Αποσαφήνιση του όρου «Π.Κ.Ε.» και «Κ.Ε.»
Οι όροι Κοινή Χρονολογία (Κ.Χ.) Κοινή Εποχή (Κ.Ε.), Χριστιανική Εποχή (Χ.Ε.) ή Παρούσα Εποχή (Π.Ε.) αφορούν την περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 κι εντεύθεν. Xρησιμοποιούνται για το σύστημα υπολογισμού των ετών το οποίο είναι χρονολογικά ταυτόσημο με το σύστημα «έτος του Κυρίου» (Anno Domini, A.D.) στα λατινικά, με λιγότερο, όμως, θρησκευτικό χρωματισμό. Αντίστοιχα, στην ελληνική γραμματεία είναι το ισοδύναμο της «μετά Χριστόν» (μ.χ.) χρονικής περίοδου.
Για αναφορά σε χρονολογίες πριν από το έτος 1, το οποίο για τις χριστιανικές θρησκείες συμπίπτει με την εμφάνιση του Ιησού στη Γη, χρησιμοποιείται είτε η συντομογραφία π.Χ. (προ Χριστού), είτε κάποια θρησκευτικά ουδέτερη εναλλακτική, όπως οι συντομογραφίες Π.Κ.Χ. (Πριν από την Κοινή Χρονολογία), Π.Κ.Ε. (προ Κοινής Εποχής) ή Π.Κ.Π. (πριν από την Κοινή Περίοδο). Όσον αφορά χρονολογίες μετά το έτος 1, οι οποίες αναφέρονται συνήθως ως μ.χ. (μετά Χριστόν), χρησιμοποιούνται επίσης οι συντομεύσεις Κ.Χ. (της Κοινής Χρονολογίας), Κ.Ε. (Κοινής Εποχής) ή Κ.Π. (της Κοινής Περιόδου). Στα αγγλικά οι αντίστοιχοι όροι είναι B.C.E. ή BCE που σημαίνει “Before Common Era” και C.E. ή CE που σημαίνει “Common Era”. Για την συντομογραφία Π.Κ.Π./Κ.Π. βλέπε για παράδειγμα στην [Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, Ιακώβ Μπενμαγιόρ http://www.jmth.gr/web/thejews/pages/pages/historyGR.htm] του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης]
Αν και η «κοινή χρονολογία», ή αλλιώς «κοινή εποχή», ήταν όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από ορισμένους χριστιανούς σε μια χρονική περίοδο που ο χριστιανισμός ήταν η πιο ευρέως διαδεδομένη θρησκεία στη Δύση, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται πλέον ως θρησκευτικά ουδέτερος εναλλακτικός όρος ο οποίος έχει τα αντίστοιχά του και σε άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, στην κινεζική γλώσσα χρησιμοποιείται μια μετάφραση αυτού του όρου, γκονγκ γιουάν (公元) για την χρονολογική καταγραφή. Ο όρος γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτός ως πολιτικά ορθός (politically correct) και θρησκευτικά ουδέτερος, για την αποδέσμευση της περιοδολόγησης και των χρονολογικών συστημάτων από τις θρησκειολογικές τους προεκτάσεις, προκειμένου να καθιερωθεί ένα παγκόσμιο σύστημα χρονολόγησης αποδεκτό από τις διαφορετικές θρησκείες του κόσμου.
Η χρονολογία και η καταγραφή της
Η ημερολογιακή πρακτική που έκανε αναγκαίο τον όρο “κοινή χρονολογία” είναι το σύστημα αρίθμησης των ετών, με εκκίνηση το έτος που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο υποτιθέμενος Χριστός. Ωστόσο η εκτίμηση εκείνη αποδείχτηκε ανακριβής, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι ο Χριστός υποτίθεται ό,τι γεννήθηκε περίπου το 2 με 7 Π.Κ.Χ. Το ημερολογιακό σύστημα βάσει της γέννησης του Χριστού επινοήθηκε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το έτος 525 κατόπιν εντολής του Πάπα Ιωάννη Α’ χρησιμοποιώντας τη λατινική συντομογραφία A.D. (στη λατινική, anno Domini, που σημαίνει στο έτος του Κυρίου [μας] το οποίο στην ελληνική γραμματεία αντιστοιχήθηκε με το “μ.χ.” μετά Χριστόν) για τον προσδιορισμό των ετών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για αιώνες καθώς γύρω στον όγδοο αιώνα άρχισε η ευρύτερη χρήση τους. Ο πρώτος χρονικογράφος που χρησιμοποίησε τον όρο “A.D.” (μ.χ.) ήταν ένας αφρικανός ιστορικός του έβδομου αιώνα. Λίγο αργότερα, ο αγγλοσάξωνας ιστορικός και θεολόγος Βέδας έκανε χρήση του λατινικού όρου “ante incarnationis dominicae” (που σημαίνει “πριν την ενσάρκωση του Κυρίου”) η οποία αποτελεί αντίστοιχο αντίστοιχο του όρου B.C. (π.χ.) για να προσδιορίσει τα έτη που προηγούνται του πρώτου έτους αυτής της περιόδου, στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Λαού.
Ο όρος “κοινή χρονολογία/εποχή” αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο αναφοράς σε αυτή την χρονική περίοδο. Σύμφωνα με αυτή την ονοματολογική σύμβαση, η Γαλλική επανάσταση έγινε το έτος 1789 και ο άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι το έτος 1969. Όσοι χρησιμοποιούν την ονοματολογία της «κοινής χρονολογίας» θεωρούν ότι αυτές είναι χρονολογίες «της κοινής [μας] χρονολογίας».
Όταν χρησιμοποιείται ως αντικατάσταση της σήμανσης “π.Χ./μ.Χ” ο όρος «της κοινής [μας] χρονολογίας» συντομογραφείται ως «Κ.Χ.» και είναι το ακριβές αριθμητικό αντίστοιχο του «μ.Χ.» Αντίστοιχα, η περίοδος πριν από την κοινή μας χρονολογία καλείται «Π.Κ.Χ.» (πριν την Κοινή [μας] Χρονολογία) και είναι το ακριβές αντίστοιχο του «π.Χ.» Και στις δύο περιπτώσεις, η συντομογραφία τοποθετείται μετά το έτος, οπότε γράφουμε πως ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 Π.Κ.Χ. (ή 384 π.Χ.) και ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε το έτος 1821 Κ.Χ. (ή 1821 μ.Χ.).
Σε κάποιες (σπάνιες) περιπτώσεις, μπορεί κανείς να βρει τη συντομογραφία “e.v.” ή “EV” (Era Vulgaris) αντί του «Κ.Ε.» που σημαίνει «κοινή εποχή» στα λατινικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα θεολογικών έργων αναφοράς είναι το The Anchor Bible Dictionary (Doubleday, 1992) και η Encyclopedia of Christianity (Oxford University Press, 2005).
Οι πηγές προέλευσης
Σύμφωνα με τον Πίτερ Ντάνιελς (γλωσσολόγο εκπαιδευμένο στα πανεπιστήμια του Κορνέλ και του Σικάγο): Τα ΚΕ και ΠΚΕ άρχισαν να χρησιμοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες, πιθανώς αρχικά από τις μελέτες της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής, όπου (α) υπάρχουν πολλοί Εβραίοι μελετητές και (β) η ονομασία των ετών βάσει μιας χριστιανικής εποχής είναι άσχετη. Είναι, πράγματι, θέμα ευαισθησίας.
Ωστόσο, ο όρος “κοινή εποχή” έχει προϊστορία. Σε βιβλίο του, ο Άγγλος επίσκοπος Χάμφρεϊ Πριντό (Humphrey Prideaux) έγραψε το 1716: «Η κοινή εποχή, με την οποία υπολογίζουμε τα χρόνια από την ενσάρκωσή του». Το 1835, στο βιβλίο του, “Ζωντανοί χρησμοί” (Living Oracles), ο Αλεξάντερ Κάμπελ έγραψε “η κοινή Εποχή, ή Anno Domini (το έτος του Κυρίου)· το τέταρτο έτος του Χριστού, το πρώτο εκ των οποίων δεν ήταν παρά οκτώ ημέρες.” Στο άρθρο της για την Χρονολόγηση, η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1908 χρησιμοποιεί την πρόταση: “Πρώτη ανάμεσα σε αυτές [τις χρονολογικές εποχές], είναι αυτή που έχει υιοθετηθεί τώρα από όλους τους πολιτισμένους λαούς και είναι γνωστή ως η Χριστιανική Κοινή εποχή, στης οποίας τον εικοστό αιώνα ζούμε τώρα”. Στα αγγλικά αποσπάσματα που παρατίθενται στην προηγούμενη παράγραφο, το πρωτότυπο έχει τη λέξη vulgar, που έχει φτάσει να σημαίνει “άκομψος”, “χυδαίος”, αλλά για λόγους που αναλύονται αμέσως μετά, μεταφράστηκε “κοινός”.
Ο όρος “κοινός” προέρχεται από το λατινικό vulgāris (από το vulgus, ο κοινός, συνηθισμένος κόσμος), που σημαίνει “σχετικός με τον κοινό κόσμο, καθημερινός, συνηθισμένος”, και δείχνει ότι το σύστημα χρησιμοποιούταν ευρέως, ακόμα και από ανθρώπους που δεν πίστευαν στην θεότητα του Ιησού.
Η πρώτη Εβραϊκή χρήση του όρου είναι στην επιγραφή μιας ταφόπλακας σε ένα Εβραϊκό νεκροταφείο, στο Πλύμουθ της Αγγλίας: Ενθάδε κείται η εντιμότητά του, ο Ιούδα, υιός της εντιμότητάς του, του Ιωσήφ, πρίγκηπας και τιμημένος ανάμεσα στους φιλανθρώπους, ο οποίος διέπραξε καλές πράξεις, πέθανε στην οικία του στην Πόλη του Μπαθ, Τρίτη, και θάφτηκε εδώ την Κυριακή, 19 του Σίβαν το έτος 5585. Εις μνήμη του Λάιον Ιωσήφ Εσκ (έμπορο από το Φάλμουθ της Κορνουάλη), που πέθανε στο Μπαθ τον Ιούνιο ΑΜ 5585/ VE 1825. Αγαπητός και αξιοσέβαστος.
Αυτή η επιγραφή, όπως οι περισσότερες, χρησιμοποιεί το Εβραϊκό ημερολόγιο (5585), αλλά στο τέλος του καθορίζει το αντίστοιχο στην κοινή χρονολόγηση του δοθέντος στο Εβραϊκό ημερολόγιο έτους, δηλαδή το 1825. Η συντομογραφία VE σημαίνει όπως καθορίστηκε παραπάνω Vulgar Era (“κοινή εποχή”), και πιθανώς χρησιμοποιήθηκε αντί του AD (λατινικό αντίστοχο του μΧ), για να αποφευχθούν Χριστιανικές επιπλοκές.
Σύγχρονοι Ιουδαίοι, Μουσουλμάνοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Ορθόδοξοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Μεννονίτες και άλλων αποχρώσεων συγγραφείς, λόγιοι, θεολόγοι και άλλοι προτιμούν αυτή την ουδέτερη χρονολογική σήμανση “Π.Κ.Χ./Κ.Χ.”, ή τον παρόμοιο όρο “Χριστιανική εποχή” (“C.E.”, ή “Χ.Ε.”). Πολλοί ακαδημαϊκοί στα πεδία της Ιστορίας, της θεολογίας, της αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα σήμανσης αρκετές δεκαετίες. Επί παραδείγματι, η Complete Jewish Bible αναφέρει στην Εισαγωγή της: «Οι συντομογραφίες “B.C.E.” [δηλ. Π.Κ.Χ.] και “C.E.” [δηλ. Κ.Χ.], που σημαίνουν “Πριν την Κοινή Χρονολογία” και “Κοινή Χρονολογία” αντίστοιχα, χρησιμοποιούνται από την Ιουδαϊκή κοινότητα αντί των “B.C.” [δηλ. π.Χ.] και “A.D.” [δηλ. μ.Χ.]». (Jewish New Testament Publications, 1998, σελ. xvii) Βλέπε επί παραδείγματι το άρθρο “Ο Βιβλικός Κανόνας” (Αγγλικά) του καθηγητή Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πέτρου Βασιλειάδη. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούν στα έντυπά τους τις πρόσφατες δεκαετίες αποκλειστικά τη μορφή “Π.Κ.Χ./Κ.Χ.” και συνήθως εξηγούν σε υποσημείωση ότι αυτοί οι όροι σημαίνουν «πριν από την Κοινή μας Χρονολογία» και «της Κοινής μας Χρονολογίας» αντίστοιχα
Οι περισσότερο εμφανείς χρήσεις της σημειολογίας της Κοινής Χρονολογίας έκαναν την εμφάνισή τους πρόσφατα σε μεγάλα μουσεία στον αγγλόφωνο κόσμο: το καναδικό Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο υιοθέτησε το σύστημα της Κοινής Χρονολογίας το 2002, το Ίδρυμα Σμιθσόνιαν κ.α. αν και ανεξάρτητα μουσεία δεν υποχρεούνται να την χρησιμοποιούν. Ακόμη, πολλοί συγγραφικοί οδηγοί τώρα προτιμούν ή επιβάλουν την χρήση της. Ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι αναφέρονται σε χριστιανικές εκκλησίες την καθιστούν υποχρεωτική: για παράδειγμα, αυτός του Επισκoπικού Αββαείου του Μαίρυλαντ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η χρήση της σήμανσης ΠΚΧ/ΚΧ είναι αυξανόμενη στη βιβλιογραφία. Χρησιμοποιείται από το Συμβούλιο Κολεγίων (College Board) στα τεστ ιστορίας, όπως επίσης και σε εκδόσεις της National Geograpic Society και από το Αστεροσκοπείο των Η.Π.Α. Το History Channel χρησιμοποιεί επίσης αυτή την σήμανση σε κάποια από τα θέματά του.
Αντίθετες απόψεις
Η αλλαγή των ημερομηνιών από την π.Χ. ορολογία στην π.Κ.Χ. έχουν δημιουργήσει αντιδράσεις. Ίσως η πιο αξιοσημείωτη, όταν μια π.Χ. αλλάχθηκε σε π.Κ.Χ. ημερομηνία σε μια εξεταστική ερώτηση στην Νέα Νότια Ουαλία, προκάλεσε ερωτήματα και επιθετικές διαμαρτυρίες και στις δύο παρατάξεις του Κρατικού Κοινοβουλίου και την αποδοχή από τον Υπουργό Παιδείας ότι η αλλαγή δεν έπρεπε να έχει γίνει. Όταν η διδασκαλία του τι σήμαινε το σύστημα π.Χ./π.Κ.Χ. εισάχθηκε στην Αγγλική Εθνική Διδακτέα Ύλη το 2002, προέτρεψε την αποστολή γραμμάτων που εξέφραζαν αμηχανία στις εθνικές εφημερίδες.
Επιχειρήματα κατά της ανάδειξης της Κοινής Χρονολογίας περιλαμβάνουν:
*Οι π.Χ. και μ.Χ. χρονολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί για τόσο πολύ χρονικό διάστημα, ώστε έχουν απαλλαχθεί κάπως από τις θρησκευτικές τους εννοιολογικές αποχρώσεις, επιμένουν οι φανατικοί χριστιανοί.
*Το νεότερο σύστημα π.Κ.Χ./Κ.Χ. δεν έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά ευρέως ώστε να γίνει κοινά κατανοητό.
*Τα ονόματα για τους μήνες και τις ημέρες της εβδομάδας προέρχονται από τις ρωμαϊκές και νορβηγικές θρησκευτικές παραδόσεις, οπότε η ονομασία εποχών με βάση την χριστιανική παράδοση δεν θα έπρεπε να βλέπεται ως υποκειμενική.
*Υποβαθμίζει την σημασία της ανάδειξης του Χριστού σε κοινωνίες που έχουν μεγάλη χριστιανική παρουσία.
Η ΛΟΓΙΚΗ αντιτίθενται στην διατήρηση του έτους 1 ως απαρχή της Κοινής Χρονολογίας, επειδή συντηρεί μια χριστοκεντρική παγκόσμια όψη ως εκδαπάνηση ενός θρησκευτικά ουδέτερου συστήματος χρονομέτρησης. Οι υποστηρικτές της σημειολογικής μορφής της Κοινής Χρονολογίας την προωθούν ως μια θρησκευτικά ουδέτερη μορφή, κατάλληλη για διαπολιτισμική χρήση.
Επιχειρήματα υπέρ της καθιέρωσης της Κοινής Χρονολογίας περιλαμβάνουν:
*Το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται από την Δύση έχει γίνει ένα διεθνές πρότυπο. Θα πρέπει να είναι θρησκευτικά και πολιτισμικά ουδέτερο λαμβάνοντας υπόψη τις κουλτούρες που υποχρεώθηκαν να το χρησιμοποιούν από ανάγκη.
*Χρησιμοποιείται ήδη ευρέως από ακαδημαϊκές και επιστημονικές κοινότητες για πάνω από έναν αιώνα και δεν υπάρχει πλήρης έλλειψη εξοικείωσης με αυτό το σύστημα χρονολόγησης. Η παγκόσμια χρήση της χρονολόγησης των ετών σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία έχει την τάση να είναι πολιτισμικά διχαστική. Η χρονολόγηση των μηνών και των ημερών με βάση τους ρωμαϊκούς και σκανδιναβικούς θεούς, όμως, δεν πρέπει να αποτελεί λόγο ανησυχίας καθώς οι ρωμαϊκές και οι σκανδιναβικές θρησκείες είναι στην πραγματικότητα εξαφανισμένες.
*Προωθεί οικουμενικά πρότυπα. Στην αγγλική γλώσσα ο όρος C.E μπορεί επίσης να διαβαστεί και ως Christian Era (χριστιανική εποχή) αντί του Common Era (κοινή εποχή). Ανταποκρίνεται στο οξφορδιανό στυλ και χρησιμοποιείται στα OED και ODWR.
Καίρος ν’ αλλάξουν τα ΛΟΓΙΚΑ κι αυτονόητα
Η Χρονολογία γέννησης του Χριστού κατά τους Χρονικογράφους
Μέσα στο διάβα της ιστορίας και για τη μέτρηση περιορισμένου χρονικού διαστήματος είναι πασίγνωστο ότι ο άνθρωπος επινόησε και εχρησιμοποίησε σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου το έτος, είτε αυτό είναι σεληνιακό, είτε ηλιακό. Για δε τη μέτρηση κάπως περισσοτέρων εκτεταμένων χρονικών διαστημάτων, επινόησε τις λεγόμενες «Χρονολογικές εποχές», που τις μετρούσε με τους ονομαζόμενους «κύκλους ετών», που επίσης ο ίδιος επινόησε.
Αυτοί, λοιπόν, οι τελευταίοι δεν ήσαν τίποτε άλλον παρά μία επαναλαμβανόμενη σειρά ετών, κατά την οποία, είτε εναρμονιζότα, όσον αυτό ήταν δυνατόν, το ηλιακό με το σεληνιακό έτος, είτε δια της περιοδικής επανάληψής τους επαναλαμβανόταν η σύμπτωση της ίδιας μέρας της βδομάδας με την ίδιαν ημερομηνίαν τού μήνα και την ίδια φάση της σελήνης, κάτι, εκτός των άλλων, χρήσιμο και για τις θρησκευτικές γιορτές.
Για τη λειτουργία όμως αυτών των «εποχών» και των «κύκλων» χρειαζόταν να ορισθεί η αφετηρία των. Αλλά, βέβαια, η ίδια η Φύση δεν μας παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο γεγονός, προκειμένου αυτό να μας χρησιμεύσει σαν η αρχή τόσο μιας «Χρονολογικής εποχής», όσον και ενός «κύκλου ετών». Γι’ αυτό και ποτέ δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι, κάθε τέτοια μέτρηση χρόνου είναι συμβατική, είναι δηλαδή ζήτημα παραδοχής εκ των προτέρων και ανθρώπινης συμφωνίας και, άρα, κάτι το τελείως αυθαίρετο και υποκειμενικό. Περιττεύει, επομένως, να παρατηρήσουμε ότι ο άνθρωπος στην πορεία του κατασκεύασε πολλές και διάφορες τέτοιες «Χρονολογικές εποχές», καθώς και πολλαπλούς «κύκλους ετών», που αμφότερα τα ερευνά η προαναφερθείσα νέα επιστήμη της Χρονολογίας. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα αναφέρουμε μόνο μερικά σχετικά παραδείγματα:
Απ’ την αρχαιότητα, λοιπόν, μας είναι γνωστό ότι διάφοροι συγγραφείς, αστρονόμοι, ηγεμόνες ή ιερείς επέλεγαν ένα σημαντικό κατ’ αυτούς γεγονός και μ’ αυτό σαν αφετηρίαν άρχιζαν να μετρούν το χρόνο, χρονολογώντας τα μετέπειτα γεγονότα. Έτσι π.χ. απ’ τους αλεξανδρινούς συγγραφείς του γ’ π.κ.ε. αιώνα εισήχθη η χρονολόγηση κατά Ολυμπιάδες με αφετηρίαν την Ολυμπιάδα, στην οποίαν αναδείχτηκε ολυμπιονίκης ο Κόροιβος και η οποία αντιστοιχεί στο έτος 776 π.κ.ε. Οι αρχαίοι Έλληνες χρονολογούσαν επίσης «από Αλεξάνδρου» (323 π.κ.ε.) ή «από Σελευκιδών» (312 π.κ.ε.) Ο δε Κλαύδιος Πτολεμαίος (β’ αιώνας μ.κ.ε.), ο μεγάλος αυτός Έλληνας αστρονόμος της αρχαιότητας, χρονολογούσε «από της βασιλείας Ναβονοσάρου» (συγκεκριμένα από 26 Φλεβάρη του έτους 747 π.κ.ε. κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον) αφότου δηλαδή ανακηρύχθηκε αυτός βασιλιάς της Βαβυλώνας.
Οι Ρωμαίοι, έπειτα, ως αρχή χρονολόγησης τους είχαν καθιερώσει το έτος κτίσης της Ρώμης (Ab Urbe Condita. ή A.U.C.) που είχε λάβει τόπον το 753 π.κ.ε. ένας τρόπος χρονολόγησης, που, σημειωτέον, διατηρήθηκε μέχρι τον 6ο μ.κ.ε. αιώνα. Κατά δε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η πλειοψηφία χρονολογούσε από της «εποχής Διοκλητιανού», δηλαδή από τις 29 Αυγούστου του 284 μ.κ.ε. κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον, ημέραν ανακήρυξης του Διοκλητιανού σε Αυτοκράτορα. Μερικοί μάλιστα χριστιανοί χρονολογούσαν με αφετηρίαν το 19ον έτος της βασιλείας τού Διοκλητιανού. Αλλ’ επειδή ο τελευταίος αυτός απεδείχθη ένας από τους σκληρότερους διώκτες του Χριστιανισμού, άρχισε να εδραιώνεται στους Χριστιανούς η αντίληψη ότι κάποτε θα έπρεπε να σταματήσουν να τον αναφέρουν και να τον μνημονεύουν.
Η Γέννηση του Εβραίου Χριστού υπολογιζόμενη «από κτίσεως κόσμου»
Ιδιαίτερην σπουδαιότητα, λόγω της χριστιανικής μετεξέλιξής του έχει ο εβραϊκός τρόπος χρονολόγησης. Είναι δε εντυπωσιακός, διότι ισχυρίζεται ότι αρχίζει απ’ το ίδιον το έτος Δημιουργίας του κόσμου (Anno Mundi. ή Α.Μ.). Έτσι, μολονότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δίνει χρονολογίες ή ημερομηνίες για τη Δημιουργία, η Ιερά Παράδοση των Εβραίων τοποθετεί τη Δημιουργία στις 7 Οκτώβρη του έτους 3761 π.κ.ε. (!!)
Και αφού μιλάμε για εβραϊκή παράδοση, ένας απ’ τους μάρτυρές της, το λεγόμενο βιβλίον των Ιωβηλαίων, έργον Ιουδαίου ιερέα του β’ π.κ.ε. αιώνα, χρονολογεί τα γεγονότα με αφετηρία τη Δημιουργία του κόσμου και οιονεί κατά ένα 50ετη κύκλον (Ιωβηλαίον): τοποθετεί συγκεκριμένα τη μεν παράδοση του Νόμου από το Θεόν στον Μωϋσή επί του όρους Σινά στον γ’ μήνα του έτους 2410, τη δε είσοδον των Εβραίων στη Γη της Επαγγελίας (τη Χαναάν) στο 50ον Ιωβηλαίον. Εφόσον δε σαν Ιωβηλαίον έτος στους Εβραίους ήταν και γιορταζόταν το κάθε 50ον έτος, το 50ον Ιωβηλαίον ήταν το κατ’ εξοχήν Ιωβηλαίον (50×50 = 2.500 έτη από κτίσεως κόσμου).
Μετά δύο περίπου αιώνες, ένας άλλος μάρτυρας της εβραϊκής Παράδοσης, ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος υπολόγιζε το χρόνο Δημιουργίας του κόσμου βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και της εβραϊκής παράδοσης, για λόγους όμως απολογητικούς: Είχε, δηλαδή, σαν στόχο του δια της αρχαιότητας της Παλαιάς Διαθήκης και δια της χρονικής προτεραιότητας του Μωϋσή να αποδείξει τη θρησκευτικήν ανωτερότητα των Εβραίων σε σχέση με τους «μεταγενέστερους» και άρα «κατωτέρους» Έλληνες φιλόσοφους και ποιητές. Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμεν ότι δεν ήσαν μόνον oι Εβραίοι, που χρησιμοποιούσαν αυτό το περί «αρχαιότητας» και άρα, «ανωτερότητας» θρησκευτικούς επιχείρημα των Εβραίων σε σχέση με τους Έλληνες σοφούς. Το ίδιον έκαναν πολλοί Χριστιανοί και μάλιστα Ελληνες.
Περιοριζόμαστε στο Θεόφιλον, επίσκοπον Αντιοχείας, ο οποίος στο γ’ βιβλίον του έργου του «Προς Αυτόλυκον» αναπτύσσει μία λεπτομερή χρονολόγηση της βιβλικής Ιστορίας, υπολογίζοντας ότι από τον Αδάμ μέχρι τον αυτοκράτορα Μάρκον Αυρήλιο διέρρευσαν 5695 έτη. Δεδομένου δε ότι, ως είναι γνωστό, ο Μάρκος Αυρήλιος πέθανε το έτος 180 μ.κ.ε. η Δημιουργία, κατά το Θεόφιλο, έγινε το 5515 π.κ.ε. αριθμός, που συνάμα αποτελεί την από κτίσεως κόσμου χρονολογία γέννησης του Χριστού, κατά το Θεόφιλο. Ο επίσκοπος αυτός έκανε τους υπολογισμούς του χωρίς καμίαν συνειδητή και ρητή αναφορά εις την χρονολογία του Χριστού, ούτε, επομένως, ειδικά εις τη γέννησή του, την οποίαν όμως εμείς, μελετώντας τους δικούς του υπολογισμούς, συμπεραίνομε. Αλλ’ ούτε και οδηγήθηκε ο Θεόφιλος σ’ αυτούς τους υπολογισμούς ελαυνόμενος από κάποια μυστικιστική ιδέα ή διάθεση, όπως έκαναν άλλοι, καθώς θα δούμε παρακάτω. Ο επίσκοπος Αντιόχειας απλώς προχώρησε εκτιμώντας προσωπικά και εξηγώντας κατά την κρίση του, όσα χρονολογικά δεδομένα του παρέσχε η μελέτη της Βίβλου.
Ο προαναφερθείς όμως αυτός απολογητικός σκοπός Ιουδαίων και Χριστιανών διανοούμενων, ήταν το ένα μόνον ελατήριο, που κινούσε τους αρχαίους Χρονολόγους και Χρονογράφους. Αλλ’ όπως ήδη υπαινιχτήκαμε, υπήρχε και άλλον αποδειχθέν παντοδύναμο κίνητρο σ’ αυτούς, καθώς προκύπτει από τα ακόλουθα: Ενωρίς ήδη επεκράτησαν σε αρχαίους χριστιανούς συγγραφείς κάποιες παράξενες αντιλήψεις και τουταυτό μυστικιστικές ιδέες, προερχόμενες απ’ το χώρον του Ιουδαϊσμού, και που συχνά είχαν αιρετικές προεκτάσεις και διαστάσεις. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, συγκεκριμένα η πεποίθηση ότι η διάρκεια ύπαρξης και ζωής του κόσμου αντιστοιχεί στις εξ ημέρες της Δημιουργίας του. Αλλά, πως έφθαναν σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Η Παλαιά Διαθήκη, για να δείξει την αιωνιότητα και το χρονικά απεριόριστο του Θεού, πράγματι λέγει ότι «χίλια έτη στα μάτια του Θεού είναι σαν μια μέρα», άρα και αντίστροφα, μια μέρα σαν χίλια έτη. Βασιζόμενοι, λοιπόν, σ’ αυτόν το λεκτικό και εκφραστικό τρόπον της Γραφής, και επειδή, κατ’ αυτήν, η Δημιουργία διάρκεσε μόνον εξ ημέρες, συμπέραιναν ότι, άρα, η διάρκεια του κόσμου θα είναι συνολικά (6 χ 1.000 = ) 6.000 έτη. Και συνέχιζαν: Με το τέλος των 6.000 ετών, όπως στη Δημιουργία η έβδομη μέρα ήταν ημέρα ανάπαυσης του Δημιουργού, έτσι και στην ζωή του κόσμου, θα επακολουθήσει η λεγόμενη σαββατική ανάπαυση της αιωνιότητας, ή η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή, η δεύτερη παρουσία του Χριστού, ή η έναρξη της βασιλείας του Χριστού. Επρόκειτο, δηλαδή, για ύποπτες αντιλήψεις, που προέρχονταν από, αλλά και οδηγούσαν, σε ένα εβραϊκής καταγωγής κρυπτοχιλιασμόν. Το περίεργο δε είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις κάνουν την εμφάνισή τους απ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και ότι τις συναντάμε ήδη στη λεγόμενη «Επιστολή Βαρνάβα», στον άγιο Ειρηναίο, στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα και στον άγιο Ιππόλυτο.
Επί πλέον, δύο απ’ αυτούς, ο Κλήμης Αλεξανδρέας και ο Ιππόλυτος, είναι και οι πρώτοι, που διατυπώνουν την άποψη ότι η γέννηση του Χριστού πρέπει να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτήν την έκτη χιλιετία από κτίσεως κόσμου. Φαίνεται δε ότι οδηγήθηκαν σ’ αυτό το συμπέρασμα εκ της μελέτης της μακραίωνης Ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως τη διηγείται η Βίβλος και την οποίαν ιστορία μας την παρουσιάζουν σαν μία μακράν προετοιμασία της ανθρωπότητας και μίαν εναγώνια αναμονή του Λυτρωτή. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπον ο ένας απ’ τον άλλον, όπως θα δούμε, τη χρονολογία της γέννησης του Χριστού.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε αμέσως ότι γενικότερα και εκτός κάποιων εξαιρέσεων, αυτή η χρονολογία της γέννησης του Χριστού αποκρυσταλλώθηκε ακριβώς εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Έτσι, το έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου σημαίνει το χωρισμό ανάμεσα στο χρόνο υπόσχεσης και αναμονής του Μεσσία, απ’ τη μιαν και στο χρόνο της εκπλήρωσης και πραγματοποίησης της υπόσχεσης έλευσης του μεσσία Χριστού, απ’ την άλλην.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στους Χρονολογικούς Πίνακες των δύο πρώτων μ.κ.ε. αιώνων συνήθως δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπον του Χριστού, ούτε ειδικότερα στη γέννησή του, είτε καθ’ αυτήν είτε και σαν αφετηρία μιας νέας περιόδου, διότι οι χρονολογήσεις αφορούσαν σφαιρικά στη βιβλικήν Ιστορία, δηλαδή στο σύνολό της. Μόνον αργότερα, στον Κλήμεντα και στους Χρονολογικούς Πίνακες τού Ιουλίου Αφρικανού και τού Ιππόλυτου συμπεριελήφθη και η Γέννηση τού Χριστού.
1) Κλήμης ο Αλεξανδρέας για τη χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (πέθανε ολίγον προ τού 215 μ.κ.ε.) πραγματεύεται για την αρχαία χρονολογία με την προοπτικήν, που προαναφέραμε. Παρουσιάζει την αρχαιότητα τού κόσμου και μας δίνει επίσης ορισμένες ενδείξεις περί της χρονολογίας γενικότερα του Χριστού. Βέβαια, το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν του το προσήλκυσε η τότε έριδα περί του Πάσχα. Σχετικά λοιπόν με τη Χρονολογία γέννησης του Χριστού, κατά τον Κλήμεντα, μαθαίνομε απ’ το μεταγενέστερο βυζαντινό χρονογράφο Μαλάλαν, ο οποίος δυστυχώς δεν παραθέτει αυτούσιο το κείμενο τού Κλήμεντα, ότι ο Κλήμης την τοποθετούσε «τη έκτη ημέρα της χιλιάδος». Μολονότι δε η διατύπωση δεν είναι σαφής, όμως η έκφραση αυτή ανακλά την ίδια μυστικιστική ιδέαν περί της 6000ετούς διάρκειας τού κόσμου, σαν αντίστοιχης της εξαήμερης Δημιουργίας.
Πιο συγκεκριμένα όμως, εκείνο που θέλει να δηλώσει ο Μαλάλας μ’ αυτήν την πληροφορία, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενά του, είναι το ίδιον το έτος 6000, στο οποίον ο ίδιος τοποθετεί την σταύρωση και ανάσταση του Χριστού. Είναι όμως περισσότερο από αμφίβολο να διακρίνουμε σ’ αυτόν τον υπολογισμό του Μαλάλα τη γνήσια σκέψη του Κλήμεντα, ο οποίος διετύπωσε την άποψή του στο σύγγραμμά του «Περί τού Πάσχα», το οποίον όμως δυστυχώς και χάθηκε για μας, ενώ για το Μαλάλα ήταν κάτι το προσιτό.
Η αρχαιότερη, πάντως, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή μας μαρτυρία για το έτος (χρονολογίαν) και την ημέραν (ημερομηνίαν) της γέννησης του Χριστού ανάγεται στο 210 μ.κ.ε και προέρχεται απ’ αυτόν τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος, σ’ ένα άλλο έργον του, τους «Στρωματείς», για το μεν έτος γέννησης του Χριστού σημειώνει σαν και δικήν του γνώμη την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικοστώ έτει, ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου». Για δε την ημερομηνία της γέννησης, γράφει στην συνέχεια: «Εισί δε οι περιεργότερον τη Γενέσει τού Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φάσιν έτους κη’ Αυγούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» (20 Μαΐου), άποψη, που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά, απαξιωτικά και απορριπτικά («εισί δε οι περιεργότερον φασίν»). Στην συνέχεια ο ίδιος ο Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλλους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία Γέννησης του Χριστού τη 19ην,ή την 20ην Απρίλη («και μην τινές αυτών φασι Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ’ και κε’»).
Εξ άλλου, και για να ολοκληρώσουμε τη θεώρησή μας για τον Κλήμεντα, παρατηρούμε και τα εξής:
Σ’ εκείνα τα χρονολογικά συστήματα, που τοποθετούν κατά τρόπο μυστικιστικό τη γέννηση του Χριστού, είτε, δηλαδή, στο 5.500, είτε στο 5501 από κτίσεως κόσμου, οι χρονολογίες αυτές δεν αποτελούν ούτε αρχήν κύκλου, ούτε συνάμα αρχήν αιώνα. Γεννιέται, λοιπόν, εύλογο το ερώτημα: Άραγε δεν υπήρξαν άλλα «συστήματα Χρονολογικών Εποχών», που να τοποθετούσαν τη γέννηση του Χριστού στην αρχήν κύκλου, που να ήταν αυτός συνάμα και αρχή αιώνα; Μια καταφατική απάντηση θα διαφώτιζε δύο περιπτώσεις «Χρονολογικών Εποχών», που εκ πρώτης όψης φαίνονται παράξενες: αυτήν τού Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος τοποθετεί τη γέννηση τού Χριστού στο 5590 από κτίσεως κόσμου και εκείνην τού Ευσέβιου, ο οποίος χρονολογεί το ίδιο γεγονός με το έτος 5199, επίσης από κτίσεως κόσμου.
Ο Κλήμης, επίσης, στο σύγγραμμα του «Στρωματείς» χρονολογεί τη γέννηση του Χριστού 194 έτη από το θάνατον του Κομμόδου και 5784 από κτίσεως κόσμου μέχρι αυτό το ίδιο γεγονός. Ο Grumel διορθώνει ένα ψηφίο του έτους αυτού, ώστε ο αριθμός από 5784 να διορθωθεί σε 5794, έτσι ώστε να μεσολαβήσουν από τη Δημιουργία του κόσμου μέχρι τη γέννηση του Χριστού 5.600 χρόνια (δηλαδή, = 5794 – 194). Αλλά, γιατί ο αριθμός 5600 αντί του γνωστού 5500;
Ασφαλώς γιατί ο αριθμός 5600 συνδυάζει δύο πλεονεκτήματα: Απ’ τη μιαν επειδή αναμφίβολα αντιστοιχεί στον κύκλο 8 ετών, του οποίου ο αριθμός αυτός είναι πολλαπλάσιο, και, δεύτερο, για το λόγο ότι αυτός είναι το πλησιέστερο στο μέσον της έκτης χιλιετίας επαιώνιο πολλαπλάσιό του. Έτσι, η γέννηση του Χριστού θα τοποθετείτο στο 5601 από κτίσεως κόσμου, που είναι ταυτόχρονα και αρχή αιώνα και αρχή κύκλου. Είναι η υπόθεση, που κάνει ο Grumel.
2) Ιούλιος Αφρικανός και η γέννηση τού Χριστού
Ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός γεννήθηκε στην Aeliam Capitolinam, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ονομάστηκε από τους Ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. Δεν είναι δε τυχαίο ότι, όσοι αυτήν ειδικά την περίοδο ασχολήθηκαν με την ιστορία και χρονολογία, προέρχονταν από την Παλαιστίνη, όπου προφανώς υπήρχε κάποια παράδοση, αλλά και ενδιαφέρον για την ιστορία της εκκλησίας και του Χριστού. Ο Αφρικανός με το έργο του, που, κατά τον Ευσέβιον, το ονόμασε «Χρονογραφίαι» αναδείχθηκε σε «πατέρα της χριστιανικής χρονογραφίας». Αλλ’ όπως διαμορφώθηκε αυτή απ’ τον Αφρικανό, αποτελεί προέκταση τού εβραϊκού χιλιασμού, κατά τον οποίον η ανθρώπινη Ιστορία θα ολοκληρωνόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας.
Εξ επόψεως, πάντως, χριστιανικής η χρονογραφία του ή, όπως αλλιώς ονομάζεται: η «Περιγραφή των χρόνων» από Δημιουργίας του Αδάμ και όχι ab origine mundi μέχρι υπατείας Γκράτου και Σέλευκου (221 μ.κ.ε.), είναι σημαντικότατη. Απ’ αυτήν σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα. Πρόκειται για παράλληλη ιστορία των βιβλικών γεγονότων με την ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία από Αδάμ μέχρι το 221 μ.κ.ε.
Ο Αφρικανός υιοθετεί την προγενέστερη του χιλιαστική αντίληψη ότι ο κόσμος επρόκειτο να διαρκέσει 6.000 χρόνια, οπότε και θα εισέλθει στην τελική του φάση, που είναι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού. Ως προς δε τη χρονολογία της ζωής τού Χριστού, ο Αφρικανός τοποθετούσε στο 5531 από κτίσεως κόσμου την «παρουσία και ανάστασι τού Χριστού», εννοώντας μ’ αυτά την σταύρωση και ανάσταση. Τη δε γέννηση έθετε εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Οι αντιλήψεις όμως του Αφρικανού απαιτούσαν τα μεν 5500 έτη να έχουν ήδη παρέλθει, η δε έλευση τού Χριστού να έλαβε τόπο όχι στο 5500, αλλά στις αρχές τού 5501. Μόνον έτσι πρέπει να αντιληφθεί κανείς την τοποθέτηση του Αφρικανού. Πράγματι, έτσι κατανόησε την άποψη τού Αφρικανού και ο Γεώργιος Σύγκελλος, ο οποίος μας διευκρινίζει ότι ο Ιούλιος Αφρικανός τοποθετούσε στον έτος 5500 όχι τη γέννηση, αλλά τη θεία ενσάρκωση, πράγμα – λέγει ο Σύγκελλος -σύμφωνο με την αποστολική παράδοση. Ο Σύγκελλος όμως ψέγει τον Αφρικανό μόνο για το ότι έπεσε έξω στους υπολογισμούς του για την Σταύρωση, που την τοποθετούσε στο 5531 από κτίσεως κόσμου.
Αλλά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Γεώργιος Σύγκελλος εκτιμώντας τις χρονολογίες των προκατόχων του Χρονογράφων δεν βλέπει παρά μόνον τους αριθμούς των χρονολογιών, χωρίς να ασχοληθεί με την αληθινή ιστορική αντιστοιχία των, που μάλλον δε την εγνώριζε. Έτσι, π.χ. εγκωμιάζει τον Αφρικανό, επειδή θέτει την ενσάρκωση του Χριστού στο 5500, όπως δηλαδή κάνει και ο ίδιος και δεν συνειδητοποιεί ότι η μεν δική του χρονολογία, 5500, αντιστοιχεί στο έτος 8 της χρονολογίας μας, ενώ εκείνη του Αφρικανού αντιστοιχεί στο έτος -2.
Εξ άλλου, συγκρίνοντας γενικότερα τον Αφρικανό με τον Κλήμεντα, βλέπομε ότι στο ζήτημα της χρονολογίας ο πρώτος είναι πολύ πιο προχωρημένος απ’ το δεύτερον. Κι’ αυτό διότι ο Αφρικανός χρησιμοποίησε χρονολογικούς Πίνακες και δεδομένα χρονολογικά από τον Αλέξανδρον τον Πολυΐστορα, τον Κάστορα το Ρόδιον και το Μανέθωνα. Στην πραγματικότητα όμως απώτερος στόχος του ήταν να εντάξει την Ιστορία σε ένα χιλιαστικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίον η συντέλεια των αιώνων θα ερχόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας. Για τον Αφρικανό, τα ιστορικά γεγονότα από μόνα τους δεν είχαν καθοριστικό ρόλο, ούτε είχαν ιδιαίτερη σημασία. Ό,τι προείχε στο σχέδιό του ήταν η χρονολογική ακολουθία και η διαδοχή των γεγονότων με αποκορύφωμα το τέλος της έκτης χιλιετίας.
3) Ιππόλυτος και χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Την ίδιαν σχεδόν εποχή με τον Ιούλιο Αφρικανό και μετά μόλις μερικά χρόνια απ’ αυτόν, έχομε την συγγραφή τριών έργων, που μέχρι προ τίνος αποδίδονται ασυζητητί στον Ιππόλυτο. Οι τρεις αυτές ιστορικές πηγές είναι:
1) Το (Υπόμνημα) εις Δανιήλ, που χρονολογείται από το 203 – 204 μ.κ.ε.
2) Το «Χρονικό» τού Ιππόλυτου.
3) Ο «Πασχάλιος Πίνακας», εγχαραγμένος στο βάθρο ανακαλυφθέντος αγάλματος, που θεωρείται από πολλούς ότι παριστάνει τον Ιππόλυτο. Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι που το 1947 πρώτος ο P. Nautin18 αμφισβήτησε σχεδόν απόλυτα στον Ιππόλυτο την πατρότητα του «Χρονικού», καθώς και του «Πασχάλιου Κανόνα». Ο Nautin συγκεκριμένα υποστήριξε ότι υπό το όνομα Ιππόλυτος πρέπει να δεχθούμε ότι κρύπτονται δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Ο ένας, ονόματι Ιώσηπος, ο οποίος ήταν ρωμαίος πρεσβύτερος και έγινε αντιπάπας, τον οποίο είναι δυνατό να παριστά το ανακαλυφθέν άγαλμα και ο οποίος είναι ο συγγραφέας τού «Χρονικού», καθώς και των έργων, που αναφέρονται χαραγμένα στο βάθρον τού αγάλματος. Ο άλλος, ονόματι Ιππόλυτος, είναι, κατά το Nautin, ανατολίτης επίσκοπος και ο οποίος, μεταξύ άλλων, έγραψε το Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Κατά της θεωρίας του Nautin αντεπεξήλθαν οι G. Bardy, J. Danielou, Μ. Richard, Β. Botte, Β. Capelle και St. Giet, για να περιοριστούμε στους πιο διάσημους, οι οποίοι ομιλούν για ένα και μόνον Ιππόλυτο, συγγραφέα όλων αυτών των έργων και αναίρεσαν την υπόθεση περί Ιώσηπου. Σ’ αυτούς ανταπάντησε ο Nautin επιμένοντας να υποστηρίζει τη θέση του εξ άλλου, ο J. Μ. Hansens υποστήριξε μίαν άλλη θέση, ότι δηλαδή ο Ιππόλυτος ήταν μεν ένας, ήταν και συγγραφέας όλων των έργων, που τού αποδίδονταν μέχρι το 1947, άλλ’ ήταν πρεσβύτερος αλεξανδρινός και μάλιστα μέλος της αίρεσης των Νοβατιανών.
Οι δε V. Loi και Μ. Simonetti, έπειτα, στο συνέδριο εν Ρώμη τού 1976 περί τού Ιππόλυτου, πρότειναν παρόμοια με τις άποψεις τού Nautin. Και αρνούνται μεν αυτοί την ύπαρξη του Ιώσηπου του Nautin, αλλά ομιλούν για δύο συνώνυμους Ιππόλυτους: ένα Ιππόλυτο, ρωμαίο πρεσβύτερο και μάρτυρα, που έγραψε το «Περί Πάσχα» και τον «Πασχάλιον Πίνακα», δεύτερο Ιππόλυτο, ανατολίτη επίσκοπο, συγγραφέα των (Υπομνημάτων) εις Δανιήλ. Μολονότι, λοιπόν, η επιστημονική έριδα συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τις αναφερθείσες τρείς ιστορικές πηγές, διότι κι’ αν υποθέσουμε ότι δεν προέρχονται από τη γραφίδα τού Ιππόλυτου, όμως είναι της ίδιας εποχής. Ούτως η άλλως, δηλαδή, δεν αίρεται η ιστορική τους αξία.
α) Το Υπόμνημα εις Δανιήλ και η Γέννηση τού Ιησού
Οι χρονολογίες τού «Ιππόλυτου» σε σχέση μ’ εκείνες των προκατόχων του βασίζονται σε έδαφος κατά πολύ στερεότερον. Στο Υπόμνημα εις Δανιήλ ο «Ιππόλυτος» μας πληροφορεί ότι ο Χριστός γεννήθηκε ολομεσίς της έκτης χιλιετίας από κτίσεως κόσμου. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει προς τούτο μίαν συμβολική ένδειξη στις διαστάσεις της Κιβωτού τού Νώε: Καθώς μας είναι γνωστόν από την Παλαιά Διαθήκη, αυτή είχε 300 πήχεις μήκος, 50 πλάτος και 30 ύφος. Αυτές, λοιπόν, οι πήχεις, κατά τον «Ιππόλυτο», αντιστοιχούν σε 5500 έτη από κτίσεως κόσμου, «χρόνο, κατά τον οποίον ο Σωτήρας δημιούργησε το δικόν του σώμα, το οποίον είναι κιβωτός χρυσωμένη με καθαρό χρυσάφι, έσωθεν μεν υπό τού Λόγου, έξωθεν δε υπό τού Αγίου Πνεύματος». Επομένως, από το χρονικό σημείο της γέννησης τού Χριστού, πρέπει να υπολογίσουμε 500 έτη ακόμη, για να ολοκληρωθούν τα 6.000 έτη, οπότε και θα επέλθει η συντέλεια τού κόσμου.
β) Ο «Πασχάλιος Πίνακας» στο βάθρο τού αγάλματος τού «Ιππόλυτου»
Ο συγγραφέας τού Πασχάλιου Πίνακα μας δίδει ρητώς την ημερομηνία Γέννησης τού Χριστού στη δεύτερη σειράν της πρώτης δεκαεξαετίας τού 112ετούς κύκλου του. Πρόκειται συγκεκριμένα για μίαν Τετάρτη, 2 τού Απρίλη. Αυτήν δε την ημέραν της εβδομάδας μ’ αυτήν την ημερομηνία την έχομε κατά το έτος 224 μ.κ.ε. Πρέπει, επομένως, να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν την ημερομηνία και σ’ εκείνην της γέννησης του Χριστού ή ένα μεσοδιάστημα 112 ετών, ή ένα πολλαπλάσιο των 112 ετών. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν παρά να πρόκειται εδώ για το έτος 224 (112×2). Άρα, αυτή η διαφορά καταλήγει να τοποθετήσει τη γέννηση του Χριστού στο 5502. Δηλαδή αυτή θέτει το γεγονός της γέννησης στο έτος -2 της «Χρονολογικής Εποχής» τού «Ιππόλυτου». Αυτά κατά τον Πασχάλιο Πίνακα τού «Ιππόλυτου».
γ) «Χρονικό Ιππόλυτου» και χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Ο «Ιππόλυτος» έγραψε τα πέντε βιβλία τού «Χρονικού» του πιθανότατα εμπνεόμενος από το έργον τού Αφρικανού καθώς και από το χρονολογικό τμήμα των «Στρωματέων» του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα. Ευθύς όμως εξ αρχής πρέπει να σημειώσουμε ότι ο «Ιππόλυτος» συνέθεσε το σύγγραμμα του προκειμένου να δώσει απάντηση στις εσχατολογικές και χιλιαστικές προσδοκίες, τις οποίες διάφοροι σύγχρονοι του με αυτοσχέδιους χρονολογικούς υπολογισμούς προκαλούσαν τότε σε κάποιες χριστιανικές κοινότητες και τις ετάραζαν.
Κατά το «Χρονικό», λοιπόν, τού «Ιππόλυτου», το σύνολον των ετών από Δημιουργίας μέχρι της Εξόδου είναι 3811, στα οποία, προσθέτοντας τα 1688 έτη από της Εξόδου μέχρι τη γέννηση του Χριστού, έχομε το σύνολον 5499 (= 3811 + 1688) ετών. Αυτός είναι ο συνολικός αριθμός ετών, που διέρρευσαν από της Δημιουργίας μέχρι το προ της γέννησης του Χριστού έτος. Άρα και κατά το «Χρονικό» του «Ιππόλυτου» η ίδια η γέννηση του Χριστού φαίνεται να επισυνέβη το 5.500 από κτίσεως κόσμου. Αυτή, λοιπόν, είναι η «Χριστιανική Εποχή» τού «Ιππόλυτου», εάν βέβαια έχουμε ως αφετηρία ότι η πασχαλινή σελήνη κατά τη Δημιουργία έλαβε χώρα, κατά τον ίδιον «Ιππόλυτο», στις 29 Μάρτη, ημέραν Πέμπτη. Διερωτώμεθα πάντως: μας είναι δυνατό να υποθέσουμε και άλλον σύστημα υπολογισμού, που κι’ αυτό να τοποθετεί τη γέννηση του Χριστού στο έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου;
Ο Grumel στο σημείο αυτό δίνει την εξής λύση: μειώνει κατά δύο έτη την παραδοσιακή ημερομηνία σταματώντας μας στο 7ο έτος της 7ης δεκαεξαετίας: η κατά «κύκλους», δηλαδή, επανάληψη μας οδηγεί, σ’ αυτήν την περίπτωση, στο έτος 324 της δικής μας χρονολογίας. Τούτο μας δίνει μία Χρονολογική Εποχή του «Ιππόλυτου» από κτίσεως κόσμου των 5501 ετών, όπου το έτος 1 της Διονυσιακής Εποχής αντιστοιχεί προς το έτος 5.502 της εποχής του «Ιππόλυτου». Επομένως, η Χριστιανική Εποχή του «Ιππόλυτου» μειώνεται επίσης κατά δύο έτη. Έτσι, φθάνομε στο έτος 5500, έτος που μας υποδεικνύει ο «Ιππόλυτος» και στο Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Άρα, κατά τον «Ιππόλυτο», ο Χριστός γεννήθηκε μία 2 Απρίλη και πέθανε μίαν 25 Μάρτη. Επομένως, πέθανε το έτος 5530 της Χρονολογικής Εποχής του «Ιππόλυτου» που την υποθέσαμε και που είναι το έτος 31 της Χριστιανικής Εποχής τού «Ιππόλυτου», και το 29 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος δε, κατά το «Χρονικό» του, η γέννηση τού Χριστού είναι το 5.500 αντί τού 5502 και η Χρονολογική Εποχή από κτίσεως κόσμου είναι το 5501 αντί τού 5503.
4) Ανατόλιος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας
Έζησε τον γ’ αιώνα και πέθανε περί το 282 μ.κ.ε. Γεννήθηκε στη Αλεξάνδρεια, όπου ίδρυσε μίαν αριστοτελίζουσα Φιλοσοφική Σχολή και πέτυχε να καταλάβει έδρα εις την Σύγκλητο. Κατά δε την πολιορκία τού αλεξανδρινού προαστίου, τού Βρούχιου, με την επανάσταση επί Έπαρχου Αιμιλιανού (262 μ.κ.ε.) επινόησε ένα στρατήτηγημα, για να ανακουφίσει τους συμπολίτες του Χριστιανούς. Αμέσως μετά χειροτονήθηκε υπό του Θεότεκνου, επίσκοπου Καισαρείας της Παλαιστίνης βοηθός επίσκοπος του. Αλλά ταξιδεύοντας το 268, για να λάβει μέρος στην σύνοδο της Αντιόχειας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο αιρετικός Παύλος ο Σαμοσατέας, και διερχόμενος από τη Λαοδίκειαν της Συρίας, κρατήθηκε σχεδόν βίαια σαν επίσκοπος αυτής της πόλης από τους εκεί χριστιανούς, επειδή πρόσφατα είχε αποθάνει ο επίσκοπος τους Ευσέβιος.
Ο Ανατόλιος υπήρξε ανήρ υψηλότατης μόρφωσης με εξ ίσου μεγάλη φήμη και διασημότητα και εθεωρείτο κορυφή υπό τού Ευσέβιου και υπό τού άγιου Ιερώνυμου, δυστυχώς όμως τα συγγράμματα του δεν εσώθησα. Πάντως οι χρονολογικές και αστρονομικές του απόψεις επηρέασαν τις αποφάσεις ακόμη και της μεταγενέστερης του Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Σε δική του δε εισήγηση αποδίδεται και η κατόπιν επικρατήσασα βυζαντινή «Χρονολογική Εποχή» και ο αντίστοιχος «κύκλος ετών», που τελικά επιβλήθηκε.
Μεταξύ, λοιπόν, των έργων του περιλαμβανόταν και μία πραγματεία περί υπολογισμού της ημερομηνίας του εκάστοτε Πάσχα, βασισμένου στο 19ετή κύκλο, που είχε επινοηθεί από τον αρχαίο Αθήναιον αστρονόμο Μέτωνα, αλλά που αποτέλεσε αντικείμενο πρότασης και εισήγησης τού ίδιου τού Ανατόλιου στους σύγχρονους του. Ο Ιστορικός Ευσέβιος, μάλιστα, μας διασώζει ένα απόσπασμα απ’ αυτό το σύγγραμμα του επίσκοπου Λαοδίκειας. Μελετώντας τον υπό του Ανατόλιου εισαχθέντα 19ετή κύκλον, οδηγούμεθα και στη Χρονολογική Εποχή από κτίσεως κόσμου, δηλαδή στο 5788, που αντιστοιχεί στο έτος 287 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος επισημαίνομε ότι ο κύκλος, που υιοθέτησε ο Ανατόλιος, δεν είχε θεμέλιο και βάση συμβατική, αλλ’ εβασίζετο εις το φυσικό φαινόμενο της Ισημερίας, ως δε έτος γέννησης του Χριστού εδέχετο το 5501 από κτίσεως κόσμου.
***
Όπως βλέπουμε ακόμη και η γέννηση του Χριστού είναι το ίδιο μυθολογική όπως και η ίδια η ύπαρξη του. Κάθε ερευνητής και μια ημερομηνία, κάθε ιστορικός και το δικό του μπαϊράκι. Δεν ξαφνιάζει όμως, έτσι γίνεται όταν τα ανθρώπινα ζώα θέλουν να επιβάλουν ψέματα και αρλούμπες ως «μοναδικές αλήθειες», ειδικά όταν αυτές τις Μεγάλες Αλήθειες τις εξέφρασαν απολύτως όλοι οι Μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι. Μέχρι σήμερα τίποτε νεότερο δεν έχει προστεθεί στα λεγόμενα τους. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η χρονολόγηση είναι απολύτως αυθαίρετη κι ανθρώπινη επινόηση !! γι’ αυτό εμείς στο terrapapers [από την εποχή της miastala.com] χρησιμοποιούμε την ΛΟΓΙΚΗ χρονολόγηση ως π.κ.ε. και μ.κ.ε. γνωρίζοντας ότι ακόμη κι αυτό είναι αυθαίρετο, χρειαζόμαστε όμως ένα μέτρο χρονολογικής γραφής για να μπορούμε να συνεννοηθούμε, επιλέγουμε να μην αναφερόμαστε σε θρησκευτικές και δη χριστιανικές ανοησίες.
Για αναφορά σε χρονολογίες πριν από το έτος 1, το οποίο για τις χριστιανικές θρησκείες συμπίπτει με την εμφάνιση του Ιησού στη Γη, χρησιμοποιείται είτε η συντομογραφία π.Χ. (προ Χριστού), είτε κάποια θρησκευτικά ουδέτερη εναλλακτική, όπως οι συντομογραφίες Π.Κ.Χ. (Πριν από την Κοινή Χρονολογία), Π.Κ.Ε. (προ Κοινής Εποχής) ή Π.Κ.Π. (πριν από την Κοινή Περίοδο). Όσον αφορά χρονολογίες μετά το έτος 1, οι οποίες αναφέρονται συνήθως ως μ.χ. (μετά Χριστόν), χρησιμοποιούνται επίσης οι συντομεύσεις Κ.Χ. (της Κοινής Χρονολογίας), Κ.Ε. (Κοινής Εποχής) ή Κ.Π. (της Κοινής Περιόδου). Στα αγγλικά οι αντίστοιχοι όροι είναι B.C.E. ή BCE που σημαίνει “Before Common Era” και C.E. ή CE που σημαίνει “Common Era”. Για την συντομογραφία Π.Κ.Π./Κ.Π. βλέπε για παράδειγμα στην [Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, Ιακώβ Μπενμαγιόρ http://www.jmth.gr/web/thejews/pages/pages/historyGR.htm] του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης]
Αν και η «κοινή χρονολογία», ή αλλιώς «κοινή εποχή», ήταν όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από ορισμένους χριστιανούς σε μια χρονική περίοδο που ο χριστιανισμός ήταν η πιο ευρέως διαδεδομένη θρησκεία στη Δύση, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται πλέον ως θρησκευτικά ουδέτερος εναλλακτικός όρος ο οποίος έχει τα αντίστοιχά του και σε άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, στην κινεζική γλώσσα χρησιμοποιείται μια μετάφραση αυτού του όρου, γκονγκ γιουάν (公元) για την χρονολογική καταγραφή. Ο όρος γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτός ως πολιτικά ορθός (politically correct) και θρησκευτικά ουδέτερος, για την αποδέσμευση της περιοδολόγησης και των χρονολογικών συστημάτων από τις θρησκειολογικές τους προεκτάσεις, προκειμένου να καθιερωθεί ένα παγκόσμιο σύστημα χρονολόγησης αποδεκτό από τις διαφορετικές θρησκείες του κόσμου.
Η χρονολογία και η καταγραφή της
Η ημερολογιακή πρακτική που έκανε αναγκαίο τον όρο “κοινή χρονολογία” είναι το σύστημα αρίθμησης των ετών, με εκκίνηση το έτος που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο υποτιθέμενος Χριστός. Ωστόσο η εκτίμηση εκείνη αποδείχτηκε ανακριβής, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι ο Χριστός υποτίθεται ό,τι γεννήθηκε περίπου το 2 με 7 Π.Κ.Χ. Το ημερολογιακό σύστημα βάσει της γέννησης του Χριστού επινοήθηκε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το έτος 525 κατόπιν εντολής του Πάπα Ιωάννη Α’ χρησιμοποιώντας τη λατινική συντομογραφία A.D. (στη λατινική, anno Domini, που σημαίνει στο έτος του Κυρίου [μας] το οποίο στην ελληνική γραμματεία αντιστοιχήθηκε με το “μ.χ.” μετά Χριστόν) για τον προσδιορισμό των ετών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για αιώνες καθώς γύρω στον όγδοο αιώνα άρχισε η ευρύτερη χρήση τους. Ο πρώτος χρονικογράφος που χρησιμοποίησε τον όρο “A.D.” (μ.χ.) ήταν ένας αφρικανός ιστορικός του έβδομου αιώνα. Λίγο αργότερα, ο αγγλοσάξωνας ιστορικός και θεολόγος Βέδας έκανε χρήση του λατινικού όρου “ante incarnationis dominicae” (που σημαίνει “πριν την ενσάρκωση του Κυρίου”) η οποία αποτελεί αντίστοιχο αντίστοιχο του όρου B.C. (π.χ.) για να προσδιορίσει τα έτη που προηγούνται του πρώτου έτους αυτής της περιόδου, στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Λαού.
Ο όρος “κοινή χρονολογία/εποχή” αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο αναφοράς σε αυτή την χρονική περίοδο. Σύμφωνα με αυτή την ονοματολογική σύμβαση, η Γαλλική επανάσταση έγινε το έτος 1789 και ο άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι το έτος 1969. Όσοι χρησιμοποιούν την ονοματολογία της «κοινής χρονολογίας» θεωρούν ότι αυτές είναι χρονολογίες «της κοινής [μας] χρονολογίας».
Όταν χρησιμοποιείται ως αντικατάσταση της σήμανσης “π.Χ./μ.Χ” ο όρος «της κοινής [μας] χρονολογίας» συντομογραφείται ως «Κ.Χ.» και είναι το ακριβές αριθμητικό αντίστοιχο του «μ.Χ.» Αντίστοιχα, η περίοδος πριν από την κοινή μας χρονολογία καλείται «Π.Κ.Χ.» (πριν την Κοινή [μας] Χρονολογία) και είναι το ακριβές αντίστοιχο του «π.Χ.» Και στις δύο περιπτώσεις, η συντομογραφία τοποθετείται μετά το έτος, οπότε γράφουμε πως ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 Π.Κ.Χ. (ή 384 π.Χ.) και ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε το έτος 1821 Κ.Χ. (ή 1821 μ.Χ.).
Σε κάποιες (σπάνιες) περιπτώσεις, μπορεί κανείς να βρει τη συντομογραφία “e.v.” ή “EV” (Era Vulgaris) αντί του «Κ.Ε.» που σημαίνει «κοινή εποχή» στα λατινικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα θεολογικών έργων αναφοράς είναι το The Anchor Bible Dictionary (Doubleday, 1992) και η Encyclopedia of Christianity (Oxford University Press, 2005).
Οι πηγές προέλευσης
Σύμφωνα με τον Πίτερ Ντάνιελς (γλωσσολόγο εκπαιδευμένο στα πανεπιστήμια του Κορνέλ και του Σικάγο): Τα ΚΕ και ΠΚΕ άρχισαν να χρησιμοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες, πιθανώς αρχικά από τις μελέτες της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής, όπου (α) υπάρχουν πολλοί Εβραίοι μελετητές και (β) η ονομασία των ετών βάσει μιας χριστιανικής εποχής είναι άσχετη. Είναι, πράγματι, θέμα ευαισθησίας.
Ωστόσο, ο όρος “κοινή εποχή” έχει προϊστορία. Σε βιβλίο του, ο Άγγλος επίσκοπος Χάμφρεϊ Πριντό (Humphrey Prideaux) έγραψε το 1716: «Η κοινή εποχή, με την οποία υπολογίζουμε τα χρόνια από την ενσάρκωσή του». Το 1835, στο βιβλίο του, “Ζωντανοί χρησμοί” (Living Oracles), ο Αλεξάντερ Κάμπελ έγραψε “η κοινή Εποχή, ή Anno Domini (το έτος του Κυρίου)· το τέταρτο έτος του Χριστού, το πρώτο εκ των οποίων δεν ήταν παρά οκτώ ημέρες.” Στο άρθρο της για την Χρονολόγηση, η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1908 χρησιμοποιεί την πρόταση: “Πρώτη ανάμεσα σε αυτές [τις χρονολογικές εποχές], είναι αυτή που έχει υιοθετηθεί τώρα από όλους τους πολιτισμένους λαούς και είναι γνωστή ως η Χριστιανική Κοινή εποχή, στης οποίας τον εικοστό αιώνα ζούμε τώρα”. Στα αγγλικά αποσπάσματα που παρατίθενται στην προηγούμενη παράγραφο, το πρωτότυπο έχει τη λέξη vulgar, που έχει φτάσει να σημαίνει “άκομψος”, “χυδαίος”, αλλά για λόγους που αναλύονται αμέσως μετά, μεταφράστηκε “κοινός”.
Ο όρος “κοινός” προέρχεται από το λατινικό vulgāris (από το vulgus, ο κοινός, συνηθισμένος κόσμος), που σημαίνει “σχετικός με τον κοινό κόσμο, καθημερινός, συνηθισμένος”, και δείχνει ότι το σύστημα χρησιμοποιούταν ευρέως, ακόμα και από ανθρώπους που δεν πίστευαν στην θεότητα του Ιησού.
Η πρώτη Εβραϊκή χρήση του όρου είναι στην επιγραφή μιας ταφόπλακας σε ένα Εβραϊκό νεκροταφείο, στο Πλύμουθ της Αγγλίας: Ενθάδε κείται η εντιμότητά του, ο Ιούδα, υιός της εντιμότητάς του, του Ιωσήφ, πρίγκηπας και τιμημένος ανάμεσα στους φιλανθρώπους, ο οποίος διέπραξε καλές πράξεις, πέθανε στην οικία του στην Πόλη του Μπαθ, Τρίτη, και θάφτηκε εδώ την Κυριακή, 19 του Σίβαν το έτος 5585. Εις μνήμη του Λάιον Ιωσήφ Εσκ (έμπορο από το Φάλμουθ της Κορνουάλη), που πέθανε στο Μπαθ τον Ιούνιο ΑΜ 5585/ VE 1825. Αγαπητός και αξιοσέβαστος.
Αυτή η επιγραφή, όπως οι περισσότερες, χρησιμοποιεί το Εβραϊκό ημερολόγιο (5585), αλλά στο τέλος του καθορίζει το αντίστοιχο στην κοινή χρονολόγηση του δοθέντος στο Εβραϊκό ημερολόγιο έτους, δηλαδή το 1825. Η συντομογραφία VE σημαίνει όπως καθορίστηκε παραπάνω Vulgar Era (“κοινή εποχή”), και πιθανώς χρησιμοποιήθηκε αντί του AD (λατινικό αντίστοχο του μΧ), για να αποφευχθούν Χριστιανικές επιπλοκές.
Σύγχρονοι Ιουδαίοι, Μουσουλμάνοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Ορθόδοξοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Μεννονίτες και άλλων αποχρώσεων συγγραφείς, λόγιοι, θεολόγοι και άλλοι προτιμούν αυτή την ουδέτερη χρονολογική σήμανση “Π.Κ.Χ./Κ.Χ.”, ή τον παρόμοιο όρο “Χριστιανική εποχή” (“C.E.”, ή “Χ.Ε.”). Πολλοί ακαδημαϊκοί στα πεδία της Ιστορίας, της θεολογίας, της αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα σήμανσης αρκετές δεκαετίες. Επί παραδείγματι, η Complete Jewish Bible αναφέρει στην Εισαγωγή της: «Οι συντομογραφίες “B.C.E.” [δηλ. Π.Κ.Χ.] και “C.E.” [δηλ. Κ.Χ.], που σημαίνουν “Πριν την Κοινή Χρονολογία” και “Κοινή Χρονολογία” αντίστοιχα, χρησιμοποιούνται από την Ιουδαϊκή κοινότητα αντί των “B.C.” [δηλ. π.Χ.] και “A.D.” [δηλ. μ.Χ.]». (Jewish New Testament Publications, 1998, σελ. xvii) Βλέπε επί παραδείγματι το άρθρο “Ο Βιβλικός Κανόνας” (Αγγλικά) του καθηγητή Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πέτρου Βασιλειάδη. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούν στα έντυπά τους τις πρόσφατες δεκαετίες αποκλειστικά τη μορφή “Π.Κ.Χ./Κ.Χ.” και συνήθως εξηγούν σε υποσημείωση ότι αυτοί οι όροι σημαίνουν «πριν από την Κοινή μας Χρονολογία» και «της Κοινής μας Χρονολογίας» αντίστοιχα
Οι περισσότερο εμφανείς χρήσεις της σημειολογίας της Κοινής Χρονολογίας έκαναν την εμφάνισή τους πρόσφατα σε μεγάλα μουσεία στον αγγλόφωνο κόσμο: το καναδικό Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο υιοθέτησε το σύστημα της Κοινής Χρονολογίας το 2002, το Ίδρυμα Σμιθσόνιαν κ.α. αν και ανεξάρτητα μουσεία δεν υποχρεούνται να την χρησιμοποιούν. Ακόμη, πολλοί συγγραφικοί οδηγοί τώρα προτιμούν ή επιβάλουν την χρήση της. Ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι αναφέρονται σε χριστιανικές εκκλησίες την καθιστούν υποχρεωτική: για παράδειγμα, αυτός του Επισκoπικού Αββαείου του Μαίρυλαντ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η χρήση της σήμανσης ΠΚΧ/ΚΧ είναι αυξανόμενη στη βιβλιογραφία. Χρησιμοποιείται από το Συμβούλιο Κολεγίων (College Board) στα τεστ ιστορίας, όπως επίσης και σε εκδόσεις της National Geograpic Society και από το Αστεροσκοπείο των Η.Π.Α. Το History Channel χρησιμοποιεί επίσης αυτή την σήμανση σε κάποια από τα θέματά του.
Αντίθετες απόψεις
Η αλλαγή των ημερομηνιών από την π.Χ. ορολογία στην π.Κ.Χ. έχουν δημιουργήσει αντιδράσεις. Ίσως η πιο αξιοσημείωτη, όταν μια π.Χ. αλλάχθηκε σε π.Κ.Χ. ημερομηνία σε μια εξεταστική ερώτηση στην Νέα Νότια Ουαλία, προκάλεσε ερωτήματα και επιθετικές διαμαρτυρίες και στις δύο παρατάξεις του Κρατικού Κοινοβουλίου και την αποδοχή από τον Υπουργό Παιδείας ότι η αλλαγή δεν έπρεπε να έχει γίνει. Όταν η διδασκαλία του τι σήμαινε το σύστημα π.Χ./π.Κ.Χ. εισάχθηκε στην Αγγλική Εθνική Διδακτέα Ύλη το 2002, προέτρεψε την αποστολή γραμμάτων που εξέφραζαν αμηχανία στις εθνικές εφημερίδες.
Επιχειρήματα κατά της ανάδειξης της Κοινής Χρονολογίας περιλαμβάνουν:
*Οι π.Χ. και μ.Χ. χρονολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί για τόσο πολύ χρονικό διάστημα, ώστε έχουν απαλλαχθεί κάπως από τις θρησκευτικές τους εννοιολογικές αποχρώσεις, επιμένουν οι φανατικοί χριστιανοί.
*Το νεότερο σύστημα π.Κ.Χ./Κ.Χ. δεν έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά ευρέως ώστε να γίνει κοινά κατανοητό.
*Τα ονόματα για τους μήνες και τις ημέρες της εβδομάδας προέρχονται από τις ρωμαϊκές και νορβηγικές θρησκευτικές παραδόσεις, οπότε η ονομασία εποχών με βάση την χριστιανική παράδοση δεν θα έπρεπε να βλέπεται ως υποκειμενική.
*Υποβαθμίζει την σημασία της ανάδειξης του Χριστού σε κοινωνίες που έχουν μεγάλη χριστιανική παρουσία.
Η ΛΟΓΙΚΗ αντιτίθενται στην διατήρηση του έτους 1 ως απαρχή της Κοινής Χρονολογίας, επειδή συντηρεί μια χριστοκεντρική παγκόσμια όψη ως εκδαπάνηση ενός θρησκευτικά ουδέτερου συστήματος χρονομέτρησης. Οι υποστηρικτές της σημειολογικής μορφής της Κοινής Χρονολογίας την προωθούν ως μια θρησκευτικά ουδέτερη μορφή, κατάλληλη για διαπολιτισμική χρήση.
Επιχειρήματα υπέρ της καθιέρωσης της Κοινής Χρονολογίας περιλαμβάνουν:
*Το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται από την Δύση έχει γίνει ένα διεθνές πρότυπο. Θα πρέπει να είναι θρησκευτικά και πολιτισμικά ουδέτερο λαμβάνοντας υπόψη τις κουλτούρες που υποχρεώθηκαν να το χρησιμοποιούν από ανάγκη.
*Χρησιμοποιείται ήδη ευρέως από ακαδημαϊκές και επιστημονικές κοινότητες για πάνω από έναν αιώνα και δεν υπάρχει πλήρης έλλειψη εξοικείωσης με αυτό το σύστημα χρονολόγησης. Η παγκόσμια χρήση της χρονολόγησης των ετών σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία έχει την τάση να είναι πολιτισμικά διχαστική. Η χρονολόγηση των μηνών και των ημερών με βάση τους ρωμαϊκούς και σκανδιναβικούς θεούς, όμως, δεν πρέπει να αποτελεί λόγο ανησυχίας καθώς οι ρωμαϊκές και οι σκανδιναβικές θρησκείες είναι στην πραγματικότητα εξαφανισμένες.
*Προωθεί οικουμενικά πρότυπα. Στην αγγλική γλώσσα ο όρος C.E μπορεί επίσης να διαβαστεί και ως Christian Era (χριστιανική εποχή) αντί του Common Era (κοινή εποχή). Ανταποκρίνεται στο οξφορδιανό στυλ και χρησιμοποιείται στα OED και ODWR.
Καίρος ν’ αλλάξουν τα ΛΟΓΙΚΑ κι αυτονόητα
Η Χρονολογία γέννησης του Χριστού κατά τους Χρονικογράφους
Μέσα στο διάβα της ιστορίας και για τη μέτρηση περιορισμένου χρονικού διαστήματος είναι πασίγνωστο ότι ο άνθρωπος επινόησε και εχρησιμοποίησε σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου το έτος, είτε αυτό είναι σεληνιακό, είτε ηλιακό. Για δε τη μέτρηση κάπως περισσοτέρων εκτεταμένων χρονικών διαστημάτων, επινόησε τις λεγόμενες «Χρονολογικές εποχές», που τις μετρούσε με τους ονομαζόμενους «κύκλους ετών», που επίσης ο ίδιος επινόησε.
Αυτοί, λοιπόν, οι τελευταίοι δεν ήσαν τίποτε άλλον παρά μία επαναλαμβανόμενη σειρά ετών, κατά την οποία, είτε εναρμονιζότα, όσον αυτό ήταν δυνατόν, το ηλιακό με το σεληνιακό έτος, είτε δια της περιοδικής επανάληψής τους επαναλαμβανόταν η σύμπτωση της ίδιας μέρας της βδομάδας με την ίδιαν ημερομηνίαν τού μήνα και την ίδια φάση της σελήνης, κάτι, εκτός των άλλων, χρήσιμο και για τις θρησκευτικές γιορτές.
Για τη λειτουργία όμως αυτών των «εποχών» και των «κύκλων» χρειαζόταν να ορισθεί η αφετηρία των. Αλλά, βέβαια, η ίδια η Φύση δεν μας παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο γεγονός, προκειμένου αυτό να μας χρησιμεύσει σαν η αρχή τόσο μιας «Χρονολογικής εποχής», όσον και ενός «κύκλου ετών». Γι’ αυτό και ποτέ δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι, κάθε τέτοια μέτρηση χρόνου είναι συμβατική, είναι δηλαδή ζήτημα παραδοχής εκ των προτέρων και ανθρώπινης συμφωνίας και, άρα, κάτι το τελείως αυθαίρετο και υποκειμενικό. Περιττεύει, επομένως, να παρατηρήσουμε ότι ο άνθρωπος στην πορεία του κατασκεύασε πολλές και διάφορες τέτοιες «Χρονολογικές εποχές», καθώς και πολλαπλούς «κύκλους ετών», που αμφότερα τα ερευνά η προαναφερθείσα νέα επιστήμη της Χρονολογίας. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα αναφέρουμε μόνο μερικά σχετικά παραδείγματα:
Απ’ την αρχαιότητα, λοιπόν, μας είναι γνωστό ότι διάφοροι συγγραφείς, αστρονόμοι, ηγεμόνες ή ιερείς επέλεγαν ένα σημαντικό κατ’ αυτούς γεγονός και μ’ αυτό σαν αφετηρίαν άρχιζαν να μετρούν το χρόνο, χρονολογώντας τα μετέπειτα γεγονότα. Έτσι π.χ. απ’ τους αλεξανδρινούς συγγραφείς του γ’ π.κ.ε. αιώνα εισήχθη η χρονολόγηση κατά Ολυμπιάδες με αφετηρίαν την Ολυμπιάδα, στην οποίαν αναδείχτηκε ολυμπιονίκης ο Κόροιβος και η οποία αντιστοιχεί στο έτος 776 π.κ.ε. Οι αρχαίοι Έλληνες χρονολογούσαν επίσης «από Αλεξάνδρου» (323 π.κ.ε.) ή «από Σελευκιδών» (312 π.κ.ε.) Ο δε Κλαύδιος Πτολεμαίος (β’ αιώνας μ.κ.ε.), ο μεγάλος αυτός Έλληνας αστρονόμος της αρχαιότητας, χρονολογούσε «από της βασιλείας Ναβονοσάρου» (συγκεκριμένα από 26 Φλεβάρη του έτους 747 π.κ.ε. κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον) αφότου δηλαδή ανακηρύχθηκε αυτός βασιλιάς της Βαβυλώνας.
Οι Ρωμαίοι, έπειτα, ως αρχή χρονολόγησης τους είχαν καθιερώσει το έτος κτίσης της Ρώμης (Ab Urbe Condita. ή A.U.C.) που είχε λάβει τόπον το 753 π.κ.ε. ένας τρόπος χρονολόγησης, που, σημειωτέον, διατηρήθηκε μέχρι τον 6ο μ.κ.ε. αιώνα. Κατά δε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η πλειοψηφία χρονολογούσε από της «εποχής Διοκλητιανού», δηλαδή από τις 29 Αυγούστου του 284 μ.κ.ε. κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον, ημέραν ανακήρυξης του Διοκλητιανού σε Αυτοκράτορα. Μερικοί μάλιστα χριστιανοί χρονολογούσαν με αφετηρίαν το 19ον έτος της βασιλείας τού Διοκλητιανού. Αλλ’ επειδή ο τελευταίος αυτός απεδείχθη ένας από τους σκληρότερους διώκτες του Χριστιανισμού, άρχισε να εδραιώνεται στους Χριστιανούς η αντίληψη ότι κάποτε θα έπρεπε να σταματήσουν να τον αναφέρουν και να τον μνημονεύουν.
Η Γέννηση του Εβραίου Χριστού υπολογιζόμενη «από κτίσεως κόσμου»
Ιδιαίτερην σπουδαιότητα, λόγω της χριστιανικής μετεξέλιξής του έχει ο εβραϊκός τρόπος χρονολόγησης. Είναι δε εντυπωσιακός, διότι ισχυρίζεται ότι αρχίζει απ’ το ίδιον το έτος Δημιουργίας του κόσμου (Anno Mundi. ή Α.Μ.). Έτσι, μολονότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δίνει χρονολογίες ή ημερομηνίες για τη Δημιουργία, η Ιερά Παράδοση των Εβραίων τοποθετεί τη Δημιουργία στις 7 Οκτώβρη του έτους 3761 π.κ.ε. (!!)
Και αφού μιλάμε για εβραϊκή παράδοση, ένας απ’ τους μάρτυρές της, το λεγόμενο βιβλίον των Ιωβηλαίων, έργον Ιουδαίου ιερέα του β’ π.κ.ε. αιώνα, χρονολογεί τα γεγονότα με αφετηρία τη Δημιουργία του κόσμου και οιονεί κατά ένα 50ετη κύκλον (Ιωβηλαίον): τοποθετεί συγκεκριμένα τη μεν παράδοση του Νόμου από το Θεόν στον Μωϋσή επί του όρους Σινά στον γ’ μήνα του έτους 2410, τη δε είσοδον των Εβραίων στη Γη της Επαγγελίας (τη Χαναάν) στο 50ον Ιωβηλαίον. Εφόσον δε σαν Ιωβηλαίον έτος στους Εβραίους ήταν και γιορταζόταν το κάθε 50ον έτος, το 50ον Ιωβηλαίον ήταν το κατ’ εξοχήν Ιωβηλαίον (50×50 = 2.500 έτη από κτίσεως κόσμου).
Μετά δύο περίπου αιώνες, ένας άλλος μάρτυρας της εβραϊκής Παράδοσης, ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος υπολόγιζε το χρόνο Δημιουργίας του κόσμου βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και της εβραϊκής παράδοσης, για λόγους όμως απολογητικούς: Είχε, δηλαδή, σαν στόχο του δια της αρχαιότητας της Παλαιάς Διαθήκης και δια της χρονικής προτεραιότητας του Μωϋσή να αποδείξει τη θρησκευτικήν ανωτερότητα των Εβραίων σε σχέση με τους «μεταγενέστερους» και άρα «κατωτέρους» Έλληνες φιλόσοφους και ποιητές. Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμεν ότι δεν ήσαν μόνον oι Εβραίοι, που χρησιμοποιούσαν αυτό το περί «αρχαιότητας» και άρα, «ανωτερότητας» θρησκευτικούς επιχείρημα των Εβραίων σε σχέση με τους Έλληνες σοφούς. Το ίδιον έκαναν πολλοί Χριστιανοί και μάλιστα Ελληνες.
Περιοριζόμαστε στο Θεόφιλον, επίσκοπον Αντιοχείας, ο οποίος στο γ’ βιβλίον του έργου του «Προς Αυτόλυκον» αναπτύσσει μία λεπτομερή χρονολόγηση της βιβλικής Ιστορίας, υπολογίζοντας ότι από τον Αδάμ μέχρι τον αυτοκράτορα Μάρκον Αυρήλιο διέρρευσαν 5695 έτη. Δεδομένου δε ότι, ως είναι γνωστό, ο Μάρκος Αυρήλιος πέθανε το έτος 180 μ.κ.ε. η Δημιουργία, κατά το Θεόφιλο, έγινε το 5515 π.κ.ε. αριθμός, που συνάμα αποτελεί την από κτίσεως κόσμου χρονολογία γέννησης του Χριστού, κατά το Θεόφιλο. Ο επίσκοπος αυτός έκανε τους υπολογισμούς του χωρίς καμίαν συνειδητή και ρητή αναφορά εις την χρονολογία του Χριστού, ούτε, επομένως, ειδικά εις τη γέννησή του, την οποίαν όμως εμείς, μελετώντας τους δικούς του υπολογισμούς, συμπεραίνομε. Αλλ’ ούτε και οδηγήθηκε ο Θεόφιλος σ’ αυτούς τους υπολογισμούς ελαυνόμενος από κάποια μυστικιστική ιδέα ή διάθεση, όπως έκαναν άλλοι, καθώς θα δούμε παρακάτω. Ο επίσκοπος Αντιόχειας απλώς προχώρησε εκτιμώντας προσωπικά και εξηγώντας κατά την κρίση του, όσα χρονολογικά δεδομένα του παρέσχε η μελέτη της Βίβλου.
Ο προαναφερθείς όμως αυτός απολογητικός σκοπός Ιουδαίων και Χριστιανών διανοούμενων, ήταν το ένα μόνον ελατήριο, που κινούσε τους αρχαίους Χρονολόγους και Χρονογράφους. Αλλ’ όπως ήδη υπαινιχτήκαμε, υπήρχε και άλλον αποδειχθέν παντοδύναμο κίνητρο σ’ αυτούς, καθώς προκύπτει από τα ακόλουθα: Ενωρίς ήδη επεκράτησαν σε αρχαίους χριστιανούς συγγραφείς κάποιες παράξενες αντιλήψεις και τουταυτό μυστικιστικές ιδέες, προερχόμενες απ’ το χώρον του Ιουδαϊσμού, και που συχνά είχαν αιρετικές προεκτάσεις και διαστάσεις. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, συγκεκριμένα η πεποίθηση ότι η διάρκεια ύπαρξης και ζωής του κόσμου αντιστοιχεί στις εξ ημέρες της Δημιουργίας του. Αλλά, πως έφθαναν σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Η Παλαιά Διαθήκη, για να δείξει την αιωνιότητα και το χρονικά απεριόριστο του Θεού, πράγματι λέγει ότι «χίλια έτη στα μάτια του Θεού είναι σαν μια μέρα», άρα και αντίστροφα, μια μέρα σαν χίλια έτη. Βασιζόμενοι, λοιπόν, σ’ αυτόν το λεκτικό και εκφραστικό τρόπον της Γραφής, και επειδή, κατ’ αυτήν, η Δημιουργία διάρκεσε μόνον εξ ημέρες, συμπέραιναν ότι, άρα, η διάρκεια του κόσμου θα είναι συνολικά (6 χ 1.000 = ) 6.000 έτη. Και συνέχιζαν: Με το τέλος των 6.000 ετών, όπως στη Δημιουργία η έβδομη μέρα ήταν ημέρα ανάπαυσης του Δημιουργού, έτσι και στην ζωή του κόσμου, θα επακολουθήσει η λεγόμενη σαββατική ανάπαυση της αιωνιότητας, ή η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή, η δεύτερη παρουσία του Χριστού, ή η έναρξη της βασιλείας του Χριστού. Επρόκειτο, δηλαδή, για ύποπτες αντιλήψεις, που προέρχονταν από, αλλά και οδηγούσαν, σε ένα εβραϊκής καταγωγής κρυπτοχιλιασμόν. Το περίεργο δε είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις κάνουν την εμφάνισή τους απ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και ότι τις συναντάμε ήδη στη λεγόμενη «Επιστολή Βαρνάβα», στον άγιο Ειρηναίο, στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα και στον άγιο Ιππόλυτο.
Επί πλέον, δύο απ’ αυτούς, ο Κλήμης Αλεξανδρέας και ο Ιππόλυτος, είναι και οι πρώτοι, που διατυπώνουν την άποψη ότι η γέννηση του Χριστού πρέπει να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτήν την έκτη χιλιετία από κτίσεως κόσμου. Φαίνεται δε ότι οδηγήθηκαν σ’ αυτό το συμπέρασμα εκ της μελέτης της μακραίωνης Ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως τη διηγείται η Βίβλος και την οποίαν ιστορία μας την παρουσιάζουν σαν μία μακράν προετοιμασία της ανθρωπότητας και μίαν εναγώνια αναμονή του Λυτρωτή. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπον ο ένας απ’ τον άλλον, όπως θα δούμε, τη χρονολογία της γέννησης του Χριστού.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε αμέσως ότι γενικότερα και εκτός κάποιων εξαιρέσεων, αυτή η χρονολογία της γέννησης του Χριστού αποκρυσταλλώθηκε ακριβώς εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Έτσι, το έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου σημαίνει το χωρισμό ανάμεσα στο χρόνο υπόσχεσης και αναμονής του Μεσσία, απ’ τη μιαν και στο χρόνο της εκπλήρωσης και πραγματοποίησης της υπόσχεσης έλευσης του μεσσία Χριστού, απ’ την άλλην.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στους Χρονολογικούς Πίνακες των δύο πρώτων μ.κ.ε. αιώνων συνήθως δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπον του Χριστού, ούτε ειδικότερα στη γέννησή του, είτε καθ’ αυτήν είτε και σαν αφετηρία μιας νέας περιόδου, διότι οι χρονολογήσεις αφορούσαν σφαιρικά στη βιβλικήν Ιστορία, δηλαδή στο σύνολό της. Μόνον αργότερα, στον Κλήμεντα και στους Χρονολογικούς Πίνακες τού Ιουλίου Αφρικανού και τού Ιππόλυτου συμπεριελήφθη και η Γέννηση τού Χριστού.
1) Κλήμης ο Αλεξανδρέας για τη χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (πέθανε ολίγον προ τού 215 μ.κ.ε.) πραγματεύεται για την αρχαία χρονολογία με την προοπτικήν, που προαναφέραμε. Παρουσιάζει την αρχαιότητα τού κόσμου και μας δίνει επίσης ορισμένες ενδείξεις περί της χρονολογίας γενικότερα του Χριστού. Βέβαια, το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν του το προσήλκυσε η τότε έριδα περί του Πάσχα. Σχετικά λοιπόν με τη Χρονολογία γέννησης του Χριστού, κατά τον Κλήμεντα, μαθαίνομε απ’ το μεταγενέστερο βυζαντινό χρονογράφο Μαλάλαν, ο οποίος δυστυχώς δεν παραθέτει αυτούσιο το κείμενο τού Κλήμεντα, ότι ο Κλήμης την τοποθετούσε «τη έκτη ημέρα της χιλιάδος». Μολονότι δε η διατύπωση δεν είναι σαφής, όμως η έκφραση αυτή ανακλά την ίδια μυστικιστική ιδέαν περί της 6000ετούς διάρκειας τού κόσμου, σαν αντίστοιχης της εξαήμερης Δημιουργίας.
Πιο συγκεκριμένα όμως, εκείνο που θέλει να δηλώσει ο Μαλάλας μ’ αυτήν την πληροφορία, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενά του, είναι το ίδιον το έτος 6000, στο οποίον ο ίδιος τοποθετεί την σταύρωση και ανάσταση του Χριστού. Είναι όμως περισσότερο από αμφίβολο να διακρίνουμε σ’ αυτόν τον υπολογισμό του Μαλάλα τη γνήσια σκέψη του Κλήμεντα, ο οποίος διετύπωσε την άποψή του στο σύγγραμμά του «Περί τού Πάσχα», το οποίον όμως δυστυχώς και χάθηκε για μας, ενώ για το Μαλάλα ήταν κάτι το προσιτό.
Η αρχαιότερη, πάντως, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή μας μαρτυρία για το έτος (χρονολογίαν) και την ημέραν (ημερομηνίαν) της γέννησης του Χριστού ανάγεται στο 210 μ.κ.ε και προέρχεται απ’ αυτόν τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος, σ’ ένα άλλο έργον του, τους «Στρωματείς», για το μεν έτος γέννησης του Χριστού σημειώνει σαν και δικήν του γνώμη την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικοστώ έτει, ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου». Για δε την ημερομηνία της γέννησης, γράφει στην συνέχεια: «Εισί δε οι περιεργότερον τη Γενέσει τού Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φάσιν έτους κη’ Αυγούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» (20 Μαΐου), άποψη, που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά, απαξιωτικά και απορριπτικά («εισί δε οι περιεργότερον φασίν»). Στην συνέχεια ο ίδιος ο Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλλους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία Γέννησης του Χριστού τη 19ην,ή την 20ην Απρίλη («και μην τινές αυτών φασι Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ’ και κε’»).
Εξ άλλου, και για να ολοκληρώσουμε τη θεώρησή μας για τον Κλήμεντα, παρατηρούμε και τα εξής:
Σ’ εκείνα τα χρονολογικά συστήματα, που τοποθετούν κατά τρόπο μυστικιστικό τη γέννηση του Χριστού, είτε, δηλαδή, στο 5.500, είτε στο 5501 από κτίσεως κόσμου, οι χρονολογίες αυτές δεν αποτελούν ούτε αρχήν κύκλου, ούτε συνάμα αρχήν αιώνα. Γεννιέται, λοιπόν, εύλογο το ερώτημα: Άραγε δεν υπήρξαν άλλα «συστήματα Χρονολογικών Εποχών», που να τοποθετούσαν τη γέννηση του Χριστού στην αρχήν κύκλου, που να ήταν αυτός συνάμα και αρχή αιώνα; Μια καταφατική απάντηση θα διαφώτιζε δύο περιπτώσεις «Χρονολογικών Εποχών», που εκ πρώτης όψης φαίνονται παράξενες: αυτήν τού Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος τοποθετεί τη γέννηση τού Χριστού στο 5590 από κτίσεως κόσμου και εκείνην τού Ευσέβιου, ο οποίος χρονολογεί το ίδιο γεγονός με το έτος 5199, επίσης από κτίσεως κόσμου.
Ο Κλήμης, επίσης, στο σύγγραμμα του «Στρωματείς» χρονολογεί τη γέννηση του Χριστού 194 έτη από το θάνατον του Κομμόδου και 5784 από κτίσεως κόσμου μέχρι αυτό το ίδιο γεγονός. Ο Grumel διορθώνει ένα ψηφίο του έτους αυτού, ώστε ο αριθμός από 5784 να διορθωθεί σε 5794, έτσι ώστε να μεσολαβήσουν από τη Δημιουργία του κόσμου μέχρι τη γέννηση του Χριστού 5.600 χρόνια (δηλαδή, = 5794 – 194). Αλλά, γιατί ο αριθμός 5600 αντί του γνωστού 5500;
Ασφαλώς γιατί ο αριθμός 5600 συνδυάζει δύο πλεονεκτήματα: Απ’ τη μιαν επειδή αναμφίβολα αντιστοιχεί στον κύκλο 8 ετών, του οποίου ο αριθμός αυτός είναι πολλαπλάσιο, και, δεύτερο, για το λόγο ότι αυτός είναι το πλησιέστερο στο μέσον της έκτης χιλιετίας επαιώνιο πολλαπλάσιό του. Έτσι, η γέννηση του Χριστού θα τοποθετείτο στο 5601 από κτίσεως κόσμου, που είναι ταυτόχρονα και αρχή αιώνα και αρχή κύκλου. Είναι η υπόθεση, που κάνει ο Grumel.
2) Ιούλιος Αφρικανός και η γέννηση τού Χριστού
Ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός γεννήθηκε στην Aeliam Capitolinam, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ονομάστηκε από τους Ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. Δεν είναι δε τυχαίο ότι, όσοι αυτήν ειδικά την περίοδο ασχολήθηκαν με την ιστορία και χρονολογία, προέρχονταν από την Παλαιστίνη, όπου προφανώς υπήρχε κάποια παράδοση, αλλά και ενδιαφέρον για την ιστορία της εκκλησίας και του Χριστού. Ο Αφρικανός με το έργο του, που, κατά τον Ευσέβιον, το ονόμασε «Χρονογραφίαι» αναδείχθηκε σε «πατέρα της χριστιανικής χρονογραφίας». Αλλ’ όπως διαμορφώθηκε αυτή απ’ τον Αφρικανό, αποτελεί προέκταση τού εβραϊκού χιλιασμού, κατά τον οποίον η ανθρώπινη Ιστορία θα ολοκληρωνόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας.
Εξ επόψεως, πάντως, χριστιανικής η χρονογραφία του ή, όπως αλλιώς ονομάζεται: η «Περιγραφή των χρόνων» από Δημιουργίας του Αδάμ και όχι ab origine mundi μέχρι υπατείας Γκράτου και Σέλευκου (221 μ.κ.ε.), είναι σημαντικότατη. Απ’ αυτήν σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα. Πρόκειται για παράλληλη ιστορία των βιβλικών γεγονότων με την ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία από Αδάμ μέχρι το 221 μ.κ.ε.
Ο Αφρικανός υιοθετεί την προγενέστερη του χιλιαστική αντίληψη ότι ο κόσμος επρόκειτο να διαρκέσει 6.000 χρόνια, οπότε και θα εισέλθει στην τελική του φάση, που είναι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού. Ως προς δε τη χρονολογία της ζωής τού Χριστού, ο Αφρικανός τοποθετούσε στο 5531 από κτίσεως κόσμου την «παρουσία και ανάστασι τού Χριστού», εννοώντας μ’ αυτά την σταύρωση και ανάσταση. Τη δε γέννηση έθετε εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Οι αντιλήψεις όμως του Αφρικανού απαιτούσαν τα μεν 5500 έτη να έχουν ήδη παρέλθει, η δε έλευση τού Χριστού να έλαβε τόπο όχι στο 5500, αλλά στις αρχές τού 5501. Μόνον έτσι πρέπει να αντιληφθεί κανείς την τοποθέτηση του Αφρικανού. Πράγματι, έτσι κατανόησε την άποψη τού Αφρικανού και ο Γεώργιος Σύγκελλος, ο οποίος μας διευκρινίζει ότι ο Ιούλιος Αφρικανός τοποθετούσε στον έτος 5500 όχι τη γέννηση, αλλά τη θεία ενσάρκωση, πράγμα – λέγει ο Σύγκελλος -σύμφωνο με την αποστολική παράδοση. Ο Σύγκελλος όμως ψέγει τον Αφρικανό μόνο για το ότι έπεσε έξω στους υπολογισμούς του για την Σταύρωση, που την τοποθετούσε στο 5531 από κτίσεως κόσμου.
Αλλά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Γεώργιος Σύγκελλος εκτιμώντας τις χρονολογίες των προκατόχων του Χρονογράφων δεν βλέπει παρά μόνον τους αριθμούς των χρονολογιών, χωρίς να ασχοληθεί με την αληθινή ιστορική αντιστοιχία των, που μάλλον δε την εγνώριζε. Έτσι, π.χ. εγκωμιάζει τον Αφρικανό, επειδή θέτει την ενσάρκωση του Χριστού στο 5500, όπως δηλαδή κάνει και ο ίδιος και δεν συνειδητοποιεί ότι η μεν δική του χρονολογία, 5500, αντιστοιχεί στο έτος 8 της χρονολογίας μας, ενώ εκείνη του Αφρικανού αντιστοιχεί στο έτος -2.
Εξ άλλου, συγκρίνοντας γενικότερα τον Αφρικανό με τον Κλήμεντα, βλέπομε ότι στο ζήτημα της χρονολογίας ο πρώτος είναι πολύ πιο προχωρημένος απ’ το δεύτερον. Κι’ αυτό διότι ο Αφρικανός χρησιμοποίησε χρονολογικούς Πίνακες και δεδομένα χρονολογικά από τον Αλέξανδρον τον Πολυΐστορα, τον Κάστορα το Ρόδιον και το Μανέθωνα. Στην πραγματικότητα όμως απώτερος στόχος του ήταν να εντάξει την Ιστορία σε ένα χιλιαστικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίον η συντέλεια των αιώνων θα ερχόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας. Για τον Αφρικανό, τα ιστορικά γεγονότα από μόνα τους δεν είχαν καθοριστικό ρόλο, ούτε είχαν ιδιαίτερη σημασία. Ό,τι προείχε στο σχέδιό του ήταν η χρονολογική ακολουθία και η διαδοχή των γεγονότων με αποκορύφωμα το τέλος της έκτης χιλιετίας.
3) Ιππόλυτος και χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Την ίδιαν σχεδόν εποχή με τον Ιούλιο Αφρικανό και μετά μόλις μερικά χρόνια απ’ αυτόν, έχομε την συγγραφή τριών έργων, που μέχρι προ τίνος αποδίδονται ασυζητητί στον Ιππόλυτο. Οι τρεις αυτές ιστορικές πηγές είναι:
1) Το (Υπόμνημα) εις Δανιήλ, που χρονολογείται από το 203 – 204 μ.κ.ε.
2) Το «Χρονικό» τού Ιππόλυτου.
3) Ο «Πασχάλιος Πίνακας», εγχαραγμένος στο βάθρο ανακαλυφθέντος αγάλματος, που θεωρείται από πολλούς ότι παριστάνει τον Ιππόλυτο. Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι που το 1947 πρώτος ο P. Nautin18 αμφισβήτησε σχεδόν απόλυτα στον Ιππόλυτο την πατρότητα του «Χρονικού», καθώς και του «Πασχάλιου Κανόνα». Ο Nautin συγκεκριμένα υποστήριξε ότι υπό το όνομα Ιππόλυτος πρέπει να δεχθούμε ότι κρύπτονται δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Ο ένας, ονόματι Ιώσηπος, ο οποίος ήταν ρωμαίος πρεσβύτερος και έγινε αντιπάπας, τον οποίο είναι δυνατό να παριστά το ανακαλυφθέν άγαλμα και ο οποίος είναι ο συγγραφέας τού «Χρονικού», καθώς και των έργων, που αναφέρονται χαραγμένα στο βάθρον τού αγάλματος. Ο άλλος, ονόματι Ιππόλυτος, είναι, κατά το Nautin, ανατολίτης επίσκοπος και ο οποίος, μεταξύ άλλων, έγραψε το Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Κατά της θεωρίας του Nautin αντεπεξήλθαν οι G. Bardy, J. Danielou, Μ. Richard, Β. Botte, Β. Capelle και St. Giet, για να περιοριστούμε στους πιο διάσημους, οι οποίοι ομιλούν για ένα και μόνον Ιππόλυτο, συγγραφέα όλων αυτών των έργων και αναίρεσαν την υπόθεση περί Ιώσηπου. Σ’ αυτούς ανταπάντησε ο Nautin επιμένοντας να υποστηρίζει τη θέση του εξ άλλου, ο J. Μ. Hansens υποστήριξε μίαν άλλη θέση, ότι δηλαδή ο Ιππόλυτος ήταν μεν ένας, ήταν και συγγραφέας όλων των έργων, που τού αποδίδονταν μέχρι το 1947, άλλ’ ήταν πρεσβύτερος αλεξανδρινός και μάλιστα μέλος της αίρεσης των Νοβατιανών.
Οι δε V. Loi και Μ. Simonetti, έπειτα, στο συνέδριο εν Ρώμη τού 1976 περί τού Ιππόλυτου, πρότειναν παρόμοια με τις άποψεις τού Nautin. Και αρνούνται μεν αυτοί την ύπαρξη του Ιώσηπου του Nautin, αλλά ομιλούν για δύο συνώνυμους Ιππόλυτους: ένα Ιππόλυτο, ρωμαίο πρεσβύτερο και μάρτυρα, που έγραψε το «Περί Πάσχα» και τον «Πασχάλιον Πίνακα», δεύτερο Ιππόλυτο, ανατολίτη επίσκοπο, συγγραφέα των (Υπομνημάτων) εις Δανιήλ. Μολονότι, λοιπόν, η επιστημονική έριδα συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τις αναφερθείσες τρείς ιστορικές πηγές, διότι κι’ αν υποθέσουμε ότι δεν προέρχονται από τη γραφίδα τού Ιππόλυτου, όμως είναι της ίδιας εποχής. Ούτως η άλλως, δηλαδή, δεν αίρεται η ιστορική τους αξία.
α) Το Υπόμνημα εις Δανιήλ και η Γέννηση τού Ιησού
Οι χρονολογίες τού «Ιππόλυτου» σε σχέση μ’ εκείνες των προκατόχων του βασίζονται σε έδαφος κατά πολύ στερεότερον. Στο Υπόμνημα εις Δανιήλ ο «Ιππόλυτος» μας πληροφορεί ότι ο Χριστός γεννήθηκε ολομεσίς της έκτης χιλιετίας από κτίσεως κόσμου. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει προς τούτο μίαν συμβολική ένδειξη στις διαστάσεις της Κιβωτού τού Νώε: Καθώς μας είναι γνωστόν από την Παλαιά Διαθήκη, αυτή είχε 300 πήχεις μήκος, 50 πλάτος και 30 ύφος. Αυτές, λοιπόν, οι πήχεις, κατά τον «Ιππόλυτο», αντιστοιχούν σε 5500 έτη από κτίσεως κόσμου, «χρόνο, κατά τον οποίον ο Σωτήρας δημιούργησε το δικόν του σώμα, το οποίον είναι κιβωτός χρυσωμένη με καθαρό χρυσάφι, έσωθεν μεν υπό τού Λόγου, έξωθεν δε υπό τού Αγίου Πνεύματος». Επομένως, από το χρονικό σημείο της γέννησης τού Χριστού, πρέπει να υπολογίσουμε 500 έτη ακόμη, για να ολοκληρωθούν τα 6.000 έτη, οπότε και θα επέλθει η συντέλεια τού κόσμου.
β) Ο «Πασχάλιος Πίνακας» στο βάθρο τού αγάλματος τού «Ιππόλυτου»
Ο συγγραφέας τού Πασχάλιου Πίνακα μας δίδει ρητώς την ημερομηνία Γέννησης τού Χριστού στη δεύτερη σειράν της πρώτης δεκαεξαετίας τού 112ετούς κύκλου του. Πρόκειται συγκεκριμένα για μίαν Τετάρτη, 2 τού Απρίλη. Αυτήν δε την ημέραν της εβδομάδας μ’ αυτήν την ημερομηνία την έχομε κατά το έτος 224 μ.κ.ε. Πρέπει, επομένως, να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν την ημερομηνία και σ’ εκείνην της γέννησης του Χριστού ή ένα μεσοδιάστημα 112 ετών, ή ένα πολλαπλάσιο των 112 ετών. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν παρά να πρόκειται εδώ για το έτος 224 (112×2). Άρα, αυτή η διαφορά καταλήγει να τοποθετήσει τη γέννηση του Χριστού στο 5502. Δηλαδή αυτή θέτει το γεγονός της γέννησης στο έτος -2 της «Χρονολογικής Εποχής» τού «Ιππόλυτου». Αυτά κατά τον Πασχάλιο Πίνακα τού «Ιππόλυτου».
γ) «Χρονικό Ιππόλυτου» και χρονολογία γέννησης τού Χριστού
Ο «Ιππόλυτος» έγραψε τα πέντε βιβλία τού «Χρονικού» του πιθανότατα εμπνεόμενος από το έργον τού Αφρικανού καθώς και από το χρονολογικό τμήμα των «Στρωματέων» του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα. Ευθύς όμως εξ αρχής πρέπει να σημειώσουμε ότι ο «Ιππόλυτος» συνέθεσε το σύγγραμμα του προκειμένου να δώσει απάντηση στις εσχατολογικές και χιλιαστικές προσδοκίες, τις οποίες διάφοροι σύγχρονοι του με αυτοσχέδιους χρονολογικούς υπολογισμούς προκαλούσαν τότε σε κάποιες χριστιανικές κοινότητες και τις ετάραζαν.
Κατά το «Χρονικό», λοιπόν, τού «Ιππόλυτου», το σύνολον των ετών από Δημιουργίας μέχρι της Εξόδου είναι 3811, στα οποία, προσθέτοντας τα 1688 έτη από της Εξόδου μέχρι τη γέννηση του Χριστού, έχομε το σύνολον 5499 (= 3811 + 1688) ετών. Αυτός είναι ο συνολικός αριθμός ετών, που διέρρευσαν από της Δημιουργίας μέχρι το προ της γέννησης του Χριστού έτος. Άρα και κατά το «Χρονικό» του «Ιππόλυτου» η ίδια η γέννηση του Χριστού φαίνεται να επισυνέβη το 5.500 από κτίσεως κόσμου. Αυτή, λοιπόν, είναι η «Χριστιανική Εποχή» τού «Ιππόλυτου», εάν βέβαια έχουμε ως αφετηρία ότι η πασχαλινή σελήνη κατά τη Δημιουργία έλαβε χώρα, κατά τον ίδιον «Ιππόλυτο», στις 29 Μάρτη, ημέραν Πέμπτη. Διερωτώμεθα πάντως: μας είναι δυνατό να υποθέσουμε και άλλον σύστημα υπολογισμού, που κι’ αυτό να τοποθετεί τη γέννηση του Χριστού στο έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου;
Ο Grumel στο σημείο αυτό δίνει την εξής λύση: μειώνει κατά δύο έτη την παραδοσιακή ημερομηνία σταματώντας μας στο 7ο έτος της 7ης δεκαεξαετίας: η κατά «κύκλους», δηλαδή, επανάληψη μας οδηγεί, σ’ αυτήν την περίπτωση, στο έτος 324 της δικής μας χρονολογίας. Τούτο μας δίνει μία Χρονολογική Εποχή του «Ιππόλυτου» από κτίσεως κόσμου των 5501 ετών, όπου το έτος 1 της Διονυσιακής Εποχής αντιστοιχεί προς το έτος 5.502 της εποχής του «Ιππόλυτου». Επομένως, η Χριστιανική Εποχή του «Ιππόλυτου» μειώνεται επίσης κατά δύο έτη. Έτσι, φθάνομε στο έτος 5500, έτος που μας υποδεικνύει ο «Ιππόλυτος» και στο Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Άρα, κατά τον «Ιππόλυτο», ο Χριστός γεννήθηκε μία 2 Απρίλη και πέθανε μίαν 25 Μάρτη. Επομένως, πέθανε το έτος 5530 της Χρονολογικής Εποχής του «Ιππόλυτου» που την υποθέσαμε και που είναι το έτος 31 της Χριστιανικής Εποχής τού «Ιππόλυτου», και το 29 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος δε, κατά το «Χρονικό» του, η γέννηση τού Χριστού είναι το 5.500 αντί τού 5502 και η Χρονολογική Εποχή από κτίσεως κόσμου είναι το 5501 αντί τού 5503.
4) Ανατόλιος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας
Έζησε τον γ’ αιώνα και πέθανε περί το 282 μ.κ.ε. Γεννήθηκε στη Αλεξάνδρεια, όπου ίδρυσε μίαν αριστοτελίζουσα Φιλοσοφική Σχολή και πέτυχε να καταλάβει έδρα εις την Σύγκλητο. Κατά δε την πολιορκία τού αλεξανδρινού προαστίου, τού Βρούχιου, με την επανάσταση επί Έπαρχου Αιμιλιανού (262 μ.κ.ε.) επινόησε ένα στρατήτηγημα, για να ανακουφίσει τους συμπολίτες του Χριστιανούς. Αμέσως μετά χειροτονήθηκε υπό του Θεότεκνου, επίσκοπου Καισαρείας της Παλαιστίνης βοηθός επίσκοπος του. Αλλά ταξιδεύοντας το 268, για να λάβει μέρος στην σύνοδο της Αντιόχειας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο αιρετικός Παύλος ο Σαμοσατέας, και διερχόμενος από τη Λαοδίκειαν της Συρίας, κρατήθηκε σχεδόν βίαια σαν επίσκοπος αυτής της πόλης από τους εκεί χριστιανούς, επειδή πρόσφατα είχε αποθάνει ο επίσκοπος τους Ευσέβιος.
Ο Ανατόλιος υπήρξε ανήρ υψηλότατης μόρφωσης με εξ ίσου μεγάλη φήμη και διασημότητα και εθεωρείτο κορυφή υπό τού Ευσέβιου και υπό τού άγιου Ιερώνυμου, δυστυχώς όμως τα συγγράμματα του δεν εσώθησα. Πάντως οι χρονολογικές και αστρονομικές του απόψεις επηρέασαν τις αποφάσεις ακόμη και της μεταγενέστερης του Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Σε δική του δε εισήγηση αποδίδεται και η κατόπιν επικρατήσασα βυζαντινή «Χρονολογική Εποχή» και ο αντίστοιχος «κύκλος ετών», που τελικά επιβλήθηκε.
Μεταξύ, λοιπόν, των έργων του περιλαμβανόταν και μία πραγματεία περί υπολογισμού της ημερομηνίας του εκάστοτε Πάσχα, βασισμένου στο 19ετή κύκλο, που είχε επινοηθεί από τον αρχαίο Αθήναιον αστρονόμο Μέτωνα, αλλά που αποτέλεσε αντικείμενο πρότασης και εισήγησης τού ίδιου τού Ανατόλιου στους σύγχρονους του. Ο Ιστορικός Ευσέβιος, μάλιστα, μας διασώζει ένα απόσπασμα απ’ αυτό το σύγγραμμα του επίσκοπου Λαοδίκειας. Μελετώντας τον υπό του Ανατόλιου εισαχθέντα 19ετή κύκλον, οδηγούμεθα και στη Χρονολογική Εποχή από κτίσεως κόσμου, δηλαδή στο 5788, που αντιστοιχεί στο έτος 287 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος επισημαίνομε ότι ο κύκλος, που υιοθέτησε ο Ανατόλιος, δεν είχε θεμέλιο και βάση συμβατική, αλλ’ εβασίζετο εις το φυσικό φαινόμενο της Ισημερίας, ως δε έτος γέννησης του Χριστού εδέχετο το 5501 από κτίσεως κόσμου.
***
Όπως βλέπουμε ακόμη και η γέννηση του Χριστού είναι το ίδιο μυθολογική όπως και η ίδια η ύπαρξη του. Κάθε ερευνητής και μια ημερομηνία, κάθε ιστορικός και το δικό του μπαϊράκι. Δεν ξαφνιάζει όμως, έτσι γίνεται όταν τα ανθρώπινα ζώα θέλουν να επιβάλουν ψέματα και αρλούμπες ως «μοναδικές αλήθειες», ειδικά όταν αυτές τις Μεγάλες Αλήθειες τις εξέφρασαν απολύτως όλοι οι Μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι. Μέχρι σήμερα τίποτε νεότερο δεν έχει προστεθεί στα λεγόμενα τους. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η χρονολόγηση είναι απολύτως αυθαίρετη κι ανθρώπινη επινόηση !! γι’ αυτό εμείς στο terrapapers [από την εποχή της miastala.com] χρησιμοποιούμε την ΛΟΓΙΚΗ χρονολόγηση ως π.κ.ε. και μ.κ.ε. γνωρίζοντας ότι ακόμη κι αυτό είναι αυθαίρετο, χρειαζόμαστε όμως ένα μέτρο χρονολογικής γραφής για να μπορούμε να συνεννοηθούμε, επιλέγουμε να μην αναφερόμαστε σε θρησκευτικές και δη χριστιανικές ανοησίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου