Ο ηλίθιος δεν μιλούσε πολύ. Μόνο οι άλλοι το έκαναν γι’ αυτόν. Ο ηλίθιος άκουγε. Άκουγε όλους τους άλλους. Ο καθένας είχε να του πει την ιστορία του, τον πόνο του και το βάσανό του. Ήταν χαρούμενοι μόνο όταν ήταν μαζί τους, όχι όταν ήταν με τους άλλους. Όταν έπαιζε με τα παιδιά τους, έλεγαν γι’ αυτόν ότι δεν είχε να κάνει τίποτα άλλο. Ο ηλίθιος άκουγε όλες αυτές τις ερμηνείες και τις απόψεις του κόσμου.
Δεν άλλαζε όμως. Ήταν πάντα με εκείνους που τον είχαν ανάγκη, ακόμα και αν δεν είχαν ανάγκες. Ήταν η άμμος της παιδικής χαράς. Όλα τα παιδιά έπαιζαν μαζί του κι ύστερα τον άφηναν μόνο για να μπορέσουν να τον βρουν και πάλι την επόμενη ημέρα να τα περιμένει.
Ο ηλίθιος τα αγαπούσε όλα και γι’ αυτό το λόγο δεν τον αγαπούσε κανένα ιδιαίτερα. Ήταν απλώς ο ηλίθιος τους. Μαζί του ένιωθαν πάντα ασφάλεια διότι ήταν ο μεγάλος. Όμως όπως ήταν ο μεγάλος τούς άρεσε να κοροϊδεύουν τα γεράματά του. Δεν έφταιγαν τα παιδιά αν είχε γεννηθεί γέρος για να τα προστατέψει. Εκείνος έφταιγε για όλα, τα παιδιά ήταν αθώα και το ίδιο οι γονείς τους. Δεν ήταν αγαθός αλλιώς πώς θα έφταιγε για όλους και όλα. Ήταν υπεύθυνος για όλα μπροστά σε όλους και για όλους μπροστά σε όλα. Όπως δεν ανήκε σε καμιά παρέα, ήταν ο παράξενος της παρέας. Και κάθε παρέα ήθελε τον παράξενό της.
Ο ηλίθιος αναλάμβανε αυτό το ρόλο με πάθος και περίμενε τα καρφιά της αθωότητας που δεν έλειπαν ποτέ να τον πληγώσουν. Για τα παιδιά ήταν ο γαλάζιος γίγαντας, εκείνος που δεν πέθαινε ποτέ για να τον βασανίζουν όλα τα παιδιά δίχως εξαίρεση. Βέβαια οι γονείς ήξεραν ότι ήταν παράξενος. Και τον πρόσεχαν όπως προσέχουν τους δασκάλους. Κάθε του λέξη την ερμήνευαν. Δεν έπρεπε να θίξει την κοινωνία. Ο ηλίθιος ήταν ο δάσκαλος των παιδιών διότι ήταν παιδιά. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν. Η ανθρωπιά του δεν ήταν ένα καλό παράδειγμα για τα κοινωνικά παιδιά και πρόσεχαν να μην εκτραπούν.
Ενώ τα παιδιά τον αγαπούσαν διότι μπορούσαν να τον πληγώσουν δίχως να πει τίποτα. Ενώ τους γιάτρευε κάθε φορά που πονούσαν ακόμα και αν το χτύπημα ήταν δικό τους. Ήταν ο δικός τους ηλίθιος. Έτσι τον έβλεπαν και οι γονείς. Αρκεί να μην έβλαπτε την κοινωνία. Μιλούσε βέβαια για την ανθρωπότητα αλλά του το συγχωρούσαν διότι ήξεραν ότι ήταν ηλίθιος και παράξενος. Έλεγαν μέσα τους ότι ο καθένας έχει τα κουσούρια του. Η ανθρωπότητα ήταν η αδυναμία του αλλά ποιος μπορούσε να κατανοήσει τι έλεγε πραγματικά και ουσιαστικά.
Όμως μερικά παιδιά που ήταν και αυτά παράξενα τον άκουσαν. Δεν μιλούσαν πολύ και οι γονείς δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το κακό που γινόταν. Άκουγαν τον ηλίθιο και καταλάβαιναν για πρώτη φορά τι σημαίνει ζωή. Θέλησαν να μιλήσουν για πρώτη φορά για την ανθρώπινη ζωή στην κοινωνία και τότε εκείνη αποφάσισε να λυτρώσει τον ηλίθιο από τα βάσανα. Τον δηλητηρίασε.
Ήταν ο πρώτος ηλίθιος και λεγόταν Σωκράτης.
Δεν άλλαζε όμως. Ήταν πάντα με εκείνους που τον είχαν ανάγκη, ακόμα και αν δεν είχαν ανάγκες. Ήταν η άμμος της παιδικής χαράς. Όλα τα παιδιά έπαιζαν μαζί του κι ύστερα τον άφηναν μόνο για να μπορέσουν να τον βρουν και πάλι την επόμενη ημέρα να τα περιμένει.
Ο ηλίθιος τα αγαπούσε όλα και γι’ αυτό το λόγο δεν τον αγαπούσε κανένα ιδιαίτερα. Ήταν απλώς ο ηλίθιος τους. Μαζί του ένιωθαν πάντα ασφάλεια διότι ήταν ο μεγάλος. Όμως όπως ήταν ο μεγάλος τούς άρεσε να κοροϊδεύουν τα γεράματά του. Δεν έφταιγαν τα παιδιά αν είχε γεννηθεί γέρος για να τα προστατέψει. Εκείνος έφταιγε για όλα, τα παιδιά ήταν αθώα και το ίδιο οι γονείς τους. Δεν ήταν αγαθός αλλιώς πώς θα έφταιγε για όλους και όλα. Ήταν υπεύθυνος για όλα μπροστά σε όλους και για όλους μπροστά σε όλα. Όπως δεν ανήκε σε καμιά παρέα, ήταν ο παράξενος της παρέας. Και κάθε παρέα ήθελε τον παράξενό της.
Ο ηλίθιος αναλάμβανε αυτό το ρόλο με πάθος και περίμενε τα καρφιά της αθωότητας που δεν έλειπαν ποτέ να τον πληγώσουν. Για τα παιδιά ήταν ο γαλάζιος γίγαντας, εκείνος που δεν πέθαινε ποτέ για να τον βασανίζουν όλα τα παιδιά δίχως εξαίρεση. Βέβαια οι γονείς ήξεραν ότι ήταν παράξενος. Και τον πρόσεχαν όπως προσέχουν τους δασκάλους. Κάθε του λέξη την ερμήνευαν. Δεν έπρεπε να θίξει την κοινωνία. Ο ηλίθιος ήταν ο δάσκαλος των παιδιών διότι ήταν παιδιά. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν. Η ανθρωπιά του δεν ήταν ένα καλό παράδειγμα για τα κοινωνικά παιδιά και πρόσεχαν να μην εκτραπούν.
Ενώ τα παιδιά τον αγαπούσαν διότι μπορούσαν να τον πληγώσουν δίχως να πει τίποτα. Ενώ τους γιάτρευε κάθε φορά που πονούσαν ακόμα και αν το χτύπημα ήταν δικό τους. Ήταν ο δικός τους ηλίθιος. Έτσι τον έβλεπαν και οι γονείς. Αρκεί να μην έβλαπτε την κοινωνία. Μιλούσε βέβαια για την ανθρωπότητα αλλά του το συγχωρούσαν διότι ήξεραν ότι ήταν ηλίθιος και παράξενος. Έλεγαν μέσα τους ότι ο καθένας έχει τα κουσούρια του. Η ανθρωπότητα ήταν η αδυναμία του αλλά ποιος μπορούσε να κατανοήσει τι έλεγε πραγματικά και ουσιαστικά.
Όμως μερικά παιδιά που ήταν και αυτά παράξενα τον άκουσαν. Δεν μιλούσαν πολύ και οι γονείς δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το κακό που γινόταν. Άκουγαν τον ηλίθιο και καταλάβαιναν για πρώτη φορά τι σημαίνει ζωή. Θέλησαν να μιλήσουν για πρώτη φορά για την ανθρώπινη ζωή στην κοινωνία και τότε εκείνη αποφάσισε να λυτρώσει τον ηλίθιο από τα βάσανα. Τον δηλητηρίασε.
Ήταν ο πρώτος ηλίθιος και λεγόταν Σωκράτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου