Για τον Αριστοτέλη η απόδοση της έννοιας της δημοκρατίας σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη της κυριαρχίας των πολλών όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά ως ένα σημείο, ενδεχομένως να αποτελεί και διαστρέβλωση: «Δεν είναι σωστό να ορίζεται η δημοκρατία, όπως μερικοί το συνηθίζουν σήμερα, απλώς ως το πολίτευμα στο οποίο η πλειονότητα του πληθυσμού είναι κυρίαρχη…….». (σελ. 235). Κατ’ επέκταση ούτε η ολιγαρχία θα μπορούσε να αποδοθεί επακριβώς αν περιοριζότανε στο στενό πλαίσιο της επικράτησης των λίγων: «Ούτε βέβαια είναι σωστό να ορίζεται η ολιγαρχία ως το πολίτευμα στο οποίο οι λίγοι είναι κυρίαρχοι του πολιτεύματος». (σελ. 235). Και οι δύο προσεγγίσεις είναι ελλιπείς γιατί είναι αδύνατο να καθοριστούν τα είδη των πολιτευμάτων αν δε ληφθεί υπόψη το ταξικό περιεχόμενο που από θέση αρχής εκφράζουν: «Γιατί στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν χίλια τριακόσια άτομα, πλούσια τα χίλια από αυτά και αρνούνται να δώσουν μέρος της εξουσίας στους τριακόσιους φτωχούς, ελεύθερους και όμοιους με τους χίλιους στα υπόλοιπα, κανένας δε θα είχε λόγο να υποστηρίζει ότι αυτοί έχουν δημοκρατικό πολίτευμα». (σελ. 235 – 237).
Η απλουστευτική αντίληψη που περιορίζεται στο να συσχετίζει τους πολλούς με τη δημοκρατία και τους λίγους με την ολιγαρχία, καταρρίπτεται όχι μόνο στο παράδειγμα που θέλει την αριθμητική υπεροχή των πλουσίων και το συνακόλουθο παραγκωνισμό των φτωχών, αλλά και στην περίπτωση που ισχύσει το αντίθετο, όπου δηλαδή οι λίγοι φτωχοί καταλάβουν την εξουσία παραγκωνίζοντας τους πλούσιους που είναι περισσότεροι: «Το ίδιο και αν οι φτωχοί είναι λίγοι, ισχυρότεροι όμως των ευπόρων που είναι περισσότεροι, κανείς δε θα αποκαλούσε ούτε αυτό το πολίτευμα ολιγαρχία, εφόσον οι υπόλοιποι είναι πλούσιοι και δε μετέχουν στην εξουσία». (σελ. 237). Τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι υποθέσεις ή θεωρητικές κατασκευές του Αριστοτέλη προκειμένου να καταδείξει την ανεπάρκεια του καθορισμού των πολιτευμάτων με αυστηρά αριθμητικά κριτήρια, αλλά τίθενται και περιπτώσεις του αρχαίου κόσμου, όπου θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στην πράξη τέτοιου είδους πολιτειακές καταστάσεις: «Ούτε είναι δημοκρατία, αν οι ελεύθεροι, ακόμα και λίγοι, εξουσιάζουν περισσότερους και μη ελεύθερους, όπως στην Απολλωνία του Ιονίου πελάγους και στη Θήρα (σε καθεμία από αυτές τις δύο πόλεις κατείχαν τα αξιώματα όσοι υπερείχαν στην καταγωγή και ανήκαν στις γενιές των πρώτων θεμελιωτών της αποικίας. Αυτοί, αν και λίγοι, εξουσίαζαν πολλούς). Ούτε βέβαια, και όταν οι πλούσιοι άρχουν, είναι δημοκρατία το πολίτευμα, επειδή είναι περισσότεροι στον αριθμό, όπως για παράδειγμα στον Κολοφώνα παλαιότερα (εκεί οι περισσότεροι κατείχαν μεγάλες περιουσίες πριν από τον πόλεμο με τους Λυδούς)». (σελ. 237 – 239).
Η αδυναμία της κατάδειξης των πολιτευμάτων με το αποκλειστικό κριτήριο της αριθμητικής υπεροχής ή κατωτερότητας αυτών που ασκούν την εξουσία είναι το ξεκαθάρισμα ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτειακή οργάνωση χωρίς να ληφθεί υπόψη το ζήτημα της διανομής του πλούτου μέσα στο κοινωνικό σύνολο: «Είναι προτιμότερο να πούμε ότι δημοκρατία υπάρχει, όταν οι ελεύθεροι είναι πολιτικά κυρίαρχοι, και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει όμως οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι». (σελ. 237). Κι αν αυτό δεν είναι απολύτως σαφές, ο Αριστοτέλης το επαναδιατυπώνει: «…. υπάρχει δημοκρατία, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι περισσότεροι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία, και ολιγαρχία, όταν οι πλούσιοι και ευγενικής καταγωγής, που είναι λίγοι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία». (σελ. 239).
Φυσικά, η εισαγωγή του ταξικού κριτηρίου στον καθορισμό των πολιτευμάτων δεν αναιρεί το αριθμητικό κριτήριο που, έτσι κι αλλιώς, κατέχει σπουδαία θέση στην πολιτειακή διαμόρφωση. Το κατά πόσο έχουν πρόσβαση στην εξουσία οι πολλοί ή οι λίγοι παραμένει ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού η ίδια η ετυμολογία των πολιτευμάτων (δημοκρατία – ολιγαρχία) επικεντρώνει σ’ αυτό. Ο Αριστοτέλης όμως, φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι μια ενδελεχής μελέτη οφείλει να διατρέξει στην πορεία της διαμόρφωσης των εννοιών, καταδεικνύοντας τη βαθύτερη ουσία τους. Είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς ότι τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που εκπροσωπούνται καλύτερα από τη δημοκρατία, υστερούν ως προς τον πλούτο από τους λίγους, που τους εκφράζει περισσότερο η ολιγαρχία. Κατανοώντας ότι η πολιτειακή διαχείριση δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, τα οποία πρωτίστως έχουν οικονομική βάση, δε θα μπορούσε να μην εντάξει το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης μέσα στην ίδια την ουσία των πολιτευμάτων. Και μάλιστα, το κριτήριο του ταξικού διαχωρισμού είναι τόσο καθοριστικό που σε τελική ανάλυση υπερτερεί. Γι’ αυτό και στις περιπτώσεις όπου (παραδόξως) οι πλούσιοι είναι η πλειοψηφία και οι φτωχοί η μειοψηφία δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοκρατία, αν οι φτωχοί αποκλειστούν από τα αξιώματα, ασχέτως της αριθμητικής τους κατωτερότητας. Γιατί η δημοκρατία εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα όχι τόσο με την έννοια της πλειονότητας, όσο με την έννοια της οικονομικής δυνατότητας. Γιατί όταν λέμε λαϊκά στρώματα εννοούμε πρωτίστως συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα.
Κι αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος της σύγχυσης αναφορικά με τον ορισμό των πολιτευμάτων, αφού τελικά χαρακτηρίζονται δημοκρατικά ή ολιγαρχικά κυρίως από τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν. Υπό αυτή την έννοια, ένα πολίτευμα που στηρίζεται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, που δίνει σε όλους το δικαίωμα πρόσβασης στα αξιώματα, που λειτουργεί με ψηφοφορίες, που με δυο λόγια πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί δημοκρατία, είναι ολιγαρχία, αν τελικά (πίσω από όλες αυτές τις δημοκρατικές διαδικασίες) εντέχνως υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων που αποτελούν την οικονομική ελίτ. Είναι η κατ’ επίφαση δημοκρατία που – συνήθως – συγκαλύπτει τις πιο σκληρές ολιγαρχίες ή αλλιώς είναι η ολιγαρχία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει – και ηθικά – τα συμφέροντα των λίγων. Η δημοκρατία αυτού του τύπου είναι η πιο έξυπνη ολιγαρχία, αφού και τον πλούτο των ισχυρών διασφαλίζει και καθιστά το λαό υπεύθυνο – κι ως εκ τούτου ήσυχο. Το ζήτημα αφορά τη διαμόρφωση των ισορροπιών και την εγρήγορση της πλειοψηφίας σε σχέση με το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται. Κι αυτός είναι και ο λόγος των πολλών αποχρώσεων που μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα πολιτεύματα: «Ας προσπαθήσουμε τώρα να αναλύσουμε γιατί υπάρχουν περισσότερα είδη πολιτευμάτων απ’ όσα αναφέρθηκαν, ποια είναι και για ποιο λόγο διαφέρουν……». (σελ. 239).
Από τη στιγμή που τα πολιτεύματα διαφοροποιούνται κυρίως από τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούν, οι αιτίες στις επιμέρους λεπτές – πολλές φορές ανεπαίσθητες – διαφορές στην πραγμάτωση οποιουδήποτε πολιτεύματος, δε θα μπορούσαν παρά να αναζητηθούν στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Από τη στιγμή που ούτε όλες οι δημοκρατίες ούτε όλες οι ολιγαρχίες είναι ίδιες δε μένει παρά να γίνει αντιληπτό ότι ούτε οι κοινωνικές τάξεις είναι ίδιες: «Γιατί οι πόλεις αποτελούνται όχι από ένα αλλά από πολλά μέρη, όπως επαναλάβαμε ήδη πολλές φορές». (σελ. 241). Αναγνωρίζοντας ότι η πόλη αποτελείται από τις τάξεις των γεωργών, των τεχνιτών, των εμπόρων, των μισθωτών εργατών, των στρατιωτικών και αυτών που αποδίδουν το δίκαιο επισημαίνει: «Τα ανώτερα στοιχεία είναι το μέρος των πολεμιστών και εκείνο που μετέχει στην άσκηση της δικαστικής δικαιοσύνης και επιπλέον το βουλευτικό έργο του οποίου είναι η κατάκτηση της πολιτικής σύνεσης. Και είτε αυτά αντιστοιχούν σε ξεχωριστά σύνολα ανθρώπων είτε στα ίδια, σε τίποτε δε μεταβάλλεται η λογική αυτής της σύλληψης. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα να είναι πολεμιστές και γεωργοί». (σελ. 245).
Και μαζί μ’ αυτά τα μέρη της πόλης ο Αριστοτέλης θα προσθέσει άλλα δύο: «Έβδομο μέρος είναι εκείνο που συμβάλλει στη ζωή της πόλης με τον πλούτο του και το ονομάζουμε εύπορο. Όγδοο είναι το πλήθος των δημόσιων λειτουργών, αυτών που έχουν αξιώματα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι αδύνατο να υπάρχει πόλη χωρίς άρχοντες». (σελ. 245). Οι μεγάλες ή μικρές διαφοροποιήσεις όλων αυτών των μερών, είναι η πληθώρα των συμφερόντων που εκπροσωπούνται και που λειτουργούν ως διαμορφωτικοί παράγοντες των ισορροπιών που θα κατοχυρωθούν πολιτειακά. Το ότι όλοι θέλουν να έχουν την εξουσία ή το γεγονός ότι όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους άξιους να διοικήσουν δεν αλλάζει ούτε την ουσία ούτε τους κανόνες του πολιτικού χάρτη που σχηματίζεται.
Όμως, τις περισσότερες φορές, οι λεπτές αυτές ταξικές διαφοροποιήσεις είναι τόσο δυσδιάκριτες που περνούν απαρατήρητες. Η συντριπτική πλειοψηφία παρακολουθεί μόνο την ορατή διάκριση των πλούσιων και των φτωχών. Κι αυτή η χοντροκομμένη διάκριση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να περάσει και στο χώρο των πολιτευμάτων, καθιστώντας σαφή τα δημοκρατικά και τα ολιγαρχικά όρια κι αποκρύβοντας τις επί μέρους διαφοροποιήσεις: «Έτσι τα μέρη αυτά, οι εύποροι και οι άποροι, φαίνεται να αποτελούν τα δύο σημαντικότερα μέρη της πόλης. Ακόμη, επειδή συνήθως οι εύποροι είναι λίγοι και οι άποροι πολλοί, αυτά τα δύο από τα μέρη της πόλης εμφανίζονται αντίπαλα μεταξύ τους. Συνεπώς η υπεροχή του ενός ή του άλλου μέρους εγκαθιστά τα πολιτεύματα και γι’ αυτό πιστεύουν γενικά ότι τα πολιτεύματα είναι δύο, η δημοκρατία και η ολιγαρχία». (σελ. 247).
Το ξεκαθάρισμα των αιτιών που προκαλούν τις πολιτειακές διαφοροποιήσεις δεν είναι παρά η αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να γίνουν σαφείς οι διαφοροποιήσεις αυτές: «Προηγουμένως ήδη είπαμε ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη πολιτευμάτων και για ποιες αιτίες. Τώρα ας δείξουμε ότι υπάρχουν και περισσότερα είδη δημοκρατίας και ολιγαρχίας». (σελ. 247).
Ξεκινώντας από τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης διακρίνει πέντε είδη: «Το πρώτο λοιπόν είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που ονομάζεται έτσι κυρίως με βάση το κριτήριο της ισότητας». (σελ. 249). Φυσικά η έννοια της ισότητας δεν έχει καμία σχέση με την ισότητα στην περιουσία. (Εξάλλου, ο Αριστοτέλης δεν υποστηρίζει την από θέση αρχής περιουσιακή ισότητα, αφού πιστεύει ότι ο άξιος είναι δίκαιο να έχει περισσότερα, αρκεί βέβαια να μην καταπατάται ο νόμος και να μην περνιούνται κάποια όρια, ώστε ο πλουτισμός να είναι άμετρος). Αυτό που προέχει, ως ισότητα, σ’ αυτή την εκδοχή της δημοκρατίας είναι να επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη των πλούσιων και των φτωχών, χωρίς να καταπιέζει η μία τάξη την άλλη: «Γιατί ο νόμος αυτού του είδους της δημοκρατίας επιβάλλει ως ισότητα εκείνο το καθεστώς όπου δε γίνεται καμιά διάκριση ανάμεσα στους άπορους και στους εύπορους πολίτες και καμιά τάξη από τις δύο δεν είναι κυρίαρχη αλλά και οι δύο είναι όμοιες». (σελ. 249). Πρόκειται ίσως για την ιδανικότερη μορφή της δημοκρατίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, την αξιοκρατία (η οποία διαμορφώνει και την κατανομή του πλούτου απομακρύνοντας τις ταξικές συγκρούσεις), τη διασφάλιση της ελευθερίας (και σε ατομικό και σε πολιτικό επίπεδο), την ισονομία και την ισότητα αναδεικνύοντας σε ύψιστη αρχή την πλειοψηφία: «Επειδή όμως ο δήμος αποτελεί την πλειονότητα και υπερισχύει η άποψη της πλειονότητας, υποχρεωτικά αυτό το πολίτευμα είναι δημοκρατία». (σελ. 249 – 251). Από τη στιγμή που όλοι είναι ίσοι δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο πολιτειακό κύρος από τη γνώμη των πολλών. Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της δημοκρατίας, που επιζητά την πραγμάτωση της λαϊκής βούλησης χωρίς όμως τις στρεβλώσεις που μπορούν να επιφέρουν οι δημαγωγοί. Εξυπακούεται ότι ο νόμος είναι ο κυρίαρχος ρυθμιστής όλων των υποθέσεων.
Ακολουθώντας ένα ιεραρχικό σχήμα που ξεκινά από το καλύτερο και ακολουθεί καθοδική πορεία συνεχίζει με το δεύτερο είδος δημοκρατίας που «είναι εκείνο στο οποίο η ανάληψη των αξιωμάτων γίνεται με βάση το εισόδημα που ορίζεται χαμηλό». (σελ. 251). Η ανάδειξη της περιουσίας ως κυρίαρχο κριτήριο για τη διεκδίκηση της εξουσίας είναι σαφέστατη μορφή αποκλεισμού, η οποία όμως μετριάζεται με τη διευκρίνιση του χαμηλού εισοδήματος. (Το βέβαιο είναι ότι αν το εισόδημα που οριζότανε ήταν υψηλό τότε θα είχαμε ξεκάθαρη ολιγαρχία, αφού μόνο οι λίγοι (και βέβαια οι πλούσιοι) θα κατείχαν τα αξιώματα). Το κριτήριο της περιουσίας παρουσιάζεται άκαμπτο κι αν κάποιος έχανε για οποιοδήποτε λόγο την περιουσία του, αυτομάτως στερούταν και τα πολιτικά του δικαιώματα: «Οφείλει ωστόσο όποιος αποκτά το χαμηλό εισόδημα να έχει τη δυνατότητα στα αξιώματα και να απέχει από αυτά όποιος το χάνει». (σελ. 251). Θα έλεγε κανείς ότι αντί η πόλη να στηρίξει αυτόν που καταστράφηκε οικονομικά, τον αποκόβει κι από τις πολιτειακές διαδικασίες για να ολοκληρώσει τη συντριβή. Τέτοιες μεθοδεύσεις δε συμβαδίζουν με τις αξίες μιας υγιούς δημοκρατίας, που σε κάθε περίπτωση προασπίζει το σεβασμό και την κοινωνική αλληλεγγύη. Η δημοκρατία οφείλει να προστατεύει κι όχι να απαξιώνει αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη.
Το τρίτο είδος δημοκρατίας σχετίζεται με την προϋπόθεση να μην έχει ο πολίτης τραβήγματα με το νόμο: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο όλοι οι πολίτες δικαιούνται να έχουν πολιτικά δικαιώματα, εφόσον δεν είναι υπόδικοι για ζητήματα καταγωγής, αλλά υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Το να χάνει κανείς τα πολιτικά του δικαιώματα ως υπόδικος φανερώνει τη δικαιοσύνη που θέτει ως προτεραιότητα την ενοχή κι όχι την αθωότητα. Το να υποστεί κανείς οποιαδήποτε ποινή πριν καταδικαστεί, με την υπόνοια και μόνο, είναι στοιχείο που αρμόζει περισσότερο σε απολυταρχικά παρά σε δημοκρατικά καθεστώτα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διευκρίνιση ότι «υπεράνω όλων είναι ο νόμος» ακούγεται περισσότερο εκφοβιστικά παρά απελευθερωτικά. Το τέταρτο είδος θέτει ως προτεραιότητα την ανάγκη να είναι κάποιος πολίτης: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που επιτρέπει στον καθένα να μετέχει στα κοινά, αρκεί να είναι πολίτης, αλλά και εδώ υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Φυσικά αποκλείονται οι δούλοι κι όσοι έχουν ξένη καταγωγή.
Το πέμπτο, τελευταίο και χειρότερο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που καταλύει την ισχύ του νόμου αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους δημαγωγούς: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο ισχύουν τα ίδια με τα προηγούμενα, αλλά κυρίαρχο είναι το πλήθος και όχι ο νόμος. Αυτό συμβαίνει, όταν είναι κυρίαρχα τα ψηφίσματα και όχι ο νόμος, και οφείλεται στους δημαγωγούς». (σελ. 251). Στο βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος» σχετικά με τα ψηφίσματα αναφέρεται: «ψηφίσματα: αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου. Σε αντίθεση με το νόμο, που είχε καθολική και μόνιμη ισχύ, το ψήφισμα είχε χαρακτήρα περιστασιακό και, επομένως, διατηρούσε την ισχύ του μόνο ως τη στιγμή που ένα άλλο ψήφισμα, αποτέλεσμα νέων περιστάσεων, ερχόταν να το αντικαταστήσει. Όχι σπάνια τα ψηφίσματα ήταν αντίθετα με τους νόμους της πόλης, η εκκλησία όμως του δήμου, λειτουργώντας ως απόλυτος μονάρχης, δε δίσταζε να παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ωσάν αυτή να ήταν υπεράνω του νόμου. Σ’ αυτό παρασυρόταν συχνά από τους δημαγωγούς». (σελ. 205).
Η δυνατότητα της εφαρμογής μιας απόφασης που στρέφεται ενάντια στο νόμο, είναι ουσιαστικά η ακύρωσή του, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να τεθεί στο περιθώριο. Από τη στιγμή που ο νόμος χάνει την πρωτοκαθεδρία στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, η εμφάνιση των δημαγωγών είναι το μόνο φυσικό επακόλουθο: «Γιατί στις πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα όπου κυριαρχεί ο νόμος, δεν εμφανίζεται δημαγωγός, αλλά οι αξιότεροι πολίτες κατέχουν τις πρώτες θέσεις. Όπου όμως οι νόμοι δεν είναι κυρίαρχοι, εκεί εμφανίζονται οι δημαγωγοί». (σελ. 251). Με δυο λόγια ο νόμος δεν είναι μόνο ο ρυθμιστής της συνύπαρξης μέσα στην πόλη, ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, αλλά και ο εγγυητής της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ακύρωση του νόμου, είτε με παραθυράκια τύπου ψηφισμάτων (που επικαλούνται τις τρέχουσες ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν, αλλά σχεδόν πάντα εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα), είτε με αυθαίρετες ενέργειες των ανθρώπων που κατέχουν τα αξιώματα (που τρέφουν τη βεβαιότητα ότι δε θα λογοδοτήσουν ποτέ), δεν είναι τίποτε άλλο από τα θεσμικά κενά που καταδεικνύουν τη δημοκρατική στρέβλωση. Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο της δράσης των δημαγωγών. Γιατί ο δημαγωγός δε θέλει κανόνες, θέλει τη διαρκή ρευστότητα που θα του επιτρέψει να ελιχθεί: «Όποιος υποστηρίζει ότι αυτού του είδους η δημοκρατία δεν είναι καν πολίτευμα, εύλογα θα διατύπωνε μια τέτοια επίκριση, αφού, όπου οι νόμοι δεν είναι απόλυτα κυρίαρχοι, δεν υπάρχει πολίτευμα. Πρέπει πράγματι ο νόμος να έχει καθολικό κύρος και οι αρχές να ελέγχουν τις καθημερινές, ειδικές περιπτώσεις, ώστε να μας επιτρέπεται να χαρακτηρίσουμε την οργάνωση αυτή ως πολίτευμα». (σελ. 253 – 255).
Κι εδώ βέβαια δεν υποστηρίζει κανείς την ακαμψία των νόμων που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Εδώ καταδικάζεται η αυθαιρεσία της κατάλυσης των νόμων, που πάντα θα επικαλείται προφάσεις και πάντα θα εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Η ανάδειξη των δημαγωγών σε πρωταγωνιστές του πολιτικού γίγνεσθαι, είναι η διασφάλιση των αξιώσεων των οικονομικών κύκλων που τους στηρίζουν κι αυτό είναι η σκληρότερη μορφή τυραννίας: «Ένα τέτοιο είδος δημοκρατίας είναι ανάλογο με τον τυραννικό τύπο των μοναρχικών πολιτευμάτων. Έτσι παρατηρούνται τα εξής: το ίδιο ήθος. Και τα δύο καταδυναστεύουν τους αξιότερους πολίτες. Τα ψηφίσματα στην περίπτωσή μας είναι ό,τι τα διατάγματα στην τυραννίδα. Τέλος ο δημαγωγός και ο κόλακας είναι αναλογικά ίδιοι. Μάλιστα ο καθένας από τους δύο έχει μεγάλη επιρροή στους άρχοντες, οι κόλακες στους τυράννους και οι δημαγωγοί σε τέτοιους δήμους». (σελ. 253). Ο λαός τρέφοντας την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας γίνεται θύμα καθώς άγεται και φέρεται από το άρμα συγκεκριμένων συμφερόντων. Κι αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είναι άμοιρος ευθυνών, αφού όλα συμβαίνουν με τη συγκατάθεσή του: «Και συμβαίνει να αποκτούν αυτοί» (εννοείται οι δημαγωγοί) «μεγάλη δύναμη, γιατί ο λαός είναι το κυρίαρχο σώμα για όλα τα ζητήματα και αυτοί κυρίαρχοι της κρίσης του λαού, γιατί ο λαός τους ακολουθεί». (σελ. 253).
Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο στρεβλή εκδοχή της δημοκρατίας, αφού πρόκειται για συγκαλυμμένη τυραννία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία. Η παραδοχή ότι οι πολιτικοί εκπρόσωποι πρόσκεινται θετικά σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, που πολλές φορές τίθεται ως αυτονόητο, είναι η ομολογία της τυραννίας που αναζητά νομιμοποίηση με τη λαϊκή συναίνεση. Ο λαός που αποδέχεται αυτού του είδους το πολιτικό σκηνικό είναι ο λαός που αντιλαμβάνεται τη διαχείριση της εξουσίας ως κάτι αναγκαστικά αλληλένδετο με το συμφέρον κι όταν η εξουσία ταυτίζεται με το συμφέρον τότε και η ψήφος δεν μπορεί παρά να είναι συμφεροντολογική. Αυτός είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει ακόμη και τον πιο ασήμαντο αξιωματούχο σε μικρό τυραννίσκο. Γιατί κι αυτός μπορεί να ευνοήσει κάποιους, έστω στο μικρό βαθμό των δυνατοτήτων του. Ο λαός που στηρίζει αυτού του είδους τις δημοκρατίες δε θέλει αξιοκρατία. Προτιμά την ασάφεια και την αδιαφάνεια. Κι αυτές οι αντιλήψεις τον καθιστούν ανάξιο της δημοκρατίας.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 2ος
Η απλουστευτική αντίληψη που περιορίζεται στο να συσχετίζει τους πολλούς με τη δημοκρατία και τους λίγους με την ολιγαρχία, καταρρίπτεται όχι μόνο στο παράδειγμα που θέλει την αριθμητική υπεροχή των πλουσίων και το συνακόλουθο παραγκωνισμό των φτωχών, αλλά και στην περίπτωση που ισχύσει το αντίθετο, όπου δηλαδή οι λίγοι φτωχοί καταλάβουν την εξουσία παραγκωνίζοντας τους πλούσιους που είναι περισσότεροι: «Το ίδιο και αν οι φτωχοί είναι λίγοι, ισχυρότεροι όμως των ευπόρων που είναι περισσότεροι, κανείς δε θα αποκαλούσε ούτε αυτό το πολίτευμα ολιγαρχία, εφόσον οι υπόλοιποι είναι πλούσιοι και δε μετέχουν στην εξουσία». (σελ. 237). Τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι υποθέσεις ή θεωρητικές κατασκευές του Αριστοτέλη προκειμένου να καταδείξει την ανεπάρκεια του καθορισμού των πολιτευμάτων με αυστηρά αριθμητικά κριτήρια, αλλά τίθενται και περιπτώσεις του αρχαίου κόσμου, όπου θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στην πράξη τέτοιου είδους πολιτειακές καταστάσεις: «Ούτε είναι δημοκρατία, αν οι ελεύθεροι, ακόμα και λίγοι, εξουσιάζουν περισσότερους και μη ελεύθερους, όπως στην Απολλωνία του Ιονίου πελάγους και στη Θήρα (σε καθεμία από αυτές τις δύο πόλεις κατείχαν τα αξιώματα όσοι υπερείχαν στην καταγωγή και ανήκαν στις γενιές των πρώτων θεμελιωτών της αποικίας. Αυτοί, αν και λίγοι, εξουσίαζαν πολλούς). Ούτε βέβαια, και όταν οι πλούσιοι άρχουν, είναι δημοκρατία το πολίτευμα, επειδή είναι περισσότεροι στον αριθμό, όπως για παράδειγμα στον Κολοφώνα παλαιότερα (εκεί οι περισσότεροι κατείχαν μεγάλες περιουσίες πριν από τον πόλεμο με τους Λυδούς)». (σελ. 237 – 239).
Η αδυναμία της κατάδειξης των πολιτευμάτων με το αποκλειστικό κριτήριο της αριθμητικής υπεροχής ή κατωτερότητας αυτών που ασκούν την εξουσία είναι το ξεκαθάρισμα ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτειακή οργάνωση χωρίς να ληφθεί υπόψη το ζήτημα της διανομής του πλούτου μέσα στο κοινωνικό σύνολο: «Είναι προτιμότερο να πούμε ότι δημοκρατία υπάρχει, όταν οι ελεύθεροι είναι πολιτικά κυρίαρχοι, και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει όμως οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι». (σελ. 237). Κι αν αυτό δεν είναι απολύτως σαφές, ο Αριστοτέλης το επαναδιατυπώνει: «…. υπάρχει δημοκρατία, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι περισσότεροι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία, και ολιγαρχία, όταν οι πλούσιοι και ευγενικής καταγωγής, που είναι λίγοι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία». (σελ. 239).
Φυσικά, η εισαγωγή του ταξικού κριτηρίου στον καθορισμό των πολιτευμάτων δεν αναιρεί το αριθμητικό κριτήριο που, έτσι κι αλλιώς, κατέχει σπουδαία θέση στην πολιτειακή διαμόρφωση. Το κατά πόσο έχουν πρόσβαση στην εξουσία οι πολλοί ή οι λίγοι παραμένει ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού η ίδια η ετυμολογία των πολιτευμάτων (δημοκρατία – ολιγαρχία) επικεντρώνει σ’ αυτό. Ο Αριστοτέλης όμως, φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι μια ενδελεχής μελέτη οφείλει να διατρέξει στην πορεία της διαμόρφωσης των εννοιών, καταδεικνύοντας τη βαθύτερη ουσία τους. Είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς ότι τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που εκπροσωπούνται καλύτερα από τη δημοκρατία, υστερούν ως προς τον πλούτο από τους λίγους, που τους εκφράζει περισσότερο η ολιγαρχία. Κατανοώντας ότι η πολιτειακή διαχείριση δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, τα οποία πρωτίστως έχουν οικονομική βάση, δε θα μπορούσε να μην εντάξει το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης μέσα στην ίδια την ουσία των πολιτευμάτων. Και μάλιστα, το κριτήριο του ταξικού διαχωρισμού είναι τόσο καθοριστικό που σε τελική ανάλυση υπερτερεί. Γι’ αυτό και στις περιπτώσεις όπου (παραδόξως) οι πλούσιοι είναι η πλειοψηφία και οι φτωχοί η μειοψηφία δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοκρατία, αν οι φτωχοί αποκλειστούν από τα αξιώματα, ασχέτως της αριθμητικής τους κατωτερότητας. Γιατί η δημοκρατία εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα όχι τόσο με την έννοια της πλειονότητας, όσο με την έννοια της οικονομικής δυνατότητας. Γιατί όταν λέμε λαϊκά στρώματα εννοούμε πρωτίστως συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα.
Κι αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος της σύγχυσης αναφορικά με τον ορισμό των πολιτευμάτων, αφού τελικά χαρακτηρίζονται δημοκρατικά ή ολιγαρχικά κυρίως από τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν. Υπό αυτή την έννοια, ένα πολίτευμα που στηρίζεται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, που δίνει σε όλους το δικαίωμα πρόσβασης στα αξιώματα, που λειτουργεί με ψηφοφορίες, που με δυο λόγια πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί δημοκρατία, είναι ολιγαρχία, αν τελικά (πίσω από όλες αυτές τις δημοκρατικές διαδικασίες) εντέχνως υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων που αποτελούν την οικονομική ελίτ. Είναι η κατ’ επίφαση δημοκρατία που – συνήθως – συγκαλύπτει τις πιο σκληρές ολιγαρχίες ή αλλιώς είναι η ολιγαρχία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει – και ηθικά – τα συμφέροντα των λίγων. Η δημοκρατία αυτού του τύπου είναι η πιο έξυπνη ολιγαρχία, αφού και τον πλούτο των ισχυρών διασφαλίζει και καθιστά το λαό υπεύθυνο – κι ως εκ τούτου ήσυχο. Το ζήτημα αφορά τη διαμόρφωση των ισορροπιών και την εγρήγορση της πλειοψηφίας σε σχέση με το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται. Κι αυτός είναι και ο λόγος των πολλών αποχρώσεων που μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα πολιτεύματα: «Ας προσπαθήσουμε τώρα να αναλύσουμε γιατί υπάρχουν περισσότερα είδη πολιτευμάτων απ’ όσα αναφέρθηκαν, ποια είναι και για ποιο λόγο διαφέρουν……». (σελ. 239).
Από τη στιγμή που τα πολιτεύματα διαφοροποιούνται κυρίως από τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούν, οι αιτίες στις επιμέρους λεπτές – πολλές φορές ανεπαίσθητες – διαφορές στην πραγμάτωση οποιουδήποτε πολιτεύματος, δε θα μπορούσαν παρά να αναζητηθούν στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Από τη στιγμή που ούτε όλες οι δημοκρατίες ούτε όλες οι ολιγαρχίες είναι ίδιες δε μένει παρά να γίνει αντιληπτό ότι ούτε οι κοινωνικές τάξεις είναι ίδιες: «Γιατί οι πόλεις αποτελούνται όχι από ένα αλλά από πολλά μέρη, όπως επαναλάβαμε ήδη πολλές φορές». (σελ. 241). Αναγνωρίζοντας ότι η πόλη αποτελείται από τις τάξεις των γεωργών, των τεχνιτών, των εμπόρων, των μισθωτών εργατών, των στρατιωτικών και αυτών που αποδίδουν το δίκαιο επισημαίνει: «Τα ανώτερα στοιχεία είναι το μέρος των πολεμιστών και εκείνο που μετέχει στην άσκηση της δικαστικής δικαιοσύνης και επιπλέον το βουλευτικό έργο του οποίου είναι η κατάκτηση της πολιτικής σύνεσης. Και είτε αυτά αντιστοιχούν σε ξεχωριστά σύνολα ανθρώπων είτε στα ίδια, σε τίποτε δε μεταβάλλεται η λογική αυτής της σύλληψης. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα να είναι πολεμιστές και γεωργοί». (σελ. 245).
Και μαζί μ’ αυτά τα μέρη της πόλης ο Αριστοτέλης θα προσθέσει άλλα δύο: «Έβδομο μέρος είναι εκείνο που συμβάλλει στη ζωή της πόλης με τον πλούτο του και το ονομάζουμε εύπορο. Όγδοο είναι το πλήθος των δημόσιων λειτουργών, αυτών που έχουν αξιώματα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι αδύνατο να υπάρχει πόλη χωρίς άρχοντες». (σελ. 245). Οι μεγάλες ή μικρές διαφοροποιήσεις όλων αυτών των μερών, είναι η πληθώρα των συμφερόντων που εκπροσωπούνται και που λειτουργούν ως διαμορφωτικοί παράγοντες των ισορροπιών που θα κατοχυρωθούν πολιτειακά. Το ότι όλοι θέλουν να έχουν την εξουσία ή το γεγονός ότι όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους άξιους να διοικήσουν δεν αλλάζει ούτε την ουσία ούτε τους κανόνες του πολιτικού χάρτη που σχηματίζεται.
Όμως, τις περισσότερες φορές, οι λεπτές αυτές ταξικές διαφοροποιήσεις είναι τόσο δυσδιάκριτες που περνούν απαρατήρητες. Η συντριπτική πλειοψηφία παρακολουθεί μόνο την ορατή διάκριση των πλούσιων και των φτωχών. Κι αυτή η χοντροκομμένη διάκριση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να περάσει και στο χώρο των πολιτευμάτων, καθιστώντας σαφή τα δημοκρατικά και τα ολιγαρχικά όρια κι αποκρύβοντας τις επί μέρους διαφοροποιήσεις: «Έτσι τα μέρη αυτά, οι εύποροι και οι άποροι, φαίνεται να αποτελούν τα δύο σημαντικότερα μέρη της πόλης. Ακόμη, επειδή συνήθως οι εύποροι είναι λίγοι και οι άποροι πολλοί, αυτά τα δύο από τα μέρη της πόλης εμφανίζονται αντίπαλα μεταξύ τους. Συνεπώς η υπεροχή του ενός ή του άλλου μέρους εγκαθιστά τα πολιτεύματα και γι’ αυτό πιστεύουν γενικά ότι τα πολιτεύματα είναι δύο, η δημοκρατία και η ολιγαρχία». (σελ. 247).
Το ξεκαθάρισμα των αιτιών που προκαλούν τις πολιτειακές διαφοροποιήσεις δεν είναι παρά η αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να γίνουν σαφείς οι διαφοροποιήσεις αυτές: «Προηγουμένως ήδη είπαμε ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη πολιτευμάτων και για ποιες αιτίες. Τώρα ας δείξουμε ότι υπάρχουν και περισσότερα είδη δημοκρατίας και ολιγαρχίας». (σελ. 247).
Ξεκινώντας από τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης διακρίνει πέντε είδη: «Το πρώτο λοιπόν είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που ονομάζεται έτσι κυρίως με βάση το κριτήριο της ισότητας». (σελ. 249). Φυσικά η έννοια της ισότητας δεν έχει καμία σχέση με την ισότητα στην περιουσία. (Εξάλλου, ο Αριστοτέλης δεν υποστηρίζει την από θέση αρχής περιουσιακή ισότητα, αφού πιστεύει ότι ο άξιος είναι δίκαιο να έχει περισσότερα, αρκεί βέβαια να μην καταπατάται ο νόμος και να μην περνιούνται κάποια όρια, ώστε ο πλουτισμός να είναι άμετρος). Αυτό που προέχει, ως ισότητα, σ’ αυτή την εκδοχή της δημοκρατίας είναι να επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη των πλούσιων και των φτωχών, χωρίς να καταπιέζει η μία τάξη την άλλη: «Γιατί ο νόμος αυτού του είδους της δημοκρατίας επιβάλλει ως ισότητα εκείνο το καθεστώς όπου δε γίνεται καμιά διάκριση ανάμεσα στους άπορους και στους εύπορους πολίτες και καμιά τάξη από τις δύο δεν είναι κυρίαρχη αλλά και οι δύο είναι όμοιες». (σελ. 249). Πρόκειται ίσως για την ιδανικότερη μορφή της δημοκρατίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, την αξιοκρατία (η οποία διαμορφώνει και την κατανομή του πλούτου απομακρύνοντας τις ταξικές συγκρούσεις), τη διασφάλιση της ελευθερίας (και σε ατομικό και σε πολιτικό επίπεδο), την ισονομία και την ισότητα αναδεικνύοντας σε ύψιστη αρχή την πλειοψηφία: «Επειδή όμως ο δήμος αποτελεί την πλειονότητα και υπερισχύει η άποψη της πλειονότητας, υποχρεωτικά αυτό το πολίτευμα είναι δημοκρατία». (σελ. 249 – 251). Από τη στιγμή που όλοι είναι ίσοι δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο πολιτειακό κύρος από τη γνώμη των πολλών. Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της δημοκρατίας, που επιζητά την πραγμάτωση της λαϊκής βούλησης χωρίς όμως τις στρεβλώσεις που μπορούν να επιφέρουν οι δημαγωγοί. Εξυπακούεται ότι ο νόμος είναι ο κυρίαρχος ρυθμιστής όλων των υποθέσεων.
Ακολουθώντας ένα ιεραρχικό σχήμα που ξεκινά από το καλύτερο και ακολουθεί καθοδική πορεία συνεχίζει με το δεύτερο είδος δημοκρατίας που «είναι εκείνο στο οποίο η ανάληψη των αξιωμάτων γίνεται με βάση το εισόδημα που ορίζεται χαμηλό». (σελ. 251). Η ανάδειξη της περιουσίας ως κυρίαρχο κριτήριο για τη διεκδίκηση της εξουσίας είναι σαφέστατη μορφή αποκλεισμού, η οποία όμως μετριάζεται με τη διευκρίνιση του χαμηλού εισοδήματος. (Το βέβαιο είναι ότι αν το εισόδημα που οριζότανε ήταν υψηλό τότε θα είχαμε ξεκάθαρη ολιγαρχία, αφού μόνο οι λίγοι (και βέβαια οι πλούσιοι) θα κατείχαν τα αξιώματα). Το κριτήριο της περιουσίας παρουσιάζεται άκαμπτο κι αν κάποιος έχανε για οποιοδήποτε λόγο την περιουσία του, αυτομάτως στερούταν και τα πολιτικά του δικαιώματα: «Οφείλει ωστόσο όποιος αποκτά το χαμηλό εισόδημα να έχει τη δυνατότητα στα αξιώματα και να απέχει από αυτά όποιος το χάνει». (σελ. 251). Θα έλεγε κανείς ότι αντί η πόλη να στηρίξει αυτόν που καταστράφηκε οικονομικά, τον αποκόβει κι από τις πολιτειακές διαδικασίες για να ολοκληρώσει τη συντριβή. Τέτοιες μεθοδεύσεις δε συμβαδίζουν με τις αξίες μιας υγιούς δημοκρατίας, που σε κάθε περίπτωση προασπίζει το σεβασμό και την κοινωνική αλληλεγγύη. Η δημοκρατία οφείλει να προστατεύει κι όχι να απαξιώνει αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη.
Το τρίτο είδος δημοκρατίας σχετίζεται με την προϋπόθεση να μην έχει ο πολίτης τραβήγματα με το νόμο: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο όλοι οι πολίτες δικαιούνται να έχουν πολιτικά δικαιώματα, εφόσον δεν είναι υπόδικοι για ζητήματα καταγωγής, αλλά υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Το να χάνει κανείς τα πολιτικά του δικαιώματα ως υπόδικος φανερώνει τη δικαιοσύνη που θέτει ως προτεραιότητα την ενοχή κι όχι την αθωότητα. Το να υποστεί κανείς οποιαδήποτε ποινή πριν καταδικαστεί, με την υπόνοια και μόνο, είναι στοιχείο που αρμόζει περισσότερο σε απολυταρχικά παρά σε δημοκρατικά καθεστώτα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διευκρίνιση ότι «υπεράνω όλων είναι ο νόμος» ακούγεται περισσότερο εκφοβιστικά παρά απελευθερωτικά. Το τέταρτο είδος θέτει ως προτεραιότητα την ανάγκη να είναι κάποιος πολίτης: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που επιτρέπει στον καθένα να μετέχει στα κοινά, αρκεί να είναι πολίτης, αλλά και εδώ υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Φυσικά αποκλείονται οι δούλοι κι όσοι έχουν ξένη καταγωγή.
Το πέμπτο, τελευταίο και χειρότερο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που καταλύει την ισχύ του νόμου αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους δημαγωγούς: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο ισχύουν τα ίδια με τα προηγούμενα, αλλά κυρίαρχο είναι το πλήθος και όχι ο νόμος. Αυτό συμβαίνει, όταν είναι κυρίαρχα τα ψηφίσματα και όχι ο νόμος, και οφείλεται στους δημαγωγούς». (σελ. 251). Στο βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος» σχετικά με τα ψηφίσματα αναφέρεται: «ψηφίσματα: αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου. Σε αντίθεση με το νόμο, που είχε καθολική και μόνιμη ισχύ, το ψήφισμα είχε χαρακτήρα περιστασιακό και, επομένως, διατηρούσε την ισχύ του μόνο ως τη στιγμή που ένα άλλο ψήφισμα, αποτέλεσμα νέων περιστάσεων, ερχόταν να το αντικαταστήσει. Όχι σπάνια τα ψηφίσματα ήταν αντίθετα με τους νόμους της πόλης, η εκκλησία όμως του δήμου, λειτουργώντας ως απόλυτος μονάρχης, δε δίσταζε να παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ωσάν αυτή να ήταν υπεράνω του νόμου. Σ’ αυτό παρασυρόταν συχνά από τους δημαγωγούς». (σελ. 205).
Η δυνατότητα της εφαρμογής μιας απόφασης που στρέφεται ενάντια στο νόμο, είναι ουσιαστικά η ακύρωσή του, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να τεθεί στο περιθώριο. Από τη στιγμή που ο νόμος χάνει την πρωτοκαθεδρία στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, η εμφάνιση των δημαγωγών είναι το μόνο φυσικό επακόλουθο: «Γιατί στις πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα όπου κυριαρχεί ο νόμος, δεν εμφανίζεται δημαγωγός, αλλά οι αξιότεροι πολίτες κατέχουν τις πρώτες θέσεις. Όπου όμως οι νόμοι δεν είναι κυρίαρχοι, εκεί εμφανίζονται οι δημαγωγοί». (σελ. 251). Με δυο λόγια ο νόμος δεν είναι μόνο ο ρυθμιστής της συνύπαρξης μέσα στην πόλη, ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, αλλά και ο εγγυητής της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ακύρωση του νόμου, είτε με παραθυράκια τύπου ψηφισμάτων (που επικαλούνται τις τρέχουσες ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν, αλλά σχεδόν πάντα εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα), είτε με αυθαίρετες ενέργειες των ανθρώπων που κατέχουν τα αξιώματα (που τρέφουν τη βεβαιότητα ότι δε θα λογοδοτήσουν ποτέ), δεν είναι τίποτε άλλο από τα θεσμικά κενά που καταδεικνύουν τη δημοκρατική στρέβλωση. Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο της δράσης των δημαγωγών. Γιατί ο δημαγωγός δε θέλει κανόνες, θέλει τη διαρκή ρευστότητα που θα του επιτρέψει να ελιχθεί: «Όποιος υποστηρίζει ότι αυτού του είδους η δημοκρατία δεν είναι καν πολίτευμα, εύλογα θα διατύπωνε μια τέτοια επίκριση, αφού, όπου οι νόμοι δεν είναι απόλυτα κυρίαρχοι, δεν υπάρχει πολίτευμα. Πρέπει πράγματι ο νόμος να έχει καθολικό κύρος και οι αρχές να ελέγχουν τις καθημερινές, ειδικές περιπτώσεις, ώστε να μας επιτρέπεται να χαρακτηρίσουμε την οργάνωση αυτή ως πολίτευμα». (σελ. 253 – 255).
Κι εδώ βέβαια δεν υποστηρίζει κανείς την ακαμψία των νόμων που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Εδώ καταδικάζεται η αυθαιρεσία της κατάλυσης των νόμων, που πάντα θα επικαλείται προφάσεις και πάντα θα εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Η ανάδειξη των δημαγωγών σε πρωταγωνιστές του πολιτικού γίγνεσθαι, είναι η διασφάλιση των αξιώσεων των οικονομικών κύκλων που τους στηρίζουν κι αυτό είναι η σκληρότερη μορφή τυραννίας: «Ένα τέτοιο είδος δημοκρατίας είναι ανάλογο με τον τυραννικό τύπο των μοναρχικών πολιτευμάτων. Έτσι παρατηρούνται τα εξής: το ίδιο ήθος. Και τα δύο καταδυναστεύουν τους αξιότερους πολίτες. Τα ψηφίσματα στην περίπτωσή μας είναι ό,τι τα διατάγματα στην τυραννίδα. Τέλος ο δημαγωγός και ο κόλακας είναι αναλογικά ίδιοι. Μάλιστα ο καθένας από τους δύο έχει μεγάλη επιρροή στους άρχοντες, οι κόλακες στους τυράννους και οι δημαγωγοί σε τέτοιους δήμους». (σελ. 253). Ο λαός τρέφοντας την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας γίνεται θύμα καθώς άγεται και φέρεται από το άρμα συγκεκριμένων συμφερόντων. Κι αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είναι άμοιρος ευθυνών, αφού όλα συμβαίνουν με τη συγκατάθεσή του: «Και συμβαίνει να αποκτούν αυτοί» (εννοείται οι δημαγωγοί) «μεγάλη δύναμη, γιατί ο λαός είναι το κυρίαρχο σώμα για όλα τα ζητήματα και αυτοί κυρίαρχοι της κρίσης του λαού, γιατί ο λαός τους ακολουθεί». (σελ. 253).
Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο στρεβλή εκδοχή της δημοκρατίας, αφού πρόκειται για συγκαλυμμένη τυραννία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία. Η παραδοχή ότι οι πολιτικοί εκπρόσωποι πρόσκεινται θετικά σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, που πολλές φορές τίθεται ως αυτονόητο, είναι η ομολογία της τυραννίας που αναζητά νομιμοποίηση με τη λαϊκή συναίνεση. Ο λαός που αποδέχεται αυτού του είδους το πολιτικό σκηνικό είναι ο λαός που αντιλαμβάνεται τη διαχείριση της εξουσίας ως κάτι αναγκαστικά αλληλένδετο με το συμφέρον κι όταν η εξουσία ταυτίζεται με το συμφέρον τότε και η ψήφος δεν μπορεί παρά να είναι συμφεροντολογική. Αυτός είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει ακόμη και τον πιο ασήμαντο αξιωματούχο σε μικρό τυραννίσκο. Γιατί κι αυτός μπορεί να ευνοήσει κάποιους, έστω στο μικρό βαθμό των δυνατοτήτων του. Ο λαός που στηρίζει αυτού του είδους τις δημοκρατίες δε θέλει αξιοκρατία. Προτιμά την ασάφεια και την αδιαφάνεια. Κι αυτές οι αντιλήψεις τον καθιστούν ανάξιο της δημοκρατίας.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 2ος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου