ή η επιταγή της δια βίου φρονήσεως
Το άρθρο μου δεν έχει σχέση με την ιστορία της Φιλοσοφίας, ανατροφοδοτείται κυρίως από την αποστροφή του Κίρκεγκωρ: «τί να την κάνω την αλήθεια, αν δεν είναι αλήθεια για μένα», με τροποποιημένη την κατακλείδα, από την προσωπική στη συλλογική εκφορά της. Τί να τις κάνουμε τις αλήθειες, αν δεν είναι, για να το πω στην αριστοτελική γλώσσα, «σύμμετρος χορηγία» (Πολιτ. Η 4, 1325b. 38) παραινέσεων φρόνησης για την έξοδό μας από το «σκοτάδι της νυχτερινής ημέρας» του σπηλαίου της εξουσιαστικής πολιτικής των οικονομικά ισχυρών και των κερδοσκόπων που καταστρατηγούν κάθε έννοια δικαιώματος (ο όρος και εδώ στην αριστοτελική εκδοχή του)· ως επανόρθωσης δικαίου από τα πολιτικά λάθη και τις παραλείψεις όλων των Μηλίων στους οποίους μας ενέταξαν κάποιοι οικονομικά ισχυροί· αν δεν είναι προγραφές με πραγματολογικό και δεοντολογικό χαρακτήρα μιας πολιτειακής φρόνησης για επανόρθωση (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτ. Δ, 1289a. 3-4), όπως έγινε με τον Αριστοτέλη, του οποίου η πολιτική σκέψη στο σημείο αυτό δεν εστιάζεται στον αφηρημένο όρο αλήθεια, αλλά προσδιορίζεται ως υπεράσπιση του συγκεκριμένου: «ουδ' εστίν η φρόνησις των καθόλου μόνον, αλλά δει και τα καθ' έκαστα γνωρίζειν πρακτική γαρ, η δε πράξις περί τα καθ' έκαστα... η δε φρόνησις πρακτική» (Ηθ. Νικ. Ζ 8 1141b. 14 επ.). Ο Σταγειρίτης αναζήτησε τα ιδανικά στοιχεία μέσα από την ίδια την κρισιμότητα της ιστορικής πραγματικότητας, του «φανερού...εκ του συμβαίνοντος» (Πολ. Ε 1, 1302a. 4). Για τούτο διατύπωσε, και στα Ηθικά Νικομάχεια (1179b. 2-3) και στα Πολιτικά (Β, 1260b. 32-33) μια δυνατολογική (1288b. 24-39) και δεοντολογική στάση υποστηρίζοντας ότι το «επισκέψασθαι πολιτείας» γίνεται «ίνα το τ' ορθώς έχον φανεί και το χρήσιμον». Το αίτημα της οργάνωσης του πολιτικού βίου επικεντρώνεται στην πρόληψη των σφαλμάτων, στη σημασία της γνώσης της λεπτομέρειας. Η ολιγωρία, το «παροράν το μικρόν», ως μικρή χαλάρωση των θεσμών - σήμερα θα έλεγα ως αβλεψία εκ μέρους των ιθυνόντων τα πολιτικά πράγματα, αλλά και των ίδιων των πολιτευόμενων - είναι αίτιο μεταβολής της «πολιτείας» και «άνευ στάσεως» (Πολ. 1303a. 22-24). Οι αποφάνσεις-κλειδιά της αριστοτελικής πολιτειολογίας και προβληματικής της πολιτειακής σωτηρίας είναι τρεις: «Εν αρχήι γαρ γίνεται το αμάρτημα, η δ' αρχή λέγεται ήμισυ είναι παντός, ώστε και το εν αυτήι μικρόν αμάρτημα αναλογον εστί προς τα εν τοις άλλοις μέρεσι»(1303Κ 28-32). «Είρηται ... καθόλου κατά πασών των πολιτειών, ότι αίτιον των μεταβολών και το μικρόν εστί (Ε, 1307b. 23), «Όπως μηδέν παρανομώσι και μάλιστα το μικρόν φυ-λάττειν» (1307b. 31-32).H έγκαιρη πρόγνωση του κακού δεν ανατίθεται από τον Αριστοτέλη στον τυχαίο ηγέτη, αλλά στον άξιο πολιτικό άνδρα. Αυτό επιτάσσει τη σύζευξη ηθικής και πολιτικής, νοούμενης ως «αρχιτεκτονικής τέχνης» και «επιστήμης» η οποία «ου του παρόντος συμφέροντος ... εφίεται, αλλ' εις άπαντα τον βίον» (Ηθ. Νικ. Θ 11, 1160a. 21).
Όποιος χρόνια συνοικεί με τη συγκεκριμένη φιλοσοφία του Σταγειρίτη, του δάσκαλου αυτών που γνωρίζουν κατά τον Dante, των «φρονίμων», θα έλεγα μάλλον παρά των σοφών (πρβλ. Αριστ. Ηθ. Νικ. 1140b. 8-10) και πολύ ήκιστα πολλών δοκησίσοφων σημερινών πολιτικών μας, έχει κατά πρώτον λόγον ενωτισθεί την επιταγή: «ουδέ δη περί αρετής ικανόν το ειδέναι, αλλ' έχειν και χρήσθαι πειρατέον ή ει πως άλλως αγαθοί γινόμεθα;» (Κ 10, 1179b. 2-4). Αυτός ως συνοπτικός έχει αποθησαυρίσει ορισμένες βασικές αριστοτελικές συλλήψεις εμπνευστικές για τη σύγχρονη κρίσιμη ιστορική πραγματικότητα.
Αυτές είναι: α) η ιεραρχική και τελολογική αντίληψη των πραγμάτων (ακόμη και στο Περί Ψυχής δεσπόζουσα είναι η αντίληψη αυτή στην αναφορά για τη σκοπιμότητα των οργάνων). β) Το πολύτιμο της ενέργειας, «τιμιώτερον το ποιούν του πάσχοντος» που διέπει και την αριστοτελική έννοια της εντελέχειας ως δρώσας και αποτελεσματικής ενέργειας σε αντιδιαστολή με τη δύναμη που μπορεί να μη γίνει ποτέ ενεργός και την ενέργεια που μπορεί να μη καταλήξει ποτέ (φαινόμενα συχνά της μικροπολιτικής σημερινής πραγματικότητας)· γ) η δεοντολογία του «σωφρόνως» και «ελευθε-ρίως» ως καλλίτερου όρου του «βίου» (Πολιτ. Β, 1265a), που αναιρείται σήμερα από σκοτεινές υπόγεια κατευθυνόμενες μειονότητες κακοποιών στοιχείων, δ) η επιταγή, που ήδη «αναφέρθηκε, του «μη παροράν το μικρόν» (σήμερα με παρακόλουθα τα ολέθρια χρόνια πολιτικής τύφλωσης), ε) το «παιδεύεσθαι προς τας πολιτείας» το οποίο αφορά στους πολιτευόμενους και στην αποτελεσματική δράση τους: «προς το διαμένειν τας πολιτείας, ου νυν ολιγωρούσι πάντες, το παιδεύεσθαι προς τας πολιτείας. Όφελος γαρ ουθέν των ωφελιμωτάτων νόμων και συνδεδοξασμένων υπό πάντων των πολιτευόμενων, ει μη έσονται ειθισμένοι και πεπαιδευμένοι εν τη πολιτεία» (1310a. 14-16). Εδώ η σωτηρία δεν νοηματοδοτείται ως διάσωση της μορφής του πολιτεύματος, αλλ' ως φωτισμένη ελευθερία, όπου το να ζει κάποιος όπως θέλει και όχι «προς την πολιτείαν» (φαινόμενο πολλής σημερινής κακουργίας στον τόπο μας), είναι φαύ-λον. Το χωρίο 1337a. 14-18 των Πολιτικών προσδιορίζει την πολιτειακή σωτηρία και επανόρθωση σε άρρηκτο δεσμό με το βέλτιστον ήθος: «Το γαρ ήθος πολιτείας εκάστης το οικείον φυλάττειν είωθε την πολιτείαν και καθίστησιν εξ αρχής ... αεί δε το βέλτιστον ήθος βελτίονος αίτιον πολιτείας».
Το ίδιο σηματοδοτεί η απόφανση: «σπουδαία γε πόλις εστί τωι τους πολίτας τους μετέχοντας της πολιτείας είναι σπουδαίους» (Η 13, 1332a 33-34). Οι έννοιες του ήθους και της σπουδαιότητος εκφράζουν ποιοτική συμπεριφορά και συναρτώνται με θεμελιώδεις συλλήψεις της αριστοτελικής πολιτειολογίας, όπως είναι η πρόταση της παιδείας (Πόλ. Ζ 4, 1319a. 13-17) Εδώ θα επιμείνω με παράδειγμα από την προοδοποιητική αγωγή που πρότεινε ο Αριστοτέλης. Είναι γνωστό αυτό που έλεγε ο Φιλόπονος αναφορικά με τη διαφορά Πλάτωνος και Αριστοτέλη, ότι, δηλαδή, ο πρώτος θεωρεί τόπο των ιδεών όλη την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος μιλά για λογική ψυχή και «μάθησιν», για τον «ενεργεία νου που πραγματώνει τις ανώτερες πνευματικές μορφές (σήμερα θα μιλούσαμε για εποπτική δεκτικότητα αποτύπωσης μορφών). Η ιδέα είναι επίκαιρη καθόσον είναι δυνατό να συνδεθεί με το θέμα της προφύλαξης της νοητικής παιδικής ψυχής με την κατάλληλη παιδεία.
Μολονότι «ουδείς...αν έλοιτο ζην παιδιού διάνοιαν έχον δια βίου», με άλλο λόγο με άμετρα επιθυμητική διάθεση και «ατελές το βουλευτικόν» πράγμα που καθιστά τα παιδιά μόνο κάπως (πως) πολίτες, εφόσον πολίτης «ουδενί των άλλων ορίζεται ή τωι μετέχειν κρίσεως και αρχής» (Γ, 1275a. 22), είναι αδιαμφισβήτητο ότι «εκ παίδων οι κοινωνοί γίνονται της πολιτείας» (Πολ. 13, 1250b. 20). Για τούτο και «αναγκαίον προς τας πολιτείας βλέποντας παιδεύειν ... τους παίδας ... είπερ τι διαφέρει προς το την πόλιν είναι σπουδαίαν και τους παίδας είναι σπουδαίους ...» (Πολ. 13, 1260b. 8). Το αριστοτελικό παιδί αναπτύσσεται σωματικά και πνευματικά μέσω μιας προόδοζοιητικής και προληπτικής αγωγής, προετοιμαζόμενο «προς τας ύστερον διατριβάς (Η 17, 1336a. 28). Προφητικά ο Σταγειρίτης, όπως και στην περίπτωση της συμβολής των μηχανών στην εργασία, συνέλαβε την ιδέα της ηθικής οχύρωσης της παιδικής ψυχής, των μελλοντικών πολιτών μέσω της πρόληψης της βλάβης της από ακούσματα και οράματα ανελευθερίας (όπως είναι π.χ. σήμερα ορισμένες πληροφορίες του διαδικτύου, του τύπου κλπ): «εύλογον ... απελαύνειν από των ακουσμάτων και οραμάτων ανελευθερίας και τηλικούτους όντας, όλως μεν αισχρολογίαν εκ της πόλεως, ώσπερ άλλο τι, δει τον νομο-θέτην εξορίζειν εκ του γαρ ευχερώς λέγειν ο,τιούν των αισχρών γίνεται και το ποιείν σύνεγγυς, μάλιστα μεν ουν εκ των νέων, όπως μήτε λέγωσι μήτε ακούωσι μηδέν τοιούτον» (Η 17, 1136b. 2).
Η πρόληψη αναχαιτίζει τη βλάβη της ατομικής ψυχής, όπως η μη παράβλεψη και του μικρού ακόμη σφάλματος είναι σωτήρια για τη λειτουργία της πολιτείας. Έτσι, το δεύτερο σημείο αξιοκρατικής θεώρησης αφορά στη. γνώση της χρήσης της αρετής (Ηθ. Νικ. 10, 1179b. 2-4).
Το τρίτο συνδέεται με τη δικαιοπραγία (Ηθ. Νικ. Ε, 1511 38a. 19-20), το προς «έτερον» αγαθό της δικαιοσύνης (Ηθ. Νικ. Ε 3, 1130a. 3) -ως της όλης αρετής-, ή ύψιστη έκφραση της οποίας συνιστά για τον Αριστοτέλη απόρριψη της εγωκεντρικής αφηρημένης ισότητας και επιλογή της ετεροκε-ντρικής φιλίας: « έοικε δε ... περί ταύτα και εν τοις αυτοίς είναι ή τε και φιλία και το δίκαιον. Εν απάση γαρ κοινωνία δοκεί τι δίκαιον είναι, και φιλία δε ... καθ' όσον κοινωνούσιν, επί τοσούτον εστί φιλία, και γαρ το δίκαιον ... αύξε-σθαι πέφυκεν άμα τη φιλία, ως εν τοις αυτοίς όντα και επί ίσον διήκοντα» (Ηθ. Νικ. Θ 11, 1159b. 25 - 1160a. 8).
Η τέταρτη πρόταση αφορά στην ισότητα, η οποία, ενώ ισχύει για όλους απέναντι στους νόμους, δεν ισχύει στην περίπτωση των κατά την αξίαν διαφορών. Στην αριστοτελική αξιοκρατική σύλληψη της ισότητας πρυτανεύει μια ιδέα συχνότατα ανεφάρμοστη στη σημερινή αναξιοκρατική και, θα έλεγα, ανοικειοπρακτική πολιτική πραγματικότητα μας η οποία δεν είναι επικεντρωμένη στο είναι αλλά στο έχειν των ανθρώπων και των λαών, στην οικονομική δύναμη που συρρικνώνει τον άνθρωπο και τους λαούς στις οικονομικές λειτουργίες τους συλλαμβάνοντας έτσι την ισότητα με την κατηγορία της ποσότητα: πρόκειται για την ιδέα της αναλογικής αμοιβαιότητας, της αντίστοιχης προς την κατ' ανα-λογίαν κατανομής των αγαθών, αναλογικής απονομής των αξιωμάτων και των τιμών με βάση την αξία των μετεχόντων:
«εστί», λέει ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικ. Ε 6, 1131a. 29 - Ε 7, 1131b 11-13), «το δίκαιον ανάλογόν τι ... το ... ανάλογον μέσον, το δε δίκαιον ανάλογόν. Καλούσιν δε την τοιαύτην αναλογίαν γεωμετρικήν οι μαθηματικοί». Η γεωμετρική αναλογία απαιτεί σε κάθε περίπτωση συμμόρφωση με την αξία των προσώπων που έχουν δικαίωμα στη νομή. Έτσι η ισότητα διακρίνεται από τον μηχανιστικό εξισωτισμό (ε-παγγελλόμενο και σήμερα ακόμη από πολιτικές φατρίες), την τάση απάλειψης των κατ' αξίαν διαφορών η οποία -σήμερα συχνή σε ανώτατα Ιδρύματα και υπηρεσίες - βλάπτει την πολιτειακή υγεία με το να αναιρεί την αξιοκρατική πνευματική ιεραρχία ή να μετατρέπεται σε καταδίωξη των κατ' αξίαν υπερεχόντων, όπως με οξυδέρκεια προείδε ο Αριστοτέλης, ενεργώντας με γνώμονα τη διαφύλαξη του ήθους του πολιτειακού μας βίου:
«Εστί δε τα τε πάλαι λεχθέντα το τους υπερέχοντας καλούειν και τους φρονηματίας αναιρείν και μήτε συσσίτια εάν μήτε εταιρίαν μήτε παιδείαν μήτε άλλο μηθέν τοιούτον...» (Πολ. Ε 11, 1313a. 39-41).
Το άρθρο μου δεν έχει σχέση με την ιστορία της Φιλοσοφίας, ανατροφοδοτείται κυρίως από την αποστροφή του Κίρκεγκωρ: «τί να την κάνω την αλήθεια, αν δεν είναι αλήθεια για μένα», με τροποποιημένη την κατακλείδα, από την προσωπική στη συλλογική εκφορά της. Τί να τις κάνουμε τις αλήθειες, αν δεν είναι, για να το πω στην αριστοτελική γλώσσα, «σύμμετρος χορηγία» (Πολιτ. Η 4, 1325b. 38) παραινέσεων φρόνησης για την έξοδό μας από το «σκοτάδι της νυχτερινής ημέρας» του σπηλαίου της εξουσιαστικής πολιτικής των οικονομικά ισχυρών και των κερδοσκόπων που καταστρατηγούν κάθε έννοια δικαιώματος (ο όρος και εδώ στην αριστοτελική εκδοχή του)· ως επανόρθωσης δικαίου από τα πολιτικά λάθη και τις παραλείψεις όλων των Μηλίων στους οποίους μας ενέταξαν κάποιοι οικονομικά ισχυροί· αν δεν είναι προγραφές με πραγματολογικό και δεοντολογικό χαρακτήρα μιας πολιτειακής φρόνησης για επανόρθωση (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτ. Δ, 1289a. 3-4), όπως έγινε με τον Αριστοτέλη, του οποίου η πολιτική σκέψη στο σημείο αυτό δεν εστιάζεται στον αφηρημένο όρο αλήθεια, αλλά προσδιορίζεται ως υπεράσπιση του συγκεκριμένου: «ουδ' εστίν η φρόνησις των καθόλου μόνον, αλλά δει και τα καθ' έκαστα γνωρίζειν πρακτική γαρ, η δε πράξις περί τα καθ' έκαστα... η δε φρόνησις πρακτική» (Ηθ. Νικ. Ζ 8 1141b. 14 επ.). Ο Σταγειρίτης αναζήτησε τα ιδανικά στοιχεία μέσα από την ίδια την κρισιμότητα της ιστορικής πραγματικότητας, του «φανερού...εκ του συμβαίνοντος» (Πολ. Ε 1, 1302a. 4). Για τούτο διατύπωσε, και στα Ηθικά Νικομάχεια (1179b. 2-3) και στα Πολιτικά (Β, 1260b. 32-33) μια δυνατολογική (1288b. 24-39) και δεοντολογική στάση υποστηρίζοντας ότι το «επισκέψασθαι πολιτείας» γίνεται «ίνα το τ' ορθώς έχον φανεί και το χρήσιμον». Το αίτημα της οργάνωσης του πολιτικού βίου επικεντρώνεται στην πρόληψη των σφαλμάτων, στη σημασία της γνώσης της λεπτομέρειας. Η ολιγωρία, το «παροράν το μικρόν», ως μικρή χαλάρωση των θεσμών - σήμερα θα έλεγα ως αβλεψία εκ μέρους των ιθυνόντων τα πολιτικά πράγματα, αλλά και των ίδιων των πολιτευόμενων - είναι αίτιο μεταβολής της «πολιτείας» και «άνευ στάσεως» (Πολ. 1303a. 22-24). Οι αποφάνσεις-κλειδιά της αριστοτελικής πολιτειολογίας και προβληματικής της πολιτειακής σωτηρίας είναι τρεις: «Εν αρχήι γαρ γίνεται το αμάρτημα, η δ' αρχή λέγεται ήμισυ είναι παντός, ώστε και το εν αυτήι μικρόν αμάρτημα αναλογον εστί προς τα εν τοις άλλοις μέρεσι»(1303Κ 28-32). «Είρηται ... καθόλου κατά πασών των πολιτειών, ότι αίτιον των μεταβολών και το μικρόν εστί (Ε, 1307b. 23), «Όπως μηδέν παρανομώσι και μάλιστα το μικρόν φυ-λάττειν» (1307b. 31-32).H έγκαιρη πρόγνωση του κακού δεν ανατίθεται από τον Αριστοτέλη στον τυχαίο ηγέτη, αλλά στον άξιο πολιτικό άνδρα. Αυτό επιτάσσει τη σύζευξη ηθικής και πολιτικής, νοούμενης ως «αρχιτεκτονικής τέχνης» και «επιστήμης» η οποία «ου του παρόντος συμφέροντος ... εφίεται, αλλ' εις άπαντα τον βίον» (Ηθ. Νικ. Θ 11, 1160a. 21).
Όποιος χρόνια συνοικεί με τη συγκεκριμένη φιλοσοφία του Σταγειρίτη, του δάσκαλου αυτών που γνωρίζουν κατά τον Dante, των «φρονίμων», θα έλεγα μάλλον παρά των σοφών (πρβλ. Αριστ. Ηθ. Νικ. 1140b. 8-10) και πολύ ήκιστα πολλών δοκησίσοφων σημερινών πολιτικών μας, έχει κατά πρώτον λόγον ενωτισθεί την επιταγή: «ουδέ δη περί αρετής ικανόν το ειδέναι, αλλ' έχειν και χρήσθαι πειρατέον ή ει πως άλλως αγαθοί γινόμεθα;» (Κ 10, 1179b. 2-4). Αυτός ως συνοπτικός έχει αποθησαυρίσει ορισμένες βασικές αριστοτελικές συλλήψεις εμπνευστικές για τη σύγχρονη κρίσιμη ιστορική πραγματικότητα.
Αυτές είναι: α) η ιεραρχική και τελολογική αντίληψη των πραγμάτων (ακόμη και στο Περί Ψυχής δεσπόζουσα είναι η αντίληψη αυτή στην αναφορά για τη σκοπιμότητα των οργάνων). β) Το πολύτιμο της ενέργειας, «τιμιώτερον το ποιούν του πάσχοντος» που διέπει και την αριστοτελική έννοια της εντελέχειας ως δρώσας και αποτελεσματικής ενέργειας σε αντιδιαστολή με τη δύναμη που μπορεί να μη γίνει ποτέ ενεργός και την ενέργεια που μπορεί να μη καταλήξει ποτέ (φαινόμενα συχνά της μικροπολιτικής σημερινής πραγματικότητας)· γ) η δεοντολογία του «σωφρόνως» και «ελευθε-ρίως» ως καλλίτερου όρου του «βίου» (Πολιτ. Β, 1265a), που αναιρείται σήμερα από σκοτεινές υπόγεια κατευθυνόμενες μειονότητες κακοποιών στοιχείων, δ) η επιταγή, που ήδη «αναφέρθηκε, του «μη παροράν το μικρόν» (σήμερα με παρακόλουθα τα ολέθρια χρόνια πολιτικής τύφλωσης), ε) το «παιδεύεσθαι προς τας πολιτείας» το οποίο αφορά στους πολιτευόμενους και στην αποτελεσματική δράση τους: «προς το διαμένειν τας πολιτείας, ου νυν ολιγωρούσι πάντες, το παιδεύεσθαι προς τας πολιτείας. Όφελος γαρ ουθέν των ωφελιμωτάτων νόμων και συνδεδοξασμένων υπό πάντων των πολιτευόμενων, ει μη έσονται ειθισμένοι και πεπαιδευμένοι εν τη πολιτεία» (1310a. 14-16). Εδώ η σωτηρία δεν νοηματοδοτείται ως διάσωση της μορφής του πολιτεύματος, αλλ' ως φωτισμένη ελευθερία, όπου το να ζει κάποιος όπως θέλει και όχι «προς την πολιτείαν» (φαινόμενο πολλής σημερινής κακουργίας στον τόπο μας), είναι φαύ-λον. Το χωρίο 1337a. 14-18 των Πολιτικών προσδιορίζει την πολιτειακή σωτηρία και επανόρθωση σε άρρηκτο δεσμό με το βέλτιστον ήθος: «Το γαρ ήθος πολιτείας εκάστης το οικείον φυλάττειν είωθε την πολιτείαν και καθίστησιν εξ αρχής ... αεί δε το βέλτιστον ήθος βελτίονος αίτιον πολιτείας».
Το ίδιο σηματοδοτεί η απόφανση: «σπουδαία γε πόλις εστί τωι τους πολίτας τους μετέχοντας της πολιτείας είναι σπουδαίους» (Η 13, 1332a 33-34). Οι έννοιες του ήθους και της σπουδαιότητος εκφράζουν ποιοτική συμπεριφορά και συναρτώνται με θεμελιώδεις συλλήψεις της αριστοτελικής πολιτειολογίας, όπως είναι η πρόταση της παιδείας (Πόλ. Ζ 4, 1319a. 13-17) Εδώ θα επιμείνω με παράδειγμα από την προοδοποιητική αγωγή που πρότεινε ο Αριστοτέλης. Είναι γνωστό αυτό που έλεγε ο Φιλόπονος αναφορικά με τη διαφορά Πλάτωνος και Αριστοτέλη, ότι, δηλαδή, ο πρώτος θεωρεί τόπο των ιδεών όλη την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος μιλά για λογική ψυχή και «μάθησιν», για τον «ενεργεία νου που πραγματώνει τις ανώτερες πνευματικές μορφές (σήμερα θα μιλούσαμε για εποπτική δεκτικότητα αποτύπωσης μορφών). Η ιδέα είναι επίκαιρη καθόσον είναι δυνατό να συνδεθεί με το θέμα της προφύλαξης της νοητικής παιδικής ψυχής με την κατάλληλη παιδεία.
Μολονότι «ουδείς...αν έλοιτο ζην παιδιού διάνοιαν έχον δια βίου», με άλλο λόγο με άμετρα επιθυμητική διάθεση και «ατελές το βουλευτικόν» πράγμα που καθιστά τα παιδιά μόνο κάπως (πως) πολίτες, εφόσον πολίτης «ουδενί των άλλων ορίζεται ή τωι μετέχειν κρίσεως και αρχής» (Γ, 1275a. 22), είναι αδιαμφισβήτητο ότι «εκ παίδων οι κοινωνοί γίνονται της πολιτείας» (Πολ. 13, 1250b. 20). Για τούτο και «αναγκαίον προς τας πολιτείας βλέποντας παιδεύειν ... τους παίδας ... είπερ τι διαφέρει προς το την πόλιν είναι σπουδαίαν και τους παίδας είναι σπουδαίους ...» (Πολ. 13, 1260b. 8). Το αριστοτελικό παιδί αναπτύσσεται σωματικά και πνευματικά μέσω μιας προόδοζοιητικής και προληπτικής αγωγής, προετοιμαζόμενο «προς τας ύστερον διατριβάς (Η 17, 1336a. 28). Προφητικά ο Σταγειρίτης, όπως και στην περίπτωση της συμβολής των μηχανών στην εργασία, συνέλαβε την ιδέα της ηθικής οχύρωσης της παιδικής ψυχής, των μελλοντικών πολιτών μέσω της πρόληψης της βλάβης της από ακούσματα και οράματα ανελευθερίας (όπως είναι π.χ. σήμερα ορισμένες πληροφορίες του διαδικτύου, του τύπου κλπ): «εύλογον ... απελαύνειν από των ακουσμάτων και οραμάτων ανελευθερίας και τηλικούτους όντας, όλως μεν αισχρολογίαν εκ της πόλεως, ώσπερ άλλο τι, δει τον νομο-θέτην εξορίζειν εκ του γαρ ευχερώς λέγειν ο,τιούν των αισχρών γίνεται και το ποιείν σύνεγγυς, μάλιστα μεν ουν εκ των νέων, όπως μήτε λέγωσι μήτε ακούωσι μηδέν τοιούτον» (Η 17, 1136b. 2).
Η πρόληψη αναχαιτίζει τη βλάβη της ατομικής ψυχής, όπως η μη παράβλεψη και του μικρού ακόμη σφάλματος είναι σωτήρια για τη λειτουργία της πολιτείας. Έτσι, το δεύτερο σημείο αξιοκρατικής θεώρησης αφορά στη. γνώση της χρήσης της αρετής (Ηθ. Νικ. 10, 1179b. 2-4).
Το τρίτο συνδέεται με τη δικαιοπραγία (Ηθ. Νικ. Ε, 1511 38a. 19-20), το προς «έτερον» αγαθό της δικαιοσύνης (Ηθ. Νικ. Ε 3, 1130a. 3) -ως της όλης αρετής-, ή ύψιστη έκφραση της οποίας συνιστά για τον Αριστοτέλη απόρριψη της εγωκεντρικής αφηρημένης ισότητας και επιλογή της ετεροκε-ντρικής φιλίας: « έοικε δε ... περί ταύτα και εν τοις αυτοίς είναι ή τε και φιλία και το δίκαιον. Εν απάση γαρ κοινωνία δοκεί τι δίκαιον είναι, και φιλία δε ... καθ' όσον κοινωνούσιν, επί τοσούτον εστί φιλία, και γαρ το δίκαιον ... αύξε-σθαι πέφυκεν άμα τη φιλία, ως εν τοις αυτοίς όντα και επί ίσον διήκοντα» (Ηθ. Νικ. Θ 11, 1159b. 25 - 1160a. 8).
Η τέταρτη πρόταση αφορά στην ισότητα, η οποία, ενώ ισχύει για όλους απέναντι στους νόμους, δεν ισχύει στην περίπτωση των κατά την αξίαν διαφορών. Στην αριστοτελική αξιοκρατική σύλληψη της ισότητας πρυτανεύει μια ιδέα συχνότατα ανεφάρμοστη στη σημερινή αναξιοκρατική και, θα έλεγα, ανοικειοπρακτική πολιτική πραγματικότητα μας η οποία δεν είναι επικεντρωμένη στο είναι αλλά στο έχειν των ανθρώπων και των λαών, στην οικονομική δύναμη που συρρικνώνει τον άνθρωπο και τους λαούς στις οικονομικές λειτουργίες τους συλλαμβάνοντας έτσι την ισότητα με την κατηγορία της ποσότητα: πρόκειται για την ιδέα της αναλογικής αμοιβαιότητας, της αντίστοιχης προς την κατ' ανα-λογίαν κατανομής των αγαθών, αναλογικής απονομής των αξιωμάτων και των τιμών με βάση την αξία των μετεχόντων:
«εστί», λέει ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικ. Ε 6, 1131a. 29 - Ε 7, 1131b 11-13), «το δίκαιον ανάλογόν τι ... το ... ανάλογον μέσον, το δε δίκαιον ανάλογόν. Καλούσιν δε την τοιαύτην αναλογίαν γεωμετρικήν οι μαθηματικοί». Η γεωμετρική αναλογία απαιτεί σε κάθε περίπτωση συμμόρφωση με την αξία των προσώπων που έχουν δικαίωμα στη νομή. Έτσι η ισότητα διακρίνεται από τον μηχανιστικό εξισωτισμό (ε-παγγελλόμενο και σήμερα ακόμη από πολιτικές φατρίες), την τάση απάλειψης των κατ' αξίαν διαφορών η οποία -σήμερα συχνή σε ανώτατα Ιδρύματα και υπηρεσίες - βλάπτει την πολιτειακή υγεία με το να αναιρεί την αξιοκρατική πνευματική ιεραρχία ή να μετατρέπεται σε καταδίωξη των κατ' αξίαν υπερεχόντων, όπως με οξυδέρκεια προείδε ο Αριστοτέλης, ενεργώντας με γνώμονα τη διαφύλαξη του ήθους του πολιτειακού μας βίου:
«Εστί δε τα τε πάλαι λεχθέντα το τους υπερέχοντας καλούειν και τους φρονηματίας αναιρείν και μήτε συσσίτια εάν μήτε εταιρίαν μήτε παιδείαν μήτε άλλο μηθέν τοιούτον...» (Πολ. Ε 11, 1313a. 39-41).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου