Και ξαφνικά, οι «ειδικοί» ανακάλυψαν τη χαρά και το γέλιο. Μετά από μακροχρόνια σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με την σκοτεινή μεριά της ανθρώπινης ύπαρξης, τα «αρνητικά» συναισθήματα και τις αιτίες τους ήρθε και η σειρά των «θετικών» συναισθημάτων. Τυχαίο; Σίγουρα όχι, αν αναλογιστούμε τα ποσοστά των ανθρώπων που πάσχουν από κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και ψυχοσωματικές παθήσεις. Και όχι μόνο, βέβαια. Και για τους υπόλοιπους, που δεν πάσχουν από κάτι παθολογικό, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Το άγχος, η μοναξιά, η καθημερινή αγωνία, οι δυσκολίες στις σχέσεις είναι μόνιμο βίωμα για πάρα πολλούς ανθρώπους, ξεκινώντας από όλο και μικρότερες ηλικίες και οι στιγμές χαλαρότητας, ευφορίας, χαράς, επαφής, γέλιου συμπιέζονται και γίνονται πιο δυσεύρετες αλλά και πιο αναγκαίες. Καιρός μάλλον να ερευνήσουμε λίγο αυτή την πιο «φωτεινή» ανθρώπινη πλευρά και μάλιστα αυτή την τόσο ωραία και μεταδοτική εκδήλωση της που είναι το γέλιο.
«Χαζό παιδί χαρά γεμάτο» λοιπόν ή μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε;
Τι μας κάνει να γελάμε λοιπόν, πώς γίνεται αυτό το μαγικό; Ας φανταστούμε ότι ακούμε ένα αστείο. Ανάλογα με το πόσο πετυχημένο είναι γελάμε λίγο, χαμογελάμε, ξεσπάμε σε δυνατά γέλια, «ξεκαρδιζόμαστε».
Πολύ πιθανό είναι ότι, αν είστε μόνοι –κι ακούσετε π. χ. ένα αστείο στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ή το διαβάσετε κάπου- και το βρείτε πετυχημένο, θα το «κρατήσετε» για να το διηγηθείτε σε κάποιον ή κάποιους άλλους και τότε, θα γελάσετε κι εσείς ακόμη πιο πολύ με την ψυχή σας.
Κάποιος που βλέπει μόνος του μία κωμωδία γελάει βέβαια, αν τη δει με παρέα το πιθανότερο είναι ότι θα γελάσει πολύ περισσότερο. Όσο πιο πολλοί άνθρωποι γελάνε τόσο πιο μεταδοτικό είναι το γέλιο. Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιείται το λεγόμενο “canned laughter” το «γέλιο κονσέρβας», σαν ηχητικό υπόβαθρο σε ορισμένες κωμωδίες, για να μεταδώσει στους θεατές το γέλιο (κάτι που βέβαια δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν το χιούμορ του έργου είναι ανόητο ή ανύπαρκτο). Παρακολουθώντας κάτι αστείο μαζί με άλλους, αυτό γίνεται κοινωνικό γεγονός. Ο καθένας αναζητά οπτική επαφή με τους άλλους για να δει αν διασκεδάζουν κι αυτοί. Μόλις «συνεννοηθούν» αρχίζουν να γελάνε μαζί.
Το γέλιο είναι, κατά κάποιο τρόπο, η δημοσιοποίηση του χαμόγελου και μεταδίδεται ακουστικά σε όλους τους παρευρισκόμενους. Όταν «μοιραζόμαστε» το γέλιο μας με άλλους κοιταζόμαστε χωρίς να «καρφωνόμαστε», ανταλλάσσουμε μια στιγμιαία ματιά και στο επόμενο ανοιγoκλείσιμο των ματιών κοιτάμε κιόλας κάπου αλλού. Αυτή η στιγμή φτάνει για να γίνουμε «σύμμαχοι» στην ευχαρίστηση που μας φέρνει το γέλιο, για να σιγουρέψουμε ότι «είμαστε μαζί σ’ αυτό».
Έχουμε την ικανότητα να γελάμε είτε αυθόρμητα, χωρίς δηλαδή να προλάβουμε να σκεφτούμε το γιατί και πώς, είτε συνειδητά, στρατηγικά. Όταν το γέλιο έρχεται γρήγορα, «ανάβει» δηλαδή μέσα σε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο, είναι αυθόρμητο, πάει να πει «αληθινό». Αντίθετα, όταν αργεί περισσότερο να «πάρει μπροστά» αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη περάσει από τον έλεγχο του μυαλού και καθοδηγείται απ’ αυτό. Το γέλιο αυτής της δεύτερης κατηγορίας είναι «υπολογιστικό» -χωρίς οπωσδήποτε την αρνητική σημασία αυτής της λέξης- δηλαδή εκπληρώνει μια λειτουργία, ακολουθεί ένα σκοπό, π. χ. να είναι ευγενικό ή να δημιουργήσει φιλική ατμόσφαιρα. Το «αληθινό» γέλιο κρατάει περισσότερο ενώ το καθοδηγούμενο μόνο 2-3 δευτερόλεπτα. Το πρώτο εκλαμβάνεται από τους άλλους ως συμπαθητικό, «μέσα απ’ την καρδιά» και κερδίζει, το δεύτερο ως ελεγχόμενο, ευγενικό αλλά καμιά φορά και ως «εκ του πονηρού» και δημιουργεί επιφυλάξεις.
Καλά όλα αυτά αλλά ποιος χρονομετράει το γέλιο; Μήπως μπορούν οι άλλοι να ξεχωρίσουν ποιο γέλιο είναι αληθινό και ποιο όχι, όταν πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε να πούμε αν γελάσαμε αυθόρμητα ή επειδή «έπρεπε»; Κι όμως το γέλιο είναι μία έμφυτη ανθρώπινη ικανότητα όπως και η ικανότητα μας να το ερμηνεύουμε. Στους πολύ μακρινούς μας προγόνους το άνοιγμα του στόματος σε χαμόγελο σήμαινε σε δύσκολες στιγμές επικίνδυνης κόντρας «δεν σου κάνω τίποτα, μη με πειράξεις» και εξασφάλιζε μ’ αυτό τον τρόπο την επιβίωση. Πολύ βαθιά μέσα μας λοιπόν είναι καταγεγραμμένο το γέλιο σαν ένα απαραίτητο «όπλο ειρήνης», ασπίδα κατά της επιθετικής διάθεσης, του άλλου ή της δικής μας.
Η δράση του είναι πολλές φορές άμεση, απροσδόκητη, σχεδόν παράδοξη.
Όλοι μας έχουμε ζήσει παρόμοιες στιγμές: Ένα ζευγάρι τσακώνεται. Ο ένας μόλις έχει επιστρέψει απ’ τη δουλειά, κουρασμένος, προβληματισμένος, γεμάτος νεύρα, ο άλλος γύρισε νωρίτερα αλλά στο μεταξύ «τάχει πάρει» με τα παιδιά που συνέχεια κάτι θέλουν, το πλυντήριο που χάλασε, τη «λυπητερή» της τράπεζας που βρήκε στο γραμματοκιβώτιο. Δεν θέλει πολύ, μια λάθος κουβέντα, οι τόνοι ανεβαίνουν και ο καβγάς ανάβει. Εκτός εαυτού και χωρίς να μιλιούνται, έτοιμοι όμως να ξαναρπαχτούν με την πρώτη ευκαιρία, ασχολείται ο καθένας με τα δικά του και τυχαία βρίσκονται μπροστά απ’ την τηλεόραση που εκείνη τη στιγμή μεταδίδει ένα πολύ πετυχημένο επεισόδιο μιας σατιρικής σειράς. Χωρίς να είναι σε τέτοια διάθεση, ένα αυθόρμητο γέλιο ανάβει και χωρίς ακριβώς να το θέλουν, κοιτάζονται και γελάνε ακόμη περισσότερο. Χωρίς καμία προσπάθεια ο πάγος έχει σπάσει, τα νεύρα ηρεμούν, η επιθετικότητα και ο θυμός εξατμίζονται, η συμφιλίωση είναι κοντά. Χάρη στο γέλιο.
Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί ακόμη κι αν οι δυο ή έστω ο ένας απ’ τους δυο είχε ακούσει μόνος του κάτι αστείο, είχε γελάσει ένα ωραίο, αυθόρμητο γέλιο και είχε κάπως αποφορτιστεί. Είναι πολύ πιθανό ότι μετά απ’ αυτό θα είχε αντικρύσει το σύντροφο του με πιο καλή διάθεση και θα του την είχε μεταδώσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Το γέλιο μόνος όμως σπάνια μπορεί να συγκριθεί σε απόλαυση και «καθαρτική» δύναμη από το γέλιο που γίνεται «μαζί».
Ο Γερμανός ερευνητής της συμπεριφοράς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου Κάρστεν Νίμιτς υποστηρίζει ότι το 80% του γέλιου μας δεν βασίζεται στο χιούμορ. Δεν γελάμε γιατί κάτι είναι αστείο αλλά κυρίως για να φτιάξουμε κοινωνικούς δεσμούς, επειδή γελώντας μοιραζόμαστε και δηλώνουμε στους άλλους ότι κάτι μας αρέσει, μας ευχαριστεί.
Αυτό ισχύει φυσικά για όλες τις σχέσεις μας, από τις πιο προσωπικές και κοντινές ως τις φιλικές, τις επαγγελματικές, τις λεγόμενες «τυπικές». Το αληθινό γέλιο ή έστω χαμόγελο δείχνει ότι δυο άνθρωποι έχουν φιλικές διαθέσεις ο ένας απέναντι στον άλλο, έχουν δηλαδή μια καλή βάση για να στηθεί κάτι κοινό μεταξύ τους.
Θα ήταν λοιπόν πολύ καλό για μας, για τους δικούς μας, για τις σχέσεις μας αν μπορούσαμε πότε-πότε, συχνά, να γελάμε μαζί. Ναι αλλά, γέλιο κατά παραγγελία, μόνο και μόνο επειδή ξέρουμε ότι κάνει καλό; Και μάλιστα γίνεται να επιδιώκουμε σκόπιμα να γελάμε αληθινά και αυθόρμητα; Όχι, αυτό είναι αντιφατικό και θα έμοιαζε με το «γέλιο κονσέρβας» στις φτηνές κωμωδίες.
Αυτό που μπορούμε όμως να κάνουμε είναι να κάνουμε πιο κοινωνικές τις στιγμές του γέλιου μας. Μπορεί να μην το φανταζόμαστε αλλά η αγαπημένη μας κωμική σειρά γίνεται απείρως πιο ξεκαρδιστική όταν τη βλέπουμε με παρέα.
Μια συνηθισμένη, μάλλον μοναχική βραδιά στον καναπέ με συντροφιά λίγο γέλιο μπορεί να μετατραπεί σε μια ξεκαρδιστική –και καθόλου μοναχική- βραδιά παρέα με ένα-δυο καλούς φίλους.
Ένα σημείο που μας έκανε να γελάσουμε στο βιβλίο ή στο περιοδικό που διαβάζαμε μπορεί να ξεσηκώσει κύμα γέλιου μέσα στην οικογένεια μας αν τους το διαβάσουμε φωναχτά εμπλουτίζοντας το φυσικά χρησιμοποιώντας όσο μιμητικό ταλέντο διαθέτουμε και να μας κάνει κι εμάς να ξαναγελάσουμε, ίσως περισσότερο κι απ’ την πρώτη φορά.
Οι περισσότεροι παντρεμένοι, στην αρχή της σχέσης τους, όταν είναι πολύ ερωτευμένοι, έχουν πράγματα κοινά που τους κάνουν αν γελούν μαζί. Ταινίες, ιστορίες και περιστατικά απ’ τη ζωή τους, φράσεις-κλειδιά, ατάκες, γκριμάτσες, που αποτελούν κάτι σαν «μυστικό κωμικό κώδικα» μεταξύ τους. Πολλά ζευγάρια στο πέρασμα των χρόνων και με τις καινούργιες υποχρεώσεις και τα βάρη που προστίθενται στην κοινή τους ζωή ξεχνούν σχεδόν εντελώς αυτό τον κώδικα τους.
Κι όμως αξίζει τον κόπο όχι μόνο να διατηρεί κανείς ένα τέτοιο κώδικα αλλά και να τον εμπλουτίζει με καινούργιες «πηγές γέλιου» και στην ανάγκη, να τον ξεθάβει και να τον ξεσκονίζει όταν έχει μείνει καιρό αχρησιμοποίητος. Δεν είναι ούτε αναγκαίο, ούτε εφικτό δυο άνθρωποι να είναι σε διαρκή καλή διάθεση, ο ένας με τον άλλο και ο καθένας με τον εαυτό του. Είναι όμως ιδιαίτερα ωφέλιμο να μπορούν να γελούν μαζί. Τα ζευγάρια που μπορούν να γελούν μαζί έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν κρίσεις της σχέσης τους από αυτά στα οποία ο καθένας γελάει μόνο χώρια απ’ τον άλλο.
Οι ηλικιωμένοι, που πολλές φορές μας δίνουν την εντύπωση ότι πάσχουν από κατάθλιψη –και συχνά πάσχουν πράγματι, τουλάχιστον κατά διαστήματα- μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερα «ευάλωτοι» στο γέλιο. Μπορούν να ξεκαρδιστούν σαν μικρά παιδιά αν έχουν κάποιον να μοιραστεί μαζί τους κάτι αστείο. Το γέλιο αυτό έχει αντικαταθλιπτικές ιδιότητες και η θετική επίδραση του δεν είναι μόνο στιγμιαία αλλά μπορεί και να αλλάξει έστω για ένα μικρό διάστημα την διάθεση τους.
«Ας σοβαρευτούμε λοιπόν, δεν είμαστε εδώ για να γελάμε και να σαχλαμαρίζουμε, έχουμε σοβαρή και δύσκολη δουλειά να κάνουμε» μπορεί να ακούσουμε δασκάλους, καθηγητές, προισταμένους να ανακαλούν στην τάξη τους μαθητές ή υφισταμένους τους φοβούμενοι ότι τα γέλια και η εύθυμη διάθεση θα επηρεάσουν αρνητικά την μαθησιακή ή εργασιακή δραστηριότητα. Θα έκαναν όμως πολύ καλά να το ξανασκεφτούν και, αν και όσο μπορούν να συμμετάσχουν και να ενθαρρύνουν την ιλαρότητα. Κι αυτό γιατί εκτός από όλα τα άλλα τερπνά, το γέλιο και η ευθυμία κάνουν τα εξής ωφέλιμα: μας κάνουν πιο ανοιχτούς στη γνώση και σε καινούργιες εμπειρίες, αυξάνουν την δημιουργικότητα και την ευφυία μας και καθιστούν τον εγκέφαλο μας πιο ικανό να αντιμετωπίζει και να επιλύει προβλήματα. Και κάτι ακόμη: ενισχύουν τους δεσμούς, μας φέρνουν πιο κοντά.
«Χαζό παιδί χαρά γεμάτο» λοιπόν ή μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε;
Τι μας κάνει να γελάμε λοιπόν, πώς γίνεται αυτό το μαγικό; Ας φανταστούμε ότι ακούμε ένα αστείο. Ανάλογα με το πόσο πετυχημένο είναι γελάμε λίγο, χαμογελάμε, ξεσπάμε σε δυνατά γέλια, «ξεκαρδιζόμαστε».
Πολύ πιθανό είναι ότι, αν είστε μόνοι –κι ακούσετε π. χ. ένα αστείο στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ή το διαβάσετε κάπου- και το βρείτε πετυχημένο, θα το «κρατήσετε» για να το διηγηθείτε σε κάποιον ή κάποιους άλλους και τότε, θα γελάσετε κι εσείς ακόμη πιο πολύ με την ψυχή σας.
Κάποιος που βλέπει μόνος του μία κωμωδία γελάει βέβαια, αν τη δει με παρέα το πιθανότερο είναι ότι θα γελάσει πολύ περισσότερο. Όσο πιο πολλοί άνθρωποι γελάνε τόσο πιο μεταδοτικό είναι το γέλιο. Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιείται το λεγόμενο “canned laughter” το «γέλιο κονσέρβας», σαν ηχητικό υπόβαθρο σε ορισμένες κωμωδίες, για να μεταδώσει στους θεατές το γέλιο (κάτι που βέβαια δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν το χιούμορ του έργου είναι ανόητο ή ανύπαρκτο). Παρακολουθώντας κάτι αστείο μαζί με άλλους, αυτό γίνεται κοινωνικό γεγονός. Ο καθένας αναζητά οπτική επαφή με τους άλλους για να δει αν διασκεδάζουν κι αυτοί. Μόλις «συνεννοηθούν» αρχίζουν να γελάνε μαζί.
Το γέλιο είναι, κατά κάποιο τρόπο, η δημοσιοποίηση του χαμόγελου και μεταδίδεται ακουστικά σε όλους τους παρευρισκόμενους. Όταν «μοιραζόμαστε» το γέλιο μας με άλλους κοιταζόμαστε χωρίς να «καρφωνόμαστε», ανταλλάσσουμε μια στιγμιαία ματιά και στο επόμενο ανοιγoκλείσιμο των ματιών κοιτάμε κιόλας κάπου αλλού. Αυτή η στιγμή φτάνει για να γίνουμε «σύμμαχοι» στην ευχαρίστηση που μας φέρνει το γέλιο, για να σιγουρέψουμε ότι «είμαστε μαζί σ’ αυτό».
Έχουμε την ικανότητα να γελάμε είτε αυθόρμητα, χωρίς δηλαδή να προλάβουμε να σκεφτούμε το γιατί και πώς, είτε συνειδητά, στρατηγικά. Όταν το γέλιο έρχεται γρήγορα, «ανάβει» δηλαδή μέσα σε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο, είναι αυθόρμητο, πάει να πει «αληθινό». Αντίθετα, όταν αργεί περισσότερο να «πάρει μπροστά» αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη περάσει από τον έλεγχο του μυαλού και καθοδηγείται απ’ αυτό. Το γέλιο αυτής της δεύτερης κατηγορίας είναι «υπολογιστικό» -χωρίς οπωσδήποτε την αρνητική σημασία αυτής της λέξης- δηλαδή εκπληρώνει μια λειτουργία, ακολουθεί ένα σκοπό, π. χ. να είναι ευγενικό ή να δημιουργήσει φιλική ατμόσφαιρα. Το «αληθινό» γέλιο κρατάει περισσότερο ενώ το καθοδηγούμενο μόνο 2-3 δευτερόλεπτα. Το πρώτο εκλαμβάνεται από τους άλλους ως συμπαθητικό, «μέσα απ’ την καρδιά» και κερδίζει, το δεύτερο ως ελεγχόμενο, ευγενικό αλλά καμιά φορά και ως «εκ του πονηρού» και δημιουργεί επιφυλάξεις.
Καλά όλα αυτά αλλά ποιος χρονομετράει το γέλιο; Μήπως μπορούν οι άλλοι να ξεχωρίσουν ποιο γέλιο είναι αληθινό και ποιο όχι, όταν πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε να πούμε αν γελάσαμε αυθόρμητα ή επειδή «έπρεπε»; Κι όμως το γέλιο είναι μία έμφυτη ανθρώπινη ικανότητα όπως και η ικανότητα μας να το ερμηνεύουμε. Στους πολύ μακρινούς μας προγόνους το άνοιγμα του στόματος σε χαμόγελο σήμαινε σε δύσκολες στιγμές επικίνδυνης κόντρας «δεν σου κάνω τίποτα, μη με πειράξεις» και εξασφάλιζε μ’ αυτό τον τρόπο την επιβίωση. Πολύ βαθιά μέσα μας λοιπόν είναι καταγεγραμμένο το γέλιο σαν ένα απαραίτητο «όπλο ειρήνης», ασπίδα κατά της επιθετικής διάθεσης, του άλλου ή της δικής μας.
Η δράση του είναι πολλές φορές άμεση, απροσδόκητη, σχεδόν παράδοξη.
Όλοι μας έχουμε ζήσει παρόμοιες στιγμές: Ένα ζευγάρι τσακώνεται. Ο ένας μόλις έχει επιστρέψει απ’ τη δουλειά, κουρασμένος, προβληματισμένος, γεμάτος νεύρα, ο άλλος γύρισε νωρίτερα αλλά στο μεταξύ «τάχει πάρει» με τα παιδιά που συνέχεια κάτι θέλουν, το πλυντήριο που χάλασε, τη «λυπητερή» της τράπεζας που βρήκε στο γραμματοκιβώτιο. Δεν θέλει πολύ, μια λάθος κουβέντα, οι τόνοι ανεβαίνουν και ο καβγάς ανάβει. Εκτός εαυτού και χωρίς να μιλιούνται, έτοιμοι όμως να ξαναρπαχτούν με την πρώτη ευκαιρία, ασχολείται ο καθένας με τα δικά του και τυχαία βρίσκονται μπροστά απ’ την τηλεόραση που εκείνη τη στιγμή μεταδίδει ένα πολύ πετυχημένο επεισόδιο μιας σατιρικής σειράς. Χωρίς να είναι σε τέτοια διάθεση, ένα αυθόρμητο γέλιο ανάβει και χωρίς ακριβώς να το θέλουν, κοιτάζονται και γελάνε ακόμη περισσότερο. Χωρίς καμία προσπάθεια ο πάγος έχει σπάσει, τα νεύρα ηρεμούν, η επιθετικότητα και ο θυμός εξατμίζονται, η συμφιλίωση είναι κοντά. Χάρη στο γέλιο.
Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί ακόμη κι αν οι δυο ή έστω ο ένας απ’ τους δυο είχε ακούσει μόνος του κάτι αστείο, είχε γελάσει ένα ωραίο, αυθόρμητο γέλιο και είχε κάπως αποφορτιστεί. Είναι πολύ πιθανό ότι μετά απ’ αυτό θα είχε αντικρύσει το σύντροφο του με πιο καλή διάθεση και θα του την είχε μεταδώσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Το γέλιο μόνος όμως σπάνια μπορεί να συγκριθεί σε απόλαυση και «καθαρτική» δύναμη από το γέλιο που γίνεται «μαζί».
Ο Γερμανός ερευνητής της συμπεριφοράς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου Κάρστεν Νίμιτς υποστηρίζει ότι το 80% του γέλιου μας δεν βασίζεται στο χιούμορ. Δεν γελάμε γιατί κάτι είναι αστείο αλλά κυρίως για να φτιάξουμε κοινωνικούς δεσμούς, επειδή γελώντας μοιραζόμαστε και δηλώνουμε στους άλλους ότι κάτι μας αρέσει, μας ευχαριστεί.
Αυτό ισχύει φυσικά για όλες τις σχέσεις μας, από τις πιο προσωπικές και κοντινές ως τις φιλικές, τις επαγγελματικές, τις λεγόμενες «τυπικές». Το αληθινό γέλιο ή έστω χαμόγελο δείχνει ότι δυο άνθρωποι έχουν φιλικές διαθέσεις ο ένας απέναντι στον άλλο, έχουν δηλαδή μια καλή βάση για να στηθεί κάτι κοινό μεταξύ τους.
Θα ήταν λοιπόν πολύ καλό για μας, για τους δικούς μας, για τις σχέσεις μας αν μπορούσαμε πότε-πότε, συχνά, να γελάμε μαζί. Ναι αλλά, γέλιο κατά παραγγελία, μόνο και μόνο επειδή ξέρουμε ότι κάνει καλό; Και μάλιστα γίνεται να επιδιώκουμε σκόπιμα να γελάμε αληθινά και αυθόρμητα; Όχι, αυτό είναι αντιφατικό και θα έμοιαζε με το «γέλιο κονσέρβας» στις φτηνές κωμωδίες.
Αυτό που μπορούμε όμως να κάνουμε είναι να κάνουμε πιο κοινωνικές τις στιγμές του γέλιου μας. Μπορεί να μην το φανταζόμαστε αλλά η αγαπημένη μας κωμική σειρά γίνεται απείρως πιο ξεκαρδιστική όταν τη βλέπουμε με παρέα.
Μια συνηθισμένη, μάλλον μοναχική βραδιά στον καναπέ με συντροφιά λίγο γέλιο μπορεί να μετατραπεί σε μια ξεκαρδιστική –και καθόλου μοναχική- βραδιά παρέα με ένα-δυο καλούς φίλους.
Ένα σημείο που μας έκανε να γελάσουμε στο βιβλίο ή στο περιοδικό που διαβάζαμε μπορεί να ξεσηκώσει κύμα γέλιου μέσα στην οικογένεια μας αν τους το διαβάσουμε φωναχτά εμπλουτίζοντας το φυσικά χρησιμοποιώντας όσο μιμητικό ταλέντο διαθέτουμε και να μας κάνει κι εμάς να ξαναγελάσουμε, ίσως περισσότερο κι απ’ την πρώτη φορά.
Οι περισσότεροι παντρεμένοι, στην αρχή της σχέσης τους, όταν είναι πολύ ερωτευμένοι, έχουν πράγματα κοινά που τους κάνουν αν γελούν μαζί. Ταινίες, ιστορίες και περιστατικά απ’ τη ζωή τους, φράσεις-κλειδιά, ατάκες, γκριμάτσες, που αποτελούν κάτι σαν «μυστικό κωμικό κώδικα» μεταξύ τους. Πολλά ζευγάρια στο πέρασμα των χρόνων και με τις καινούργιες υποχρεώσεις και τα βάρη που προστίθενται στην κοινή τους ζωή ξεχνούν σχεδόν εντελώς αυτό τον κώδικα τους.
Κι όμως αξίζει τον κόπο όχι μόνο να διατηρεί κανείς ένα τέτοιο κώδικα αλλά και να τον εμπλουτίζει με καινούργιες «πηγές γέλιου» και στην ανάγκη, να τον ξεθάβει και να τον ξεσκονίζει όταν έχει μείνει καιρό αχρησιμοποίητος. Δεν είναι ούτε αναγκαίο, ούτε εφικτό δυο άνθρωποι να είναι σε διαρκή καλή διάθεση, ο ένας με τον άλλο και ο καθένας με τον εαυτό του. Είναι όμως ιδιαίτερα ωφέλιμο να μπορούν να γελούν μαζί. Τα ζευγάρια που μπορούν να γελούν μαζί έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν κρίσεις της σχέσης τους από αυτά στα οποία ο καθένας γελάει μόνο χώρια απ’ τον άλλο.
Οι ηλικιωμένοι, που πολλές φορές μας δίνουν την εντύπωση ότι πάσχουν από κατάθλιψη –και συχνά πάσχουν πράγματι, τουλάχιστον κατά διαστήματα- μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερα «ευάλωτοι» στο γέλιο. Μπορούν να ξεκαρδιστούν σαν μικρά παιδιά αν έχουν κάποιον να μοιραστεί μαζί τους κάτι αστείο. Το γέλιο αυτό έχει αντικαταθλιπτικές ιδιότητες και η θετική επίδραση του δεν είναι μόνο στιγμιαία αλλά μπορεί και να αλλάξει έστω για ένα μικρό διάστημα την διάθεση τους.
«Ας σοβαρευτούμε λοιπόν, δεν είμαστε εδώ για να γελάμε και να σαχλαμαρίζουμε, έχουμε σοβαρή και δύσκολη δουλειά να κάνουμε» μπορεί να ακούσουμε δασκάλους, καθηγητές, προισταμένους να ανακαλούν στην τάξη τους μαθητές ή υφισταμένους τους φοβούμενοι ότι τα γέλια και η εύθυμη διάθεση θα επηρεάσουν αρνητικά την μαθησιακή ή εργασιακή δραστηριότητα. Θα έκαναν όμως πολύ καλά να το ξανασκεφτούν και, αν και όσο μπορούν να συμμετάσχουν και να ενθαρρύνουν την ιλαρότητα. Κι αυτό γιατί εκτός από όλα τα άλλα τερπνά, το γέλιο και η ευθυμία κάνουν τα εξής ωφέλιμα: μας κάνουν πιο ανοιχτούς στη γνώση και σε καινούργιες εμπειρίες, αυξάνουν την δημιουργικότητα και την ευφυία μας και καθιστούν τον εγκέφαλο μας πιο ικανό να αντιμετωπίζει και να επιλύει προβλήματα. Και κάτι ακόμη: ενισχύουν τους δεσμούς, μας φέρνουν πιο κοντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου