δέσµευσή της. Η θεµελιώδης αυτή διάταξη έχει ως εξής: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασίαν του Κράτους, τα εξ αυτής όµως δικαιώµατα δεν δύνανται να ασκώνται εις βάρος του γενικού συµφέροντος». Με τις διατάξεις αυτές, το Σύνταγµα του 1975 θέσπισε ρητά δύο θεµελιώδεις αρχές:
  • Δίπλα στο δικαίωµα της ιδιοκτησίας, την υποχρέωση του κράτους να την προστατεύει (υποχρέωση προστασίας) και
  • Τη γενική κοινωνική δέσµευση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, σύµφωνα µε την οποία τα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα δεν µπορεί να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος.
Η ρητή θέσπιση της εν λόγω «υποχρέωσης προστασίας» είναι πρωτοποριακή. Αποτελεί ειδική έκφραση της γενικής αρχής της «υποχρέωσης προστασίας» των συνταγµατικών ελευθεριών από το κράτος, που έχει διαπλασθεί τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως στη Γερµανική θεωρία και πράξη. Όσον αφορά τη ρήτρα της κοινωνικής δέσµευσης, για τη συνταγµατική πραγµατικότητα της χώρας µας το 1975, ήταν επίσης πρωτοποριακή.

Πηγή έµπνευσης αποτέλεσε η αντίστοιχη διάταξη του Θεµελιώδους Νόµου της Γερµανίας (άρθρο 14 παράγραφος 2). Θεσπίστηκε, όµως, µε συντηρητικότερη διατύπωση από εκείνη της Γερµανικής ρήτρας, η οποία, σε αντίθεση µε την αρνητική διατύπωση της Ελληνικής διάταξης, επιβάλλει τη θετική δέσµευση της ιδιοκτησίας, να υπηρετεί το γενικό συµφέρον. Η κοινωνική δέσµευση της ιδιοκτησίας έχει την καταγωγή της στο Σύνταγµα της Βαϊµάρης, στο οποίο η ρήτρα «η ιδιοκτησία δεσµεύει» αποτέλεσε πρωτοπορία σε παγκόσµιο επίπεδο.

Είχε, σε σχέση µε τη σύνθεση του ιστορικού συντακτικού νοµοθέτη της Βαϊµάρης, σοσιαλιστική προέλευση και θεσπίστηκε ως αντίβαρο µετριασµού της απολυτότητας του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας. Σήµερα, η κοινωνική δέσµευση, όχι µόνον της ιδιοκτησίας άλλα όλων των δικαιωµάτων, αποτελεί κοινό τόπο.

Οι Εγγυήσεις της Αρχής του Κοινωνικού Κράτους

Τα προηγούµενα Ελληνικά Συντάγµατα, εκτός από τις παλαιές εγγυήσεις της γενικής ισότητας και της παιδείας, την επίσης παλαιά πρόβλεψη του θεσµού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για «δηµόσια ωφέλεια», τις ειδικές προβλέψεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για την αποκατάσταση ακτηµόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων των Συνταγµάτων του 1927 και του 1952 και της γενικής εγγύησης της εργασίας του Συντάγµατος του 1927, στερούνταν άλλων κοινωνικών διατάξεων.

Η έλλειψη αυτή ήταν εµφανής κυρίως στο Σύνταγµα του 1952, γιατί, ήδη από το τέλος του Πολέµου, η έννοια του κοινωνικού κράτους και οι συνταγµατικές εγγυήσεις κοινωνικών δικαιωµάτων του προσώπου και προστασίας του κοινωνικού συµφέροντος αποτελούσαν πια κτήµα του δικαιικού πολιτισµού της Ευρώπης. Γι’ αυτό µπορεί να πει κανείς ότι ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 έκαµε σηµαντικό άλµα, θεσπίζοντας ένα ολόκληρο σύστηµα κοινωνικών διατάξεων εντελώς νέο. Το Σύνταγµα του 1975 δε διακήρυξε ρητά την αρχή του κοινωνικού κράτους. Αυτό έγινε µε την αναθεώρηση του 2001 (άρθρο 25 παράγραφος 1).

Εισήγαγε, όµως, κατάλογο κοινωνικών δικαιωµάτων και σύστηµα κοινωνικών υποχρεώσεων, ακολουθώντας, σε σχέση µε τα άλλα συντάγµατα της Ευρώπης, την εξής µέση οδό: δεν ακολούθησε ούτε την οδό ορισµένων Συνταγµάτων που δεν είχαν θεσπίσει κατάλογο κοινωνικών δικαιωµάτων, όπως, για παράδειγµα, το Σύνταγµα της Γερµανίας (ο «Θεµελιώδης Νόµος») -που διακήρυσσε, όµως, ρητά την αρχή του κοινωνικού κράτους- ούτε εκείνων που θέσπισαν εκτεταµένο ή πλήρη κατάλογο, όπως τα Συντάγµατα της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

Ο κατάλογος κοινωνικών δικαιωµάτων και το σύνολο των κοινωνικών υποχρεώσεων και περιορισµών των ελευθεριών που θέσπισε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 είναι µεν συνοπτικός και περιορισµένος, δεν µπορεί, όµως, να θεωρηθεί πτωχός, γιατί µπορούσε να αποτελέσει τη βάση µιας ευρύτατης κοινωνικής πολιτικής µε βαθιές επεµβάσεις στις οικονοµικές ελευθερίες. Οι κοινωνικές διατάξεις που θέσπισε το Σύνταγµα του 1975 για πρώτη φορά, κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:


α) Η ισότητα των φύλων. Αν λάβει κανείς υπόψη του τη θεµελιώδη ηθική και κοινωνική αξία της ισότητας των φύλων, την ιδιότητά της ως θεµελιώδους αρχής και δικαιώµατος του ανθρώπου και ως βασικού στοιχείου της αξίας του ανθρώπου, σε συνάρτηση και µε την παλαιότερη του Συντάγµατος του 1975 συνταγµατική πραγµατικότητα στη χώρα µας ως προς τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, η ρητή διακήρυξη και εγγύηση της ισότητας των φύλων (άρθρο 4 παράγραφος 2) αποτελεί, αναµφίβολα, εξέχουσα συµβολή στην εξέλιξη του συνταγµατικού και δικαιικού µας συστήµατος.

Πρέπει, ωστόσο, να σηµειωθεί ότι η συµβολή αυτή δε θα έχανε σε λαµπρότητα, αν έλειπε η συντακτικώς µη κατανοητή επιφύλαξη του άρθρου 116 παράγραφος 2, που επέτρεπε «δι’ αποχρώντας λόγους» αποκλίσεις από τη θεµελιώδη αυτή αρχή. Η επιφύλαξη αυτή απαλείφθηκε µε την αναθεώρηση του 2001.

β) Τα δικαιώµατα των εργαζοµένων. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, εµπνεόµενος, προφανώς, από παρόµοια διακήρυξη του Συντάγµατος του 1927, αλλά και εναρµονιζόµενος µε τις αρχές του σύγχρονου κοινωνικού κράτους που κατέκτησαν οι εργαζόµενοι, διακήρυξε ως αρχή το δικαίωµα όλων των πολιτών στην εργασία και το έθεσε υπό την προστασία του κράτους, επιβάλλοντας στο τελευταίο την υποχρέωση να µεριµνά γα τη δηµιουργία συνθηκών απασχόλησης και «δια την ηθικήν και υλικήν εξύψωσιν του εργαζοµένου αγροτικού και αστικού πληθυσµού».

Με την επιβολή της τελευταίας αυτής υποχρέωσης, συνδέει, σύµφωνα µε τις σύγχρονες αξιώσεις του Ευρωπαϊκού δικαιικού πολιτισµού, την εργασία µε την αξία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Συγχρόνως µε τις εγγυήσεις της εργασίας και της µέριµνας για την απασχόληση και την ποιότητά της, το Σύνταγµα περιέλαβε, επίσης για πρώτη φορά:
  • Εγγύηση ίσης αµοιβής για ίσης αξίας εργασία, ανεξάρτητα από το φύλο ή άλλη διάκριση (άρθρο 22 παράγραφος 1 εδ. β) και
  • Εγγύηση της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζοµένων (άρθρο 22 παράγραφος 4), ως δικαιώµατος κάθε εργαζοµένου και ως συνταγµατικής υποχρέωσης του κράτους να µεριµνά για τη διασφάλισή του.
Όσον αφορά τις εγγυήσεις της συνδικαλιστικής ελευθερίας, το Σύνταγµα του 1975 περιέλαβε, για πρώτη, φορά εγγυήσεις:
  • Της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ως αρχής και θεσµού (άρθρο 23 παράγραφος 1).
  • Των συλλογικών συµβάσεων, ως συλλογικού δικαιώµατος και θεσµού (22 παράγραφος 2).
  • Του δικαιώµατος της απεργίας και
  • Της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας, η οποία ενέχει και δικαίωµα του προσώπου και συνδικαλιστικό δικαίωµα.
Οι παραπάνω εγγυήσεις, µαζί µε τους περιορισµούς, τις εξαιρέσεις και τις ειδικότερες ρυθµίσεις που θέσπισε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, παρέµειναν σε ισχύ χωρίς τροποποιήσεις ή άλλες µεταβολές και µετά τις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001.

γ) Οι εγγυήσεις κοινωνικής πρόνοιας του κράτους. Οι εγγυήσεις αυτές (άρθρο 24) περιλαµβάνουν τα κοινωνικά δικαιώµατα (και τις αντίστοιχες κοινωνικές υποχρεώσεις του κράτους), που αφορούν στην προστασία: της οικογένειας, του γάµου, της µητρότητας, της παιδικής ηλικίας, των πολυτέκνων, των αναπήρων, των θυµάτων πολέµου, των ανιάτων και των εχόντων ανάγκη ειδικής φροντίδας, της υγείας των πολιτών, της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας, των απόρων και των αστέγων. Στις εγγυήσεις αυτές κοινωνικής πρόνοιας υπάγεται και η εγγύηση κοινωνικής ασφάλισης των εργαζοµένων, που αναφέραµε πιο πάνω.

Οι εγγυήσεις αυτές θεµελιώνουν τόσο το δικαίωµα των προσώπων υπέρ των οποίων θεσπίστηκαν, όσο και αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους. Εκτός από την εγγύηση της οικογένειας, που έχει ως σκοπό κυρίως ηθικοκοινωνικής βάσης στήριξη κοινωνικού θεσµού, έχουν βάση την αρχή της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης και αποβλέπουν στην ενίσχυση και βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων προσώπων και οµάδων της κοινωνίας. Το µέτρο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων αυτών της οργανωµένης σε κράτος κοινωνίας παρέχει η αρχή του σεβασµού της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, που αναπτύξαµε ήδη.


δ) Οι εγγυήσεις του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Η κατηγορία αυτή περιλαµβάνει τη λεγόµενη «τρίτη γενιά κοινωνικών δικαιωµάτων και κοινωνικών υποχρεώσεων του κράτους»: τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τα κοινωνικά δικαιώµατα προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος (άρθρο 24). Η εγγύηση αυτή αποτελούσε, το 1975, σηµαντική καινοτοµία στον ευρύτερο χώρο της Ευρώπης. Πηγή των σχετικών διατάξεων ήταν το άρθρο 9 του ιταλικού Συντάγµατος και τα άρθρα 85 - 87 του τότε ισχύοντος Συντάγµατος της Γιουγκοσλαβίας, που αποτελούσαν και τις µόνες ρητές συνταγµατικές εγγυήσεις του περιβάλλοντος.

Η εγγύηση του περιβάλλοντος στο Σύνταγµα του 1975 είναι ευρύτατη. Θεµελιώνει:
  • Συνταγµατικό δικαίωµα ενός ευρύτατου κύκλου προσώπων, που θίγονται από την προσβολή ή βλάβη του, να αξιώσει την άρση της προσβολής και την αποκατάσταση της βλάβης.
  • Τη συνταγµατική υποχρέωση του κράτους και κάθε φυσικού ή νοµικού προσώπου να σέβεται και να προστατεύει το περιβάλλον και 
  • Τη θετική υποχρέωση του κράτους να λαµβάνει προληπτικά και κατασταλτικά µέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. 
Σε συνδυασµό µε τη βασική εγγύηση του περιβάλλοντος, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 προέβη στη θέσπιση δύο ειδικότερων κατηγοριών εγγυήσεων: την κατηγορία εγγυήσεων προστασίας των δασών (άρθρα 24 παράγραφος 1 εδ. γ και δ και 117 παράγραφος 3 και 4) και την κατηγορία εγγυήσεων προστασίας των µνηµείων και παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων (άρθρο 24 παράγραφος 6). Με βάση την αρχή της προστασίας του περιβάλλοντος, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 προέβη, επίσης, σε µια σειρά ρυθµίσεων που θέτουν τις βάσεις της χωροταξικής αναδιάρθρωσης της χώρας.

Καθώς και της διαµόρφωσης, της ανάπτυξης, της πολεοδόµησης και της επέκτασης των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών. Οι ρυθµίσεις αυτές αποτελούν τη συνταγµατική βάση: κοινωνικών δικαιωµάτων των προσώπων, κοινωνικών υποχρεώσεων του κράτους και των αναγκαίων κρατικών επεµβάσεων στην ιδιοκτησία, για την πραγµάτωση των σκοπών των εν λόγω ρυθµίσεων. Με τις επεµβάσεις αυτές µπορούν να συνδεθούν και οι ειδικές δυνατότητες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και επιβολής περιορισµών στην ιδιοκτησία που προβλέπονται σε συνδυασµό µε την εγγύηση της τελευταίας (άρθρα 17 παράγραφος 6 και 18 παράγραφος 1, 2, 4, 5, 6 και 7).

Η βασική εγγύηση του περιβάλλοντος και οι ειδικότερες εγγυήσεις και ρυθµίσεις που συνέδεσε µε αυτή ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 αποτελούν ένα πρωτοποριακό κεφάλαιο το οποίο, εφαρµοζόµενο, συµβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της ποιότητας ζωής που ανταποκρίνεται στην αξία του ανθρώπου.

ε) Οι κοινωνικοί περιορισµοί των ελευθεριών και οι γενικές κοινωνικές υποχρεώσεις του κράτους. Η κατηγορία αυτή κοινωνικών διατάξεων περιλαµβάνει τις διατάξεις εκείνες που περιέχουν περιορισµούς των ελευθεριών και γενικές υποχρεώσεις του κράτους και υπηρετούν το συµφέρον του κοινωνικού συνόλου. Το Σύνταγµα του 1975 θέσπισε τρεις γενικές κατηγορίες κοινωνικών διατάξεων, που αποτελούν τη βάση και πηγή αντίστοιχων κατηγοριών κοινωνικών δεσµεύσεων που περιορίζουν την ελεύθερη δράση των µελών της κοινωνίας. Οι κατηγορίες αυτές είναι:
  • Η γενική «κοινωνική επιφύλαξη» στην εγγύηση της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, σύµφωνα µε την οποία η θεµελιώδης αυτή ελευθερία δεν πρέπει να αντίκειται στα δικαιώµατα των άλλων, στο Σύνταγµα και στα χρηστά ήθη. Την εν λόγω κατηγορία περιγράψαµε ήδη. 
  • Η γενική κοινωνική δέσµευση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, σύµφωνα µε την οποία τα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα δεν µπορεί να ασκούνται εις βάρος του γενικού συµφέροντος. Και η κατηγορία αυτή σκιαγραφήθηκε ήδη µαζί µε το δικαίωµα της ιδιοκτησίας. 
  • Η δέσµευση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας (άρθρο 106 παράγραφος 2), σύµφωνα µε την οποία αυτή «δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας, ή επί βλάβη της εθνικής οικονοµίας». 
  • Στις παραπάνω γενικές κατηγορίες κοινωνικών περιορισµών της ελεύθερης δράσης, πρέπει να προστεθούν και τρεις βασικές κατηγορίες υποχρεώσεων του κράτους, επίσης γενικών, τις οποίες θέσπισε για πρώτη φορά ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 και από τις οποίες πηγάζουν κοινωνικοί περιορισµοί της ιδιωτικής και της δηµόσιας δράσης. 
Η πρώτη είναι η κατηγορία θετικών υποχρεώσεων προστασίας του περιβάλλοντος, που σκιαγραφήσαµε πιο πάνω. Η δεύτερη κατηγορία περιλαµβάνει τις υποχρεώσεις προγραµµατισµού και συντονισµού της οικονοµικής δραστηριότητας στη χώρα, για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συµφέροντος και για την εξασφάλιση της οικονοµικής ανάπτυξης όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας, καθώς και την υποχρέωση λήψης των επιβαλλόµενων µέτρων για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου και για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και ιδίως των ασθενέστερων περιοχών της χώρας (άρθρο 106 παράγραφος 1).

Την τρίτη κατηγορία αποτελεί η πρόβλεψη των προγραµµάτων οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που εγκρίνονται από την ολοµέλεια της Bουλής. Η δεύτερη και η τρίτη κατηγορία δεν έχουν τύχει εφαρµογής, εκτός από µια φορά, µε την υποβολή προγράµµατος οικονοµικής ανάπτυξης χωρίς τη συνέχεια συζήτησης. Και οι δύο κατηγορίες εκφράζουν, ωστόσο, το πνεύµα εκσυγχρονισµού του κράτους που κυριαρχούσε στην Ε΄ Αναθεωρητική Bουλή και γενικότερα την εποχή του 1975.


Φανερώνουν, επίσης, τη συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας του ετήσιου προγραµµατισµού του κρατικού προϋπολογισµού και της ανάγκης του χρονικά και κατά περιεχόµενο ευρύτερου κρατικού προγραµµατισµού ανάπτυξης από το συντακτικό νοµοθέτη και τη διορατικότητά του για τις µελλοντικές ανάγκες κρατικών επεµβάσεων διεύθυνσης και συντονισµού της οικονοµίας. Με βάση τις κατηγορίες αυτές γενικών κοινωνικών περιορισµών και δεσµεύσεων της ιδιωτικής και της δηµόσιας δράσης, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 περιέλαβε και µια σειρά ειδικών διατάξεων που επιβάλλουν επεµβάσεις και περιορισµούς στη σφαίρα των ελευθεριών για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συµφέροντος.

Οι σηµαντικότερες από αυτές είναι: οι ειδικότεροι περιορισµοί της ιδιοκτησίας για την προστασία του περιβάλλοντος και τη χωροταξική ρύθµιση της χώρας (άρθρα 24 και 117), οι διατάξεις που επιβάλλουν την αναγκαστική απαλλοτρίωση ζωνών για έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σηµασίας για την εθνική οικονοµία (άρθρο 17), οι διατάξεις που επιβάλλουν νέους περιορισµούς της ιδιοκτησίας για το κοινωνικό συµφέρον και την εκµετάλλευση πηγών εθνικού πλούτου ή την προστασία των πολιτισµικών αγαθών (άρθρο 18) και οι διατάξεις που προ- βλέπουν την αναγκαστική εξαγορά και κρατικοποίηση επιχειρήσεων (άρθρο 106).

Η Εγγύηση της Παροχής Έννοµης Προστασίας

Μεγάλης σηµασίας καινοτοµία του συντακτικού νοµοθέτη του 1975 αποτελεί, αναµφίβολα, η θέσπιση ειδικής εγγύησης της παροχής δικαστικής προστασίας. Η εγγύηση αυτή αποτελεί προϊόν του µεταπολεµικού πνεύµατος προστασίας του ανθρώπου, που δηµιουργήθηκε από τις εµπειρίες του αυταρχισµού του Μεσοπολέµου. Πρότυπο έµπνευσης αποτέλεσαν οι εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 19 παράγραφος 4 και 103 παράγραφος 1 του Θεµελιώδους Νόµου, καθώς και το 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου του 1950.

Η εγγύηση της παροχής δικαστικής προστασίας απορρέει από τη θεµελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Έχει ιδιαίτερη σηµασία, γιατί αφενός θεµελιώνει δικαίωµα του ανθρώπου να αξιώνει, σε κάθε περίπτωση προσβολής των έννοµων δικαιωµάτων και συµφερόντων του, δικαστική προστασία, και αφετέρου επιβάλλει την υποχρέωση στο κράτος να διαθέτει ολοκληρωµένο σύστηµα άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που διασφαλίζει σε όλους και πράγµατι παρέχει στον καθένα χωριστά πλήρη δικαστική προστασία σε µια «δίκαιη δίκη», σύµφωνα µε τις απαιτήσεις και τα κριτήρια µιας σύγχρονης δηµοκρατικής κοινωνίας.

Οι Εγγυήσεις Απέναντι στη Διοίκηση

Ιδιαίτερης σηµασίας καινοτοµία του Συντάγµατος του 1975 αποτελούν δύο εγγυήσεις που έπληξαν βαρύτατα τον παλαιό, παραδοσιακό θα έλεγα, αυταρχισµό της δηµόσιας διοίκησης, που καταπίεζε αφόρητα τους Έλληνες πολίτες και τους αλλοδαπούς που είχαν σχέση µε το Ελληνικό ∆ηµόσιο και συχνά καθιστούσε αδύνατη τη διεκδίκηση των δικαιωµάτων τους. Πρόκειται για τη θέσπιση:
  • Του δικαιώµατος αίτησης πληροφοριών και αντίστοιχης υποχρέωσης της διοίκησης, που αναφέραµε ήδη σε συνδυασµό µε το δικαίωµα αναφοράς (άρθρο 10 παράγραφος 3) και 
  • Του δικαιώµατος της προηγούµενης ακρόασης για κάθε διοικητική ενέργεια ή µέτρο που λαµβάνεται σε βάρος των δικαιωµάτων ή συµφερόντων του προσώπου. 
Είναι φανερό ότι χωρίς αυτές τις εγγυήσεις, θα ήταν ατελής και η εγγύηση παροχής δικαστικής προστασίας.

Η Συνταγµατική Εγγύηση των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου

Με τη συνταγµατική εγγύηση των δικαιωµάτων του ανθρώπου ολοκληρώνεται το σύστηµα εγγυήσεων του Συντάγµατος (άρθρο 25 παράγραφος 1 και 2). Η ένταξη αυτή των δικαιωµάτων του ανθρώπου στο Σύνταγµα ήταν πρωτοποριακή, γιατί αφενός µεν κατέστησε εσωτερικό δίκαιο τις εγγυήσεις της διεθνούς κοινότητας, εξαλείφοντας κάθε κενό προστασίας που τυχόν έχει το εθνικό δίκαιο, αφετέρου δε τα έθεσε υπό την εγγύηση και τη διασφάλιση όλων των οργάνων του κράτους, θεµελιώνοντας υποχρέωση του κράτους να τα διασφαλίζει και να τα προστατεύει.

Η σύνδεση αυτή των δικαιωµάτων του ανθρώπου µε τις εγγυήσεις των συνταγµατικών δικαιωµάτων έχει ιδιαίτερη σηµασία σήµερα που η δικαστική προστασία του ανθρώπου παρέχεται και σε εθνικό και σε διεθνές (Ευρωπαϊκό) επίπεδο. Σε αυτή την κοινή βάση διαπλάσσεται προοδευτικά και η ενιαία αντίληψη των θεµελιωδών δικαιωµάτων του ανθρώπου και το ενιαίο ανθρωποείδωλο του δικαίου.

Στις εγγυήσεις του άρθρου 25 διατυπώνεται σε συνταγµατικές διατάξεις, πρωτοποριακά όχι µόνο σε εθνικό επίπεδο, µια βαθύτερη θεώρηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων που είχε αρχίσει να αναδύεται στην Ευρωπαϊκή θεωρία και πράξη: η αντιµετώπιση του ανθρώπου ως αυθύπαρκτου προσώπου και ως µέλους της κοινωνίας, η σύνδεση της ελευθερίας και της κοινωνικής της αποστολής στο δικαίωµα του ανθρώπου, η υποχρέωση προστασίας όλων των δικαιωµάτων από το κράτος και ο κοινωνικός σκοπός της προστασίας: η πραγµατοποίηση της κοινωνικής προόδου σε ελευθερία και σε δικαιοσύνη.


Δ. Οι Συνταγµατικές Βάσεις των Σχέσεων της Ελλάδας µε τη Διεθνή Κοινότητα

Μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών της φυσιογνωµίας του Συντάγµατος του 1975, αναφέραµε ήδη τον ευρωπαϊκό και διεθνή προσανατολισµό του, ως κύρια δε στοιχεία αυτού του προσανατολισµού σηµειώσαµε το Ευρωπαϊκής προέλευσης περιεχόµενο των νέων διατάξεών του και τις ρυθµίσεις που αποτελούν τη βάση των σχέσεων της Ελλάδας µε την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα, γενικότερα. Κύριο µέρος του εν λόγω προσανατολισµού είναι το δεύτερο στοιχείο.

Πράγµατι, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 δεν έµεινε στα παραδοσιακά όρια ρύθµισης της διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας και της κύρωσης των διεθνών συνθηκών, ούτε στον παλαιό διαχωρισµό των δύο επιπέδων έννοµης τάξης, του διεθνούς και του εθνικού δικαίου. Βλέποντας µε διορατικότητα το σχηµατισµό και την ανάπτυξη της υπερεθνικής έννοµης τάξης και την υποταγή της εθνικής νοµιµότητας στη διεθνή, εισήγαγε ένα σύνολο θεµελιωδών ρυθµίσεων που αποτελούν ένα νέο κεφάλαιο στον τοµέα των διεθνών σχέσεων, το οποίο υπερβαίνει τα συνήθη όρια των σύγχρονων συνταγµάτων. Οι ρυθµίσεις αυτές διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
  • Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η θέσπιση της υποχρέωσης της χώρας να ακολουθεί «τους γενικής αναγνωρίσεως κανόνας του διεθνούς δικαίου» και να «επιδιώκει την εµπέδωσιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, ως και την ανάπτυξιν των φιλικών σχέσεων µεταξύ των λαών και των κρατών» (άρθρο 2 παράγραφος 2). Τη θεµελιώδη αυτή διάταξη αναφέραµε ήδη στο πλαίσιο της κατηγορίας των βάσεων των σκοπών του κράτους. 
  • Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι διατάξεις (άρθρο 25 παράγραφος 1 και 2) που εντάσσουν τα δικαιώµατα του ανθρώπου, ως εσωτερικό δίκαιο, στο σύστηµα εγγυήσεων του Συντάγµατος. Την κατηγορία αυτή αναφέραµε, επίσης, πιο πάνω, στην κατηγορία συνταγµατικών εγγυήσεων. 
  • Στην τρίτη, τέλος, κατηγορία ανήκουν οι διατάξεις µε τις οποίες θέσπισε τη δυνατότητα αναγνώρισης αρµοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισµών, για την εξυπηρέτηση σπουδαίου εθνικού συµφέροντος και για την προαγωγή της συνεργασίας µε άλλα κράτη, καθώς και τη δυνατότητα περιορισµών της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, υπό τον όρο να µη θίγονται τα δικαιώµατα του ανθρώπου και οι βάσεις του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και να γίνεται µε βάση τις αρχές της ισότητας και της αµοιβαιότητας. 
Η τελευταία αυτή κατηγορία διατάξεων αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραµε, τη συνταγµατική βάση ένταξής µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σύνολο των ρυθµίσεων που εκθέτοµε αµέσως πιο πάνω, εξακολουθεί να αποτελεί µια σύγχρονη και επαρκή συνταγµατική βάση για την εθνική πολιτική δια- µόρφωσης των σχέσεων της Ελλάδας µε τη διεθνή κοινότητα.

Ε. Η Ρύθµιση των Λειτουργιών του Κράτους

Γενικά

Το µέρος αυτό των συνταγµατικών ρυθµίσεων, που συνήθως, παρά τη θεµελιώδη ουσιαστική σηµασία που έχει για τη σχέση πολιτείας και κοινωνίας, αποκαλείται «οργανωτικό», περιλαµβάνει τις διατάξεις που ρυθµίζουν την άσκηση των τριών λειτουργιών του κράτους, τη νοµοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Ο συντακτικός νοµοθέτης προέβη σε ποικίλες βελτιώσεις στον εν λόγω τοµέα των τριών λειτουργιών του 1975, στηριζόµενος περισσότερο σε Ελληνικές εµπειρίες, παρά σε πρότυπα άλλων Ευρωπαϊκών συνταγµάτων, όπως στους τοµείς που εξετάζονται πιο πάνω.

Αυτό, κατά βάση, ήταν ορθή επιλογή, γιατί η λειτουργία των συνταγµατικών οργάνων διαπλάσσεται ιστορικά κυρίως µέσα στο εθνικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Ωστόσο, υπήρχαν νέοι, µεταπολεµικοί, οργανικοί θεσµοί και οργανωτικά συστήµατα, δοκιµασµένα ήδη στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, που θα µπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα για βαθύτερες τοµές. Τέτοια πρότυπα ήσαν, για παράδειγµα, οι µόνιµες κοινοβουλευτικές επιτροπές για την εθνική άµυνα και για την εξωτερική πολιτική, οι διάφορες µορφές του θεσµού της συνταγµατικής δικαιοσύνης, συστήµατα περιφερειακής αυτοδιοίκησης και αυτονοµίας.

Βεβαίως, είναι γνωστή η παραδοσιακή αρνητική στάση των πολιτικών της χώρας µας για τους θεσµούς αυτούς, κάτι που επιβεβαιώνει και η µέχρι σήµερα αποχή του αναθεωρητικού νοµοθέτη από τέτοιες ρυθµίσεις. Όπως είναι γνωστό, η µόνη λειτουργία του κράτους, της οποίας η άσκηση ανήκει αποκλειστικά στην οργανική της συγκρότηση, είναι η δικαστική. Η άσκηση, όµως, των δύο άλλων λειτουργιών, της νοµοθετικής και της εκτελεστικής, στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία διασταυρώνεται οργανικά, µε συµµετοχή οργάνων της µιας στην άσκηση της άλλης και αντιστρόφως.

Έτσι, κύριο όργανο άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας είναι η Bουλή, συµµετέχουν, όµως, και όργανα της εκτελεστικής εξουσίας µε τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
  • Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, µε τις αρµοδιότητες της έκδοσης και δηµοσίευσης των νόµων, µε το περιορισµένο δικαίωµα αναποµπής, µε την έκδοση πράξεων νοµοθετικού περιεχοµένου και µε την έκδοση κανονιστικού περιεχοµένου προεδρικών διαταγµάτων βάσει εξουσιοδότησης νόµου.
  • Η κυβέρνηση (υπουργικό συµβούλιο, υπουργοί και υφυπουργοί) µε την άσκηση νοµοθετικής πρωτοβουλίας και την έκδοση κανονιστικών πράξεων βάσει εξουσιοδότησης νόµου. 
  • Της διοίκησης (οργάνων της διοίκησης) µε έκδοση κανονιστικών πράξεων βάσει εξουσιοδότησης νόµου.
Στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, εξάλλου, συµµετέχει η Bουλή µε την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και -µετά την αναθεώρηση του 1986- µε την άσκηση της αρµοδιότητας χορήγησης αµνηστίας, που αποτελούν άσκηση κατ’ ουσίαν κυβερνητικής λειτουργίας.


Η Άσκηση της Νοµοθετικής Λειτουργίας

Οι σηµαντικότερες καινοτοµίες στον ευρύτερο τοµέα άσκησης της νοµοθετικής λειτουργίας είναι οι ακόλουθες:

α) Η οργάνωση της Bουλής σε ολοµέλεια και σε δύο τµήµατα -εκτός από το τµήµα διακοπών- και ο καθορισµός των αντικειµένων που υπάγονται, λόγω της σπουδαιότητάς τους, στην ολοµέλεια. Η σηµαντική αυτή καινοτοµία, δυστυχώς, εγκαταλείφθηκε στην πράξη, ενώ η αναθεώρηση του 2001 προχώρησε στη ριζοσπαστικότερη λύση της νοµοθετικής αρµοδιότητας των διαρκών επιτροπών. Με τις νέες αυτές ρυθµίσεις, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 είχε καταστήσει την άσκηση της νοµοθετικής λειτουργίας διαρκή και ευχερή.

β) Η ενίσχυση της θέσης του Προέδρου της Bουλής και της αυτονοµίας της Bουλής. Οι διατάξεις που ορίζουν τις αρµοδιότητες και την πειθαρχική εξουσία του Προέδρου του Σώµατος ενίσχυσαν σηµαντικά το κύρος και τη θέση του. Οι ρυθµίσεις δε για το περιεχόµενο του κανονισµού της Bουλής ενισχύουν σηµαντικά την αυτονοµία του αντιπροσωπευτικού Σώµατος.

γ) Βελτίωση στην άσκηση της νοµοθετικής λειτουργίας επέφεραν οι διατάξεις που περιέχουν τους όρους κατάθεσης σχεδίου ή πρότασης νόµου και των τροπολογιών.

δ) Από την άποψη της αρχής του κράτους δικαίου, σηµαντικοί είναι οι περιορισµοί της θέσπισης αναδροµικών νόµων και συγκεκριµένα:
  • Ο φραγµός της συγκεκαλυµµένης θέσπισης αναδροµικών ρυθµίσεων µε ψευδερµηνευτικούς νόµους (άρθρο 77 παράγραφος 2) και 
  • Η απαγόρευση θέσπισης αναδροµικών φορολογικών νόµων, µε αναδροµική επιβολή φορολογικού βάρους πέρα από το προηγούµενο έτος. 
ε) Σηµαντική καινοτοµία αποτελούν οι διατάξεις που εισάγουν το θεσµό του διετούς προϋπολογισµού και το θεσµό του προγραµµατισµού οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που αναφέραµε ήδη. Οι θεσµοί αυτοί, ωστόσο, ουδέποτε εφαρµόσθηκαν.

στ) Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 εισήγαγε την αρµοδιότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας να αναπέµπει το νοµοσχέδιο που ψήφισε η Bουλή, σε περίπτωση δε νέας επιψήφισής του µε αυξηµένη πλειοψηφία, η κύρωση, έκδοση και δηµοσίευσή του να είναι υποχρεωτική για τον αρχηγό του κράτους. Την αρµοδιότητα αυτή της αναποµπής, που είχε πρότυπο αντίστοιχη του Γαλλικού Συντάγµατος, διατήρησε σε ισχύ ο αναθεωρητικός νοµοθέτης του 1986, αφού, όµως, κατάργησε την αρµοδιότητα της κύρωσης των νόµων, η οποία της προσέδιδε ουσιαστική πρακτική σηµασία.

ζ) Η θέσπιση της αρµοδιότητας του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας να εκδίδει «εις εκτάκτους περιπτώσεις εξαιρετικώς επειγούσης και απροβλέπτου ανάγκης» πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου, µετά από πρόταση του υπουργικού συµβουλίου. Η αρµοδιότητα αυτή είναι τυπική για τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και αποφασιστική για την κυβέρνηση. Μέχρι σήµερα έχει γίνει κατάχρηση της δυνατότητας αυτής από τις κυβερνήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του Συντάγµατος.

η) Η ρύθµιση, µε σύγχρονη αντίληψη του αντικειµένου και µε πλήρη εφαρµογή της αρχής της δηµοκρατικής νοµιµοποίησης, της άσκησης της κανονιστικής λειτουργίας από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Με την πλήρη εξάρτηση της εν λόγω κανονιστικής λειτουργίας από τη νοµοθετική εξουσιοδότηση, εξέλιπαν παλαιότερα κενά δηµοκρατικής νοµιµοποίησης της τόσο σηµαντικής αρµοδιότητας αυτής.

Η Άσκηση της Εκτελεστικής Λειτουργίας

Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο αρχηγού του κράτους, ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας, στο επίπεδο της κυβέρνησης και στο επίπεδο της διοίκησης.

Οι Αρµοδιότητες του Προέδρου της Δηµοκρατίας

Παρουσιάσαµε ήδη τις αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας που ανήκουν στη λειτουργία του πολιτεύµατος της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας και αφορούν τις σχέσεις του µε τη Bουλή και την κυβέρνηση.

Οι εν λόγω αρµοδιότητες ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της εκτελεστικής λειτουργίας, ως αρµοδιότητες άσκησης κατ’ ουσίαν κυβερνητικής (ή πολιτικής) λειτουργίας και αποτελούν τις αρµοδιότητες εκείνες αρχηγού εκτελεστικής εξουσίας που συνιστούν τον ρόλο του ως «ρυθµιστή του πολιτεύµατος». Οι λοιπές αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας είναι µεν νέες σε σχέση µε τα Συντάγµατα της βασιλευοµένης δηµοκρατίας, δεν συνιστούν, όµως, καινοτοµία, δεδοµένου ότι αποτελούν παραδοσιακές αρµοδιότητες αρχηγού κράτους.


Η Άσκηση της Κυβερνητικής Λειτουργίας

Σε σηµαντικές τοµές προέβη ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 στον τοµέα άσκησης της κυβερνητικής λειτουργίας. Αναφέροµε, συγκεκριµένα, τις ακόλουθες ρυθµίσεις:

α) Ο καθορισµός της κυβερνητικής αρµοδιότητας του υπουργικού συµβουλίου και του πρωθυπουργού. Ακολουθώντας ο συντακτικός νοµοθέτης τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, όρισε ότι την πολιτική της χώρας καθορίζει και κατευθύνει το υπουργικό συµβούλιο, εφαρµόζοντας έτσι το λεγόµενο «συλλογικό κριτήριο». Το περιεχόµενο της κυβερνητικής αρµοδιότητας του πρωθυπουργού ορίζεται ως η εξασφάλιση της ενότητας της κυβέρνησης και ως κατεύθυνση των ενεργειών της και των δηµόσιων, εν γένει υπηρεσιών για την εφαρµογή της κυβερνητικής πολιτικής.

Την άσκηση και των δύο αρµοδιοτήτων θέτει εντός του πλαισίου του Συντάγµατος και των νόµων. Πρέπει, βεβαίως, να σηµειωθεί, ότι την ανώτατη κυβερνητική πολιτική, την πολιτι- κή της χώρας, καθορίζει, στη συνταγµατική πραγµατικότητα όλων των γνήσιων κοινοβουλευτικών δηµοκρατιών, ο πρωθυπουργός, παρά την ευρύτατη θέσπιση του συλλογικού κριτηρίου.

β) Συγκρότηση της κυβέρνησης. Στον τοµέα οργανωτικής συγκρότησης της κυβέρνησης, το Σύνταγµα του 1975 ρύθµισε για πρώτη φορά τον καθορισµό των αρµοδιοτήτων των υπουργών, υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργών, εισήγαγε τους θεσµούς των αντιπροέδρων της κυβέρνησης, των αναπληρωτών υπουργών και των χωρίς χαρτοφυλάκιο υπουργών, όρισε ως προσόν για το διορισµό υπουργού και υφυπουργού το ενεργητικό και παθητικό δικαίωµα εκλογής και θέσπισε το ασυµβίβαστο κάθε επαγγελµατικής δραστηριότητας.

Η Άσκηση της Διοικητικής Λειτουργίας

Στην οργάνωση της άσκησης της διοικητικής λειτουργίας, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 περιέλαβε τις ακόλουθες σηµαντικές εκσυγχρονιστικές ρυθµίσεις:

α) Όρισε τα κριτήρια της διοικητικής διαίρεσης της χώρας (άρθρο 101 παράγραφος 2), καθώς και τα κριτήρια διάκρισης µεταξύ των αρµοδιοτήτων των κεντρικών και των περιφερειακών οργάνων. Παρά τη γενικότητά τους θα µπορούσε να οικοδοµηθεί νοµοθετικά και νοµολογιακά σύστηµα σωστής αποκέντρωσης µε συγκεκριµενοποίηση των ορίων µεταξύ της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης.

β) Θέσπισε σαφείς ορισµούς του θεσµού της τοπικής αυτοδιοίκησης και εισήγαγε τον θεσµό της τοπικής αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθµού. Επιπλέον, θέσπισε την αρχή της διοικητικής αυτοτέλειας των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, περιόρισε την εποπτεία του κράτους, θέσπισε εγγυήσεις για την πειθαρχική δίωξη των αιρετών οργάνων και εγγυήθηκε την κρατική οικονοµική µέριµνα και την εξασφάλιση πόρων. Βεβαίως, οι εγγυήσεις αυτές ελάχιστα έχουν εφαρµοσθεί µέχρι σήµερα.

Η Άσκηση της Δικαστικής Λειτουργίας

Στο χώρο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 προέβη σε σηµαντικές καινοτοµίες, οι οποίες είτε ήσαν προϊόν Ελληνικών εµπειριών του παρελθόντος, είτε είχαν πρότυπο µεταπολεµικές εξελίξεις στον τοµέα απονοµής της δικαιοσύνης. Οι καινοτοµίες αυτές εξύψωσαν σηµαντικά το κύρος της τρίτης εξουσίας, ενίσχυσαν την εµπιστοσύνη του λαού στην απονοµή της δικαιοσύνης και διεύρυναν το σύστηµα εγγυήσεων τόσο υπέρ της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, όσο και υπέρ των δικαστικών λειτουργών.

Η θέσπιση της θεµελιώδους αρχής της παροχής δικαστικής προστασίας, που αναφέραµε ήδη, εξύψωσε σε µεγάλο βαθµό το κύρος της δικαιοσύνης. Tις καινοτοµίες στον χώρο της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας µπορεί κανείς να κατατάξει σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες: στην κατηγορία των θεµελιωδών αρχών απονοµής της δικαιοσύνης, στην κατηγορία των ρυθµίσεων διάκρισης και άσκησης των δικαιοδοσιών και αρµοδιοτήτων και στην κατηγορία των εγγυήσεων υπέρ των δικαστικών λειτουργών. Με βάση αυτή τη διάκριση, οι σηµαντικότερες καινοτοµίες είναι οι ακόλουθες:

Οι Θεµελιώδεις Αρχές Απονοµής της Δικαιοσύνης

α) Η ρητή θέσπιση της αρχής της λειτουργικής και της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών (άρθρο 87 παράγραφος 1). Η σηµασία της αρχής αυτής δεν έγκειται µόνο στην ηθική εξύψωση άσκησης του δικαστικού λειτουργήµατος, αλλά, κυρίως, στην περιφρούρησή του από αθέµιτες επεµβάσεις.

β) Η ρητή διακήρυξη της αρχής ότι οι δικαστές υπόκεινται µόνο στο Σύνταγµα και τους νόµους (άρθρο 87 παράγραφος 2). Ιδιαίτερη σηµασία έχει εδώ, όπως είδαµε σε άλλη θέση, η θέσπιση της δυνατότητας, που στην ουσία αποτελεί υποχρέωση, των δικαστών να µη συµµορφώνονται σε νόµους που καταλύουν το Σύνταγµα.

γ) Η ρητή διακήρυξη της αρχής της υποχρέωσης συµµόρφωσης της διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 παράγραφος 5). Η αρχή αυτή ισχύει, βεβαίως, για όλες τις δικαστικές αποφάσεις, γι’ αυτό και διευρύνθηκε στη σωστή έκταση µε την τελευταία αναθεώρηση του 2001. Ωστόσο, η θέσπισή της, προϊόν κακής εµπειρίας µη συµµόρφωσης, αποτελούσε σηµαντική συµβολή στην πραγµάτωση της αρχής του κράτους δικαίου, από την οποία και απορρέει.

δ) Η θέσπιση της υποχρέωσης των δικαστηρίων να µην εφαρµόζουν νόµο, το περιεχόµενο του οποίου αντίκειται στο Σύνταγµα (άρθρο 93 παράγραφος 4). Η διάταξη αυτή ενέχει την αρχή του ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου από όλα τα δικαστήρια (σύστηµα «διάχυτου ελέγχου συνταγµατικότητας των νόµων»), έχει δε ιδιαίτερη σηµασία το ότι η δικαιοδοσία αυτή θεσπίζεται ως «υποχρέωση» µη εφαρµογής αντισυνταγµατικού νόµου, που καθιστά υποχρεωτικό για το δικαστή τον έλεγχο συνταγµατικότητας του νόµου πριν από την εφαρµογή του.

ε) Η θέσπιση της εµπεριστατωµένης αιτιολογίας και η καταχώρηση της γνώµης της µειοψηφίας (άρθρο 93 παράγραφος 3). Η παλαιά αρχή της ειδικής αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων συµπληρώθηκε µε την πρόσθετη επιταγή της «εµπεριστατωµένης» αιτιολογίας.


Η προσθήκη αυτή, προϊόν µακράς εµπειρίας ισχνής, συνήθως, αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, δεν είχε, δυστυχώς, την αναµενόµενη αποτελεσµατικότητα. Σηµαντική καινοτοµία του Συντάγµατος του 1975 ήταν η θέσπιση της υποχρεωτικής καταχώρισης της γνώµης της µειοψηφίας στην αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, η οποία εθεωρείτο, µέχρι τότε, άκρως απόρρητη. Η νέα αυτή συνταγµατική επιταγή συνέβαλε ουσιαστικά στην πληρότητα της αιτιολογίας και στη διαφάνεια της δικαστικής κρίσης - στοιχεία που ενισχύουν σηµαντικά τις αρχές της αµεροληψίας και της ανεξαρτησίας των δικαστών και εξυψώνουν το κύρος της δικαστικής εξουσίας.

Οι Ρυθµίσεις Διάκρισης και Άσκησης Δικαιοδοσιών και Αρµοδιοτήτων

Οι σηµαντικότερες από τις ρυθµίσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

α) Η πληρέστερη ρύθµιση της διάκρισης και της άσκησης των δικαιοδοσιών. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, συµπληρώνοντας την ισχνή και πλήρη κενών ρύθµιση άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, προέβη στη βασική τριαδική διάκριση των δικαιοδοσιών και στην αντίστοιχη των δικαστηρίων σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά (άρθρο 93 παράγραφος 1) και καθόρισε το αντικείµενό τους (άρθρα 94 - 97).

β) Ο πλήρης καθορισµός των αρµοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συµπληρώνοντας το παλαιό αυτό κενό, ο συντακτικός νοµοθέτης οριοθέτησε µε αυτόν τον τρόπο τη δικαιοδοσία αυτή από εκείνη του Συµβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

γ) Η ίδρυση του Ανωτάτου Ειδικού ∆ικαστηρίου. Σηµαντική καινοτοµία του συντακτικού νοµοθέτη του 1975 στο χώρο της δικαιοσύνης ήταν η ίδρυση του ανώτατου αυτού δικαστηρίου, στο οποίο ανέθεσε τις εξής αρµοδιότητες:
  • Τον έλεγχο διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών και του κύρους του δηµοψηφίσµατος, καθώς και τον έλεγχο των λόγων έκπτωσης βουλευτή και ύπαρξης ασυµβιβάστου.
  • Την άρση των συγκρούσεων µεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών ή δικαστηρίων διαφορετικών δικαιοδοσιών.
  • Την άρση της αµφισβήτησης ως προς τη συνταγµατικότητα ή την έννοια διατάξεων νόµου µεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και 
  • Την άρση της αµφισβήτησης για το χαρακτηρισµό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεδεγµένων. Με τη θέσπιση του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου έγινε ένα µικρό βήµα προς την κατεύθυνση της συνταγµατικής δικαιοδοσίας. 
Ως βήµα ήταν σηµαντικό. Ο περιορισµός, όµως, της συνταγµατικής αυτής δικαιοδοσίας σε αµφισβήτηση µεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων µειώνει στα όρια της εκµηδένισης την πρακτική της σηµασία.

Οι Εγγυήσεις υπέρ των Δικαστικών Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων

α) Οι νέες εγγυήσεις της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών. Το Σύνταγµα του 1975 περιέλαβε σειρά σηµαντικών συµπληρωµατικών εγγυήσεων της υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων που ενίσχυσαν την ανεξαρτησία τους.

β) Οι νέες εγγυήσεις για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς. Οι εγγυήσεις αυτές ενίσχυσαν, επίσης, σηµαντικά την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.

γ) Οι εγγυήσεις των δικαστικών υπαλλήλων, των συµβολαιογράφων, των φυλάκων υποθηκών και µεταγραφών και των διευθυντών των κτηµατολογικών γραφείων. Οι εγγυήσεις αυτές, από υποτυπώδεις στο Σύνταγµα του 1952, διευρύνθηκαν σηµαντικά. Η εν λόγω διεύρυνση, όπως είναι φανερό, συνέβαλε στη λειτουργική ανεξαρτησία του όλου χώρου άσκησης της δικαστικής λειτουργίας.

δ) Η θέσπιση ασυµβιβάστων του δικαστικού λειτουργήµατος. Και η θέσπιση νέων ασυµβιβάστων ενίσχυσε σηµαντικά την ανεξαρτησία των δικαστών.

ε) Η θέσπιση του δικαιώµατος της σύστασης ένωσης δικαστικών λειτουργών. Το δικαίωµα αυτό, αυτονόητο σήµερα, τότε αποτελούσε σηµαντική καινοτοµία, η οποία, αναµφίβολα, συνέβαλε και συµβάλλει στην προαγωγή του δικαστικού λειτουργήµατος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο σκοπός του άρθρου που προηγείται ήταν να σκιαγραφήσει, όσο είναι δυνατό σαφέστερα, τη συνταγµατική µεταβολή του 1974 - 1975, αναδεικνύοντας τα βασικά στοιχεία που τη συγκρότησαν και τη σηµασία τους για τη διάπλαση της ιστορικής πραγµατικότητας που ακολούθησε. Τη συνταγµατική µεταβολή του 1974 - 1975 δεν συνιστά ούτε η µετάβαση στη δηµοκρατία µόνη της, ούτε το νέο Σύνταγµα µόνο του.

Η µετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στη δηµοκρατία χωρίς το Σύνταγµα που ακολούθησε θα ήταν, ίσως, µια πύρρειος νίκη των δηµοκρατικών δυνάµεων χωρίς συνέχεια ή µια χωρίς δηµοκρατικό βάθος και θεσµικό βάθρο µεταβολή προς µιας άλλης µορφής αυταρχισµό και υποδούλωση. Αλλά και το νέο Σύνταγµα, χωρίς ουσιαστική µετάβαση στη δηµοκρατία, είτε θα ήταν ένα κατασκεύασµα µε πολλά αυταρχικά στοιχεία, όπως εκείνα της δικτατορίας, είτε θα κατέληγε, αν ήταν δηµοκρατικό, σε ένα εικονικό σύνταγµα, αφού θα έλειπε η δηµοκρατική πολιτική πραγµατικότητα.


Συστατικά στοιχεία, συνεπώς, της συνταγµατικής µεταβολής του 1974 είναι το ιστορικό γεγονός της ειρηνικής και πραγµατικής µετάβασης από τη δικτατορία στη δηµοκρατία και οι συνταγµατικές βάσεις της τελευταίας που θέσπισε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975. Ο σκοπός του άρθρου αυτού έθεσε, τρεις όρους:
  • Πρώτον, να µην επεκταθεί η παρουσίαση της συνταγµατικής µεταβολής σε µια επιστηµονικής βάσης, µε τη µορφή της νοµικής θεµελίωσης ή πολιτικής ανάλυσης, κριτική θεώρηση.
  • Δεύτερον, να αντιµετωπίσει, σεβόµενος τη θέληση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού εκείνης της ιστορικής στιγµής, τη συνταγµατική µεταβολή από µια όσο γίνεται ιδεολογικά και πολιτικά πιο ουδέτερη θέση.
  • Τρίτον, ο λόγος γραφής να είναι περισσότερο πολιτικός παρά νοµικός, περισσότερο επικοινωνιακά απλός παρά επιστηµονικός. 
Η παρουσίαση του συντακτικού έργου του 1975 δε γίνεται, βεβαίως, χωρίς οποιαδήποτε κριτική. Απλώς, ο συγγραφέας περιορίζεται σε µια κριτική αναφορά ορισµένων σηµείων του συντακτικού έργου, ως προϊόντος µιας δεδοµένης ιστορικής στιγµής και όχι ως συστήµατος νοµικών κανόνων από τη σκοπιά του νοµικού της θεωρίας ή της πράξης. Η παρουσίαση της συνταγµατικής µεταβολής του 1974 - 1975 γίνεται από τη θέση ενός χρονικού ορόσηµου, του ορόσηµου των τριάντα ετών ισχύος και εφαρµογής του Συντάγµατος του 1975.

Η χρονική αυτή διάσταση εµπλουτίζει, αναµφίβολα, τη θεώρηση της συνταγµατικής µεταβολής µε τα κριτήρια της πολιτικής και συνταγµατικής πραγµατικότητας που ακολούθησε, και της µέχρι σήµερα εξέλιξής της. Η πραγµατικότητα αυτή αποτελεί, βεβαίως, αντικείµενο ειδικής µελέτης. Γενικά, όµως, µπορεί να συναγάγει κανείς ότι αυτή, οπωσδήποτε, επιβεβαιώνει την ουσιαστική, την ιστορική και την ιδεολογικοπολιτική αντοχή της συνταγµατικής µεταβολής του 1974 - 1975. Το Σύνταγµα του 1975, κατά τη διάρκεια των τριάντα ετών ισχύος του, δεν έµεινε ένα εικονικό σύνταγµα.

Ούτε η εφαρµογή των επιµέρους διατάξεων παρουσιάζει σηµαντικά κενά, που να επιτρέπουν να υποστηρίξει κανείς έλλειψη ρεαλισµού και διορατικότητας στη συντακτική πολιτική του 1975. Υπάρχουν, ασφαλώς, διατάξεις που δεν έχουν εφαρµοστεί, είναι, όµως κάτω του συνήθους ορίου εφαρµογής του συντάγµατος σε µια Ευρωπαϊκή χώρα. Αντίθετα, πάνω στο Σύνταγµα του 1975 οικοδοµήθηκε µια πλούσια πρακτική εφαρµογής των αρχών και κανόνων του, τόσο στο πεδίο λειτουργίας του πολιτεύµατος όσο και στο πεδίο άσκησης των λειτουργιών του κράτους.

Πλούσια είναι, επίσης, η νοµολογιακή πρακτική εφαρµογής του Συντάγµατος, παρά το γεγονός ότι, λόγω έλλειψης ειδικής συνταγµατικής δικαιοδοσίας, είναι σποραδική και, κατά βάση, ασπόνδυλη. Πρέπει, τέλος, να επισηµανθεί ότι, στη βάση του Συντάγµατος του 1975, έχει οικοδοµηθεί µια πλουσιότατη συνταγµατική βιβλιογραφία και διδασκαλία. Γενικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κανένα άλλο Σύνταγµα της συνταγµατικής µας ιστορίας δεν έχει εφαρµοστεί στην έκταση που τυπικά και ουσιαστικά έχει εφαρµοστεί το ισχύον. Οι δύο αναθεωρήσεις δεν µεταβάλλουν τις παραπάνω κρίσεις.

Η αναθεώρηση του 1986 ήταν, αναµφίβολα, µια βαθιά τοµή στο σύστηµα συνταγµατικών ρυθµίσεων της λειτουργίας του πολιτεύµατος. Ωστόσο, περιοριζόµενη σε ορισµένη κατηγορία ρυθµίσεων, δεν έθιξε ούτε µπορούσε να θίξει τις σταθερές βάσεις και την ισχυρή δόµηση της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας που είχε δηµιουργήσει ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975. Ενίσχυσε, όµως, το αδιατάρακτο της λειτουργίας της. Όσον αφορά τη δεύτερη αναθεώρηση, την αναθεώρηση του 2001, παρατηρεί κανείς ότι ήταν κυρίως συµπληρωµατική και εκσυγχρονιστική και όχι διορθωτική του έργου του συντακτικού νοµοθέτη του 1975.

Το περιεχόµενό της προκλήθηκε, κατά βάση, από την ανάγκη συνταγµατικής αντιµετώπισης των προβληµάτων που δηµιούργησε η εξέλιξη των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτειακών πραγµάτων στην Ευρώπη και όχι από εγγενείς αδυναµίες του Συντάγµατος του 1975 που δηµιούργησαν προβλήµατα στην πολιτική, τη δικαστική και τη διοικητική πράξη κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς ισχύος του. Η πλήρης εφαρµογή του Συντάγµατος του 1975 και η βελτίωση και ο εκσυγχρονισµός των ρυθµίσεών του µε τις δυο αναθεωρήσεις που είχε µέχρι σήµερα προδιαγράφουν, νοµίζω, την προοπτική της πορείας του στο µέλλον.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Δ'

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου