Ο Δίας, αυτός o «αρχών ανθρώπων τε και θεών» είχε, μας είπαν, πολλές γυναίκες.
Τι πολλές; Είχε ξεπατώσει τις γυναίκες του κόσμου ούλες. Γέννησε η πλάση μουρντάρηδες και μουρντάρηδες, εκμαυλιστές κι ατιμαστές. Αλλά τούτος ούτε να πάη και νάρθη. Έτσι μας δίδαξαν. Κι ότι ο Δίας δεν είχε μπή ποτέ στον ίσιο δρόμο του θεού. Γιατί δεν ήταν φερμένος τότε o αληθινός θεός να σώση τον κόσμο κι ο Δίας ήταν ανίκανος γι΄αυτό. Ικανός μόνο για ανηθικότητα κι ακολασία. Έτσι έκανε την όρεξη του μ’ όποια ήθελε, χωρίς να φοβάται θεό. Πραγματικά αθεόφοβος, και μηχανευόταν χίλιους τρόπους ο άτιμος, για να κουτουπώνη την καλλίτερη. Άλλοτε γινόταν ταύρος, άλλοτε κύκνος, άλλοτε έβανε την Ηχώ, ένα κοριτσόπουλο πανέμορφο και γλυκομίλητο (πολύλαλη την λέει ό Λατίνος ποιητής Οβίδιος) ν΄απασχολή την γυναίκα του την Ήρα, και η Ηχούλα της άνοιγε κουβέντα για ΄κανά δυο ωρίτσες την φορά. Μέχρι δηλαδή να τελειώνη ο Δίας την δουλειά με την ομορφούλα. Τόσο ήθελε να της άνοιξη τα λαγόνια και την ευνή. Μέχρι και χρυσή βροχή γενόταν ό άθλιος. Και καλά ταύρος ή κύκνος ή την Ηχούλα ν’ απασχολή. Πού τελικά η Ήρα το ανακάλυψε το μυστικό; Μπορεί να της το σφύριξαν, αφού οι ρουφιάνοι δεν μένουν ποτέ άνεργοι και το χαντάκωσε το κορίτσι. Το ’κανε να λαχταράη να μιλήση και να μη
μπορή. Να μιλάη μόνο όταν μιλάη ο άλλος και να επαναλαμβάνη τα λόγια και τον τόνο και τον ήχο τ’ άλλουνού. Και τότες να μη ξεχωρίζουν παρά μόνο οι ουρές των λόγων. Μαρτύριο και τούτο από τα χειρότερα! Αυτή ΄ναι η Ηχώ κι΄αυτά έπαθε απ΄την καλή της την καρδιά. (Αθάνατε Έλληνα! << Έλλην, όφις ο ποικίλος>> λέει ο Πλούταρχος.) Καλά, λέω, όλα τ΄άλλα. Αλλά χρυσή βροχή! Νάρχεται σ΄επαφή με την Δανάη με την μορφή χρυσής βροχής! Και κανείς να μη μπη στον κόπο να μας εξηγήση γιατί. Τι θέλει να πη εδώ ο ποιητής! Ούτε κανείς ποτέ μας είπε ότι οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήσαν έννοιες, ιδέες, δυνάμεις. Και προ παντός ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ. (Ότι οι θεοί ήσαν κυρίως αξίες ζωής αποδεικνύεται περίτρανα από τον ύμνο στην αρετή του Αριστοτέλη και από την τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή. Γι’ αυτά όμως άλλη φορά.) Κι ή Δανάη Δά - Γά – Γη+νάω= ρέω, τρέχω, αναβλύζω, κελαρύζω. Κι ή βροχή απαραίτητη, πολύτιμη χρυσή για να γονιμοποιηθή και να βλαστήση η Γη. Ψηλά (ή ψιλά) γράμματα θα πήτε. Και μερικοί: παλιομυθολογία. Γι’αυτό την καταργήσαμε τελείως απ’ τα Δημοτικά σχολεία απ’ όπου βγαίνανε τα ελληνικά γράμματα. Και τώρα καταργούμε και τα ίδια τα γράμματα της γλώσσας μας. Για να μη βάνουμε νιζάμια στα κεφάλια μας. Έτσι ποτέ δεν ακούσαμε ότι ο Δίας έκανε γυναίκα του την Μήτιν (τής Μήτιδος στην γενική), που γνώριζε τα πιο πολλά απ’ όλους τους θεούς κι απ’ όλους τους θνητούς. (Από ’δώ ο Προ-μηθέας, γι’ αυτό τ’ όνομα του είναι με η. Που θα μάς πάη όμως, δέν θά μάς γλυτώση το ήτα).Κι απ’ την ένωση εκείνη εγεννήθη η Αθηνά, η θεά της σοφίας. Μετά έκανε γυναίκα του την Δήμητρα (Γή + μήτηρ. «Παμμήτειρα» αποκαλεί ο Αριστοτέλης την Γή. Κι ο μεγάλος δάσκαλος Φώτης Βαρέλης την χαιρετάει όπως ο Σολωμός την λευτεριά. «Χαίρε η Γή! Εσύ, της ζωής μας / η αρχή και το τέλος!» Κι απ’ την ένωση εκείνη γεννήθηκε η Περσεφόνη. Τρίτη την Θέμιδα (θεμιτόν) αγκάλιασε κι από ’κείνην την ένωση γεννήθηκαν η μία μετά την άλλη, ή ΕΥΝΟΜΙΑ (καλοί νόμοι), ή ΔΙΚΗ (Δικαιοσύνη), ύστερα η ΕΙΡΗΝΗ (αν υπάρχουν τα δύο πρώτα εξασφαλίζεται ΕΙΡΗΝΗ) και τέλος οι ΩΡΕΣ (το ωραίο). Αυτά δηλαδή, όλα στο ωραίο καταλήγουν. Κι αφού γίνηκαν όλα τούτα ο αθεόφοβος θέλησε να τα καταστήση κι αθάνατα. Έτσι πήρε από κοντά την ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ (ιστορία). Αχόρταγος σάς λέω. Μέχρι που στο τέλος την κατάφερε κι εκείνη. Και, η μία μετά την άλλη, γεννήθηκαν κόρες εννέα. Οι γνωστές μας από τότε ΕΝΝΕΑ ΜΟΥΣΕΣ. Για να υμνούν και να κάνουν τους ανθρώπους να θυμούνται τα περασμένα και να διδάσκονται. Να γιατί ο Ηρόδοτος σε κάθε βιβλίο της
Ιστορίας του δίδει και τ’ όνομα μιας Μούσας. Και πέστε ότι δεν γίνηκαν έτσι. Αυτά, λέω, δεν μάς τα είπαν ποτέ. Ότι δηλαδή οι θεοί των Ελλήνων θα το ξαναπούμε - ήσαν ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ. Πέρα από έννοιες, ιδέες, δυνάμεις. Μόνο μάς είπαν πώς οι θεοί ήσαν σαν και τούς ανθρώπους. Μέθυσοι και γλεντοκόποι. Ότι χόρευαν στ’ αμπέλια και τούς ληνούς και στα κρασοπουλειά μαζί με τούς αληθινούς ανθρώπους (τάκαναν κι αυτά), οι Διόνυσοι, οι Βάκχοι, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Κι ο Δίας αρχιμπερμάτης. Και βεβαίως οι πρόγονοί μας ειδωλολάτρες και πολυθεϊστές. Μακρυά από τον έναν και αληθινό. Κι ας ήταν αυτός θεός τιμωρός. Ήταν και είναι ο αληθινός. Κι εκείνοι ειδωλολάτρες. Κι ας ήταν αδιανόητο γι’ αυτούς το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού...». Κι ας κυριαρχούσε σε μάς το: «ει θεός κακόν τί ποιεί ούκ έστιν θεός (= αν ο θεός κάνει κάτι κακό δεν είναι θεός) και το: «ουδένα των δαιμόνων ηγούμαι κακόν είναι» τού Ευριπίδη και χίλια άλλα. Κι αυτά αρκούν. Διότι σήμερα εδώ, θα μιλήσουμε μόνο για την ένωση του Δία με την Θέμιδα. Την δεύτερη σύζυγο του μετά τη Μήτιδα. . Πού ήταν η Θέμις λέει ο Όμηρος, η θεά του ήθους και της τάξης. . Ή «Εύβουλος» και «Ορθόβουλος», όπως την αποκαλούν ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος. Κι ο Ζεύς, λένε όλοι οι αρχαίοι, έτρεφε πάντα αμείωτο σεβασμό σ’ αυτήν. Ήταν εκπρόσωπος της θείας δικαιοσύνης, καθοδηγούσε αποφάσεις θνητών και αθανάτων κι ήταν το σίγουρο καταφύγιο των καταπιεζομένων ανθρώπων. Την λογαριάζανε ως κόρη του Ήλιου, αφού ήτανε θεά της δικαιοσύνης. (Να κι ο Ήλιος της δικαιοσύνης). Κι όπως ο Ήλιος έβλεπε τα πάντα, έτσι και της Θέμιδος δεν της ξέφευγε τίποτα. Ανακάλυπτε όλους τούς παράνομους από τα ίχνη πού άφηναν. Γι’ αυτό την αποκαλούσαν Ιχναία, Σώτειρα και Ουρανία. . Την λάτρευαν παντού στην Ελλάδα μαζί με την Νέμεση (Τιμωρία). Σύμβολα της ο ζυγός, το ξίφος και τα σκεπασμένα μάτια. Κι έτσι παρουσιάζεται στην τέχνη. Τα ξέρουμε αυτά. Μ’ αυτήν λοιπόν την θεά, λέει το παραμύθι, πήρε κι έδωκε φιλιά ό Δίας και γεννιέται ή πρωτοκόρη τους ή ΕΥΝΟΜΙΑ. Δηλαδή οι καλοί Νόμοι πρώτα-πρώτα. Κι ο πόθος του Δία για την Θέμιδα αποτυπώνεται στο αρμονικώτερο και πανέμορφο ασημένιο κορμί αυτού του κοριτσιού. Έτσι πρέπει νάναι οι Νόμοι. Καλοί. Δίκαιοι. Ηθικοί. Ίσοι προς όλους. Καταφύγιο σίγουρο των καταπιεζομένων. Σαν την ίδια και την μάννα της. Λιτοί. Απλοί. Κατανοητοί. Σαφείς. Λαμπεροί και πολύτιμοι για όλους σαν τον 'Ήλιο, που τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτόν κι είσαι σίγουρος ότι τον βλέπεις και τον εμπιστεύεσαι. Είναι η ΕΥΝΟΜΙΑ «το καλώς κείσθαι τους νόμους, , ώστε υποληπτέον το πείθεσθαι (= να έχουν ορισθή δίκαια, , ώστε να κατανοούνται και να πείθουν). Χωρίς να χρειάζωνται δικηγόροι. Με μία λέξη, μάς λέει το παραμύθι, δεν αρκεί να νομοθετής. Αλλά όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν είσαι, από πατέρας μέχρι τύραννος, να νομοθετής βγάζοντας νόμους καλούς. Από το νέμω (διανέμω, μοιράζω δίκαια, απονέμω, σέβομαι). Που σημαίνει, πλην των όσων είπαμε, αυστηρούς μεν, αλλά δίκαιους, ηθικούς και αρμονικούς. Παραδειγματιζόμενος από την φύση (γεωργίας νόμος) μέχρι την μουσική υπέρτατη λειτουργία του σύμπαντος, που την διακρίνει αρμονία και ρυθμός. Και κατανοητούς. Ο Όμηρος τους λέει θέσμια (θεσμούς) από τό τίθημι (θέτω). Κι απ’ τούς μεγάλους νομοθέτες, του Δράκοντος ήσαν θεσμοί. Του Λυκούργου και του Σο- λωνος νόμοι. Έχει κι ο δικός μας ποιητής, ο Τυρταίος, ποίημα με τ’ όνομα της, ΕΥΝΟΜΙΑ. Εκείνος όμως πού βρήκε (επενόησε) τρόπο πρακτικό κι είπε πώς θα φτιάχνωνται οι Νόμοι για να είναι εύ (= καλοί) και να ευεργετούν – και λέξεις χίλιες και δυο και δέκα χιλιάδες με το εύ. Ευγενής και ευγένεια και ευθύς και εύγε και εύκρατος και ευλαβής και ευλογία και ευμορφία (εμορφιά) και ευνομία και ευωδιά κι ευτυχία και Ευρώπη τόσες και τέτοιες πού δεν τις βάνει νους - ήταν ο Ζάλευκος. Νομοθέτης ό Ζάλευκος εκεί κάτω στους Επιζεφύριους Λοκρούς. Οι Επιζεφύριοι, για όσους ενδεχομένως δεν έχουν ακουστά, ήταν αποικία των Λοκρών της Βοιωτίας, εκεί πέρα στην Τυρρηνία της Ιταλίας. (Και Τυρρηνική θάλασσα – Ανα- τολικά η Αδριατική, δυτικά ή Τυρρηνική. Και πέλαγος το λένε και σάλπιγγα Τυρρηνική, γιατί βαράγανε πολύ δυνατά αυτοί την σάλπιγγα πού η Αθηνά εφηύρε και τούς δώρισε). Πήγαν εκεί οι Λοκροί κι έχτισαν πόλη, λένε οι ιστορικοί κι οι αρχαιολόγοι πού την βρήκαν και ξέρουν. Και το άστυ αυτό επειδή ήταν πάνω (επί) στ’ ακρωτήρι Ζεφύριον το είπαν
Επιζεφύριο. Και πρώτος εποικιστής του ο Λοκρός Εύανθος. Κάπου εκεί στα 650 π.χ. η πόλη Επιζεφύριοι Λοκροί, πάνω σ’ εκείνο τ’ ακρωτήρι είχε μεγαλώσει πολύ. Η άκρη δεν εχώραγε.
Επεκτάθηκε λοιπόν γύρω - γύρω. Είχαν έλθει κι άλλοι από διάφορες περιοχές της Λοκρίδας. Και καθένας κουβάλαγε τούς δικούς του, τα δικά του ήθη και έθιμα καθένας το ζακόνι του (ιδιοτροπία). Ο Ζάλευκος λοιπόν αποφασίζει να τούς ενώση κάτω από ενιαία νομοθεσία. [Ζάλευκος. Όνομα και τούτο Ζά + λευκός = κατάλευκος. Κάτασπρος και λαμπερός. Τούτο το ζά - περίεργο κι αυτό επίρρημα - σημαίνει πολύ. Και ζάθεος (πανίερος) και ζαμενής (ορμητικός) και ζάχυτος (διάχυτος) και ζάχρυσος (πλούσιος σε χρυσάφι) και ζάπλουτος και ζάπυρος (διάπνεε; Ζώπυρον). Κι άιντε να βρής άκρη με τούτη την γλώσσα την τρελή ελληνική. Σκεφθήτε τώρα αυτός ο Έλληνας Ζά-λευκος (ο ολόλευκος Έλληνας) νάλεγε:
-«Κάντε έτσι, ρε! Και τούτο κι εκείνο. Και «οφθαλμόν αντί οφθαλμού...» Και ου τούτο, ου κείνο».
Δεν θα τον άκουγε κανείς.
-Άει πάγαινε από ΄δώ, ρε τράγο, θα του λέγανε.
Σκέφτηκε όμως, όπως ο πρόγονός του Οδυσσέας. Την Αθηνά.
-Αθηνά μου! Τί κάνω τώρα, Αθηνά μου, πού τα βρήκα μπαστούνια; Βόηθα Αθηνά μου! Ποιά Αθηνά. Το μυαλό του είναι η Αθηνά, η θεά της Σοφίας. Ή αξία αυτή της ζωής. Κι αυτό επεκαλείτο κι επεστράτευε κι ο Οδυσσέας κι έφθανε η Αθηνά. Έτσι κι o Ζάλευκος. Ποιος ξέρει τί σκεφτότανε πριν κοιμηθή, εκεί στους Επιζεφύριους Λοκρούς και μία νύχτα η Αθηνά αφήνει τον Παρθενώνα και πετάγεται ισαμ’ εκεί κάτω. (Έτσι έκανε αργότερα και η Άρτεμις. Άφηκε το ναό της στην Πέργαμο και πήγε να βοηθήση την Ολυμπιάδα το βράδυ πού γένναγε τον Αλέξανδρο). Πήγε στον ύπνο του Ζάλευκου η Αθηνά. (Αλήθεια πώς να τα εκφράση κανείς ομορφώτερα, δυνατότερα, παραστατικώτερα και γοητευτικότερα για να μείνουν! Τί λυγεράδα είχαν τούτα τα μυαλά και πόσο θάμπος σκορπούν!) Και του λέει η Αθηνά: (Σκέφτηκε ό Ζάλευκος δηλαδή.)
-«Όλοι θάχουν λόγο στην Βουλή των Οπουντίων, όπου συνερχόταν το κοινό των
Λοκρών. Και θα τον έχουν πάντοτε απo ’δώ και πέρα για όποιο ζήτημα χρειάζεται
να ρυθμισθή με Νόμο. Και θα προτείνη όποιον νόμο καθένας θέλει. Αυτό θα είναι ο πρώτος Νόμος. «Αλλά... Αλλά... Αλλά άμα ανεβαίνει στο βήμα να προτείνη νόμο, ο κήρυκας μαζί με την αναγγελία του ονόματος του θα του περνάη και μία θηλιά στο λαιμό. Ώστε αν κάποιος τολμήση να προτείνη Νόμο κατά του λαού (χαράτσια - όχι φόρο σύμφωνα με την οικονομική δύναμη καθενός - ασυλία για μερικούς, παραγραφές, ατιμωρησίες και τέτοια) η φωνή του θα πηγαίνη ίσαμ’ εκεί. Εκεί θα τελειώνη και το ταξείδι του σ’ αυτήν εδώ την ζωή. Και εν πάση περιπτώσει όποια εισήγηση, θα γίνεται μόνον «εν βρόχω τον τράχηλον έχων» (=έχοντας θηλειά στο λαιμό. Ή «με το λουρί στο σβέρκο). Πού σημαίνει: Αν ο Νόμος είναι καλός και σύμφωνος με την θεά Ευνομία, την πρώτη κόρη του Δία απ’ την ένωση του με την Θέμιδα, όλα καλά. Γυρίζει στο σπίτι του χαρούμενος και ικανοποιημένος ότι προσέφερε. Αν όμως εισηγηθή νόμον άδικον τότε... τότε... χαιρέτα μας τον πλάτανο με την κρύα βρυσούλα. Και το τομάρι κρεμασμένο στην γκορτσιά... Και τάξερες, φίλε. Αντί λοιπόν να εισηγηθής Νόμον άνομον για μερικούς – μερικούς σαν και του λόγου σου και τα παντός καιρού λαμόγια, καλύτερα να λείψης εσύ. Και η θηλιά σουρτοθηλιά. (Τούτο ’δώ αργότερα κάποιος άλλος θεός το είπε έτσι: «Συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή επί τον τράχηλόν του ονικός και καταποντισθή εν τω πελάγω της θαλάσσης». Πού εξηγάγει: θα του ’ρθη πιο φθηνά (τον συμφέρει) να περασθή στον λαιμό του μία μυλόπετρα σαν εκείνη πού σέρνει ο γάιδαρος στο λιοτοτρίβι και να ποντισθή στον πόντο. Και βγήκε ο Ζάλευκος και τα είπε έτσι ακριβώς στους συμπολίτες του, όπως τον είχε ορμηνέψει η Αθηνά. Και σαν απόσωσε την είδ’ εκεί πίσω να του πατάη το μάτι πονηρά σα να τούλεγε: -Άστους τώρα. Μόνο
συμπλήρωσε: Όσοι ίσαμε σήμερα ανεβήκανε εισηγηθήκαμε πράματα πού έγιναν Νόμοι χωρίς νάχουν την θηλιά στο λαιμό δημεύονται οι περιουσίες τους. Και φέρ’ τους παραδείγματα. Δείχ΄τους τέτοιους νόμους. Την παραγραφή, ας ειπούμε, ρώτα τους τί την θέλανε; Μη δεν την θέλανε για να παραγράφουν την κλοπή, πού είχαν αναγορεύσει σε εθνικό σπορ και πήγαινε σύννεφο; Και την ασυλία την αυτοαθώωσή τους; Έτσι πες τους τώρα. Και τάπε κι αυτά ο Ζάλευκος έτσι ακριβώς. Δίχως ν’ αλλάξη λέξη. Κι είδε την θεά, μόνος αυτός απ’ όλους, να χειροκροτή και ν’ αστράφτη ο τόπος. Κάπως έτσι εγεννήθη πήρε σάρκα και οστά κι απέκτησε πρακτική αξία η Ευνομία. Γίνηκε πού λέμε χειροπιαστή. Και χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτα. Βγάλτε όσους νόμους θέλετε. Αν δεν είναι καλοί, απλοί, χειροπιαστοί και λίγοι («κάνουν κακή ζωή εκείνοι που οι πόλεις τους έχουν πλήθος νόμων» μάς λέει ο Πλάτων) είναι χειρότερα από το να μην υπάρχουν. (Είπα λίγοι. Διακόσια χρόνια κάνανε οι Επιζεφύριοι να θεσπίσουν νέο Νόμο. Όχι σαν τώρα που με την ψήφισή του αρχίζει και το ξήλωμα από τούς ίδιους πάλι). Έτσι, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα και το πνεύμα του Ζάλευκου, σήμερα η αφεντιά μου «εν βρόχω τον τράχηλον έχουσα» και δίχως να φοβάμαι μη χάσω το κεφάλι μου θα εισηγηθώ τρεις Νόμους: Τον πρώτον έχει προτείνει ο σοφός Βίας από την αρχαιότητα κι είναι τούτος: «Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον αλλά ενδοξότερον γεγονέναι» (= ο σωστός πολιτικός, όταν αποσύρεται από την εξουσία πρέπει να φεύγει ενδοξότερος και όχι πλουσιώτερος). Σήμερα οι πολιτικοί έχουν περιέλθει σε πλήρη ανυποληψία. Ο άλλος Νόμος αφορά τούς πολίτες. Όλους τούς πολίτες και είναι τούτος: Τα χρέη προς το Δημόσιο ουδέποτε παραγράφονται. Ουδέποτε. Ούτε με το θάνατο του οφειλέτη. Μόνο με αποπληρωμή.
Τι πολλές; Είχε ξεπατώσει τις γυναίκες του κόσμου ούλες. Γέννησε η πλάση μουρντάρηδες και μουρντάρηδες, εκμαυλιστές κι ατιμαστές. Αλλά τούτος ούτε να πάη και νάρθη. Έτσι μας δίδαξαν. Κι ότι ο Δίας δεν είχε μπή ποτέ στον ίσιο δρόμο του θεού. Γιατί δεν ήταν φερμένος τότε o αληθινός θεός να σώση τον κόσμο κι ο Δίας ήταν ανίκανος γι΄αυτό. Ικανός μόνο για ανηθικότητα κι ακολασία. Έτσι έκανε την όρεξη του μ’ όποια ήθελε, χωρίς να φοβάται θεό. Πραγματικά αθεόφοβος, και μηχανευόταν χίλιους τρόπους ο άτιμος, για να κουτουπώνη την καλλίτερη. Άλλοτε γινόταν ταύρος, άλλοτε κύκνος, άλλοτε έβανε την Ηχώ, ένα κοριτσόπουλο πανέμορφο και γλυκομίλητο (πολύλαλη την λέει ό Λατίνος ποιητής Οβίδιος) ν΄απασχολή την γυναίκα του την Ήρα, και η Ηχούλα της άνοιγε κουβέντα για ΄κανά δυο ωρίτσες την φορά. Μέχρι δηλαδή να τελειώνη ο Δίας την δουλειά με την ομορφούλα. Τόσο ήθελε να της άνοιξη τα λαγόνια και την ευνή. Μέχρι και χρυσή βροχή γενόταν ό άθλιος. Και καλά ταύρος ή κύκνος ή την Ηχούλα ν’ απασχολή. Πού τελικά η Ήρα το ανακάλυψε το μυστικό; Μπορεί να της το σφύριξαν, αφού οι ρουφιάνοι δεν μένουν ποτέ άνεργοι και το χαντάκωσε το κορίτσι. Το ’κανε να λαχταράη να μιλήση και να μη
μπορή. Να μιλάη μόνο όταν μιλάη ο άλλος και να επαναλαμβάνη τα λόγια και τον τόνο και τον ήχο τ’ άλλουνού. Και τότες να μη ξεχωρίζουν παρά μόνο οι ουρές των λόγων. Μαρτύριο και τούτο από τα χειρότερα! Αυτή ΄ναι η Ηχώ κι΄αυτά έπαθε απ΄την καλή της την καρδιά. (Αθάνατε Έλληνα! << Έλλην, όφις ο ποικίλος>> λέει ο Πλούταρχος.) Καλά, λέω, όλα τ΄άλλα. Αλλά χρυσή βροχή! Νάρχεται σ΄επαφή με την Δανάη με την μορφή χρυσής βροχής! Και κανείς να μη μπη στον κόπο να μας εξηγήση γιατί. Τι θέλει να πη εδώ ο ποιητής! Ούτε κανείς ποτέ μας είπε ότι οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήσαν έννοιες, ιδέες, δυνάμεις. Και προ παντός ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ. (Ότι οι θεοί ήσαν κυρίως αξίες ζωής αποδεικνύεται περίτρανα από τον ύμνο στην αρετή του Αριστοτέλη και από την τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή. Γι’ αυτά όμως άλλη φορά.) Κι ή Δανάη Δά - Γά – Γη+νάω= ρέω, τρέχω, αναβλύζω, κελαρύζω. Κι ή βροχή απαραίτητη, πολύτιμη χρυσή για να γονιμοποιηθή και να βλαστήση η Γη. Ψηλά (ή ψιλά) γράμματα θα πήτε. Και μερικοί: παλιομυθολογία. Γι’αυτό την καταργήσαμε τελείως απ’ τα Δημοτικά σχολεία απ’ όπου βγαίνανε τα ελληνικά γράμματα. Και τώρα καταργούμε και τα ίδια τα γράμματα της γλώσσας μας. Για να μη βάνουμε νιζάμια στα κεφάλια μας. Έτσι ποτέ δεν ακούσαμε ότι ο Δίας έκανε γυναίκα του την Μήτιν (τής Μήτιδος στην γενική), που γνώριζε τα πιο πολλά απ’ όλους τους θεούς κι απ’ όλους τους θνητούς. (Από ’δώ ο Προ-μηθέας, γι’ αυτό τ’ όνομα του είναι με η. Που θα μάς πάη όμως, δέν θά μάς γλυτώση το ήτα).Κι απ’ την ένωση εκείνη εγεννήθη η Αθηνά, η θεά της σοφίας. Μετά έκανε γυναίκα του την Δήμητρα (Γή + μήτηρ. «Παμμήτειρα» αποκαλεί ο Αριστοτέλης την Γή. Κι ο μεγάλος δάσκαλος Φώτης Βαρέλης την χαιρετάει όπως ο Σολωμός την λευτεριά. «Χαίρε η Γή! Εσύ, της ζωής μας / η αρχή και το τέλος!» Κι απ’ την ένωση εκείνη γεννήθηκε η Περσεφόνη. Τρίτη την Θέμιδα (θεμιτόν) αγκάλιασε κι από ’κείνην την ένωση γεννήθηκαν η μία μετά την άλλη, ή ΕΥΝΟΜΙΑ (καλοί νόμοι), ή ΔΙΚΗ (Δικαιοσύνη), ύστερα η ΕΙΡΗΝΗ (αν υπάρχουν τα δύο πρώτα εξασφαλίζεται ΕΙΡΗΝΗ) και τέλος οι ΩΡΕΣ (το ωραίο). Αυτά δηλαδή, όλα στο ωραίο καταλήγουν. Κι αφού γίνηκαν όλα τούτα ο αθεόφοβος θέλησε να τα καταστήση κι αθάνατα. Έτσι πήρε από κοντά την ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ (ιστορία). Αχόρταγος σάς λέω. Μέχρι που στο τέλος την κατάφερε κι εκείνη. Και, η μία μετά την άλλη, γεννήθηκαν κόρες εννέα. Οι γνωστές μας από τότε ΕΝΝΕΑ ΜΟΥΣΕΣ. Για να υμνούν και να κάνουν τους ανθρώπους να θυμούνται τα περασμένα και να διδάσκονται. Να γιατί ο Ηρόδοτος σε κάθε βιβλίο της
Ιστορίας του δίδει και τ’ όνομα μιας Μούσας. Και πέστε ότι δεν γίνηκαν έτσι. Αυτά, λέω, δεν μάς τα είπαν ποτέ. Ότι δηλαδή οι θεοί των Ελλήνων θα το ξαναπούμε - ήσαν ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ. Πέρα από έννοιες, ιδέες, δυνάμεις. Μόνο μάς είπαν πώς οι θεοί ήσαν σαν και τούς ανθρώπους. Μέθυσοι και γλεντοκόποι. Ότι χόρευαν στ’ αμπέλια και τούς ληνούς και στα κρασοπουλειά μαζί με τούς αληθινούς ανθρώπους (τάκαναν κι αυτά), οι Διόνυσοι, οι Βάκχοι, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Κι ο Δίας αρχιμπερμάτης. Και βεβαίως οι πρόγονοί μας ειδωλολάτρες και πολυθεϊστές. Μακρυά από τον έναν και αληθινό. Κι ας ήταν αυτός θεός τιμωρός. Ήταν και είναι ο αληθινός. Κι εκείνοι ειδωλολάτρες. Κι ας ήταν αδιανόητο γι’ αυτούς το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού...». Κι ας κυριαρχούσε σε μάς το: «ει θεός κακόν τί ποιεί ούκ έστιν θεός (= αν ο θεός κάνει κάτι κακό δεν είναι θεός) και το: «ουδένα των δαιμόνων ηγούμαι κακόν είναι» τού Ευριπίδη και χίλια άλλα. Κι αυτά αρκούν. Διότι σήμερα εδώ, θα μιλήσουμε μόνο για την ένωση του Δία με την Θέμιδα. Την δεύτερη σύζυγο του μετά τη Μήτιδα. . Πού ήταν η Θέμις λέει ο Όμηρος, η θεά του ήθους και της τάξης. . Ή «Εύβουλος» και «Ορθόβουλος», όπως την αποκαλούν ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος. Κι ο Ζεύς, λένε όλοι οι αρχαίοι, έτρεφε πάντα αμείωτο σεβασμό σ’ αυτήν. Ήταν εκπρόσωπος της θείας δικαιοσύνης, καθοδηγούσε αποφάσεις θνητών και αθανάτων κι ήταν το σίγουρο καταφύγιο των καταπιεζομένων ανθρώπων. Την λογαριάζανε ως κόρη του Ήλιου, αφού ήτανε θεά της δικαιοσύνης. (Να κι ο Ήλιος της δικαιοσύνης). Κι όπως ο Ήλιος έβλεπε τα πάντα, έτσι και της Θέμιδος δεν της ξέφευγε τίποτα. Ανακάλυπτε όλους τούς παράνομους από τα ίχνη πού άφηναν. Γι’ αυτό την αποκαλούσαν Ιχναία, Σώτειρα και Ουρανία. . Την λάτρευαν παντού στην Ελλάδα μαζί με την Νέμεση (Τιμωρία). Σύμβολα της ο ζυγός, το ξίφος και τα σκεπασμένα μάτια. Κι έτσι παρουσιάζεται στην τέχνη. Τα ξέρουμε αυτά. Μ’ αυτήν λοιπόν την θεά, λέει το παραμύθι, πήρε κι έδωκε φιλιά ό Δίας και γεννιέται ή πρωτοκόρη τους ή ΕΥΝΟΜΙΑ. Δηλαδή οι καλοί Νόμοι πρώτα-πρώτα. Κι ο πόθος του Δία για την Θέμιδα αποτυπώνεται στο αρμονικώτερο και πανέμορφο ασημένιο κορμί αυτού του κοριτσιού. Έτσι πρέπει νάναι οι Νόμοι. Καλοί. Δίκαιοι. Ηθικοί. Ίσοι προς όλους. Καταφύγιο σίγουρο των καταπιεζομένων. Σαν την ίδια και την μάννα της. Λιτοί. Απλοί. Κατανοητοί. Σαφείς. Λαμπεροί και πολύτιμοι για όλους σαν τον 'Ήλιο, που τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτόν κι είσαι σίγουρος ότι τον βλέπεις και τον εμπιστεύεσαι. Είναι η ΕΥΝΟΜΙΑ «το καλώς κείσθαι τους νόμους, , ώστε υποληπτέον το πείθεσθαι (= να έχουν ορισθή δίκαια, , ώστε να κατανοούνται και να πείθουν). Χωρίς να χρειάζωνται δικηγόροι. Με μία λέξη, μάς λέει το παραμύθι, δεν αρκεί να νομοθετής. Αλλά όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν είσαι, από πατέρας μέχρι τύραννος, να νομοθετής βγάζοντας νόμους καλούς. Από το νέμω (διανέμω, μοιράζω δίκαια, απονέμω, σέβομαι). Που σημαίνει, πλην των όσων είπαμε, αυστηρούς μεν, αλλά δίκαιους, ηθικούς και αρμονικούς. Παραδειγματιζόμενος από την φύση (γεωργίας νόμος) μέχρι την μουσική υπέρτατη λειτουργία του σύμπαντος, που την διακρίνει αρμονία και ρυθμός. Και κατανοητούς. Ο Όμηρος τους λέει θέσμια (θεσμούς) από τό τίθημι (θέτω). Κι απ’ τούς μεγάλους νομοθέτες, του Δράκοντος ήσαν θεσμοί. Του Λυκούργου και του Σο- λωνος νόμοι. Έχει κι ο δικός μας ποιητής, ο Τυρταίος, ποίημα με τ’ όνομα της, ΕΥΝΟΜΙΑ. Εκείνος όμως πού βρήκε (επενόησε) τρόπο πρακτικό κι είπε πώς θα φτιάχνωνται οι Νόμοι για να είναι εύ (= καλοί) και να ευεργετούν – και λέξεις χίλιες και δυο και δέκα χιλιάδες με το εύ. Ευγενής και ευγένεια και ευθύς και εύγε και εύκρατος και ευλαβής και ευλογία και ευμορφία (εμορφιά) και ευνομία και ευωδιά κι ευτυχία και Ευρώπη τόσες και τέτοιες πού δεν τις βάνει νους - ήταν ο Ζάλευκος. Νομοθέτης ό Ζάλευκος εκεί κάτω στους Επιζεφύριους Λοκρούς. Οι Επιζεφύριοι, για όσους ενδεχομένως δεν έχουν ακουστά, ήταν αποικία των Λοκρών της Βοιωτίας, εκεί πέρα στην Τυρρηνία της Ιταλίας. (Και Τυρρηνική θάλασσα – Ανα- τολικά η Αδριατική, δυτικά ή Τυρρηνική. Και πέλαγος το λένε και σάλπιγγα Τυρρηνική, γιατί βαράγανε πολύ δυνατά αυτοί την σάλπιγγα πού η Αθηνά εφηύρε και τούς δώρισε). Πήγαν εκεί οι Λοκροί κι έχτισαν πόλη, λένε οι ιστορικοί κι οι αρχαιολόγοι πού την βρήκαν και ξέρουν. Και το άστυ αυτό επειδή ήταν πάνω (επί) στ’ ακρωτήρι Ζεφύριον το είπαν
Επιζεφύριο. Και πρώτος εποικιστής του ο Λοκρός Εύανθος. Κάπου εκεί στα 650 π.χ. η πόλη Επιζεφύριοι Λοκροί, πάνω σ’ εκείνο τ’ ακρωτήρι είχε μεγαλώσει πολύ. Η άκρη δεν εχώραγε.
Επεκτάθηκε λοιπόν γύρω - γύρω. Είχαν έλθει κι άλλοι από διάφορες περιοχές της Λοκρίδας. Και καθένας κουβάλαγε τούς δικούς του, τα δικά του ήθη και έθιμα καθένας το ζακόνι του (ιδιοτροπία). Ο Ζάλευκος λοιπόν αποφασίζει να τούς ενώση κάτω από ενιαία νομοθεσία. [Ζάλευκος. Όνομα και τούτο Ζά + λευκός = κατάλευκος. Κάτασπρος και λαμπερός. Τούτο το ζά - περίεργο κι αυτό επίρρημα - σημαίνει πολύ. Και ζάθεος (πανίερος) και ζαμενής (ορμητικός) και ζάχυτος (διάχυτος) και ζάχρυσος (πλούσιος σε χρυσάφι) και ζάπλουτος και ζάπυρος (διάπνεε; Ζώπυρον). Κι άιντε να βρής άκρη με τούτη την γλώσσα την τρελή ελληνική. Σκεφθήτε τώρα αυτός ο Έλληνας Ζά-λευκος (ο ολόλευκος Έλληνας) νάλεγε:
-«Κάντε έτσι, ρε! Και τούτο κι εκείνο. Και «οφθαλμόν αντί οφθαλμού...» Και ου τούτο, ου κείνο».
Δεν θα τον άκουγε κανείς.
-Άει πάγαινε από ΄δώ, ρε τράγο, θα του λέγανε.
Σκέφτηκε όμως, όπως ο πρόγονός του Οδυσσέας. Την Αθηνά.
-Αθηνά μου! Τί κάνω τώρα, Αθηνά μου, πού τα βρήκα μπαστούνια; Βόηθα Αθηνά μου! Ποιά Αθηνά. Το μυαλό του είναι η Αθηνά, η θεά της Σοφίας. Ή αξία αυτή της ζωής. Κι αυτό επεκαλείτο κι επεστράτευε κι ο Οδυσσέας κι έφθανε η Αθηνά. Έτσι κι o Ζάλευκος. Ποιος ξέρει τί σκεφτότανε πριν κοιμηθή, εκεί στους Επιζεφύριους Λοκρούς και μία νύχτα η Αθηνά αφήνει τον Παρθενώνα και πετάγεται ισαμ’ εκεί κάτω. (Έτσι έκανε αργότερα και η Άρτεμις. Άφηκε το ναό της στην Πέργαμο και πήγε να βοηθήση την Ολυμπιάδα το βράδυ πού γένναγε τον Αλέξανδρο). Πήγε στον ύπνο του Ζάλευκου η Αθηνά. (Αλήθεια πώς να τα εκφράση κανείς ομορφώτερα, δυνατότερα, παραστατικώτερα και γοητευτικότερα για να μείνουν! Τί λυγεράδα είχαν τούτα τα μυαλά και πόσο θάμπος σκορπούν!) Και του λέει η Αθηνά: (Σκέφτηκε ό Ζάλευκος δηλαδή.)
-«Όλοι θάχουν λόγο στην Βουλή των Οπουντίων, όπου συνερχόταν το κοινό των
Λοκρών. Και θα τον έχουν πάντοτε απo ’δώ και πέρα για όποιο ζήτημα χρειάζεται
να ρυθμισθή με Νόμο. Και θα προτείνη όποιον νόμο καθένας θέλει. Αυτό θα είναι ο πρώτος Νόμος. «Αλλά... Αλλά... Αλλά άμα ανεβαίνει στο βήμα να προτείνη νόμο, ο κήρυκας μαζί με την αναγγελία του ονόματος του θα του περνάη και μία θηλιά στο λαιμό. Ώστε αν κάποιος τολμήση να προτείνη Νόμο κατά του λαού (χαράτσια - όχι φόρο σύμφωνα με την οικονομική δύναμη καθενός - ασυλία για μερικούς, παραγραφές, ατιμωρησίες και τέτοια) η φωνή του θα πηγαίνη ίσαμ’ εκεί. Εκεί θα τελειώνη και το ταξείδι του σ’ αυτήν εδώ την ζωή. Και εν πάση περιπτώσει όποια εισήγηση, θα γίνεται μόνον «εν βρόχω τον τράχηλον έχων» (=έχοντας θηλειά στο λαιμό. Ή «με το λουρί στο σβέρκο). Πού σημαίνει: Αν ο Νόμος είναι καλός και σύμφωνος με την θεά Ευνομία, την πρώτη κόρη του Δία απ’ την ένωση του με την Θέμιδα, όλα καλά. Γυρίζει στο σπίτι του χαρούμενος και ικανοποιημένος ότι προσέφερε. Αν όμως εισηγηθή νόμον άδικον τότε... τότε... χαιρέτα μας τον πλάτανο με την κρύα βρυσούλα. Και το τομάρι κρεμασμένο στην γκορτσιά... Και τάξερες, φίλε. Αντί λοιπόν να εισηγηθής Νόμον άνομον για μερικούς – μερικούς σαν και του λόγου σου και τα παντός καιρού λαμόγια, καλύτερα να λείψης εσύ. Και η θηλιά σουρτοθηλιά. (Τούτο ’δώ αργότερα κάποιος άλλος θεός το είπε έτσι: «Συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή επί τον τράχηλόν του ονικός και καταποντισθή εν τω πελάγω της θαλάσσης». Πού εξηγάγει: θα του ’ρθη πιο φθηνά (τον συμφέρει) να περασθή στον λαιμό του μία μυλόπετρα σαν εκείνη πού σέρνει ο γάιδαρος στο λιοτοτρίβι και να ποντισθή στον πόντο. Και βγήκε ο Ζάλευκος και τα είπε έτσι ακριβώς στους συμπολίτες του, όπως τον είχε ορμηνέψει η Αθηνά. Και σαν απόσωσε την είδ’ εκεί πίσω να του πατάη το μάτι πονηρά σα να τούλεγε: -Άστους τώρα. Μόνο
συμπλήρωσε: Όσοι ίσαμε σήμερα ανεβήκανε εισηγηθήκαμε πράματα πού έγιναν Νόμοι χωρίς νάχουν την θηλιά στο λαιμό δημεύονται οι περιουσίες τους. Και φέρ’ τους παραδείγματα. Δείχ΄τους τέτοιους νόμους. Την παραγραφή, ας ειπούμε, ρώτα τους τί την θέλανε; Μη δεν την θέλανε για να παραγράφουν την κλοπή, πού είχαν αναγορεύσει σε εθνικό σπορ και πήγαινε σύννεφο; Και την ασυλία την αυτοαθώωσή τους; Έτσι πες τους τώρα. Και τάπε κι αυτά ο Ζάλευκος έτσι ακριβώς. Δίχως ν’ αλλάξη λέξη. Κι είδε την θεά, μόνος αυτός απ’ όλους, να χειροκροτή και ν’ αστράφτη ο τόπος. Κάπως έτσι εγεννήθη πήρε σάρκα και οστά κι απέκτησε πρακτική αξία η Ευνομία. Γίνηκε πού λέμε χειροπιαστή. Και χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτα. Βγάλτε όσους νόμους θέλετε. Αν δεν είναι καλοί, απλοί, χειροπιαστοί και λίγοι («κάνουν κακή ζωή εκείνοι που οι πόλεις τους έχουν πλήθος νόμων» μάς λέει ο Πλάτων) είναι χειρότερα από το να μην υπάρχουν. (Είπα λίγοι. Διακόσια χρόνια κάνανε οι Επιζεφύριοι να θεσπίσουν νέο Νόμο. Όχι σαν τώρα που με την ψήφισή του αρχίζει και το ξήλωμα από τούς ίδιους πάλι). Έτσι, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα και το πνεύμα του Ζάλευκου, σήμερα η αφεντιά μου «εν βρόχω τον τράχηλον έχουσα» και δίχως να φοβάμαι μη χάσω το κεφάλι μου θα εισηγηθώ τρεις Νόμους: Τον πρώτον έχει προτείνει ο σοφός Βίας από την αρχαιότητα κι είναι τούτος: «Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον αλλά ενδοξότερον γεγονέναι» (= ο σωστός πολιτικός, όταν αποσύρεται από την εξουσία πρέπει να φεύγει ενδοξότερος και όχι πλουσιώτερος). Σήμερα οι πολιτικοί έχουν περιέλθει σε πλήρη ανυποληψία. Ο άλλος Νόμος αφορά τούς πολίτες. Όλους τούς πολίτες και είναι τούτος: Τα χρέη προς το Δημόσιο ουδέποτε παραγράφονται. Ουδέποτε. Ούτε με το θάνατο του οφειλέτη. Μόνο με αποπληρωμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου