«Πάλι εκεί κάθεται;» Γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του. Πού τον έψαχνε πού τον έβρισκε, ήταν πάντα εκεί. Χειμώνας τώρα, είχε αφήσει στην άκρη τις μπύρες και έπινε τα ποντς στη ζεστή γωνία του μαγαζιού, πλάι στη τζαμαρία. Το καφενείο, είχε πάρει το όνομά του από το πλατάνι που είχε φυτέψει όταν ήταν ακόμα νέος, ακριβώς απέξω. Είχαν περάσει από τότε περίπου σαράντα χρόνια και βάλε. Είχε έρθει και αυτό και είχε θεριέψει. Ήταν το καταφύγιο της γειτονιάς, αλλά κυρίως το δικό του.
«Ε, δεν τον ξέρεις τώρα; Άμα δε βγει η κυρά Λένη να τον μαζέψει, δεν το κουνάει».
Κινήθηκε κατά τη μεριά του, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Ο κυρ Τάκης μόλις την είδε, φωτίστηκε ολάκερος. «Κόρη μου!», φώναξε. Αμέσως άνοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Τα μάτια του υγράνθηκαν. Το είχε αυτό. Είχε γεράσει και κάθε εικόνα αγαπημένου του προσώπου, τού έφερνε δάκρυα στα μάτια. «Τι να σε κεράσω;», είπε.
«Τίποτα, πατέρα. Πέρασα απλώς για να σας δω. Πάμε πάνω, να δω και τη μάνα;»
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του πριν μιλήσει. Είχε φτάσει στη γόπα, αλλά δεν το έσβηνε. Τα νύχια του κατακίτρινα από τα τσιγάρα και όλο το χέρι να τρέμει από πάνω ως κάτω, μα δεν έλεγε να σταματήσει αυτό το χούι. «Είναι νωρίς ακόμα. Κάτσε να πιώ άλλο ένα και πάμε».
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: Ξυπνούσε το πρωί, ξυριζόταν, φορούσε το κοστούμι του, λες και ήταν γιορτή και κατέβαινε στο καφενείο. Θα μου πεις… αυτό ήταν η ζωή του. Κάποτε, πριν γίνει μαγαζί, ήταν το σπίτι του. Δυο δωμάτια ήταν και έμεναν τέσσερα άτομα. Κανένας τους όμως δεν στερήθηκε. Όταν ήταν η παλιά Αθήνα, τότε που όλοι ήταν φτωχοί και καλοσυνάτοι, όσα λίγα είχαν τούς περίσσευαν.
Από τσοπάνης που ήταν κατέβαινε μερόνυχτα από το χωριό με τα πόδια, ξυπόλυτος, στην Αθήνα, άνοιξε σουβλατζίδικο. Όχι, σαν αυτά που υπάρχουν τώρα. Τα τότε. Μία σχάρα στον δρόμο με κάρβουνα και καλαμάκια που τα έφτιαχνε η κυρά Λένη. Και επειδή οι δουλειές πήγαν καλά, το σουβλατζίδικο έγινε καφενείο. Και τώρα, απολάμβανε τους κόπους του. Ποιος θα μπορούσε να του το στερήσει αυτό;
Έσπρωξε την καρέκλα για να σηκωθεί. Η κόρη του πήγε να τον βαστάξει, μα εκείνος τσίνησε. Ήταν περήφανος. Δεν ήθελε να στηρίζεται σε κανέναν. Ακόμα και αν ήξερε πως ήταν γέρος και σακατεμένος.
Το ένα του πόδι δεν μπορούσε να βαστάξει ολάκερο το βάρος. Η σφαίρα έφταιγε, που έφαγε τότε στον εμφύλιο, από αδελφό. Γιατί αδέλφια ήταν όλοι μεταξύ τους και ας σκοτώνονταν. Δε δέχτηκε να του την αφαιρέσουν. Την κράτησε για να θυμάται. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν, έλεγε συνέχεια.
«Έλα πατέρα, μην κάνεις σαν μωρό. Δεν μπορείς να ανέβεις μόνος σου τα σκαλοπάτια».
«Εγώ δεν μπορώ, μωρέ Γιάννο μου; Άμα θες, θα στα ανέβω και χορεύοντας».
«Ναι, τώρα θα σου φωνάξω την ορχήστρα να σου παίξει και το ‘’Γιάννη μου το μαντήλι σου’’».
Τι να του κάνει και αυτή. Τον άφησε να ανεβαίνει πρώτος και εκείνη να ακολουθεί από πίσω με τα χέρια τεντωμένα στον αέρα, έτοιμη να τον πιάσει αν χρειαστεί.
«Μη με σπρώχνεις μπρε!», φώναξε εκείνος, ενώ κούτσα κούτσα είχε φτάσει στη μέση της σκάλας.
«Δεν σε σπρώχνω. Ούτε καν σε ακουμπάω».
«Ε! Μη σπρώχνεις μπρε, σου λέω!»
Τι ξεροκέφαλος άνθρωπος! Της ξέφυγε ένα χαμόγελο. «Άντε, δύο ακόμα και φτάσαμε», του λέει.
Μόλις πάτησε το πόδι του στο πλατύσκαλο, εκείνη πέρασε μπροστά και ξεκλείδωσε. Η πόρτα χτύπησε στο έπιπλο της ραπτομηχανής, ακριβώς από πίσω. Ο κρότος, έφτασε στα αυτιά της κυρά Λένης.
«Ποιος είναι;», ακούστηκε η λεπτή φωνής της από την κουζίνα.
«Εμείς, μαμά».
«Πάλι στην κουζίνα είναι και τρώει».
«Σώπα», του είπε. Άφησε τον πατέρα της πίσω και διέσχισε τον διάδρομο. Έστριψε δεξιά και πέρασε την πόρτα της κουζίνας. Η μάνα της, στο τραπέζι και έκλεινε βιαστικά το βάζο με το γλυκό του κουταλιού.
«Όχι ρε μαμά! Πάλι γλυκό τρως; Αφού έχεις ζάχαρο. Πόσες φορές θα το πούμε; Τι θέλεις δηλαδή, να πεθάνεις ή να μας πεθάνεις όλους;» Της άρπαξε το βάζο από τα χέρια.
Η κυρά Λένη την κοιτούσε με το βλέμμα ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε κάνει αταξία. Η καημένη από τα νιάτα της είχε ζάχαρο και της απαγόρευαν ό, τι αγαπούσε. Προσπαθούσε, αλλά ο απαγορευμένος καρπός ήταν γλυκός.
«Ε, να… λιγουλάκι. Ίσα που ακούμπησα τη μύτη του κουταλιού η καημένη».
«Γι’ αυτό λείπει το μισό βάζο;»
«Όχι, αυτό είναι από άλλες φορές. Να, ήρθε και η Σοφία χτες και τη φίλεψα».
«Ψέματα λέει», πετάχτηκε ο κυρ Τάκης που φάνηκε στην πόρτα. «Δεν την ξέρεις τώρα τη μάνα σου; Άμα πας στη σερβάντα και ψάξεις στα ντουλάπια, θα βρεις καραμέλες τσάρλεστον».
«Δεν πας να χαθείς εσύ, παλιόγερε. Όλο να λες έχεις. Πήγαινε να ξαπλώσεις», φώναξε. «Για τα μικρά τις πήρα».
Την ήξερε δα. Είχε μια σακούλα για τα παιδιά και μια για εκείνη. Έτσι ήταν η κυρά Λένη. Και γι’ αυτό έτρεμε. Να μην της πάθει τίποτα.
«Πεινάω», είπε εκείνος.
Τον αγριοκοίταξε. «Παλουκώσου να σου βάλω. Σούπα μου γύρεψες το πρωί, σούπα σου έκανα».
«Σούπα; Και γιατί με πέρασες; Για γέρο; Κοτόπουλο θέλω. Με πατάτες».
Και άρχισε να φορτώνει η κυρά Λένη. «Τον βλέπεις; Άρχοντας! Πάει κάτω, πίνει τα ποτηράκια του και μου έρχεται εδώ για μάσα και ξάπλα».
Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι της. Αχ! Αυτοί οι δυο…
«Ε, δεν τον ξέρεις τώρα; Άμα δε βγει η κυρά Λένη να τον μαζέψει, δεν το κουνάει».
Κινήθηκε κατά τη μεριά του, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Ο κυρ Τάκης μόλις την είδε, φωτίστηκε ολάκερος. «Κόρη μου!», φώναξε. Αμέσως άνοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Τα μάτια του υγράνθηκαν. Το είχε αυτό. Είχε γεράσει και κάθε εικόνα αγαπημένου του προσώπου, τού έφερνε δάκρυα στα μάτια. «Τι να σε κεράσω;», είπε.
«Τίποτα, πατέρα. Πέρασα απλώς για να σας δω. Πάμε πάνω, να δω και τη μάνα;»
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του πριν μιλήσει. Είχε φτάσει στη γόπα, αλλά δεν το έσβηνε. Τα νύχια του κατακίτρινα από τα τσιγάρα και όλο το χέρι να τρέμει από πάνω ως κάτω, μα δεν έλεγε να σταματήσει αυτό το χούι. «Είναι νωρίς ακόμα. Κάτσε να πιώ άλλο ένα και πάμε».
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: Ξυπνούσε το πρωί, ξυριζόταν, φορούσε το κοστούμι του, λες και ήταν γιορτή και κατέβαινε στο καφενείο. Θα μου πεις… αυτό ήταν η ζωή του. Κάποτε, πριν γίνει μαγαζί, ήταν το σπίτι του. Δυο δωμάτια ήταν και έμεναν τέσσερα άτομα. Κανένας τους όμως δεν στερήθηκε. Όταν ήταν η παλιά Αθήνα, τότε που όλοι ήταν φτωχοί και καλοσυνάτοι, όσα λίγα είχαν τούς περίσσευαν.
Από τσοπάνης που ήταν κατέβαινε μερόνυχτα από το χωριό με τα πόδια, ξυπόλυτος, στην Αθήνα, άνοιξε σουβλατζίδικο. Όχι, σαν αυτά που υπάρχουν τώρα. Τα τότε. Μία σχάρα στον δρόμο με κάρβουνα και καλαμάκια που τα έφτιαχνε η κυρά Λένη. Και επειδή οι δουλειές πήγαν καλά, το σουβλατζίδικο έγινε καφενείο. Και τώρα, απολάμβανε τους κόπους του. Ποιος θα μπορούσε να του το στερήσει αυτό;
Έσπρωξε την καρέκλα για να σηκωθεί. Η κόρη του πήγε να τον βαστάξει, μα εκείνος τσίνησε. Ήταν περήφανος. Δεν ήθελε να στηρίζεται σε κανέναν. Ακόμα και αν ήξερε πως ήταν γέρος και σακατεμένος.
Το ένα του πόδι δεν μπορούσε να βαστάξει ολάκερο το βάρος. Η σφαίρα έφταιγε, που έφαγε τότε στον εμφύλιο, από αδελφό. Γιατί αδέλφια ήταν όλοι μεταξύ τους και ας σκοτώνονταν. Δε δέχτηκε να του την αφαιρέσουν. Την κράτησε για να θυμάται. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν, έλεγε συνέχεια.
«Έλα πατέρα, μην κάνεις σαν μωρό. Δεν μπορείς να ανέβεις μόνος σου τα σκαλοπάτια».
«Εγώ δεν μπορώ, μωρέ Γιάννο μου; Άμα θες, θα στα ανέβω και χορεύοντας».
«Ναι, τώρα θα σου φωνάξω την ορχήστρα να σου παίξει και το ‘’Γιάννη μου το μαντήλι σου’’».
Τι να του κάνει και αυτή. Τον άφησε να ανεβαίνει πρώτος και εκείνη να ακολουθεί από πίσω με τα χέρια τεντωμένα στον αέρα, έτοιμη να τον πιάσει αν χρειαστεί.
«Μη με σπρώχνεις μπρε!», φώναξε εκείνος, ενώ κούτσα κούτσα είχε φτάσει στη μέση της σκάλας.
«Δεν σε σπρώχνω. Ούτε καν σε ακουμπάω».
«Ε! Μη σπρώχνεις μπρε, σου λέω!»
Τι ξεροκέφαλος άνθρωπος! Της ξέφυγε ένα χαμόγελο. «Άντε, δύο ακόμα και φτάσαμε», του λέει.
Μόλις πάτησε το πόδι του στο πλατύσκαλο, εκείνη πέρασε μπροστά και ξεκλείδωσε. Η πόρτα χτύπησε στο έπιπλο της ραπτομηχανής, ακριβώς από πίσω. Ο κρότος, έφτασε στα αυτιά της κυρά Λένης.
«Ποιος είναι;», ακούστηκε η λεπτή φωνής της από την κουζίνα.
«Εμείς, μαμά».
«Πάλι στην κουζίνα είναι και τρώει».
«Σώπα», του είπε. Άφησε τον πατέρα της πίσω και διέσχισε τον διάδρομο. Έστριψε δεξιά και πέρασε την πόρτα της κουζίνας. Η μάνα της, στο τραπέζι και έκλεινε βιαστικά το βάζο με το γλυκό του κουταλιού.
«Όχι ρε μαμά! Πάλι γλυκό τρως; Αφού έχεις ζάχαρο. Πόσες φορές θα το πούμε; Τι θέλεις δηλαδή, να πεθάνεις ή να μας πεθάνεις όλους;» Της άρπαξε το βάζο από τα χέρια.
Η κυρά Λένη την κοιτούσε με το βλέμμα ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε κάνει αταξία. Η καημένη από τα νιάτα της είχε ζάχαρο και της απαγόρευαν ό, τι αγαπούσε. Προσπαθούσε, αλλά ο απαγορευμένος καρπός ήταν γλυκός.
«Ε, να… λιγουλάκι. Ίσα που ακούμπησα τη μύτη του κουταλιού η καημένη».
«Γι’ αυτό λείπει το μισό βάζο;»
«Όχι, αυτό είναι από άλλες φορές. Να, ήρθε και η Σοφία χτες και τη φίλεψα».
«Ψέματα λέει», πετάχτηκε ο κυρ Τάκης που φάνηκε στην πόρτα. «Δεν την ξέρεις τώρα τη μάνα σου; Άμα πας στη σερβάντα και ψάξεις στα ντουλάπια, θα βρεις καραμέλες τσάρλεστον».
«Δεν πας να χαθείς εσύ, παλιόγερε. Όλο να λες έχεις. Πήγαινε να ξαπλώσεις», φώναξε. «Για τα μικρά τις πήρα».
Την ήξερε δα. Είχε μια σακούλα για τα παιδιά και μια για εκείνη. Έτσι ήταν η κυρά Λένη. Και γι’ αυτό έτρεμε. Να μην της πάθει τίποτα.
«Πεινάω», είπε εκείνος.
Τον αγριοκοίταξε. «Παλουκώσου να σου βάλω. Σούπα μου γύρεψες το πρωί, σούπα σου έκανα».
«Σούπα; Και γιατί με πέρασες; Για γέρο; Κοτόπουλο θέλω. Με πατάτες».
Και άρχισε να φορτώνει η κυρά Λένη. «Τον βλέπεις; Άρχοντας! Πάει κάτω, πίνει τα ποτηράκια του και μου έρχεται εδώ για μάσα και ξάπλα».
Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι της. Αχ! Αυτοί οι δυο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου