Σε μία συνοπτική έκδοση, αναφερόμενη εις το σύνολο του έργου του Hans Georg Gadamer, δημοσιεύεται και ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος κείμενο: Ένας διάλογος του Jean Grondin με το φιλόσοφο, διάλογος ο οποίος αναφέρεται εις το σύνολο του έργου και εις την επίδρασιν τούτου. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις πολύ περισσότερον παρακινούν εις σκέψεις και επισκέψεις και θέτουν εις πειρασμόν να απαντήσει κανείς παίρνοντας, τηρούμενων των αναλογιών, την θέσιν του Gadamer – και, εφόσον βέβαια ανήκει εις αυτόν τον φιλοσοφικόν κόσμον, ως εάν ήτο αυτός ο ερωτώμενος – να απαντήσει ο ίδιος για το έργο το δικό του και τις απόψεις του για τον εαυτόν του σε μία συνοπτική αυτοπαρουσίαση, η οποία θα βοηθούσε ενδεχομένως τον αναγνώστην να εννοήσει ίσως καλύτερα τόσο τον Gadamer όσον και άλλες συναφείς απόψεις. Ο διάλογος έγινε στις 3 και 24 Μαΐου του 1996. Το κείμενο επανεξετάστηκε και συμπληρώθηκε πολλές φορές από τον Gadamer (βλ. Gadamer Lesebuch, Mohr Siebeck 1997 σ. 280).
Οι τιθέμενες εις τον Gadamer ερωτήσεις εις ένα γενικό περιληπτικό και ελεύθερο διάγραμμα δύναται να αποδοθούν κατ’ επιλογήν ως εξής:
Ποία βασική σκέψις, ιδέα, σας οδήγησε εξ αρχής; Πώς δύναται να εννοήσει τον όρον «Ερμηνευτική» ο κοινός αναγνώστης και ποία η διαφορά σας προς τον Μ. Heidegger; Τι σκοπεύετε με την επέκτασιν τον αρχικού τίτλον της εκδόσεώς σας εις «Wahrheit und Methode»; Τα στοιχεία της αλήθειας προς τα οποία τείνει το έργο σας τα διατυπώνετε με την βοήθειαν της έννοιας κάλλος και της Πλατωνικής μεταφυσικής τον φωτός. Η αναζητονμένη αλήθεια λαμβάνει τότε αισθητικόν χαρακτήρα; Πως υπερβαίνει η ερμηνεία της τέχνης τον ιστορισμό; Η ιστορικότητα εφόσον υψούται εις ερμηνευτικήν αρχήν δεν υφίσταται κίνδυνον να ολισθήσει εις σχετικοκρατίαν; Πώς πρέπει να εννοήσει κανείς τις έννοιες «προδομή» του κατανοείν; Τί είναι «πράγμα», τι εννοείτε, τι σημαίνει τούτο; Περί της οικουμενικής διαστάσεως της «γλωσσικότητος» και της οντολογικής διαστάσεως της ερμηνευτικής; Τι γνώμη έχετε; Ποιος ο ρόλος της Γλώσσης;
Πώς νοούνται οι σχέσεις «γλώσσα – ον» και τα όρια της ερμηνευτικής διαδικασίας; Περί της εννοίας της κυριαρχίας εις την γνώσιν, τι νομίζετε;
Τι καλείται ειδικότερα «Γλωσσικότητα», Γλώσσα και μεταφορά; Ο διάλογος του Σωκράτους με τους σοφιστές; Πώς αντιδράτε εις την κατηγορίαν ότι ο ερμηνευτικός στοχασμός, η ερμηνευτική διανόηση, διάκειται εχθρικώς προς την λογικήν, την επιστήμην, την αντικειμενικότητα; Ποια η πράξη της τεχνικής; Ο σύνδεσμός σας με τον Heidegger. Η δική σας θέσις ως προς την φιλοσοφίαν του; Πώς βλέπετε την έκδοσιν των έργων σας; Ποιες εργασίες σκοπεύετε να αναλάβετε αργότερον; Τί σκοπεύετε για το μέλλον;
Τί μας ωθεί προς τους Έλληνες;
Ειδικότερα τίθεται εις τον «Διάλογον» το ερώτημα: «Τι σημαίνει αυτό τούτο το ον»; Ο Gadamer[1] ομιλεί περί της οικουμενικής διαστάσεως της «Γλωσσικότητος», η οποία αποκαλύπτει και την οντολογικήν διάστασιν της Ερμηνευτικής: «Ον – Κατανοείν – Γλώσσα» εμφανίζονται διαπλεκόμενα εις εν. Αλλά εν συνεχεία τίθεται και το ερώτημα: Τί σημαίνει η επαναλαμβανόμενη φράση: «ον το οποίον κατανοείται είναι γλώσσα»; Η δυνατότης της γνώσεως, η κατανόησις διέρχεται από την Γλώσσαν. Το θαυμασμό του προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα εκφράζει ο Gadamer και δεν αποκρύπτει την επίδρασιν του Heidegger: Αυτός ήτο ο λόγος να στραφεί ιδιαίτερα προς την ελληνική φιλοσοφία και να μελετήσει κλασική φιλολογία, διότι η Λατινική εχρωμάτισε και επηρέασε όλην την εννοιολογίαν όλων των γλωσσών του πολιτισμού των νεωτέρων χρόνων και μαζί με τούτο την ερμηνείαν της. Η ανάγνωση του Πλωτίνου μας παρέχει μίαν τόσον εμψυχωμένη ελληνική γλώσσα, ώστε να συνηχούν τα έσχατα μυστικά του Πλατωνικού πνεύματος. Πώς συμβαίνει, συνεχίζει ο Gadamer, η πρώιμη σχολαστική φιλοσοφία να έχει τόσον εξ ολοκλήρου καταληφθεί από τον Αριστοτέλη; Όταν διαβάζει κανείς Αυγουστίνο ανασαίνει την Πλατωνική αύρα. (s. 289). Αλλά και η παρουσία των σοφιστών αποτελεί ένα μεγαλοφυές εύρημα του Πλάτωνος και με πόση ποιητική δύναμη! Και συνεχίζει: Σημαντική η παρατήρηση ότι ο Hegel είδε καλύτερα από τον Heidegger την υπάρχουσα σχέση μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλους, δύναται λέγει κανείς να ανταλλάξει κατά βούλησιν τα σχόλια του Hegel2 για τον Πλάτωνα με τα σχόλια του ιδίου για τον Αριστοτέλη. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, υποκρύπτεται η πρωταρχική ενότητα των μεγάλων θεμάτων της αρχαίας φιλοσοφίας αλλά και των πρωταρχικών τρόπων του φιλοσοφείν (θεωρία, θεωρείν, οράν, θαυμάζειν, έρως, λόγος) αλλά και η δημιουργία και γένεση της φιλοσοφικής γλώσσης, η αρχέγονη νομοθεσία και αρχιτεκτονική αυτής, η προέλευση ονομάτων και ρημάτων. Κατά τη γνώμη μου το θεωρητικό πνεύμα, η φιλοσοφική «όραση» (θεωρείν, οράν) του Μεγάλου Διδασκάλου κατέλαβε εξ ολοκλήρου και τον Αριστοτέλη (το Μεγάλο Μαθητή) και εις αυτήν την διδασκαλίαν αναπτύσσεται και ολοκληρούται το μέγιστο, κοσμοϊστορικής σημασίας πνευματικό επίτευγμα, της συνθέσεως φιλοσοφικής διανοήσεως και φιλοσοφικού λόγου.
Ο χώρος δεν μας επιτρέπει μίαν πληρέστερη έκθεση και προς τούτο διαχωρίζουμε και παρουσιάζουμε βασικές θέσεις, προκειμένου να περιορισθούμε κυρίως στο ρόλο και στην επίδραση της αρχαίας φιλοσοφικής διανοήσεως και της αρχαίας φιλοσοφικής γλώσσης. Αφ’ ενός για να δείξουμε την παρουσία των Ελλήνων στη σύγχρονη φιλοσοφία, αφ’ ετέρου να διανοίξουμε μίαν ορισμένην με προσωπικές θέσεις προοπτικήν προς το μέλλον. Διότι τίθεται το ερώτημα εις τον προαναφερθέντα διάλογον (σ. 282): «Τι μας ωθεί προς τους Έλληνες;» και ο Gadamer απαντά: «Εις τους Έλληνες θα ηδύνατο κανείς να επιστρέφει εις την καθημερινήν εγκόσμιον εμπειρίαν» και προσθέτει: «τούτο με οδήγησε εις τον καθολι- κόν, εις τον συνοπτικόν ρόλον της γλώσσης». Αλλά θέτουμε το ερώτημα: αναφερόμενοι εις τους αρχαίους Έλληνας και σκοπεύοντες στην γλώσσαν, ποια γλώσσα ειδικά εννοούμε; Την γλώσσαν της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, των ρητόρων, ή γενικά εννοούμε την αρχαία ελληνική γλώσσα;
Σύγχρονοι εξέχοντες φιλόσοφοι αναφέρονται ως γνωστόν εις την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον ελληνικό λόγο, θαυμάζουν και υμνούν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία – τους μεγάλους φιλοσόφους τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη – αξιοποιούν και ερμηνεύουν κατά την «προσωπική» τους κρίση και προχωρούν εις την δημιουργίαν μιας νέας φιλοσοφίας (Heidegger, Gadamer). Τίθεται όμως το ερώτημα «είδαν» ορθά όσα ερμήνευσαν; Καλύτερα προβάλλουμε σειρά ερωτημάτων συνδεομένων με τον πυρήνα της αρχαίας φιλοσοφίας προς τον οποίον εστράφησαν. Τί σημαίνουν οι όροι «Θεωρία», «Θεωρείν» και ό,τι συνδέεται με τις έννοιες αυτές, ποιό είναι το νόημα και η σημασία του ανθρώπου στην αρχαία φιλοσοφία, πού οφείλεται το μεγαλείο και η δύναμη της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, του ελληνικού λόγου; Και μέσα στο πλαίσιο τούτο τί σημαίνει, εφόσον ασχολούμεθα με τα μεγάλα θέματα της αρχαίας φιλοσοφίας, τί σημαίνει ο λόγος του Πλάτωνος «διάνοια και λόγος ταυτόν», όπου εις μίαν συνόρασιν ερμηνευτικήν καθορίζεται η Αρχή και το Όλον και η σημασία εκάστου μέλους;
Κατά την γνώμην μας, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία τα πάντα κυριαρχούνται και ερμηνεύονται από την «φιλοσοφικήν όρασιν» (Θεωρία, Οράν) των μεγάλων φιλοσόφων του Πλάτωνος του Διδασκάλου και του Αριστοτέλους του μεγάλου μαθητού. Και το μέγιστο μάθημα το οποίο ενστερνίσθηκε ο Αριστοτέλης – δεν έπαυσε να το τονίζει – είναι το «μάθημα» της Θεωρίας. Και τι εννοούμε με τον όρον Μέθοδος -κατανόησις – ερμηνεία – λόγος – διδασκαλία; Η αρχαία φιλοσοφική Θεωρία εκφράζει την πορείαν, την σύλληψιν του όντος (όσον τούτο είναι δυνατόν να ειπωθεί) και τον αγώνα για την αναπαράστασιν του όντος, την δημιουργίαν του λόγου, του θεωρητικού φιλοσοφικού λόγου!
Ιστορικότητα της ύπαρξης και ιστορική εμπειρία
Με αφορμή πάντοτε τον διάλογον Grondin – Gadamer, προχωρούμε και επιθυμούμε να διατυπώσουμε ορισμένες προσωπικές παρατηρήσεις επάνω στο Θουκυδίδη και δη στον «Επιτάφιο» του Περικλέους 3 αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στη «Ρητορική» του Αριστοτέλους. Σχηματικά θα ηδύνατο κανείς να παρατηρήσει ότι στην πρώτη περίπτωση («Επιτάφιος») μας προσφέρεται μία ιδιαίτερη και μοναδική δημιουργία ρητορικής και στοχασμού – στην άλλη (στη «Ρητορική» του Αριστοτέλους) μας δίδεται – κείμενο μελέτη περί ρητορικής με έντονο φιλοσοφικό στοχασμό ή καλύτερα μια φιλοσοφική πραγματεία περί ρητορικής με πολλές σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις. Στην περίπτωση του «Επιταφίου» παρατηρούμεν ότι όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι εφιλοσόφησαν για πρώτη φορά, θαυμάζοντες τον κόσμον της φύσεως – αρχέγονες δυνάμεις και στοιχεία, κατ’ ανάλογον τρόπον εμφανίζονται για πρώτη φορά περιγραφές, ερμηνευτική προσπάθεια – του κόσμου της ιστορίας και της πολιτείας αλλά και του κόσμου και της δομής της ιστορικής υπάρξεως. Με θεμελιώδεις καθορισμούς και την επισήμανση αρχεγόνων δυνάμεων προσπαθεί ο Περικλής να καθορίσει και να ερμηνεύσει ως πολίτης, ως ιστορικό ον, τη θέση του και το ρόλο του μέσα στον κόσμο, στον κόσμο της πολιτείας και της ιστορίας: «Καίτοι ἐμοί τοιούτῳ ἀνδρί όργίζεσθε, ὅς οὐδενός ἥσσων οἴομαι εἶναι γνῶναι τε τά δέοντα καί ἐρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καί χρημάτων κρείσσων· ὅτε γάρ γνούς καί μή σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καί εί μή ένεθυμήθη…» (Θουκ. II. 60).
Εάν το προηγούμενο απόσπασμα μας περιγράφει και ερμηνεύει την ύπαρξη ως πολιτική και ερμηνευτική ύπαρξη, η ακόλουθη μας παρέχει την εσωτερική δομή της πολιτικής ύπαρξης (Θεμιστοκλής) και μάλιστα, ως χρονική ύπαρξη δυναμένη να εκτείνεται μέσα στο χρόνο και κατά τις διαστάσεις του χρόνου («προμαθών» – «επιμαθών»), Ο Θεμιστοκλής λόγω των φυσικών ιδιοτήτων (ἰσχύς φύσεως, οἰκείᾳ γαρ ξυνέσει) ανεδείχθη «κράτιστος αυτοσχεδιάζειν τα δέοντα» και δη των «μελλόντων επί πλείστον του γενησο- μένου άριστον εικαστήν». Ο Θεμιστοκλής όμως ακριβώς λόγω των ικανοτήτων αυτού δεν παρίστατο ανάγκη να προσφεύγει εξεταστικά λεπτομερώς ε- κάστοτε εις την πείραν του παρελθόντος, ούτε εις τα δεδομένα του παρόντος. Η υπαρξιακή δομή όμως της πολιτικής υπάρξεως, ως όλον, μας παρέχεται εδώ πλήρως από τον Θουκυδίδη. Ο συνδυασμός αμφοτέρων των ερμηνευτικών αναλύσεων (Περικλής – Θεμιστοκλής) αποδίδει και ορίζει τον πολιτικόν ως πολιτική ύπαρξη που διαθέτει την αναγκαίαν πνευματικήν δύναμιν, την ιστορική εμπειρία προς ερμηνείαν των δεόντων και λήψιν αποφάσεως του πολιτικού ισταμένου εις το παρόν μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Αλλά το ταμείον των αρχεγόνων υπαρξιακών δομών και τρόπων δεν περατούται μόνον εις τα προηγούμενα. Ο Περικλής («Επιτάφιος») ωσάν να προαισθάνεται την έλευσιν του Πλάτωνος – νουθετών και συμβουλεύουν – λέγει: «ἀλλά μᾶλλον τήν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καί ἐραστάς γιγνομένους αὐτῆς, καί ὅταν ὑμῖν μεγάλῃ δόξῃ εἶναι ἐνθυ μουμένους ὅτι τολμῶντες καί γιγνώσκοντες τά δέοντα…» (43,1). Διά πρώτην φοράν καθορίζεται και ιδρύεται εις την αρχαία διανόησιν η Θεωρία, συνοδευομένη από όλον τον θαυμαστι- κόν πάθος αυτής ως αξιοκρατικός τρόπος συλλήψεως και δημιουργικής παρουσίας και η ανάμνησις, ως κύριος παράγων του ιστορικώς και πολιτικώς υπάρχειν προς αξιοποίησιν της ιστορικής εμπειρίας – της παραδόσεως – του ιστορικού Γεγονότος. Μία τέτοια θεωρία αποτελεί πράξιν υψίστης γνώσεως αλλά και ελευθερίας, ελευθερίας πραγματώσεως του πολιτικού χρέους (πρβλ. το γνωστόν τρίπτυχον «ελεύθερον» – «εύψυχον» – «εύδαιμον»), τρίπτυχον το οποίον δεν αγνοήθηκε από τον Σταγειρίτην!
Η θεωρία του ιστορικού και πολιτικού κόσμου (δύναμις πόλεως) προς την οποίαν προτρέπει συμβουλεύων ο Περικλής, ολοκληρούται και χαρακτηρίζεται και από την αναγκαίαν ερμηνευτικήν διαδικασίαν αποφασιστικού χαρακτήρος (ερμηνεῦσαι…). Ο ίδιος ο Περικλής – αναλαμβάνων την ευθύνην της αυτοπαρουσίας του – δηλώνει βάσει της ικανότητάς του να ερμηνεύσει τα δέοντα, όπως είδαμε στα προηγούμενα, αρμόδιος και ικανός προς εκτέλεσιν του υψίστου χρέους. Η ερμηνευτική διαδικασία και «μέθοδος» εισέρχεται με φορέα την ιστορική ύπαρξη ως ερμηνευτικός «κανών» κρίσεως και αποφάσεως εις τον κόσμον της ιστορίας. Εις τον κόσμον όμως τούτον όπου διά πρώτη φορά αποκαλύπτονται οι δυνάμεις αι οποίαι δρουν και κυριαρχούν με φορέα τον ανθρώπων, δημιουργείται και γεννάται διά πρώτην φοράν ως ιδρυτική πολιτική πράξις, ο λόγος, ο πολιτικός λόγος ως δημιουργία της υψίστης θεωρητικής και ερμηνευτικής ευθύνης και ελευθερίας του πολιτικού («σαφώς διδάξας»). Η αλήθεια της ιστορικής εμπειρίας θεμελιούται εις την κρίση του θεωρούντος και ερμηνεύοντος πολιτικού, ο οποίος «πράττει» και «υπάρχει», πράττει ηθικά και υπάρχει ως «ανοικτή» ύπαρξη εις το πολιτικόν πεδίον (προϋποθέσεις και όροι αναγκαίοι προς διασφάλισιν της ορθότητος της κρίσεως και του υψηλού και ορθού πολιτικού λόγου). Η αλήθεια κυριαρχεί και ελέγχει τις διαστάσεις και τα δεδομένα των χρονικών εκτάσεων: «παρελθόν – μέλλον», με γνώμονα το δίκαιον – το άδικον, το συμφέρον – το βλαβερόν – όπως θα είπει και θα ερμηνεύσει αργότερα ο Αριστοτέλης την πολιτική ύπαρξη, και θα προσθέσει «τό δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾳν ἄρχον καί δεσπόζον» επαναφέρουν ούτω το θεωρητικόν όραμα ως κυρίαν πολιτικήν, πνευματικήν, ερμηνευτικήν δύναμιν.
Ερχόμαστε τώρα στον Αριστοτέλη, εις την Ρητορική. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναφορά εις τους Αρχαίους και η ειδική επιλογή που επιχειρούμε δεν σημαίνει ήδη και την έκθεσιν κεφαλαίων μιας ελληνικής φιλοσοφικής – ερμηνευτικής, δυνατόν όμως να αποτελέσουν αφετηρίαν δημιουργικής αξιοποιήσεως προς την κατεύθυνσιν αυτήν. Θα μπορούσε ο Αριστοτέλης να στοχαστεί και να μιλήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον, (εννοώ το απόσπασμα) «Ἀνάγκη δε τόν ἀκροατήν ἤ θεωρόν εἶναι ἤ κριτήν…» απόσπασμα, το οποίον ενισχύεται σημαντικά και συμπληρούται ολοκληρούμενο εις εν Όλον από άλλα χωρία με ερμηνευτικές αναλύσεις συγγενείς περί μνήμης και αναμνήσεως ή περί πολιτικής εμπειρίας, εάν δεν είχε προηγηθεί ο Θουκυδίδης; Όχι μόνον προς τον πολιτικόν αλλά προς την δημιουργικήν όρασιν του Περικλέους έτρεφε ο Αριστοτέλης ιδιαίτερον θαυμασμόν.
Η Ρητορική στην Αθήνα επεσήμανε και παρουσίασε και ερμήνευσε για πρώτη φορά την πολιτική και ιστορική ύπαρξη, τη δομή και «αρχιτεκτονική» του ανθρώπου – του πολίτου. Η ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού πολιτικού φαινομένου (Θουκυδίδης, Περικλής, Ρητορική, Αριστοτέλης), προϋποθέτει την «πολιτικότητα» και «ιστορικότητα» του πολιτικώς και ιστορικώς υπάρχειν. Η ιστορική εμπειρία προϋποθέτει την «ιστορική» δομή και διάσταση της ύπαρξης, μέγα θέμα κατά την ά- ποψίν μας και δεν νομίζουμε ότι είχε μέχρι τώρα αξιοποιηθεί φιλοσοφικά 4. Ο Πλάτων έχει όλη την θεωρία της Αναμνήσεως εμπειρική και μεταφυσική , ο δε Αριστοτέλης στο «Περί ψυχής» και στο περί «μνήμης και αναμνήσεως» συνεχίζει την όλην παράδοσιν εις τον τομέα αυτόν, επεκτείνων εις άλλους τομείς του πολιτικώς και ιστορικώς υπάρχειν.
Η ιδέα μιας ελληνικής Φιλοσοφικής Ερμηνευτικής
O Gadamer εστράφη προς την σπουδήν και μελέτην της κλασικής φιλολογίας ύστερα από προτροπήν του Heidegger ο οποίος υπήρξε και καθηγητής του. Αλλά τίθεται το ερώτημα ειδικά ως προς την ελληνική φιλοσοφική γλώσσα: Οι γλωσσολόγοι διέκριναν τη δομή και τη σημασία της; Το αυτό ισχύει και για τους φιλοσόφους – χωρίς να αγνοείται βεβαίως το έργον το οποίον έχει συντελεσθεί. Ο Πλάτων μας άφησε τα πρώτα πλήρη κείμενα. Η γλώσσα συντίθεται βασικώς από ονόματα και ρήματα («εξ ονομάτων και ρημάτων»), Η μεγάλη επανάσταση συνετελέσθη όταν η όρασις από απλή αίσθηση υψώθηκε σε «φιλοσοφική» όραση· τόπος κατ’ εξοχήν του μεγίστου τούτου έργου υπήρξε ο Πλατωνικός μύθος. Με το έργο τούτο η φιλοσοφική όρασις κατέκλυσε το φιλοσοφικό λόγο. (Θεωρείν, «οράν», θεάσθαι, καθοράν, κ.τλ.)5, ο φιλοσοφικός λόγος κατέστη άμεση δημιουργία της θεωρίας (βλ. Συμπόσιο). Και άνοιξε η οδός προς αναπαράστασιν του όντος. Η αναπαράστασις του όντος δεν επαφίεται μόνο εις την δύναμιν της Θεωρίας – από τις άλλες συνιστώσες δυνάμεις – μολονότι περικλείεται εντός μιας θεωρίας πάντοτε. Ο Αριστοτέλης δεν αρκείται εις τον ορισμόν του ανθρώπου ως ζώου πολιτικόν λόγον έχοντος («το δηλούν τι το δίκαιον τι το συμφέρον…») (βλ. Πολ.) και παραθέτει εις την δύναμιν του λόγου το μιμείσθαι, διότι πολύ περισσότερον ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον.6 Ο αγών του λόγου προσφεύγει και εις τις δυνάμεις και δυνατότητες ανα- παραστάσεως του όντος. Κατά τη γνώμη μας η δομή, η όλη αρχιτεκτονική του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου ενι- σχυμένου από τις δυνάμεις αναπαρα- στάσεως, δυνατόν να αποτελέσουν ένα δημιουργικόν κεφάλαιον μιας ελληνικής φιλοσοφικής ερμηνευτικής.
-------------------------
1. Πολύτιμα και αναγκαία βοηθήματα για τη σπουδή και μελέτη συναφών θεμάτων είναι αι εκδόσεις της Ε.Φ.Ε. «Η Αρχαία Σοφιστική» (1982), «Η φιλοσοφία σήμερα»
(1985)), «Γλώσσα και Πραγματικότητα στην Ελληνική Φιλοσοφία», (1985), «Η Διαλεκτική» (1988), «Η Φιλοσοφική Ερμηνευτική»
(1986). Το τελευταίο περιέχει μελέτες ανα- φερόμενες κυρίως εις την ερμηνευτική του Η. G. Cadamer. Εις τις τέσσερις τελευταίες εκδόσεις δημοσιεύονται και οι δικές μας ανακοινώσεις. Ο επιθυμών αναγνώστης του παρόντος δύναται να ανεύρει εκεί πολλά θέματα πρωταρχικής φύσεως.
2. Βλ. καιJ.L. Viellard Baron, G.W. F. Hegel. Παραδόσεις Πλατωνικής Φιλοσοφίας (1825 – 1826) μετ. Α. Κελεσίδου, Αθή- ναι 1991. Ο V.B. γράφει: «Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον καθηγητή Gadamer ο οποίος με εξαίρετη προθυμία ενίσχυσε τις προσπάθειες μου και επέμεινε στην ανάγκη μιας δη- μοσιεΰσεως» σελ. 20.
3. Βλ. και τιςμελέτες μου «Περικλέους Επιτάφιος» Αν. 1978, «Ο Άνθρωπος ως Πολιτική Ύπαρξη στη Φιλοσοφία του Αριστοτέλη» Αν. 1982. Βλ. επίσης «Πολιτική ύπαρξη» 3 τομ.
4. Βλ. Ρητορική 1358, βΐ κ.έ. «Ανάγκη δε τον ακροατήν ή θεωρόν είναι ή κριτήν, κριτήν δε ή των γεγενημένων ή των μελλόντων. Έστι δ’ ο μεν περί των μελλόντων κρίνων οίον εκκλησιαστής, ο δε περί των γεγενημένων οίον ο δικαστής… Χρόνοι δε εκάστου τούτων εισί τιο μεν συμβουλεύοντι ο μέλλων περί γαρ των εσομένων συμβουλεύει ή προτρέπων ή αποτρέπων, τω δε δικαζομένω ο γενόμενος περί γαρ των πεπραγμένων αεί ο μεν κατηγορεί, ο δε απολογείται, τω δ’ επιδεικτικά) κυριώτατος μεν ο παρών· κατά γαρ τα υπάρχοντα επαινούσιν ή ψέγουσι πάντες, προσχρώνται δε πολλάκις και τα γενόμενα αναμιμνήσκοντες και τα μέλλοντα προεικάζοντες…».
Βλ. Ρητορική 1367, β30, 1358 α κ.έ. Η μεγάλη σημασία που έχει η εμπειρία για τον πολιτικό υπογραμμίζει και τη μεγάλη σημασία της ανάμνησης για την πολιτική ύπαρξη ως δομικό καθοριστικό στοιχείο πρωταρχικής σημασίας: «Ου μην μικρόν γε έοικεν η εμπειρία συμβάλλεσθαι- ουδέ γαρ εγίνοντο αν διά της πολιτικής συνήθειας πολιτικοί· διό τοις εφιεμένοις περί πολιτικής ειδέναι προσδείν έοικεν εμπειρίας» (Ιίολ. 1181 α 11). Η εμπειρία διατηρείται αλλά και αξιοποιείται επιστημονικά από τη μνήμη· ιδιαίτερα η πολιτική εμπειρία έχει νόημα μόνον εφ’ όσον επανεκτιμάται και αξιοποιείται δημιουργικά από την ανάμνηση. Για τον αν- θρωπολογικό σύνδεσμο μνήμης και εμπειρίας βλ. και τις αναπτύξεις ΜΓΦ 980. α 29 κ.έ.
5. Η γνωστή διατύπωση «η γλώσσα ομι- λεί» (Heidegger) εξένισε τους μαθητάς αυτού. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφική γλώσσα κατά την άποψιν μου «βλέπει», η γλώσσα «βλέπει». Πώς νοείται τούτο; Η διάρθρωση της γλώσσας με τη βοήθεια ρημάτων οράσεως – αποκλειστικά – μεταθέτει τον αναγνώστην ή τον ακροατήν εις τον χώρον του λέγειν, όπου το οραθέν ον εκτίθεται, αοκαλύπτεται και πρόκειται εις θέαν διά τον θεωρούντα αναγνώστη του κειμένου. Ο αναπαριστάμενος αναγνώστης μετατίθεται ως θεατής (=«θεωρός») δι’ όσα το κείμενο προσφέρει εις «θέαν», εις «θεωρίαν», τα οποία ο συγγραφεύς του κειμένου αυτός ού- τος είχε θεωρήσει. Η περιγραφή του Σωκρά- τους στο Συμπόσιο (βλ.) παρουσιάζει την γλώσσαν να βλέπει: Ο ορών και θεωρών συγγραφεύς εις την φιλοσοφικήν γλώσσαν προσφέρει την θέσιν του εις τον αναγνώστην! Εάν ο αναγνώστης του Συμποσίου και των άλλων μύθων δεν αναλάβει ο ίδιος την όρασιν του ορώντος, εάν δεν υψωθεί εις «θεωρόν», εις το θεωρητικόν ύψος του θεω- ρούντος, δεν δύναται να εννοήσει το ον της γλώσσας «που βλέπει». Η όλη δομή και σύ- στασις της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, η ιδιοτυπία ή ιδιομορφιία, η «φιλοσοφικότητα» της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας οφείλεται στη θεωρητικότητα του λέγειν και τη «γλωσσικότητα» του θεωρείν (=θεω- ρητικώς ελληνίζειν) και τα δύο αυτά παραμένουν αξεδιάλυτα ενωμένα και δημιουργικά προσφερόμενα εις την «όρεξιν» (ορέγεται του ειδέναι) του αναγνώστου. Γι’ αυτό ο Σωκράτης ομιλεί περί εποπτικών («Τέλεια και εποπτικά»), Ο μύστης καλείται να θεωρήσει εισερχόμενος εις τον χώρον της μυή- σεως, εις τον χώρον της φιλοσοφικής – θεωρητικής γλώσσας. Αλλά και όταν ο Περικλής λέγει «βεώμενοι την δύναμιν της πόλε- ως», είναι δυνατόν ο αναγνώστης να μην προσπαθήσει να «θεωρήσει» την «εικόνα» της δυνάμεως των Αθηνών;
Ο Σωκράτης («Τέλεια και εποπτικά»), – και στην πράξη Αρχιθεωρός – (Δήλος), ο Πλάτων – υμνεί την φιλοσοφίαν (Τίμαιος) – όρασιν ο Αριστοτέλης ονομάζει την φιλοσοφία: «επιστήμην θεωρητικήν». Όλοι συνέλαβαν και ολοκλήρωσαν την επανάστασιν του «Οράν» και μετέφεραν και εδώρησαν εις την ανθρωπότητα το Φως της Φιλοσοφίας. Εφιλοσόφησαν και δημιούργησαν την ελληνική φιλοσοφική γλώσσα ως νομοθέται, ονοματοθέται, γλώσσα η οποία περικλείει την φιλοσοφική διανόηση και το ον εις μίαν Συνόραση, εις μίαν ενιαίαν ερμηνευτική σννόραση. Η θεωρητική γλώσσα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του Διδασκάλου και του Μαθητού, «θεωρεί» ήτοι «κατανοεί» και ερμηνεύει.
6. Βλ. και Β. Κύρκος: «Die Dichtung als Wissens – Problem bei Aristoteles 1972: Διακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του H.G. Gadamer. Λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη.
Οι τιθέμενες εις τον Gadamer ερωτήσεις εις ένα γενικό περιληπτικό και ελεύθερο διάγραμμα δύναται να αποδοθούν κατ’ επιλογήν ως εξής:
Ποία βασική σκέψις, ιδέα, σας οδήγησε εξ αρχής; Πώς δύναται να εννοήσει τον όρον «Ερμηνευτική» ο κοινός αναγνώστης και ποία η διαφορά σας προς τον Μ. Heidegger; Τι σκοπεύετε με την επέκτασιν τον αρχικού τίτλον της εκδόσεώς σας εις «Wahrheit und Methode»; Τα στοιχεία της αλήθειας προς τα οποία τείνει το έργο σας τα διατυπώνετε με την βοήθειαν της έννοιας κάλλος και της Πλατωνικής μεταφυσικής τον φωτός. Η αναζητονμένη αλήθεια λαμβάνει τότε αισθητικόν χαρακτήρα; Πως υπερβαίνει η ερμηνεία της τέχνης τον ιστορισμό; Η ιστορικότητα εφόσον υψούται εις ερμηνευτικήν αρχήν δεν υφίσταται κίνδυνον να ολισθήσει εις σχετικοκρατίαν; Πώς πρέπει να εννοήσει κανείς τις έννοιες «προδομή» του κατανοείν; Τί είναι «πράγμα», τι εννοείτε, τι σημαίνει τούτο; Περί της οικουμενικής διαστάσεως της «γλωσσικότητος» και της οντολογικής διαστάσεως της ερμηνευτικής; Τι γνώμη έχετε; Ποιος ο ρόλος της Γλώσσης;
Πώς νοούνται οι σχέσεις «γλώσσα – ον» και τα όρια της ερμηνευτικής διαδικασίας; Περί της εννοίας της κυριαρχίας εις την γνώσιν, τι νομίζετε;
Τι καλείται ειδικότερα «Γλωσσικότητα», Γλώσσα και μεταφορά; Ο διάλογος του Σωκράτους με τους σοφιστές; Πώς αντιδράτε εις την κατηγορίαν ότι ο ερμηνευτικός στοχασμός, η ερμηνευτική διανόηση, διάκειται εχθρικώς προς την λογικήν, την επιστήμην, την αντικειμενικότητα; Ποια η πράξη της τεχνικής; Ο σύνδεσμός σας με τον Heidegger. Η δική σας θέσις ως προς την φιλοσοφίαν του; Πώς βλέπετε την έκδοσιν των έργων σας; Ποιες εργασίες σκοπεύετε να αναλάβετε αργότερον; Τί σκοπεύετε για το μέλλον;
Τί μας ωθεί προς τους Έλληνες;
Ειδικότερα τίθεται εις τον «Διάλογον» το ερώτημα: «Τι σημαίνει αυτό τούτο το ον»; Ο Gadamer[1] ομιλεί περί της οικουμενικής διαστάσεως της «Γλωσσικότητος», η οποία αποκαλύπτει και την οντολογικήν διάστασιν της Ερμηνευτικής: «Ον – Κατανοείν – Γλώσσα» εμφανίζονται διαπλεκόμενα εις εν. Αλλά εν συνεχεία τίθεται και το ερώτημα: Τί σημαίνει η επαναλαμβανόμενη φράση: «ον το οποίον κατανοείται είναι γλώσσα»; Η δυνατότης της γνώσεως, η κατανόησις διέρχεται από την Γλώσσαν. Το θαυμασμό του προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα εκφράζει ο Gadamer και δεν αποκρύπτει την επίδρασιν του Heidegger: Αυτός ήτο ο λόγος να στραφεί ιδιαίτερα προς την ελληνική φιλοσοφία και να μελετήσει κλασική φιλολογία, διότι η Λατινική εχρωμάτισε και επηρέασε όλην την εννοιολογίαν όλων των γλωσσών του πολιτισμού των νεωτέρων χρόνων και μαζί με τούτο την ερμηνείαν της. Η ανάγνωση του Πλωτίνου μας παρέχει μίαν τόσον εμψυχωμένη ελληνική γλώσσα, ώστε να συνηχούν τα έσχατα μυστικά του Πλατωνικού πνεύματος. Πώς συμβαίνει, συνεχίζει ο Gadamer, η πρώιμη σχολαστική φιλοσοφία να έχει τόσον εξ ολοκλήρου καταληφθεί από τον Αριστοτέλη; Όταν διαβάζει κανείς Αυγουστίνο ανασαίνει την Πλατωνική αύρα. (s. 289). Αλλά και η παρουσία των σοφιστών αποτελεί ένα μεγαλοφυές εύρημα του Πλάτωνος και με πόση ποιητική δύναμη! Και συνεχίζει: Σημαντική η παρατήρηση ότι ο Hegel είδε καλύτερα από τον Heidegger την υπάρχουσα σχέση μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλους, δύναται λέγει κανείς να ανταλλάξει κατά βούλησιν τα σχόλια του Hegel2 για τον Πλάτωνα με τα σχόλια του ιδίου για τον Αριστοτέλη. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, υποκρύπτεται η πρωταρχική ενότητα των μεγάλων θεμάτων της αρχαίας φιλοσοφίας αλλά και των πρωταρχικών τρόπων του φιλοσοφείν (θεωρία, θεωρείν, οράν, θαυμάζειν, έρως, λόγος) αλλά και η δημιουργία και γένεση της φιλοσοφικής γλώσσης, η αρχέγονη νομοθεσία και αρχιτεκτονική αυτής, η προέλευση ονομάτων και ρημάτων. Κατά τη γνώμη μου το θεωρητικό πνεύμα, η φιλοσοφική «όραση» (θεωρείν, οράν) του Μεγάλου Διδασκάλου κατέλαβε εξ ολοκλήρου και τον Αριστοτέλη (το Μεγάλο Μαθητή) και εις αυτήν την διδασκαλίαν αναπτύσσεται και ολοκληρούται το μέγιστο, κοσμοϊστορικής σημασίας πνευματικό επίτευγμα, της συνθέσεως φιλοσοφικής διανοήσεως και φιλοσοφικού λόγου.
Ο χώρος δεν μας επιτρέπει μίαν πληρέστερη έκθεση και προς τούτο διαχωρίζουμε και παρουσιάζουμε βασικές θέσεις, προκειμένου να περιορισθούμε κυρίως στο ρόλο και στην επίδραση της αρχαίας φιλοσοφικής διανοήσεως και της αρχαίας φιλοσοφικής γλώσσης. Αφ’ ενός για να δείξουμε την παρουσία των Ελλήνων στη σύγχρονη φιλοσοφία, αφ’ ετέρου να διανοίξουμε μίαν ορισμένην με προσωπικές θέσεις προοπτικήν προς το μέλλον. Διότι τίθεται το ερώτημα εις τον προαναφερθέντα διάλογον (σ. 282): «Τι μας ωθεί προς τους Έλληνες;» και ο Gadamer απαντά: «Εις τους Έλληνες θα ηδύνατο κανείς να επιστρέφει εις την καθημερινήν εγκόσμιον εμπειρίαν» και προσθέτει: «τούτο με οδήγησε εις τον καθολι- κόν, εις τον συνοπτικόν ρόλον της γλώσσης». Αλλά θέτουμε το ερώτημα: αναφερόμενοι εις τους αρχαίους Έλληνας και σκοπεύοντες στην γλώσσαν, ποια γλώσσα ειδικά εννοούμε; Την γλώσσαν της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, των ρητόρων, ή γενικά εννοούμε την αρχαία ελληνική γλώσσα;
Σύγχρονοι εξέχοντες φιλόσοφοι αναφέρονται ως γνωστόν εις την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον ελληνικό λόγο, θαυμάζουν και υμνούν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία – τους μεγάλους φιλοσόφους τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη – αξιοποιούν και ερμηνεύουν κατά την «προσωπική» τους κρίση και προχωρούν εις την δημιουργίαν μιας νέας φιλοσοφίας (Heidegger, Gadamer). Τίθεται όμως το ερώτημα «είδαν» ορθά όσα ερμήνευσαν; Καλύτερα προβάλλουμε σειρά ερωτημάτων συνδεομένων με τον πυρήνα της αρχαίας φιλοσοφίας προς τον οποίον εστράφησαν. Τί σημαίνουν οι όροι «Θεωρία», «Θεωρείν» και ό,τι συνδέεται με τις έννοιες αυτές, ποιό είναι το νόημα και η σημασία του ανθρώπου στην αρχαία φιλοσοφία, πού οφείλεται το μεγαλείο και η δύναμη της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, του ελληνικού λόγου; Και μέσα στο πλαίσιο τούτο τί σημαίνει, εφόσον ασχολούμεθα με τα μεγάλα θέματα της αρχαίας φιλοσοφίας, τί σημαίνει ο λόγος του Πλάτωνος «διάνοια και λόγος ταυτόν», όπου εις μίαν συνόρασιν ερμηνευτικήν καθορίζεται η Αρχή και το Όλον και η σημασία εκάστου μέλους;
Κατά την γνώμην μας, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία τα πάντα κυριαρχούνται και ερμηνεύονται από την «φιλοσοφικήν όρασιν» (Θεωρία, Οράν) των μεγάλων φιλοσόφων του Πλάτωνος του Διδασκάλου και του Αριστοτέλους του μεγάλου μαθητού. Και το μέγιστο μάθημα το οποίο ενστερνίσθηκε ο Αριστοτέλης – δεν έπαυσε να το τονίζει – είναι το «μάθημα» της Θεωρίας. Και τι εννοούμε με τον όρον Μέθοδος -κατανόησις – ερμηνεία – λόγος – διδασκαλία; Η αρχαία φιλοσοφική Θεωρία εκφράζει την πορείαν, την σύλληψιν του όντος (όσον τούτο είναι δυνατόν να ειπωθεί) και τον αγώνα για την αναπαράστασιν του όντος, την δημιουργίαν του λόγου, του θεωρητικού φιλοσοφικού λόγου!
Ιστορικότητα της ύπαρξης και ιστορική εμπειρία
Με αφορμή πάντοτε τον διάλογον Grondin – Gadamer, προχωρούμε και επιθυμούμε να διατυπώσουμε ορισμένες προσωπικές παρατηρήσεις επάνω στο Θουκυδίδη και δη στον «Επιτάφιο» του Περικλέους 3 αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στη «Ρητορική» του Αριστοτέλους. Σχηματικά θα ηδύνατο κανείς να παρατηρήσει ότι στην πρώτη περίπτωση («Επιτάφιος») μας προσφέρεται μία ιδιαίτερη και μοναδική δημιουργία ρητορικής και στοχασμού – στην άλλη (στη «Ρητορική» του Αριστοτέλους) μας δίδεται – κείμενο μελέτη περί ρητορικής με έντονο φιλοσοφικό στοχασμό ή καλύτερα μια φιλοσοφική πραγματεία περί ρητορικής με πολλές σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις. Στην περίπτωση του «Επιταφίου» παρατηρούμεν ότι όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι εφιλοσόφησαν για πρώτη φορά, θαυμάζοντες τον κόσμον της φύσεως – αρχέγονες δυνάμεις και στοιχεία, κατ’ ανάλογον τρόπον εμφανίζονται για πρώτη φορά περιγραφές, ερμηνευτική προσπάθεια – του κόσμου της ιστορίας και της πολιτείας αλλά και του κόσμου και της δομής της ιστορικής υπάρξεως. Με θεμελιώδεις καθορισμούς και την επισήμανση αρχεγόνων δυνάμεων προσπαθεί ο Περικλής να καθορίσει και να ερμηνεύσει ως πολίτης, ως ιστορικό ον, τη θέση του και το ρόλο του μέσα στον κόσμο, στον κόσμο της πολιτείας και της ιστορίας: «Καίτοι ἐμοί τοιούτῳ ἀνδρί όργίζεσθε, ὅς οὐδενός ἥσσων οἴομαι εἶναι γνῶναι τε τά δέοντα καί ἐρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καί χρημάτων κρείσσων· ὅτε γάρ γνούς καί μή σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καί εί μή ένεθυμήθη…» (Θουκ. II. 60).
Εάν το προηγούμενο απόσπασμα μας περιγράφει και ερμηνεύει την ύπαρξη ως πολιτική και ερμηνευτική ύπαρξη, η ακόλουθη μας παρέχει την εσωτερική δομή της πολιτικής ύπαρξης (Θεμιστοκλής) και μάλιστα, ως χρονική ύπαρξη δυναμένη να εκτείνεται μέσα στο χρόνο και κατά τις διαστάσεις του χρόνου («προμαθών» – «επιμαθών»), Ο Θεμιστοκλής λόγω των φυσικών ιδιοτήτων (ἰσχύς φύσεως, οἰκείᾳ γαρ ξυνέσει) ανεδείχθη «κράτιστος αυτοσχεδιάζειν τα δέοντα» και δη των «μελλόντων επί πλείστον του γενησο- μένου άριστον εικαστήν». Ο Θεμιστοκλής όμως ακριβώς λόγω των ικανοτήτων αυτού δεν παρίστατο ανάγκη να προσφεύγει εξεταστικά λεπτομερώς ε- κάστοτε εις την πείραν του παρελθόντος, ούτε εις τα δεδομένα του παρόντος. Η υπαρξιακή δομή όμως της πολιτικής υπάρξεως, ως όλον, μας παρέχεται εδώ πλήρως από τον Θουκυδίδη. Ο συνδυασμός αμφοτέρων των ερμηνευτικών αναλύσεων (Περικλής – Θεμιστοκλής) αποδίδει και ορίζει τον πολιτικόν ως πολιτική ύπαρξη που διαθέτει την αναγκαίαν πνευματικήν δύναμιν, την ιστορική εμπειρία προς ερμηνείαν των δεόντων και λήψιν αποφάσεως του πολιτικού ισταμένου εις το παρόν μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Αλλά το ταμείον των αρχεγόνων υπαρξιακών δομών και τρόπων δεν περατούται μόνον εις τα προηγούμενα. Ο Περικλής («Επιτάφιος») ωσάν να προαισθάνεται την έλευσιν του Πλάτωνος – νουθετών και συμβουλεύουν – λέγει: «ἀλλά μᾶλλον τήν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καί ἐραστάς γιγνομένους αὐτῆς, καί ὅταν ὑμῖν μεγάλῃ δόξῃ εἶναι ἐνθυ μουμένους ὅτι τολμῶντες καί γιγνώσκοντες τά δέοντα…» (43,1). Διά πρώτην φοράν καθορίζεται και ιδρύεται εις την αρχαία διανόησιν η Θεωρία, συνοδευομένη από όλον τον θαυμαστι- κόν πάθος αυτής ως αξιοκρατικός τρόπος συλλήψεως και δημιουργικής παρουσίας και η ανάμνησις, ως κύριος παράγων του ιστορικώς και πολιτικώς υπάρχειν προς αξιοποίησιν της ιστορικής εμπειρίας – της παραδόσεως – του ιστορικού Γεγονότος. Μία τέτοια θεωρία αποτελεί πράξιν υψίστης γνώσεως αλλά και ελευθερίας, ελευθερίας πραγματώσεως του πολιτικού χρέους (πρβλ. το γνωστόν τρίπτυχον «ελεύθερον» – «εύψυχον» – «εύδαιμον»), τρίπτυχον το οποίον δεν αγνοήθηκε από τον Σταγειρίτην!
Η θεωρία του ιστορικού και πολιτικού κόσμου (δύναμις πόλεως) προς την οποίαν προτρέπει συμβουλεύων ο Περικλής, ολοκληρούται και χαρακτηρίζεται και από την αναγκαίαν ερμηνευτικήν διαδικασίαν αποφασιστικού χαρακτήρος (ερμηνεῦσαι…). Ο ίδιος ο Περικλής – αναλαμβάνων την ευθύνην της αυτοπαρουσίας του – δηλώνει βάσει της ικανότητάς του να ερμηνεύσει τα δέοντα, όπως είδαμε στα προηγούμενα, αρμόδιος και ικανός προς εκτέλεσιν του υψίστου χρέους. Η ερμηνευτική διαδικασία και «μέθοδος» εισέρχεται με φορέα την ιστορική ύπαρξη ως ερμηνευτικός «κανών» κρίσεως και αποφάσεως εις τον κόσμον της ιστορίας. Εις τον κόσμον όμως τούτον όπου διά πρώτη φορά αποκαλύπτονται οι δυνάμεις αι οποίαι δρουν και κυριαρχούν με φορέα τον ανθρώπων, δημιουργείται και γεννάται διά πρώτην φοράν ως ιδρυτική πολιτική πράξις, ο λόγος, ο πολιτικός λόγος ως δημιουργία της υψίστης θεωρητικής και ερμηνευτικής ευθύνης και ελευθερίας του πολιτικού («σαφώς διδάξας»). Η αλήθεια της ιστορικής εμπειρίας θεμελιούται εις την κρίση του θεωρούντος και ερμηνεύοντος πολιτικού, ο οποίος «πράττει» και «υπάρχει», πράττει ηθικά και υπάρχει ως «ανοικτή» ύπαρξη εις το πολιτικόν πεδίον (προϋποθέσεις και όροι αναγκαίοι προς διασφάλισιν της ορθότητος της κρίσεως και του υψηλού και ορθού πολιτικού λόγου). Η αλήθεια κυριαρχεί και ελέγχει τις διαστάσεις και τα δεδομένα των χρονικών εκτάσεων: «παρελθόν – μέλλον», με γνώμονα το δίκαιον – το άδικον, το συμφέρον – το βλαβερόν – όπως θα είπει και θα ερμηνεύσει αργότερα ο Αριστοτέλης την πολιτική ύπαρξη, και θα προσθέσει «τό δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾳν ἄρχον καί δεσπόζον» επαναφέρουν ούτω το θεωρητικόν όραμα ως κυρίαν πολιτικήν, πνευματικήν, ερμηνευτικήν δύναμιν.
Ερχόμαστε τώρα στον Αριστοτέλη, εις την Ρητορική. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναφορά εις τους Αρχαίους και η ειδική επιλογή που επιχειρούμε δεν σημαίνει ήδη και την έκθεσιν κεφαλαίων μιας ελληνικής φιλοσοφικής – ερμηνευτικής, δυνατόν όμως να αποτελέσουν αφετηρίαν δημιουργικής αξιοποιήσεως προς την κατεύθυνσιν αυτήν. Θα μπορούσε ο Αριστοτέλης να στοχαστεί και να μιλήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον, (εννοώ το απόσπασμα) «Ἀνάγκη δε τόν ἀκροατήν ἤ θεωρόν εἶναι ἤ κριτήν…» απόσπασμα, το οποίον ενισχύεται σημαντικά και συμπληρούται ολοκληρούμενο εις εν Όλον από άλλα χωρία με ερμηνευτικές αναλύσεις συγγενείς περί μνήμης και αναμνήσεως ή περί πολιτικής εμπειρίας, εάν δεν είχε προηγηθεί ο Θουκυδίδης; Όχι μόνον προς τον πολιτικόν αλλά προς την δημιουργικήν όρασιν του Περικλέους έτρεφε ο Αριστοτέλης ιδιαίτερον θαυμασμόν.
Η Ρητορική στην Αθήνα επεσήμανε και παρουσίασε και ερμήνευσε για πρώτη φορά την πολιτική και ιστορική ύπαρξη, τη δομή και «αρχιτεκτονική» του ανθρώπου – του πολίτου. Η ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού πολιτικού φαινομένου (Θουκυδίδης, Περικλής, Ρητορική, Αριστοτέλης), προϋποθέτει την «πολιτικότητα» και «ιστορικότητα» του πολιτικώς και ιστορικώς υπάρχειν. Η ιστορική εμπειρία προϋποθέτει την «ιστορική» δομή και διάσταση της ύπαρξης, μέγα θέμα κατά την ά- ποψίν μας και δεν νομίζουμε ότι είχε μέχρι τώρα αξιοποιηθεί φιλοσοφικά 4. Ο Πλάτων έχει όλη την θεωρία της Αναμνήσεως εμπειρική και μεταφυσική , ο δε Αριστοτέλης στο «Περί ψυχής» και στο περί «μνήμης και αναμνήσεως» συνεχίζει την όλην παράδοσιν εις τον τομέα αυτόν, επεκτείνων εις άλλους τομείς του πολιτικώς και ιστορικώς υπάρχειν.
Η ιδέα μιας ελληνικής Φιλοσοφικής Ερμηνευτικής
O Gadamer εστράφη προς την σπουδήν και μελέτην της κλασικής φιλολογίας ύστερα από προτροπήν του Heidegger ο οποίος υπήρξε και καθηγητής του. Αλλά τίθεται το ερώτημα ειδικά ως προς την ελληνική φιλοσοφική γλώσσα: Οι γλωσσολόγοι διέκριναν τη δομή και τη σημασία της; Το αυτό ισχύει και για τους φιλοσόφους – χωρίς να αγνοείται βεβαίως το έργον το οποίον έχει συντελεσθεί. Ο Πλάτων μας άφησε τα πρώτα πλήρη κείμενα. Η γλώσσα συντίθεται βασικώς από ονόματα και ρήματα («εξ ονομάτων και ρημάτων»), Η μεγάλη επανάσταση συνετελέσθη όταν η όρασις από απλή αίσθηση υψώθηκε σε «φιλοσοφική» όραση· τόπος κατ’ εξοχήν του μεγίστου τούτου έργου υπήρξε ο Πλατωνικός μύθος. Με το έργο τούτο η φιλοσοφική όρασις κατέκλυσε το φιλοσοφικό λόγο. (Θεωρείν, «οράν», θεάσθαι, καθοράν, κ.τλ.)5, ο φιλοσοφικός λόγος κατέστη άμεση δημιουργία της θεωρίας (βλ. Συμπόσιο). Και άνοιξε η οδός προς αναπαράστασιν του όντος. Η αναπαράστασις του όντος δεν επαφίεται μόνο εις την δύναμιν της Θεωρίας – από τις άλλες συνιστώσες δυνάμεις – μολονότι περικλείεται εντός μιας θεωρίας πάντοτε. Ο Αριστοτέλης δεν αρκείται εις τον ορισμόν του ανθρώπου ως ζώου πολιτικόν λόγον έχοντος («το δηλούν τι το δίκαιον τι το συμφέρον…») (βλ. Πολ.) και παραθέτει εις την δύναμιν του λόγου το μιμείσθαι, διότι πολύ περισσότερον ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον.6 Ο αγών του λόγου προσφεύγει και εις τις δυνάμεις και δυνατότητες ανα- παραστάσεως του όντος. Κατά τη γνώμη μας η δομή, η όλη αρχιτεκτονική του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου ενι- σχυμένου από τις δυνάμεις αναπαρα- στάσεως, δυνατόν να αποτελέσουν ένα δημιουργικόν κεφάλαιον μιας ελληνικής φιλοσοφικής ερμηνευτικής.
-------------------------
1. Πολύτιμα και αναγκαία βοηθήματα για τη σπουδή και μελέτη συναφών θεμάτων είναι αι εκδόσεις της Ε.Φ.Ε. «Η Αρχαία Σοφιστική» (1982), «Η φιλοσοφία σήμερα»
(1985)), «Γλώσσα και Πραγματικότητα στην Ελληνική Φιλοσοφία», (1985), «Η Διαλεκτική» (1988), «Η Φιλοσοφική Ερμηνευτική»
(1986). Το τελευταίο περιέχει μελέτες ανα- φερόμενες κυρίως εις την ερμηνευτική του Η. G. Cadamer. Εις τις τέσσερις τελευταίες εκδόσεις δημοσιεύονται και οι δικές μας ανακοινώσεις. Ο επιθυμών αναγνώστης του παρόντος δύναται να ανεύρει εκεί πολλά θέματα πρωταρχικής φύσεως.
2. Βλ. καιJ.L. Viellard Baron, G.W. F. Hegel. Παραδόσεις Πλατωνικής Φιλοσοφίας (1825 – 1826) μετ. Α. Κελεσίδου, Αθή- ναι 1991. Ο V.B. γράφει: «Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον καθηγητή Gadamer ο οποίος με εξαίρετη προθυμία ενίσχυσε τις προσπάθειες μου και επέμεινε στην ανάγκη μιας δη- μοσιεΰσεως» σελ. 20.
3. Βλ. και τιςμελέτες μου «Περικλέους Επιτάφιος» Αν. 1978, «Ο Άνθρωπος ως Πολιτική Ύπαρξη στη Φιλοσοφία του Αριστοτέλη» Αν. 1982. Βλ. επίσης «Πολιτική ύπαρξη» 3 τομ.
4. Βλ. Ρητορική 1358, βΐ κ.έ. «Ανάγκη δε τον ακροατήν ή θεωρόν είναι ή κριτήν, κριτήν δε ή των γεγενημένων ή των μελλόντων. Έστι δ’ ο μεν περί των μελλόντων κρίνων οίον εκκλησιαστής, ο δε περί των γεγενημένων οίον ο δικαστής… Χρόνοι δε εκάστου τούτων εισί τιο μεν συμβουλεύοντι ο μέλλων περί γαρ των εσομένων συμβουλεύει ή προτρέπων ή αποτρέπων, τω δε δικαζομένω ο γενόμενος περί γαρ των πεπραγμένων αεί ο μεν κατηγορεί, ο δε απολογείται, τω δ’ επιδεικτικά) κυριώτατος μεν ο παρών· κατά γαρ τα υπάρχοντα επαινούσιν ή ψέγουσι πάντες, προσχρώνται δε πολλάκις και τα γενόμενα αναμιμνήσκοντες και τα μέλλοντα προεικάζοντες…».
Βλ. Ρητορική 1367, β30, 1358 α κ.έ. Η μεγάλη σημασία που έχει η εμπειρία για τον πολιτικό υπογραμμίζει και τη μεγάλη σημασία της ανάμνησης για την πολιτική ύπαρξη ως δομικό καθοριστικό στοιχείο πρωταρχικής σημασίας: «Ου μην μικρόν γε έοικεν η εμπειρία συμβάλλεσθαι- ουδέ γαρ εγίνοντο αν διά της πολιτικής συνήθειας πολιτικοί· διό τοις εφιεμένοις περί πολιτικής ειδέναι προσδείν έοικεν εμπειρίας» (Ιίολ. 1181 α 11). Η εμπειρία διατηρείται αλλά και αξιοποιείται επιστημονικά από τη μνήμη· ιδιαίτερα η πολιτική εμπειρία έχει νόημα μόνον εφ’ όσον επανεκτιμάται και αξιοποιείται δημιουργικά από την ανάμνηση. Για τον αν- θρωπολογικό σύνδεσμο μνήμης και εμπειρίας βλ. και τις αναπτύξεις ΜΓΦ 980. α 29 κ.έ.
5. Η γνωστή διατύπωση «η γλώσσα ομι- λεί» (Heidegger) εξένισε τους μαθητάς αυτού. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφική γλώσσα κατά την άποψιν μου «βλέπει», η γλώσσα «βλέπει». Πώς νοείται τούτο; Η διάρθρωση της γλώσσας με τη βοήθεια ρημάτων οράσεως – αποκλειστικά – μεταθέτει τον αναγνώστην ή τον ακροατήν εις τον χώρον του λέγειν, όπου το οραθέν ον εκτίθεται, αοκαλύπτεται και πρόκειται εις θέαν διά τον θεωρούντα αναγνώστη του κειμένου. Ο αναπαριστάμενος αναγνώστης μετατίθεται ως θεατής (=«θεωρός») δι’ όσα το κείμενο προσφέρει εις «θέαν», εις «θεωρίαν», τα οποία ο συγγραφεύς του κειμένου αυτός ού- τος είχε θεωρήσει. Η περιγραφή του Σωκρά- τους στο Συμπόσιο (βλ.) παρουσιάζει την γλώσσαν να βλέπει: Ο ορών και θεωρών συγγραφεύς εις την φιλοσοφικήν γλώσσαν προσφέρει την θέσιν του εις τον αναγνώστην! Εάν ο αναγνώστης του Συμποσίου και των άλλων μύθων δεν αναλάβει ο ίδιος την όρασιν του ορώντος, εάν δεν υψωθεί εις «θεωρόν», εις το θεωρητικόν ύψος του θεω- ρούντος, δεν δύναται να εννοήσει το ον της γλώσσας «που βλέπει». Η όλη δομή και σύ- στασις της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, η ιδιοτυπία ή ιδιομορφιία, η «φιλοσοφικότητα» της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας οφείλεται στη θεωρητικότητα του λέγειν και τη «γλωσσικότητα» του θεωρείν (=θεω- ρητικώς ελληνίζειν) και τα δύο αυτά παραμένουν αξεδιάλυτα ενωμένα και δημιουργικά προσφερόμενα εις την «όρεξιν» (ορέγεται του ειδέναι) του αναγνώστου. Γι’ αυτό ο Σωκράτης ομιλεί περί εποπτικών («Τέλεια και εποπτικά»), Ο μύστης καλείται να θεωρήσει εισερχόμενος εις τον χώρον της μυή- σεως, εις τον χώρον της φιλοσοφικής – θεωρητικής γλώσσας. Αλλά και όταν ο Περικλής λέγει «βεώμενοι την δύναμιν της πόλε- ως», είναι δυνατόν ο αναγνώστης να μην προσπαθήσει να «θεωρήσει» την «εικόνα» της δυνάμεως των Αθηνών;
Ο Σωκράτης («Τέλεια και εποπτικά»), – και στην πράξη Αρχιθεωρός – (Δήλος), ο Πλάτων – υμνεί την φιλοσοφίαν (Τίμαιος) – όρασιν ο Αριστοτέλης ονομάζει την φιλοσοφία: «επιστήμην θεωρητικήν». Όλοι συνέλαβαν και ολοκλήρωσαν την επανάστασιν του «Οράν» και μετέφεραν και εδώρησαν εις την ανθρωπότητα το Φως της Φιλοσοφίας. Εφιλοσόφησαν και δημιούργησαν την ελληνική φιλοσοφική γλώσσα ως νομοθέται, ονοματοθέται, γλώσσα η οποία περικλείει την φιλοσοφική διανόηση και το ον εις μίαν Συνόραση, εις μίαν ενιαίαν ερμηνευτική σννόραση. Η θεωρητική γλώσσα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του Διδασκάλου και του Μαθητού, «θεωρεί» ήτοι «κατανοεί» και ερμηνεύει.
6. Βλ. και Β. Κύρκος: «Die Dichtung als Wissens – Problem bei Aristoteles 1972: Διακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του H.G. Gadamer. Λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου