Ο εικοστός αιώνας αλλά και η αρχή του εικοστού πρώτου είναι περίοδος στην οποία όλες οι μεγάλες θρησκείες “ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και ανανέωσαν τον εσωτερικό τους πυρήνα για να αντιμετωπίσουν τις ισχυρά εγκόσμιες τάσεις της σύγχρονης ζωής, τα ζητήματα που ο επιστημονικός προβληματισμός και ορθολογισμός δημιουργούν για τα μη ορθολογικά σύστημα πίστης, και την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των μη θρησκευτικών θεσμών» -όπως αναφέρει σε μια πραγματεία του για τη θρησκεία ο Αμερικανός καθηγητής Ουάιρ. Σε μερικές περιπτώσεις η ανασύνταξη αυτή εξέφραζε μια αντίσταση στις νέες γνώσεις, και τα νέα κοινωνικά σχήματα καθώς και μια τάση φυγής από τον σύγχρονο κόσμο. Σε άλλες σήμαινε την εγκατάλειψη σχημάτων και συνηθειών αναχρονιστικών για το σύγχρονό μάτι, την υπογράμμιση του κοινωνικού περιεχομένου της θρησκείας και μια προσφορά βοήθειας στον σύγχρονο κόσμο για να επανεξετάσουν οι άνθρωποι και να ανανεώσουν τις αξίες τους μπροστά στις νέες δυνατότητες και απειλές που έφερε στο προσκήνιο, η επιστήμη.
Για πολλούς λαούς της Ασίας και μερικούς της Αφρικής – γράφει ο Ουάιρ – η αναζωογόνηση της πατροπαράδοτης θρησκείας ήταν συνυφασμένη με την καινούρια αντίληψη του λαού για τον εαυτό του και την εκδήλωση εθνικισμού. Στις περιοχές όπου κυριαρχούσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, η πατροπαράδοτη θρησκεία απορρίφθηκε ή αποκηρύχθηκε και ο ίδιος ο κομμουνισμός αποτέλεσε ένα συνοπτικό σύστημα ιδεών και πίστης. Με άλλα λόγια δεν πρέπει να περιορίζεται κανένας στην αναφορά του φαινομένου του «ισλαμικού φονταμενταλισμού» και της αναβίωσης του χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού που έπαψαν να είναι κομμουνιστικές, ακόμη και στη Ρωσία, αλλά να ενδιαφέρεται για όλες τις θρησκείες και την πορεία τους, τις τάσεις που τις χαρακτηρίζουν στην εποχή μας.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα οι σπουδαιότερες θρησκείες στον κόσμο και οι κυριότερες υποδιαιρέσεις τους κατανέμονταν στην υδρόγειο περίπου όπως και στο τέλος του 17ου αιώνα, μετά την υπερπόντια επέκταση των ευρωπαϊκών κρατών και εθνών και την εκδίωξη των Αράβων (Μαυριτανών) και των Τούρκων από την Ευρώπη, το σταμάτημα της μουσουλμανικής εξάπλωσης στην Ινδία και τον τερματισμό των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη. Μερικές ελαφρές αλλαγές σημειώθηκαν στους αιώνες που μεσολάβησαν. Ο χριστιανισμός μεταφέρθηκε από τους ιεραποστόλους στις βουδιστικές και ινδουιστικές περιοχές της ανατολικής και νότιας Ασίας. Άραβες έμποροι δημιούργησαν αλυσίδα από νησίδες προσήλυτων του μουσουλμανισμού κατά μήκος των εμπορικών οδών στην ανατολική παραλία της Αφρικής και των οδών του δουλεμπόριου στη Σαχάρα, και οι χριστιανοί ιεραπόστολοι άρχισαν αργότερα να διεισδύουν και σ’ αυτή την ήπειρο. Η μαζική μετανάστευση καθολικών και ιουδαίων από την Ευρώπη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είχε αρχίσει να αλλάζει τον προτεσταντικό χαρακτήρα αυτής της χώρας. Ο Ουάιρ γράφει: «κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα παρατηρήθηκαν σαν αποτέλεσμα προσηλυτισμού διωγμών, και μετανάστευσης, σχετικώς μικρές αλλαγές στην κατανομή των θρησκειών στον κόσμο αλλά σημειώθηκαν μερικές σπουδαίες εξαιρέσεις. Μεγάλο ποσοστό χριστιανών εξαλείφθηκε από τις τουρκικές περιοχές της Εγγύς ανατολής, με τη σφαγή και απέλαση των Αρμενίων και με την ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας στη Μικρά Ασία και τη Μακεδονία. Ο εβραϊκός πληθυσμός εξαλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις κυριότερες εστίες του στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και συγκεντρώθηκε στις Η.Π.Α. και στην Παλαιστίνη, πρώτα με τη μετανάστευση στις αρχές του εικοστού αιώνα και ύστερα με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι μουσουλμάνοι και ινδουιστικοί πληθυσμοί της Ινδίας χωρίστηκαν μερικώς με την ίδρυση του κράτους του Πακιστάν και τη μετανάστευση οκτώ εκατομμυρίων Ινδών και άλλων τόσων μουσουλμάνων. Ο χριστιανισμός σημείωσε μικρές προόδους στην Ασία όπου προσέκρουσε στον ογκούμενο εθνικισμό και την αναβίωση των ασιατικών θρησκειών, αλλά εξακολούθησε όπως και ο ισλαμισμός να εξαπλώνεται στην Αφρική…»
Οι θρησκείες των νομαδικών φυλών στην Αφρική, την Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού και την Αμερική υποσκάπτουν κατά κανόνα προοδευτικά παντού όπου η φυλή έσπαζε την απομόνωσή της. Πάντως οι πιέσεις εναντίον των φυλετικών θρησκειών χαλάρωσαν κάπως όταν οι ανθρωπολογικές μελέτες αποκάλυψαν ότι είχαν μια φιλοσοφική βάση πιο βαθιά από ότι έδειχναν εκ πρώτης όψεως οι τελετουργικές ιδιομορφίες τους. Ενώ όμως η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών ομάδων έμεινε σχετικώς σταθερή η πολιτική τους θέση άλλαξε σε αρκετές περιοχές.
Η συνθήκη του Λατεράνου το 1929 αποκατέστησε τη ρωμαϊκή καθολική εκκλησία σαν κοσμική, γιατί τότε η ιταλική κυβέρνηση υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι ξανάδωσε καθεστώς πολιτικού εδάφους στην Πόλη του Βατικανού. Η συνθήκη του Λατεράνου αναγνώρισε το δικαίωμα του Πάπα – που θεωρούσε τον εαυτό του σαν «αιχμάλωτο» στο Βατικανό από τότε που τα παπικά εδάφη ενσωματώθηκαν στο ιταλικό βασίλειο το 1870- να κυβερνά σαν αρχηγός κράτους και να ανταλλάσσει διπλωματικούς εκπροσώπους με όλα τα κράτη. Αντίθετα η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έχασε με την Οκτωβριανή Επανάσταση τη θέση του συνεταίρου των κυβερνητών της απολυταρχικής ρωσικής αυτοκρατορίας και έγινε θεσμός με περιορισμένα δικαιώματα μέσα σε ένα αντιθρησκευτικό κράτος. Σήμερα βέβαια η ορθόδοξη εκκλησία ξαναβρίσκει τη θέση της ως ένα βαθμό αλλά σε όλο το διάστημα της απαγόρευσης στην ΕΣΣΔ, μόνο στην Ελλάδα διατηρούσε ισχυρή θέση και έμεινε ένας σημαντικός τομέας της χριστιανικής κοινότητας.
Οι εγκαθιδρυμένες εκκλησίες εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν την κρατική υποστήριξη και επίσημη αναγνώριση,ενώ άλλα χριστιανικά και μη χριστιανικά δόγματα είχαν θρησκευτική ελευθερία. Πάντως η καθολική εκκλησία χωρίστηκε από το κράτος στη γαλλία και στο Μεξικό και οι καθοολικοί καθώς και οι διαμαρτυρόμενοι καταπιέστηκαν από τα διαφόρα δικταστορικά καθεστώτα της Ευρώπης.
Στις λίγες χωρες όπου η αρχή του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος ίσχυε κιόλας από την αρχή του εικοστού αιώνα, όπως η Ολλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο Καναδάς, Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, αυξήθηκε κάπως κατά την ίδια εποχή η επιρροή των θρησκευτικών σωμάτων – και ιδιαίτερα της καθολικής εκκλησίας- σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, Όπως γράφει ο Ουάιρ σε όλες τις μεγάλες θρησκείες μερικές δυνάμεις υπέσκαπταν τη θέση της εκκλησίας, ενώ άλλες δυνάμωναν την επιρροή της θρησκείας στους οπαδούς της , τη θέση των θρησκευτικών θεσμών και τον ρόλο που έπαιζε η θρησκευτική ηγεσία. Η αλληλεπίδραση αυτών των δυνάμεων είχε καθαρό αποτέλεσμα να μεγαλώνει η επιρροή όλων των κύριων θρησκευμάτων, με εξαίρεση την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία. « Στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυριαρχούσαν γενικά παράγοντες που έτειναν να μειώσουν την επιρροή της θρησκείας. Η ανερχόμενη παλίρροια της κοσμικότητας και του υλισμού απειλούσε να εξαλείψει τις θρησκευτικές τάσεις, ιδιαίτερα στις περιοχές του δυτικού πολιτισμού και στα δυτικοποιημένα στοιχεία σε άλλα μέρη της γης. Ο ρασιοναλισμός (ορθολογισμός) έθεσε υπό αμφισβήτηση την πίστη και η επιστήμη απειλούσε να καταστρέψει τις βάσεις της θρησκευτικής αποκάλυψης. Η φαινομενική σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκεία και τον επιστημονικό ορθολογισμό είχε τον αντίκτυπό της κυρίως στη στάση των μορφωμένων στοιχείων του πληθυσμού απέναντι στη θρησκεία. Στο μεταξύ οι μάζες του κοινού λαού και ιδιαίτερα το αστικό προλεταριάτο απομακρυνόταν από τη θρησκεία ή έπαιρναν στάση αδιαφορίας απέναντι της, γιατί είχαν πειστεί ότι δεν τους βοηθούσε και συχνά τους εμπόδιζε στην πάλη της για μια ανθρώπινη ζωή».Ωστόσο, μετά τον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο σε πολλά μέρη παρατηρήθηκε η τάση για την αναβίωση της πίστης των μαζών στη θρησκεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου